ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΜΠρΚορίνθου 145/2021

 

Ρύθμιση οφειλών υπερχρεωμένων φυσικών προσώπων - Εταιρεία Ειδικού Σκοπού δικαιούχος των απαιτήσεων -.

 

Απαράδεκτη η παράσταση και κύρια παρέμβαση Εταιρίας ειδικού σκοπού. Ανεπίτρεπτο διεξαγωγής της δίκης από εκούσιο αντιπρόσωπο. Η Εταιρία ειδικού σκοπού, η οποία κατέστη δικαιούχος των επίδικων απαιτήσεων, κατά την διάρκεια της εκκρεμοδικίας δύναται να ασκήσει κύρια παρέμβαση ιδίω ονόματι και όχι εκπροσωπούμενη από την τραπεζική εταιρία  στην οποία ανατέθηκε η διαχείριση των απαιτήσεων. Απαράδεκτο των διαδικαστικών πράξεων που ενήργησε αυτή, έστω και με πληρεξούσιο δικηγόρο.

 

 

 

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΚΟΡΙΝΘΟΥ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΟΥΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ

ΕΦΕΣΕΙΣ

 

Αριθμός απόφασης: 145/2021

(Αριθμός κατάθεσης έφεσης ..../ΕΜ .../30-3-2018)

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΚΟΡΙΝΘΟΥ

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Μαρία Τσομπίκου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, που ορίστηκε από τον Διευθύνοντα το Πρωτοδικείο, Πρόεδρο Πρωτοδικών και από το γραμματέα Αντώνιο Παπαδάτο.

 

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στις 26-5-2021, για να δικάσει την έφεση μεταξύ:

 

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ- ΑΙΤΟΥΣΑΣ- ΚΑΘΉΣ Η ΚΥΡΙΑ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: ..... κατοίκου............, οδός .......... που παραστάθηκε διά της πληρεξούσιας δικηγόρου Αθηνών Ελένης Κονομόδη, που κατέθεσε έγγραφες προτάσεις με το επισυναπτόμενο σαυτές γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων με αριθμό..... .

 

ΤΗΣ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΗΣ ΚΑΘΉΣ Η ΑΙΤΗΣΗ- ΥΠΕΡΉΣ Η ΚΥΡΙΑ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: Της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «.........», που εδρεύει στην Αθήνα και επί της οδού ..... αρ..... κα εκπροσωπείται νόμιμα, ενεργούσα ως καθολικής διαδόχου, λόγω συγχώνευσης διαπορροφήσεως σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 68 παρ.2 και 78 του Ν 2190/1920 και τις διατάξεις του άρθρου 16 του Ν.2515/1997 και της υπ’αριθμ. ..../25-6-2013 πράξης του Συμβολαιογράφου Αθηνών ........... (ΦΕΚ 3931/1-7-2013) εδρεύουσας στην Αθήνα ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «......» νομίμως εκπροσωπούμενης, που δεν παραστάθηκε.

 

ΤΗΣ ΚΥΡΙΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΥΣΑΣ: Ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «......» και τον δ.τ. «.......», με έδρα την Αθήνα, οδός ..... αριθ. ....., με αριθμό Γ.Ε.ΜΗ. ........ και ΑΦΜ ....... νομίμως εκπροσωπουμένης, ως καθολικής διαδόχου της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «......... ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ» με αριθμό Γ.Ε.ΜΗ. ........ και ΑΦΜ ....., κατόπιν διάσπασης της τελευταίας (Διασπώμενης) με απόσχιση του κλάδου της τραπεζικής δραστηριότητας και εισφοράς του στη νεοσυσταθείσα εταιρεία - πιστωτικό ίδρυμα (Επωφελούμενη), εγκριθείσας της ως άνω διάσπασης με την αριθμ. πρωτ. ...../16-04-2021 απόφαση του Υπουργείου Ανάπτυξης, που καταχωρήθηκε στο Γ.Ε.ΜΗ. και δημοσιεύθηκε στα στοιχεία της διασπώμενης και της επωφελούμενης με τις υπ αριθμ. πρωτ. ....../16-4-2021 και ......../16-4-2021 Ανακοινώσεις αντίστοιχα, ως διαχειρίστριας απαιτήσεων και ως εντολοδόχου και ειδικού πληρεξουσίου, αντιπροσώπου και αντικλήτου της εταιρείας με την επωνυμία «...............» (.............), με έδρα το Δουβλίνο Ιρλανδίας (.............) και αριθμό καταχώρισης στο μητρώο εταιρειών της Ιρλανδίας ............., όπως νομίμως εκπροσωπείται, δυνάμει της από 30 Απριλίου 2020 Σύμβασης Διαχείρισης Επιχειρηματικών Απαιτήσεων, όπως αυτή καταχωρήθηκε νομίμως στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών την 30.04.2020 με αριθμό πρωτοκόλλου ..../30.04.2020 στον τόμο ... και αύξοντα αριθμό ....., σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 του Ν. 3156/2003, και του υπ' αρ. ...../30.04.2020 Ειδικού Πληρεξουσίου του Συμβολαιογράφου Αθηνών ..........., της τελευταίας ως ειδικής διαδόχου της ανώνυμης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «........» και τον διακριτικό τίτλο «.......», η οποία εδρεύει στην Αθήνα, οδός ..... αρ. ....., και εκπροσωπείται νόμιμα, με Α.Φ.Μ. ............, Δ.Ο.Υ. ........, δυνάμει της από 30 Απριλίου 2020 Σύμβασης Πώλησης και Μεταβίβασης Επιχειρηματικών Απαιτήσεων, όπως αυτή καταχωρήθηκε νομίμως στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών την 30.04.2020 με αριθμό πρωτοκόλλου ..../30.04.2020 στον τόμο .....και αύξοντα αριθμό ...., σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 του Ν. 3156/2003 σε συνδυασμό με το άρθρο 3 του Ν. 2844/2000, που παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου δικηγόρου Κορίνθου, που κατέθεσε έγγραφες προτάσεις με το επισυναπτόμενο σαυτές γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων με αριθμό Λ 003489.

