ΜΠρ (Ασφ.Μ.) Πειρ 501/2016

 

Στην περίπτωση εκδίκασης αίτησης ασφαλιστικών μέτρων, όταν συντρέχει εκ των πραγμάτων επικείμενος κίνδυνος, δικαιολογείται η αυτοπρόσωπη παράσταση του αιτούντος.

 

 

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ

 

                          Αριθμός 501/2016

                 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

 

 

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αλεξάνδρα Κ. Μητσοπούλου Πρόεδρο Πρωτοδικών, που ορίστηκε με κλήρωση σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3327/2005 και χωρίς τη σύμπραξη γραμματέως.

 

            Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 22 Ιουνίου 2016, για να δικάσει την αίτηση:

 

            Ι. Της αιτούσας: ......, κατοίκου ......., η οποία παραστάθηκε στο ακροατήριο αυτοπροσώπως

 

            Του καθʼ ου η αίτηση: ..... κατοίκου ......, ο οποίος παραστάθηκε στο ακροατήριο μετά της πληρεξουσίας δικηγόρου του ..........     

 

Η αιτούσα ζητεί να γίνει δεκτή: α) Η από 18-4-2016 αίτησή της που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ......., εγγράφηκε στο έκθεμα και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της ...... οπότε και συζητήθηκε (με αριθμό εκθέματος ...), β) η από 25-4-2016 αίτησή της που ... Τέλος ζητεί τη διαβίβαση αντιγράφων της δικογραφίας στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς διότι συντρέχει περίπτωση τέλεσης εκ μέρους του καθʼ ου σωρείας αξιόποινων πράξεων που διώκονται αυτεπαγγέλτως.

 

Με τέτοιο περιεχόμενο και αίτημα η κρινομένη αίτηση παραδεκτώς και αρμοδίως εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ως εκ του ότι από το δικαστήριο αυτό εκδόθηκε η υπό ανάκληση απόφαση (683, 735 ΚΠολΔ).

 

Είναι νόμιμη ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1510, 1511, 1518, 735 ΑΚ 106, 696, 947, 176 ΚΠολΔ.

 

Καθ΄ό όμως μέρος με την ένδικη αίτηση επιζητείται η ανάκληση της ανωτέρω υπʼ αριθμόν 928/2015 αποφάσεως του παρόντος δικαστηρίου για το λόγο ότι παραβιάσθηκε το δεδικασμένο που αναδύεται από την υπʼ αριθμόν 1013/2010 αμετάκλητη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών άλλως από την υπʼ αριθμόν 125/2011 τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Αθηνών, τούτη παρίσταται μη νόμιμη και ως εκ τούτου απορριπτέα ενόψει της διάταξης του άρθρου 1536 ΑΚ, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην υπʼ αριθμό 2 νομική σκέψη, που εισάγει τη δυνατότητα απόκλισης από την κατʼ αρχήν δεσμευτική ενέργεια του δεδικασμένου που απορρέει από τις δικαστικές αποφάσεις κατ΄άρθρο 321 ΚΠολΔ, εφόσον συντρέχουν νέες συνθήκες οι οποίες πρέπει να είναι μεταγενέστερες της τελεσιδικίας της απόφασης που έκρινε επί των σχέσεων γονέων τέκνου και δικαιολογούν διαφορετική κρίση, με γνώμονα πάντα το συμφέρον του ανηλίκου, ενώ σε επείγουσες περιπτώσεις, δεν αποκλείεται ακόμη και η λήψη ασφαλιστικών μέτρων σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 735 ΚΠολΔ. Έτσι λοιπόν καθʼ ό μέρος η αιτούσα διατείνεται ότι παραβιάσθηκε το απορρέον από τις ανωτέρω αποφάσεις δεδικασμένο με την έκδοση της υπʼ αριθμόν 928/2015 απόφασης που της αφαίρεσε την ήδη δικαστικώς κατά το παρελθόν απονεμηθείσα επιμέλεια η αίτηση αξιολογείται ως μη νόμιμη. 

