ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΜΠρΗλείας 277/2021

 

Δικαιοδοσία πολιτικών δικαστηρίων - Δημόσιες προμήθειες - Τόκος επί χρηματικών οφειλών ΝΠΔΔ - Παραγραφή αξιώσεων κατά ΝΠΔΔ -.

 

Δικαιοδοσία διοικητικών και πολιτικών δικαστηρίων. Χαρακτηριστικά γνωρίσματα διοικητικών συμβάσεων τα οποία πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά ώστε οι διαφορές από αυτές να είναι διοικητικές και να υπάγονται στα διοικητικά δικαστήρια. Οι διαφορές από εκτέλεση δημοσίου έργου υπάγονταν είτε στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, όταν υπόκειτο διοικητική σύμβαση και ιδρυόταν εξαιρετική καθ’ ύλην αρμοδιότητα του διοικητικού εφετείου, είτε στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, όταν υπόκειτο ιδιωτικού δικαίου σύμβαση και ιδρυόταν εξαιρετική καθ’ ύλην αρμοδιότητα του πολιτικού δικαστηρίου. Μετά τη θέση σε ισχύ στις 13.10.2017 του Ν.4491/2017 όλες οι προσφυγές ή αγωγές που αφορούν τις διαφορές από την εκτέλεση δημοσίου έργου και απορρέουν από διοικητική σύμβαση ή από ιδιωτικού δικαίου σύμβαση, ακόμα και αν ανακύπτουν από συμβάσεις έργων και μελετών που έχουν συναφθεί πριν από την έναρξη ισχύος του Ν.4412/2016, υπάγονται εφεξής στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων και στην αρμοδιότητα του διοικητικού Εφετείου της περιφέρειας όπου εκτελείται το δημόσιο έργο. Για την σύναψη συμβάσεως που συνάπτει ΝΠΔΔ για τη διενέργεια απευθείας προμήθειας, στην περίπτωση που η αξία της είναι ανώτερη του ποσού των 2.500,00 ευρώ, πρέπει να περιβληθεί τον συστατικό τύπο του ιδιωτικού εγγράφου, ενώ αν η αξία είναι ανώτερη του ποσού των 20.000,00 ευρώ τότε θα πρέπει να ακολουθηθεί η διαδικασία που ορίζεται στο νόμο και η διενέργεια διαγωνισμού και προσφορών. Ο νόμιμος και ο της υπερημερίας τόκος των ΝΠΔΔ ανέρχεται σε 6% ετησίως και αρχίζει από την επίδοση της αγωγής. Τα πολιτικά και διοικητικά δικαστήρια, όταν δικάζουν αγωγές, που στρέφονται κατά ΝΠΔΔ και έχουν από οποιονδήποτε γενεσιουργό λόγο αξιώσεις, που συνδέονται με δαπάνες τους, οι οποίες υπόκεινται στον προληπτικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, δεν εκδίδουν οριστική απόφαση, αν δεν προσκομίζεται, κατά περίπτωση η οικεία πράξη του αρμόδιου τμήματός του ή σχετική βεβαίωση του γραμματέα αυτού. Πενταετής παραγραφή απαιτήσεων κατά του Δημοσίου και των ΝΠΔΔ.

 

(Η απόφαση δημοσιεύεται επιμελεία του δικηγόρου Πατρών Βασίλη Γαλανόπουλου, εκ μέρους του Δικηγορικού Συλλόγου Πατρών).

 

 

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΗΛΕΙΑΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

 

Αριθμός Απόφασης 277/2021

(αριθμός έκθεσης κατάθεσης αγωγής ΜΤ./11.9.2020)

 

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΗΛΕΙΑΣ

 

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Βασιλική Ρέππα, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Προϊστάμενος του παρόντος Πρωτοδικείου, Πρόεδρος Πρωτοδικών, και από τη Γραμματέα Μαρία Σπυροπούλου.

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του, στις 23 Μαρτίου 2021, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ :

 

Του ενάγοντος : Β. Κ. του Γ. και της Α., κατοίκου …, οδός … αρ…., κατόχου αριθμού φορολογικού μητρώου …, Δ.Ο.Υ. …, ο οποίος προκατέθεσε έγγραφες προτάσεις εντός της νόμιμης προθεσμίας των εκατό (100) ημερών από την κατάθεση της αγωγής, κατά το άρθρο 237 παρ.1 εδ.α ΚΠολΔ, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α 87/23.7.2015), δια της πληρεξούσιας Δικηγόρου του Μαρίας Μπακατσέλου (Δικηγορικός Σύλλογος Ηλείας, ΑΜ 000221, από 01ης.12.2020 δικαστικό πληρεξούσιο με βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής αρμοδίως, γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων ΔΣΗλείας με αριθμό Η./05.01.2021), και δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο.

 

Του εναγομένου : Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «Δημοτικό Λιμενικό Ταμείο Πύργου», που εδρεύει στο Κατάκολο του Δήμου Πύργου Νομού Ηλείας και εκπροσωπείται νόμιμα, κατόχου αριθμού φορολογικού μητρώου …, Δ.Ο.Υ. …, το οποίο προκατέθεσε έγγραφες προτάσεις εντός της νόμιμης προθεσμίας των εκατό (100) ημερών από την κατάθεση της αγωγής, κατά το άρθρο 237 παρ.1 εδ.α ΚΠολΔ, όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α 87/23.7.2015), δια της πληρεξούσιας Δικηγόρου του Μαγδαληνής Ματαράγκα (Δικηγορικός Σύλλογος Ηλείας, ΑΜ 000134, από 17.12.2020 δικαστικό πληρεξούσιο με βεβαίωση του γνησίου της υπογραφής αρμοδίως, υπ’αριθμ. ./2020 απόφαση της 21ης τακτικής συνεδρίασης του Δημοτικού Λιμενικού Ταμείου Πύργου Ηλείας, γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών και ενσήμων ΔΣΗλείας με αριθμό Η./17.12.2020), και παραστάθηκε στο ακροατήριο δια της ανωτέρω πληρεξούσιας Δικηγόρου του.

 

Ο ενάγων ζητεί να γίνει δεκτή η από 25.8.2020 αγωγή, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΜΤ./11.9.2020 και με την υπ’αριθμ. ./27.01.2021 Πράξη του Προϊσταμένου του παρόντος Πρωτοδικείου, Προέδρου Πρωτοδικών, προσδιορίστηκε να συζητηθεί στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (24.03.2021) και γράφτηκε στο οικείο πινάκιο με αριθμό δέκα (10).

 

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, ότε εκφωνήθηκε κατά τη σειρά εγγραφής της στο οικείο πινάκιο, οι διάδικοι ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους με τις προτάσεις που προκατέθεσαν, χωρίς να είναι αναγκαία η παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 237 παρ.4 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.2 Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α 87/23.7.2015) και εφαρμόζεται επί αγωγών κατατεθειμένων μετά την 01η.01.2016.

                        

Αφού μελέτησε τη δικογραφία

Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο

 

Κατά την εκφώνηση της υπόθεσης στο ακροατήριο από το οικείο πινάκιο ο ενάγων δεν παραστάθηκε (βλ. πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του παρόντος Δικαστηρίου). Πλην, όμως, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 115 παρ.2, όπως αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο πρώτο παρ.2 Ν.4335/2015, σε συνδυασμό με το γεγονός της καταργήσεως με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παρ.1 του Ν.4335/2015 του άρθρου 270 ΚΠολΔ και δη του εδαφίου α’ της παραγράφου 1 αυτού, που όριζε εν είδει γενικού κανόνα ότι η ενώπιον των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων συζήτηση είναι προφορική, συνάγεται ότι στην τακτική διαδικασία δεν καθίσταται υποχρεωτική η προφορική συζήτηση των αγωγών που έχουν κατατεθεί από την 01η.01.2016 και εφεξής και συνεπώς γι’ αυτές η συζήτηση της υπόθεσης γίνεται και χωρίς την παρουσία των διαδίκων (πληρεξουσίων δικηγόρων τους), εφόσον αυτοί έχουν καταθέσει εμπροθέσμως προτάσεις, υποχρέωση που εν προκειμένω έχουν τηρήσει αμφότερες οι πλευρές.

 

(α) Στο άρθρο 94 παρ.1, 2 και 3 του Συντάγματος, όπως αυτό αναθεωρήθηκε με το Ψήφισμα της 6ης Απριλίου 2001 της Ζ΄ Αναθεωρητικής Βουλής (ΦΕΚ 84 Α΄/17.4.2001), ορίζεται ότι: 1. Στο Συμβούλιο της Επικρατείας και στα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικές διαφορές, όπως νόμος ορίζει, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου. 2. Στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές καθώς και οι υποθέσεις εκούσιας δικαιοδοσίας, όπως νόμος ορίζει. 3. Σε ειδικές περιπτώσεις και προκειμένου να επιτυγχάνεται η ενιαία εφαρμογή της αυτής νομοθεσίας μπορεί να ανατεθεί με νόμο η εκδίκαση κατηγοριών ιδιωτικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια ή διοικητικών διαφορών ουσίας στα πολιτικά δικαστήρια. Σε εκτέλεση της συνταγματικής αυτής διάταξης εκδόθηκε ο Ν.1406/1983, με το άρθρο 1 παρ.2 του οποίου υπήχθησαν στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, μεταξύ άλλων, και οι διαφορές που αναφύονται κατά την εφαρμογή της νομοθεσίας των διοικητικών συμβάσεων (εδ.ι΄), δηλαδή εκείνες οι διαφορές που προέρχονται από διοικητική σύμβαση και ανάγονται στο κύρος, την ερμηνεία και την εκτέλεση αυτής ή σε οποιαδήποτε παρεπόμενη της συμβάσεως αυτής αξίωση (ΕφΛαρ 123/2012, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ), οι οποίες ειδικότερα υπάγονται στην υλική αρμοδιότητα των διοικητικών εφετείων (άρθρο 6 παρ.2 περ. α του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας). Διοικητική σύμβαση, από την οποία απορρέει διοικητική διαφορά ουσίας, υπαγόμενη στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, είναι μόνο εκείνη, στην οποία ο ένας από τους συμβαλλομένους είναι το Ελληνικό Δημόσιο ή Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου και με την οποία επιδιώκεται η ικανοποίηση σκοπού, τον οποίο ο νόμος έχει αναγάγει σε δημόσιο σκοπό, το δε Ελληνικό Δημόσιο ή το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, είτε βάσει του κανονιστικού καθεστώτος που διέπει τη σύμβαση, είτε βάσει ρητρών, οι οποίες προβλέπονται κανονιστικώς και έχουν περιληφθεί στην σύμβαση, αποκλίνουν δε από το κοινό δίκαιο, ευρίσκεται, προς ικανοποίηση του εν λόγω σκοπού, σε υπερέχουσα θέση έναντι του αντισυμβαλλόμενου μέρους, δηλαδή σε θέση που δεν προσιδιάζει στον δυνάμει των διατάξεων του ιδιωτικού δικαίου συναπτόμενο συμβατικό δεσμό (ΑΕΔ 12/2013, ΑΕΔ 11/2013, ΑΕΔ 3/2012, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΕΔ 28/2011, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΟλΑΠ 8/2000, ΕλλΔνη 2000.667). Θεωρείται δε ότι παρεκκλίνουν από το κοινό δίκαιο και προσδίδουν εξουσιαστική θέση στο Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, οι διατάξεις ή οι ρήτρες εκείνες που παρέχουν στα τελευταία την δυνατότητα να εξασφαλίζουν τα συμφέροντά τους, επιβάλλοντας κυρώσεις για παραβάσεις της σύμβασης ή γενικότερα επεμβαίνοντας μονομερώς προς διαμόρφωση του συμβατικού δεσμού (ΣτΕ 380/1994, ΣτΕ 898/1993, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Συμβάσεις, στις οποίες δεν συντρέχουν σωρευτικά τα ανωτέρω χαρακτηριστικά γνωρίσματα, είναι ιδιωτικές και οι διαφορές από αυτές υπάγονται στα πολιτικά δικαστήρια (ΑΕΔ 8/1992, ΕλλΔνη1993. 1453). Επίσης, στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται και οι διαφορές από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, που έχουν ως υπόβαθρο μια άκυρη σύμβαση, που δεν είναι διοικητική (ΑΠ 1307/2010, ΕφΑΔ 2011.451, ΕφΑθ 1781/2012, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 2941/2008, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 123/2012, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).