 

Η ήδη εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Κορίνθου, σε βάρος της «......Α.Ε» την από 10-2-2012 και με αριθμό κατάθεσης ....../2012 αίτηση της, περί υπαγωγής της στο ν.3869/2010. Το Ειρηνοδικείο Κορίνθου, δικάζοντας κατά την διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, αντιμωλία των διαδίκων, με την παρουσία της ήδη εφεσίβλητης εξέδωσε τη με αριθμό 199/2016 οριστική απόφαση, με την οποία έκανε εν μέρει δεκτή την αίτηση.

 

Ήδη η εκκαλούσα, προσβάλλει την ανωτέρω απόφαση, με την από 23-3-2018 έφεσή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ......../30-3-2018 και προσδιορίστηκε, με επιμέλειά της, ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου, δυνάμει της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου .../..../30-3-2018, αρχικά για τη δικάσιμο στις 12-12-2018, αναβλήθηκε για τις δικασίμους στις 11-12-2019 και 27-5-2020, κατά την τελευταία δικάσιμο ματαιώθηκε, λόγω της αναστολής των εργασιών των δικαστηρίων, εξαιτίας της εφαρμογής των μέτρων για τον περιορισμό της πανδημίας COVID- 19, κατόπιν προσδιορίστηκε, οίκοθεν, για την παρούσα δικάσιμο, σύμφωνα με την από 11-6-2020 πράξη επαναπροσδιοριμού του Προέδρου Πρωτοδικών Κορίνθου, με την οποία έφεση ζητεί, να γίνει δεκτή αυτή και επί τω τέλει να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση, προκειμένου να γίνει δεκτή η αίτησή της στο σύνολό της.

 

Περαιτέρω, η κυρίως παρεμβαίνουσα, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο άσκησε προφορικά αλλά και διά των εγγράφων προτάσεων που κατέθεσε, κύρια παρέμβαση, υπέρ της εφεσίβλητης και σε βάρος της εκκαλούσας και ζητεί να γίνει δεκτή αυτή, προκειμένου να απορριφθεί η έφεση στο σύνολό της .

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, και κατά την εκφώνησή της από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως αναφέρεται παραπάνω και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και τις έγγραφες προτάσεις τους.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Ακριβές αντίγραφο της κρινόμενης έφεσης με πράξη ορισμού δικασίμου και κλήση για συζήτηση, στην αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο στις 12-12-2018, νόμιμα και εμπρόθεσμα επιδόθηκε στην εφεσίβλητη, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη με επίκληση με αριθμό ........./4-4-2018 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Αθηνών με έδρα το πρωτοδικείο Αθηνών ............., κατά δε τη δικάσιμο στις 12-12-2018 η συζήτηση αναβλήθηκε για τη δικάσιμο στις 11-12-2019, ότε και αναβλήθηκε εκ νέου για τη δικάσιμο στις 27-5-2020, των αναβολών σημειουμένων στο πινάκιο και επεχουσών θέση κλητεύσεως πάντων των διαδίκων, κατά δε την τελευταία δικάσιμο ( 27-5-2020) η συζήτηση ματαιώθηκε, λόγω της αναστολής των εργασιών των δικαστηρίων, εξαιτίας της εφαρμογής των μέτρων για τον περιορισμό της πανδημίας COVID- 19, κατόπιν προσδιορίστηκε, οίκοθεν, για την παρούσα δικάσιμο, σύμφωνα με την από 11-6-2020 πράξη επαναπροσδιοριμού του Προέδρου Πρωτοδικών Κορίνθου, η οποία πράξη γνωστοποιήθηκε στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο Κορίνθου και συνεπώς η εφεσίβλητη έχει λάβει γνώση της ημερομηνίας δικασίμου επομένως η εφεσίβλητη θα πρέπει να δικασθεί ερήμην, ωστόσο η συζήτηση θα προχωρήσει σαν να ήταν αυτή παρούσα.

