ΜΠρΧανίων 2/2014

 

Εμπράγματες αγωγές επί ακινήτων - Ενιαίος Φόρος Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝ.Φ.Ι.Α.) - Πιστοποιητικό του ΕΝ.Φ.Ι.Α. - Αντισυνταγματικότητα διατάξεων παρ. 5 άρθρου 54Α Ν. 4174/2013 - Αρχή αναλογικότητας - Προστασία περιουσίας - Δίκαιη δίκη -.

 

Αντισυνταγματική και, ως εκ τούτου, μη εφαρμοστέα η διάταξη του άρθρου 54Α παρ. 5 του Ν. 4174/2013 που θέτει ως προϋπόθεση για το παραδεκτό της ενώπιον δικαστηρίου συζήτησης εμπράγματης αγωγής επί ακινήτου την προσκόμιση πιστοποιητικού ΕΝ.Φ.Ι.Α. Η εν λόγω διάταξη αντιβαίνει στις διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 1 ΕΣΔΑ και 17, 20 και 25 Συντ.

 

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ  ΧΑΝΙΩΝ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ  2/2014

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΧΑΝΙΩΝ

 

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Ιωάννη Ευαγγελάτο, Πρωτοδίκη, ο οποίος ορίσθηκε από τη Διευθύνουσα το Πρωτοδικείο Χανίων Πρόεδρο Πρωτοδικών και τη Γραμματέα Νίκη Αντωνιάδου.

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 23 Ιανουαρίου 2014 για να δικάσει την  υπόθεση:

 

ΤΟΥ ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ-ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: Χ.Τ. του Ι., κατοίκου Χανίων, ο οποίος παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου Χαράλαμπου Πιτσιγαυδάκη.

 

ΤΟΥ ΚΑΘ ΟΥ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, που εδρεύει στην Αθήνα, το οποίο παραστάθηκε δια της Δικαστικής Αντιπροσώπου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Ευδοκίας Σαφαρή.

 

Ο καλών-ενάγων με την από 18-11-2013 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης .../2013 κλήση του, η οποία προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας, επαναφέρει προς συζήτηση και ζητεί να γίνει δεκτή η από 9-1-2012 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης /2012 αγωγή του, η οποία προσδιορίσθηκε για τη δικάσιμο της 14-6-2012, οπότε και ματαιώθηκε.

 

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και τις προτάσεις που κατέθεσαν.

 

 

                   ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

 

                  ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

Κατά τη διάταξη του άρθρου 9 παρ. 2 του Ν. 4223/2013, όπως αυτή ήδη τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 παρ. γ αρ. 5 του Ν 4254/2014: «Μετά το άρθρο 54 του ν. 4174/2013 προστίθεται νέο άρθρο 54Α που έχει ως εξής:«ʼρθρο 54Α Υποχρεώσεις τρίτων για τον Ενιαίο Φόρο Ιδιοκτησίας Ακινήτων. 1. Είναι αυτοδικαίως άκυρη κάθε υποσχετική ή εκποιητική δικαιοπραξία με την οποία συστήνονται, μεταβάλλονται, αλλοιώνονται ή μεταβιβάζονται, από οποιαδήποτε αιτία δικαιώματα επί ακινήτου ή παρέχεται δικαίωμα προσημείωσης ή υποθήκης σε αυτό, αν δεν μνημονεύεται και δεν επισυνάπτεται από το συμβολαιογράφο στο συμβόλαιο που συντάσσει, πιστοποιητικό της Φορολογικής Διοίκησης, με το οποίο πιστοποιείται ότι το ίδιο ακίνητο, με τα ίδια στοιχεία, περιλαμβάνεται στη δήλωση Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων, καθώς και ότι ο φορολογούμενος έχει καταβάλει, ή νόμιμα απαλλαγεί από τον ΕΝ.Φ.Ι.Α. για το συγκεκριμένο ακίνητο και έχει καταβάλει τις ληξιπρόθεσμες δόσεις, έχει ρυθμίσει ή έχει νόμιμα απαλλαγεί από τον ΕΝ.Φ.Ι.Α. για τα υπόλοιπα ακίνητα, για τα οποία είναι υπόχρεος για τα πέντε (5) προηγούμενα έτη. Αυτοδικαίως άκυρος είναι ο συμβολαιογραφικός τίτλος και για τη σύνταξη κατακυρωτικής έκθεσης επί εκούσιου πλειστηριασμού.. 3. Εάν δεν είναι δυνατή η επισύναψη στο συμβολαιογραφικό έγγραφο του πιστοποιητικού του ΕΝ.Φ.Ι.Α. της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού για τα πέντε (5) προηγούμενα της μεταβίβασης έτη, επισυνάπτεται για τα υπόλοιπα έτη το πιστοποιητικό του άρθρου 48 του ν. 3842/ 2010 (Α` 58) με το οποίο πιστοποιείται ότι το ίδιο ακίνητο, με τα ίδια στοιχεία, περιλαμβάνεται στη δήλωση φόρου ακίνητης περιουσίας (Φ.Α.Π.), καθώς και ότι ο φορολογούμενος έχει καταβάλει το Φ.Α.Π. για το συγκεκριμένο ακίνητο και ότι έχει καταβάλει τις ληξιπρόθεσμες δόσεις του Φ.Α.Π. ή έχει ρυθμίσει το Φ.Α.Π. για τα υπόλοιπα ακίνητα, για τα οποία είναι υπόχρεος για τα προηγούμενα έτη..5. Είναι απαράδεκτη η συζήτηση ενώπιον δικαστηρίου εμπράγματης αγωγής επί ακινήτου, πλην της μονομερούς εγγραφής υποθήκης ή προσημείωσης υποθήκης ή της άρσης κατάσχεσης, αν δεν προσκομισθεί από τον υπόχρεο σε ΕΝ.Φ.Ι.Α., το πιστοποιητικό των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου αυτού.»