 

(β) Με τις δικονομικού χαρακτήρα διατάξεις του άρθρου 13 του Ν. 1418/1984 με τον τίτλο «Δικαστική Επίλυση διαφορών», αλλά και του άρθρου 77 του Ν. 3669/2008 και του άρθρου 175 του Ν. 4412/2016 «Δημόσιες Συμβάσεις Έργων, Προμηθειών και Υπηρεσιών (προσαρμογή στις Οδηγίες 2014/24/ ΕΕ και 2014/25/ΕΕ)» ΦΕΚ A147/8-8-2016, πριν την τροποποίηση της τελευταίας διάταξης με τα άρθρα 21, 23, 26 και 28 του Ν. 4491/2017 (ΦΕΚ A 152/13-10-2017), ορίζεται, ως αρμόδιο δικαστήριο για την εκδίκαση κάθε διαφοράς μεταξύ των συμβαλλομένων, που προκύπτει από την κατασκευή δημόσιου έργου και επιλύεται με την άσκηση προσφυγής ή αγωγής, το διοικητικό ή πολιτικό εφετείο της περιφέρειας στην οποία εκτελείται το έργο, μη επιτρεπομένης της παρέκτασης. Η εξαιρετική αρμοδιότητα του διοικητικού ή πολιτικού Εφετείου προσδιορίζεται από τον χαρακτήρα της σύμβασης ως διοικητικής ή ως ιδιωτικής, οπότε ανακύπτει αντίστοιχα δικαιοδοσία και καθ’ ύλην αρμοδιότητα ή του διοικητικού εφετείου ή του πολιτικού εφετείου, διατηρείται δε (η αρμοδιότητα) και στην περίπτωση κατά την οποία αντικείμενο της διαφοράς, που προέκυψε από την εκτέλεση δημοσίου έργου, είναι αξίωση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, όπως συμβαίνει όταν η σύμβαση καταρτίστηκε προφορικά, γιατί συνεχίζει να ισχύει και στην περίπτωση αυτή ο δικαιολογητικός λόγος της καθιέρωσης της εξαιρετικής καθ’ ύλην αρμοδιότητας του Εφετείου, αφού ιστορική βάση της αγωγής για τον προσδιορισμό της αξίωσης από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό αποτελεί η για την εκτέλεση του δημόσιου έργου υποκείμενη σχέση με βάση την οποία αξιολογείται η διαφορά ως διοικητική ή ιδιωτική. Η εξαιρετική καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Εφετείου, διοικητικού ή πολιτικού, συνδέεται και με τη διαφοροποίηση της διαδικασίας, με ιδιαίτερα σημαντικού περιεχομένου δικονομικές ρυθμίσεις, η εφαρμογή των οποίων δικαιολογείται και επιβάλλεται και όταν η φερόμενη προς διάγνωση αξίωση ερείδεται στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, αφού και στην περίπτωση αυτή πρόκειται για διαφορά από εκτέλεση δημοσίου έργου, στοιχείο που αποτέλεσε κατά τη νομοθετική βούληση τον δικαιολογητικό λόγο καθιερώσεως εξαιρετικής καθ’ ύλην αρμοδιότητας και θέσπισης ιδιαίτερων δικονομικών ρυθμίσεων (ΑΕΔ 2/1993, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1284/2015, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΠεντΕφΠατρ 125/2019, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).

 

Το παραπάνω νομοθετικό καθεστώς, κατά το οποίο οι διαφορές από εκτέλεση δημοσίου έργου υπάγονταν, είτε στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, όταν υπόκειτο διοικητική σύμβαση, έστω και αν η αξίωση θεμελιωνόταν στις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις, και ιδρυόταν εξαιρετική καθ’  ύλην αρμοδιότητα του διοικητικού εφετείου, είτε στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων,  όταν υπόκειτο ιδιωτικού δικαίου σύμβαση, έστω και αν η αξίωση θεμελιωνόταν στις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού διατάξεις, και ιδρυόταν εξαιρετική καθ’ ύλην αρμοδιότητα του πολιτικού δικαστηρίου, μεταβλήθηκε με τη θέσπιση των άρθρων 20 έως 28 του Ν. 4491/2017. Ειδικότερα η διάταξη του άρθρου 175 του ανωτέρω Ν. 4412/2016 αντικαταστάθηκε με το άρθρο 21 του Ν.4491/2017 και με τη νέα διάταξη καθιερώνεται αποκλειστική καθ’ ύλην αρμοδιότητα μόνο του Διοικητικού Εφετείου της περιφέρειας στην οποία εκτελείται το έργο (μη επιτρεπόμενης της παρέκτασης αρμοδιότητας), για κάθε διαφορά μεταξύ των συμβαλλόμενων μερών που προκύπτει από τη σύμβαση κατασκευής δημοσίου έργου, ανεξάρτητα από τον χαρακτήρα της σύμβασης ως διοικητικής ή ως ιδιωτικού δικαίου, η οποία (διαφορά) επιλύεται με την άσκηση προσφυγής ή αγωγής στο ως άνω διοικητικό εφετείο, αποκλεισθείσας έτσι της αρμοδιότητας του πολιτικού Εφετείου. Ενώ αρχικά, πριν δηλαδή τη θέσπιση του Ν. 4491/2017, ο  Ν. 4412/2016 και επομένως και η διάταξη του άρθρου 175 εφαρμοζόταν, κατά το άρθρο 376, μόνο για τις συμβάσεις των οποίων η διαδικασία σύναψης λαμβάνει χώρα μετά την έναρξη της ισχύος του, δηλαδή μετά την 08η.8.2016, εντούτοις προσδόθηκε αναδρομική ισχύ στη διάταξη του άρθρου 175, αφού με το άρθρο 23 του Ν. 4491/2017 προστέθηκε παράγραφος 14 στο ως άνω άρθρο 376, σύμφωνα με την οποία «14. Το άρθρο 175 του Ν.4412/2016 εφαρμόζεται και στις διαφορές που ανακύπτουν από συμβάσεις έργων και μελετών που έχουν συναφθεί πριν από την έναρξη ισχύος του Ν.4412/2016». Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι μετά τη θέση σε ισχύ στις 13.10.2017 του Ν.4491/2017 όλες οι προσφυγές ή αγωγές, που αφορούν τις διαφορές από την εκτέλεση δημοσίου έργου και απορρέουν από διοικητική σύμβαση ή από ιδιωτικού δικαίου σύμβαση (όπως η διάκριση αυτών ειδικώς εκτίθεται στην αρχή της παρούσας), είτε έχουν οι διαφορές συμβατικό υπόβαθρο είτε, λόγω ακυρότητας της σύμβασης, ερείδονται στις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, ακόμα και αν ανακύπτουν από συμβάσεις έργων και μελετών που έχουν συναφθεί πριν από την έναρξη ισχύος του Ν.4412/2016, υπάγονται εφεξής στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων και στην αρμοδιότητα του διοικητικού Εφετείου της περιφέρειας όπου εκτελείται το δημόσιο έργο (ΕφΛαμ 43/2021, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΜΕφΔυτΜακ 73/2018, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΜΠΑθ 142/2019, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Ακολούθως με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 1 Ν.3669/2008 «Κύρωση της κωδικοποίησης της νομοθεσίας κατασκευής δημοσίων έργων» ορίζεται ότι «Από τεχνική άποψη δημόσια έργα είναι όλα τα έργα που εκτελούν οι φορείς της παρ.1 και συνδέονται με οποιοδήποτε τρόπο με το έδαφος, το υπέδαφος ή τον υποθαλάσσιο χώρο, όπως και τα πλωτά τμήματα των τεχνικών έργων. Ως έργο νοείται κάθε νέα κατασκευή ή επέκταση ή ανακαίνιση ή επισκευή ή συντήρηση και η οικονομικά ή τεχνικά αυτοτελής λειτουργία, καθώς και κάθε σχετική ερευνητική εργασία που απαιτεί τεχνική γνώση ή επέμβαση».

 

