ΜΠρΑθ (Ασφ.Μ.) 874/2016

 

Ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής - Δάνειο με επιτόκιο σε Ελβετικό Φράγκο - Καταχρηστικός όρος -.

 

Προδιατυπωμένος από τράπεζα όρος σε δανειακή σύμβαση, πού λόγω αοριστίας και ασάφειας είναι καταχρηστικός και ως εκ τούτου άκυρος. Παραβίαση από την τράπεζα της υποχρέωσης σαφήνειας και διαφάνειας των ΓΟΣ που επιτάσσει οι όροι αυτοί να είναι διατυπωμένοι κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή, ώστε ο απρόσεκτος μεν, ως προς την ενημέρωσή του, αλλά διαθέτων τη μέση αντίληψη, κατά τον σχηματισμό της δικαιοπρακτικής τους απόφασης καταναλωτής, να γνωρίζει τις συμβατικές δεσμεύσεις που αναλαμβάνει, ιδίως όσον αφορά στη σχέση παροχής και αντιπαροχής. Κρίθηκε ότι με την επίμαχη ρήτρα δεν παρουσιάζονται, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των συμβαλλόμενων στη σύμβαση, αφού δεν διατυπώνεται ευκρινώς, ο τρόπος λειτουργίας της συναλλαγματικής ισοτιμίας, η μέθοδος και οι ιδιαιτερότητες του μηχανισμού μετατροπής του εγχώριου νομίσματος, σε ξένο νόμισμα, καθώς, επίσης, και η σχέση μεταξύ του μηχανισμού αυτού και των τυχόν άλλων, που προβλέπουν ετέρες ρήτρες, σχετικά με την αποδέσμευση και την αποπληρωμή του δανείου, ούτως ώστε ο καταναλωτής και, εν προκειμένω, οι ανακόπτοντες να γνωρίζουν εκ των προτέρων, τις συμβατικές δεσμεύσεις, που ανέλαβαν. Το ότι ο επίμαχος όρος ήταν σαφώς διατυπωμένος από γραμματική άποψη δεν αρκεί για να κριθεί έγκυρος. Η ακυρότητα του όρου αυτού συμπαρασύρει σε ακυρότητα ολόκληρη τη δικαιοπραξία, κατά τη διάταξη του άρθρου 181 ΑΚ, αφού εκτιμάται ότι τα μέρη δε θα επιχειρούσαν τη δικαιοπραξία, χωρίς το άκυρο μέρος, αλλά, αντίθετα, απέβλεπαν σε αυτή, ως ενιαίο κατ αδιάσπαστο σύνολο.

 

 

 

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Τμήμα Ασφαλιστικών Μέτρων

 

Αριθμός απόφασης 874/2016

TO ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

 

Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Καλλιόπη Ζήκου, Πρόεδρο Πρωτοδικών, ορίσθηκε κατόπιν κλήρωσης (άρθρο 2 παρ. 3 Ν. 3327/2005), χωρίς τη σύμπραξη γραμματέα.

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του, στις 13 Νοεμβρίου 2015, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

ΤΩΝ ΚΑΛΟΥΝΤΩΝ - ΑΙΤΟΥΝΤΩΝ: 1. ... και 2. ..., κατοίκων Κομοτηνής, που εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Αθανάσιο Αλαμπάση.

 

ΤΗΣ ΚΑθ' ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ - ΑΙΤΗΣΗ: Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρίας με την επωνυμία «Τράπεζα Πειραιώς Α.Ε.», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο Κυπριανή Ψηλού.

 

Με την από 29.7.2015 κλήση των καλούντων, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης 81850/9839/4.9.2015, μετά από αποδοχή της από 2.9.2015 αίτησης προς τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου, ορίσθηκε η δικάσιμος αυτή για τη συζήτηση της από 28.11.2013 και υπ' αριθ. κατάθεσης 166935/2402/10.12.2013 αίτησης τους και γράφτηκε στο έκθεμα.

 

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν αυτοί δεκτοί.

 

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

 

I.          Οι αιτούντες, επικαλούμενοι κίνδυνο ανεπανόρθωτης βλάβης, ζητούν να ανασταλεί η εκτέλεση της υπ' αριθ. 36256/2013 διαταγής πληρωμής του Δικαστή αυτού του Δικαστηρίου, μέχρι την έκδοση απόφασης επί. της από 28.11.2013 και υπ' αριθ. κατάθεσης 160352/20189/2013 ανακοπής χους, στη οποία παραδεκτά σωρεύονται ανακοπές ασκηθείσες νόμιμα και εμπρόθεσμα, κατ' άρθρα 632 και 933 ΚΠολΔ, καθώς και να επιβληθούν σε βάρος της καθ' ης τα δικαστικά τους έξοδα.

 

Η αίτηση εισάγεται αρμόδια και παραδεκτά, για να συζητηθεί σε αυτό το Δικαστήριο, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα, 686 επ. ΚΠολΔ). Είναι νόμιμη, αφού στηρίζεται στα άρθρα 632 παρ. 2, 938, 176 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί και από ουσιαστική άποψη.