 

Η διάταξη αυτή που είναι προφανές ότι είναι φορολογικής φύσης, θίγει, παραβιάζει και έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α.) και τις διατάξεις των άρθρων 17, 20 και 25 του Συντάγματος (δικαίωμα της ιδιοκτησίας, δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας και αρχή της αναλογικότητας). Ειδικότερα, στο άρθρο 20 παράγραφος 1 του Συντάγματος, το οποίο συμφωνεί και με το άρθρο 6 παράγραφος 1 της ΕΣΔΑ, κατοχυρώνεται το θεμελιώδες δικαίωμα του πολίτη για παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια, αποτελεί δε θεμελιώδη αρχή του κράτους δικαίου. Οι δικονομικές λεπτομέρειες που είναι επιτρεπτό να καθορίζει κάθε κράτος μέλος της Ένωσης δεν επιτρέπεται να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων των πολιτών. Εξάλλου, στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ που κυρώθηκε μαζί με τη Σύμβαση με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974 (ΦΕΚ Α` 256) ορίζεται ότι «Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπόμενους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουσι το δικαίωμα παντός Κράτους όπως θέση εν ισχύϊ νόμους ους ήθελε κρίνει αναγκαίον προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων». Με τις διατάξεις αυτές με τις οποίες κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, αναγνωρίζεται παράλληλα η εξουσία των Κρατών προς επιβολή φόρων και θέσπιση μέτρων προς εξασφάλιση της καταβολής τους. Τα Κράτη διαθέτουν ευρύτατη εξουσία ως προς τον προσδιορισμό των φόρων και τους τρόπους εισπράξεως τους κατ` εκτίμηση των πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων τους. Όμως, εφόσον η επιβολή φορολογίας αποτελεί επέμβαση στην περιουσία του προσώπου, πρέπει η σχετική ρύθμιση να αποτελεί μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων του δημοσίου συμφέροντος και των επιταγών προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων υπό την έννοια της ύπαρξης αναλογίας μεταξύ χρησιμοποιουμένων μέσων και επιδιωκομένων σκοπών, ενόψει μάλιστα και της, κατά το χρόνο θέσπισης της ως άνω φορολογικής διάταξης, ιδιαιτέρως δυσμενούς οικονομικής συγκυρίας (συνεχούς μείωσης μισθών και συντάξεων και επιβολής αλλεπαλλήλων φορολογικών βαρών επί εισοδημάτων και περιουσιών). Ο δικονομικός φραγμός, που τίθεται από τις παραπάνω διατάξεις, ήδη σε πρώιμο στάδιο της διαδικασίας υπό το φως των σημερινών δυσχερών οικονομικών συνθηκών, που βιώνουν οι πολίτες που φέρουν το βάρος αυτών, ουσιαστικά στερεί αυτούς της απλής δυνατότητας προσφυγής στο δικαστήριο. Το απλό ταμειακό συμφέρον, που προκύπτει, δεν συνιστά λόγο γενικότερου δημοσίου συμφέροντος, για τον οποίο θεσπίζεται η παραπάνω διάταξη ως αναγκαία προϋπόθεση του παραδεκτού κάθε εμπράγματης αγωγής. Ενώ, δεν φαίνεται να υπάρχει καμία αναλογία, που επιβάλλεται να τηρείται, μεταξύ του νομοθετικά προστατευόμενου δικαιώματος του