(γ) Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 82 παρ.1 και 83 παρ.1 του Ν.2362/1995, όπως ίσχυσαν μέχρι την αντικατάστασή τους με τις αντίστοιχες διατάξεις του Ν.4270/2014, με έναρξη της ισχύος του τελευταίου αυτού νόμου την 01η.01.2015 (άρθρο 183 του Ν.4270/2014), με τις οποίες ρυθμίστηκαν οι περιπτώσεις σύναψης από το Δημόσιο συμβάσεων με ανοικτό ή κλειστό διαγωνισμό ή με απευθείας ανάθεση, προβλέπονται τα εξής: Σύμφωνα με το άρθρο 82 παρ.1 του Ν.2362/1995, για κάθε σύμβαση του Δημοσίου που συνεπάγεται έσοδο ή δαπάνη αυτού, αν δεν ορίζεται διαφορετικά με ειδική διάταξη, προηγείται η προβλεπόμενη από τις κατά περίπτωση ισχύουσες διατάξεις διαδικασία του ανοικτού ή κλειστού διαγωνισμού. Κατ` εξαίρεση επιτρέπεται η σύναψη συμβάσεων προμήθειας προϊόντων, παροχής υπηρεσιών ή εκτέλεσης έργων με συνοπτική διαδικασία ή διαπραγμάτευση. Σύμφωνα δε με το άρθρο 83 παρ.1 του Ν.2362/1995, όπως ίσχυε πριν την κατάργησή του με το άρθρο 177 παρ.1 του Ν.4277/2014, επιτρέπεται η με απευθείας ανάθεση σύναψη σύμβασης προμήθειας προϊόντων, παροχής υπηρεσιών ή εκτέλεσης έργων για ετήσια δαπάνη μέχρι ποσού ενός εκατομμυρίου πεντακοσίων χιλιάδων (1.500.000) δραχμών. Από το ποσό αυτό και μέχρι τέσσερα εκατομμύρια (4.000.000) δραχμές απαιτείται διαγωνισμός με συνοπτική διαδικασία (πρόχειρος) που θα διενεργείται από τριμελή επιτροπή. ʼνω του ποσού των τεσσάρων εκατομμυρίων (4.000.000) δραχμών απαιτείται σύναψη σύμβασης για προμήθεια προϊόντων, παροχή υπηρεσιών ή εκτέλεση έργων κατόπιν διενέργειας τακτικού διαγωνισμού (ανοικτού ή κλειστού), βάσει της ισχύουσας νομοθεσίας. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών τα ανωτέρω ποσά δύναται να αναπροσαρμόζονται. Με την ΥΑ 35130/739/9.8.2010 (ΦΕΚ Β`1291/11.8.2010), που εκδόθηκε δυνάμει της προβλεπόμενης από το προαναφερόμενο άρθρο εξουσιοδότησης, τα ανωτέρα ποσά αναπροσαρμόστηκαν και ορίστηκαν αντιστοίχως μέχρι το ποσό των 20.000,00 ευρώ ως προς τις συμβάσεις που μπορούν να καταρτισθούν με απευθείας ανάθεση, από το ποσό της προηγούμενης περίπτωσης μέχρι το ποσό των 60.000,00 ευρώ ως προς τις συμβάσεις για τις οποίες απαιτείται συνοπτική διαδικασία (πρόχειρος διαγωνισμός) και άνω του ποσού των 60.000,00 ευρώ ως προς τις συμβάσεις για τις οποίες απαιτείται η διενέργεια τακτικού διαγωνισμού, ενώ ορίστηκε ότι οι περιορισμοί των ως άνω ποσών αναφέρονται σε σχέση με το ύψος της εγγεγραμμένης ετήσιας πίστωσης κατά Ειδικό Φορέα και Κ.Α.Ε. στον προϋπολογισμό κάθε φορέα κι ότι στα ποσά αυτά δεν συμπεριλαμβάνεται ο Φ.Π.Α. Σύμφωνα άλλωστε με το άρθρο 85 εδ.α του Ν. 2362/1995 η καθ` οιονδήποτε τρόπο παραβίαση των διατάξεων των άρθρων 79 έως και 84 του εν λόγω νόμου επάγεται την απόλυτη ακυρότητα της σύμβασης. Κατά το νόημα δε της διάταξης του άρθρου 83 παρ.1 του Ν.2362/1995, επί των ως άνω συμβάσεων, εφόσον καθεμία έχει μικρή διάρκεια (κάτω του έτους), για να επιτρέπεται η σύναψή τους από το Δημόσιο και από τα νομικά πρόσωπα εν γένει, στα οποία η εν λόγω διάταξη εφαρμόζεται, με απευθείας ανάθεση, πρέπει η από τις συμβάσεις αυτές προκαλούμενη για το Δημόσιο ή τα υπαγόμενα στη ρύθμιση νομικά πρόσωπα ετήσια συνολική δαπάνη να ανέρχεται μέχρι του ποσού του 1.500.000 δραχμών (ήδη 20.000 ευρώ). Τούτο διότι, εάν στις ως άνω μικρής διάρκειας συμβάσεις ληφθεί υπόψη, ως κριτήριο για το επιτρεπτό ή μη της συνάψεως τους με απευθείας ανάθεση, η για το Δημόσιο προκαλούμενη δαπάνη από εκάστη τούτων και όχι η συνολική εξ αυτών δαπάνη σε ετήσια βάση, τότε, προς καταστρατήγηση των διατάξεων του άρθρου 83 παρ.1 του Ν.2362/1995, θα ήταν δυνατόν να συναφθούν πολλές όμοιες και διαδοχικές συμβάσεις, με μικρή διάρκεια η καθεμία, ώστε να παρακάμπτεται νομίμως η διαδικασία του διαγωνισμού και να συνάπτεται η σχετική σύμβαση με απευθείας ανάθεση, αφού η για το Δημόσιο δαπάνη από καθεμία σύμβαση δεν θα υπερέβαινε το ποσό του 1.500.000 δρχ. (ήδη 20.000 ευρώ), πράγμα που δεν ήταν στην πρόθεση του νομοθέτη που ήθελε να τηρείται η διαδικασία του διαγωνισμού, η οποία εξασφαλίζει πλείονες συμμετοχές και αντίστοιχες προσφορές, εντεύθεν δε συνθήκες διαφάνειας και υγιούς ανταγωνισμού, για τις συμβάσεις από τις οποίες προκαλείται ετήσια δαπάνη για το Δημόσιο άνω του ποσού του 1.500.000 δραχμών και ήδη 20.000 ευρώ. Αντιστοίχως, στη νεότερη ρύθμιση του άρθρου 132 παρ. 1 του Ν. 4270/2014, που αντικατέστησε κατά τα ανωτέρω τη διάταξη του άρθρου 82 παρ. 1 του Ν. 2362/1995 από 01ης.01.2015, ορίστηκε ότι για κάθε σύμβαση του Δημοσίου που συνεπάγεται έσοδο ή δαπάνη αυτού, αν δεν ορίζεται διαφορετικά με ειδική διάταξη, προηγείται η προβλεπόμενη από τις κατά περίπτωση ισχύουσες διατάξεις διαδικασία του ανοικτού ή κλειστού διαγωνισμού. Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται η σύναψη συμβάσεων προμήθειας προϊόντων, παροχής υπηρεσιών ή εκτέλεσης έργων με συνοπτική διαδικασία ή διαπραγμάτευση. Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 133 παρ. 1 του ίδιου ως άνω νόμου, με την οποία αντικαταστάθηκε η προεκτεθείσα ρύθμιση του άρθρου 83 παρ.1 του Ν. 2362/1995 και η οποία ίσχυσε από 01ης.01.2015, κατά το άρθρο 183 του Ν.4270/2014, μέχρι και την κατάργησή της με την παρ. 1 περ. 7 του άρθρου 377 του Ν.4412/2016 (ΦΕΚ A 147/08.08.2016), επιτρέπεται η με απευθείας ανάθεση σύναψη σύμβασης προμήθειας προϊόντων, παροχής υπηρεσιών ή εκτέλεσης έργων για ετήσια δαπάνη μέχρι του ποσού των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ. Από το ποσό αυτό και μέχρι το ποσό των εξήντα χιλιάδων (60.000) ευρώ απαιτείται διαγωνισμός με συνοπτική διαδικασία (πρόχειρος) που διενεργείται από τριμελή επιτροπή. ʼνω του ποσού των εξήντα χιλιάδων (60.000) ευρώ απαιτείται σύναψη σύμβασης για προμήθεια προϊόντων, παροχή υπηρεσιών ή εκτέλεση έργων κατόπιν διενέργειας τακτικού διαγωνισμού (ανοικτού ή κλειστού), βάσει της ισχύουσας νομοθεσίας. Ορίζεται δε ρητά στο εδάφιο δ του άρθρου 133 παρ. 1 του Ν. 4270/2014 ότι οι περιορισμοί των ως άνω ποσών λειτουργούν αθροιστικά για το σύνολο των ανατιθέμενων προμηθειών, προϊόντων ή και παρεχόμενων υπηρεσιών, που βαρύνουν τον ίδιο ειδικό φορέα και ΚΑΕ εντός του οικονομικού έτους και ότι στα ανωτέρω ποσά αυτά δεν συμπεριλαμβάνεται ο Φ.Π.Α. Σύμφωνα δε με το άρθρο 135 του Ν.4270/2014, η καθ’ οιονδήποτε τρόπο παραβίαση των διατάξεων των άρθρων 129 έως και 134 του νόμου αυτού επάγεται την απόλυτη ακυρότητα της σύμβασης.

 