 

II.         Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 6 Ν. 2251/1994 «περί προστασίας των καταναλωτών», όπως αυτό είχε πριν από την αντικατάσταση του με το άρθρο 10 παρ. 24 στοιχ. β Ν. 2741/1999, οι γενικοί όροι των συναλλαγών, δηλαδή οι όροι, που έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για αόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων, απαγορεύονται και είναι άκυροι, αν έχουν ως αποτέλεσμα την υπέρμετρη διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή, όπως είναι και ο πελάτης της τράπεζας, στον οποίο η τελευταία, χωρίς ουσιαστική διαπραγμάτευση, αλλά με βάση προδιατυπωμένους όρους χορηγεί, εκτός των άλλων, καταναλωτικά ή στεγαστικά δάνεια. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας ενός τέτοιοι: γενικού όρου, ενσωματωμένου σε σύμβαση, κρίνεται, αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή υπηρεσιών, το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψη της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης, από την οποία αυτή εξαρτάται (ΑΠ 904/2011 Αρμ. 2012, 1708). Ο περιέχων τη διάταξη αυτή νόμος 2251/1994 αποτελεί, εξάλλου, ενσωμάτωση στο εθνικό δίκαιο της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου της 5.4.1993 «σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες συμβάσεων που συνάπτονται με τους καταναλωτές». Στο άρθρο 3 παρ. 1 της εν λόγω Οδηγίας ορίζεται ότι «ρήτρα σύμβασης, που δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης, θεωρείται καταχρηστική, όταν, παρά την απαίτηση της καλής πίστης, δημιουργείται εις βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις των μερών, τα απορρέοντα από τη σύμβαση». Η ρύθμιση της παρ. 6 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994 αποτελεί εξειδίκευση της γενικής αρχής του άρθρου 281 ΑΚ, κατά την οποία απαγορεύεται η καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος ή η κατάχρηση ενός θεσμού, όπως είναι η συμβατική ελευθερία. Η παράγραφος αυτή, στην αρχική της διατύπωση, χρησιμοποιούσε τον όρο «υπέρμετρη διατάραξη» της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των  συμβαλλομένων, αποκλίνοντας έτσι φραστικά  από τη διατύπωση του άρθρου 3 παρ. 1 της Οδηγίας, η οποία ομιλεί για «σημαντική ανισορροπία ανάμεσα στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις των μερών». Στενή γραμματική ερμηνεία του όρου «υπέρμετρη» διατάραξη θα οδηγούσε σε σημαντικό περιορισμό της δυνατότητας ελέγχου του περιεχομένου των γενικών όρων των συναλλαγών (γ.ο.σ.) και, συνεπώς, σε μειωμένη προστασία ου καταναλωτή έναντι εκείνης της Οδηγίας. Η ανάγκη της σύμφωνης με την Οδηγία ερμηνείας του εθνικού δικαίου επιβάλλει, επομένως, όπως ο όρος «υπέρμετρη» διατάραξη εκληφθεί, διασταλτικά ερμηνευόμενος, ότι σημαίνει «ουσιώδη ή σημαντική» διατάραξη. Η ανάγκη αυτή, εναρμονισμένης δηλαδή προς  την   Οδηγία  ερμηνείας, επιβάλλει να δοθεί η ίδια έννοια, μέσω τελολογικής συστολής, στον όρο «διατάραξη» και μετά την απάλειψη του όρου «υπέρμετρη», στην οποία προέβη ο νεότερος νομοθέτης με το άρθρο 10 παρ. 24 στοιχ. β Ν. 2741/1999. Συνεπώς, και μετά την τροποποίηση αυτή, προϋπόθεση της καταχρηστικότητας κάποιου γ.ο.σ. είναι η με αυτόν «ουσιώδης ή σημαντική» διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας (ΟλΑΠ 6/2006 ΕλλΔ 2006, 419). Πρέπει, εξάλλου, να σημειωθεί ότι η παρ. 2 του άρθρου 6 του ως άνω νόμου έχει ήδη αντικατασταθεί με την παρ. 2 του άρθρου 2 του Ν. 3587/2007, όπου ορίζεται ότι γενικοί όροι συναλλαγών, που έχουν ως αποτέλεσμα τη σημαντική διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του ιταναλωτή, απαγορεύονται και είναι άκυροι. Προστέθηκε, δηλαδή, με την και διάταξη αυτή ο όρος μορφή του άρθρου. Περαιτέρω, εκτός από την ανωτέρω γενική ρήτρα για την καταχρηστικότητα των γ.