 

Πρέπει, επομένως κατά τα λοιπά και υπό τις διακρίσεις που προεκτέθηκαν να ερευνηθεί περαιτέρω κατʼ ουσία.

 

Ο καθʼ ου αρνείται την αίτηση περαιτέρω διατείνεται ότι η αιτούσα θα πρέπει να θεωρηθεί δικονομικώς απούσα στην δίκη αυτή ως εκ του ότι παραστάθηκε αυτοπροσώπως, χωρίς τη σύμπραξη πληρεξουσίου δικηγόρου ενώ τοιαύτη παράσταση δεν επιτρέπεται πλέον υπό την ισχύ της νέας διατάξεως του άρθρου 94 ΚΠολΔ που απάλειψε την περίπτωση β της παρ. 2.

 

Επί του ισχυρισμού αυτού λεκτέα τα ακόλουθα: Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 94, ως ίσχυε μετά την τροποποίησή της με το άρθρο 7 παρ. 1 του ν. 3994/2011 ΚΑΙ με το άρθρο 6 παρ. 7 του Ν.4055/2012: 

 

«1. Στα πολιτικά δικαστήρια και για την κατάρτιση της έγγραφης συμφωνίας του συναινετικού διαζυγίου οι διάδικοι έχουν υποχρέωση να παρίστανται με πληρεξούσιο δικηγόρο.

 

2. Επιτρέπεται η δικαστική παράσταση διαδίκου χωρίς πληρεξούσιο δικηγόρο: α) στο Ειρηνοδικείο, εφόσον το αντικείμενο της διαφοράς δεν υπερβαίνει το ποσό των δώδεκα χιλιάδων (12.000) ευρώ,  β) στα Ασφαλιστικά μέτρα, γ) για να αποτραπεί επικείμενο κίνδυνος.»

 

3. Στις περιπτώσεις της παρ. 2 ο δικαστής έχει δικαίωμα, εκτιμώντας τις ιδιαίτερες περιπτώσεις, να υποχρεώσει το διάδικο να προσλάβει δικηγόρο».

 

Ακολούθως με το άρθρο 1 άρθρο πρώτο του Ν. 4335/2015 απαλείφθηκε η η περ. β της παρ.2 (ήτοι η δυνατότητα παράστασης του διαδίκου χωρίς τη σύμπραξη δικηγόρου στις υποθέσεις ασφαλιστικών μέτρων η δε περ. γ της παρ.2 αναριθμήθηκε σε β περίπτωση της παρ.2 εις τρόπον ώστε η υπό τη νέα μορφή του το άρθρο 94 παρ.2 έχει ως εξής: 2. Επιτρέπεται η δικαστική παράσταση διαδίκου χωρίς πληρεξούσιο δικηγόρο: α) στο Ειρηνοδικείο, εφόσον το αντικείμενο της διαφοράς δεν υπερβαίνει το ποσό των δώδεκα χιλιάδων (12.000) ευρώ, β) για να αποτραπεί επικείμενος κίνδυνος». Και είναι μεν αλήθεια ότι εκ πρώτης αναγνώσεως παρέχεται η εντύπωση ότι ο νομοθέτης θέλησε οι διάδικοι να παρίστανται πλέον με δικηγόρο στις υποθέσεις ασφαλιστικών μέτρων, τούτο όμως δεν είναι δογματικά ακριβές. Ειδικότερα σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του ανωτέρω νόμου η νέα ρύθμιση δικαιολογείται από το ότι οι αυξημένες απαιτήσεις που θέτει η δίκη είναι και ένας από τους λόγους για την καθιέρωση του θεσμού της υποχρεωτικής συμπράξεως δικηγόρου (ΒΛ ΣΕΛ. 4 αιτιολογικής εκθέσεως).

