ΜΠρΑθ 6693/2015

 

Διεθνής οδική μεταφορά αλιευμάτων από την Ελλάδα στην Ιταλία - Ανάμειξη παραγγελιοδόχου μεταφοράς - Εφαρμογή CMR - Διεθνής πώληση με τη ρήτρα ex works ή ex stores - Τοκοδοσία του άρθρου 27 παρ. 1 CMR - Εφαρμογή της  σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τις Διεθνείς Πωλήσεις Κινητών Πραγμάτων - Εξουσία διάθεσης - Περάτωση ασφαλιστικής σύμβασης -.

 

’σκηση πλαγιαστικής αγωγής από τον παραγγελέα και πωλητή των αλιευμάτων κατά του ασφαλιστή. Εφαρμογή CMR (Ν. 559/77). Εννοιες του παραγγελιοδόχου μεταφοράς και του πραγματικού μεταφορέα. Η CMR ρυθμίζει κατ΄αρχήν μόνο την σύμβαση μεταφοράς και όχι και τη σύμβαση παραγγελίας μεταφοράς ως προς την οποίαν εφαρμόζεται μόνο εμμέσως. CMR. Εγγυητική ευθύνη του παραγγελιοδόχου, Νόθος αντικειμενική ευθύνη του μεταφορέα. Διεθνής πώληση με τη ρήτρα ex works ή ex stores  σύμφωνα με την οποίαν το πράγμα παραδίδεται στις εγκαταστάσεις του πωλητή, με αποτέλεσμα  ο κίνδυνος να μεταβαίνει στον αγοραστή, ο οποίος υποχρεούται να πληρώσει το τίμημα ενώ το εμπόρευμα ταξιδεύει με κίνδυνο του αγοραστή. Η τοκοδοσία του άρθρου 27 παρ. 1 CMR εφαρμόζεται μόνον ως προς το μεταφορέα και όχι και ως προς τον παραγγελιοδόχο ή στις τυχόν αξιώσεις αναγωγής καθώς πρόκειται για ζήτημα αναγόμενο στις συνέπειες της υπερημερίας του καθενός υποχρέου μετά την όχλησή του από τον δικαιούχο. Εφαρμογή της σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών για τις Διεθνείς Πωλήσεις Κινητών Πραγμάτων που έχει κυρωθεί από την Ελλάδα με το Νόμο 2532/1997 (ΦΕΚ Α΄227/11/1997). Διεθνής σύμβαση για την πώληση κινητών πραγμάτων κατά την σύμβαση αυτή. Εξουσία διάθεσης. Εφαρμογή άρθρων 12 και 13 CMR. Η έννοια της περάτωσης της ασφαλιστικής σύμβασης. Η δήλωση του ασφαλιστή για την περάτωση της ασφαλιστικής σύμβασης  πρέπει να γίνεται εγγράφως και παράγει τα νομικά αποτελέσματά της από την περιελευσή της στον ασφαλισμένο. Το ίδιο συμβαίνει και επί λύσεως της συμβάσεως με συστημένη επιστολή. Πρέπει να αποδεικνύεται η λήψη της από το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται. Δεκτή η πλαγιαστική αγωγή του παραγγελέα και πωλητή των αλιευμάτων κατά του ασφαλιστή του παραγγελιοδόχου μεταφοράς.

 

 

 

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

 

 

Αριθμός απόφασης 6693/2015

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

 

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Γεωργία Πολυδώρου, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών και από τη Γραμματέα Σταυρούλα Λεβέντη.

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 25 Φεβρουαρίου 2015, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

Της καλούσας-ενάγουσας: της εταιρίας με την επωνυμία «ΘΑΛΑΣΚΟ ΑΛΙΕΥΤΙΚΗ ΝΑΥΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΑΝΕ», που εδρεύει στον Ταύρο Αττικής, επί της οδού Πειραιώς αριθμ. 226 και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Μιχαήλ Πατεράκη.

 

Της καθ'ης η κλήση-εναγομένης: ανώνυμης ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «INTERNATIONAL LIFE ΑΕΓΑ», πρώην με την επωνυμία INTERNATIONAL HELLAS ΑΝΩΝΥΜΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», που εδρεύει στο Μαρούσι Αττικής, επί της λεωφόρου Κηφισίας αρ.7 και Νεαπόλεως αρ. 2 και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια του πληρεξουσίου δικηγόρου της Απόστολου Ζιάκα.

 

Η καλούσα-ενάγουσα ζήτησε να γίνει δεκτή η από 15-01-2014 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 2190/2014 και με γενικό αριθμό κατάθεσης 16906/2014 αγωγή της ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, η οποία προσδιορίσθηκε για να συζητηθεί κατά την δικάσιμο της 04-06-2014, κατά την οποία η συζήτηση της ματαιώθηκε.

 

Ήδη η υπόθεση εισάγεται προς συζήτηση με την από 15-062014 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 1126/2014 και με γενικό αριθμό κατάθεσης 73728/2014 κλήση της καλούσας-ενάγουσας, η οποία προσδιορίσθηκε για να συζητηθεί κατά την δικάσιμο της 03-122014, κατά την οποία η συζήτηση της αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

 

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις τους.

 

 

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 15-06-2014 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 1126/2014 και με γενικό αριθμό κατάθεσης  73728/2014 κλήση της καλούσας-ενάγουσας, νόμιμα εισάγεται προς συζήτηση η από 15-01-2014 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου2190/2014 και με γενικό αριθμό κατάθεσης 16906/2014 αγωγή της ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, η οποία προσδιορίσθηκε για να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 04-06-2014, κατά την οποία η συζήτηση της ματαιώθηκε.

 