ο.σ., που συνεπάγονται διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας, στην παρ. 7 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994 απαριθμούνται ενδεικτικά και τριάντα μία περιπτώσεις γενικών όρων, που θεωρούνται άνευ ετέρου (per se) καταχρηστικοί, χωρίς ως προς αυτούς να ερευνάται η συνδρομή των προϋποθέσεων της γενικής ρήτρας, αφού αυτοί θεωρούνται, κατά αμάχητο τεκμήριο, ότι έχουν καταχρηστικό χαρακτήρα. Στις περιπτώσεις αυτές περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, και η υπό στοιχείο ια, σύμφωνα με την οποία καταχρηστικοί είναι και εκείνοι οι όροι, που, χωρίς σπουδαίο λόγο, αφήνουν το τίμημα αόριστο  και δεν επιτρέπουν τον προσδιορισμό του με κριτήρια ειδικά καθορισμένα στη σύμβαση και εύλογα για τον καταναλωτή. Η σωρευτική εφαρμογή από το Δικαστήριο των παρ. 6 και 7 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994 δεν αποκλείεται, καθώς η επίκληση του γενικού αξιολογικού κριτηρίου «της διατάραξης της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων σε βάρος του καταναλωτή» είναι δυνατό να έχει αξία και χρησιμότητα για την εξειδίκευση των αόριστων νομικών εννοιών και αόριστων αξιολογικών κριτηρίων, που χρησιμοποιεί ο νόμος στις επιμέρους περιπτώσεις του ενδεικτικού καταλόγου. Εξάλλου, και οι περιγραφόμενες από το νόμο ειδικές, κατά αμάχητο τεκμήριο, περιπτώσεις καταχρηστικότητας αποτελούν ενδείκτες, που καθοδηγούν στην ερμηνεία της γενικής ρήτρας και, συγκεκριμένα, της έννοιας της διατάραξης της συμβατικής ισορροπίας. Μεταξύ των καθοδηγητικών αρχών, που συνάγονται από τις ειδικές αυτές περιπτώσεις, είναι και η αρχή της διαφάνειας, καθώς και η αρχή της απαγόρευσης της χωρίς λόγο ανάθεσης του προσδιορισμού της παροχής ή των επιμέρους στοιχείων της στην απόλυτη κρίση του προμηθευτή. Ειδικότερα, σύμφωνα με την αρχή της διαφάνειας, η οποία ρητά διατυπώνεται και στο άρθρο 5 της Οδηγίας, οι  γ.ο.σ. πρέπει να είναι διατυπωμένοι με τρόπο σαφή  και κατανοητό, ώστε ο καταναλωτής να είναι σε θέση να διαγνώσει εκ των προτέρων κρίσιμα στοιχεία ή μεγέθη της σύμβασης, όπως τη διάρκεια της και τα μεγέθη, που περικλείονται στη βασική σχέση παροχής και αντιπαροχής. Η σχέση αυτή παροχής και αντιπαροχής, κατ' αρχήν, δεν λαμβάνεται υπόψη για την εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα κάποιου γ.ο.σ. Εντούτοις, σύμφωνα και με το άρθρο 4 § 2 της Οδηγίας, ελέγχεται, εάν ο σχετικός όρος δεν είναι διατυπωμένος κατά τρόπο σαφή και κατανοητό, εάν έχει, δηλαδή, παραβιασθεί η αρχή της διαφάνειας (ΟλΑΠ 15/2007 ΔΕΕ 2007,975). Η απαίτηση περί διαφάνειας των γ.ο.σ. δεν αφορά, εξάλλου, απλά και μόνο τον κατανοητό χαρακτήρα τους από τυπική και γραμματική  άποψη, παρά αναφέρεται και στη λειτουργία τους, ούτως ώστε ο καταναλωτής να μπορεί να εκτιμήσει, βάσει σαφών και κατανοητών κριτηρίων, τις οικονομικές συνέπειες και μεταβολές, που κάθε όρος συνεπάγεται γι' αυτόν (ΔΕΚ, απόφαση της 30ής Απριλίου 2014, υπόθεση C-26/13, Arpad Kasler, Hajnalka Kaslerne Rabai κατά OTP Jelzalogbank Zrt, σκέψεις 71 - 75). Η παραπάνω σαφήνεια, δηλαδή, αφορά και τις νομικές συνέπειες μίας ρήτρας, δηλαδή τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του καταναλωτή. Για τον λόγο αυτό, ασαφείς ή πολυσήμαντες ρήτρες δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούνται από τον προμηθευτή, με σκοπό να ενισχύσει τη θέση του απέναντι στον καταναλωτή. Ειδικά, όσον αφορά τις δυσμενείς οικονομικές συνέπειες και επιβαρύνσεις, αυτές θα πρέπει να είναι ευκρινείς, δηλαδή να μπορούν να γίνουν άμεσα κατανοητές από τον μέσο καταναλωτή, ο οποίος δεν διαθέτει εξειδικευμένες νομικές ή