ΜΠρΘεσ 3717/2015

 

Δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας - Γραμμάτιο προείσπραξης - Αντισυνταγματικότητα ρύθμισης -.

 

Η μη καταβολή γραμματίου προείσπραξης από το δικηγόρο δεν μπορεί να επιφέρει συνέπειες σε βάρος του διαδίκου, καθώς η θέσπιση κυρώσεων σε βάρος του διαδίκου είναι ανίσχυρη, ως αντικείμενη στο δικαίωμα δικαστικής ακρόασης και προστασίας (άρθρο 20 παρ.1 Συντάγματος). Οι διατάξεις του άρθρου 96 παρ. 1 και 6 του προϊσχύσαντος Κώδικα Δικηγόρων (ν.δ. 3026/1954) που είχαν αντίστοιχο περιεχόμενο με τις διατάξεις του άρθρου 61 παρ.1 και 4 του νέου Κώδικα Δικηγόρων (ν. 4194/2013) κατά το μέρος που θεσπίζουν κυρώσεις κατά του διαδίκου, αντίκεινται στο δικαίωμα δικαστικής ακρόασης και προστασίας του αρ. 20 παρ. 1 Σ, καθότι οι διατάξεις αυτές καθιερώνουν ρυθμίσεις για την εξασφάλιση της είσπραξης των δικηγορικών αμοιβών και των πόρων των αντίστοιχων οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης, αλλά και τον περιορισμό της φοροδιαφυγής των δικηγόρων, αλλά δεν συνάπτονται με τη λειτουργία των δικαστηρίων σύμφωνα με το Σύνταγμα και την απονομή από αυτά δικαιοσύνης, ούτε με την έναντι των δικαστηρίων θέση των διαδίκων και όταν ακόμη η  παράσταση των δικηγόρων στα δικαστήρια είναι υποχρεωτική χάριν της προστασίας των ίδιων των διαδίκων και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης.

 

Αριθμός απόφασης 3717/2015

 

Αριθμός κατάθεσης  αγωγής : 24.157/2013

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

(Τακτική Διαδικασία)

 

     ΣYΓKPOTHΘHKE από τον Δικαστή Μιχαήλ Ντόστα, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου, και από τη Γραμματέα Αναστασία Πηλίτση.

 

    ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στις 12 Φεβρουαρίου 2015, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

     ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: 1. ... και 2. ..., κατοίκων Θεσσαλονίκης, οι οποίοι παραστάθηκαν μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου τους Δημητρίου Μπουντά (ΑΜ ΔΣΘ 8585).

 

     ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ:  …, κατοίκου Καλαμαριάς Θεσσαλονίκης, η οποία παραστάθηκε διά του πληρεξούσιου δικηγόρου της Ιωάννη Πάκα (ΑΜ ΔΣΘ 7189)

 

     Οι ενάγοντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 30.9.2013 αγωγή τους (με αριθ. εκθ. κατάθεσης 24.157/1.10.2013), η οποία προσδιορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 8.5.2014 και κατόπιν αναβολής για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο.

 

     Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.

 

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

      Ι) Από τις διατάξεις των άρθρων 1825, 1827, 1871 και 1872 του ΑΚ συνάγεται ότι η αγωγή του νόμιμου μεριδούχου για απόδοση της νόμιμης μοίρας του, είτε εξ ολοκλήρου είτε ελλείποντος ποσοστού αυτής, κατά το οποίο αυτός συντρέχει ως κληρονόμος, είναι η περί κλήρου αγωγή, με την οποία ο νόμιμος μεριδούχος δικαιούται να απαιτήσει από εκείνον, που ως κληρονόμος κατακρατεί αντικείμενα της κληρονομίας, την αναγνώριση του κληρονομικού του δικαιώματος κατά το ποσοστό της νόμιμης μοίρας του και την υποχρέωση του εναγόμενου να του αποδώσει τα κατακρατούμενα από αυτόν κληρονομιαία πράγματα κατά το ποσοστό του δικαιώματος της νόμιμης μοίρας του ή κατά το ποσοστό που λείπει από τη νόμιμη μοίρα του (ΑΠ 1500/1999 ΕλλΔ 44, 954, ΕφΑθ 3891/2009 ΕλλΔ 2010, 230).

