ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΜΠρΘεσ 17629/2018

 

Παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής - Συμβασιούχοι Δήμου - Μετατροπή συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε αορίστου - Χαρακτηρισμός συμβάσεων εργασίας -.

 

Διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ή έργου συναπτόμενες μετά την έναρξη ισχύος του αναθεωρημένου άρθρου 103 Συντ. (18.4.2001) με το Δημόσιο, τους ΟΤΑ και τα ΝΠΔΔ δεν μπορούν να μετατραπούν σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, έστω και αν αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες. Δεσμευτική ισχύς οδηγιών της ΕΕ. Κρίθηκε ότι οι ενάγοντες συνδεόνταν με το εναγόμενο με συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, με όλες τις περαιτέρω συνέπειες του στοιχείου της εξάρτησης, και όχι με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, αδιαφόρως του χαρακτηρισμού που τους απέδωσαν τα μέρη. Συνιστά κατάχρηση η ανανέωση συμβάσεων μίσθωσης έργου χωρίς αντικειμενικό λόγο.

 

 

 

Αριθμός απόφασης: 17629/2018

 

(Αριθμός κατάθεσης αγωγής: 7561/5782/2018

 

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

(ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ)

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ελένη Μπαρκούκη, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου και από τη Γραμματέα Μαρία Κατσούλα.

 

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του την 17-10-2018. για να δικάσει την κλήση με αριθμό κατάθεσης 7561/5782/2018 μεταξύ:

 

ΙΏΝ ΕΝΑΓΌΝΤΩΝ : 1) ..., 2) ..., 3) ..., 4) ..., 5) ..., 6) ..., 7) ..., 8) ..., 9) ... και 10) ..., απάντων κατοίκων Θεσσαλονίκης, οι οποίοι παραστάθηκαν δια των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, Γεωργίου Ιγνατιάδη (AM ΔΣΘ 1095) και Απόστολου Παπακωνσταντίνου (AM Δ.Σ. Αθηνών 25904), οι οποίοι κατέθεσαν προτάσεις.

 

ΤΟΥ ΕΝΑΓΌΜΕΝΟΥ : Του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Δήμος Θεσσαλονίκης», που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του, Παναγιώτη Μανόπουλου, (AM ΔΣΘ 3736), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.

 

ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά συνεδρίασης και στις έγγραφες προτάσεις τους.

 

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

 

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

Από τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 294. 295 και 297 ΚΠολΔ σαφώς συνάγεται ότι ο ενάγων μπορεί να παραιτηθεί από το δικόγραφο της αγωγής ή από το δικαίωμα που ασκήθηκε με την αγωγή, είτε με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά, είτε με δικόγραφο, που επιδίδεται στον αντίδικο του παραιτούμενου, με συνέπεια η αγωγή να θεωρείται ως μη ασκηθείσα. Ως δικόγραφο δε νοείται κάθε έγγραφο που συντάσσεται από το διάδικο ή το δικαστικό πληρεξούσιο του για την πιστοποίηση των διαδικαστικών πράξεων που ενεργούν ή από το δικαστήριο, το οποίο είτε υποβάλλεται στο Δικαστήριο είτε επιδίδεται στον αντίδικο του διαδίκου που το συνέταξε. Με το ανωτέρω άρθρο 297 ΚΠολΔ, ορίζονται αποκλειστικοί τρόποι παραιτήσεως από το δικόγραφο αγωγής που ασκήθηκε και. συνεπώς, τέτοια παραίτηση, αν γίνει με τις προτάσεις που δεν επιδόθηκαν στον αντίδικο, θεωρείται ανίσχυρη (ΟλΑΠ 1187/1981, ΑΠ 28/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 50/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 295/2007 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 78/2004, ΕΕμπΔ 2004, 384, ΑΠ 902/2003 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 191/2001 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Μαργαρίτης Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομία; σελ. 541, Μακρίδου στο Ερμηνεία ΚΠολΔ (επιμ) Κεραμεύς- Κονδύλης-Νίκας, τόμος 1. σελ. 596, Μπαλογιάννη στο Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας (ετπμ) Απαλαγάκη, σελ. 560. Νίκας στο Πολιτική Δικονομία σελ. 599). Εν προκειμένω με καταχωρισθείσα στα ταυτάριθμα προς την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του Δικαστηρίου τούτου δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου τους, οι ενάγοντες παραιτήθηκαν από το δικόγραφο της αγωγής τους ως προς τον όγδοο ενάγοντα με συνέπεια να θεωρείται ως μη ασκηθείσα αναφορικά με τον τελευταίο και να καταργηθεί ως προς αυτόν η δίκη (άρθρο 294, 295 § 1 εδ. α και 297 ΚΠολΔ, ΟλΑΠ 20/1999, ΕλλΔνη 2000.26, ΑΠ 800/2010, ΑΠ 793/2010, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

 