Στα άρθρα 40 και 41 του Ν.Δ. 496/1974 Περί Λογιστικού ΝΠΔΔ ορίζεται ότι «Συμβάσεις δια των οποίων δημιουργούνται υποχρεώσεις εις βάρος του νομικού προσώπου δεν δύναται να συνομολογηθούν, εφόσον δεν προβλέπονται υπό των διεπουσών τούτο γενικών ή ειδικών διατάξεων (άρθρο 40). Πάσα σύμβασις δια λογαριασμόν του νομικού προσώπου έχουσα αντικείμενον άνω των 10.000 δραχμών ή δημιουργούσα υποχρεώσεις διαρκείας, εφόσον δεν ορίζεται άλλως υποβάλλεται εις τον τύπον του ιδιωτικού εγγράφου. Το ποσό τούτο δύναται να αυξομειούται δια αποφάσεων του Υπουργού των Οικονομικών δημοσιευομένων εις την Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Η πρότασις καταρτίσεως συμβάσεως και η αποδοχή αυτής δύναται να γίνουν και δια ιδιαιτέρων εγγράφων. Η εκ της μη τηρήσεως του τύπου της εγγράφου αποδοχής ακυρότης αίρεται εν περιπτώσει εκπληρώσεως της συμβάσεως» (Σημειώνεται ότι με την υπ’ αριθμ. 2/42053/0094 (ΦΕΚ Β΄1033/7-8-2002) απόφαση του Υπουργού Οικονομικών το ως άνω ποσό αναπροσαρμόστηκε και καθορίστηκε σε δύο χιλιάδες πεντακόσια (2.500) ευρώ). Σύμφωνα με τις ως άνω διατάξεις, συμβάσεις, με τις οποίες δημιουργούνται υποχρεώσεις σε βάρος Ν.Π.Δ.Δ., δεν δύναται να συνομολογηθούν, εφόσον δεν προβλέπονται από τις διατάξεις - γενικές ή ειδικές - που διέπουν τη λειτουργία του. Κάθε δε σύμβαση για λογαριασμό του Ν.Π.Δ.Δ., που έχει αντικείμενο άνω των 2.500 Ευρώ ή δημιουργεί υποχρεώσεις διαρκείας, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά, υποβάλλεται στον τύπο του ιδιωτικού εγγράφου. Η πρόταση καταρτίσεως συμβάσεως και η αποδοχή αυτής μπορούν να γίνουν και με ιδιαίτερα έγγραφα. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται, σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 80 του Ν.2362/1995 «περί Κώδικος Δημοσίου Λογιστικού» (που αντικατέστησε το προηγούμενο ν.δ.) και ήδη του άρθρου 130 Ν.4270/2014 (που αντικατέστησε το Ν.2362/1995), ότι ο τύπος του ιδιωτικού εγγράφου, που απαιτείται για τις καταρτιζόμενες για λογαριασμό Ν.Π.Δ.Δ. ή αναλόγως του Δημοσίου ως άνω συμβάσεις, είναι συστατικός και όχι αποδεικτικός, γι’ αυτό και η έλλειψή του καθιστά κατά τα άρθρα 158 και 159 παρ.1 του ΑΚ άκυρη τη σύμβαση, με συνέπεια να θεωρείται αυτή κατά το άρθρο 180 του ίδιου Κώδικα ως μη γενόμενη, αίρεται δε η ακυρότητα σε περίπτωση εκτέλεσης της σύμβασης, μόνον όταν για τη σύμβαση προηγήθηκε χωριστή έγγραφη πρόταση, χωρίς να επακολουθήσει και έγγραφη αποδοχή, όχι όμως και όταν δεν τηρήθηκε καθόλου ο έγγραφος τύπος για την πρόταση και την αποδοχή. Δηλαδή, η παραπάνω ακυρότητα από τη μη τήρηση του τύπου καλύπτεται σε περίπτωση εκτέλεσης της σύμβασης, εφόσον όμως είχε προηγηθεί έγγραφη πρόταση για την κατάρτισή της, χωρίς να επακολουθήσει και έγγραφη αποδοχή, όχι όμως και όταν δεν τηρήθηκε καθόλου τύπος για την πρόταση, η οποία επειδή είναι μονομερής και απευθυντέα σε τρίτον δήλωση βούλησης και αποτελεί ουσιώδες, κατά το άρθρο 192 ΑΚ, στοιχείο της σύμβασης, πρέπει να είναι πλήρης κατά περιεχόμενο και ορισμένη, οπότε δεν καταρτίζεται σύμβαση, αφού δεν νοείται αποδοχή χωρίς πρόταση. Από τα παραπάνω προκύπτει, ότι για την σύναψη συμβάσεως που συνάπτει Ν.Π.Δ.Δ. για τη διενέργεια απευθείας προμήθειας, στην περίπτωση που η αξία της είναι ανώτερη του ποσού των 2.500,00 ευρώ, πρέπει να περιβληθεί τον συστατικό τύπο του ιδιωτικού εγγράφου, ενώ αν η αξία είναι ανώτερη του ποσού των 20.000,00 ευρώ τότε θα πρέπει να ακολουθηθεί η διαδικασία που ορίζεται στο νόμο και η διενέργεια διαγωνισμού και προσφορών. Σε περίπτωση δε άκυρης σύμβασης λόγω μη τήρησης του έγγραφου τύπου, τα συμβαλλόμενα μέρη δεν μπορούν να προβάλλουν αξιώσεις στηριζόμενες στη σύμβαση, αλλά μόνο στις αρχές του αδικαιολόγητου πλουτισμού κατ’ άρθρο 904 του ΑΚ, δεδομένου ότι ο κανόνας του εν λόγω άρθρου έχει εφαρμογή και επί του Δημοσίου και των ΝΠΔΔ, αφού υπέρ αυτών δεν καθιερώνεται εξαίρεση με την διάταξη αυτή ή άλλη. Έτσι, σε περίπτωση που με σύμβαση με το Νομικό Πρόσωπο Δήμου δεν τηρήθηκε ο προβλεπόμενος από την διάταξη του άρθρου 41 του Ν.Δ. 496/1974 «περί λογιστικού ΝΠΔΔ» έγγραφος τύπος  ή τηρήθηκε μεν ο έγγραφος τύπος, χωρίς όμως να τηρηθούν οι από το νόμο προβλεπόμενες διατυπώσεις της προηγούμενης λήψης απόφασης από το Δημοτικό ή Κοινοτικό Συμβούλιο, η σύμβαση είναι άκυρη και το Νομικό Πρόσωπο του Δήμου υποχρεούται να αποδώσει την ωφέλεια που απέκτησε από την άκυρη σύμβαση και συνίσταται στη χρηματική αποτίμηση των υπηρεσιών που δέχθηκε και στη δαπάνη που εξοικονόμησε, στην οποία θα υποβαλλόταν εάν προέβαινε στην αποδοχή των ίδιων υπηρεσιών με έγκυρη σύμβαση έργου (ΑΠ 3/2020, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 100/2020, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 766/2014, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 157/2014, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 2941/2008, ΕλλΔνη2008. 1106, ΠΠΘες 16764/2010, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΜΠΑθ 1352/2021, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΜΠΠειρ 1123/2019, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΜΠΘες 16584/2017, ηλεκτρονική έκδοση νομολογίας ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», ΜΠΘες 16329/2017, ηλεκτρονική έκδοση νομολογίας ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», ΜΠΘες 16329/2017, ηλεκτρονική έκδοση νομολογίας ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», ΜΠΘες 1168/2013, ηλεκτρονική έκδοση νομολογίας ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»). Η ευθύνη του πλουτήσαντος εργοδότη συνίσταται στην επιστροφή του πλουτισμού, ήτοι της περιουσιακής ωφέλειας του πλουτισμού ως οικονομικής αξίας, που αποκόμισε αυτός από τη λήψη της παροχής χωρίς νόμιμη αιτία και όχι στην αποκατάσταση κάθε ζημίας που επήλθε στον ενάγοντα εργολάβο. Η ωφέλεια που αποκόμισε είναι ζήτημα πραγματικό και κρίνεται στη συγκεκριμένη περίπτωση με τις ειδικές συνθήκες της και όχι αφηρημένα με βάση γενικά αντικειμενικά κριτήρια. Έτσι το αντικειμενικό μέτρο για την εκτίμηση της αποδοτέας ωφέλειας στην περίπτωση του παρασχεθέντος έργου με άκυρη σύμβαση, είναι το ύψος της αμοιβής που συνηθίζεται να καταβάλλεται για την εκτέλεση όμοιου έργου, κάτω από τις ίδιες συνθήκες, με έγκυρη σύμβαση έργου (ΑΠ 250/2020, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).

 

(δ) Κατά το άρθρο 7 παρ. 2 του Ν.Δ.496/1974 περί λογιστικού των Ν.Π.Δ.Δ., η οποία είναι ανάλογη με το άρθρο 21 του Β.Δ. της 26.6/10.7.1944 περί του Κώδικα Νόμων περί δικών του Δημοσίου, ο νόμιμος και ο της υπερημερίας τόκος των Ν.Π.Δ.Δ. ανέρχεται σε 6% ετησίως, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά στη σύμβαση ή σε ειδικό νόμο, αρχίζει δε από την επίδοση της αγωγής. Από τη διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 345 και 346 του ΑΚ, προκύπτει ότι επί χρηματικής οφειλής Ν.Π.Δ.Δ. μοναδικό γενεσιουργό λόγο της υποχρεώσεως αυτού προς πληρωμή τόκων υπερημερίας αποτελεί η επίδοση αντιγράφου αγωγής, ως τέτοιας νοούμενης της καταψηφιστικής αγωγής αλλά και της αγωγής της οποίας το αρχικό καταψηφιστικό αίτημα περιορίστηκε σε αναγνωριστικό, η επίδοση της οποίας επιφέρει έναρξη τοκοφορίας, χωρίς προς τούτο να αρκεί η καθ’ οιονδήποτε άλλο τρόπο όχληση ή η παρέλευση δήλης ημέρας, εκτός αν συμφωνήθηκε διαφορετικά ή προκύπτει από ειδικό νόμο (ΟλΑΠ 1/2014, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 18/2012, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 157/2011, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).

 

(ε) Από το άρθρο 425 ΑΚ, κατά το οποίο τα έξοδα της εξοφλητικής απόδειξης φέρει ο οφειλέτης, αν δεν προκύπτει κάτι άλλο από τη σχέση, συνάγεται ότι τα έξοδα που βεβαιώνουν την  εξόφληση (μερική ή ολική) της απαίτησης με την έκδοση εξοφλητικής απόδειξης ή τιμολογίου από τον δανειστή που ικανοποιείται από την εξόφληση, τέτοια δε είναι και τα τέλη χαρτοσήμου ή ο φόρος προστιθέμενης αξίας, εμπίπτουν στην έννοια των εξόδων του άρθρου 525 ΑΚ και βαρύνουν τον οφειλέτη. Σε περίπτωση δε που ο δανειστής, όπως συμβαίνει συνήθως στην πράξη, έχει προκαταβάλει τα έξοδα αυτά, μπορεί να στραφεί κατά του οφειλέτη και να τα αναζητήσει κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού (άρθρα 904 επ. ΑΚ). Και τούτο, εφόσον βεβαίως δεν υπάρχει μεταξύ τους διαφορετική συμφωνία, την οποία οφείλει να επικαλεστεί και αποδείξει ο οφειλέτης, ή δεν υφίσταται ειδική διάταξη που υπερισχύει της γενικής τοιαύτης του άρθρου 525 ΑΚ, με την οποία ορίζεται διαφορετικά. Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 παρ.1, 3 παρ.1, 4, 8 παρ.1, 14 παρ.1, 16 παρ.1 και 2, 19 παρ.1, 21, 35 παρ. 1 και 36 του Ν.2859/2000 «Κύρωση Κώδικα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας», ο οποίος κωδικοποίησε σε ενιαίο κείμενο το Ν.1642/1986, που εισήγαγε στη χώρα τον ανωτέρω φόρο (Φ.Π.Α.), όπως οι διατάξεις αυτές τροποποιήθηκαν μεταγενέστερα και ως ειδικές υπερισχύουν των διατάξεων του ενδοτικού δικαίου, όπως είναι και η ανωτέρω διάταξη του άρθρου 425 ΑΚ, σαφώς συνάγεται ότι, στην περίπτωση σύμβασης έργου, κατά την οποία ο εργολάβος παρέχει τις υπηρεσίες του στον εργοδότη για την εκτέλεση του έργου έναντι αμοιβής, για την οποία είναι υπόχρεος στην έκδοση τιμολογίων και την απόδοση προς το Δημόσιο του αναλογούντος σε αυτά Φ.Π.Α. (ο οποίος, σημειωτέον, επιρρίπτεται στον εργοδότη, ως λήπτη των παρεχομένων σε αυτόν υπηρεσιών και υπόχρεο συνεπεία τούτου στην καταβολή του), εφόσον ο εργολάβος προβεί, μέσα στα χρονικά όρια που τίθενται από τις σχετικές διατάξεις του ως άνω νόμου, στην έκδοση των σχετικών τιμολογίων, που τον υποχρεώνουν στην απόδοση του αναλογούντος σε αυτά Φ.Π.Α. στην αρμόδια Δ.Ο.Υ., χωρίς ωστόσο να έχει προεισπράξει τον φόρο αυτό από τον εργοδότη, δικαιούται να τον αναζητήσει από αυτόν, κατά τις ως άνω διατάξεις, και επικουρικά κατά εκείνες του αδικαιολόγητου πλουτισμού, εκτός αν ο εργοδότης επικαλεστεί και αποδείξει ειδική συμφωνία μεταξύ αυτού και του εργολάβου, με την οποία ο τελευταίος αναλαμβάνει την τοιαύτη υποχρέωση. Σε περίπτωση, όμως, που κατά τον χρόνο εκδίκασης της διαφοράς δεν έχει εκδοθεί το σχετικό τιμολόγιο ή η απόδειξη παροχής υπηρεσιών από τον εργολάβο, όπως συμβαίνει στην περίπτωση που ο φόρος γίνεται απαιτητός κατά τον χρόνο είσπραξης αμοιβής του εργολάβου ύστερα από επιταγή δημόσιας αρχής, όπως δικαστικής απόφασης, ο εργολάβος οφείλει να εκδώσει κατά τον χρόνο είσπραξης της αμοιβής (δηλαδή στο μέλλον) τιμολόγιο ή απόδειξη ή άλλο στοιχείο που προβλέπεται από τον Κώδικα Φορολογικών Στοιχείων, στο οποίο θα αναγράψει τη φορολογική αξία και το ποσό του φόρου χωριστά. Η εν λόγω απαίτηση του εργολάβου έναντι του εργοδότη για την οφειλή του Φ.Π.Α. μπορεί να καταστεί αντικείμενο δίκης, κατά τη διάταξη του άρθρου 69 παρ.1 περ.ε ΚΠολΔ. Επομένως, για την κατά τα ανωτέρω αναγνώριση της ως άνω οφειλής του Φ.Π.Α., δεν αρκεί η εξόφληση στο μέλλον της σχετικής οφειλής από τον υπόχρεο εργοδότη, αλλά απαιτείται επί πλέον και η έκδοση από τον εργολάβο,

κατά τον χρόνο είσπραξης της αμοιβής, του κατά τη φορολογική νομοθεσία απαραίτητου φορολογικού στοιχείου. Ο φόρος δε στην περίπτωση αυτή θα υπολογιστεί με βάση το ποσοστό που θα ισχύει κατά τον χρόνο της εξόφλησης (ΑΠ 185/2020, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1054/2019, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1113/2017, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 53/2019, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).