Η από 19 Μαΐου 1956 υπογραφείσα Διεθνής Σύμβαση της Γενεύης επί του Συμβολαίου δια την διεθνή μεταφορά εμπορευμάτων οδικώς (C.M.R.), η οποία κυρώθηκε από την Ελλάδα με τον Ν. 559/1977, όπως αυτή τροποποιήθηκε με το από 5-7-1976 πρωτόκολλο της Γενεύης [που κυρώθηκε με τον Ν. 1533/1986] και η οποία υπερισχύει κάθε άλλης αντίθετης διατάξεως Νόμου, κατά το άρθρο 28 § 1 ισχύοντος Συντάγματος, ρυθμίζει τη διεθνή μεταφορά εμπορευμάτων, η οποία διεξάγεται οδικώς με οχήματα επ' αμοιβή σε χώρα διαφορετική από εκείνη της παραλαβής τους, εκ των οποίων μία τουλάχιστον από αυτές είναι συμβαλλόμενη χώρα στην άνω Διεθνή Σύμβαση, άσχετα από τον τόπο διαμονής ή την εθνικότητα των συμβαλλομένων. Η σύμβαση μεταφοράς, είτε πρόκειται για εσωτερική είτε για διεθνή μεταφορά, αφορά κατ' αρχήν τρία πρόσωπα, δηλαδή τον αποστολέα ή φορτωτή, το μεταφορέα, ο οποίος διαθέτει τα μεταφορικά μέσα και εκτελεί το έργο της μεταφοράς και τον παραλήπτη. Όμως πολλές φορές στη μεταφορά παρεμβάλλεται και τέταρτο πρόσωπο, ο παραγγελιοδόχος μεταφοράς, ο οποίος, όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρ. 90 - 107 του ΕμπΝ, προκειμένου για μεταφορά ειδικότερα πραγμάτων οδικώς, αναλαμβάνει με σύμβαση με τον παραγγελέα, δηλαδή συνήθως τον αποστολέα, να ενεργήσει στο δικό του όνομα, για λογαριασμό όμως του παραγγελέα, ό,τι απαιτείται για την πραγμάτωση της μεταφοράς που αυτός του αναθέτει, ιδίως δε να μεριμνήσει για την ανεύρεση του μεταφορέα και τη σύναψη μ’ αυτόν σύμβασης για την εκτέλεση της μεταφοράς. Η μεταξύ αποστολέως και μεταφορέως ή παραγγελιοδόχου μεταφοράς σύμβαση μεταφοράς αποτελεί μορφή της συμβάσεως μισθώσεως έργου. Η δια συμβάσεως εργολαβίας συνδέουσα τα συμβαλλόμενα μέρη σχέση δεν είναι σχέση πρόστησης, δεδομένου ότι, ουσιώδες της εν λόγω συμβάσεως στοιχείο είναι η ανεξαρτησία του εργολάβου κατά την εκτέλεση του αναληφθέντος έργου (ΕφΑθ 334/2002, ΕπισκΕμπΔ 2002.551, ΕφΑθ 4414/1975, Αρμ 1976.187). Κατά τη διάταξη του άρθρ. 97 του ΕμπΝ ο παραγγελιοδόχος μεταφοράς ευθύνεται για κάθε απώλεια ή φθορά των μεταφερόμενων πραγμάτων, ανεξάρτητα από πταίσμα του, εκτός αν συμφωνήθηκε το αντίθετο ή υπήρξε "ακαταμάχητη δύναμη", νομιμοποιείται δε να στραφεί απ’ ευθείας κατ’ αυτού και ο παραλήπτης των πραγμάτων που δεν συμβλήθηκε μαζί του, αφού η σύμβαση παραγγελίας μεταξύ αποστολέα και παραγγελιοδόχου λειτουργεί ως γνήσια κατά το άρθρ. 411 ΑΚ σύμβαση υπέρ του παραλήπτη (ΟλΑΠ 33/1998 ΕλλΔνη 1998.1262, ΔΕΕ 1998.990). Η ευθύνη δηλαδή του παραγγελιοδόχου μεταφοράς είναι κατά την παραπάνω έννοια εγγυητική και ευθύνεται εις ολόκληρο με το μεταφορέα για την καλή από αυτόν εκτέλεση της μεταφοράς, στο μέτρο βέβαια που και ο τελευταίος ευθύνεται (ΑΠ 304/2007). Επομένως, ναι μεν η από 19.5.1956 Σύμβαση της Γενεύης ρυθμίζει μόνον τη σύμβαση μεταφοράς και όχι και τη σύμβαση παραγγελίας μεταφοράς, όμως στο μέτρο που ανακύπτει κατά τη Σύμβαση αυτή ευθύνη του μεταφορέα, ευθύνεται εγγυητικά και εις ολόκληρο μ' αυτόν και ο παραγγελιοδόχος μεταφοράς, με αποτέλεσμα να εφαρμόζεται εμμέσως η ως άνω διεθνής σύμβαση και ως προς την ευθύνη του τελευταίου (ΑΠ 1119/1997 ΔΕΕ 1997.1189, ΕφΠειρ 421/2009, Νόμος). Δεν αποκλείεται βέβαια ο παραγγελιοδόχος μεταφοράς να ευθύνεται και για δικές του προσωπικές πράξεις ή παραλείψεις, στην περίπτωση όμως αυτή η ευθύνη του θεμελιώνεται στις διατάξεις του κοινού δικαίου (ΑΠ 1795/2012, Νόμος, ΑΠ 1319/2011, ΑΠ 304/2007, πρβλ. και ΑΠ 1741/2008, 1909/2009). Εξ άλλου, εκ του συνδυασμού των διατάξεων των άρθρων 3, 4, 5, 6, 12, 13 § 1 εδάφ. β' και 17 § 1 της από 1,9 Μαΐου 1956 υπογραφείσης Διεθνούς Συμβάσεως της Γενεύης επί του Συμβολαίου δια την διεθνή μεταφορά εμπορευμάτων οδικώς (C.M.R.), συνάγεται ότι επί διεθνούς μεταφοράς εμπορευμάτων, η οποία διεξάγεται οδικώς με οχήματα επ' αμοιβή σε χώρα διαφορετική από εκείνη της παραλαβής των, εκ των οποίων μία τουλάχιστον από αυτές είναι συμβαλλόμενη χώρα στην άνω Διεθνή Σύμβαση, άσχετα από τον τόπο διαμονής ή την εθνικότητα των συμβαλλομένων, η σύμβαση μεταφοράς επιβεβαιώνεται με τη σύνταξη του δελτίου παραδόσεως, το οποίο εκδίδεται σε τρία αντίγραφα, που υπογράφονται από τον αποστολέα και τον μεταφορέα. Το πρώτο από αυτά παραδίδεται στον αποστολέα, το δεύτερο συνοδεύει τα μεταφερόμενα εμπορεύματα και το τρίτο κρατείται από τον μεταφορέα. Ο αποστολέας έχει δικαίωμα να διαθέσει τα εμπορεύματα, ζητώντας από το μεταφορέα (ενδεικτικά:) να σταματήσει τη διαμετακόμιση τους, να αλλάξει τον τόπο της παραδόσεως τους ή και να τα παραδώσει σε άλλον παραλήπτη, διαφορετικόν από τον αναφερόμενο στο ως άνω δελτίο παραδόσεως αυτών. Το δικαίωμα όμως αυτό του αποστολέα παύει να υφίσταται, όταν το δεύτερο ως άνω αντίγραφο του δελτίου παραδοθεί στον παραλήπτη των εμπορευμάτων ή όταν ο ίδιος ο παραλήπτης τους ασκήσει τα δικαιώματα, που του παρέχονται από τη διάταξη του άρθρου 13 § 1 της Συμβάσεως. Σύμφωνα με αυτή, μετά την άφιξη των εμπορευμάτων στον τόπο παραδόσεως των, ο παραλήπτης δικαιούται να ζητήσει από το μεταφορέα να του παραδώσει το δεύτερο αντίγραφο του ως άνω δελτίου καθώς επίσης και τα εμπορεύματα. Αν απώλεια των εμπορευμάτων διαπιστωθεί ή αν αυτά δεν φθάσουν μετά τη λήξη του προβλεπομένου από το άρθρο 19 της Συμβάσεως χρονικού διαστήματος, δηλ. όταν, δεν παραδοθούν εντός του συμφωνημένου χρονικού ορίου ή σε περίπτωση μη υπάρξεως τέτοιας συμφωνίας, εντός του χρόνου που κρίνεται εύλογος για μια παρόμοια επιμελή μεταφορά], ο παραλήπτης δικαιούται να ασκήσει επ’ ονόματι του κατά του υπαίτιου μεταφορέα οποιαδήποτε δικαιώματα προκύπτουν από τη σχετική σύμβαση μεταφοράς. Συνάγεται λοιπόν: α) ότι αυτός που έχει το κατά το άρθρο 12 § δικαίωμα της διαθέσεως των εμπορευμάτων είναι ο φορέας της αξιώσεως για αποζημίωση, λόγω απώλειας ή βλάβης αυτών, β) ότι το εν λόγω δικαίωμα, το οποίο δηλ. νομιμοποιεί ενεργητικώς τον ζημιωθέντα να στραφεί κατά του μεταφορέα, και να αξιώσει την αποκατάσταση της ζημίας του αποκτά ο παραλήπτης των πραγμάτων, αν ο αποστολέας αυτών προβεί σε σχετική προς τούτο εγγραφή στο δελτίο παραδόσεως αυτών, ή εάν, μετά την άφιξη αυτών ή τη διαπίστωση της απώλειας τους (ή της βλάβης τους) ασκήσει ο ίδιος τα από το άρθρο 13 της CMR παρεχόμενα, ως άνω ακριβώς αναφέρθηκαν, δικαιώματα του, γ) το γεγονός ότι η πώληση των πραγμάτων, τα οποία παραδόθηκαν για την μεταφορά τους προς τον αγοραστή αυτών, ως παραλήπτη τους, με σχετική δηλαδή σύμβαση, διεπόμενη από τις διατάξεις της CMR, που συνήψε ο πωλητής ως αποστολέας αυτών, ήταν πώληση, διεπόμενη από την ρήτρα EXW ή ex stores - ώστε ο κίνδυνος να έχει μεταστεί από την παράδοση για μεταφορά των εμπορευμάτων στον αγοραστή (παραλήπτη) αυτών -δεν σημαίνει, γι’ αυτό και μόνο το λόγο (και αναγκαστικώς) ότι απέκτησε ο αγοραστής [είτε συμπίπτει το πρόσωπο αυτό και με τον παραλήπτη των εμπορευμάτων, είτε και όχι] το δικαίωμα της διαθέσεως αυτών των πραγμάτων, χωρίς και την συνδρομή των αμέσως  πιο πάνω καθοριζόμενων όρων και προϋποθέσεων. Αντιθέτως, το ιδιαίτερο αυτό δικαίωμα της άσκησης της αποζημιωτικής αγωγής σε χρήμα, εκ μέρους του αποστολέα των μεταφερόμενων εμπορευμάτων εκπηγάζει από το γεγονός ότι αυτός ο ίδιος, έχοντας συμβληθεί προς τούτο με τον μεταφορέα, βάσει της προαναφερόμενης διατάξεως του άρθρου 12 § 1 της CMR, έχει εντεύθεν και εκ του νόμου (ex lege), το δικαίωμα της διαθέσεως των εμπορευμάτων (ΕφΠειρ 173/2011, ό.π., ΕφΑθ 5138/2005 ΕλλΔνη 47:590, ΕφΑθ 5758/2003 αδημ.). Το δικαίωμα αυτό του αποστολέα παύει όταν το δεύτερο αντίγραφο του εκδοθέντος από τον αποστολέα δελτίου παράδοσης CMR παραδοθεί στον παραλήπτη ή αν ο παραλήπτης ασκήσει το δικαίωμα αυτό. Περαιτέρω, εκ του συνδυασμού των διατάξεων των άρθρων 1 § 1, 3, 4, 17 §§ 1, 2, 18 § 1, 28, 29, 30 § 1 και 34 της εν λόγω Συμβάσεως προκύπτει ότι ο μεταφορέας ευθύνεται για την ολική ή μερική απώλεια και την βλάβη των εμπορευμάτων, η οποία λαμβάνει χώρα μεταξύ του χρόνου καθ' ον παρελήφθησαν τα εμπορεύματα προς μεταφορά και του χρόνου παραδόσεως των, ως επίσης και για οποιαδήποτε καθυστέρηση στην παράδοση (ΑΠ 998/2002 ΕλλΔνη 44:1332, ΕφΑθ 5138/2005 ΕλλΔνη 47:587, ΕφΑθ 4300/2006 ΕλλΔνη 48:591). Η ευθύνη του μεταφορέα είναι νόθος αντικειμενική και συνεπώς ο τελευταίος απαλλάσσεται αυτής εάν επικαλεσθεί και αποδείξει ότι η ως άνω απώλεια, βλάβη ή καθυστέρηση των μεταφερομένων εμπορευμάτων οφείλεται σε ένα από τα αναγραφόμενα στις §§ 2 και 4 του άρθρου 17 της CMR αίτια. Πρόκειται για συμβατική ευθύνη του μεταφορέα προς αποζημίωση εκείνου που είχε το δικαίωμα να διαθέσει τα εμπορεύματα και ο οποίος μπορεί να είναι ο αποστολέας ή ο παραλήπτης των εμπορευμάτων, αφού ο παραλήπτης, ακόμη και αν δεν συμβλήθηκε στη σύμβαση μεταφοράς, υπεισέρχεται σ' αυτή από τότε που θα ζητήσει την παράδοση των εμπορευμάτων, όπως αυτό προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρ. 12 §§ 1, 2, 3, 13 και 14 της Σύμβασης C.M.R. Επίσης, στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 23 της ως άνω Διεθνούς Σύμβασης ορίζεται ότι, σε περίπτωση που αξιώνεται αποζημίωση για ολική ή μερική απώλεια εμπορευμάτων, αυτή υπολογίζεται με αναφορά προς την αξία τους στον τόπο και κατά το χρόνο που έγιναν δεκτά προς μεταφορά, η εν λόγω δε αξία ορίζεται σύμφωνα με την τιμή του χρηματιστηρίου εμπορευμάτων ή αν δεν υπάρχει τέτοια, σύμφωνα με την τρέχουσα τιμή της αγοράς και αν ούτε τέτοια υπάρχει, με αναφορά προς τη συνήθη τιμή εμπορευμάτων του ίδιου είδους και της ίδιας ποιότητας. Όμως, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του ίδιου ως άνω άρθρου 23 της Διεθνούς Σύμβασης, ορίστηκε ότι σε περίπτωση απώλειας ή βλάβης του φορτίου τίθεται ανώτατο όριο αποζημίωσης, η οποία δεν μπορεί να υπερβεί τις 8,33 μονάδες λογαριασμού κατά χιλιόγραμμο ελλείποντος μεικτού βάρους. Ως μονάδα λογαριασμού νοείται το Ειδικό Τραβηκτικό Δικαίωμα (ΕΤΔ) (SDR = Special Drawing Right) του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, το οποίο μετατρέπεται σε ευρώ με βάση την ισοτιμία του με το ευρώ κατά την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης, ήτοι κατά το χρόνο της συζήτησης της υπόθεσης στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο (ΑΠ 303/1992, ΑΠ 300/1992 ΕΕμπΔ 1992.562). Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι τα περιστατικά που εμφανίζουν την αξιούμενη με την αγωγή χρηματική αποζημίωση ως μη υπερβαίνουσα το τιθέμενο όριο αποζημίωσης δεν αποτελούν στοιχεία του πραγματικού της αξίωσης αποζημίωσης και συνακόλουθα στοιχεία της ιστορικής βάσης της αγωγής αποζημίωσης, αλλά αντιθέτως τα περιστατικά που εμφανίζουν υπέρβαση, με την αξιούμενη αποζημίωση, του ως άνω ορίου ανάγονται στην ιστορική βάση αντίστοιχης ένστασης του εναγομένου, επειδή αποτελούν προϋποθέσεις της υπέρ αυτού εφαρμογής κανόνος δικαίου διακωλυτικού εν μέρει της γενέσεως υπέρ του ζημιουμένου δικαιώματος πλήρους για θετική ζημία αποζημίωσης, όπως αυτή νοείται στα άρθρα 297 και 298 ΑΚ (ΑΠ 1152/1990 ΕΜετΔ 5. 97, ΑΠ 405/1989 ΕΕμπΔ 1991 243, ΕΑ 334/2002 ό.π., ΕφΘεσσαλ 230/2002, ΕπισκΕμπΔ 2002.425). Η συμβατική αυτή ευθύνη ενδέχεται να συρρέει με αδικοπρακτική ευθύνη του μεταφορέα, που μπορεί κατά το άρθρ. 914 ΑΚ να υπάρχει έναντι του κυρίου μόνον των εμπορευμάτων, αν η απώλεια ή η βλάβη των εμπορευμάτων, ως πράξη παράνομη, οφείλεται σε υπαιτιότητα του μεταφορέα (ΑΠ 420/2003, 1060/2003). Ωστόσο κατά το άρθρ. 28§1 της Σύμβασης C.M.R., ο μεταφορέας μπορεί να επωφεληθεί από τις ευνοϊκές γι’ αυτόν διατάξεις της, που αποκλείουν την ευθύνη του ή ορίζουν ή περιορίζουν την οφειλόμενη απ' αυτόν αποζημίωση και να αποκλείσει έτσι και την αδικοπρακτική ευθύνη του. Όμως, όπως ορίζει περαιτέρω το άρθρο 29 § 1 της άνω διεθνούς συμβάσεως, ο μεταφορέας δεν θα δικαιούται να επωφεληθεί των διατάξεων της συμβάσεως οι οποίες αποκλείουν ή περιορίζουν την ευθύνη του ή οι οποίες μεταφέρουν το βάρος της αποδείξεως, εάν η ζημία προκλήθηκε λόγω ηθελημένης κακής διαχείρισης αυτού, ή λόγω τέτοιας παράλειψης του η οποία, σύμφωνα με την νομοθεσία του Δικαστηρίου που έχει την δικαιοδοσία της υποθέσεως, θεωρείται ως ισοδυναμούσα με ηθελημένη κακή διαχείριση από μέρους του. Ο όρος "ηθελημένη κακή διαχείριση", που αποτελεί απόδοση στην ελληνική του όρου "willful misconduct" από το πρωτότυπο και επίσημο αγγλικό κείμενο της ως άνω διεθνούς Συμβάσεως, που υιοθέτησε η Ελλάδα, ως βαθμός πταίσματος, με τη συνδρομή του οποίου ο μεταφορέας ενέχεται κατά το κοινό δίκαιο προς πλήρη αποζημίωση του παθόντος, είναι άγνωστος στο ελληνικό δίκαιο και δεν ταυτίζεται ούτε με τον άμεσο δόλο, κατά τον οποίο ο δράστης επιδιώκει το παράνομο αποτέλεσμα, ούτε με τον ενδεχόμενο δόλο, κατά τον οποίο ο δράστης προβλέπει το αποτέλεσμα, ως ενδεχόμενο και το αποδέχεται. Αποτελεί μορφή πταίσματος ελαφρύτερη της έννοιας του δόλου, άμεσου ή έμμεσου, αλλά διαφοροποιείται και από την έννοια της βαριάς αμέλειας, κατά την οποία ο δράστης δεν καταβάλλει ούτε την απαιτούμενη στις συναλλαγές επιμέλεια, διότι από μεγάλη αδιαφορία ή απερισκεψία δεν έχει αντίληψη των επιζήμιων συνεπειών της συμπεριφοράς του. Τούτο δε διότι, ενώ στη μορφή αυτή της αμέλειας, το μέτρο της επιμέλειας που απαιτείται κρίνεται αντικειμενικώς, στην ηθελημένη (willful) κακή διαχείριση, απαιτείται αναγκαίως η συνδρομή και του υποκειμενικού στοιχείου, ήτοι της ψυχικής εκείνης στάσεως του μεταφορέα που γνωρίζει ότι η ενέργεια του ή η παράλειψη του επαυξάνει τον κίνδυνο πραγματώσεώς του ζημιογόνου αποτελέσματος. Συμφωνά, με τα ανωτέρω λαμβάνοντας υποψήφιο αντικείμενο και τον σκοπό της ως άνω Συμβάσεως, που αποβλέπει στην ομοιομορφία διεθνώς των όρων και της εντάσεως της ευθύνης του μεταφορέα προς απεριόριστη αποζημίωση και για πταίσμα ελαφρύτερο του ενδεχομένου δόλου, ο ανωτέρω όρος της "ηθελημένης κακής διαχειρίσεως", ως μορφή πταίσματος περιλαμβάνει, εκτός από τον δόλο, άμεσο ή ενδεχόμενο, και τη συμπεριφορά εκείνη του μεταφορέα, κατά την οποία αυτός ενεργεί εν γνώσει του ότι η πράξη ή η παράλειψη του οδηγεί σε επαύξηση του κινδύνου επελεύσεως του ζημιογόνου αποτελέσματος για το οποίο επιδεικνύει αδιαφορία χωρίς όμως, κατ' ανάγκη και να το αποδέχεται (ΟλΑΠ 18/1998 ΕλλΔνη 39:367=ΝοΒ  46:941, ΑΠ 1715/2007 ΕλλΔνη 48:1419, ΕφΠειρ 173/2011, ό.π., ΕφΑΘ 5138/2005 ΕλλΔνη 47:590, ΕφΛαρ 157/2009 ΕπισκΕΔ 2010:506). Περαιτέρω, όταν μία σύμβαση πωλήσεως συνδέεται με περισσότερες έννομες τάξεις, το δίκαιο που διέπει την πώληση αυτή προσδιορίζεται κατ’ αρχήν από τους κανόνες του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου. Προκειμένου όμως να διευκολύνονται τα συμβαλλόμενα μέρη, υπεγράφη - μετά μακρές διαπραγματεύσεις - στη Βιέννη στις 11.4.1980 η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τις συμβάσεις διεθνών πωλήσεων κινητών πραγμάτων (στο εξής: Σ.Β.), τέθηκε σε ισχύ την 1.1.1988 και έχει ήδη καταστεί εσωτερικό δίκαιο σε πολλές χώρες, μεταξύ των οποίων η Ιταλία, αλλά και η Ελλάδα με τον ν. 2532/1997, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ από 1.2.1999 και υπερισχύει των αντίστοιχων διατάξεων του εθνικού δικαίου (άρθρο 28 παρ. 1 Σ/1975). Η ως άνω Σύμβαση ανήκει στην κατηγορία εκείνη των διεθνών συμβάσεων που θέτουν δίκαιο και, μάλιστα, στην υποκατηγορία των άμεσα εκτελεστών συμβάσεων. Σ' αυτό το σημείο πρέπει να διευκρινιστεί ότι η Σ.Β. δεν περιέχει αναγκαστικό δίκαιο, αλλά, αντίθετα, σ’ αυτήν επιβεβαιώνεται η θεμελιώδης αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας, επιτρέπει δηλαδή στα μέρη (βλ. άρθρο 6) να συμφωνήσουν ρυθμίσεις που αποκλίνουν από τις ρυθμίσεις της Σ.Β. ή ακόμη και να αποκλείσουν εντελώς την εφαρμογή της με ρητή ή και σιωπηρή συμφωνία τους (ρήτρα "opting out", Κορνηλάκης, Επίτομο Ειδικό Ενοχικό δίκαιο, έκδ. 2000, σελ. 58). Εννοείται, όμως, ότι όταν δεν υπάρχει αντίθετη συμφωνία κατά τα ως άνω, εφαρμόζονται οι διατάξεις της εν λόγω Σ.Β., κατά τις οποίες αυτή έχει εφαρμογή σε συμβάσεις πωλήσεως ή προμήθειας κινητών πραγμάτων μεταξύ μερών που έχουν κατά τον χρόνο κατάρτισης των συμβάσεων την εγκατάσταση τους (ή τη συνήθη διαμονή τους, κατά το άρθρο 10 στοιχ. β') σε διαφορετικά κράτη, εφόσον αυτά είναι "συμβαλλόμενα κράτη" (ΕφΛαμ 63/2006 ΕπισκΕΔ 2006:1108). Κατά το άρθρο 31 της ως άνω Σύμβασης «Αν ο πωλητής δεν υποχρεούται να παραδώσει το κινητά πράγματα σε άλλον ορισμένο τόπο, η υποχρέωση παράδοσης συνίσταται: α) Αν η σύμβαση πώλησης προβλέπει μεταφορά των πραγμάτων, στην παράδοση των πραγμάτων στον πρώτο μεταφορέα για μεταφορά στον αγοραστή....», ενώ κατά τα άρθρα 66 και 67 § 1 της Συμβάσεως αυτής, «η απώλεια ή βλάβη των κινητών πραγμάτων μετά τη μετάθεση του κινδύνου στον αγοραστή δεν τον απαλλάσσει από την υποχρέωση του να πληρώσει το τίμημα, εκτός αν η απώλεια ή βλάβη οφείλεται σε πράξη ή παράλειψη του πωλητή» και «αν η σύμβαση πώλησης προβλέπει μεταφορά των κινητών πραγμάτων και ο πωλητής δεν είναι υποχρεωμένος να τα παραδώσει σε ορισμένο τόπο, ο κίνδυνος μετατίθεται στον αγοραστή, όταν τα πράγματα παραδίδονται στον πρώτο μεταφορέα, προκειμένου να διαβιβασθούν στον αγοραστή, σύμφωνα με τη σύμβαση πώλησης. Αν ο πωλητής είναι υποχρεωμένος να παραδώσει τα πράγματα σε μεταφορέα σε ορισμένο τόπο, ο κίνδυνος μετατίθεται στον αγοραστή μόνον όταν τα πράγματα παραδοθούν στο μεταφορέα σε αυτόν τον τόπο. Το γεγονός ότι ο πωλητής είναι τυχόν εξουσιοδοτημένος να διατηρήσει τα παραστατικά έγγραφα των πραγμάτων δεν επηρεάζει τη μετάθεση του κινδύνου». Παρατηρείται όμως ότι οι εμπορικές συνήθειες, οι οποίες έχουν κωδικοποιηθεί με τον όρο Incoterms (βλ. την τελευταία κωδικοποίηση που.ετέθη σε ισχύ το 2010) από το Διεθνές Εμπορικό Επιμελητήριο (International Chamber of Commerce) και οι οποίες είτε έχουν συμφωνηθεί μεταξύ των συμβαλλομένων (άρθρο 9 § 1 της Σ.Β.) είτε εφαρμόζονται σιωπηρά μεταξύ αυτών και μάλιστα κατά τεκμήριο, εφόσον, δεν υπάρχει αντίθετη συμφωνία, με την προϋπόθεση βέβαια ότι πρόκειται για εμπορικές συνήθειες ευρέως διαδεδομένες, τις οποίες τα μέρη γνώριζαν ή όφειλαν να γνωρίζουν (άρθρο 9 § 2 της Σ.Β.) εκτοπίζουν την ανωτέρω εκτιθέμενη ρύθμιση του κινδύνου, όπως άλλωστε συμβαίνει και με όλες τις διατάξεις της Σ.Β. (Καλ. Παντελίδου Ζητήματα από την κατανομή του κινδύνου, ΧρΙΔ Β’ 2002:97-98, Δ. Φλάμπουρα-Γ. Πετρόχειλου, Η Σ.Β. για τη διεθνή πώληση κινητών πραγμάτων, όπως ερμηνεύεται από τα διαιτητικά δικαστήρια, ΕΕμπΔ 2000:47). Με τη ρήτρα ex stores, η οποία είναι ταυτόσημη κατά έννοια και περιεχόμενο με την ρήτρα ex works (EXW), κατά την οποία συμφωνείται ως τόπος παράδοσης των εμπορευμάτων ο τόπος της επαγγελματικής δραστηριότητας του πωλητή (ως προς τη ρήτρα «EXW» βλ. Δ. Φλάμπουρα, Οι κανόνες του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου για τη Διεθνή Εμπορική Πώληση (Incoterms 2000), ΔΕΕ 2000 260), το χρονικό σημείο μεταθέσεως του κινδύνου είναι αυτό της παραδόσεως στον πρώτο μεταφορέα (Φλάμπουρα, Οι κανόνες του Διεθνούς Εμπ. Επιμελητηρίου για τη Διεθνή Εμπορική Πώληση, ΔΕΕ 2000:268, ο ίδιος, Πρακτικά ζητήματα που γεννώνται από τη μετάθεση του κινδύνου κατά τη Σ.Β., Συνήγορος, Απρ.- Μάιος 1998 σ. 27). Μόνη όμως η μετάσταση του κινδύνου των μεταφερομένων πραγμάτων στον αγοραστή τους, κατά την προαναφερόμενη έννοια, ως αποτέλεσμα έχει την υποχρέωση αυτού να πληρώσει το τίμημα, χωρίς όμως και να συνεπάγεται η πλασματική παράδοση των πραγμάτων τη μεταβίβαση της κυριότητας τους στον ίδιο τον αγοραστή, διότι για την κτήση της κυριότητας, εκτός από τη σχετική συμφωνία μεταξύ πωλητή και αγοραστή και την πλασματική παράδοση των πωληθέντων πραγμάτων με τη φόρτωση  των πραγμάτων στο μεταφορικό μέσο προς αποστολή, απαιτείται και η μετάθεση της νομής τούτων στον τελευταίο, με την παράδοση σ’ αυτόν των φορτωτικών εγγράφων, σύμφωνα με το άρθρο 978 του ΑΚ (ΕφΠειρ 173/2011, Νόμος, ΕφΘεσ 553/2008 Αρμ 2010:367, ΕφΑΘ 5138/2005 ΕλλΔνη 47 [2006]:591).