ατόμου και του σκοπού που το νομοθέτημα εξυπηρετεί. Επομένως, η παραπάνω ρύθμιση συντελεί απλά σε άνιση μεταχείριση των πολιτών του, από το ίδιο το κράτος, που τίθεται σε  πλεονεκτική θέση έναντι αυτών, εξασφαλίζοντας πρωταρχικά και κύρια το δικό του δημοσιονομικό οικονομικό συμφέρον, συρρικνώνοντας το ατομικό δικαίωμα των πολιτών του σε εύκολη πρόσβαση στα δικαστήρια, την οποία θα έπρεπε να εγγυάται και όχι να χρησιμοποιεί τη Δικαιοσύνη και την ευχέρεια προσφυγής σε αυτήν ως μέσο πίεσης για την τακτοποίηση των φορολογικών υποχρεώσεων των πολιτών.  Επιπλέον, η επιβολή φόρου ακίνητης περιουσίας, παράλληλα προς υφιστάμενους άλλους φόρους, δεν πρέπει να θίγει τον πυρήνα του δικαιώματος της ιδιοκτησίας και δεν πρέπει να εξαρτά το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα του πολίτη να προσφύγει στη Δικαιοσύνη από τις συγκεκριμένες φορολογικές του υποχρεώσεις. Διαφορετικά θα ελλοχεύει ο κίνδυνος ο υπερχρεωμένος ιδιοκτήτης να μην είναι σε θέση να προσκομίσει το ως άνω πιστοποιητικό και η εμπράγματη αγωγή του με την οποία ζητεί να προστατεύσει το δικαίωμα της κυριότητάς του, που του παρέχει άμεση, απόλυτη και καθολική εξουσία πάνω στο ακίνητο (άρθρα 973 και 1000 του ΑΚ), θα πρέπει να απορριφθεί για λόγους μη ουσιαστικούς, αφού το δικαστήριο δεν θα υπεισέρχεται στην ουσία της ένδικης διαφοράς και έτσι ο πολίτης θα στερείται ουσιαστικά της εξουσίας να απαγορεύει απόλυτα κάθε επέμβαση τρίτου στο ακίνητό του χωρίς την άδεια του και θα βρίσκεται εκτεθειμένος και απροστάτευτος απέναντι στην αυθαιρεσία του οποιουδήποτε καταπατητή. Εξάλλου, σε κάποιες περιπτώσεις η αδυναμία καταβολής του φόρου μπορεί να σχετίζεται με την μη καταβολή των μισθωμάτων και επομένως η ασυνέπεια του μισθωτή όχι μόνο κάνει τον εκμισθωτή φορολογικό παραβάτη, αλλά τον εμποδίζει και να του ασκήσει οποιαδήποτε εμπράγματη αγωγή. Εν κατακλείδι, δεν θα μπορούσε μια καθαρά φορολογικού χαρακτήρα διάταξη, που δεν αφορά στην προστασία των συναλλασσομένων σε σχέση με τα ακίνητα ή δεν επιδιώκει την παροχή δικαστικής προστασίας, να αποτελεί ειδική διαδικαστική προϋπόθεση μιας εμπράγματης αγωγής και προαπαιτούμενο προκειμένου να εκδοθεί απόφαση επί της ουσίας. ʼλλωστε, στόχος της δίκης πρέπει να είναι πάντοτε η έκδοση απόφασης επί της ουσίας και οι διαδικαστικές προϋποθέσεις πρέπει να έχουν σκοπό να εξασφαλίσουν την ομαλή και απρόσκοπτη ροή της διαδικασίας και να αποτελούν εγγυήσεις ορθής δικαστικής απόφασης (βλ Ολ. ΣΤΕ 601/2012 NOB 2012.376, Ολ. ΣΤΕ 3087/2011, Ολ Ελ. Συν 2006/2008, ΑΠ 293/2014, ΑΠ 1164/2009, ΑΠ 205/2006 Α δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕΔΔΑ απόφαση της 2.12.1985, Svenska κατά Σουηδίας, αριθμ. 1 1036/84, απόφαση της 14.12.1988, Wasa κατά Σουηδίας, αριθμ. 13013/87, απόφαση της 16.1.1995, Ricardo Travers κατά Ιταλίας, αριθμ. 15117/89, Νικόλαος Νίκας Πολιτική Δικονομία Ι σ. 415).