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648 επ. του Α.Κ. και του νόμου 765/1943. που κυρώθηκε με την 324/30-5-1946 ΠΥΣ και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 38 του Εισ.Ν.Α.Κ., προκύπτει ότι σύμβαση παροχής εξαρτημένης εργασίας υπάρχει όταν ο εργαζόμενος παρέχει την εργασία του με μισθό και υποβάλλεται στη νομική εξάρτηση του εργοδότη, η οποία εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να ασκεί εποπτεία και να ελέγχει την εργασία που παρέχει ο εργαζόμενος, δίδοντας οδηγίες ως προς το χρόνο, τόπο και τρόπο της παρεχόμενης υπηρεσίας, άσχετα με το αν ο εργοδότης ασκεί εμπράκτως το δικαίωμα αυτό ή αφήνει περιθώρια πρωτοβουλιών στον εργαζόμενο, εφόσον η ευχέρεια αυτή δεν εξικνείται μέχρι κατάλυσης της υποχρέωσης υπακοής στον εργοδότη και δημιουργίας αντιστοίχως δικαιώματος ελεύθερης από τον έλεγχο του τελευταίου υπηρεσιακής δράσης. Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 681 ΑΚ, προκύπτει ότι. κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα της σύμβασης έργου είναι ότι με αυτήν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στο τελικό αποτέλεσμα της εργασίας και όχι σ' αυτή καθεαυτή την εργασία, που θα απαιτηθεί για την εκτέλεση του έργου, η ολοκλήρωση και παράδοση του οποίου επιφέρει τη λύση της σύμβασης. Σε κάθε. όμως περίπτωση τη σύμβαση μίσθωσης έργου χαρακτηρίζει η έλλειψη εξάρτησης από τον κύριο του έργου, αφού ο εργολάβος έχει την πρωτοβουλία στην εκτέλεση αυτού, επιλέγοντας το χρόνο και τον τρόπο εκτέλεσης του μέσα στις συμβατικές προθεσμίες, χωρίς να υποχρεούται να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες και εντολές του κυρίου του έργου, μη υποκείμενος στον έλεγχό του. Περαιτέρω από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648, 649, 669, 672 ΑΚ προκύπτει ότι σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου υπάρχει, όταν οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν συμφωνήσει ορισμένη διάρκεια για την παροχή της εργασίας, ούτε η χρονική αυτή διάρκεια συνάγεται από το είδος και το σκοπό της εργασίας. Αντίθετα, η σύμβαση εργασίας είναι ορισμένου χρόνου, όταν συνομολογείται η διάρκεια αυτής μέχρις ορισμένου χρονικού σημείου ή μέχρις την επέλευση ορισμένου μέλλοντος και βεβαίου γεγονότος ή την εκτέλεση ορισμένου έργου, μετά την περάτωση του οποίου ή την επέλευση του βεβαίου γεγονότος ή του χρονικού σημείου, παύει να ισχύει αυτοδικαίως. Εξάλλου, ο χαρακτηρισμός της σύμβασης ή σχέσης εργασίας ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου ή έργου δεν εξαρτάται από το χαρακτηρισμό που δίνουν σ' αυτήν οι δικαιοπρακτούντες ή ο νόμος, διότι αυτός, ως κατ' εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας, ανήκει στο δικαστήριο. Η δυνατότητα του ορθού χαρακτηρισμού της έννομης σχέσης ως σύμβασης εργασίας ορισμένου ή αορίστου χρόνου ή έργου δεν αποκλείεται στις εργασιακές σχέσεις του δημόσιου (και του ευρύτερου δημόσιου) τομέα (Ολ.ΑΠ 18/2006). Περαιτέρω, η Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28-6-1999 (που δημοσιεύθηκε την 10-7-1999 στην Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και άρχισε να ισχύει από 10-7-2001) έχει ως σκοπό την αποτροπή της κατάχρησης σύναψης διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου με τη λήψη από τα κράτη - μέλη. όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα μέτρα για την πρόληψη των καταχρήσεων, συγκεκριμένων μέτρων προσαρμογής, η Οδηγία δε αυτή ενσωματώθηκε στην ελληνική έννομη τάξη με τα ΠΔ 81/2003 και 164/2004, που εφαρμόζεται στους εργαζομένους με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στο δημόσιο τομέα, η ισχύς των οποίων άρχισε από τη δημοσίευση τους στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης την 2-4-2003 και 19-7-2004. αντίστοιχα. Ανεξάρτητα από την Οδηγία αυτή, στην ελληνική έννομη τάξη η διασφάλιση των εργαζομένων από την καταστρατήγηση των δικαιωμάτων τους, με την προσχηματική επιλογή της σύμβασης εργασίας ορισμένου αντί αορίστου χρόνου, αντιμετωπιζόταν με το άρθ. 8 § 3 ν. 2112/1920 (σε συνδυασμό με τα άρθ. 281, 671 ΑΚ, 25 §§ 1 και 3 του Συντάγματος), το οποίο εφαρμόζεται σε όλες τις περιπτώσεις συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου, ανεξάρτητα αν έχουν συναφθεί στον ιδιωτικό ή δημόσιο τομέα, και ορίζει ότι οι διατάξεις του νόμου αυτού εφαρμόζονται και επί συμβάσεων εργασίας με ορισμένη χρονική διάρκεια, αν ο καθορισμός της διάρκειας αυτής δεν δικαιολογείται από τη φύση της σύμβασης, αλλά τέθηκε σκόπιμα προς καταστρατήγηση των διατάξεων του ίδιου νόμου περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής σύμβασης. Η διάταξη αυτή. αξιοποιήθηκε γενικότερα για τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας ως ορισμένης ή αόριστης χρονικής διάρκειας, με πληρέστερη μάλιστα προστασία έναντι εκείνης της μεταγενέστερης ως άνω κοινοτικής Οδηγίας, εφόσον πρόκειται για διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου, που καλύπτουν πραγματικά πάγιες και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες της υπηρεσίας και τούτο διότι ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός ορισμένης σχέσης και δη της σύμβασης εργασίας, ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου, αποτελεί κατεξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας των δικαστηρίων, ανεξάρτητα από τον εκ του νόμου χαρακτηρισμό της συμβατικής σχέσης ως ορισμένου χρόνου (ΑΕΔ 3/3001. Ολ.ΑΠ 6/2001), χωρίς παράλληλα ο ορθός αυτός νομικός χαρακτηρισμός εκ μέρους του δικαστηρίου, όταν συντρέχουν οι προαναφερθείσες ουσιαστικές προϋποθέσεις των καλυπτομένων αναγκών, να συνιστά ανεπίτρεπτη "μετατροπή" του ισχύοντος νομικού καθεστώτος απασχόλησης από ορισμένου χρόνου σε αόριστου (Ολ.ΑΠ 18/2006). Συνάγεται, από τα προαναφερθέντα, ότι επί διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, που καταρτίσθηκαν με το Δημόσιο κλπ. πριν από την έναρξη ισχύος (1) της ως άνω Οδηγίας 1999/70/ΕΚ (2) των παραγράφων 7 και 8 του άρθ. 103 του Συντάγματος, που προστέθηκαν κατά την αναθεώρηση του έτους 2001, ισχύουν από 18- 4-2001 (ΦΕΚ Α' 85/2001) και απαγορεύουν την ακόμη και από το νόμο μονιμοποίηση του προσλαμβανομένου ως άνω προσωπικού ή τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου ή έργου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου ακόμη και σε περίπτωση που οι εργαζόμενοι με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του Δημοσίου και (3) των άρθ. 5 και 11 του ΠΔ 164/2004. που άρχισε να ισχύει από 19-7-2004 και διαγράφει τις προϋποθέσεις μετατροπής των, κατά την έναρξη της ισχύος του. ενεργών συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου, συνεχίζονται δε και είναι ενεργές κατά τον χρόνο έναρξης της ισχύος τους και μετά ταύτα και καλύπτουν κατά την φύση τους πάγιες και διαρκείς ανάγκες, δεν εφαρμόζονται οι ως άνω διατάξεις, διότι αυτές (συμβάσεις εργασίας) είχαν προσλάβει ήδη, κατά το χρόνο που εκτείνεται η έννομη σχέση και το αντικείμενο της, δηλ. και πριν την έναρξη ισχύος των ως άνω συνταγματικών και άλλων διατάξεων, το χαρακτήρα της σύμβασης αορίστου χρόνου, κατ' ορθό νομικό χαρακτηρισμό, παρά την τυχόν απαγόρευση από το νόμο της σύναψης τους ως τέτοιων, τον οποίο διατηρούν και μετά την έναρξη ισχύος το)ν πιο πάνω διατάξεων, ως ενιαίες πλέον συμβάσεις αορίστου χρόνου (Ολ.ΑΠ 7/2011). Τέλος, οι διατάξεις του άρθρου 103 §§2 και 3 του Συντάγματος, οι οποίες επιβάλλουν τη νομοθετική πρόβλεψη οργανικών θέσεων για την κάλυψη των πάγιων και διαρκών αναγκών του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των άλλων ν.π.δ.