 

Η κρινόμενη έφεση, σε βάρος της με αριθμό 199/2016 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Κορίνθου, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, ασκήθηκε νόμιμα, με την κατάθεση του δικογράφου αυτής στη Γραμματεία του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και εμπρόθεσμα (άρθρα 495, 499, 516 παρ. 1, 517, 518, 520 παρ. 1, 741, 761 και 762 του ΚΠολΔ), καθώς δεν προκύπτει από οποιοδήποτε στοιχείο της δικογραφίας, ούτε οι διάδικοι ισχυρίζονται, ότι η εκκαλουμένη έχει επιδοθεί και από τη δημοσίευση αυτής, στις 31-3-2016, μέχρι την κατάθεση της υπό κρίση έφεσης, στις 30-3-2018 δεν έχει παρέλθει διετία. Επομένως, εφόσον, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν. 4335/2015, ΦΕΚ Α' 87/23-07-2015, (έναρξη ισχύος από 01-01-2016), για το παραδεκτό της έφεσης κατατέθηκε το απαιτούμενο παράβολο υπέρ του Δημοσίου με αριθμό ......... ποσού 75 ευρώ (βλ. σχετική επισημείωση του Γραμματέως του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στην έκθεση κατάθεσης της έφεσης), η έφεση αυτή παραδεκτά εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, το οποίο είναι αρμόδιο καθ ύλη και κατά τόπο για την εκδίκασή της, σύμφωνα με το άρθρο 17Α ΚΠολΔ, και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ). (άρθρο 3 εδ. β' του ν. 3869/2010 σε συνδυασμό προς τα άρθρα 524 παρ. 4 εδ. α', 741 και 764 παρ. 2 ΚΠολΔ).

 