 

(στ) Κατά το άρθρο 17 του Ν.2145/1993, τα πολιτικά και διοικητικά δικαστήρια, όταν δικάζουν αγωγές, που στρέφονται κατά Ν.Π.Δ.Δ. και έχουν από οποιονδήποτε γενεσιουργό λόγο αξιώσεις, που συνδέονται με δαπάνες τους, οι οποίες υπόκεινται στον προληπτικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου (άρθρα 19 επ. του π.δ. 774/1980 Οργανισμός Ελεγκτικού Συνεδρίου και ήδη άρθρα 31 επ. του Ν. 4129/2013, Κύρωση του Κώδικα Νόμων για το Ελεγκτικό Συνέδριο), δεν εκδίδουν οριστική απόφαση, αν δεν προσκομίζεται, για μεν την περίπτωση που έχει αποφανθεί το Ελεγκτικό Συνέδριο, η οικεία πράξη του αρμόδιου τμήματός του, για δε την περίπτωση που δεν έχει υποβληθεί ή εκκρεμεί στο τμήμα τέτοια υπόθεση, σχετική βεβαίωση του γραμματέα αυτού, διατάσσουν δε αυτεπαγγέλτως την προσκόμιση της πράξης ή της βεβαίωσης από το παριστάμενο Ν.Π.Δ.Δ. ή τον ενδιαφερόμενο. Σε περίπτωση μη προσκόμισης των ανωτέρω εγγράφων, το δικαστήριο, που δικάζει μια τέτοια αγωγή, διατάσσει την αναστολή εκδόσεως οριστικής απόφασης, μέχρις ότου προσκομισθούν τα έγγραφα αυτά (ΑΠ 457/2007, ΝοΒ 55.1650, πρβλ. και αντίθετα, ότι, δηλαδή, η ανωτέρω διάταξη έχει καταργηθεί με τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας ΔΕφΑθ 2396/2009, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Ο προληπτικός έλεγχος δαπανών των Ν.Π.Δ.Δ. προβλέπεται από τις διατάξεις των άρθρων 27 παρ.1 και 2 του Ν. 2362/1995 «ΠΕΡΙ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΛΟΓΙΣΤΙΚΟΥ» και ήδη από τη διάταξη του άρθρου 69 του Ν. 4270/2014 «ΔΗΜΟΣΙΟ ΛΟΓΙΣΤΙΚΟ» (ήδη δε με το άρθρο 1, παρ.1.α.ιιι του Π.Δ. 136/2011, ως προς τους Ο.Τ.Α. οι υποκείμενες σε έλεγχο δαπάνες, ανά χρηματικό ένταλμα, πρέπει να υπερβαίνουν τα 5.000 ευρώ), (ΕφΑθ 156/2020, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΠΠΘες 538/2016, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΜΠΘες 6688/2015, ηλεκτρονική έκδοση νομολογίας ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», ΜΠΘες 3455/2016, ηλεκτρονική έκδοση νομολογίας ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», ΠΠΑθ 3885/2014, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Όμως, στην περίπτωση που η δαπάνη του Ν.Π.Δ.Δ. πηγάζει από άκυρη σύμβαση, δεν υπάρχει έδαφος διενέργειας προληπτικού ελέγχου της δαπάνης αυτής από το Ελεγκτικό Συνέδριο σύμφωνα με τις προαναφερόμενες διατάξεις, διότι, λόγω ακυρότητας της καταρτισθείσας σύμβασης, δεν είναι νοητή η τήρηση των διατάξεων περί δημοσίου λογιστικού και των λοιπών συναφών διατάξεων, αφού σε τέτοια περίπτωση θα υπήρχε έγκυρη σύμβαση και όχι άκυρη, με συνέπεια να μην είχε γεννηθεί εξαιτίας της ακυρότητας αυτής ενοχή από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Έτσι στην περίπτωση αυτή δεν έχει υποχρέωση το δικαστήριο από την ως άνω διάταξη του άρθρου 17 του Ν. 2145/1993 να αναστείλει την έκδοση της οριστικής του απόφασης, μέχρις ότου προσκομισθεί είτε πράξη του οικείου τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου ότι επιλήφθηκε του αντίστοιχου προληπτικού ελέγχου είτε βεβαίωση του γραμματέα του ότι δεν έχει υποβληθεί τέτοια υπόθεση σε αυτό ή ότι εκκρεμεί τέτοιος έλεγχος (ΕφΑθ 156/2020, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΜΠΛαμ 17/2016, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).

 

(ζ) Από τις διατάξεις των άρθρων 68 και 73 του ΚΠολΔ συνάγεται ότι, μεταξύ των διαδικαστικών προϋποθέσεων διεξαγωγής της δίκης είναι και η ενεργητική και παθητική νομιμοποίηση των διαδίκων, η ύπαρξη της οποίας ερευνάται σε κάθε στάση της δίκης και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (ΕφΑθ 6152/1982, ΝοΒ 30.1282). Εξάλλου η νομιμοποίηση σε στενή έννοια συμπίπτει, εκτός ορισμένων εξαιρέσεων (περιπτώσεις μη υπόχρεων ή μη δικαιούχων διαδίκων), με την ιδιότητα του υποκειμένου του δικαιώματος ή της έννομης σχέσης. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι ενεργητικά μεν νομιμοποιείται να ζητήσει έννομη προστασία εκείνος που ισχυρίζεται ότι είναι δικαιούχος του επίδικου δικαιώματος, παθητικά δε εκείνος, που, κατά τους ισχυρισμούς του ενάγοντος, μετέχει στην  επίδικη έννομη σχέση. Για τη νομιμοποίηση αρκεί ο ισχυρισμός του ενάγοντος ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι τα υποκείμενα της επίδικης έννομης σχέσης και η παράθεση στην αγωγή των γεγονότων που θεμελιώνουν τον ισχυρισμό του. Αν, όμως, αποδειχθεί η αναλήθεια του ισχυρισμού αυτού τότε η αγωγή θα απορριφθεί όχι για έλλειψη νομιμοποίησης αλλά ως αβάσιμη για ανυπαρξία του επίδικου δικαιώματος, η μη απόδειξη του οποίου συνεπάγεται την απόρριψη της αγωγής ως αβάσιμης κατ’ ουσίαν (ΑΠ 772/2014, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαμ 48/2020, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Ενόψει της φύσης της νομιμοποίησης ως διαδικαστικής προϋπόθεσης της δίκης για κάθε αίτηση παροχής έννομης προστασίας, η από τον εναγόμενο αμφισβήτηση των επικαλούμενων από τον ενάγοντα θεμελιωτικών της νομιμοποίησής του περιστατικών, συνιστά όχι ένσταση έλλειψης νομιμοποίησης, αλλά άρνηση της βάσης της αγωγής του ενάγοντα, ο οποίος φέρει προς τούτο το βάρος απόδειξης (ΑΠ 954/1997, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαμ 48/2020 ο.π., ΕφΘες 2208/2000, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).

 

Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή, ο ενάγων εκθέτει ότι είναι εμπειροτέχνης εργολάβος δημοσίων έργων δραστηριοποιούμενος κατά κύριο λόγο στην Περιφερειακή Ενότητα Ηλείας. Ότι για την εργασία του αυτή έχει στην κυριότητά του ένα μηχάνημα έργων, τύπου JCB, εκσκαφέα. Ότι κατά το χρονικό διάστημα από τον Ιανουάριο του 2015 έως και τον Ιούνιο του 2016 του ανατέθηκε προφορικά από το εναγόμενο η φόρτωση απορριμμάτων στα φορτηγά του Δήμου Πύργου και του εναγομένου, τα οποία είχαν σωρευτεί σε πολύ μεγάλες ποσότητες λόγω έλλειψης αδειοδοτούμενου χώρου για τη συγκέντρωση  και διαχείριση απορριμμάτων. Ότι ειδικότερα τον Ιανουάριο του 2015 ανέλαβε με το μηχάνημα του (τσάπα) και με δική του χειρονακτική εργασία  τη φόρτωση απορριμμάτων στα φορτηγά του Δήμου Πύργου και του εναγομένου, τα οποία είχαν σωρευθεί για πολλούς μήνες έως και χρόνια στο βουνό του Κατακόλου, στο Λεβεντοχώρι, στο Σκουροχώρι, στη Συκιά Κατακόλου και στον ʼγιο Αντρέα, έναντι συνολικής συμφωνηθείσας αμοιβής δέκα χιλιάδων ευρώ (10.000 €). Ομοίως ότι τον Ιούνιο του 2015, τον Ιανουάριο του 2016 και τον Ιούνιο του 2016 ανέλαβε την εκτέλεση της ίδιας ως άνω εργασίας, στους ίδιους τόπους και έναντι της ίδιας συμφωνηθείσας συνολικής αμοιβής. Ότι εκπλήρωσε προσηκόντως και εμπροθέσμως τις συμβατικές του υποχρεώσεις και παρέδωσε το έργο, το οποίο ο εναγόμενος παρέλαβε ανεπιφύλακτα . Ότι η αμοιβή του για τις εργασίες που πραγματοποίησε το έτος 2015 και το έτος 2016 ανέρχεται στο συνολικό ποσό των (10.000 € χ 4 =) 40.000,00 ευρώ, το οποίο ο εναγόμενος αρνείται να καταβάλει σε αυτόν έχοντας καταστεί υπερήμερος. Ότι ο ΦΠΑ, υπολογιζόμενος σε ποσοστό 24%, ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 9.600,00 ευρώ. Επικουρικά, σε περίπτωση ακυρότητας των ανωτέρω ένδικων συμβάσεων, ο ενάγων ισχυρίζεται ότι ο εναγόμενος κατέστη αδικαιολόγητα πλουσιότερος σε βάρος του με αντίστοιχη ζημία του, που συνίσταται στην ωφέλεια που αποκόμισε αποφεύγοντας να καταβάλει την αντίστοιχη αμοιβή, ποσού 40.000,00 ευρώ, σε άλλον τρίτο εργολάβο, στον οποίο εγκύρως θα ανέθετε την εκτέλεση των ίδιων εργασιών.

 

 Με βάση το ιστορικό αυτό και μετά τον νομοτύπως γενόμενο περιορισμό του αιτήματος της αγωγής, με την τροπή του από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, που έλαβε χώρα με τις προτάσεις του (άρθρα 223 εδ.β και 295 παρ.2 εδ. β ΚΠολΔ), ο ενάγων ζητά να αναγνωριστεί ότι το εναγόμενο υποχρεούται, βάσει των διατάξεων περί ενδοσυμβατικής ευθύνης από τις μεταξύ τους συναφθείσες συμβάσεις έργου άλλως των διατάξεων περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, να του καταβάλει το ποσό των σαράντα χιλιάδων ευρώ (40.000,00 €), πλέον ΦΠΑ 24% εκ ποσού εννέα χιλιάδων εξακοσίων ευρώ (9.600,00 €), ήτοι συνολικά το ποσό των σαράντα εννέα χιλιάδων εξακοσίων ευρώ (49.600,00 €), με το νόμιμο τόκο επιδικίας από την επίδοση αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Τέλος ζητά να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί το εναγόμενο στη δικαστική της δαπάνη.

