ΜΠρΠειρ 5817/2013

 

Εκμίσθωση κυλικείου Δημοτικού Κοιμητηρίου μετά από πλειοδοτική δημοπρασία με απόφαση οικονομικής επιτροπής του Δήμου -.

 

Σύμβαση ιδιωτικού δικαίου. Αγωγή αναπροσαρμογής - μείωσης μισθώματος άνω του 50 % με βάση το άρθρο 388 ή το άρθρο 288 ΑΚ. Μη νόμιμο αίτημα για κατάργηση συμβατικού όρου ετήσιας αναπροσαρμογής μισθώματος. Η τυχόν μείωση του ισχύει μόνο για το χρονικό διάστημα για το οποίο κρίνεται δικαστικά ότι υπάρχει δυσαρμονία του μισθώματος χωρίς να επηρεάζεται κατ' αρχήν η ισχύς της υπάρχουσας συμφωνίας. Προϋποθέσεις εφαρμογής κάθε περίπτωσης κατ' άρθρο 388 ή 288 ΑΚ. Εν προκειμένω δεν συντρέχει καμμία περίπτωση μείωσης μισθώματος διότι διανύθηκαν μόνο 7 μήνες από την υπογραφή της σύμβασης μέχρι την άσκηση της αγωγής (Ιαν. έως Αύγ. 2013) που δεν δικαιολογεί ραγδαία η απρόοπτη μεταβολή των συνθηκών. Απορρίπτει την αγωγή.

 

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΣ 5817/2013

 

6017/2013

 

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

(Διαδικασία Μισθώσεων)

 

     Αποτελούμενο από τον Δικαστή Δημήτριο Δάγλα, Πρωτοδίκη, που ορίστηκε από το Τριμελές Συμβούλιο Διεύθυνσης και τη Γραμματέα Παναγιώτα Σύρρου.

 

     Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του, στις 21 Οκτωβρίου 2013, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

      ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Ομόρρυθμης εταιρείας με την επωνυμία «... ΚΑΙ ΣΙΑ Ε.Ε.» που έχει την έδρα της στη Νίκαια του Πειραιά και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Δημητρίου Τσάκωνα.

 

     ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «ΔΗΜΟΣ ΑΘΗΝΑΙΩΝ» που έχει την έδρα του στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Δήμαρχο αυτού, το οποίο εκπροσωπήθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου Στέλιου Μπεζαντέ.

    

     Η ενάγουσα, ζήτησε να γίνει δεκτή η από 30-7-2013 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού με αριθμό 6017/2013, προσδιορίστηκε για την αρχικά αναφερόμενη δικάσιμο και εκφωνήθηκε από το έκθεμα.

 

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις τους.

 

 

 ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

Κατά την σαφή έννοια του άρθρου 388 ΑΚ, οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες παρέχεται στον ένα από τους συμβαλλόμενους σε αμφοτεροβαρή σύμβαση το διαπλαστικό δικαίωμα να ζητήσει από το δικαστήριο την αναγωγή της οφειλόμενης παροχής στο μέτρο που αρμόζει, ή και τη λύση ολόκληρης της σύμβασης εφόσον η τελευταία δεν έχει ακόμη εκτελεστεί, είναι: α) μεταβολή των περιστατικών, στα οποία κυρίως, ενόψει της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, τα μέρη στήριξαν τη σύναψη της αμφοτεροβαρούς συμβάσεως, β) η μεταβολή μπορεί να είναι μεταγενέστερη της κατάρτισης της συμβάσεως και να οφείλεται σε λόγους που ήταν έκτακτοι και δεν μπορούσαν να προβλεφθούν, γ) από την μεταβολή αυτή η παροχή του οφειλέτη ενόψει και της αντιπαροχής να καθίσταται υπέρμετρα επαχθής. Έκτακτα και απρόβλεπτα περιστατικά κατά την έννοια του άνω άρθρου είναι αυτά που δεν επέρχονται κατά την κανονική πορεία των πραγμάτων και προκαλούνται από ασυνήθιστα γεγονότα, φυσικά, πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά κλπ. Η γενική οικονομική κρίση, η επιβολή μέτρων λιτότητας και γενικώς δημοσιονομικών και φορολογικών μέτρων, που συνεπάγονται μείωση της  αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών και συνακόλουθα της εμπορικής κίνησης των καταστημάτων δεν αποτελούν γεγονότα έκτακτα και απρόβλεπτα, ιδίως στην ελληνική οικονομία, στην οποία είναι από μακρόν συνεχείς οι διακυμάνσεις της σταθερότητας, ιδίως κάτω από τις σημερινές κρατούσες συνθήκες ρευστότητας και της διεθνούς οικονομίας (ΑΠ 1171/2004 ΕλλΔνη 46.157, ΕφΑΘ  7313/2006 ΕλλΔνη 2006.295, ΕφΑΘ 3627/1997 ΑρχΝ 1998.602, Γ. Αρχανιωτάκης, Η επαγγελματική μίσθωση I, 2003, παρ. 15, σελ. 466). Εφόσον δεν συντρέχει, από τις ως άνω προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 388 ΑΚ, εκείνη της απρόοπτης και ανυπαίτιας μεταβολής των συνθηκών, είναι επιτρεπτή, η εφαρμογή του άρθρου 288 ΑΚ, εφόσον συντρέχουν οι υπόλοιπες προϋποθέσεις εφαρμογής αυτού. Περαιτέρω η διάταξη του άρθρου 288 ΑΚ, κατά την οποία ο οφειλέτης έχει υποχρέωση να εκπληρώσει την παροχή, όπως απαιτεί η καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη, εφαρμόζεται σε οποιαδήποτε ενοχή, ασχέτως αν αυτή απορρέει από σύμβαση ετεροβαρή ή αμφοτεροβαρή ή από άλλη δικαιοπραξία ή αν πηγάζει ευθέως από το νόμο, εκτός αν προβλέπεται άλλη ανάλογη ειδική προστασία ή αν συντρέχουν οι ειδικές προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 388 ΑΚ, που εκτέθηκαν ανωτέρω. Παρέχει δε στο δικαστή τη δυνατότητα, όταν, λόγω συνδρομής ειδικών συνθηκών, η εμμονή στην εκπλήρωση της παροχής είναι αντίθετη προς την ευθύτητα και την εντιμότητα που επιβάλλονται στις συναλλαγές, να την επεκτείνει ή να την περιορίσει με βάση αντικειμενικά κριτήρια κατά τις οφειλόμενου αρχικού ή μετά από αναπροσαρμογή συμβατική ή νόμιμη (αντικειμενική) μισθώματος, εφόσον εξαιτίας προβλεπτών ή απρόβλεπτων