 

Σύμφωνα εξάλλου και με τη διάταξη του άρθρου 522 εδ. Α’ του Αστικού Κώδικα, αφότου παραδοθεί το πωληθέν πράγμα, τον κίνδυνο για την τυχαία καταστροφή του φέρει ο αγοραστής. Η ρύθμιση, όμως, του προαναφερόμενου άρθρου έχει ενδοτικό χαρακτήρα και για το λόγο αυτό είναι έγκυρες και αποκλίνουσες συμφωνίες των μερών, με τις οποίες τοποθετείται εγγύτερα προς την πώληση ή απώτερα ο χρόνος μετάστασης του κινδύνου, καθορίζεται ευρύτερος ή στενότερος ο κύκλος των κινδύνων ή γίνεται διαφορετική κατανομή αυτών. Από τη μετάσταση του κινδύνου στον αγοραστή αυτός, σε περίπτωση οριστικής απώλειας του πράγματος, υποχρεούται να πληρώσει το τίμημα και μάλιστα εντόκως (άρθρο 529 ΑΚ), ακόμη και αν δεν λάβει το πράγμα, χωρίς να δικαιούται να αποκρούσει τη σχετική αξίωση του πωλητή αντιτάσσοντας την ένσταση του μη εκπληρωθέντος συναλλάγματος, κατ’ άρθρο 374 ΑΚ. Επίσης, ο αγοραστής, αφότου φέρει τον κίνδυνο, δικαιούται τα ωφελήματα του πράγματος (άρθρο 525 ΑΚ) και το περιελθόν στην πωλητή (άρθρο 338 ΑΚ), στο οποίο περιλαμβάνεται ιδίως η ασφαλιστική αποζημίωση και η αξίωση κατά τρίτου κατά τις διατάξεις περί αδικοπραξιών για αποζημίωση (πρβλ. ΕφΑΘ 4041/1981 ΕΕμπΔ 1988,246, ΕφΑΘ 827/1993 αδημ., Γεωργιάδη-Σταθόπουλου, ΕρμΑΚ, άρθρο 522). Εξάλλου, επί πώλησης με την ρήτρα ex works ή ex stores, όπως η έννοια της ανωτέρω αναφέρθηκε, το πράγμα παραδίδεται στις εγκαταστάσεις του πωλητή, με αποτέλεσμα ο κίνδυνος να μεταβαίνει στον αγοραστή, ο οποίος υποχρεούται να πληρώσει το τίμημα, ενώ το εμπόρευμα ταξιδεύει με κίνδυνο του αγοραστή. Όταν τα πράγματα ταξιδεύουν με κίνδυνο του αγοραστή-παραλήπτη, όπως συμβαίνει στην προαναφερθείσα περίπτωση της πώλησης με ρήτρα ex works ή ex stores, ο αγοραστής-παραλήπτης αν και μη συμβληθείς στη σύμβαση μεταφοράς, δικαιούται να απαιτήσει (άρθρο 13 παρ. 1 εδ. β CMR) αποζημίωση από τον μεταφορέα ή τον ασφαλιστή, σε περίπτωση απώλειας ή βλάβης των μεταφερομένων πραγμάτων, που έλαβε χώρα μετά τη φόρτωση, ως ζημιωθείς τρίτος, υπέρ του οποίου καταρτίσθηκαν οι σχετικές συμβάσεις από τον αποστολέα-πωλητή, διότι αυτός πλέον (αγοραστής) έχει, κατά την παρ. 3 του άρθρου 12 της CMR, το δικαίωμα διαθέσεως, (ΕφΑθ 3957/2006, Νομός, ΕφΘεσ 649/2005, Νόμος, ΕφΑθ 4091/2004, Νόμος, ΕφΑθ 827/1993 αδημ., ΕφΠειρ 963/1990 ΕΕμπΔ 1990/625, ΕφΘεσ 2290/1999 Αρμ. ΝΕ 337, ΠολΠρωτΠειρ 5244/2007, ΕΕμπΔ 2008.57, ΠολΠρωτΑθ 1150/2003, ΔΕΕ 2003.813, I. Ρόκας, Αστική ευθύνη στην οδική μεταφορά των πραγμάτων σελ. 296). Η προβλεπόμενη όμως από τη διάταξη του άρθρου 361 ΑΚ, αρχή της αυτονομίας (ελευθερίας των συμβάσεων), παρέχει στα μέρη τη δυνατότητα όχι μόνον να καταρτίσουν ορισμένη σύμβαση, αλλά και να την καταργούν με άλλη αντίθετη συμφωνία. Η καταργητική αυτή σύμβαση είναι δικαιοπραξία διαθέσεως αμφοτέρων των συμβαλλομένων, η οποία επιφέρει την άμεση απόσβεση της ενοχικής σχέσεως υπό ευρεία έννοια. Με βάση τα ως άνω, είναι νόμιμη η μεταγενέστερη συμφωνία, μεταξύ πωλητή και αγοραστή, για την κατάργηση της καταρτισθείσας σύμβασης πωλήσεως. Η εν λόγω καταργητική σύμβαση είναι δυνατόν να γίνει οποτεδήποτε, ακόμη και μετά την παράδοση των πωληθέντων προς μεταφορά και την μετάσταση του κινδύνου στον αγοραστή ή και μετά την απώλεια ή τη βλάβη των πωληθέντων πραγμάτων. Στην περίπτωση αυτή δημιουργείται σχέση ανάστροφης διεκπεραίωσης της σύμβασης, επί της οποίας λόγω της αποχρώσας ομοιότητας της εφαρμόζονται αναλογικά οι περί υπαναχωρήσεως διατάξεις. Για την άσκηση των μέχρι τότε κτηθέντων δικαιωμάτων των συμβαλλομένων απέναντι στους τρίτους, θα πρέπει να τύχουν ανάλογης εφαρμογής οι περί εκχωρήσεως διατάξεις (ΕφΑθ 3957/2006, Δνη 2008.901, πρβλ. ΕφΑθ 2717/2004). Η εν λόγω καταργητική σύμβαση είναι δυνατόν να καταρτισθεί οποτεδήποτε, δηλαδή ακόμη και μετά την παράδοση των πωληθέντων προς μεταφορά και τη συνακόλουθη μετάσταση στον αγοραστή του κινδύνου από την λόγω κλοπής απώλεια αυτών ή και μετά την οριστική απώλεια των πωληθέντων πραγμάτων. Στην περίπτωση αυτή, ο αγοραστής δεν υποχρεούται να πληρώσει το τίμημα, ούτε όμως αποκτά δικαίωμα στα ωφελήματα του πράγματος και, κατά συνέπεια στο περιελθόν στον πωλητή, ο οποίος πλέον, ως έχων το δικαίωμα της διάθεσης των πραγμάτων, είναι και ο φορέας των αξιώσεων από τη σύμβαση μεταφοράς και συνακόλουθα ο δικαιούχος της ασφαλιστικής αποζημίωσης και της κατά του τρίτου αξιώσεως προς αποζημίωση. Εάν δε στην αγωγή αναφέρεται ότι ο ενάγων έχει το δικαίωμα διάθεσης των πωληθέντων και μεταφερθέντων εμπορευμάτων και περιγράφεται η ιδιαίτερη έννομη σχέση που παρέχει δικαίωμα αποζημίωσης για τη βλάβη του πράγματος, πλην όμως, αποδειχθεί κατά την εξέταση της ουσίας της υπόθεσης, ότι δεν υφίσταται τέτοια έννομη σχέση, τότε η αγωγή απορρίπτεται ως ουσία αβάσιμη, ενώ ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης θα απορριπτόταν εάν, σε αυτήν αναφερόταν ή εάν ευθέως εξ αυτής προέκυπτε ότι ο έχων το δικαίωμα διάθεσης των εμπορευμάτων και κατ' ακολουθία και το δικαίωμα άσκησης της αξίωσης αποζημίωσης εκ της βλάβης ή καταστροφής τους ήταν διαφορετικό πρόσωπο από τον ενάγοντα και δεν αναφερόταν καθόλου ότι υφίσταται ιδιαίτερη έννομη σχέση που νομιμοποιεί τον ενάγοντα ενεργητικά παρέχοντας του δικαίωμα αποζημίωσης για τη βλάβη του πράγματος. Εξάλλου, κατά το άρθρο 1 παρ.1 του Ν. 2496/1997 «Ασφαλιστική σύμβαση, τροποποιήσεις της νομοθεσίας για την ιδιωτική ασφάλιση …», με την ασφαλιστική σύμβαση η ασφαλιστική επιχείρηση (ασφαλιστής) αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλει, έναντι ασφαλίστρου, στον συμβαλλόμενο της (λήπτη της ασφάλισης) ή σε τρίτον, παροχή (ασφάλισμα) σε χρήμα ή, εφόσον υπάρχει ειδική συμφωνία, άλλη παροχή σε είδος, όταν επέλθει το περιστατικό από το οποίο συμφωνήθηκε να εξαρτάται η υποχρέωση του (ασφαλιστική περίπτωση), κατά δε τη διάταξη του άρθρου 25 του ίδιου νόμου, η ασφάλιση αστικής ευθύνης περιλαμβάνει τις δαπάνες, που προέρχονται άμεσα από την απόκρουση και ικανοποίηση αξιώσεων τρίτων κατά του λήπτη της ασφάλισης, που γεννήθηκαν από πράξεις ή παραλήψεις του για τις οποίες είχε συμφωνηθεί ασφαλιστική κάλυψη, και, τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 26 παρ. 1 του αυτού νόμου, όταν η ασφάλιση αστικής ευθύνης είναι κατά νόμο υποχρεωτική, ο τρίτος έχει ευθεία αξίωση και πέρα από τα ασφαλιστικό ποσό, μέχρι το όριο για το οποίο η ασφάλιση είναι υποχρεωτική. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι επί προαιρετικής ασφαλίσεως, όπως είναι αυτή της αστικής ευθύνης για την περίπτωση ατυχήματος κατά την εκτέλεση ενός δημόσιου ή ιδιωτικού έργου, ο ζημιωθείς τρίτος δεν έχει ευθεία αξίωση έναντι του ασφαλιστή παρά μόνο κατά του λήπτη της ασφαλίσεως από τις υπαίτιες πράξεις ή παραλείψεις του οποίου γεννήθηκαν οι αξιώσεις του. Ο τρίτος μπορεί να στραφεί κατά του ασφαλιστή μόνο πλαγιαστικά (ΑΠ 441/2010, Νόμος). Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 72 ΚΠολΔ κατά την οποία "οι δανειστές έχουν δικαίωμα να ζητήσουν δικαστική προστασία ασκώντας τα δικαιώματα του οφειλέτου τους, εφόσον εκείνος δεν τα ασκεί εκτός αν συνδέονται στενά με το πρόσωπο του" συνάγεται, ότι, προϋπόθεση για την άσκηση πλαγιαστικής αγωγής είναι ο ενάγων να είναι δανειστής του φορέα του ασκούμενου υπέρ αυτού δικαιώματος, να έχει δηλαδή συγκεκριμένη απαίτηση κατ’ αυτού, ο δε τελευταίος (οφειλέτης) να έχει κατά του τρίτου (εναγομένου δια της πλαγιαστικής αγωγής) κάποιο δικαίωμα, το δικαίωμα να έχει περιουσιακή αξία και να μην είναι προσωποπαγές και η αδράνεια του οφειλέτη, συνιστάμενη στην παράλειψη (αμέλεια και αδιαφορία) αυτού να προβεί στην καταδίωξη του δικού του οφειλέτη, η οποία και δικαιολογεί το έννομο συμφέρον του ενάγοντος δανειστή προς άσκηση της αγωγής του οφειλέτη του κατά του τρίτου (ΑΠ 499/2011, Νόμος). Ειδικότερα, στην περίπτωση σύμβασης ασφαλίσεως αστικής ευθύνης έναντι τρίτων, απαραίτητη προϋπόθεση για την άσκηση της πλαγιαστικής αγωγής, είναι η γένεση της αξιώσεως του ασφαλισμένου κατά του ασφαλιστή. Από το συνδυασμό δε των άρθρων 25, 26 του ν. 2.496/1997 και 201 του ΑΚ συνάγεται, ότι η αξίωση του ασφαλισμένου από τη σύμβαση αυτή κατά του ασφαλιστή γεννιέται, όταν ο ζημιωθείς τρίτος, έναντι του οποίου ευθύνεται προς αποζημίωση ο ασφαλισμένος, επιδώσει στον τελευταίο τη σχετική προς αποκατάσταση της ζημίας του αγωγή. Τούτο δε, διότι από τότε επέρχεται η ασφαλιστική περίπτωση, έστω και αν δεν έχει προσδιοριστεί με δικαστική απόφαση ή με εξώδικο συμβιβασμό το μέγεθος της αξίωσης του ζημιωθέντος τρίτου και από τότε καθίσταται δυνατή η δικαστική επιδίωξη της αξίωσης του ασφαλισμένου έναντι του ασφαλιστή (ΑΠ 381/2008, ΧΡΙΔ 2008/837). Το αίτημα της πλαγιαστικής αγωγής πρέπει να διατυπωθεί κατά τρόπο, ώστε με αυτή να ζητείται η καταδίκη του ασφαλιστή να καταβάλει στον ασφαλισμένο, όχι δε προς τον ενάγοντα τρίτο (ΕφΑθ 4301/2006, ΔΕΕ 2007.79). Επιπροσθέτως, κατά το άρθρο 27 παρ.1 της CMR «ο προβάλλων απαίτησιν θα δικαιούται να απαιτήσει τόκον επί της καταβλητέας αποζημιώσεως. Ο τόκος ούτος, υπολογιζόμενος προς πέντε τοις εκατόν ετησίως, θα λογίζεται από της ημερομηνίας κατά την οποίαν απεστάλη η έγγραφος απαίτησις προς τον μεταφορέα ή, εάν δεν υπεβλήθη τοιαύτη απαίτησις, από της ημερομηνίας κατά την οποία ήρξαντο δικαστικαί ενέργειαι». Όπως προκύπτει από τη διάταξη αυτή, ο καθορισμός του οφειλόμενου τόκου υπερημερίας σε ποσοστό 5% αναφέρεται στις αξιώσεις του δικαιούχου της αποζημιώσεως κατά του μεταφορέα για ολική ή μερική απώλεια ή βλάβη των μεταφερόμενων εμπορευμάτων, δηλαδή αφορά στις απαιτήσεις που βασίζονται στη σύμβαση CMR και όχι στην αξίωση κατά του παραγγελιοδόχου μεταφοράς ή στις τυχόν αξιώσεις αναγωγής, καθώς πρόκειται για ζήτημα αναγόμενο στις συνέπειες της υπερημερίας του καθενός υπόχρεου μετά την όχληση του από το δικαιούχο (ΑΠ 998/2002 ΔΕΕ 2002.1268 ΕφΑΘ 796/2006 ΕπισκΕΔ 2006.807). Τέλος, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 321, 322 και 324 ΚΠολΔ, η οριστική και τελεσίδικη απόφαση αποτελεί δεδικασμένο που δεν επιτρέπει να αμφισβητηθεί και να καταστεί αντικείμενο νέας δίκης το δικαίωμα που κρίθηκε και η δικαιολογική σχέση από την οποία αυτό έχει παραχθεί. Η απαγόρευση αυτή ενεργεί τόσο θετικά, με την έννοια ότι το δικαστήριο ενώπιον του οποίου ανακύπτει εξ αφορμής άλλης δίκης, είτε ως κύριο είτε ως προδικαστικό ζήτημα το ζήτημα που κρίθηκε με τελεσίδικη απόφαση, οφείλει να θέσει ως βάση της απόφασης του το δεδικασμένο που προκύπτει από την απόφαση αυτή, λαμβάνοντας το ως αμάχητη αλήθεια, όσο και αρνητικά, υπό την έννοια ότι καθιστά απαράδεκτη τη νέα περί του οριστικώς και τελεσιδίκως κριθέντος δικαιώματος αγωγή (ΑΠ 1025/1993 ΕλλΔνη 35.1565, ΕφΘεσ 751/1999 Αρμ 1999.813, Δ. Κονδύλη "Το δεδικασμένο", 2007, παρ. 12 σελ. 184 επ.). Εξάλλου, το δεδικασμένο, το οποίο κατ’ άρθρο 332 ΚΠολΔ λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως σε κάθε στάση της δίκης, εκτείνεται είτε στο ουσιαστικό ζήτημα που κρίθηκε, εφόσον η απόφαση έκρινε οριστικώς επί εννόμου σχέσεως που προβλήθηκε με αγωγή, ανταγωγή, κύρια παρέμβαση ή ένσταση συμψηφισμού, είτε στο δικονομικό ζήτημα που κρίθηκε οριστικά και εμποδίζει την εκ νέου διάγνωση του κριθέντος ζητήματος, υπό την προϋπόθεση της ταυτότητας των προσώπου που εμπλέκονται στην έννομη σχέση με την ίδια ιδιότητα, του αντικειμένου της διαφοράς, αλλά και της ιστορικής και νομικής αιτίας (ΑΠ 1025/1993 ό.π.). Επομένως, σε περίπτωση απόρριψης της αγωγής ως αόριστης, είτε λόγω νομικής αοριστίας είτε λόγω ποσοτικής τοιαύτης, το δεδικασμένο περιορίζεται στην καταγνωσθείσα έννομη συνέπεια της απορρίψεως λόγω της αοριστίας που διέγνωσε η απόφαση με συνέπεια την απόρριψη της νέας αγωγής ως απαράδεκτης λόγω δεδικασμένου αν το ίδιο αίτημα υποβάλλεται με τις ίδιες ελλείψεις. Αντιθέτως, αν το αίτημα αυτό υποβάλλεται χωρίς ελλείψεις, δεν καλύπτεται από το δεδικασμένο, αφού η συμπληρωμένη νέα ιστορική αιτία είναι διαφορετική, επίσης δε δεν καλύπτονται από το δεδικασμένο τα διαφορετικά αιτήματα που υποβάλλονται στην νέα δίκη. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ακόμη και ότι το δεδικασμένο προκύπτει από την ίδια την απόφαση και όχι από το περιεχόμενο της αγωγής που κρίθηκε, έστω και αν το δικαστήριο δεν εξάντλησε το αντικείμενο της, ή το υπερέβη, ή απομακρύνθηκε από αυτό, διότι δεδικασμένο παράγεται και από εσφαλμένες αποφάσεις (ΑΠ 1717/2008 ΑρχΝ 2009.339, ΑΠ 718/2008 δημ. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 369/2001 ΝοΒ 2005. 481. ΑΠ 652/2003 δημ. ΝΟΜΟΣ, Α. Κονδύλη, ό.π.. σελ. 346).