 

Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, η κρινόμενη αγωγή, ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο της οποίας, με πράξη κατάθεσης και κλήση προς εμπρόθεσμη κατάθεση προτάσεων και σχετικών εγγράφων κατά το άρθρο 237 ΚΠολΔ, επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα στο εναγόμενο, εντός της προθεσμίας του άρθρου 215 παρ.2 ΚΠολΔ, όπως προκύπτει από την υπ’αριθμ..Ε/02.10.2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πατρών, με έδρα το Πρωτοδικείο Ηλείας, ., που προσκομίζει με επίκληση ο ενάγων, παραδεκτά εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο έχει δικαιοδοσία να δικάσει την υπόθεση, καθώς, λόγω του ότι οι επικαλούμενες συμβάσεις έργου καταρτιστήκαν προφορικά, έτσι ώστε να μην είναι δυνατή η διαπίστωση  ότι αυτές διέπονται από εξαιρετικό νομοθετικό καθεστώς και ότι υφίστανται συμβατικές ρήτρες που αποκλίνουν  από το κοινό δίκαιο και εξασφαλίζουν στο εναγόμενο Ν.Π.Δ.Δ. υπερέχουσα θέση έναντι του αντισυμβαλλομένου του, η επίδικη διαφορά είναι ιδιωτική. Επιπλέον κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή οι εργασίες που ανέλαβε ο ενάγων δεν αφορούν την εκτέλεση δημοσίου έργου, καθώς δεν συνίστανται σε κατασκευή, επέκταση, ανακαίνιση, επισκευή, συντήρηση ή ερευνητική εργασία, το αποτέλεσμα των οποίων συνδέεται άμεσα με το έδαφος ή το υπέδαφος κατά τρόπο διαρκή και σταθερό, ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελούν συστατικό του κατ’ άρθρο 953 ΑΚ. Εξάλλου για την εκτέλεση των εργασιών αυτών δεν απαιτείται ιδιαίτερη τεχνική γνώση, αφού είναι δυνατόν να εκτελεστούν προσηκόντως από επαγγελματίες που διαθέτουν τα κατάλληλα μηχανήματα και τη σχετική εμπειρία, όπως ο ενάγων. Ούτε άλλωστε ο ενάγων ισχυρίζεται ότι για την εκτέλεση των ανωτέρω εργασιών απαιτήθηκε ιδιαίτερη τεχνική γνώση και επέμβαση ή ότι για την επίτευξη του αποτελέσματος απαιτήθηκε η χρήση ειδικών τεχνικών γνώσεων και μεθόδων και η χρησιμοποίηση εξειδικευμένου ή τεχνικού προσωπικού εκ μέρους του και ανάλογων τεχνικών μέσων και εγκαταστάσεων (βλ. σχετ. ΕφΠατρ 6/2020, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Παράλληλα το παρόν Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία να δικάσει και τη βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, καθώς σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην ανωτέρω υπό στοιχείο (α) νομική σκέψη της παρούσας, στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται και οι διαφορές που έχουν υπόβαθρο μια σύμβαση που δεν είναι διοικητική. Επομένως η κρινόμενη διαφορά δεν υπάγεται στη δικαιοδοσία του Διοικητικού Εφετείου κατά τη διάταξη του άρθρου 175 Ν.4412/2016. Περαιτέρω η κρινόμενη αγωγή αρμοδίως καθ’ ύλην (άρθρα 7, 8, 9, 14 παρ.2) και κατά τόπο εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (25 παρ.2, 33 ΚΠολΔ), κατά την προκείμενη τακτική διαδικασία. Ωστόσο, ως προς την κύρια βάση της, περί καταβολής της εργολαβικής αμοιβής για τα εκτελεσθέντα έργα, που ερείδεται στις διατάξεις του ΑΚ τις σχετικές με τη σύμβαση έργου, η κρινόμενη αγωγή τυγχάνει νόμω αβάσιμη, καθώς οι ιστορούμενες σε αυτήν συμβάσεις καταρτίστηκαν προφορικά και με απευθείας ανάθεση, χωρίς την τήρηση του  συστατικού τύπου του ιδιωτικού εγγράφου  και την διενέργεια διαγωνισμού με συνοπτική διαδικασία, μολονότι η δαπάνη αυτών υπερέβαινε συνολικά τις 20.000,00 ευρώ, με αποτέλεσμα να είναι απόλυτα άκυρες, κατά τα διαλαμβανόμενα στην ανωτέρω υπό στοιχείο (β) νομική σκέψη της παρούσας. Η αγωγή όμως τυγχάνει νόμιμη κατά την επικουρική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, η οποία παραδεκτά σωρεύεται κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθρο 219 ΑΚ), υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης της κυρίας βάσεως, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 346, 904 επ. ΑΚ, 69 παρ.1 περ.ε, 907, 908, 176, 191 παρ.1 ΚΠολΔ, 7 παρ.2 Ν.Δ. 496/1974. Ωστόσο το παρεπόμενο αίτημα περί κήρυξης της απόφασης που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστής, μετά την τροπή του αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό στο σύνολό του, είναι απορριπτέο ως μη νόμιμο, διότι η προσωρινή εκτελεστότητα προϋποθέτει απόφαση που προβαίνει σε καταψήφιση και δεν συμβιβάζεται με απόφαση που αναγνωρίζει απλώς την ύπαρξη δικαιώματος, η ενέργεια της οποίας εξαντλείται στο δεδικασμένο που απορρέει από αυτήν. Ειδικότερα το αίτημα αυτό δεν προσιδιάζει σε αναγνωριστικές (ή διαπλαστικές) αγωγές, αλλά μόνο σε καταψηφιστικές, δηλαδή σε αγωγές για τις οποίες εκδίδονται αποφάσεις που μετά την τελεσιδικία τους μπορούν να αποτελέσουν εκτελεστούς τίτλους (ΕφΑθ3702/1986,ΕλλΔνη1986.76, Κεραμεύς/Κονδύλης/Νίκας (-Νικολόπουλος), Ερμηνεία ΚΠολΔ, τόμος Β, έκδοση 2001, υπό άρθρο 907, παρ.3, σελ. 1721). Σημειωτέον ότι το περί τοκοδοσίας αίτημα είναι νόμιμο και μετά τον περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος σε αναγνωριστικό, καθόσον ναι μεν η παραίτηση από το δικόγραφο (με την οποία εξισώνεται και ο περιορισμός του αιτήματος από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό - βλ. ΑΠ 4/1992, ΝοΒ 1993.686) καταλύει αναδρομικώς την επίδοση της αγωγής ως διαδικαστικής πράξης, ούτως ώστε να μην οφείλονται εξαιτίας της τόκοι επιδικίας κατά το άρθρο 346 του ΑΚ, αλλά όχι και κατά το μέρος που συνιστά απλή όχληση και συνεπώς δεν συνεπάγεται άρση αναδρομική ή μη των κατά το άρθρο 345 του ΑΚ έννομων συνεπειών της υπερημερίας του εναγόμενου οφειλέτη, η οποία έχει ήδη μετά την όχληση ως όρος της επέλθει (ΟλΑΠ 13/1994, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1278/2019, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ). Το αίτημα περί αναγνώρισης της υποχρέωσης του εναγομένου να καταβάλει στον ενάγοντα τον φόρο προστιθέμενης αξίας (Φ.Π.Α.) υπολογιζόμενο σε 24% τυγχάνει μη νόμιμο, καθώς ο αποδοτέος από το εναγόμενο Φ.Π.Α. θα προσδιοριστεί με βάση το ποσοστό υπολογισμού που θα ισχύει κατά τον χρόνο που θα εκδοθούν στο μέλλον τα αντίστοιχα φορολογικά περιστατικά, ήτοι τα τιμολόγια παροχής υπηρεσιών. Τυγχάνει ωστόσο νόμιμο το περιεχόμενο στο ανωτέρω αίτημα έλασσον αίτημα περί αναγνώρισης της υποχρέωσης του εναγόμενου να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό του αναλογούντος ΦΠΑ, με βάση το ποσοστό υπολογισμού που θα ισχύει κατά τον χρόνο εξόφλησης της οφειλής από το εναγόμενο, υπό τον όρο έκδοσης των σχετικών τιμολογίων, στηριζόμενο στις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού των άρθρων 904 επ. ΑΚ. Πρέπει, επομένως, η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου του ότι, μετά τον περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος σε έντοκο αναγνωριστικό, δεν απαιτείται η καταβολή δικαστικού ενσήμου (άρθρο 7παρ. 3 Ν.Δ. 1544/1942, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 33 παρ. 1 Ν. 4446/2016 (Φ.Ε.Κ. Α` 240/22.12.2016)). Σημειωτέον ότι, κατά τα διαλαμβανόμενα στην ανωτέρω υπό στοιχείο (στ) νομική σκέψη, δεν χρειάζεται κατά το άρθρο 17 Ν. 2145/1993 να προσκομιστεί πράξη του οικείου τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου ότι επιλήφθηκε του αντίστοιχου προληπτικού ελέγχου ή βεβαίωση του γραμματέα του ότι δεν έχει υποβληθεί τέτοια υπόθεση σε αυτό ή ότι εκκρεμεί τέτοιος έλεγχος, δεδομένου ότι στην περίπτωση που η δαπάνη του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου πηγάζει από άκυρη σύμβαση δεν υπάρχει έδαφος διενέργειας προληπτικού ελέγχου της δαπάνης αυτής από το Ελεγκτικό Συνέδριο, διότι, επί οφειλής Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με βάση τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού λόγω ακυρότητας της καταρτισθείσας συμβάσεως, δεν είναι νοητή η ύπαρξη προϋφιστάμενης χορηγημένης πίστωσης, ούτε και η τήρηση των διατάξεων περί δημοσίου λογιστικού και των λοιπών συναφών διατάξεων.