Από τις διατάξεις του άρθρου 225 παρ. 1 και 2 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι παρέχεται η δυνατότητα στους διαδίκους και μετά την εκκρεμοδικία να μεταβιβάσουν το επίδικο πράγμα ή δικαίωμα, υπό τους όρους και προϋποθέσεις του ουσιαστικού δικαίου. Η μεταβίβαση όμως του επίδικου πράγματος ή δικαιώματος, που έγινε μετά την επέλευση της εκκρεμοδικίας, δεν επιφέρει μεταβολή στην έννομη σχέση της δίκης, διότι αυτή δεν αποβαίνει αναγκαίο παρακολούθημα της ουσιαστικής έννομης σχέσης, αλλά η δίκη συνεχίζεται μεταξύ των αρχικών διαδίκων, εωσότου νομίμως περατωθεί. Ο ειδικός διάδοχος του δεν αποκτά αυτοδικαίως την ιδιότητα του διαδίκου και δεν εισέρχεται στη θέση του δικαιοπαρόχου του, διαδίκου, αλλά έχει δικαίωμα ν ασκήσει παρέμβαση. Εξάλλου η δικαστική ρύθμιση των οφειλών, που ανοίγει με την αίτηση του άρθρου 4 § 1 ν. 3869/2010, αποτελεί μη γνήσια υπόθεση της εκούσιας δικαιοδοσίας, δηλαδή γνήσια ιδιωτικού δικαίου διαφορά, που για λόγους σκοπιμότητας έχει υπαχθεί στη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας. Συνέπεια δευτερογενούς διαγνώσεως συγκεκριμένου δικαιώματος δικαστικής διαπλάσεως αποτελεί, αντίθετα, η επιδιωκόμενη διάπλαση στις μη γνήσιες υποθέσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας. Σ αυτές το αντικείμενο της δίκης ταυτίζεται προς το αντίστοιχο αντικείμενο της δίκης της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας και ιδίως με το αντικείμενο της διαπλαστικής αγωγής (Πάρις Αρβανιτάκης: «Η εκούσια διαδικασία ως διαδικαστικό πλαίσιο του Ν.3869/2010 σε σεμινάριο επιμορφώσεως Ειρηνοδικών στην Εθνική Σχολή δικαστικών Λειτουργών). Συνεπώς και στις διάφορες του ν. 3869/2010 εφαρμόζεται αναλογικά το άρθρο 225 ΚΠολΔ, που όπως προαναφέρθηκε ορίζει ότι η διάθεση του περιουσιακού δικαιώματος, στο οποίο αφορά το αιτούμενο ρυθμιστικό μέτρο εκούσιας δικαιοδοσίας, είναι έγκυρη, και η σχετική διαδικασία συνεχίζει την πορεία της ακώλυτα, επειδή όμως ο μεταβιβάζων δεν είναι πλέον ο πραγματικός δικαιούχος του επίδικου πράγματος, μεταβάλλεται η νομιμοποίησή του και καθίσταται μη δικαιούχος διάδικος (άρθρο 225 παρ. 3 ΚΠολΔ). Φυσική συνέπεια της άνω θέσεως είναι ότι ο διάδικος που μεταβίβασε το επίδικο πράγμα ή δικαίωμα νομιμοποιείται στη διεξαγωγή της σχετικής δίκης, ο δε ειδικός διάδοχος του αρχικά νομιμοποιούμενου έχει δικαίωμα, να ασκήσει παρέμβαση είτε κύρια είτε πρόσθετη, η οποία λόγω της επεκτάσεως του δεδικασμένου της δίκης και σε αυτόν, θα χαρακτηριστεί αυτοτελής (Νίκας Νικ Πολιτική Δικονομία II, εκδ.2005, σελ.245, Απαλλαγάκη Χαρ. Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Ερμηνεία κατ άρθρον, εκδ.5η, άρ.225, σελ. 698 επ.). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 83 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι, αν η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις εκείνου που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση προς τον αντίδικό του, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 76 έως 78, σε συνδυασμόκαι με τις διατάξεις του άρθρου 80 του ίδιου Κώδικα, συνάγεται ότι αποφασιστικό κριτήριο για να χαρακτηριστεί η πρόσθετη παρέμβαση ως αυτοτελής είναι η επέκταση της ισχύος της απόφασης που θα εκδοθεί μεταξύ των κυρίων διαδίκων, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής της ενέργειας και στις έννομες σχέσεις του παρεμβαίνοντα τρίτου προς τον αντίδικό του. Το δικονομικό δικαίωμα άσκησης αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης παρέχεται ακριβώς για τον λόγο αυτό, δηλαδή, όχι λόγω της πιθανής εκδήλωσης δυσμενών ενεργειών από την απόφαση σε βάρος του τρίτου, αλλά λόγω της δεσμευτικότητας αυτών που θα κριθούν στην εκκρεμή δίκη και στις σχέσεις του τρίτου με τον αντίδικό του, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα άλλης διαδικασίας. Επομένως, η πρόσθετη παρέμβαση (αυτοτελής ή απλή) δεν περιέχει αίτημα αφού δεν ζητεί ο παρεμβαίνων παροχή έννομης προστασίας για τον ίδιο ούτε υποβάλλει δικαίωμα προς διάγνωση, γι αυτό δεν γεννιέται ζήτημα παραδεκτού ή απαράδεκτου, βάσιμου ή αβασίμου αυτής αλλά εγκυρότητας ή ακυρότητας αυτής και συνεπώς δεν απαιτείται στην απόφαση ή στο διατακτικό αυτής να περιλαμβάνεται διάταξη για την πρόσθετη παρέμβαση (ΕφΠειρ 111/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 5722/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, πρβλ. Β. Βαθρακοκοίλη, ΚΠολΔ, Τόμος Α, άρθρο 80, αρ. 2-3, σ. 560, άρθρο 83 αρ. 4, 5, 20, σ. 586, 589). Έτσι, με την άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης ο παρεμβαίνων, χωρίς να εισάγει στη δίκη κάποια νέα έννομη σχέση, αντιδικεί για την ήδη εκκρεμή έννομη σχέση, η διάγνωση της οποίας θα επιφέρει την επέκταση της ισχύος της απόφασης και απέναντι στον ίδιο. Η ασκούμενη, κατά τις διατάξεις του άρθρου 83 ΚΠολΔ αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση δημιουργεί περιορισμένου περιεχομένου επιγενόμενη αναγκαία ομοδικία του παρεμβαίνοντος με τον υπέρ ου η παρέμβαση, στο μέτρο που ο παρεμβαίνων θεωρείται ως, κατά πλάσμα δικαίου, αναγκαίος ομόδικος με τις παρεχόμενες δικονομικές εξουσίες αυτού, χωρίς όμως να έχει στη διάθεση του διαδικαστικές ευχέρειες που προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κυρίου διαδίκου (ΑΠ 1564/2017, ΑΠ 727/2017, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1485/2006, ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ. 78/2017, Αρμ. 2017.1156, ΜονΕφΠειρ. 583/2014, ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ. 3990/2009, ΕλλΔνη 2010.233,251, ΕφΑθ. 2809/2008 ΕλλΔνη 2011.183). Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 274 § 2 ΚΠολΔ, ορίζεται ότι « Αν εκείνος που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση λάβει μέρος κανονικά στη δίκη, τότε β] αν δεν λάβει μέρος κανονικά στη δίκη μόνο εκείνος υπέρ του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση, το δικαστήριο συζητεί την υπόθεση ερήμην του μεταξύ εκείνου που άσκησε την παρέμβαση και του αντιδίκου εκείνου υπέρ του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση», ενώ σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 76 § 1 εδ. τελευταίο ΚΠολΔ, σε περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας, ο απολειπόμενος διάδικος αντιπροσωπεύεται από τους παριστάμενους υπό την έννοια ότι θεωρείται ότι παρίσταται και αυτός, ότι συμμετέχει στη συζήτηση και ότι ενεργεί με τον ίδιο τρόπο που ενεργεί και ο παριστάμενος αναγκαίος ομόδικός του, γι΄ αυτό και η διαδικασία διεξάγεται σαν να ήταν παρών και ο απών αναγκαίος ομόδικος (βλ. ΑΠ 192/2012, ΑΠ 1332/2011, ΑΠ 1230/2008, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1145/2007, ΝοΒ 2007.1828, ΕφΛαρ. 343/2012, Δικογρ. 2012.698, Εφίωαν. 75/2005, ΕλλΔνη 2006.859, ΕφΑθ. 205/2002, Αρμ. 2003.840).