 

    ΙΙ) Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 61 παρ.1 του Ν 4194/2013 (Κώδικας Δικηγόρων) «ο δικηγόρος για την άσκηση κάθε είδους ένδικων βοηθημάτων ή μέσων και για την παράστασή του ενώπιον των δικαστηρίων και των δικαστικών συμβουλίων, ενώπιον δικαστών με την ιδιότητά τους ως ανακριτών ή εισηγητών ή εντεταλμένων δικαστών και γενικά για την παροχή υπηρεσιών, που σχετίζονται με την έναρξη και τη διεξαγωγή της δίκης ……….. υποχρεούται να προκαταβάλει στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο εισφορές, αποκλειστικά και μόνο στις περιπτώσεις που προβλέπονται στο Παράρτημα ΙΙΙ, οι οποίες προορίζονται για: αα) την κάλυψη των λειτουργικών δαπανών των υπηρεσιών του Συλλόγου, ββ) την απόδοση ως πόρου στον τομέα Επικουρικής Ασφάλισης Δικηγόρων (ΤΕΑΔ) του Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων (ΕΤΑΑ), γγ) την απόδοση ως πόρου στον αντίστοιχο για κάθε Δικηγορικό Σύλλογο Τομέα Πρόνοιας – Υγείας του ΕΤΑΑ ή Ταμείο Αλληλοβοήθειας ή Λογαριασμούς Ενίσχυσης και Αλληλοβοήθειας Δικηγόρων (ΛΕΑΔ) και δδ) την απόδοση ως πόρου στον Ειδικό Διανεμητικό Λογαριασμό νέων δικηγόρων του άρθρου 33 του Ν 2915/2001» ενώ κατά την παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου «ο δικηγόρος για την κατάθεση κάθε είδους ενδίκων βοηθημάτων ή μέσων καθώς και για την παράστασή του κατά τη συζήτηση των ανωτέρω ενδίκων βοηθημάτων ή μέσων ενώπιον των δικαστηρίων και δικαστών οφείλει, στο πλαίσιο της υποχρέωσης προκαταβολής της παρ.1 του παρόντος άρθρου, να καταθέτει το σχετικό γραμμάτιο καταβολής, αλλιώς η αντίστοιχη διαδικαστική πράξη είναι απαράδεκτη. ….. Δεν υπάρχει υποχρέωση προκαταβολής της παρ.1 σε περίπτωση αναβολής ή ματαίωσης της συζήτησης, τυχόν δε καταβληθείσα προκαταβολή αναζητείται από τον δικηγόρο που προέβη σε αυτή, άλλως αυτή ισχύει για τη νέα συζήτηση». Με την ανωτέρω διάταξη σε περίπτωση μη τήρησης από τον δικηγόρο της υποχρέωσής του για προκαταβολή των αναλογουσών στην αμοιβή του εισφορών στην οικεία υπηρεσία του Δικηγορικού Συλλόγου, η οποία αποδεικνύεται με την έκδοση σχετικού γραμματίου προείσπραξης, επιρρίπτονται δυσμενείς συνέπειες σε βάρος του διαδίκου, καθότι η παράστασή του ή η αντίστοιχη διαδικαστική πράξη θεωρείται απαράδεκτη. Ειδικότερα, στην πολιτική δίκη (διεξαγόμενη κατά την τακτική διαδικασία) η συνέπεια του απαραδέκτου αυτού, ενόψει του συνδυασμού των ανωτέρω διατάξεων του Κώδικα Δικηγόρων με τα άρθρα 94 παρ.1 και 115 παρ.3 ΚΠολΔ (που καθιερώνουν αντίστοιχα την υποχρεωτική παράσταση με δικηγόρο και την υποχρεωτική κατάθεση προτάσεων) αλλά και με το άρθρο 272 παρ.1 ΚΠολΔ, θα είναι ο διάδικος να θεωρηθεί ως ερήμην δικαζόμενος και σε περίπτωση που είναι ενάγων να απορριφθεί η αγωγή του ως ουσιαστικά αβάσιμη. Όπως όμως έχει κριθεί επί των διατάξεων του άρθρου 96 παρ.1 και 6 του προϊσχύσαντος Κώδικα Δικηγόρων (Ν.Δ. 3026/1954), που είχαν αντίστοιχο περιεχόμενο με τις διατάξεις που ήδη αναφέρθηκαν (του άρθρου 61 παρ.1 και 4 του Ν 4194/2013), η θέσπιση κυρώσεων με το ανωτέρω περιεχόμενο σε βάρος του διαδίκου είναι ανίσχυρη, καθότι αντίκειται στο δικαίωμα δικαστικής ακρόασης και προστασίας, που θεσπίζεται με το άρθρο 20 παρ.1 του Συντάγματος, καθότι οι διατάξεις αυτές καθιερώνουν ρυθμίσεις για την εξασφάλιση της είσπραξης των δικηγορικών αμοιβών και των πόρων των αντίστοιχων οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης αλλά και τον περιορισμό της φοροδιαφυγής των δικηγόρων αλλά δεν συνάπτονται με τη λειτουργία των δικαστηρίων σύμφωνα με το Σύνταγμα και την απονομή από αυτά δικαιοσύνης ούτε με την έναντι των δικαστηρίων θέση των διαδίκων και όταν ακόμη η παράσταση των δικηγόρων στα δικαστήρια είναι υποχρεωτική χάριν της προστασία των ίδιων των διαδίκων και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης (ΑΕΔ 33/1995 ΝοΒ 1995, 908).