οικονομικές γνώσεις. Η διαφάνεια, λοιπόν, αφορά στη σαφή και κατανοητή διατύπωση, στην αρχή του ορισμένου ή οριστού περιεχομένου και στην αρχή της προβλεψιμότητας της ύπαρξης των όρων. Αδιαφανείς ρήτρες, που αποκρύπτουν την πραγματική, νομική και οικονομική κατάσταση, δημιουργούν τον κίνδυνο ο καταναλωτής είτε να απόσχει από την άσκηση ορισμένων  δικαιωμάτων του,  είτε να αποδεχθεί αξιώσεις, που, κατά το φαινόμενο, έχει ο προμηθευτής και υπό το πρίσμα αυτό, οι αδιαφανείς ρήτρες μπορεί να οδηγήσουν στη διατάραξη της συμβατικής ισορροπίας κατά το άρθρο 2 παρ. 6 του Ν. 2251/1994. Και οι γ.ο.σ., υπακούοντας στην παραπάνω αρχή, πρέπει να παρουσιάζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή (ΑΠ 652/2010 ΔΕΕ 2010,943' ΑΠ 430/2005 ΕλλΔνη 2005.802). Περαιτέρω, η ακυρότητα ενός γ.ο.σ. δεν επιδρά στο κύρος όλης της σύμβασης, αλλά είναι μερική, υπό την έννοια ότι άκυρος θεωρείται μόνο ο συγκεκριμένος καταχρηστικός, σύμφωνα με τον νόμο, όρος, εκτός αν συνάγεται ότι η σύμβαση δεν θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο μέρος (181 ΛΚ), δηλαδή ότι τα μέρη δε θα επιχειρούσαν τη δικαιοπραξία χωρίς το άκυρο μέρος, αλλά απέβλεπαν σε αυτή, ως ενιαίο αδιάσπαστο σύνολο. Στο σημείο αυτό, πρέπει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με την παρ. 8 του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994, δεν αναγνωρίζεται στον προμηθευτή η δυνατότητα να επικαλεσθεί την ακυρότητα ολόκληρης της σύμβασης, για το λόγο ότι ένας ή περισσότεροι γενικοί όροι είναι άκυροι ως καταχρηστικοί. Εξ αντιδιαστολής, έτσι,  συνάγεται ότι ο καταναλωτής δεν εμποδίζεται να επικαλεσθεί την ακυρότητα ολόκληρης της σύμβασης, εφόσον βέβαια συντρέχουν οι όροι της ΑΚ 181. Ειδικότερα, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 181 ΑΚ, ολική είναι η ακυρότητα όταν καταλαμβάνει ολόκληρη τη δικαιοπραξία, ενώ μερική είναι η ακυρότητα, εάν αφορά μέρος μόνο της δικαιοπραξίας. Μερική ακυρότητα υπάρχει όταν, κατά την έννοια του νόμου, η ενέργεια ακυρότητας (και όχι η αιτία - λόγος ακυρότητας), πλήττει μέρος μόνο της δικαιοπραξίας. Η μερική ακυρότητα δικαιοπραξίας μπορεί να αναφέρεται σε οποιονδήποτε λόγο ακυρότητας, ο δε γενικός ερμηνευτικός κανόνας του άρθρου 181 ΑΚ έχει εφαρμογή όταν η δικαιοπραξία μπορεί να διαιρεθεί σε δύο ή περισσότερα διακριτά μεταξύ τους μέρη ή όταν πρόκειται για ενιαία, εξωτερικά, δικαιοπραξία, αποτελούμενη από περισσότερες αυτοτελείς δικαιοπραξίες, που συνάπτουν οι συμβαλλόμενοι και συναποτελούν, λόγω του περιεχομένου και του σκοπού τους, ενιαία οικονομική ενότητα και, κατά τη θέληση όλων των συμβαλλομένων μερών, οι περισσότερες αυτοτελείς δικαιοπραξίες, τελούν σε συνεξάρτηση και έχουν συνομολογηθεί ως ουσιώδεις, με την έννοια ότι η σύναψη της μιας έχει εξαρτηθεί από τη σύναψη της άλλης, ώστε και η ακυρότητα μίας από αυτές, να καθιστά μη  ηθελημένη την ενιαία δικαιοπραξία. Για να επεκταθεί η ακυρότητα, του μέρους, σε ολόκληρη τη δικαιοπραξία, πρέπει ένας από τους συμβαλλόμενους να ισχυριστεί και να αποδείξει, ότι η υποθετική θέληση όλων των μερών, κατά τον χρόνο κατάρτισης της δικαιοπραξίας θα ήταν να μην ισχύσει η (όλη), δικαιοπραξία, αν αυτά γνώριζαν την ακυρότητα του μέρους, δηλαδή του συγκεκριμένου όρου ή της αυτοτελούς συμφωνίας κλπ. Η δε αναζήτηση και εξακρίβωση, της σχετικής υποθετικής βούλησης γίνεται με χρήση υποκειμενικών κριτηρίων (αξιολογήσεις των συμβαλλομένων, κατά τη σύναψη της δικαιοπραξίας, οικονομικά συμφέροντα αυτών κλπ.), αλλά και με χρήση αντικειμενικών κριτηρίων (φύση της δικαιοπραξίας, σκοπός αυτής κλπ.), βάσει της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών (ΑΠ 772/2014 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