 

Στην προκειμένη περίπτωση, με την υπό κρίση αγωγή, η ενάγουσα εταιρία εκθέτει ότι είναι αλιευτική και εμπορική εταιρία με αντικείμενο δραστηριότητας την αλίευση παντός είδους ιχθύων και λοιπών αλιευμάτων. Ότι η εταιρία με την επωνυμία «SPEED LINE HELLAS LOGISTICS AE (ΣΠΙΝΤ ΛΑΪΝ ΕΛΛΑΣ ΛΟΤΖΙΣΤΙΚΣ AE)» τυγχάνει παραγγελιοδοχική επιχείρηση διεθνών μεταφορών, ως αναλαμβάνουσα στο όνομα της αλλά για λογαριασμό των παραγγελέων της, τη διενέργεια διεθνών οδικών μεταφορών από και προς την Ελλάδα. Ότι στις 29-7-2010 και υπό τις συνθήκες και τους όρους που εκτίθενται αναλυτικά στο δικόγραφο της αγωγής της, η ενάγουσα ανέθεσε στην ανωτέρω εταιρία τη μεταφορά κατεψυγμένων προϊόντων (αλιευμάτων) της από την Ελλάδα στην Ιταλία και συγκεκριμένα στην πόλη Rimini για να παραδοθούν στην εταιρία MARR SPA, η οποία τα είχε αγοράσει από την ενάγουσα εταιρία, με τη ρητή συμφωνία ότι ο κίνδυνος κατά τη μεταφορά και μέχρι της αφίξεως του επίδικου φορτίου στον τόπο προορισμού του θα παρέμενε στην ενάγουσα εταιρία. Ότι η ενάγουσα ρητώς είχε επιστήσει την προσοχή στην ανωτέρω παραγγελιοδοχική εταιρία ότι τα εν λόγω κατεψυγμένα προϊόντα έπρεπε να ταξιδεύσουν στους -18 βαθμούς κελσίου. Ότι στη συνέχεια η τελευταία αυτή εταιρεία ανέθεσε την πραγματική διενέργεια της εν λόγω μεταφοράς στην εταιρία με την επωνυμία FRIGO LINE LTD, ως πραγματική μεταφορέα του εν λόγω φορτίου. Περαιτέρω, εκθέτει ότι τα επίδικα προϊόντα, παρά το γεγονός ότι φορτώθηκαν στις 3-8-2010 από την άνω πραγματική μεταφορέα σε άριστη κατάσταση, αφίχθησαν τελικά στις 5-8-2010 στον τελικό προορισμό τους σε κατάσταση πλήρους απόψυξης, με αποτέλεσμα η άνω αναφερόμενη αγοράστρια ιταλική εταιρία να αρνηθεί την παραλαβή τους. Ότι η ένδικη ζημία προκλήθηκε από συμπεριφορά του μεταφορέα ισοδυναμούσα με ηθελημένη κακή διαχείριση, με την έννοια ότι αυτός και οι προστηθέντες του ενήργησαν εν γνώσει τους ότι οι πράξεις ή οι παραλείψεις τους θα οδηγούσαν σε επαύξηση του κινδύνου επέλευσης του ζημιογόνου αποτελέσματος, και συγκεκριμένα δεν φρόντισαν για την επίβλεψη και  συντήρηση  του ψυκτικού μηχανήματος του αυτοκινήτου - ψυγείου επί του οποίου μεταφέρονταν τα εν λόγω εμπορεύματα, έτσι ώστε να ταξιδεύσουν στους μείον 18 βαθμούς κελσίου ως  κατεψυγμένα προϊόντα και να παραδοθούν στην αγοράστρια ιταλική εταιρία στην άριστη κατάσταση στην οποία είχαν παραληφθεί. Ότι, κατόπιν τούτων και στην προσπάθεια της να απομειώσει τη ζημία της, η ενάγουσα εταιρία πώλησε ολόκληρο το επίδικο εμπόρευμα της στην τιμή των 52.956 ευρώ, έναντι της αρχικής αξίας αυτού ανερχομένης στο ποσό των 181.175,60 ευρώ, ποσό που αντιπροσωπεύει, στον τόπο φορτώσεως και κατά το χρόνο που τα εν λόγω εμπορεύματα έγιναν δεκτά για μεταφορά, τη συνήθη τιμή για πράγματα αυτού του είδους και της αυτής ποιότητας, για τα οποία δεν υπήρχε τιμή χρηματιστηρίου εμπορευμάτων ή τρέχουσα τιμή αγοράς. Ότι, επομένως, η ζημία της ενάγουσας ανέρχεται στη διαφορά μεταξύ της άνω αρχικής αξίας των εμπορευμάτων της και της τελικής απομειωμένης τιμής στην οποία αυτά διατέθηκαν προς πώληση, ήτοι στο ποσό των (181.175,60 - 52.956 =) 128.219,60 ευρώ. Περαιτέρω, εκθέτει ότι κατά της εταιρείας με την επωνυμία «SPEED LINE HELLAS LOGISTICS Α.Ε.», η οποία ευθύνεται απέναντί της προς αποκατάσταση της  ανωτέρω ζημίας της, ως παραγγελιοδόχος μεταφοράς, έχει ασκήσει αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 5179/2012 οριστική ως προς αυτήν απόφαση, δια της οποίας έγινε εν μέρει δεκτή ως ουσία βάσιμη η αγωγή της. Ότι η ως άνω εταιρία συνεβλήθη με την εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία INTERNATIONAL HELLAS ΑΝΩΝΥΜΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», όπως η επωνυμία αυτής τροποποιήθηκε σε INTERNATIONAL LIFE ΑΕΓΑ, δυνάμει του αναφερόμενου και επισυναπτόμενου στην αγωγή ασφαλιστηρίου συμβολαίου αστικής ευθύνης διαμεταφορέα, με το οποίο η ως άνω παραγγελιοδοχική εταιρεία μεταφορών ασφάλισε την αστική ευθύνη της ως διαμεταφορέα μέχρι του ποσού του 1.000.000,00 ευρώ, κάλυψη η οποία με βάση την επισυναπτόμενη στην αγωγή πρόσθετη πράξη ισχύει και για διασυνοριακές οδικές μεταφορές C.M.R. που εκτελούνται από εκμισθούμενα οχήματα της ασφαλιζόμενης εταιρείας, με αποτέλεσμα να υποχρεούται η εναγομένη να καταβάλει το ασφάλισμα για την επίδικη μεταφορά. Επιπροσθέτως, επικαλείται την αδράνεια της εταιρείας με την επωνυμία «SPEED LINE HELLAS LOGISTICS Α.Ε.», να στραφεί κατά της εναγομένης ασφαλιστικής της εταιρείας για να επιδιώξει την ικανοποίηση της αξίωσης της για την καταβολή του ασφαλίσματος λόγω της επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου. Τέλος, εκθέτει ότι κατά της εναγομένης είχε ασκήσει την από 15-11-2011 με γενικό αριθμό κατάθεσης 212916/2011 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 11363/2011 πλαγιαστική αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ'αριθμ.5179/2012 οριστική απόφαση, δια της οποίας απορρίφθηκε η πλαγιαστική αγωγή της ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας και ότι η υπό κρίση αγωγή ασκείται μετά την έκδοση της ανωτέρω απόφασης, διορθωμένη  και  συμπληρωμένη με τα ελλείποντα πραγματικά περιστατικά, ώστε να μην τυγχάνει πλέον αόριστη ούτε να κωλύεται η άσκηση νέας ορισμένης αγωγής. Με βάση τα πραγματικά αυτά περιστατικά, ζητεί να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «SPEED LINE HELLAS LOGISTICS Α.Ε.» το ποσό των 128.219,60 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της πρώτης ως άνω κύριας αγωγής της, έως την ολοσχερή εξόφληση. Επίσης, ζητεί να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί η εναγόμενη στα δικαστικά της έξοδα.