 

Κατά το άρθρο 63 παρ. 1 εδάφ. α ΚΠολΔ, "όποιος είναι ικανός για οποιαδήποτε δικαιοπραξία μπορεί να παρίσταται στο δικαστήριο με το δικό του όνομα", ενώ κατά το άρθρο 64 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα, "όσοι είναι ανίκανοι να παρίστανται στο δικαστήριο με το δικό τους όνομα εκπροσωπούνται από τους νόμιμους αντιπροσώπους τους". Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι στο πεδίο του αστικού δικονομικού δικαίου δεν υφίσταται ο θεσμός της εκούσιας αντιπροσώπευσης και όποιος είναι ικανός για δικαιοπραξία διεξάγει τη δίκη με το δικό του όνομα, ενώ όποιος είναι ανίκανος εκπροσωπείται από τον νόμιμο αντιπρόσωπό του. Εξάλλου και οι διατάξεις των άρθρων 116, 118 αριθμ. 5, 259 παρ. 2 και 310 παρ. 2 ΚΠολΔ, ως πρόσωπα που μετέχουν στη δίκη, κατονομάζουν μόνο τους διαδίκους, τους νόμιμους αντιπροσώπους (γονείς που ασκούν τη γονική μέριμνα, επίτροπο, σύνδικο, διαχειριστή πολυκατοικίας κ.λπ.) και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους και δεν αναφέρουν τους εκούσιους αντιπροσώπους. Μάλιστα, δεν μπορούν να εφαρμοστούν αναλογικά στη διεξαγωγή της δίκης οι διατάξεις των άρθρων 211 επ. ΑΚ για εκούσια αντιπροσώπευση στο πεδίο του ουσιαστικού δικαίου. Η εκούσια αντιπροσώπευση στη διεξαγωγή της δίκης δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι επιτρέπεται ούτε με επίκληση της διάταξης του άρθρου 713 ΑΚ, η οποία παρέχει τη δυνατότητα στον εντολοδόχο να διεξάγει οποιαδήποτε υπόθεση του ανατεθεί από τον εντολέα, αφού στην περίπτωση αυτή η εξουσία του εντολοδόχου μπορεί να περιοριστεί μόνο στην παροχή δικαστικής πληρεξουσιότητας σε δικηγόρο να ασκήσει αγωγή ή ένδικο μέσο στο όνομα του εντολέα του και να τον εκπροσωπήσει στη δίκη, αν και την εντολή αυτή μπορεί να χορηγήσει απευθείας ο ίδιος ο εντολέας χωρίς τη μεσολάβηση του εντολοδόχου, η οποία, αν παρεμβληθεί, μόνο την αρχή της οικονομίας που διέπει κάθε δίκη πλήττει και δεν εξυπηρετεί κάποιο έννομο συμφέρον. Με βάση αυτά, δεν συγχωρείται στην πολιτική δίκη ο διορισμός εκούσιου αντιπροσώπου για τη διεξαγωγή αυτής, έστω και αν ο τελευταίος διορίσει δικηγόρο ως δικαστικό πληρεξούσιο για να αναπληρώσει την ικανότητα (που του λείπει) να παρίσταται στο δικαστήριο. Συνέπεια του ανεπίτρεπτου της διεξαγωγής της δίκης από εκούσιο αντιπρόσωπο είναι το απαράδεκτο των διαδικαστικών πράξεων που αυτός ενήργησε, έστω και με πληρεξούσιο δικηγόρο, το οποίο ανάγεται στις διαδικαστικές προϋποθέσεις και εξετάζεται από το δικαστήριο αυτεπαγγέλτως κατ άρθρο 73 ΚΠολΔ ( ΑΠ 1893/2017,ΑΠ 37/2014, ΑΠ 709/2009 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

 