 

Οι ανακόπτοντες αιτούνται την ακύρωση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής που εκδόθηκε σε βάρος τους, επί αίτησης της καθ' ης, ιστορώντας ότι δυνάμει σύμβασης τους με την Τράπεζα συμφωνήθηκε στις 8.3.2005 η χορήγηση στεγαστικού δανείου ποσού 200.000 ευρώ, με κυμαινόμενο επιτόκιο Euribor 360 ημερών, ενώ επακολούθησε στις 19.6.2006 η σύναψη τροποποιητικής πράξης με την οποία το ανεξόφλητο ποσό, ύψους 184.860,63 ευρώ μετατράπηκε σε ελβετικά φράγκα, με βάση την ισοτιμία της ημερομηνίας μετατροπής και συμφωνήθηκε επιτόκιο Liborchf σταθερό για τρία χρόνια και κυμαινόμενο στη συνέχεια, προβλέποντας μεταξύ άλλων (όρος 8.1) ότι σε περίπτωση καταγγελίας της σύμβασης δανείου, η Τράπεζα θα είχε το δικαίωμα, αλλά όχι την υποχρέωση, να μετατρέπει το σύνολο της ληξιπρόθεσμης οφειλής σε ευρώ, με βάση την τρέχουσα τιμή πώλησης από την Τράπεζα του Ελβετικού Φράγκου την ημερομηνία μετατροπής του συνόλου, όρος που είναι άκυρος, ως καταχρηστικός και υπαγόμενος στην περίπτωση του άρθρου 2 παρ. 7 περ. 1α Ν. 2251/1994, αφού η συνομολόγηση του καθιστά το οφειλόμενο ποσό αόριστο, αποσκοπεί στην μετακύλιση του συναλλαγματικού κινδύνου στους ανακόπτοντες, με την επιλογή εκ μέρους της Τράπεζας κατά το δοκούν του νομίσματος αποπληρωμής του χρέους, προκειμένου να εκμεταλλευθεί την διαμόρφωση της ισοτιμίας προς όφελος της κατ σε βάρος των αντισυμβαλλομένων της. Αναφύουν, επίσης ότι η Τράπεζα, προέτρεψε τους ανακόπτοντες, όπως και πλήθος δανειοληπτών κατά την ίδια χρονική περίοδο, να συνάψουν στεγαστικό δάνειο με επιτόκιο Libor ελβετικού φράγκου, προβάλλοντας τα πλεονεκτήματα της σχετικά σταθερής συναλλαγματικής ισοτιμίας των δύο νομισμάτων τα τελευταία χρόνια και του οφέλους από το χαμηλότερο επιτόκιο, το οποίο η Τράπεζα διαβεβαίωνε ότι θα εξακολουθήσει να υφίσταται, χωρίς να ενημερώσει επαρκώς και εμπεριστατωμένα τους ανακόπτοντες, ως όφειλε, για τις επιπτώσεις που θα είχε στις υποχρεώσεις που ανέλαβαν με το δάνειο ενδεχόμενη σοβαρή υποτίμηση του ευρώ και τυχόν αύξηση του επιτοκίου του ελβετικού φράγκου, κυρίως όμως για την αντιστάθμιση του συναλλαγματικού κινδύνου, μέσω αγοράς κάποιου ασφαλιστικού προγράμματος συναλλαγματικής προστασίας, από αυτά που ήταν τότε διαθέσιμα. Εκθέτουν, τέλος, ότι συνέπεια των ανωτέρω συμφωνηθέντος ήταν να λάβουν ποσό 296.694,11 ελβετικών φράγκων ή 183.893,71 ευρώ στις 20.3.2007, με την ισοτιμία ευρώ/ελβετικού φράγκου κατά  την ως άνω ημερομηνία εκταμίευσης στο 1,6134, ενώ μετά από καταβολές ύφους 182.976,14 ελβετικών φράγκων κατά τον χρόνο καταγγελίας της σύμβασης (16.2.2012) με την ισοτιμία σε 1,20677, η οφειλή ανερχόταν σε 148.285,30 ελβετικά φράγκα ή 178.946,25 ευρώ, αντί για 113.717,97 ελβετικά φράγκα, διαφορά που οφείλεται αποκλειστικά στην σοβαρή διακύμανση της ισοτιμίας σε βάρος του ευρώ, ενώ η ακυρότητα του ανωτέρω όρου καθιστά ολόκληρη τη σύμβαση άκυρη, αφού αυτή δεν θα είχε επιχειρηθεί χωρίς το άκυρο μέρος.