δ.. ορίζουν τα εξής: "Κανένας δεν μπορεί να διοριστεί υπάλληλος σε οργανική θέση που δεν είναι νομοθετημένη. Εξαιρέσεις μπορεί να προβλέπονται από ειδικό νόμο. για να καλυφθούν απρόβλεπτες και επείγουσες ανάγκες με προσωπικό που προσλαμβάνεται για ορισμένη χρονική περίοδο με σχέση ιδιωτικού δικαίου" (§2). "Οργανικές θέσεις ειδικού επιστημονικού καθώς και τεχνικού προσωπικού μπορούν να πληρούνται με προσωπικό που προσλαμβάνεται με σχέση ιδιωτικού δικαίου. Νόμος ορίζει τους όρους για την πρόσληψη, καθώς και τις ειδικότερες εγγυήσεις τις οποίες έχει το προσωπικό που προσλαμβάνεται" (§3). Με την αναθεώρηση του έτους 2001 (ΦΕΚ Α' 85/18-4-2001) προστέθηκε στο άρθρο 103 του Συντάγματος παρ. 7, που προβλέπει ότι η πρόσληψη υπαλλήλων στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, γίνεται είτε με διαγωνισμό είτε με επιλογή σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια και υπάγεται στον έλεγχο ανεξάρτητης Αρχής. Επίσης στο ίδιο άρθρο (103) προστέθηκε παρ. 8. που προβλέπει ότι: "Νόμος ορίζει τους όρους και τη χρονική διάρκεια των σχέσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, για την κάλυψη είτε οργανικών θέσεων και πέραν των προβλεπομένου στο πρώτο εδάφιο της παρ. 3, είτε πρόσκαιροι είτε απρόβλεπτοι και επειγουσών αναγκών κατά το δεύτερο εδάφιο της παρ. 2. Νόμος ορίζει επίσης τα καθήκοντα που μπορεί να ασκεί το προσωπικό του προηγούμενου εδαφίου. Απαγορεύεται η από το νόμο μονιμοποίηση προσωπικού που υπάγεται στο πρώτο εδάφιο ή η μετατροπή των συμβάσεων του σε αορίστου χρόνου. Οι απαγορεύσεις της παραγράφου αυτής ισχύουν και ως προς τους απασχολουμένους με σύμβαση έργου". Στους προαναφερόμενους κανόνες, τους οποίους πρώτος διατύπωσε ο κοινός νομοθέτης με τις πιο πάνω διατάξεις και οι οποίες κατέστησαν ήδη, με την ως άνω συνταγματική αναθεώρηση, συνταγματικού επιπέδου, υπάγεται, ενόψει της αδιάστικτης διατύπωσης των παραγράφων 7 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος, τόσο το προσωπικό που συνδέεται με (το Δημόσιο, τους ΟΤΑ και) τα ΝΠΔΔ με υπαλληλική σχέση δημόσιου δικαίου, όσο και το προσωπικό που προσλαμβάνεται με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, για την πλήρωση οργανικών θέσεων, σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος. Μέλημα του αναθεωρητικού νομοθέτη ήταν να αποτρέψει τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ή έργου ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις εργασίας αόριστου χρόνου, όχι απλώς εκείνων που κάλυπταν παροδικές και απρόβλεπτες ανάγκες, αλλά και εκείνων που πράγματι κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες και προς το σκοπό αυτό προσέθεσε την παραπάνω διάταξη του εδ. γ' της παρ. 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος, η οποία πλέον αδιακρίτως απαγορεύει την από το νόμο ακόμα μονιμοποίηση του κατά τον προαναφερόμενο τρόπο προσλαμβανόμενου προσωπικού ή τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ή έργου ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αόριστου χρόνου. Δηλαδή, η απαγόρευση αυτή καταλαμβάνει και την περίπτωση κατά την οποία οι εργαζόμενοι με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ή έργου, απασχολούνται στην πραγματικότητα για την κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών του δημόσιου τομέα. Επομένως, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα. διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ή έργου, συναπτόμενες υπό το κράτος της ισχύος των πιο πάνω συνταγματικών και άλλων διατάξεων, και δη μετά την έναρξη ισχύος (18-4-2001) του αναθεωρημένου άρθ. 103 του Συντάγματος με την προσθήκη των ως άνω παραγράφων 7 και 8 σ' αυτό, με (το Δημόσιο, τους ΟΤΑ και) τα ΝΠΔΔ δεν μπορούν να μετατραπούν σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, έστω και αν αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς και όχι πρόσκαιρες ή απρόβλεπτες ανάγκες, αφού. έστω και αν αυτό συμβαίνει, ο εργοδότης δεν έχει την ευχέρεια για τη σύναψη σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, συνακόλουθα δε σε κάθε περίπτωση στις συμβάσεις αυτές, υπό την ισχύ των ως άνω διατάξεων, δεν είναι δυνατή η εφαρμογή της προαναφερόμενης διάταξης του άρθρου 8 § 3 του ν. 2112/1920. Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 189 § 3 και ήδη 249 §§ 1 και 3 της Ενοποιημένης απόδοσης της Συνθήκης της Ε.Ο.Κ. προκύπτει, ότι οι οδηγίες αποτελούν παράγωγο κοινοτικό δίκαιο και δεσμεύουν κάθε κράτος - μέλος της Κοινότητας, στο οποίο απευθύνονται, καθόσον αφορούν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, αλλά αφήνουν την επιλογή του τύπου και των μέσων στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών. Γι' αυτό απευθύνονται, κατ' ανάγκην, όχι απ' ευθείας προς τους ιδιώτες, θεσπίζοντας δικαιώματα και υποχρεώσεις τους, αλλά μόνο προς τα κράτη - μέλη, αφού μόνο αυτά έχουν τη δυνατότητα να λάβουν τα μέτρα, με τα οποία θα καταστεί εφικτή η επίτευξη του επιδιωκόμενου αποτελέσματος. Το κράτος - μέλος, που είναι αποδέκτης της οδηγίας, έχει την υποχρέωση να πραγματοποιήσει το αποτέλεσμα αυτό μέσα στην τασσόμενη προθεσμία, με μέσα, όμως, τα οποία αυτό θα επιλέξει. Αν η οδηγία περιέχει κανόνες σαφείς και ορισμένους, δεκτικούς απευθείας εφαρμογής (δηλαδή χωρίς αιρέσεις ή περιθώρια επιλογής), η παράλειψη του εθνικού νομοθέτη, να την εκτελέσει εμπρόθεσμα, συνεπάγεται την άμεση ισχύ της στην εσωτερική έννομη τάξη του κράτους - μέλους που είναι ο παραλήπτης αυτής, η ισχύς της όμως εκτείνεται μόνο κατά του κράτους - μέλους που παρέλειψε να την καταστήσει "εθνικό δίκαιο" και των αντίστοιχων κρατικών φορέων και δεν εκτείνεται και στις μεταξύ των ιδιωτών σχέσεις, είναι δηλαδή κάθετη και όχι οριζόντια. Η οριζόντια ισχύς αυτής ολοκληρώνεται μόνο με την έκδοση πράξης του εθνικού νομοθέτη, που μετατρέπει την οδηγία σε κανόνα του εσωτερικού δικαίου (ΟλΑΠ 31/2009. 19. 20/2007). Την 10-7-1999 δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων η Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28-6-1999, ύστερα από τη συμφωνία - πλαίσιο, την οποία συνήψαν στις 18-3-1999 οι διεπαγγελματικές οργανώσεις γενικού χαρακτήρα CES. UNICH και CEEP, στο άρθρο 2 της οποίας ορίζεται ότι στα κράτη - μέλη παρέχεται προθεσμία συμμόρφωσης προς το περιεχόμενο της Οδηγίας αυτής έως την 10-7-2001, με δυνατότητα παράτασης της εν λόγω προθεσμίας έως την 10-7-2002, της οποίας (δυνατότητας) η Ελλάδα έκαμε χρήση. Στο προοίμιο της οδηγίας αυτής αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι τα μέρη της παρούσας συμφωνίας αναγνωρίζουν, ότι 01 συμβάσεις αόριστου χρόνου είναι και θα συνεχίσουν να είναι η γενική μορφή εργασιακών σχέσεων μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων και ότι οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ανταποκρίνονται, σε ορισμένες περιστάσεις, στις ανάγκες τόσο των εργοδοτών όσο και των εργαζομένων. Ορίζει ειδικότερα η παραπάνω Οδηγία, μεταξύ άλλων, ότι η παρούσα συμφωνία εφαρμόζεται σε όλους τους εργαζόμενους ορισμένου χρόνου που έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας, όπως αυτές καθορίζονται από τη νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις ή την πρακτική κάθε κράτους - μέλους (ρήτρα 2) και ότι για να αποτραπεί η κατάχρηση που μπορεί να προκύψει από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, τα κράτη - μέλη. ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους, ή και οι κοινωνικοί εταίροι, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα για την πρόληψη των καταχρήσεων, λαμβάνουν, κατά τρόπο που να λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες ειδικών τομέων ή και κατηγοριών εργαζομένων, ένα ή περισσότερα από τα αναφερόμενα μέτρα και ειδικότερα καθορίζουν α) αντικειμενικούς λόγους που να δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας, β) τη μέγιστη συνολική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, γ) τον αριθμό των ανανεώσεων τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας. Επίσης τα κράτη - μέλη ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους ή και οι κοινωνικοί εταίροι καθορίζουν, όταν χρειάζεται, τις συνθήκες υπό τις οποίες συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου θεωρούνται "διαδοχικές" και χαρακτηρίζονται συμβάσεις ή σχέσεις αορίστου χρόνου (ρήτρα 5). Είναι φανερό ότι η πιο πάνω Οδηγία δεν περιέχει κανόνες κοινοτικού δικαίου σαφείς και ορισμένους, δεκτικούς απευθείας εφαρμογής στην ελληνική έννομη τάξη, δηλαδή η Οδηγία αυτή δεν είναι χωρίς αιρέσεις ή περιθώρια επιλογής από τον εθνικό νομοθέτη. Η επίτευξη του στόχου της Οδηγίας προϋποθέτει συγκεκριμένα μέτρα προσαρμογής, που θα λάβει ο εθνικός νομοθέτης, ο οποίος καλείται να εξειδικεύσει τις συνθήκες κάτω από τις οποίες οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου θεωρούνται διαδοχικές και μπορούν να χαρακτηρισθούν ως αορίστου χρόνου. Τα κράτη - μέλη, δηλαδή, διαθέτουν ευρεία ευχέρεια επιλογής μεταξύ περισσότερων λύσεων για να αποτρέψουν την καταχρηστική χρησιμοποίηση των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, χωρίς να επιβάλλεται, σε περίπτωση σύναψης τέτοιων συμβάσεων, ο χαρακτηρισμός αυτών ως συμβάσεων αόριστου χρόνου, καθ'  όσον τούτο προβλέπεται ως μέτρο δυνητικό ("όταν χρειάζεται"). Συνεπώς, δεν αποκλείεται η πρόβλεψη άλλων, πρόσφορων κατά την κρίση του εθνικού  νομοθέτη, κυρώσεων σε βάρος του εργοδότη για την αποτελεσματική  προστασία του εργαζομένου, όπως είναι η ακυρότητα των συναπτόμενων συμβάσεων, με παράλληλη εξασφάλιση για τον εργαζόμενο των αποδοχών για την εργασία που παρέσχε και αποζημίωσης. Η ευχέρεια του νομοθέτη να προβλέπει άλλες πρόσφορες κυρώσεις, πλην του χαρακτηρισμού των ανεπίτρεπτων διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου ως συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας αορίστου χρόνου, συνάγεται και από την παρ. 3 του προοιμίου της συμφωνίας - πλαισίου, στην οποία ορίζεται ότι "η παρούσα συμφωνία καθορίζει τις γενικές αρχές και τις ελάχιστες απαιτήσεις σχετικά με την εργασία ορισμένου χρόνου, αναγνωρίζοντας ότι για τις λεπτομέρειες της εφαρμογής της πρέπει να ληφθούν υπόψη τα πραγματικά στοιχεία των συγκεκριμένων εθνικών, τομεακών και εποχιακών καταστάσεων", καθώς και από την υπ' αριθ. 10 γενική παρατήρηση αυτής, όπου ορίζεται ότι "η παρούσα συμφωνία παραπέμπει στα κράτη - μέλη και τους κοινωνικούς εταίρους για τον καθορισμό των λεπτομερειών εφαρμογής των γενικών αρχών της. των ελάχιστων απαιτήσεων και διατάξεων, ώστε να ληφθεί υπόψη η κατάσταση σε κάθε κράτος - μέλος και οι ιδιαίτερες συνθήκες ορισμένων τομέων και επαγγελμάτων, συμπεριλαμβανομένων των δραστηριοτήτων εποχικής φύσης". Ηδη ο εθνικός νομοθέτης έχει εξειδικεύσει τις συνθήκες αυτές με τα Π.Δ. 81/2003 και 164/2004, από τα οποία το δεύτερο αναφέρεται στους εργαζόμενους με συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου στον ευρύτερο δημόσιο τομέα και των οποίων η ισχύς άρχισε από τη δημοσίευση τους στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης στις 2-4-2003 και 19-7-2004 αντίστοιχα. Με το άρθρο 5 του Π.Δ. 164/2004 ορίζεται ότι (α) απαγορεύονται οι διαδοχικές συμβάσεις, που καταρτίζονται και εκτελούνται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, εφόσον μεταξύ των συμβάσεων αυτών μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών μηνών (β) η κατάρτιση των συμβάσεων αυτών επιτρέπεται, κατ' εξαίρεση, εφόσον δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους, αντικειμενικός δε λόγος υφίσταται όταν οι επόμενες της αρχικής συμβάσεις συνάπτονται για την εξυπηρέτηση ειδικών ομοειδών αναγκών, που σχετίζονται ευθέως και αμέσως με την μορφή ή το είδος ή την δραστηριότητα της επιχείρησης (γ) σε κάθε περίπτωση, ο αριθμός των διαδοχικών συμβάσεων δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερος των τριών, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παρ. 2 του επομένου άρθρου. Ως κύρωση για την περίπτωση της παράνομης κατάρτισης διαδοχικών συμβάσεων προβλέφθηκε από το άρθρο 7 του αυτού Π.Δ. η αυτοδίκαιη ακυρότητα τους και η καταβολή στον εργαζόμενο τόσο των αποδοχών για την εργασία, που παρέσχε, εφόσον οι άκυρες συμβάσεις εκτελέσθηκαν εξ ολοκλήρου ή κατά ένα μέρος, όσο και αποζημίωσης ίσης με το ποσό το οποίο δικαιούται ο αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης του. ενώ θεσπίσθηκε ποινική και πειθαρχική ευθύνη για την παράβαση των κανόνων αυτών. Όμως. ενόψει του γεγονότος ότι το Π.Δ. 164/2004 άρχισε να ισχύει από την 19-7-2004, περιέλαβε αυτό στο άρθρο 11. ως μεταβατικές διατάξεις, ρυθμίσεις, οι οποίες εξασφαλίζουν την ως άνω προσαρμογή στην προαναφερόμενη Οδηγία και προβλέπουν την κατ' εξαίρεση και υπό τις εκεί προϋποθέσεις μετατροπή των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε σύμβαση αορίστου χρόνου. Ειδικότερα, με το άρθρο 11 του ως άνω ΓΙ.Δ. ορίζεται ότι (1) διαδοχικές συμβάσεις κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, οι οποίες έχουν συναφθεί πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος και είναι ενεργές έως την έναρξη ισχύος αυτού, συνιστούν εφεξής σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, εφόσον συντρέχουν αθροιστικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις: (α) συνολική χρονική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων τουλάχιστον 24 μηνών έως την έναρξη  ισχύος του διατάγματος, ανεξαρτήτως αριθμού ανανεώσεων συμβάσεων ή τρεις τουλάχιστον ανανεώσεις πέραν της αρχικής σύμβασης κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος με συνολικό ελάχιστο χρόνο απασχολήσεως 18 μηνών μέσα σε συνολικό χρονικό διάστημα 24 μηνών από την αρχική σύμβαση (β) ο συνολικός χρόνος υπηρεσίας του εδ. α' να έχει πράγματι διανυθεί στον ίδιο φορέα, με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, όπως αναγράφεται στην αρχική σύμβαση (γ) το αντικείμενο της σύμβασης να αφορά σε δραστηριότητες, οι οποίες σχετίζονται ευθέως και αμέσως με πάγιες και διαρκείς ανάγκες του αντίστοιχου φορέα, όπως αυτές οριοθετούνται από το δημόσιο συμφέρον που υπηρετεί ο φορέας αυτός (δ) ο κατά τις προηγούμενες περιπτώσεις συνολικός χρόνος υπηρεσίας πρέπει να παρασχεθεί κατά πλήρες ή μειωμένο ωράριο εργασίας και σε καθήκοντα ίδια ή παρεμφερή με αυτά που αναγράφονται στην αρχική σύμβαση, η προϋπόθεση δε του εδ. α' της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου πρέπει να συντρέχει κατά τον χρόνο λήξης της σύμβασης (2) για την διαπίστωση της συνδρομής των κατά την προηγουμένη παράγραφο προϋποθέσεων, ο εργαζόμενος υποβάλλει, εντός αποκλειστικής προθεσμίας 2 μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος, αίτηση προς τον οικείο φορέα, στην οποία αναφέρει τα στοιχεία, από τα οποία προκύπτει η συνδρομή των προϋποθέσεων αυτών, αρμόδιο δε όργανο να κρίνει αιτιολογημένα, εάν συντρέχουν, κατά περίπτωση, οι προϋποθέσεις της προηγουμένης παραγράφου, είναι το οικείο Υπηρεσιακό Συμβούλιο ή το διοικούν όργανο του οικείου νομικού προσώπου ή το όργανο που εξομοιώνεται με αυτό κατά την κείμενη νομοθεσία (3) οι ως άνω κρίσεις των αρμοδίων οργάνων, θετικές ή αρνητικές, διαβιβάζονται αμέσως στο Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού (ΑΣΕΠ). το οποίο αποφαίνεται εντός τριών (3) μηνών από την διαβίβαση σ' αυτό των σχετικών κρίσεων. Από τα παραπάνω συνάγεται, ότι. εφόσον δεν συντρέχουν οι τιθέμενες ως άνω προϋποθέσεις, δεν μπορεί να γίνει μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε αορίστου χρόνου. Κατά συνέπεια, ενόψει των ανωτέρω συνταγματικών ρυθμίσεων και της προσαρμογής της ελληνικής νομοθεσίας προς την Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της Ε.Ε., η οποία δεν επιβάλλει το χαρακτηρισμό των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου ή έργου έστω και αν αυτές καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, ως συμβάσεων εργασίας αορίστου χρόνου, η διάταξη του άρθρου 8 του Ν. 2112/1920 ούτε κατ' επιταγή της Οδηγίας αυτής έχει εφαρμογή κατά το χρονικό διάστημα από 10-7-2002 μέχρι την έναρξη της ισχύος του ΓΙ.Δ. 164/2004. αλλά ούτε και μετά την έναρξη της ισχύος του. ούτε και η ως άνω Οδηγία, η ισχύς της οποίας, που δεν ήταν κατά τα προαναφερθέντα άμεσης εφαρμογής, και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών και Κράτους ολοκληρώθηκε μόνο με την έκδοση του ως άνω διατάγματος για την ενσωμάτωσή της στην ελληνική έννομη τάξη (Ολ.ΑΠ 19 και 20/2007, 31/2009), τούτο δε και μόνον ρυθμίζει από την έναρξη της ισχύος του τα σχετικά ζητήματα (ΑΠ 602/2014 ΝΟΜΟΣ).