περιστάσεων επήλθε αδιαμφισβήτητα τόσο ουσιώδης μείωση της μισθωτικής αξίας του μισθίου, ώστε με βάση τις συγκεκριμένες συνθήκες η εμμονή του εκμισθωτή στην καταβολή του ίδιου μισθώματος να είναι αντίθετη προς την ευθύτητα και εντιμότητα που απαιτούνται στις συναλλαγές και να επιβάλλεται, σύμφωνα με την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη παρά την ανάγκη διασφάλισης των σκοπών του ως άνω νόμου και κατοχύρωσης της ασφαλείας των συναλλαγών, η οποία πρέπει πάντοτε να συνεκτιμάται - η αναπροσαρμογή του μισθώματος στο επίπεδο εκείνο το οποίο αίρει τη δυσαναλογία των εκατέρωθεν παροχών και αποκαθιστά τη διαπραχθείσα καλή πίστη (ΟλΑΠ 9/1997 ΕλλΔνη 1997.757). Μεταβολή των συνθηκών, με την έννοια του άρθρου 288 ΑΚ, μπορεί να αποτελέσουν η σημαντική αύξηση ή μείωση της μισθωτικής αξίας του μισθίου και άλλων όμορων και ομοειδών ακινήτων, η υποτίμηση του νομίσματος, η από διαφόρους λόγους αυξομείωση της ζητήσεως των ακινήτων και άλλοι λόγοι (ΑΠ 5Θ8/2010, Νόμος, ΑΠ 633/2007, Νόμος). Κατά συνέπεια, για την αναπροσαρμογή του μισθώματος κατ' άρθρο 288 ΑΚ απαιτείται και, συνακόλουθα, αρκεί: α) Μόνιμη μεταβολή των συνθηκών κατά το διάστημα από τη σύναψη της επαγγελματικής μίσθωσης και  τον αρχικό συμβατικό προσδιορισμό του μισθώματος και της αναπροσαρμογής του ή ρεπό το χρόνο της μεταγενέστερης (συμβατικής ή νόμιμης) αναπροσαρμογής μέχρι το χρόνο άσκησης της αγωγής, ανεξάρτητα από το υπαίτιο, το έκτακτο και το απρόβλεπτο των λόγων που προξένησαν την εν λόγω μεταβολή, β) ουσιώδης απόκλιση (αύξηση ή μείωση) κατά το χρόνο ασκήσεως της αγωγής ανάμεσα στο από την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη επιβαλλόμενο αφενός και στο αρχικά συνομολογημένο ή το μετ’ αναπροσαρμογή καταβαλλόμενο μίσθωμα αφετέρου, σε τρόπο ώστε η διατήρηση τούτου να επιφέρει ζημία στον ενάγοντα, η οποία υπερβαίνει τον αναλαμβανόμενο, με τον αρχικό ή μετά από αναπροσαρμογή ορισμό του μισθώματος κίνδυνο και γ) αιτιώδης σύνδεσμος (συνάφεια) ανάμεσα στη μεταβολή των συνθηκών και την ουσιώδη απόκλιση του μισθώματος, ώστε η αναπροσαρμογή να αποκλείεται αν η απόκλιση θα επερχόταν και χωρίς μεταβολή των συνθηκών (ΟλΑΠ 9/1997, Νόμος, ΑΠ 850/2010, Νόμος, ΑΠ 508/2010, Νόμος, ΑΠ 2166/2009, Νόμος, ΑΠ 1464/2009, Νόμος, ΑΠ 1487/2005 ΕλλΔνη 2006.170, ΑΠ 328/2004 ΕλλΔνη 2005.1461, ΕφΑΘ 7172/2008 ΕλλΔνη 2009.1254).

 

 