Στην προκειμένη περίπτωση, κατά τη εκφώνηση της υπόθεσης στη σειρά της από το οικείο πινάκιο, εμφανίσθηκε ο δικηγόρος Κορίνθου ........ , ο οποίος δήλωσε και καταγράφηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, αλλά και με τις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε, ότι ασκεί κύρια παρέμβαση ειδικότερα αναφέρει ότι: η ......Α.Ε., με έδρα στην Αθήνα, οδός ........ (ΤΚ ....) και αρ. ΓΕΜΗ .................., πώλησε και μεταβίβασε επιχειρηματικές απαιτήσεις στην εταιρία ειδικού σκοπού τιτλοποίησης με την επωνυμία «.......» (..........), με έδρα το Δουβλίνο Ιρλανδίας (1-2 ......, ...., .....) και αριθμό καταχώρισης στο μητρώο εταιρειών της Ιρλανδίας ........., (εφεξής η «Εταιρεία Ειδικού Σκοπού»), σύμφωνα με το άρθρο 10 του Ν. 3156/2003, δυνάμει της από 30.04.2020 Σύμβασης Πώλησης και Μεταβίβασης Επιχειρηματικών Απαιτήσεων, η οποία καταχωρήθηκε νομίμως στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών την 30.04.2020 με αριθμό πρωτοκόλλου ..../30.04.2020 στον τόμο .......και αύξοντα αριθμό ........., σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 8 και 10 του Ν. 3156/2003 σε συνδυασμό με το άρθρο 3 του Ν. 2844/2000. Κατόπιν της εν λόγω μεταβίβασης, δικαιούχος των εν θέματι απαιτήσεων κατέστη η Εταιρεία Ειδικού Σκοπού. Ταυτοχρόνως, η τελευταία ανέθεσε στην ........... Α.Ε. τη διαχείριση των εν θέματι απαιτήσεων, σύμφωνα με την παρ. 14 του άρθρου 10 του Ν. 3156/2003 και δυνάμει της από 30.04.2020 Σύμβασης Διαχείρισης Επιχειρηματικών Απαιτήσεων, η οποία καταχωρήθηκε νομίμως στα βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών την 30.04.2020 με αριθμό πρωτοκόλλου ...../30.04.2020 στον τόμο .... και αύξοντα αριθμό ....., σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 16 του Ν. 3156/2003, και του υπ' αρ. ....../30.04.2020 Ειδικού Πληρεξουσίου του Συμβολαιογράφου Αθηνών ......... Συνεπώς, κάθε ενέργεια, στην οποία προβαίνει η Τράπεζα από την 30.04.2020 και εφεξής, στο πλαίσιο λειτουργίας των σχετικών συμβάσεων όπως ισχύουν μετά των προσθέτων πράξεων αυτών και της είσπραξης των εξ αυτών απαιτήσεων, πραγματοποιείται στο όνομα και για λογαριασμό της Εταιρείας Ειδικού Σκοπού, η οποία κατέστη δικαιούχος των εν θέματι απαιτήσεων, την απορρέουσα εκ της υπ αριθμ ............. σύμβασης στεγαστικού δανείου στην οποία η αντίδικος είχε συμβληθεί ως οφειλέτρια (βλ. σχετικό Δ), όπως τούτο προκύπτει από τα αποσπάσματα του Παραρτήματος της από 30 Απριλίου 2020 Σύμβασης Πώλησης και Μεταβίβασης Επιχειρηματικών Απαιτήσεων, όπως αυτή καταχωρήθηκε νομίμως στα δημόσια βιβλία του Ενεχυροφυλακείου Αθηνών την 30.04.2020, με αριθμό πρωτοκόλλου ...../30.04.2020 στον τόμο .... και αύξοντα αριθμό .......Εν συνεχεία, στις 16.4.2021 εγκρίθηκε και καταχωρήθηκε στο Γ.Ε.ΜΗ. η διάσπαση της τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «.......» με αριθμό Γ.Ε.ΜΗ. ........ και ΑΦΜ .............. (εφεξής η «Διασπώμενη»), με απόσχιση του κλάδου τραπεζικής δραστηριότητας της Διασπώμενης και εισφοράς του στη νεοσυσταθείσα τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «..........» και τον δ.τ. «.................», με έδρα την Αθήνα, οδός ....... αριθ. ......, με αριθμό Γ.Ε.ΜΗ. ........ και ΑΦΜ .......... (εφεξής η «Επωφελούμενη»), σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 16 του Ν. 2515/1997, την παρ. 3 του άρθρου 54, την παρ. 3 του άρθρου 57 και των άρθρων 59 έως και 74 και 140 του ν. 4601/2019, όπως ισχύουν, σε συνδυασμό με την υπ αριθμ. ...../7.4.2021 Πράξη Διάσπασης του συμβολαιογράφου Αθηνών ............... Η ως άνω διάσπαση εγκρίθηκε με την υπ αριθμ. πρωτ. ......../16-04-2021 απόφαση της Δ/νσης Εταιρειών του Υπουργείου Ανάπτυξης, που καταχωρήθηκε στο Γ.Ε.ΜΗ. και δημοσιεύθηκε στα στοιχεία της Διασπώμενης και της Επωφελούμενης με τις υπ αριθμ. πρωτ. ......../16-4-2021 και ....../16-4-2021 Ανακοινώσεις αντίστοιχα. Από τη δημοσίευση της εγκριτικής απόφασης της διάσπασης με απόσχιση κλάδου στο Γ.Ε.ΜΗ. στις 16.04.2021, η Επωφελούμενη υπεισήλθε αυτοδικαίως ως καθολική διάδοχος της Διασπώμενης, στα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού του κλάδου τραπεζικής δραστηριότητας, όπως αυτά είχαν διαμορφωθεί κατά την ημερομηνία της διάσπασης και εν γένει σε κάθε δικαίωμα ή υποχρέωση ή έννομη σχέση ή δραστηριότητα που αφορά τον ανωτέρω κλάδο. Στα στοιχεία ενεργητικού, στα οποία υπεισήλθε η Επωφελούμενη, ως καθολική διάδοχος της Διασπώμενης, περιλαμβάνονται (μεταξύ άλλων) και όλες οι έννομες σχέσεις δανείων και πιστώσεων και τα εμπράγματα δικαιώματα της Διασπώμενης, που υφίσταντο έως την έγκριση της διάσπασης στις 16.04.2021, μεταξύ των οποίων και οι επίδικες απαιτήσεις εκ των κάτωθι αναφερομένων συμβάσεων με τις τυχόν τροποποιητικές πράξεις και τις παρεπόμενες εξασφαλίσεις αυτών, με βάση το παραπάνω περιεχόμενο, ζήτησε, επικαλούμενη έννομο συμφέρον, να απορριφθεί η υπό κρίση έφεση και να καταδικασθεί η εκκαλούσα στη δικαστική της δαπάνη. Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η κύρια παρέμβαση πρέπει να συνεκδικασθεί με την έφεση, λόγω της συνάφειας αυτών, ωστόσο η κύρια παρέμβαση πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, καθώς η εταιρεία ειδικού σκοπού, για λογαριασμό της οποίας ασκείται η κύρια παρέμβαση, ναι μεν δύναται αυτή, να ασκήσει κύρια η πρόσθετη παρέμβαση, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, ωστόσο, ως νομικό πρόσωπο, παρίσταται ιδίω ονόματι και δεν δύναται να εκπροσωπηθεί δια εκούσιας αντιπροσωπεύσεως αυτής, στην προκειμένη δίκη, επικαλούμενη το ανωτέρω αναφερόμενο ειδικό πληρεξούσιο, κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, για τον ίδιο λόγο, ήτοι της μη νομότυπης παράστασης, δεν δύναται η ασκηθείσα παρέμβαση να ισχύσει και ως πρόσθετη, αυτοτελής ή μη και ως εκ τούτου, η κατάθεση εκ μέρους της παρεμβαίνουσας εγγράφων προτάσεων και προσκομιζομένων εγγράφων δεν δύνανται να ληφθούν υπόψη από το δικαστήριο.