 

  ΙΙΙ) Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 2 του Ν ΓΠΟΗ΄/1912 «περί δικαστικών ενσήμων», όπως αυθεντικά ερμηνεύτηκε με το Ν.Δ. 1544/1942 και τροποποιήθηκε με το Ν.Δ. 4189/1961, 10 παρ.1 περ. ιε΄ του Ν.Δ. 4414/1960 και 175 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι κάθε καταψηφιστική αγωγή, εφόσον έχει περιουσιακό αντικείμενο ή δύναται να αποτιμηθεί σε χρήμα, υπόκειται σε τέλος δικαστικού ενσήμου και σε αναλογικές εισφορές υπέρ διάφορων ασφαλιστικών φορέων, που καθορίζονται πλέον με το άρθρο 40 παρ.16 του Ν 4111/2013. Η υποχρέωση αυτή έχει πλέον επεκταθεί και στις αναγνωριστικές αγωγές με τη διάταξη του άρθρου 70 παρ.3 του Ν 3994/2011 πλην των αναφερόμενων στη διάταξη του άρθρου 21 παρ.1 του Ν 4055/2012 εξαιρέσεων. Η παράλειψη καταβολής του δικαστικού ενσήμου, που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, έχει ως συνέπεια την εφαρμογή του άρθρου 175 ΚΠολΔ, ήτοι ο παραλείπων την καταβολή ενάγων λογίζεται κατά νομικό πλάσμα ως μη εμφανιζόμενος με επακόλουθο να απορρίπτεται η αγωγή του ως αβάσιμη, αφού η ερήμην απόφαση θεωρείται ότι εκδίδεται επί της ουσίας (ΑΠ 1107/2005, ΜΠρΛαμ 179/2014 σε ΝΟΜΟΣ). Κατά της ως άνω απορριπτικής απόφασης συγχωρείται το ένδικο μέσο της ανακοπής ερημοδικίας, προς το σκοπό καταβολής δικαστικού ενσήμου, ακόμη και υπό το καθεστώς της νέας ρύθμισης του άρθρου 501 ΚΠολΔ, που κατήργησε την αναιτιολόγητη ανακοπή ερημοδικίας, καθόσον η ανωτέρω διάταξη δεν αφορά την περίπτωση ερημοδικίας λόγω μη καταβολής δικαστικού ενσήμου αλλά μόνο την περίπτωση μη προσέλευσης στη δίκη του διαδίκου (ΑΠ 312/1973 ΝοΒ 21, 1154, ΜΠρΛαμ 1427/2014 ο.π.). Εξάλλου, η βάσει των ανωτέρω διατάξεων πρόβλεψη πλασματικής ερημοδικίας για τον διάδικο, που δεν καταβάλει το αναλογούν δικαστικό ένσημο, δεν αντίκειται στο κατά τα άρθρα 20 παρ.1 του Συντάγματος και 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) δικαίωμα δικαστικής προστασίας, είτε πρόκειται για καταψηφιστική είτε για αναγνωριστική αγωγή, καθότι η πρόβλεψη αναλογικού τέλους δικαστικού ενσήμου έχει ανταποδοτικό χαρακτήρα, αφού η είσπραξή του ενισχύει τη δυνατότητα της Πολιτείας να καλύπτει τις λειτουργικές ανάγκες και δαπάνες του συστήματος απονομής της δικαιοσύνης ενώ εξάλλου σε περίπτωση νίκης του ενάγοντος το καταβληθέν τέλος δικαστικού ενσήμου συνυπολογίζεται στην επιδικαζόμενη υπέρ αυτού δικαστική δαπάνη. Επίσης, σε κάθε περίπτωση διατηρούνται σε ισχύ οι διατάξεις του Ν 3226/2004, με τις οποίες λαμβάνεται πρόνοια, ώστε να παρέχεται νομική αρωγή σε πολίτες χαμηλού εισοδήματος, η οποία εμπεριέχει και την απαλλαγή από την καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου (άρθρο 9 παρ.2 του Ν 3226/2004 – βλ. αναλυτικά ΜΠρΘεσ 1427/2014 σε ΝΟΜΟΣ). 