       Με την κρινόμενη αγωγή η ενάγουσα - μισθώτρια ζητεί, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, όπως το δικονομικό αίτημα αυτό παραδεκτά προβάλλεται με τις έγγραφες προτάσεις της, τη μείωση του καταβαλλομένου από αυτήν μηνιαίου μισθώματος των 10.100 ευρώ για το επίδικο μίσθιο έως του ποσού των 5.000 ευρώ, ως υπερβολικά υψηλότερο από εκείνο που θα ήταν σύμφωνο με τις αρχές της καλής πίστης, των συναλλακτικών ηθών και τις προσδιοριζόμενες από τις περιγραφόμενες στην αγωγή ειδικές συνθήκες, την για τους ίδιους λόγους κατάργηση του συμβατικού όρου περί ετήσιας αναπροσαρμογής, ως και την καταδίκη του εναγόμενου στα δικαστικά της έξοδα. Με το πιο πάνω περιεχόμενο και αίτημα η υπό κρίση αγωγή παραδεκτώς και αρμοδίως εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου (άρθρα 14 παρ. 1 περ. β σε συνδ. με 16 αρ. 1 και 29 παρ. 1 ΚΠολΔ), κατά την προκείμενη διαδικασία των μισθωτικών διαφορών (άρθρα 647 επ. ΚΠολΔ). Είναι, όμως, μη νόμιμη και απορριπτέα κατά το μέρος που επιδιώκεται η θεμελίωση της στη διάταξη του άρθρου 388 ΑΚ επί τη βάσει της επικαλούμενης οικονομικής κρίσης καθόσον, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, η γενική οικονομική κρίση και η επιβολή γενικώς δημοσιονομικών και άλλων μέτρων με επακόλουθο τη μείωση της καταναλωτικής κίνησης στις επιχειρήσεις δεν αποτελούν γεγονότα έκτακτα και απρόβλεπτα. Ωστόσο κατά τη λοιπή ιστορική της βάση είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 288 και 388, 361,  574 ΑΚ και 176 ΚΠολΔ, πλην του αιτήματος περί κήρυξης της  παρούσας προσωρινά εκτελεστής, το οποίο απορριπτέο τυγχάνει ως μη νόμιμο, λόγω του διαπλαστικού χαρακτήρα της  μη υποκείμενης σε  αναγκαστική  εκτέλεση παρούσας απόφασης. Το αίτημα δε που αφορά στην κατάργηση του συμβατικού όρου ετήσιας αναπροσαρμογής είναι επίσης απορριπτέο ως μη νόμιμο, καθόσον ο δικαστικός καθορισμός του μισθώματος με βάση τις πιο πάνω διατάξεις δεν καταργεί τη συμφωνία των διαδίκων περί σταδιακής αναπροσαρμογής του μισθώματος ισχύει δε μόνο για το χρονικό διάστημα, κρίθηκε ότι υπάρχει η δυσαρμονία του μισθώματος, χωρίς να επηρεάζει την ισχύ της υπάρχουσας συμφωνίας η οποία εξακολουθεί να υφίσταται. Αποτέλεσμα αυτού είναι ότι η σύμβαση είναι ισχυρή και το μίσθωμα θα εξακολουθήσει να αναπροσαρμόζεται και στο μέλλον και πάλι με βάση τα οριζόμενα σε αυτήν, όταν θα επέρχεται κάθε επόμενο στάδιο από τα συμβατικώς προβλεφθέντα και, μάλιστα, αυτόματα, δηλαδή χωρίς τη μεσολάβηση άλλης δικαστικής κρίσης, επιφυλασσόμενου όμως του δικαιώματος των συμβληθέντων να ζητήσουν στο μέλλον και πάλι αναπροσαρμογή του μισθώματος με βάση τις διατάξεις των άρθρων 288 και 388 ΑΚ, εάν συντρέχουν και πάλι οι προϋποθέσεις εφαρμογής τους (ΑΠ 258/1986 ΕλλΔνη 1986.636, ΑΠ 1186/1986 ΕλλΔνη 1987.1421, ΕφΠειρ 337/1995 ΕλλΔνη 36.1614, ΕφΑΘ 5487/1994, ΕλλΔνη 1995.1614). Επομένως η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, πρέπει να ερευνηθεί ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

 

 