 

(η) Ο Ν.4270/2014 «Αρχές δημοσιονομικής διαχείρισης και εποπτείας (ενσωμάτωση της Οδηγίας 2011/1985/ΕΕ)- δημόσιο λογιστικό και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ Α’ 143/28.6.2014)», που άρχισε να ισχύει από 01ης.01.2015 και με τον οποίο καταργήθηκε ο Ν. 2362/1995 «περί Δημοσίου Λογιστικού, ελέγχου των δαπανών ...» (ΦΕΚ Α` 247), ως προς την παραγραφή των απαιτήσεων κατά του Δημοσίου, με τις διατάξεις των άρθρων 140 παρ.1 και 141 Ν.4270/2014 ορίζει τα ακόλουθα: α) Το άρθρο 140 παρ. 1: «Οποιαδήποτε απαίτηση κατά του Δημοσίου, πλην εκείνων για τις οποίες εφαρμόζονται οι διατάξεις του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (Ν.4174/2013, Α’ 170), παραγράφεται μετά την παρέλευση πενταετίας, εφόσον από άλλη γενική ή ειδική διάταξη δεν ορίζεται βραχύτερος χρόνος παραγραφής αυτής» και β) το άρθρο 141: « Η παραγραφή οποιασδήποτε απαίτησης κατά του Δημοσίου αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε και είναι δυνατή η δικαστική της επιδίωξη, με την επιφύλαξη κάθε άλλης ειδικής διάταξης του νόμου αυτού. Προκειμένου όμως περί δασμών, φόρων, τελών και λοιπών δικαιωμάτων που εισπράττονται στα Τελωνεία, η παραγραφή αρχίζει από τη βεβαίωση αυτών». Σύμφωνα δε με το άρθρο 143  « Με την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων, η παραγραφή των χρηματικών απαιτήσεων κατά του Δημοσίου διακόπτεται μόνο : α. Με την υποβολή της υπόθεσης στο δικαστήριο ή σε διαιτητές, οπότε η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων, του δικαστηρίου ή των διαιτητών. β. Με την υποβολή στην αρμόδια δημόσια αρχή αίτησης για την πληρωμή της απαίτησης, οπότε η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από τη χρονολογία που φέρει η έγγραφη απάντηση του διατάκτη ή της αρμόδιας για την πληρωμή της απαίτησης αρχής. Αν η αρμόδια δημόσια αρχή δεν απαντήσει, η παραγραφή αρχίζει μετά πάροδο έξι (6) μηνών από τη χρονολογία υποβολής της αίτησης. Υποβολή δεύτερης αίτησης δεν διακόπτει εκ νέου την παραγραφή. γ. Με την υποβολή αίτησης προς το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους για την αναγνώριση της απαίτησης, οπότε η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από τη χρονολογία θεώρησης ή έγκρισης του οικείου πρακτικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Αν δεν εκδοθεί πρακτικό, η παραγραφή αρχίζει μετά την πάροδο έξι (6) μηνών από τη χρονολογία υποβολής της αίτησης. Υποβολή δεύτερης αίτησης δεν διακόπτει εκ νέου την παραγραφή. δ. Με την επίδοση επιταγής για εκτέλεση, όπου αυτή επιτρέπεται. ε. Με την έκδοση τίτλου πληρωμής. Η ολική ή μερική συμψηφιστική εξόφληση δεν διακόπτει την παραγραφή. στ. Με την αναγνώριση της απαίτησης από το Δημόσιο με πρακτικό του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, που έχει εγκριθεί από τον Υπουργό Οικονομικών. Αυτό ισχύει επί οποιασδήποτε απαίτησης κατά του Δημοσίου, συμπεριλαμβανομένης και της απαίτησης από αδικαιολόγητο πλουτισμό. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 144 εδάφιο δ` «Η παραγραφή λαμβάνεται υπόψη αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο». Όσον αφορά την παραγραφή των αξιώσεων κατά των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, σύμφωνα με το άρθρο 48 ΝΔ 496/1974 «ο χρόνος παραγραφής των χρηματικών αξιώσεων κατά του ΝΠΔΔ είναι πέντε ετών, εφόσον δεν ορίζεται άλλως υπό του παρόντος», κατά δε το άρθρο 49 του ιδίου ΝΔ/τος «η παραγραφή άρχεται από του τέλους του οικονομικού έτους καθ` ο εγεννήθη η αξίωσις και είναι δυνατή η δικαστική αυτής επιδίωξις».

 

Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει, ότι εφόσον από άλλη γενική ή ειδική διάταξη δεν ορίζεται βραχύτερος χρόνος παραγραφής, οποιαδήποτε απαίτηση κατά του Δημοσίου και των ΝΠΔΔ, συμπεριλαμβανομένης και εκείνης που πηγάζει από αδικοπραξία ή αδικαιολόγητο πλουτισμό,  παραγράφεται μετά από την πάροδο πενταετίας, η οποία αρχίζει, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά από άλλη ειδική διάταξη του νόμου περί Δημοσίου Λογιστικού, από το τέλος του οικονομικού έτους εντός του οποίου γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη της απαιτήσεως κατά τον κανόνα του άρθρου 251 ΑΚ, ο οποίος έχει γενική εφαρμογή . Η δε καθιέρωση της πενταετούς παραγραφής δεν αντίκειται στην αρχή της ισότητας των άρθρων 4 παρ.1, 2 παρ. 1, 20 παρ. 1, 25 παρ. 1 του Συντάγματος, 6, 13, και 14 της ΕΣΔΑ και 2 παρ. 3α`, β`, 14, 26 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (Ν. 2462/1997). (ΑΠ 3/2020, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΠατρ 108/2021, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΔωδ 256/2018, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΔυτΜακ 9/2014,  Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).

 

Για το ορισμένο της προβαλλόμενης ένστασης παραγραφής αυτή πρέπει να περιέχει τα γεγονότα που τη θεμελιώνουν και κυρίως τον χρόνο έναρξης της παραγραφής, για να μπορεί να κριθεί αν έχει συμπληρωθεί ο απαιτούμενος από τον νόμο χρόνος της. Κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 247, 249, 250, 251, 261, 270, 272, 277 ΑΚ, για το ορισμένο της ενστάσεως παραγραφής πρέπει να αναφέρονται ο χρόνος αυτής, ο χρόνος κατά τον οποίο γεννήθηκε η αξίωση, το χρονικό σημείο έναρξης της παραγραφής και ο χρόνος επίδοσης της αγωγής, προκειμένου να διαπιστωθεί, εάν, με αφετηρία το ανωτέρω χρονικό σημείο και μέχρι την επίδοση της αγωγής, από της οποίας διακόπτεται η παραγραφή, συμπληρώθηκε ο χρόνος αυτής. Διαφορετικά, σε περίπτωση δηλαδή μη αναφοράς των ανωτέρω στοιχείων, ο ισχυρισμός περί παραγραφής της διωκόμενης με την αγωγή αξιώσεως είναι ανεπίδεκτος δικαστικής εκτίμησης και επομένως απορριπτέος ως αόριστος (ΑΠ 611/2006, ΧρΙΔ 2006.693, ΑΠ1355/1998, ΕλλΔνη 40.287, ΑΠ653/1996, ΕλλΔνη 39.1612).

 

Το εναγόμενο, δια των νομοτύπως κατατεθειμένων έγγραφων προτάσεων του, προβάλλει την ένσταση παραγραφής της αξιώσεως του ενάγοντος, λόγω παρέλευσης πενταετίας, δίχως καμία περαιτέρω εξειδίκευση της ιστορικής της βάσης. Με το περιεχόμενο αυτό, ωστόσο, η προκείμενη ένσταση παραγραφής ουδέν εκ των αναφερθέντων στην προπαρατεθείσα νομική σκέψη απαραίτητων κατά το νόμο - για το ορισμένο αυτής - στοιχείων διαλαμβάνει, καθώς το ενιστάμενο παραλείπει να αναφέρει στις προτάσεις του τον χρόνο κατά τον οποίο γεννήθηκε η αξίωση του καθ' ου η ένσταση, ενώ παράλληλα δεν μνημονεύει ούτε το χρονικό σημείο έναρξης της παραγραφής, ούτε αυτόν της επίδοσης της κρινόμενης αγωγής, στοιχεία απαραίτητα προκειμένου να διαπιστωθεί, αν - με αφετηρία το ανωτέρω χρονικό σημείο και μέχρι την επίδοση της αγωγής, αφ' ης και μόνο διακόπτεται η παραγραφή - συμπληρώθηκε ο χρόνος αυτής. Επομένως, η προταθείσα ένσταση παραγραφής πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας. Ωστόσο τυχόν παραγραφή των επίδικων απαιτήσεων θα εξεταστεί αυτεπαγγέλτως από το παρόν Δικαστήριο κατά το άρθρο 144 Ν.4270/2014.

 

Ο ενάγων δε με τις προτάσεις του ισχυρίζεται ότι η παραγραφή διεκόπη με την υποβολή της υπ’αριθμ.πρωτ../23.12.2019 αίτησής του προς το εναγόμενο, η οποία αφορούσε την καταβολή της αμοιβής του άλλως την κίνηση της διαδικασίας του εξώδικου συμβιβασμού.

 

Ο ισχυρισμός αυτός, ο οποίος συνιστά αντένσταση διακοπής της παραγραφής, και είναι νόμιμος κατά το δεύτερο σκέλος του, στηριζόμενος στο άρθρο 143 περ. β` του Ν. 4270/2014, και πρέπει συνεπώς να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ουσιαστική βασιμότητά του.

 