 

Στην προκείμενη περίπτωση ο ενάγων με την κρινόμενη αγωγή του, όπως αυτή παραδεκτά διορθώθηκε με δήλωση του πληρεξουσίου του δικηγόρου που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης (άρθρο 224 ΚΠολΔ) ισχυρίζεται ότι είναι αποκλειστικός κύριος ενός ακινήτου που βρίσκεται στη θέση «………..» του Δήμου Χανίων και περιγράφεται αναλυτικά κατά θέση, έκταση και όρια στην κρινόμενη αγωγή. Ότι το ως άνω ακίνητο περιήλθε στην κυριότητά του δυνάμει του υπ αριθμ. …………… συμβολαίου αγοραπωλησίας της Συμβολαιογράφου Χανίων …………………, που μεταγράφηκε νόμιμα. Ότι το ανωτέρω ακίνητο εμφανίζεται σύμφωνα με τις πρώτες σχετικές με το Δήμο Χανίων κτηματολογικές εγγραφές με ΚΑΕΚ ………………….. και αναγραφόμενο ως δικαιούχο του εμπράγματου δικαιώματος της κυριότητας το εναγόμενο. Με βάση αυτό το ιστορικό ο ενάγων, επικαλούμενος έννομο συμφέρον και συγκεκριμένα προσβολή του δικαιώματος της κυριότητάς του επί του επίδικου ακινήτου, ζητεί να αναγνωριστεί αποκλειστικός κύριος του περιγραφόμενου στην αγωγή επίδικου ακινήτου, κατά πλήρη κυριότητα και κατά ποσοστό 100%, να διαταχθεί η διόρθωση στα Κτηματολογικά Βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Χανίων, ώστε στο Κτηματολογικό Φύλλο με ΚΑΕΚ …………………….να αναγραφεί ως αποκλειστικός κύριος του ως άνω ακινήτου και να καταδικαστεί το εναγόμενο στη δικαστική του δαπάνη. Με τέτοιο περιεχόμενο και αιτήματα, η αγωγή αρμόδια καθ ύλην και κατά τόπο εισάγεται στο δικαστήριο αυτό για να συζητηθεί κατά την τακτική διαδικασία (άρθρα 14 παρ.2, 29, 218 παρ.1 και 176 ΚΠολΔ, 6 παρ.2 και 17 παρ.4 του ν. 2664/1998, όπως ισχύει σήμερα). Είναι δε νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1033 επ. ΑΚ, 6 παρ.2, 12 παρ.1 στοιχ.α΄, 13 παρ.2, 17 παρ.1 του ν. 2664/1998, 68 και 70 ΚΠολΔ.  Πρέπει, συνεπώς, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι για το παραδεκτό της:  α) ασκήθηκε εμπρόθεσμα (εντός της προθεσμίας που ορίζει το άρθρο 6 παρ.2 του ν. 2664/1998, όπως ισχύει σήμερα), β) ο ενάγων προσκομίζει το υπ αριθμ. πρωτ. ………/2012 πιστοποιητικό καταχώρισης εγγραπτέας πράξης του Προϊσταμένου του Κτηματολογικού Γραφείου Χανίων, από το οποίο προκύπτει ότι η αγωγή καταχωρήθηκε νόμιμα και εμπρόθεσμα στα οικεία κτηματολογικά φύλλα του επίδικου ακινήτου (άρθρο 220 ΚΠολΔ, σε συνδ. με 12 παρ.1 στοιχ.ιβ του ν. 2664/1998). Εξάλλου, είναι παραδεκτή η συζήτηση της αγωγής, χωρίς να υφίσταται ανάγκη προσκόμισης από τον ενάγοντα του πιστοποιητικού του ΕΝΦΙΑ, καθώς η διάταξη του άρθρου 54Α παρ. 5 του Ν. 4174/2013 που ορίζει ότι είναι απαράδεκτη η συζήτηση ενώπιον δικαστηρίου εμπράγματης αγωγής επί ακινήτου, αν δεν προσκομισθεί το ως άνω πιστοποιητικό, είναι μη εφαρμοστέα, επειδή έρχεται σε ευθεία αντίθεση τόσο με το άρθρα 17,20 και 25 του Συντάγματος, όσο και με το άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην ανωτέρω μείζονα σκέψη.