 

Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 524 παρ.4 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015, ΦΕΚ A 87. Έναρξη ισχύος, σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ.2 του αυτού άρθρου και νόμου, από 1.1.2016. «....4. Σε περίπτωση Ερημοδικίας του εφεσίβλητου ως προς την έφεση η διαδικασία προχωρεί σαν να ήταν και αυτός παρών. Το ίδιο ισχύει και σε περίπτωση Ερημοδικίας του εκκαλούντος ως προς την αντέφεση. Ο παριστάμενος διάδικος υποχρεούται μέσα σε πέντε ημέρες από τη Συζήτηση να προσκομίσει αντίγραφα του εισαγωγικού δικογράφου και των προτάσεων του αντιδίκου του, που κατατέθηκαν στην πρωτοβάθμια δίκη, καθώς και τα Πρακτικά και τις εκθέσεις που λήφθηκαν κατ' αυτήν. Διαφορετικά κηρύσσεται απαράδεκτη η Συζήτηση. Μάλιστα, η έκδοση απόφασης επί της ουσίας της υπόθεσης παρά την παραβίαση από την πλευρά του εκκαλούντος της κατά ανωτέρω δικονομικής του υποχρέωσης θεμελιώνει το λόγο αναίρεσης που ορίζεται από τη διάταξη του άρθρου 559 αριθ. 14 ΚΠολΔ (ΑΠ 122/2003 ΕλλΔνη 44. 1326,ΕφΠατρ 217/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 288/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 521/2016 Αρμ 72. 2011, ΕφΠειρ 65/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, και επίσης Πανταζόπουλος σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ2, ʼρθρα 495-590,2020, άρθρο 524, αριθ. 29, σελ. 156-157, Μήτσου σε Λεοντή, Ενδικα μέσα και βοηθήματα στην πολιτική δίκη, 2018, Μέρος Α, Κεφάλαιο 2, αριθ. 390-391, σελ. 170-171, Παναγόπουλος σε Οικονόμου, Η Έφεση-Συστηματική κατ άρθρο ερμηνεία του ΚΠολΔ, 2017, άρθρο 524, αριθ. 36, σελ. 232). Εξάλλου, η κατά τα ανωτέρω διάταξη εφαρμόζεται με βάση τη διάταξη του άρθρου 741 ΚΠολΔ και στις υποθέσεις που εκδικάζονται κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, καθώς δεν υπάρχει διάταξη, με την οποία να εισάγεται αντίθετη ή διαφορετική ρύθμιση (βλ. σχ. Πανταζόπουλο, ό.α.π, άρθρο 524, αριθ. 30, σελ. 157, και Μήτσου, ό.α.π, Μέρος Α, Κεφάλαιο 2, αριθ. 392, σελ. 171). Σε περίπτωση μάλιστα που με την έφεση πλήττεται απόφαση, η οποία έχει εκδοθεί επί αίτησης με αντικείμενο την υπαγωγή στη διαδικασία ρύθμισης οφειλών του ν. 3869/2010, ο εκκαλών οφειλέτης έχει υποχρέωση να προσκομίσει τις προτάσεις του συνόλου των εφεσίβλητων πιστωτών του που κατατέθηκαν κατά τη συζήτηση ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι οποίοι ερημοδικούν κατά τη συζήτηση της έφεσής του, ενώ σε περίπτωση μη συμμόρφωσής του προς την ως άνω υποχρέωσή του και ενόψει του δεσμού αναγκαίας ομοδικίας μεταξύ των πιστωτών του, ο οποίος ιδρύεται λόγω του γεγονότος ότι η υπόθεση επιδέχεται ενιαία μόνο ρύθμιση (άρθρο 76 παρ, 1 ΚΠολΔ σε συνδυασμό προς το άρθρο 741 του ίδιου Κώδικα), συντρέχει νόμιμη περίπτωση να κηρυχθεί απαράδεκτη η συζήτηση της υπόθεσης ως προς το σύνολο αυτών, ακόμη και αν ορισμένοι από τους πιστωτές έχουν παρασταθεί στη συζήτηση της υπόθεσης τόσο στον πρώτο, όσο και στον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας.