 

Με το ως άνω περιεχόμενο και αίτημα η αγωγή, αρμοδίως καθ' ύλην και κατά τόπο φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (α. 7,9,14 παρ.2, 25 ΚΠολΔ), και είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1, 25 του ν. 2496/1997, 90, 95, 96, 97, 98, 107 ΕμπΝ, 340, 345, 346 ΑΚ, 68, 72, 176, 907 και 908 ΚΠολΔ, καθώς επίσης και σε εκείνες των άρθρων 1, 3, 4, 5, 6, 17 παρ. 1, 22, 23, 25, 27 παρ. 1, 29, 30 της διεθνούς συμβάσεως "περι κυρώσεως της εν Γενεύη την 19η Μαίου 1956 υπογραφείσης συμβάσεως επί του συμβολαίου διά την διεθνή μεταφοράν εμπορευμάτων οδικώς (CMR) και του πρωτοκόλλου υπογραφής, η οποία κυρώθηκε από την Ελλάδα με τον Ν 559/1977 (εμμέσως εφαρμοζομένων), καθόσον κατά την κρίση του Δικαστηρίου η αγωγή στηρίζεται στις διατάξεις περί παράβασης της συμβατικής υποχρέωσης από τη σύμβαση διεθνούς μεταφοράς, που συνήψε η ενάγουσα με την παραγγελιοδοχική εταιρεία μεταφορών με την επωνυμία «SPEED LINE HELLAS LOGISTICS Α.Ε.», κατά τις οποίες η ευθύνη της τελευταίας είναι ενδοσυμβατική, με την έννοια της νόθου αντικειμενικής ευθύνης, έστω και αν η ενάγουσα επικαλέσθηκε περιστατικά τα οποία θεμελιώνουν ηθελημένη κακή διαχείριση του εκτελέσαντος την μεταφορά μεταφορέα και από τα οποία δημιουργείται θέμα εξωσυμβατικής ευθύνης αυτού και της λειτουργούσας ως παραγγελιοδόχου μεταφοράς ως άνω εταιρείας, αφού κατά την κρίση του Δικαστηρίου, η ενάγουσα επικαλείται αυτά, προκειμένου να μην τεθεί θέμα περιορισμού της αξίωσης της λόγω ποσού κατά το άρθρο 23 της ανωτέρω διεθνούς σύμβασης CMR.  Σημειωτέον ότι  η εναγομένη ισχυρίσθηκε ότι η υπό κρίση αγωγή τυγχάνει απαράδεκτη λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης της ενάγουσας προς άσκηση της, εκθέτοντας ότι στην καταρτισθείσα μεταξύ της ενάγουσας και της ιταλικής εταιρείας με την επωνυμία «MARR SPA» σύμβαση πώλησης περιλήφθηκε ο διεθνής εμπορικός όρος ex stores, βάσει του οποίου η υποχρέωση του πωλητή προς παράδοση των πωληθέντων εμπορευμάτων εκπληρώνεται στις εγκαταστάσεις του ίδιου του πωλητή, χωρίς τα εμπορεύματα να είναι εκτελωνισμένα ή φορτωμένα σε όχημα προς μεταφορά και ότι επομένως αυτά ταξιδεύουν περαιτέρω με κίνδυνο του αγοραστή, στον οποίο ανήκει και η προς καταψήφιση αποζημίωσης αγωγή, σε περίπτωση βλάβης ή καταστροφής τους, επελθούσας κατά την μεταφορά αυτών προς την έδρα του τελευταίου (αγοραστή) και ότι κατά συνέπεια μόνο η αγοράστρια εταιρεία με την επωνυμία «MARR SPA», η οποία έχει και την εξουσία διάθεσης των εμπορευμάτων, νομιμοποιείται ενεργητικά να ασκήσει την υπό κρίση αγωγή. Πλην όμως ο εν λόγω ισχυρισμός τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος, δεδομένου ότι στην υπό κρίση αγωγή η ενάγουσα εκθέτει ότι με βάση ειδική ρητή συμφωνία της με την αγοράστρια των πωληθέντων εμπορευμάτων εταιρεία με την επωνυμία «MARR SPA», ο κίνδυνος κατά την μεταφορά αυτών θα παρέμενε στην πωλήτρια ενάγουσα, μέχρι της αφίξεως του φορτίου στον τόπο προορισμού και της απόκτησης επ' αυτού εξουσίας διάθεσης από την αγοράστρια και παραλήπτρια εταιρεία, ενώ δεν διαλαμβάνει τίποτα περί συνομολόγησης του όρου ex stores. Επομένως, σύμφωνα με τα στη μείζονα σκέψη της παρούσας διαλαμβανόμενα, από τα εκτιθέμενα στην αγωγή προκύπτει σαφώς η ύπαρξη ενεργητικής νομιμοποίησης της ενάγουσας προς άσκηση αυτής, αφού αυτή ισχυρίζεται ότι η ίδια είχε την εξουσία διάθεσης των εμπορευμάτων και ότι αυτά μεταφέρθηκαν με δικό της κίνδυνο, ενώ το εάν πράγματι συνομολογήθηκε ο διεθνής εμπορικός όρος ex stores και εάν υπήρξε ή όχι η επικαλούμενη ειδική συμφωνία περί μετάθεσης του κινδύνου κατά την μεταφορά των εμπορευμάτων είναι ζήτημα το οποίο θα κριθεί στην ουσία. Περαιτέρω, απορριπτέο ως μη νόμιμο κρίνεται το παρεπόμενο αίτημα περί έναρξης της τοκοφορίας από την επίδοση της πρώτης κύριας αγωγής, ήτοι της αγωγής που άσκησε η ενάγουσα κατά της παραγγελιοδόχου μεταφοράς, διότι, η επίδοση της αγωγής αυτής στην παραγγελιοδόχο μεταφοράς, δεν συνιστούσε συγχρόνως και αφ' εαυτής και όχληση προς την εναγομένη να καταβάλει την ασφαλιστική αποζημίωση. Αντιθέτως, νόμιμο στηριζόμενο στη διάταξη του άρθρου 346 ΑΚ τυγχάνει το θεωρούμενο ως έλασσον περιεχόμενο αίτημα περί έναρξης της τοκοφορίας από την επομένη της επίδοσης της υπό κρίση αγωγής. Πρέπει επομένως, η υπό κρίση αγωγή, να εξετασθεί περαιτέρω κατ' ουσίαν, δεδομένου ότι για το αντικείμενο της, καταβλήθηκε το προσήκον τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες προσαυξήσεις (όπως προκύπτει από το υπ' αριθμ.Β14220507/02-032015 διπλότυπο είσπραξης της Δ.Ο.Υ. ΙΓ Αθηνών, με τα επικολληθέντα επ' αυτού ένσημα υπέρ ΕΤΑΑ-Τ.Υ.-Π.Δ.Α., σε συνδυασμό με το υπ'αριθμ.Α722125/02-03-2015 γραμμάτιο είσπραξης υπέρ ΕΤΑΑ-ΤΑΝ).

 

Σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ. 1 εδ. α' του Ν 2496/1997, το οποίο ισχύει μετά την κατάργηση του άρθρου 33 ΝΔ 400/1970, από το άρθρο 33 παρ. 3 του Ν 2496/1997: «Ο λήπτης της ασφάλισης υποχρεούται να καταβάλει τα ασφάλιστρα σε μετρητά, είτε εφάπαξ, είτε με τμηματικές καταβολές». Κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου: «Η καθυστέρηση της καταβολής ληξιπρόθεσμης δόσης ασφαλίστρου δίνει το δικαίωμα στον ασφαλιστή, να καταγγείλει τη σύμβαση. Η καταγγελία γίνεται με γραπτή δήλωση στο λήπτη της ασφάλισης, στην οποία γνωστοποιείται, ότι η περαιτέρω καθυστέρηση καταβολής ασφαλίστρου θα επιφέρει, μετά πάροδο ενός (1) μηνός από την κοινοποίηση της δήλωσης, τη λύση της σύμβασης». Κατά δε το άρθρο 33 παρ. 1 και 4 του ίδιου ως άνω νόμου, «κάθε δικαιοπραξία που περιορίζει τα δικαιώματα του λήπτη της ασφάλισης, του ασφαλισμένου ή του δικαιούχου του ασφαλίσματος είναι άκυρη, εκτός αν ορίζεται κάτι άλλο ειδικά στον παρόντα νόμο. Οι κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου υφιστάμενες συμβάσεις διέπονται εφεξής από τον παρόντα νόμο». Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγονται τα εξής: 1) Η καταβολή του ασφαλίστρου βαρύνει τον αντισυμβαλλόμενο στη σύμβαση ασφάλισης και αποτελεί την κύρια αυτού υποχρέωση από τη σύμβαση, γίνεται δε, είτε εφάπαξ, είτε με τμηματικές καταβολές. 2) Η καθυστέρηση ως προς την καταβολή ληξιπρόθεσμης δόσης ασφαλίστρου, ανεξάρτητα από το χρόνο της καθυστέρησης, παρέχει στον ασφαλιστή το δικαίωμα να καταγγείλει την ασφαλιστική σύμβαση. Η παραπάνω καταγγελία αποτελεί άσκηση διαπλαστικού δικαιώματος του ασφαλιστή, η δε σχετική δήλωση βούλησης, απευθυντέα προς τον αντισυμβαλλόμενο στη σύμβαση ασφάλισης, για να είναι έγκυρη πρέπει: α) να περιέχεται σε γραπτό κείμενο, στο οποίο να διατυπώνεται, σαφώς, η βούληση του ασφαλιστή, για τη λύση της σύμβασης ασφάλισης, χωρίς να είναι αναγκαία και η χρησιμοποίηση πανηγυρικώς εκφράσεων αναφέρεται σε αυτή, ότι περαιτέρω καθυστέρηση, καταβολής του ασφαλίστρου θα επιφέρει, μετά πάροδο μηνός από την κοινοποίηση της δήλωσης, τη λύση της σύμβασης. Η με το παραπάνω - περιεχόμενο έγγραφη δήλωση του ασφαλιστή επιφέρει τα νομικά αποτελέσματα από τότε που θα περιέλθει στον αντισυμβαλλόμενο (άρθρο 167 ΑΚ), ανεξάρτητα πότε αυτός θα λάβει γνώση του περιεχομένου του. Αν δεν καταβληθούν τα ληξιπρόθεσμα ασφάλιστρα εντός μηνός  από  την κοινοποίηση της έγγραφης καταγγελίας, τότε με τη συμπλήρωση αυτού, επέρχεται η λύση της σύμβασης (ΑΠ 1488/2008 Νόμος, ΑΠ 964/2003 ΔΕΕ 2003,107). Περαιτέρω, από, τη διάταξη του άρθρου 167 ΑΚ, προκύπτει, ότι η καταγγελία, για τη λύση της σύμβασης ασφάλισης  είναι μονομερής και ληψιδεής δήλωση της βούλησης του συμβαλλόμενου μέρους, η δε δήλωση θεωρείται συντελεσθείσα όχι, απλώς, από την αποτύπωση της, στον εξωτερικό κόσμο, ούτε από τη γνώση του περιεχομένου της εκ μέρους του παραλήπτη προς τον οποίον απευθύνεται, αλλά από την παραλαβή της. Σύμφωνα με τη θεωρία της παραλαβής ή λήψης, που δέχεται ο ΑΚ, η δήλωση θεωρείται συντελεσθείσα, όχι απλώς από την αποτύπωση της στον εξωτερικό κόσμο (θεωρία της εκδηλώσεως), ούτε από τη γνώση του περιεχομένου της εκ μέρους του παραλήπτη προς τον οποίο απευθύνεται (θεωρία της γνώσεως), αλλά από την παραλαβή της. Έτσι, για να παράγει τα αποτελέσματα της απαιτείται περιέλευσή της στο νόμιμο παραλήπτη. Ο νομοθέτης, για να εξασφαλίσει την περιέλευσή της στον παραλήπτη, απαιτεί να περιέχεται σε έγγραφο, και μάλιστα συστημένο ή επί αποδείξει. Σε περίπτωση συστημένης επιστολής μέσω των Ελληνικών Ταχυδρομείων (ΕΛΤΑ), δεν αρκεί η εγχείρηση από τον ταχυδρόμο της γραπτής ειδοποίησης στον παραλήπτη ή η ρίψη του ειδοποιητηρίου ή της επιστολής στο γραμματοκιβώτιο του παραλήπτη, αλλά απαιτείται και η παραλαβή της συστημένης επιστολής, αυτοπροσώπως, από τον τελευταίο (χέρι με χέρι) οπότε εξασφαλίζεται η δυνατότητα γνώσης από μέρους του περιεχομένου της. Συνακόλουθα, δεν εξομοιώνεται με παράδοση της συστημένης επιστολής στον παραλήπτη η αποστολή της από τον αποστολέα και η επιστροφή της σε αυτόν από το Ταχυδρομείο με την ένδειξη "αζήτητο" ή "ανεπίδοτο" (ΑΠ 510/2009 Nomos, ΑΠ 1951/2006 ΝοΒ 2007, 1154, ΕφΑΘ 6015/2011, ΔΕΕ 2012.573, ΕφΔωδ 150/2007, Νόμος). Και βέβαια, δεν αποκλείεται άλλος τρόπος κοινοποίησης της καταγγελίας, εφόσον με τον άλλο τρόπο εξασφαλίζεται η ίδια δυνατότητα γνώσης. Δυνατή είναι η κοινοποίηση μέσω δικαστικού επιμελητή που επιδίδει το έγγραφο στον παραλήπτη αυτοπροσώπως. Το ίδιο μπορεί να ισχύσει και με ιδιωτική επιστολή που επιδίδεται αυτοπροσώπως στον παραλήπτη επί αποδείξει, χωρίς όμως την παρεμβολή άλλου μεσολαβούντος προς τούτο προσώπου (ΑΠ 1250/2001 ΕλλΔνη 43. 108, ΑΠ 1738/2001 ΕλλΔνη 43. 391, ΑΠ 607. 8/2002 ΕλλΔνη 43. 1627).