 

Από την εκτίμηση της ένορκης ενόρκων καταθέσεων του μάρτυρα του ενάγοντος, που εξετάστηκε στο ακροατήριο αυτού του δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά και των εγγράφων που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων είναι αποκλειστικός κύριος ενός αγροτεμαχίου που βρίσκεται στη θέση «………  έκτασης κατά τον τίτλο κτήσης του 771,40 τμ, κατά δε νεότερη και ακριβή μέτρηση 844 τμ, όπως αυτό εμφανίζεται στο από …………….. τοπογραφικό διάγραμμα του μηχανικού ………….. Το ανωτέρω ακίνητο περιήλθε στον ενάγοντα από αγορά δυνάμει του υπ αριθμ. …………….. συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Χανίων  …………….., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Χανίων στον τόμο ………. με ΑΜ ……….. Ο δικαιοπάροχος του ενάγοντος, …………………., είχε αποκτήσει το ως άνω ακίνητο από αγορά από τον ……………….., δυνάμει του υπ αριθμ. …………..συμβολαίου της ίδιας ως άνω Συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα. Ωστόσο, σύμφωνα με τις πρώτες σχετικές με τον πρώην Δήμο Σούδας και νυν Δήμο Χανίων κτηματολογικές εγγραφές, το ακίνητο, που έλαβε ΚΑΕΚ ………………, εμφανίζεται εσφαλμένα ότι ανήκει στο εναγόμενο κατά αποκλειστική και πλήρη κυριότητα. Περαιτέρω, το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο ισχυρίσθηκε ότι το επίδικο ακίνητο του ανήκει, εντούτοις ο ισχυρισμός αυτός δεν ενισχύθηκε από κανένα αποδεικτικό μέσο, καθώς δεν προσκομίζεται ούτε ένα σχετικό έγγραφο, ούτε το εναγόμενο εξέτασε μάρτυρα στο ακροατήριο, ούτε προκύπτει ότι κοινοποιήθηκε στο παρελθόν στον ενάγοντα ή στο δικαιοπάροχό του πρωτόκολλο διοικητικής αποβολής. Αντίθετα αποδείχθηκε ότι υφίσταται αδιάλειπτη και συνεχής σειρά νόμιμων τίτλων δυνάμει των οποίων ο ενάγων έχει αποκτήσει από το έτος 1982 το ακίνητο χωρίς ποτέ να ενοχληθεί και να αμφισβητηθεί η κυριότητά του από κανέναν. Κατ ακολουθία των ανωτέρω, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή και ως κατ ουσίαν βάσιμη, κατά τα αναφερόμενα ειδικότερα στο διατακτικό, ενώ, τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εναγομένου, λόγω της ήττας του (άρθρα 176 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ), μειωμένα όμως κατ άρθρο  22 του Ν. 3693/1957, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας.

 

 

              ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ αντιμωλία των διαδίκων.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.

 

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι ο ενάγων είναι αποκλειστικός κύριος σε ποσοστό 100% του περιγραφόμενου στο ιστορικό της παρούσας ακινήτου, το οποίο βρίσκεται στη θέση «……………..» του Δήμου Χανίων (πρώην Δήμου Σούδας) έκτασης κατά τον τίτλο κτήσης του 771,40 τμ, κατά δε νεότερη και ακριβή μέτρηση 844 τμ και φέρει ΚΑΕΚ ……………...

 

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ τη διόρθωση στα Κτηματολογικά Βιβλία και λοιπά κτηματολογικά στοιχεία του Κτηματολογικού Γραφείου Χανίων σχετικά με το ως άνω ακίνητο, ώστε να αναγραφεί ότι ο ενάγων έχει την αποκλειστική και πλήρη κυριότητα του ανωτέρω ακινήτου με τίτλο κτήσης το υπ αριθμ. …………….. συμβόλαιο της Συμβολαιογράφου Χανίων  ………….., που μεταγράφηκε νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Χανίων στον τόμο ………….με ΑΜ ………...

 

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εναγομένου τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος, τα οποία ορίζει στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.

 

KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στα Χανιά, στο ακροατήριό του, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις  25  Απριλίου 2014.

 

 

O  ΔIKAΣTHΣ                                          H  ΓPAMMATEAΣ