      Από τις ένορκες επ' ακροατηρίω καταθέσεις των μαρτύρων, οι οποίες περιλαμβάνονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, τις φωτογραφίες, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητήθηκε, καθώς και όλα τα έγγραφα που μετ' επικλήσεως προσκομίζονται από τους διαδίκους αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Με την υπ' αριθμ. 1261/2012 πράξη της οικονομικής επιτροπής του εναγομένου δήμου, καταρτίστηκε διακήρυξη, η οποία δημοσιεύτηκε, και βγήκε σε πλειοδοτική δημοπρασία η εκμίσθωση του δικαιώματος παροχής αποκλειστικά ειδών κυλικείου στην αίθουσα αναμονής του Γ' Κοιμητηρίου Νίκαιας στους ειδικότερα και περιοριστικά των ειδών που κατ' έθιμον -προσφέρονται στις άνω περιπτώσεις, που είναι φλιτζάνι με ελληνικό καφέ, παξιμάδια, κονιάκ και νερό, τα οποία όλα πρέπει να σερβίρονται σε τραπέζι. Μετά την τήρηση των νομότυπων διαδικασιών υπεγράφη η από  16-1-2Θ13 ένδικη μισθωτική σύμβαση μεταξύ του εναγομένου δήμου ως εκμισθωτή και  της ενάγουσας εταιρίας, τελευταίας πλειοδότριας, ως  μισθώτριας, η διάρκεια της οποίας (μίσθωσης) ορίστηκε πενταετής, ήτοι από 16.1.2013 έως 15.1.2018. Ως μηνιαίο μίσθωμα ορίστηκε το ποσό των 10.100 ευρώ, το οποίο συμφωνήθηκε να προκαταβάλλεται μέσα στο πρώτο πενθήμερο κάθε μήνα. Συμφωνήθηκε επίσης ετήσια αναπροσαρμογή σε ποσοστό 3% για κάθε επόμενο μετά την πρώτη διετία έτος. Ωστόσο, από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδείχθηκε ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι έλαβε χώρα απρόοπτη μεταβολή των συνθηκών συνισταμένη σε διαφόρους παράγοντες  μέχρι σήμερα, ώστε να καθίσταται υπέρμετρα επαχθής για τη μισθώτρια η καταβολή του ανωτέρω συμφωνηθέντος μισθώματος. Τούτο προκύπτει από τα εξής: α) Η υπογραφή της ένδικης μισθωτικής σύμβασης έλαβε χώρα το μήνα Ιανουάριο έτους 2013, όταν πλέον ήδη η χώρα ευρίσκετο, από τα τέλη έτους 2009 - αρχές έτους 2010, υπό την επίδραση της διαδραμούσας οικονομικής κρίσης και εν γένει ύφεσης η οποία έπληττε και συνεχίζει να πλήττει την επιχειρηματική δραστηριότητα σε κάθε τομέα και εν γένει την εθνική μας οικονομία. ’ρα τα οικονομικά  δεδομένα  της αγοράς ήταν ήδη γνωστά στην ενάγουσα η οποία ελευθέρα τη βουλήσει της πλειοδότησε στον εν λόγω διαγωνισμό, β) Οι επιχειρηματικές  συνθήκες  και το  ιδιαίτερα  ανταγωνιστικό περιβάλλον στον τομέα της εκμετάλλευσης κυλικείων στον οποίον δραστηριοποιείται και η ενάγουσα (όπως πχ λειτουργία πλησίον των χώρων των δημοτικών κοιμητηρίων αρκετών επιχειρήσεων συναφούς αντικειμένου), ήταν ήδη γνωστό στην τελευταία, - τα περισσότερα, τουλάχιστον, από τα μέλη της οποίας επί πολλά έτη ασκούν τη συγκεκριμένη δραστηριότητα (βλ την προσκομιζόμενη από 8.11.2012 αίτηση της ενάγουσας προς το εναγόμενο και ιδίως στο σημείο που αναφέρεται ότι «Παρά το γεγονός ότι η αιτούσα εταιρία μας είναι νεοσύστατη, μετέχουν σε αυτή φυσικά πρόσωπα - εταίροι, οι οποίοι είμαστε γνωστοί στο Δήμο σας από προηγούμενες συνεργασίες μας επί σειρά ετών»)  - ωστόσο η ίδια αυτοβούλως προσέφερε το εν λόγω μηνιαίο μίσθωμα, έχοντας προφανώς συνυπολογίσει κάθε στοιχείο ενδεχόμενου επιχειρηματικού κινδύνου από την εμπορική της αυτή δραστηριότητα, γ) Καμμία