 

Με την υπό κρίση αγωγή οι ενάγοντες εκθέτουν ότι κατόπιν επιτυχίας τους σε σχετική διαγωνιστική διαδικασία, που διενεργήθηκε στα πλαίσια της υπ’ αριθμ…./21-10-2015 προκηρύξεως ΣΟΧ 4/2015 (για την κάλυψη αναγκών της Διευθύνσεως Ανακυκλώσεως και Διαχειρίσεως Αστικών Απορριμμάτων και Βιώσιμης Κινητικότητας και Δικτύων). προσλήφθηκαν από το εναγόμενο δυνάμει συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, προκειμένου να εργασθούν με τις αναφερόμενες ειδικότητες, αμειβόμενοι με μηνιαίο μισθό, που υπογράφτηκαν την 29-1-2015 και. ακολούθως, παρατάθηκαν δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 50 του Ν. 4351/2015. 16 Ν. 4429/2016 και 24 Ν. 4479/2017 και λήγουν την 31-3-2018. Ότι οι συμβάσεις τους υπέκρυπταν ενιαίες συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, κατά τα αναλυτικά εκτιθέμενα στην αγωγή. Με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά, τα οποία εκτίθενται αναλυτικά στο δικόγραφο της αγωγής και επικαλούμενοι άμεσο έννομο συμφέρον, ζητούν α) να αναγνωριστεί ότι η συνδέουσα αυτούς και το εναγόμενο εργασιακή σχέση αποτελεί μία ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και β) να υποχρεωθεί το εναγόμενο να αποδέχεται τις πραγματικά και προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες τους, και μετά την 31-3-2018. καταβάλλοντος τους τις αντίστοιχες νόμιμες αποδοχές, σύμφωνα με τους όρους της μεταξύ τους υφισταμένης συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και σε περίπτωση αρνήσεως του να του επιβληθεί χρηματική ποινή εκατό (120) ευρώ. Τέλος ζητούν να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή καθώς και να καταδικαστεί το εναγόμενο στη δικαστική τους δαπάνη.

Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η αγωγή παραδεκτά και αρμόδια καθ' ύλην και κατά τόπον φέρεται προς συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου (άρθρα 16 αριθ. 2, 25 παρ. 2 και 664 ΚΠολΔ), κατά την προκειμένη ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρ. 664-676 του ΚΠολΔ), δεδομένου ότι οι διαφορές από συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου των εργαζομένου στον ευρύτερο δημόσιο τομέα είναι ιδιωτικές (ΑΠ 1359/1996. ΕΕργΔ 57.329) και ανήκουν στην κυριαρχική δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων κατ’ άρθρο 94 του ισχύοντος Συντάγματος (ΟλΑΠ 490/1982 ΝοΒ 1983. 204). Περαιτέρω, είναι επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 25 παρ. 1 και 3 Συντάγματος, στην 1990/70/ΕΚ Κοινοτική Οδηγία, στα άρθρα 648 επ. ΑΚ, 8 παρ. 3 Ν. 2112/1920, στο Π.Δ. 81/2003 και στα άρθρα 70, 71, 176 και 946 παρ. 1 ΚΠολΔ. Δεν είναι όμως νόμιμο το παρεπόμενο αίτημα της αγωγής για κήρυξη της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, διότι αναγνωριστικές ή διαπλαστικές δικαστικές αποφάσεις δεν επιτρέπεται να κηρυχθούν προσωρινά εκτελεστές (ΕφΑΘ 3702/1986 ΕλλΔ/νη 1986.706, ΕφΑΘ 2273/75 Αρμ 29.675). Πρέπει, επομένως, να εξετασθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