 

Στην προκειμένη περίπτωση, η αιτούσα και ήδη εκκαλούσα άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Κορίνθου, σε βάρος, της «.........Α.Ε» την από 10-2-2012 και με αριθμό κατάθεσης ........./2012 αίτηση της, περί υπαγωγής της στο ν.3869/2010, επικαλούμενη κατόπιν παραδεκτής συμπλήρωσης του περιεχομένου της με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου της που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά και με τις έγγραφες προτάσεις της, ότι αποτελεί φυσικό πρόσωπο μη έχον την εμπορική ιδιότητα, το οποίο έχει περιέλθει σε μόνιμη αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων χρηματικών οφειλών του, ζητώντας να γίνει δεκτό από την μετέχουσα στη δίκη πιστώτριά της και ήδη εφεσίβλητη, το προτεινόμενο απ αυτήν σχέδιο διευθέτησης οφειλών, διαφορετικά να ρυθμιστούν τα χρέη της, με την εξαίρεση από τη ρευστοποίηση της περιγραφόμενης στο ιστορικό της αιτήσεως κύριας κατοικίας της, αφού ληφθούν υπόψη η περιουσιακή και οικογενειακή της κατάσταση που εκθέτει με σκοπό την απαλλαγή της απ αυτά, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αίτησή της. Περαιτέρω η αιτούσα, με δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου της που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά και με τις έγγραφες προτάσεις της, παραδεκτώς, επικαιροποίησε τα περιουσιακά της στοιχεία και την αξία τους, με την προσθήκη σε αυτά ενός ΙΧΕ αυτοκινήτου ιδιοκτησίας της, εργοστασίου ....., τύπου ........, έτους α κυκλοφορίας 1995, εμπορικής αξίας 500 ευρώ κατά τη συζήτηση της αιτήσεως και με την αναφορά της αντικειμενικής αξίας της κύριας κατοικίας της κατά τη συζήτηση της αιτήσεως (58.598 ευρώ.) Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα το Ειρηνοδικείο Κορίνθου, δικάζοντας κατά την εκούσια δικαιοδοσία, αντιμωλία των διαδίκων, εξέδωσε τη με αριθμό 199/2016 οριστική του απόφαση με την οποία έκανε εν μέρει δεκτή την αίτηση, κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό της αναφερόμενα.

 

Σε βάρος αυτής της απόφασης παραπονείται η εκκαλούσα με την ένδικη έφεση της και για τους ειδικότερους λόγους που αναφέρει στο εφετήριο, που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να γίνει δεκτή η εφεσή της, να εξαφανιστεί, άλλως να μεταρρυθμιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, επί τω τέλει να γίνει δεκτή η αίτησή της, στο σύνολό της και να καταδικασθεί η εφεσίβλητη στη δικαστική δαπάνη.

 

Όπως προεκτέθηκε η εφεσίβλητη δικάζεται ερήμην καίτοι έχει κληθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα κατά τα ανωτέρω αναφερόμενα. Σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην αμέσως προηγούμενη μείζονα σκέψη της παρούσας, η παριστάμενη εκκαλούσα, είχε από το νόμο την υποχρέωση, όπως εντός πέντε ημερών από τη συζήτηση της έφεσης να προσκομίσει μεταξύ άλλων και τις προτάσεις της αντιδίκου της- εφεσίβλητης, της πρωτοβάθμιας δίκης, πλην όμως από τα ορθώς και με κάθε σπουδή και λεπτομέρεια, από το δικαστήριο επισκοπούμενα έγγραφα, που προσκομίζει μετ επικλήσεως η παρισταμένη εκκαλούσα, δεν προσκομίζονται οι προτάσεις της αντιδίκου της- εφεσίβλητης, της πρωτοβάθμιας δίκης, ως οφείλετο και συνεπώς η συζήτηση της υπόθεσης πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη, άλλωστε και στα προσκομιζόμενα μετ επικλήσεως έγγραφα της εκκαλούσας, που αναφέρει στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε, δεν αναφέρεται ότι προσκομίζονται οι προτάσεις της αντιδίκου της.

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ την έφεση και κύρια παρέμβαση ερήμην της εφεσίβλητης-υπερ ης η κύρια παρέμβαση.

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την κύρια παρέμβαση

 

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση.

 

ΚΗΡΥΣΣΕΙ απαράδεκτη τη συζήτηση της έφεσης.

 

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στην Κόρινθο, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη αυτού δημόσια συνεδρίαση χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων, στην Κόρινθο στις 3/9/2021

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