 

     Με την κρινόμενη αγωγή οι ενάγοντες αναφέρουν ότι στις 18.8.2012 απεβίωσε η γιαγιά τους από την πατρική γραμμή ... (μητέρα του προαποβιώσαντος κατά το έτος 2010 πατέρα τους ...) έχοντας ως περιουσιακά στοιχεία κατά το χρόνο του θανάτου της τα ακόλουθα: 1. διαμέρισμα εμβαδού 32,80 τ.μ. σε πολυκατοικία επί της οδού ... στην Καλαμαριά με ποσοστό εξ αδιαιρέτου συγκυριότητας στο κοινό οικόπεδο 49,03/1.000 αξίας 65.600 ευρώ, 2. ποσοστό 33,63% στο δικαίωμα μελλοντικής δόμησης («αέρας») στην ίδια ως άνω πολυκατοικία με ποσοστό εξ αδιαιρέτου συνιδιοκτησίας στο κοινό οικόπεδο 100/1.000 αξίας 4.793,35 ευρώ, 3. μία μετοχή του ΟΑΣΘ με αριθμό 191γ΄ (11,5 πόντων) αξίας 131.428,55 ευρώ, 4. 25 μετοχές του ΟΤΕ συνολικής αξίας 82,25 ευρώ και 5. συγκυριότητα κατά 1/2 εξ αδιαιρέτου επί ΙΧΕ αυτοκινήτου μάρκας Volkswagen τύπου Passat αξίας (του ιδανικού μεριδίου της 1.000 ευρώ), ήτοι περιουσιακά στοιχεία συνολικής αξίας 202.904,15 ευρώ. Ότι με την υπ’ αριθ. .../14.6.2012 δημόσια διαθήκη της ενώπιον της Συμβολαιογράφου Θεσσαλονίκης ..., που δημοσιεύτηκε νόμιμα με τα υπ’ αριθ. 418/24.5.2013 σχετικά πρακτικά του Ειρηνοδικείου Θεσσαλονίκης, η κληρονομούμενη κατέλιπε το σύνολο της περιουσίας της στην εναγόμενη κόρη της (και θεία των εναγόντων) και δεν άφησε κανένα περιουσιακό στοιχείο στους ενάγοντες. Ότι μετά τον θάνατο της κληρονομουμένης η εναγομένη αποδέχτηκε την κληρονομία και νέμεται τα στοιχεία της κληρονομιαίας περιουσίας ως αποκλειστική κυρία τους παραγνωρίζοντας το δικαίωμα νόμιμης μοίρας των εναγόντων ως κατιόντων της κληρονομούμενης. Με βάση τα παραπάνω οι ενάγοντες ζητούν να αναγνωριστεί το δικαίωμα της νόμιμης μοίρας τους στην κληρονομιαία περιουσία, που ανέρχεται σε ποσοστό 1/8 εξ αδιαιρέτου για τον καθένα από αυτούς (συνολικά 1/4 εξ αδιαιρέτου), και να υποχρεωθεί η εναγομένη να τους αποδώσει το ποσοστό που τους αναλογεί επί των αντικειμένων της κληρονομίας (αξίας 25.363 ευρώ για κάθε ενάγοντα). Με το ανωτέρω περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή αρμοδίως καθ’ ύλη και κατά τόπο εισάγεται για συζήτηση στο παρόν Δικαστήριο (άρθρα 14 παρ.2, 30 παρ.1 ΚΠολΔ) κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία και είναι νόμιμη ως στηριζόμενη