μείωση, τουλάχιστον των ταφών τριετούς χρήσης στο εν λόγω κοιμητήριο δεν σημειώθηκε μετά την υπογραφή της μισθωτικής σύμβασης, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα στοιχεία του εναγόμενου δήμου για το έτος 2013 (από 1.1 μέχρι 19.10.2013), από τα οποία προκύπτει ότι αυτές εγγίζουν κατά μέσο όρο τις 400 τον αριθμό μηνιαίως, δ) Καμμία μείωση λόγω οικονομικής κρίσης, ως ισχυρίζεται η ενάγουσα, δεν αποδείχθηκε ότι επήλθε μετά την υπογραφή της μισθωτικής σύμβασης ως προς τον αριθμό των προσερχόμενων επισκεπτών ανά τελετή ώστε να επέρχεται αντίστοιχη μείωση των εσόδων της. Κάθε άλλωστε αντίθετη σκέψη θα ερχόταν σε ευθεία σύγκρουση με τους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής ως και με την ελληνική θρησκευτική παράδοση, κατά τους κανόνες της οποίας είναι κατ' έθιμο και κατά παγία παράδοση επιβεβλημένη μετα την ταφή η προσφορά εκ μέρους των στενών συγγενών του εκάστοτε αποβιώσαντος των ανωτέρω περιγραφέντων ειδών κατ' ελάχιστον (ελληνικός καφές, κονιάκ, παξιμάδια και νερό) στους παρευρεθέντες, ώστε πρόκειται ουσιαστικά περί αναγκαίας (μη δυνάμενης να παραλειφθεί) επιπρόσθετης δαπάνης. Έτσι, από την υπογραφή της μισθωτικής σύμβασης (Ιανουάριος 2013) μέχρι την άσκηση της κρινόμενης αγωγής (Αύγουστος 2013) έχει παρέλθει χρονικό διάστημα λιγότερο των επτά μηνών, που κατ' αντικειμενική κρίση δεν επαρκεί για ραγδαία, παρά τους αντίθετους αγωγικούς ισχυρισμούς, μεταβολή των συνθηκών, ώστε να δικαιολογείται μείωση του μισθώματος. Επίσης, πρέπει να τονιστεί ότι δυνάμει της λίαν πρόσφατης υπ' αρ. 2070/2013 οριστικής απόφασης του παρόντος Δικαστηρίου, εκδοθείσας κατόπιν προηγούμενης αγωγής μίας των σημερινών εταίρων της ενάγουσας, ήτοι της ..., ως μισθώτριας, κατά του νυν εναγόμενου περί αναπροσαρμογής του μηνιαίου μισθώματος που αφορούσε στον ίδιο χώρο του εναγόμενου αλλά για το προηγούμενο χρονικό διάστημα, αυτό αναπροσαρμόστηκε ήδη στο ποσό των 11.000 ευρώ έως τα τέλη περίπου του έτους 2011, από 18.300 ευρώ που έως τότε είχε διαμορφωθεί. Συνακόλουθα και εξ αυτού του λόγου το Δικαστήριο οδηγείται στην κρίση ότι το δια της παρούσης μίσθωσης συμφωνηθέν μηνιαίο μίσθωμα ύψους 10.100 ευρώ, αφενός μεν ανταποκρίνεται στις τρέχουσες μισθωτικές συνθήκες ως εύλογο και δίκαιο κατά τις περιστάσεις αφετέρου δε σε καμμία περίπτωση δεν οδηγεί σε προφανή και υπέρμετρη δυσαναλογία μεταξύ παροχής και αντιπαροχής στην επίδικη από 16.1.2013 μισθωτική σύμβαση σε βάρος της ενάγουσας μισθώτριας. Κατόπιν τούτων πρέπει η υπό κρίση αγωγή να απορριφθεί - παρελκούσης της εξετάσεως της ενστάσεως του εναγόμενου περί καταχρήσεως δικαιώματος - ως ουσία αβάσιμη και να καταδικαστεί η ενάγουσα, λόγω της ήττας της (άρθρο 176 ΚΠολΔ), στα δικαστικά έξοδα του εναγόμενου κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό.

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

 

Απορρίπτει την αγωγή.

 

Καταδικάζει την ενάγουσα στα δικαστικά έξοδα του εναγόμενου, που ορίζει σε τριακόσια πενήντα (350) ευρώ.

 

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά στις 13-11-2013, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους.

 

 

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