 

Ο λόγος είναι νόμιμος, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα στη νομική σκέψη και πιθανολογείται ότι θα ευδοκιμήσει. Ειδικότερα, από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης στο ακροατήριο της μάρτυρα των αιτούντων , των εγγράφων που νόμιμα προσκομίζουν με επίκληση οι διάδικοι, σε συνδυασμό με τους ισχυρισμούς τους, όπως διατυπώθηκαν τόσο στο ακροατήριο, όσο και εγγράφους στην αίτηση και  τα σημειώματα που κατατέθηκαν, πιθανολογήθηκε ότι με την υπ αριθ. 36256/2013 διαταγή πληρωμής της Δικαστή αυτού του Δικαστηρίου, εκδοθείσα επί αίτησης της καθ' ης, υποχρεώθηκαν οι αιτούντες εις ολόκληρο να καταβάλουν το ισόποσο σε ευρώ κατά την ημέρα πληρωμής των 153.494,69 CHF, πλέον τόκων και δικαστικών εξόδων και στις 12.11.2013 τους κοινοποιήθηκε αντίγραφο πρώτου απογράφου της διαταγής, με την από 31.10.2013 επιταγή προς πληρωμή, ενώ στις 29.11.2013 κοινοποιήθηκε στην καθ' ης η ασκηθείσα σε αυτό το Δικαστήριο (τακτική διαδικασία) από 28.11.2013 και υπ' αριθ. κατάθεσης 100352/20189/28.11.2013 ανακοπή των αιτούντων, όπου σωρεύονται παραδεκτά ανακοπές κατά της διαταγής πληρωμής και κατά της, δυνάμει αυτής, επισπευδόμενης εκτέλεσης. Η διαταγή εκδόθηκε για οφειλή των αιτούντων από την υπ' αριθ. 2112148/8.3.2005 σύμβαση στεγαστικού δανείου και την υπ' αριθ. 2112148/19.7.2006 πρόσθετη πράξη τροποποίησης, σε συνδυασμό με την πρόσθετη πράξη 2112184/6.3.2007, με την οποία το ανεξόφλητο ποσό του δανείου μετατράπηκε σε ελβετικά φράγκα. Στη σύμβαση των μερών συνομολογήθηκε μεταξύ άλλων ο όρος 8.1, σύμφωνα με τον οποίο σε περίπτωση καταγγελίας, η τράπεζα δικαιούται αλλά δεν υποχρεούται να μετατρέψει το σύνολο της ληξιπρόθεσμης οφειλής, από ελβετικά φράγκα σε ευρώ, υπολογίζοντας τη μετατροπή αυτή, με την τιμή αγοράς των ελβετικών φράγκων, που θα ισχύει κατά την ημερομηνία καταγγελίας της σύμβασης, σύμφωνα με το ημερήσιο δελτίο συναλλάγματος της τράπεζας, εκείνης της ημέρας, όρος με τον οποίο η καθ' ης ουσιαστικά επέρριπτε τον κίνδυνο της αλλαγής της συναλλαγματικής ισοτιμίας στους δανειολήπτες, χωρίς, όπως πιθανολογήθηκε, να τους ενημερώσει, όπως ήταν υποχρεωμένη, για τον κίνδυνο που θα επαγόταν ενδεχόμενη διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας και να τους διαφωτίσει ως προς τις συνέπειες τέτοιας διακύμανσης, αντίθετα, όπως το σύνολο των τραπεζών τότε, καλλιεργώντας σε αυτούς την προσδοκία, για εξακολούθηση της σταθερότητας της διακύμανσης ισοτιμίας ευρώ - ελβετικού φράγκου, που είχε παρατηρηθεί τα προηγούμενα χρόνια και υπερτονίζοντας, παράλληλα, το πλεονέκτημα της επιτοκιακής διαφοράς EURIBOR και LIBOR CHF. Οι αιτούντες δεν είχαν κάποια σύνδεση με το αλλοδαπό νόμισμα, ούτε διέθεταν εισόδημα σε ελβετικά φράγκα. Ο 1ος από αυτούς διατηρεί ατομική επιχείρηση και η 2η είναι δικηγόρος στην Κομοτηνή. Ακόμη και εάν υποτεθεί ότι η 2η, λόγω των νομικών γνώσεων της, θα μπορούσε να αντιληφθεί τον κίνδυνο ακόμη και χωρίς την εκπλήρωση της υποχρέωσης πληροφόρησης εκ μέρους της Τράπεζας, όπως η τελευταία αντιτείνει, και πάλι δεν διέθετε ειδικές γνώσεις αναφορικά με τους νομισματικούς κανόνες, τις συνθήκες της αγοράς και το κόστος του  χρήματος,  ενώ εκτιμάται ότι οι όποιες αμφιβολίες οποιουδήποτε - μη ασχολούμενου με το οικονομικό/τραπεζικό σύστημα -δανειολήπτη θα μπορούσαν να καμφθούν μπροστά στις διαβεβαιώσεις του εκπροσώπου της Τράπεζας, ως έμπειρου και εκ των έσω γνώστη της σχετικής αγοράς, για το όφελος μιας τέτοιας επιλογής και τις ασθενείς πιθανότητες διάψευσης της προσδοκίας αυτής. Συνεπώς, ακόμη και αν γίνει δεκτό, ότι οι δανειολήπτες, ενόψει και του μορφωτικού τους επιπέδου, ήταν σε θέση να αντιληφθούν και πράγματι αντιλήφθηκαν ότι αναλαμβάνουν αυτόν τον κίνδυνο, δεν πιθανολογείται ότι κατανόησαν τις οικονομικές συνέπειες που θα μπορούσε να έχει για τους ίδιους ο παραπάνω όρος, αφού η καθ' ης δεν τους παρείχε εξειδικευμένες πληροφορίες, ώστε να μπορέσουν να συγκρίνουν το συγκεκριμένο τραπεζικό προϊόν, με ένα δάνειο π.