στις διατάξεις, που αναφέρονται υπό το στοιχ. Ι της ανωτέρω μείζονος σκέψης. Περαιτέρω, σύμφωνα με όσα εκτίθενται υπό το στοιχ. ΙΙ της μείζονος σκέψης, η μη προσκόμιση γραμματίου προείσπραξης για την παράσταση του πληρεξούσιου δικηγόρου των εναγόντων κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και για την κατάθεση των προτάσεων καθώς και η έλλειψη χαρτοσήμανσης αυτών δεν μπορούν να επιφέρουν δυσμενείς συνέπειες σε βάρος των διαδίκων αυτών ούτε να θεωρηθεί ως πλασματική ερημοδικία τους. Ωστόσο, οι ενάγοντες δεν κατέβαλαν ούτε το αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου για τη συζήτηση της αγωγής τους, παράλειψη η οποία ελέγχεται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο. Σύμφωνα δε με όσα αναφέρονται υπό το στοιχ. ΙΙΙ της ανωτέρω μείζονος σκέψης, πρέπει να θεωρηθεί κατ’ εφαρμογή του άρθρου 175 ΚΠολΔ ότι αυτοί δεν εμφανίστηκαν. Επομένως, οι ενάγοντες θα δικαστούν ερήμην και κατ’ εφαρμογή του άρθρου 272 παρ.1 ΚΠολΔ η αγωγή τους θα απορριφθεί ως κατ’ ουσία αβάσιμη (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη, Ερμην. – Νομολ. Ανάλυση ΚΠολΔ, άρθρο 175 υπό τον αριθ. 6, όπου και περαιτέρω παραπομπές). Επίσης, πρέπει να οριστεί το νόμιμο παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας εκ μέρους των εναγόντων (άρθρο 505 παρ.2 ΚΠολΔ). Τέλος, οι ενάγοντες λόγω της ήττας τους πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά έξοδα της εναγομένης (άρθρα 176, 191 παρ.2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

    ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην των εναγόντων.

 

    ΟΡΙΖΕΙ παράβολο για την περίπτωση άσκησης ανακοπής ερημοδικίας ποσού εκατόν πενήντα (150) ευρώ για κάθε ανακόπτοντα.

 

    ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή.

 

    ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους ενάγοντες στα δικαστικά έξοδα της εναγομένης, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων διακοσίων (1.200) ευρώ.

 

  Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στη Θεσσαλονίκη στις 12 Μαρτίου 2015, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους. και θεωρήθηκε αυθημερόν

 

 

           Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