 

Στην προκειμένη περίπτωση, η εναγόμενη, κατ' εκτίμηση του δικογράφου των νομοτύπως κατατεθεισών προτάσεων της, συνομολογεί τη σύναψη της σύμβασης ασφάλισης με την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «SPEEDLINE HELLAS LOGISTICS ΑΕ» και των αναφερόμενων στις προτάσεις πρόσθετων πράξεων αυτής, δια της οποίας ασφάλισε την αστική ευθύνη της ως άνω εταιρείας ως διαμεταφορέα και παραγγελιοδόχο μεταφοράς έως 30-09-2010, καθώς και την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου (παραγόμενης πλήρως σχετικά αποδείξεως) και περαιτέρω ισχυρίζεται ότι δεν υποχρεούται στην καταβολή του ασφαλίσματος, διότι, κατόπιν σχετικής έγγραφης ειδοποίησης της ασφαλισμένης εταιρείας, ήδη από την 24-09-2010 προέβη στην ακύρωση του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, δυνάμει της υπ' αριθμ. Κ9360/24-09-2010 πρόσθετης πράξης, που γνωστοποιήθηκε στην ασφαλισμένη εταιρεία, και μάλιστα αναδρομικά από 02-01-2010 λόγω μη καταβολής των ασφαλίστρων της περιόδου από 01-01-2010 έως 05-08-2010. Με αυτό το περιεχόμενο ο εν λόγω ισχυρισμός συνιστά ένσταση, η οποία είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των τταρ.1 και 2 του άρθρου 6 του ν.2496/1997 και πρέπει να συνεξετασθεί στην ουσία του με την αγωγή. Περαιτέρω, η εναγομένη ισχυρίζεται ότι συντρέχει περίπτωση απαλλαγής της από την καταβολή ασφαλίσματος, διότι, α) η επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης και η επίδικη ζημία προκλήθηκε από βαριά αμέλεια της ασφαλισμένης και του οδηγού της μεταφορικής εταιρείας με την επωνυμία «FRIGO LINE LTD», στην οποία ανατέθηκε η εκτέλεση της μεταφοράς, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στις προτάσεις της, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο περιλαμβάνεται γενικός όρος με βάση τον οποίο εξαιρούνται οι αξιώσεις από ζημίες τις οποίες προξένησαν ο ασφαλισμένος ή και ο λήπτης της ασφάλισης, οι οδηγοί και οι λοιποί προστηθέντες στους οποίους ανατέθηκε η εκτέλεση της μεταφοράς από δόλο ή βαριά αμέλεια και β) σύμφωνα με ρητό γενικό όρο του  επίδικου ασφαλιστηρίου συμβολαίου ο ασφαλισμένος ή και ο λήπτης της ασφάλισης υποχρεούνται να ελέγχουν την τεχνική κατάσταση των οχημάτων και σε περίπτωση που διαπιστώσουν βλάβες να φροντίσουν να διορθωθεί αμέσως και ότι σε περίπτωση παράβασης του εν λόγω καθήκοντος προβλέπεται η απαλλαγή του ασφαλιστή από την υποχρέωση καταβολής του ασφαλίσματος, καθήκον που κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στις προτάσεις παραβίασε εν προκειμένω η ασφαλισμένη εταιρεία. Με αυτό το περιεχόμενο, ο ισχυρισμός αυτός συνιστά ένσταση, η οποία είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 361 ΑΚ, 7 παρ.6 και 25 του ν.2496/1997 και πρέπει να συνεξετασθεί στην ουσία της με την αγωγή.

 

Από την προσήκουσα εκτίμηση της κατάθεσης του μάρτυρος που εξετάστηκε νόμιμα στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, επιμέλεια της ενάγουσας και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά, και η οποία εκτιμάται καθαυτή και σε συνδυασμό προς το λοιπό αποδεικτικό υλικό κατά το λόγο γνώσεως και το βαθμό αξιοπιστίας του, από τις ομολογίες των διαδίκων που αναφέρονται ειδικότερα κατωτέρω, ως και από τα λοιπά έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, σε μερικά των οποίων γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς όμως να παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, εκτιμώμενα, είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, εφόσον επιτρέπεται η εμμάρτυρος απόδειξη (άρθρα 269 παρ.1, 270 παρ. 2, 393, 394, 395 ΚΠολΔ) ανεξαρτήτως αν αυτά (έγγραφα) πληρούν τους όρους του νόμου (άρθρ. 270 παρ.2 ΚΠολΔ, Α.Π.363/2001 ΕλλΔνη 43.118, Α.Π. 320/1999 ΕλλΔνη 40.1310, Α.Π. 1021/1998 ΕλλΔνη39.1553), μεταξύ των οποίων (μη πληρούντων τους όρους του νόμου αποδεικτικών μέσων) περιλαμβάνονται και τα προσκομισθέντα ξενόγλωσσα αμετάφραστα έγγραφα (ΑΠ  1757/2011, Νόμος, ΑΠ 1462/1996,ΕλλΔνη 1997.544), σε συνδυασμό με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:

 