 

Περαιτέρω στη σελίδα 10 της ως άνω αιτιολογικής εκθέσεως στην κατʼ άρθρο επεξήγηση αναφέρεται ότι πλέον η άνευ δικηγόρου παράσταση επιτρέπεται μόνο στις μικροδιαφορές ενώ παρέμεινε η ασφαλιστική δικλείδα της παρ.3 ήτοι η αποτροπή επικείμενου κινδύνου. Συνακόλουθα ο νομοθέτης θέλησε σε περίπτωση αυτοπρόσωπης εμφάνισης διαδίκου να μην απαγγέλλεται άνευ άλλου τινός η δικονομική απουσία του αλλά να εξετάζεται ως ασφαλιστική δικλείδα, όπως την ονόμασε, η αποτροπή επικείμενου κινδύνου. Η ίδια ακριβώς φράση (αποτροπή επικείμενου κινδύνου) στο μόνο βιβλίου του ΚΠολΔ που επαναλαμβάνεται αυτουσίως είναι στο 5ο βιβλίο του υπό τον τίτλο «ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ». Ειδικότερα στο άρθρο 682 ΚΠολΔ προβλέπεται η δυνατότητα για να αποτραπεί επικείμενος κίνδυνος να διαταχθεί ασφαλιστικό μέτρο για την εξασφάλιση ή τη διατήρηση δικαιώματος ή τη ρύθμιση μιας κατάστασης. Πως όμως είναι δυνατόν ενώ επιλαμβάνεται το δικαστήριο για να δικάσει εσπευσμένως αίτηση ασφαλιστικών μέτρων που σκοπεί στο να αποτραπεί επικείμενος κίνδυνος, παράλληλα να μην επιτρέψει την αυτοπρόσωπη παράσταση του διαδίκου διότι κρίνει ότι δεν συντρέχει επικείμενος κίνδυνος. Η έρευνα αυτή ενέχει μια εγγενή αντιφατικότητα, διότι επιλαμβανόμενος ο Δικαστής επί μίας και μοναδικής αιτήσεως θα πρέπει να κρίνει την αόριστη νομική έννοια του «επικείμενου κινδύνου» του άρθρου 94 ΚΠολΔ κατά τρόπο διαφορετικό από αυτήν του άρθρου 683 ΚΠολΔ. Τούτο όμως δεν ευσταθεί, διότι σκοπός του νομοθέτη που καθιέρωσε την υποχρεωτική παράσταση δικηγόρου ήταν η προστασία του διαδίκου από τις αυξημένες απαιτήσεις που θέτει η δίκη, όπως αναφέρεται στην προρηθείσα σελ. 4 της αιτιολογικής εκθέσεως του νόμου και όχι ο αρχήθεν αποκλεισμό του και μάλιστα επί υποθέσεων που χρήζουν αμεσότητας, ευελιξίας και ταχείας ρύθμισης, όπως αυτές των ασφαλιστικών μέτρων. Ενισχυτικό της κρίσης του Δικαστηρίου είναι και το γεγονός ότι στο κεφάλαιο IV της άνω εισηγητικής εκθέσεως και υπό τον τίτλο «ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ» (σελ. 7 αυτής) όπου επιχειρείται μία γενική θεώρηση του νέου νόμου για τις αλλαγές που επέφερε στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων,  ουδόλως αναφέρεται ως νέα καινοτόμος ρύθμιση η υποχρεωτική παράσταση του διαδίκου με δικηγόρο.                      

 

Συνακόλουθα υπό το φως των ανωτέρω σκέψεων στην προκειμένη περίπτωση που εκδικάζεται αίτηση ασφαλιστικών μέτρων συντρέχει εκ των πραγμάτων επικείμενος κίνδυνος που δικαιολογεί την αυτοπρόσωπη παράσταση της αιτούσας κάθε δε αντίθετος ισχυρισμός των καθʼ ων τυγχάνει αβάσιμος. […]