χ. σε ευρώ, ώστε να αντιληφθούν την πορεία του δανείου τους καθ' όλη τη διάρκεια του συμφωνηθέντος χρόνου αποπληρωμής, ούτε τους ενημέρωσε παραθέτοντας συγκεκριμένα παραδείγματα, ότι τυχόν δυσμενής εξέλιξη της ισοτιμίας θα μπορούσε, όχι μόνο να εξανεμίσει τα οφέλη από την εφαρμογή χαμηλού επιτοκίου, αλλά να  επιφέρει ιδιαίτερα  επαχθείς, γι' αυτούς, συνέπειες, οφειλόμενες στον πολλαπλασιασμό του επιστρεπτέου κεφαλαίου του δανείου, με αποτέλεσμα οι ανακόπτοντες να μην μπορούν να αντιληφθούν σε πραγματικά μεγέθη, το ύψος του ανεξόφλητου κεφαλαίου του δανείου, σε περίπτωση που η ισοτιμία μεταξύ ευρώ και ελβετικού φράγκου, διαφοροποιούνταν σε βάρος του πρώτου (βλ. ΔΕΚ, υπόθεση C-26/13/30-4-2014, σκέψεις 73-75), καθώς και ότι υπήρχε βάσιμη πιθανότητα να επέλθει ο κίνδυνος αυτός, με αποτέλεσμα, κατά τον σχηματισμό της δικαιοπρακτικής τους απόφασης, να μην αντιληφθούν τις συμβατικές δεσμεύσεις που ανέλαβαν, ιδίως όσον αφορά τη σχέση παροχής και αντιπαροχής. Με τα παραπάνω δεδομένα, ο προαναφερόμενος - προδιατυπωμένος από την Τράπεζα και περιλαμβανόμενος στους γ.ο.σ. - όρος, με τον οποίο επιρρίφθηκε στους δανειολήπτες ο συναλλαγματικός κίνδυνος, είναι αόριστος και ασαφής και ως εκ τούτου καταχρηστικός και άκυρος, αφού με αυτόν παραβιάσθηκε από την τράπεζα, η υποχρέωση σαφήνειας και διαφάνειας των γ.ο.σ., που επιτάσσει οι όροι να είναι διατυπωμένοι κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή, ώστε ο απρόσεκτος μεν, ως προς την ενημέρωση του, αλλά διαθέτων τη μέση αντίληψη, κατά τον σχηματισμό της δικαιοπρακτικής του απόφασης, καταναλωτής, να γνωρίζει τις συμβατικές δεσμεύσεις, που αναλαμβάνει, ιδίως δε, όσον αφορά στη σχέση παροχής και αντιπαροχής (ΕφΠειρ 711/2011, ΔΕΕ 2012,356). Συγκεκριμένα, με την ως άνω ρήτρα δεν παρουσιάζονται, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των συμβαλλόμενων στη σύμβαση, αφού δεν διατυπώνεται ευκρινώς, Ο τρόπος λειτουργίας της συναλλαγματικής ισοτιμίας, η μέθοδος και οι ιδιαιτερότητες του μηχανισμού μετατροπής του εγχώριου νομίσματος, σε ξένο νόμισμα, καθώς, επίσης, και η σχέση μεταξύ του μηχανισμού αυτού και των τυχόν άλλων, που προβλέπουν ετέρες ρήτρες, σχετικά με την αποδέσμευση και την αποπληρωμή του δανείου, ούτως ώστε ο καταναλωτής και, εν προκειμένω, οι ανακόπτοντες να γνωρίζουν εκ των προτέρων, τις συμβατικές δεσμεύσεις, που ανέλαβαν. Το ότι ο επίμαχος όρος ήταν σαφώς διατυπωμένος από γραμματική άποψη δεν αρκεί για να κριθεί έγκυρος, βάσει των κριτηρίων, που ο ν. 2251/1994 και η Οδηγία 93/13/ΕΟΚ θέτουν, αφού, εξαιτίας της παραπάνω αοριστίας του, ως προς τις οικονομικές συνέπειες του, οδηγεί και οδήγησε, ουσιαστικά, στη διάψευση των τυπικών και δικαιολογημένων προσδοκιών των καταναλωτών σε σχέση με την εξέλιξη της συναλλακτικής τους σχέσης με την τράπεζα. Με το δεδομένο αυτό, κρίνεται ότι η ακυρότητα του όρου αυτού συμπαρασύρει σε ακυρότητα ολόκληρη τη δικαιοπραξία, κατά τη διάταξη του άρθρου 181 ΑΚ, αφού εκτιμάται ότι τα μέρη δε θα επιχειρούσαν τη δικαιοπραξία, χωρίς το άκυρο μέρος, αλλά, αντίθετα, απέβλεπαν σε αυτή, ως ενιαίο κατ αδιάσπαστο σύνολο (βλ. όμοιες σκέψεις και κρίσεις στις ΠΠΑΟ 3789/2015 κατ ΜΠΛαμ 134/2015, δημ. σε Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, οι συγκεκριμένοι δανειολήπτες δεν θα μπορούσαν κατ δεν μπόρεσαν εν τέλει, να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις της συγκεκριμένης δανειακής σύμβασης, παρά μόνο με όρους ιδιαίτερα ευνοϊκούς, οι οποίοι συνέτρεχαν κατά τον χρόνο κατάρτισης βάσει της ισοτιμίας των δύο νομισμάτων, η δε τράπεζα συμφώνησε, μετακυλύοντας όμως τον κίνδυνο της συναλλαγματικής ισοτιμίας στους δανειολήπτες και παραλείποντας επιπλέον να τους ενημερώσει για τη δυνατότητα αγοράς προγράμματος ασφάλειας, το οποίο θα τους προστάτευε σε περίπτωση επέλευσης του κινδύνου αυτού. Σημειωτέον ότι η καθ' ης δεν αμφισβητεί την παράλειψη της υποχρέωσης της για πλήρη και εξειδικευμένη ενημέρωση των αιτούντων, τόσο σε επίπεδο τυχόν οικονομικής επιβάρυνσης σε περίπτωση ανατροπής του σκηνικού της συναλλαγματικής ισοτιμίας, όσο και σε σχέση με την θωράκιση τους, μέσω σχετικού ασφαλιστικού προγράμματος και επί της ουσίας ισχυρίζεται ότι και αυτή η υποχρέωση (πληροφόρησης δηλαδή) βάρυνε εξαρχής τους ίδιους τους δανειολήπτες, οι οποίοι διαθέτοντας τις αναγκαίες γνώσεις όφειλαν να έχουν πραγματοποιήσει έρευνα αγοράς, αλλά και να έχουν προβλέψει, αντλώντας στοιχεία από τις διεθνείς αγορές, τον κίνδυνο συναλλαγματικής διακύμανσης σε βάρος τους. Η θέση αυτή επιβεβαιώνει τους ισχυρισμούς των ανακοπτόντων για τις παραλείψεις της ίδιας της δανείστριας που επισημάνθηκαν και ενισχύει την εκτίμηση ότι προσχώρησαν σε όρο του οποίου ούτε τις οικονομικές συνέπειες, ούτε την επίδραση στην διαμόρφωση της αντιπαροχής ήταν δυνατό να αντιληφθούν, η δε καθ' ης τράπεζα, μέσω του ίδιου όρου είχε τη μονομερή δυνατότητα σε περίπτωση καταγγελίας να επιλέξει την πληρωμή στο νόμισμα που θα την συνέφερε περισσότερο, βγαίνοντας κερδισμένη σε κάθε περίπτωση.