Από τα έγγραφα, που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 339, 395 ΚΠολΔ), την υπ’αριθμ.165/22.10.2020 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα Δ. Π. του Ν. ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πύργου, η οποία δόθηκε επιμελεία του ενάγοντος κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του εναγομένου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 421-424 ΚΠολΔ (βλ. την υπ’αριθμ.4272 Ε/02.10.2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πατρών, με έδρα το Πρωτοδικείο Ηλείας, .), την υπ’αριθμ./22.10.2020 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα Δ. Α. του Α. ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πύργου, η οποία δόθηκε επιμελεία του ενάγοντος κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του εναγομένου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 421-424 ΚΠολΔ (βλ. την υπ’ αριθμ.. Ε/02.10.2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πατρών, με έδρα το Πρωτοδικείο Ηλείας, .) και την υπ’ αριθμ../22.10.2020 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα Λ. Β. του Ε. ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πύργου, η οποία δόθηκε επιμελεία του ενάγοντος κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης κλήτευσης του εναγομένου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 421-424 ΚΠολΔ (βλ. την υπ’ αριθμ.. Ε/02.10.2020 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή της περιφέρειας του Εφετείου Πατρών, με έδρα το Πρωτοδικείο Ηλείας, .), των οποίων το περιεχόμενο εκτιμάται σε συνδυασμό με τα λοιπά αποδεικτικά μέσα, ανάλογα με τον βαθμό αξιοπιστίας και τον λόγο γνώσεως αυτών, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ.4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:  Ο ενάγων είναι εμπειροτεχνίτης εργολάβος δημοσίων έργων δραστηριοποιούμενος κατά κύριο λόγο στην Περιφερειακή Ενότητα Ηλείας. Είναι δε ιδιοκτήτης ενός μηχανήματος έργων, εργοστασίου κατασκευής JCB, εκσκαφέας, με αριθμό κυκλοφορίας ΜΕ.. Το εναγόμενο τυγχάνει νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΙΜΕΝΙΚΟ ΤΑΜΕΙΟ ΠΥΡΓΟΥ», που εδρεύει στο Κατάκολο του Δήμου Πύργου Ηλείας και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο διέπεται ως προς την λειτουργία του από τον Οργανισμό Εσωτερικής Υπηρεσίας, όπως ίσχυε κατά το επίδικο χρονικό διάστημα δυνάμει της υπ’αριθμ../13.7.2005 απόφασης έγκρισης ΟΕΥ του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας (ΦΕΚ 1084/02.8.2005) και τροποποιήθηκε με την υπ’αριθμ.16846/31.01.2018 απόφαση του συντονιστή της αποκεντρωμένης διοίκησης Πελοποννήσου, Δυτικής Ελλάδας και Ιονίου (ΦΕΚ 442/14.02.2018).Σύμφωνα με το άρθρο 2 της ανωτέρω υπ’αριθμ../2005 απόφασης, στις αρμοδιότητες των διοικητικών και οικονομικών υπηρεσιών του εναγομένου ανήκει πλην άλλων και η μέριμνα για την καθαριότητα των κτιρίων του Δημοτικού Λιμενικού Ταμείου Πύργου καθώς και για την καθαριότητα και ευπρεπισμό των χώρων χερσαίας ζώνης και θαλάσσιας ζώνης που είναι στην αρμοδιότητά του. Στα πλαίσια της δραστηριότητάς του αυτής ο ενάγων συναλλάχθηκε με το εναγόμενο. Συγκεκριμένα αρχές Ιανουαρίου 2015 ο ενάγων κλήθηκε από το εναγόμενο, όπως νόμιμα εκπροσωπείτο, να συνδράμει με το μηχάνημα του (τσάπα) στην απομάκρυνση των απορριμμάτων, που επί μακρόν είχαν συσσωρευτεί σε όλο το Δήμο Πύργου, καθότι δεν υπήρχε αδειοδοτημένος χώρος συγκέντρωσης και διαχείρισης απορριμμάτων, και τα οποία θα φόρτωνε με το δικό του μηχάνημα και με χειρωνακτική εργασία σε φορτηγά οχήματα του Δήμου Πύργου. Ειδικότερα με προφορικές συμβάσεις έργου, που συνήψε ο ενάγων με το εναγόμενο, όπως νόμιμα εκπροσωπείτο, στο Κατάκολο, τον Ιανουάριο του 2015, τον Ιούνιο του 2015, τον Ιανουάριο του 2016 και τον Ιούνιο του 2016, ανέλαβε την αποκομιδή με το μηχάνημα του (τσάπα) και με χειρωνακτική εργασία είτε δική του είτε με προσωπικό, που απασχολούσε και κατέβαλε την αμοιβή του ο ίδιος, από το βουνό του Κατακόλου, το Λεβεντοχώρι, το Σκουροχώρι, τη Συκιά Κατακόλου και τον ʼγιο Αντρέα, αντί συμφωνηθείσας αμοιβής για έκαστο έργο δέκα χιλιάδων ευρώ (10.000,00€). Τα απορρίμματα μεταφέρονταν με το μηχάνημα του ενάγοντος σε χώρο της μαρίνας Κατακόλου, όπου μεταφορτώνονταν σε φορτηγά του Δήμου Πύργου. Ο ενάγων εκπλήρωσε προσηκόντως και εμπροθέσμως τις συμβατικές του υποχρεώσεις, το δε εναγόμενο παρέλαβε το εκτελεσθέν έργο ανεπιφύλακτα. Όλα τα ανωτέρω αποδεικνύονται από τις ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων απόδειξης. Το εναγόμενο ισχυρίζεται ότι για τη διαχείριση και αποκομιδή στερεών αποβλήτων που συσσωρεύονταν στο νομό Ηλείας αρμόδια ήταν η Δημοτική Αρχή Πύργου και ο ΦΟΔΣΑ Ηλείας, γεγονός το οποίο γνώριζε ο ενάγων, πλην της χερσαίας ζώνης του λιμένα, όπου η συλλογή των απορριμμάτων ανήκει στο ίδιο, με αποτέλεσμα οι σχετικές εντολές για την εκτέλεση των επίδικων έργων να έχουν δοθεί από τον Δήμο Πύργου και σε κάθε περίπτωση από αναρμόδιο όργανο, με αποτέλεσμα να μην ευθύνεται για την καταβολή της αμοιβής του εναγομένου, δεδομένου και του ότι δεν προκύπτει πλουτισμός του ίδιου σε βάρος της περιουσίας του ενάγοντος. Ο ισχυρισμός του εναγομένου περί σύναψης των επίδικων συμβάσεων με τον Δήμο Πύργου είναι αβάσιμος, καθώς, όπως προκύπτει με σαφήνεια από τις ανωτέρω μαρτυρικές καταθέσεις, οι δύο εκ των οποίων (υπ’αριθμ.166 και 167/2020) δόθηκαν από τον Δ. Α., Αντιπρόεδρο του εναγομένου από το 2014 έως το 2019, και τον Λ. Β., Πρόεδρο του εναγομένου από το 2014 έως το 2019, το εναγόμενο ανέθεσε στον ενάγοντα τη συγκέντρωση και απομάκρυνση των απορριμμάτων κατά τα προαναφερόμενα χρονικά διαστήματα από τις ανωτέρω τοποθεσίες, ως εργοδότης, αντισυμβαλλόμενος αυτού. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου επιρρωνύεται από το ότι ο ενάγων υπέβαλε αίτηση για την πληρωμή άλλως την κίνηση της διαδικασίας εξώδικου συμβιβασμού, με αριθμό πρωτοκόλλου ./23.12.2018, στο εναγόμενο. Λόγω δε της ενοχικής φύσης της σύμβασης έργου εργοδότης είναι το εναγόμενο, το οποίο συμβλήθηκε σε αυτήν, ανεξαρτήτως του ότι οι ανωτέρω περιοχές που εκτελέστηκε το έργο της αποκομιδής των απορριμμάτων δεν ανήκουν στην αρμοδιότητα του Λιμενικού Ταμείου. Επιπλέον, στο πλαίσιο των επίδικων άκυρων συμβάσεων  έργου, λόγω μη τήρησης των απαιτούμενων από το νόμο διατυπώσεων σύναψής τους, ενόψει του ότι ο ενάγων εκτέλεσε και παρέδωσε στον εναγόμενο εργοδότη το έργο χωρίς να του καταβάλει την αμοιβή, ο πλουτισμός του εναγομένου συνίσταται στη δαπάνη που ως εργοδότης εξοικονόμησε, ήτοι στην αμοιβή που θα κατέβαλε για το ίδιο έργο σε άλλον εργολάβο, με τον οποίο θα κατήρτιζε έγκυρη σύμβαση έργου. Κατά συνέπεια αποδεικνύεται πλήρως ότι ο ενάγων εκτέλεσε και παρέδωσε κατά τα συμφωνηθέντα τα έργα που του ανατέθηκαν, γεγονός που δεν αμφισβητήθηκε ειδικότερα από το εναγόμενο. Ο ενάγων λοιπόν εκτέλεσε έργα συνολικής αξίας (10.000+10.000+10.000+10.000 =) 40.000,00 ευρώ. Πλην όμως το εναγόμενο ουδέν ποσό κατέβαλε για την ως άνω οφειλή του. Εξάλλου η αξίωση του ενάγοντος δεν έχει παραγραφεί, η οποία παραγραφή ερευνάται αυτεπαγγέλτως, κατά τις διατάξεις των άρθρων 140 παρ.1 και 141 του Ν. 4270/2014, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην ανωτέρω υπό στοιχείο (η) νομική σκέψη της παρούσας. Ειδικότερα, εφόσον εν προκειμένω οι ένδικες αξιώσεις γεννήθηκαν και κατέστησαν εναγώγιμες κατά τα έτη 2015 και 2016, δεν έχει παρέλθει ο πενταετής χρόνος της παραγραφής, ο οποίος άρχισε από το τέλος του έτους 2015 και του έτους 2016, ήτοι στις  31 Δεκεμβρίου του 2015 και στις 31 Δεκεμβρίου 2016, αντίστοιχα,  έως τον χρόνο άσκησης της κρινόμενης αγωγής στις 02 Οκτωβρίου 2020. Εξάλλου, κατά τα προβλεπόμενα στη διάταξη του άρθρου 143 β του Ν.4270/2014, με την υποβολή της ανωτέρω υπ’αριθμ.πρωτ../23.12.2019 αίτησης του ενάγοντος διεκόπη η αρξάμενη πενταετής παραγραφή και άρχισε εκ νέου μετά την παρέλευση έξι μηνών από τη μη απάντηση άλλως σιωπηρή απάντηση του εναγομένου, ήτοι από τις 24 Ιουνίου 2020. Συνεπώς, κατά την επικουρική βάση της αγωγής του αδικαιολογήτου πλουτισμού, το εναγόμενο οφείλει στον ενάγοντα το ποσό των 40.000,00 ευρώ.

 

Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει η αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη ως προς την επικουρική της βάση και να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των σαράντα χιλιάδων ευρώ (40.000,00 €) πλέον των νόμιμων τόκων, ήτοι 6% ετησίως, από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, καθώς και να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό που αντιστοιχεί στον αποδοτέο ΦΠΑ, όπως θα υπολογιστεί με βάση το ποσοστό υπολογισμού που θα ισχύει κατά τον χρόνο έκδοσης από τον ενάγοντα των αντίστοιχων τιμολογίων παροχής υπηρεσιών για τα έργα που εκτελέστηκαν στο πλαίσιο καθεμίας από τις ένδικες συμβάσεις και υπό τον όρο της έκδοσης αυτών από τον ενάγοντα κατά τον χρόνο είσπραξης της ανωτέρω απαίτησής του έως το ποσό των σαράντα χιλιάδων ευρώ (40.000,00 €).  Τέλος το εναγόμενο,  λόγω της ήττας του (άρθρα 178, 189 και 191 παρ. 1 ΚΠολΔ), πρέπει να καταδικαστεί στην καταβολή των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, κατά παραδοχή σχετικού αιτήματος του τελευταίου, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό, καθώς το μέρος της αγωγής που απορρίφθηκε είναι ελάχιστο και δεν έδωσε αφορμή για να αυξηθούν τα έξοδα, όχι όμως μειωμένα σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 22 παρ. 1 του Ν. 3693/1957, που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΚΠολΔ (άρθρο 52 παρ. 18 ΕισΝΚΠολΔ), καθώς η διάταξη αυτή έχει εφαρμογή μόνο στα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, η νομική υπηρεσία των οποίων διεξάγεται από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, κάτι που δεν ισχύει εν προκειμένω (ΑΠ 762/2015, ηλεκτρονική έκδοση νομολογίας ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ», ΑΠ 1228/2009, Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 531/2014, ηλεκτρονική έκδοση νομολογίας ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»).

 

                              ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

 

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι το  εναγόμενο  υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των σαράντα χιλιάδων ευρώ (40.000,00 €) πλέον των νόμιμων τόκων, ήτοι 6% ετησίως, από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση.

 

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι το εναγόμενο υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό που αντιστοιχεί στον αποδοτέο ΦΠΑ επί του αμέσως ως άνω ποσού των σαράντα χιλιάδων ευρώ (40.000,00€), όπως θα υπολογιστεί με βάση το ποσοστό υπολογισμού που θα ισχύει κατά τον χρόνο έκδοσης από τον ενάγοντα των αντίστοιχων τιμολογίων παροχής υπηρεσιών για τα έργα που εκτελέστηκαν στο πλαίσιο καθεμίας από τις ένδικες συμβάσεις και υπό τον όρο της έκδοσης αυτών από τον ενάγοντα κατά τον χρόνο είσπραξης της ανωτέρω απαίτησής του έως το ποσό των σαράντα χιλιάδων ευρώ (40.000,00 €).

 

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εναγομένου τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των οκτακοσίων ευρώ (800,00€).

 

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στον Πύργο Ηλείας, στις  18 Οκτωβρίου 2021.

             

                Η  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