 

Από την εκτίμηση της ένορκης καταθέσεως του μάρτυρος απόδειξης (το εναγόμενο δεν επιμελήθηκε την εξέταση κάποιου μάρτυρα) που εξετάστηκε νόμιμα στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, η οποία περιλαμβάνεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του εν λόγω Δικαστηρίου καθώς και από όλα τα έγγραφα που νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ). αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι ενάγοντες κατόπιν επιτυχίας τους σε σχετική διαγωνιστική διαδικασία, που διενεργήθηκε στα πλαίσια της υπ' αριθμ. …/21-10-2015 προκηρύξεως ΣΟΧ 4/2015 (για την κάλυψη αναγκών της Διευθύνσεως Ανακυκλώσεως και Διαχειρίσεως Αστικών Απορριμμάτων και Βιώσιμης Κινητικότητας και Δικτύων), προσλήφθηκαν από το εναγόμενο δυνάμει συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, προκειμένου να εργασθούν και να καλύψουν τις ανάγκες του όσον αφορά την υπηρεσία καθαριότητας αυτού, με την ειδικότητα ΔΕ οδηγού φορτηγού οχήματος καθαριότητας, αμειβόμενοι με μηνιαίο μισθό, που υπογράφτηκαν την 29-1-2015 και, ακολούθως, παρατάθηκαν δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 50 του Ν. 4351/2015. 16 Ν. 4429/2016 και 24 Ν. 4479/2017 και λήγουν την 31-3-2018. Οι συμβάσεις αυτές χαρακτηρίστηκαν ως συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου. Τα καθήκοντα των εναγόντων, στο πλαίσιο των υπηρεσιών που προσέφεραν στο εναγόμενο και οι συναφθείσες, μεταξύ αυτών και του εναγομένου, συμβάσεις, ως προελέχθη αφορούσαν τις υπηρεσίες καθαριότητας αυτού και απασχολούνταν με την ειδικότητα του ΔΕ οδηγού φορτηγού οχήματος καθαριότητας. Οι ενάγοντες ήταν υποχρεωμένοι να παρέχουν τις υπηρεσίες τους στον καθορισμένο για τον καθένα από αυτούς από το εναγόμενο τόπο, αντί αμοιβής, καθοριζόμενης για τον καθένα είτε με βάση την αντίστοιχη ειδικότητα της ΣΣΕ του κλάδου για το αντίστοιχο έτος είτε με βάση ένα συνολικό ποσό το οποίο καταβάλλονταν σε τόσες μηνιαίες δόσεις, όση και η διάρκεια των συμβάσεων τους. Οι ανωτέρω συμβάσεις χαρακτηρίζονταν στα σχετικά έγγραφα ως συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου. Σε εκτέλεση των ανωτέρω συμβάσεων οι ενάγοντες παρείχαν τις υπηρεσίες τους, με τις προαναφερόμενες ειδικότητες, σε καθημερινή βάση, συγκεκριμένο τόπο και χρόνο καθοριζόμενο από τους προϊσταμένους τους -όργανα του εναγομένου, χωρίς τη δυνατότητα παρέμβασης από τους ίδιους. Η αυτοπρόσωπη παρουσία και εκτέλεση των εργασιών που τους ανατίθεντο ήταν υποχρεωτική, προκειμένου, δε, να απουσιάσουν από την εργασία τους έπρεπε να λάβουν άδεια από τον οικείο προϊστάμενο, ο οποίος και αποκλειστικά καθόριζε το καθημερινό ωράριο εργασίας και φρόντιζε για την τήρησή του. Οι συμβάσεις τους είχαν ως αντικείμενο όχι την εκτέλεση ορισμένου έργου, δηλαδή την επίτευξη συγκεκριμένου αποτελέσματος στο οποίο απέβλεπαν οι συμβαλλόμενοι, αλλά την παροχή εργασίας με τη μορφή υπηρεσιών καθ' όλη τη διάρκεια του έτους, καλύπτοντας με τον τρόπο αυτό πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εναγομένου. Κατά τη διάρκεια της εργασίας τους τελούσαν υπό τον άμεσο έλεγχο και εποπτεία των προϊσταμένων τους και ήταν υποχρεωμένοι να ακολουθούν τις εντολές και οδηγίες αυτών, δεδομένου ότι παρείχαν την εργασία τους σε συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, καθοριζόμενο αυστηρά από τους προϊσταμένους τους. Οι συμβάσεις των εναγόντων με το εναγόμενο είχαν το χαρακτήρα συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας και όχι εργασίας ορισμένου χρόνου, αδιαφόρως του χαρακτηρισμού που τους επέδωσαν τα μέρη. στην ουσία, όμως, μονομερώς το εναγόμενο, καθώς οι ενάγοντες ουδέποτε αποδέχθηκαν ότι ο χαρακτηρισμός αυτός (ως συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου) ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Εξάλλου το γεγονός ότι ο Δήμος έχει έλλειψη ανθρώπινου δυναμικού κατά 555 άτομα στις Υπηρεσίες Καθαριότητος, σε διάφορες ειδικότητες είναι κάτι το οποίο δηλώθηκε και με την υπ' αριθ. 1171/4-9-2017 απόφαση του Δημοτικού του Συμβουλίου του με την οποία καταγράφηκαν και δηλώθηκαν οι ελλείψεις και ανάγκες του σε μόνιμο προσωπικό στον τομέα αυτόν και ζητήθηκαν αντίστοιχες προσλήψεις. ’λλωστε, όπως εκτέθηκε και στη μείζονα σκέψη της παρούσας, το Δικαστήριο κρίνει μία σχέση, κατά τον ορθό νομικό χαρακτηρισμό της. ως σχέση εξαρτημένης εργασίας ή μη. μετά την εκτίμηση όλων των συγκεκριμένων περιστάσεων και, ιδίως, με ποια συγκεκριμένη νομική μορφή συνδέεται ο εργαζόμενος με τον εργοδότη, ανεξάρτητα από το χαρακτηρισμό που έδωσαν τα συμβαλλόμενα μέρη στη σχέση που τα συνδέει. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες απασχολήθηκαν από το εναγόμενο ΝΠΔΔ για την κάλυψη συνήθων, τρεχουσών, απολύτως τακτικών και προβλέψιμων αναγκών αυτού, μόνιμης, πάγιας και διαρκούς προοπτικής, συναρτώμενες προς τις ανάγκες που εξυπηρετεί το μόνιμο προσωπικό των υπηρεσιών του. Ήτοι, οι ενάγοντες, απασχολούμενοι με τα προαναφερόμενα καθήκοντα, κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εναγομένου, σε θέσεις μονίμων υπαλλήλων, υπό τις εντολές και οδηγίες του τελευταίου και των αρμοδίων οργάνων του και ήταν υποχρεωμένοι να συμμορφώνονται σε αυτά, δεχόμενοι τον έλεγχο τους για την επιμελή εκτέλεση της εργασίας τους και προσερχόμενοι στα καθήκοντα τους καθημερινά, σε συγκεκριμένο ωράριο, όπως και οι μόνιμοι υπάλληλοι του εναγομένου. Επιπροσθέτως, το εναγόμενο αποσκοπούσε σε αυτή καθ’ εαυτή την απασχόληση των εναγόντων για την κάλυψη των παγίων και διαρκών αναγκών του, δεδομένου ότι το μόνιμο προσωπικό του δεν επαρκούσε για την κάλυψη αυτών. Με βάση τα ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι οι ενάγοντες συνδέονταν με το εναγόμενο με συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, με όλες τις περαιτέρω συνέπειες του στοιχείου της εξάρτησης (μισθολογικές, ασφαλιστικές κλπ.) και όχι δυνάμει συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, οι οποίες καταρτίσθηκαν με πρόθεση καταστρατήγησης της διάταξης του άρθρου 8 παρ. 3 Ν. 2112/1920, που επιτελεί τους σκοπούς της Κοινοτικής Οδηγίας 1999/70/ΕΚ. Συνεπώς, με βάση τα ανωτέρω εκτεθέντα, οι αρχικές συμβάσεις των εναγόντων και οι ανανεώσεις αυτών, δεν δύνανται να εξαιρεθούν από την Οδηγία 1999/70/ΕΚ. Περαιτέρω, δεδομένου ότι η εργασία των εναγόντων παρεχόταν υπό συνθήκες εξαρτημένης εργασίας και εφόσον στην πραγματικότητα οι ανάγκες που κάλυπταν ήταν πάγιες και διαρκείς, δεν υφίστατο αντικειμενικός λόγος για την ανανέωση των συμβάσεων μίσθωσης έργου, που είχαν αρχικά συνάψει. Τέτοια, δε. χωρίς αντικειμενικό λόγο ανανέωση, συνιστά κατάχρηση, σύμφωνα με τα οριζόμενο στο άρθρο 6 του ΠΔ 164/2004, καθόσον, εκτός του ότι συνήφθησαν πολλές διαδοχικές συμβάσεις για τις ενάγουσες χωρίς αντικειμενικό λόγο. η συνολική διάρκεια τους υπερέβαινε κατά πολύ τους 24 μήνες. Εφόσον, λοιπόν, δυνάμει των προαναφερόμενων διατάξεων, ακόμη και κατά την έννοια του ΠΔ 164/2004. σημειώθηκε για τους ενάγοντες κατάχρηση, πρέπει αυτή να εξαλειφθεί. Για την εξάλειψη της κατάχρησης αυτής, στην περίπτωση που λάβει χώρα παρά τις σχετικές απαγορεύσεις, δεν επαρκούν οι προβλεπόμενες κυρώσεις, αλλά θα πρέπει, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, να τύχει εφαρμογής και το άρθρο 8 παρ. 3 του Ν. 2112/1920. χωρίς την εφαρμογή του οποίου, ελλείψει άλλου αποτελεσματικού προς τούτο μέτρου, δεν είναι δυνατή η εν λόγω εξάλειψη. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή, ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και να αναγνωρισθεί ότι οι ενάγοντες συνδέονται με το εναγόμενο με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και να υποχρεωθεί το εναγόμενο να τους απασχολεί, δυνάμει συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, στη θέση. με την ειδικότητα και με τις αποδοχές που αντιστοιχούν εκ του νόμου στην υπηρεσιακή τους ένταξη και εξέλιξη, λαμβανομένου υπόψη και των τυπικών τους προσόντων, και μετά την 31-3-2018. απειλούμενης εναντίον του χρηματικής ποινής 100 ευρώ για τον κάθε έναν από αυτούς (ενάγοντες) για κάθε ημέρα μη συμμορφώσεως του με το διατακτικό της παρούσας απόφασης. Τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων, στο σύνολο τους. διότι η ερμηνεία των εφαρμοσθέντων κανόνων δικαίου ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρο 179 ΚΠολΔ).