 

Συντρέχουν, συνεπώς, κατ' αρχάς νόμιμη και εμπρόθεσμη άσκηση ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής και περαιτέρω πιθανολόγηση της ευδοκίμησης του ανωτέρω λόγου της περί ακυρότητας της σύμβασης, αλλά και της σημαντικής οικονομικής βλάβης που απειλείται κατά των αιτούντων, εφόσον εξακολουθήσει η εκτέλεση. Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτή η αίτηση (χωρίς περαιτέρω έρευνα των λοιπών λόγων ανακοπής), ως ουσιαστικά βάσιμη, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. Τα δικαστικά έξοδα των αιτούντων, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της καθ' ης, λόγω της ήττας της, κατ' αποδοχή του σχετικού αιτήματος, όπως ορίζεται στο διατακτικό (άρθρα 178, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ με παρόντες τους διαδίκους.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ την αίτηση.

 

ΑΝΑΣΤΕΛΛΕΙ την αναγκαστική εκτέλεση, που επισπεύδεται σε βάρος των αιτούντων, δυνάμει της με αριθ. 30250/2013 διαταγής πληρωμής της Δικαστή αυτού του Δικαστηρίου, μέχρι την έκδοση απόφασης επί της από 28.11.2013 και υπ' αριθ. κατάθεσης 160352/20189/28.11.2013 ανακοπής, που έχουν ασκήσει οι αιτούντες στο Δικαστήριο αυτό (τακτική διαδικασία) και υπό τον όρο συζήτησης της στην ορισθείσα δικάσιμο (5.4.2016).

 

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της καθ' ης τα δικαστικά έξοδα των αιτούντων, που ορίζει σε τριακόσια ευρώ ( 300).

 

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 9 Φεβρουαρίου 2016.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                 Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

                                                                          (Για τη δημοσίευση)