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

ΘΕΩΡΕΙ ως καταργηθείσα τη δίκη που ανοίχθηκε με την υπ’ αριθμ. 25383/31-12-2015 έκθεσης κατάθεσης αγωγής ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης (Ειδική Διαδικασία Εργατικών Διαφορών), ως προς τον όγδοο των εναγόντων.

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.

 

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι οι ενάγοντες συνδέονται με το εναγόμενο ΝΠΔΔ με την επωνυμία «Δήμος Θεσσαλονίκης», με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου.

 

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ το εναγόμενο ΝΠΔΔ με την επωνυμία «Δήμος Θεσσαλονίκης», να απασχολεί τους ενάγοντες δυνάμει συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου στη θέση με την ειδικότητα και με τις αποδοχές που αντιστοιχούν εκ του νόμου με την υπηρεσιακή τους ένταξη και εξέλιξη, λαμβανομένων υπόψη και των λοιπών τυπικών τους προσόντων, και μετά την 31-3-2018. απειλούμενης εναντίον του χρηματικής ποινής εκατό (100) ευρώ για τον καθένα εξ αυτών (εναγόντων) για κάθε ημέρα μη συμμορφώσεως του με το διατακτικό της παρούσας απόφασης.

 

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στη Θεσσαλονίκη στις 17/12/2018, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