Η ενάγουσα τυγχάνει αλιευτική και εμπορική εταιρεία, με αντικείμενο δραστηριότητας την αλίευση παντός είδους ιχθύος και λοιπών αλιευμάτων και την μεταπώληση αυτών. Η εναγομένη τυγχάνει ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία γενικών ασφαλίσεων. Στα πλαίσια της δραστηριότητας  της  η  εναγομένη,  που  παλαιότερα  έφερε  την επωνυμία INTERNATIONAL HELLAS ΑΝΩΝΥΜΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», κατήρτισε με την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «SPEEDLINE HELLAS LOGISTICS Α.Ε.», το υπ' αριθμ. …/24-09-2003  ασφαλιστήριο συμβόλαιο αστικής ευθύνης διαμεταφορέα, με το οποίο ανέλαβε την υποχρέωση, έναντι ασφαλίστρου, να καλύψει ασφαλιστικά για το χρονικό διάστημα από 24.09.2003 έως και 31.12.2003 την αστική ευθύνη της ανωτέρω εταιρείας εκ της επαγγελματικής της δραστηριότητας ως διαμεταφορέα/παραγγελιοδόχου μεταφοράς διεθνών οδικών μεταφορών μέχρι του ποσού του 1.000.000,00 ευρώ ανά όχημα. Το ανωτέρω ασφαλιστήριο συμβόλαιο ανανεωνόταν συνεχώς, εκδιδομένων σχετικά πρόσθετων πράξεων παράτασης της ισχύος του, και ίσχυσε έως και την 30-09-2010, όπως αποδεικνύεται από την τελευταία προσκομιζόμενη υπ' αριθμ. …/01-07-2010 πρόσθετη πράξη, δια της οποίας ανανεώθηκε η ισχύς του ως άνω ασφαλιστηρίου συμβολαίου για το χρονικό διάστημα από 01-07-2010 έως και 30-09-2010. Η εναγομένη ισχυρίσθηκε δια της προβληθείσας κατά τα ανωτέρω ενστάσεως της ότι κατόπιν σχετικής έγγραφης ειδοποίησης της ασφαλισμένης εταιρείας, ήδη από την 24-09-2010 προέβη στην ακύρωση του ασφαλιστηρίου συμβολαίου, δυνάμει της υπ' αριθμ. …/24-09-2010 πρόσθετης πράξης, που γνωστοποιήθηκε στην ασφαλισμένη εταιρεία, και μάλιστα αναδρομικά από 02-01-2010 λόγω μη καταβολής των ασφαλίστρων της περιόδου από 01-01-2010 έως 05-08-2010: Προσκομίζει δε προς απόδειξη του ισχυρισμού της αφ' ενός την υπ' αριθμ. …/24-09-2010 πρόσθετη πράξη δια της οποίας η εναγομένη φέρεται να ακυρώνει το επίδικο ασφαλιστήριο συμβόλαιο αναδρομικά από 02-01-2010 λόγω μη πληρωμής των ασφαλίστρων από την λήπτρια της ασφάλισης και αφ' ετέρου την από 05-08-2010 επιστολή του ασφαλιστικού πρακτορείου με την επωνυμία «Maletschek & Partner Hellas Ε.Π.Ε.» προς την ασφαλισμένη εταιρεία με την επωνυμία «SPEEDLINE HELLAS LOGISTICS Α.Ε.», δια της οποίας την ενημερώνει ότι εκκρεμεί η πληρωμή ασφαλίστρων για τις χρονικές περιόδους από 01-01-2010 μέχρι 30-04-2010 και από 01-042010 έως 30-06-2010 και την καλεί να καταβάλει το συνολικό ποσό των ασφαλίστρων μέχρι την 10-08-2010, προειδοποιώντας την ότι σε διαφορετική περίπτωση η ασφαλιστική εταιρεία θα προωθήσει τον φάκελο στον νομικό της σύμβουλο. Πλην όμως, από κανένα αποδεικτικό στοιχείο δεν αποδείχθηκεη επίδοση στην ασφαλισμένη και λήπτρια της ασφάλισης εταιρεία με την επωνυμία «SPEEDLINE HELLAS- LOGISTICS Α.Ε.», των δύο ως άνω εγγράφων, καθόσον η εναγομένη δεν προσκομίζει κανένα έγγραφο εκ του οποίου να αποδεικνύεται η κοινοποίηση των εγγράφων αυτών στην ανωτέρω εταιρεία είτε με δικαστικό επιμελητή είτε μέσω ταχυδρομείου είτε έστω με τηλεομοιοτυπία ή με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Σύμφωνα δε με τα στη μείζονα σκέψη της παρούσας διαλαμβανόμενα, από την παρ. 2 του άρθρου 6 του ν.2496/1997 προβλέπεται ότι: «Η καθυστέρηση της καταβολής ληξιπρόθεσμης δόσης ασφαλίστρου δίνει το δικαίωμα στον ασφαλιστή, να καταγγείλει τη σύμβαση. Η καταγγελία γίνεται με γραπτή δήλωση στο λήπτη της ασφάλισης, στην οποία γνωστοποιείται, ότι η περαιτέρω καθυστέρηση καταβολής ασφαλίστρου θα επιφέρει, μετά πάροδο ενός (1) μηνός από την κοινοποίηση της δήλωσης, τη λύση της σύμβασης», διάταξη εκ της οποίας συνάγεται σαφώς ότι η καθυστέρηση ως προς την καταβολή ληξιπρόθεσμης δόσης ασφαλίστρου, ανεξάρτητα από το χρόνο της καθυστέρησης, παρέχει στον ασφαλιστή το δικαίωμα να καταγγείλει την ασφαλιστική σύμβαση. Η παραπάνω καταγγελία αποτελεί άσκηση διαπλαστικού δικαιώματος του ασφαλιστή, η δε σχετική δήλωση βούλησης, απευθυντέα προς τον αντισυμβαλλόμενο στη σύμβαση ασφάλισης, για να είναι έγκυρη πρέπει να περιέχεται σε γραπτό κείμενο, στο οποίο να διατυπώνεται, σαφώς, η βούληση του ασφαλιστή, για τη λύση της σύμβασης ασφάλισης, ότι περαιτέρω καθυστέρηση καταβολής του ασφαλίστρου θα επιφέρει, μετά πάροδο μηνός από την κοινοποίηση της δήλωσης, τη λύση της σύμβασης. Η με το παραπάνω περιεχόμενο έγγραφη δήλωση του ασφαλιστή επιφέρει τα νομικά αποτελέσματα από τότε που θα περιέλθει στον αντισυμβαλλόμενο (άρθρο 167 ΑΚ), ανεξάρτητα πότε αυτός θα λάβει γνώση του περιεχομένου του. Αν δεν καταβληθούν τα ληξιπρόθεσμα ασφάλιστρα εντός μηνός από την κοινοποίηση της έγγραφης καταγγελίας, τότε με τη συμπλήρωση αυτού επέρχεται η λύση της σύμβασης. Δεν δίνει δε σε καμία περίπτωση η ανωτέρω διάταξη το δικαίωμα στον ασφαλιστή να ακυρώσει μονομερώς τη σύμβαση ασφάλισης χωρίς προηγούμενη σχετική προειδοποίηση και ενημέρωση του λήπτη της ασφάλισης. Εν προκειμένω αποδεικνύεται η κοινοποίηση ούτε της από 05-08-2010 επιστολής του συνεργαζόμενου με την εναγομένη ασφαλιστικού πρακτορείου ούτε και της υπ' αριθμ. …/24-09-2010 πρόσθετης πράξης προς την ασφαλισμένη και λήπτρια της ασφάλισης εταιρεία με την επωνυμία «SPEEDLINE HELLAS LOGISTICS Α.Ε.», αλλά ούτε αποδεικνύεται η κοινοποίηση στην ανωτέρω εταιρεία γραπτής δήλωσης καταγγελίας της μεταξύ τους ασφαλιστικής σύμβασης, λόγω μη καταβολής ληξιπρόθεσμων ασφαλίστρων και, συνακόλουθα, η έκδοση της υπ' αριθμ. …/24-09-2010 πρόσθετης πράξης δεν επέφερε τα προβλεπόμενα από το άρθρο 6 παρ. 2 του Ν 2496/1997 έννομα αποτελέσματα, ήτοι την λύση της ασφαλιστικής σύμβασης, μετά πάροδο μηνός από την κοινοποίηση της. Επομένως, η επίδικη ασφαλιστική σύμβαση συνέχιζε να ισχύει και να δεσμεύει τα συμβαλλόμενα μέρη έως και την 30-09-2010. Στα πλαίσια της εμπορικής της δραστηριότητας, η ενάγουσα κατήρτισε την 03-08-2010, μετά από σχετική διαπραγμάτευση, σύμβαση πώλησης, με αντισυμβαλλομένη την ιταλική εταιρεία με την επωνυμία «MARR SPA», η οποία εδρεύει στην πόλη Ρίμινι της Ιταλίας, και με αντικείμενο την πώληση 17.652 κιλών κατεψυγμένων αστακών βαθέων υδάτων. Συγκεκριμένα συμφωνήθηκε μεταξύ των δύο ως άνω εταιρειών να πωληθούν 6.348 κιλά αστακών βαθέων υδάτων τύπου Aragostella 0 έναντι τιμήματος 12,50 ευρώ ανά κιλό και συνολικού τιμήματος 79.350,00 ευρώ, 8.640  κιλά αστακών βαθέων υδάτων τύπου Aragostella 1 έναντι τιμήματος 9,60 ευρώ ανά κιλό και συνολικού τιμήματος 82.944,00 ευρώ και 2.664 κιλά αστακών βαθέων υδάτων έναντι τιμήματος 6,90 ευρώ ανά κιλό και συνολικού τιμήματος 18.381,00 ευρώ. Σχετικά εκδόθηκε το από 03-08-2010 τιμολόγιο με κωδικό αναφοράς …-07-2010, συνολικής αξίας 181.175,60 ευρώ, ποσό στο οποίο περιλαμβάνονταν και τα έξοδα μεταφοράς των πωληθέντων εμπορευμάτων από την Αττική στις εγκαταστάσεις της αγοράστριας επιχείρησης στην πόλη Ρίμινι της Ιταλίας, ύψους 500,00 ευρώ, τα οποία συμφωνήθηκε να βαρύνουν την αγοράστρια εταιρεία. Το τίμημα συμφωνήθηκε να καταβληθεί εντός 30 ημερών από την ημερομηνία έκδοσης της φορτωτικής, όπως αναγράφεται στο σχετικό ως άνω τιμολόγιο, σε λογαριασμό της πωλήτριας εταιρείας-ενάγουσας που τηρούσε στην τράπεζα «Alpha Bank», ο οποίος αναγραφόταν στο τιμολόγιο. Επίσης, στο εν λόγω τιμολόγιο και συγκεκριμένα στη θέση του προσδιορισμού του τιμήματος ανά κιλό πωληθέντος εμπορεύματος αναγράφεται ο όρος «ex stores Athens». Ο διεθνής αυτός εμπορικός όρος ανήκε στους κανόνες του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου για τη διεθνή εμπορική πώληση (Incoterms), ταυτίζεται κατά έννοια και περιεχόμενο με τον όρο «Εχ Works», και η προσθήκη του στο εν λόγω τιμολόγιο καταδεικνύει ότι συμφωνήθηκε μεταξύ των μερών ως τόπος παράδοσης των εμπορευμάτων ο τόπος της επαγγελματικής εγκατάστασης της πωλήτριας ενάγουσας, στον Ταύρο Αττικής. Επομένως, με βάση τον εν λόγω όρο η ενάγουσα εκπλήρωσε την υποχρέωση της προς παράδοση των εμπορευμάτων με το να τα θέσει στη διάθεση της αγοράστριας στις εγκαταστάσεις της στον Ταύρο Αττικής, και έκτοτε ο κίνδυνος βλάβης ή απώλειας των εμπορευμάτων μετέβη στην αγοράστρια εταιρεία, την οποία βάρυναν και τα έξοδα μεταφοράς των εμπορευμάτων από την Αττική στο Ρίμινι της Ιταλίας. Αποδείχθηκε όμως ότι μεταξύ των μερών συμφωνήθηκε να ανεύρει η ενάγουσα τον μεταφορέα που θα εκτελούσε την διεθνή αυτή μεταφορά και να του παραδώσει τα πωληθέντα εμπορεύματα με κίνδυνο και δαπάνες της αγοράστριας. Τα εμπορεύματα έπρεπε κατά τη διάρκεια της μεταφοράς τους να διατηρηθούν σε θερμοκρασία -18° C και, συνεπώς, με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας, έπρεπε να ανευρεθεί όχημα που να διαθέτει θερμογράφο, ώστε να μπορεί ο οδηγός του να παρακολουθεί ανά πάσα στιγμή την θερμοκρασία στον θάλαμο. Η ενάγουσα, στην οποία η αγοράστρια εταιρεία είχε παράσχει σχετική πληρεξουσιότητα, συνήψε στις 03.08.2010, στο όνομα της αλλά για λογαριασμό της αγοράστριας εταιρείας, σύμβαση με την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «SPEEDLINE HELLAS LOGISTICS Α.Ε.», η οποία αποτελεί παραγγελιοδοχική επιχείρηση διεθνών μεταφορών και αναλαμβάνει την διενέργεια διεθνών οδικών μεταφορών από και προς την Ελλάδα, με την οποία (σύμβαση) η τελευταία ανέλαβε έναντι αμοιβής την υποχρέωση, είτε να μεταφέρει οδικώς τα αγορασθέντα εμπορεύματα είτε να μεριμνήσει για την εξεύρεση μεταφορέα και τη σύναψη με αυτόν σύμβασης για την εκτέλεση της μεταφοράς. Στη συνέχεια, η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «SPEEDLINE HELLAS LOGISTICS Α.Ε.», ενεργώντας ως παραγγελιοδόχος μεταφοράς, εξηύρε και ανέθεσε στην εδρεύουσα στην Βουλγαρία εταιρεία διεθνών μεταφορών, με την επωνυμία «FRIGO LINE LTD», την εκτέλεση της μεταφοράς, με το υπ' αριθμ.... ΒΗ φορτηγό ψυγείο, το οποίο εκμεταλλευόταν η εταιρεία με την επωνυμία «FRIGO LINE LTD», η οποία με τη σειρά της προέστησε στην οδήγηση του ως άνω οχήματος τον οδηγό .... Πράγματι, στις 03.08.2010 στις εγκαταστάσεις της εταιρείας με την επωνυμία «ΚΑΛΥΨΩ Α.Ε.», στα ψυγεία της οποίας διατηρούνταν τα πωληθέντα εμπορεύματα, στην Αθήνα, έγινε η φόρτωση των εμπορευμάτων στο παραπάνω φορτηγό ψυγείο, το οποίο οδηγούσε ο προστηθείς της πραγματικής μεταφορέως ..., και συμπληρώθηκε το υπ' αριθμ..../03-08-2010 δελτίο παράδοσης CMR, κατ' άρθρα 4 επ. CMR, όπου ως τόπος παράδοσης ανεγράφη η διεύθυνση της παραλήπτριας-αγοράστριας των εμπορευμάτων. Τόσο στην έγγραφη παραγγελία της ενάγουσας προς την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «SPEEDLINE HELLAS LOGISTICS Α.Ε.», όσο και στο υπ' αριθμ..../03-08-2010 δελτίο παράδοσης στο πεδίο με αριθμό 12 και με  τίτλο «εντολαί αποστολέως», γινόταν ειδική μνεία στο ότι τα προς μεταφορά εμπορεύματα ήταν κατεψυγμένα θαλασσινά και ότι έπρεπε να διατηρηθούν αυστηρά σε θερμοκρασία -18° C. Με την παράδοση από την πωλήτρια ενάγουσα των εμπορευμάτων προς φόρτωση ο κίνδυνος για τη βλάβη ή απώλεια τους μετατέθηκε στην αγοράστρια. Η εν λόγω σύμβαση μεταφοράς που συνήφθη μεταξύ της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «SPEEDLINE HELLAS LOGISTICS Α.Ε.» και της εταιρείας διεθνών μεταφορών, με την επωνυμία «FRIGO LINE LTD», διεπόταν από τη Διεθνή Σύμβαση της  Γενεύης (CMR), δεδομένου ότι η μεταφορά συμφωνήθηκε να πραγματοποιηθεί οδικώς με όχημα και με αμοιβή, ο τόπος δε παραλαβής των εμπορευμάτων (Αττική) και ο τόπος παραδόσεως (Ρίμινι Ιταλίας) βρίσκονται σε δύο διαφορετικές χώρες, από τις οποίες η μία τουλάχιστον είναι συμβαλλόμενη χώρα. Η δε συνδέουσα την ενάγουσα και την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «SPEEDLINE HELLAS LOGISTICS Α.Ε.» σύμβαση, ήταν αυτή της παραγγελίας μεταφοράς, κατά την έννοια των άρθρων 96-98 ΕμπΝ, επί της οποίας εφαρμόζεται εμμέσως η Διεθνής Σύμβαση της Γενεύης (CMR), βάσει της οποίας (συμβάσεως αυτής) η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «SPEEDLINE HELLAS LOGISTICS Α.Ε.» ενήργησε, κατά τα ως άνω γενόμενα δεκτά ως αποδειχθέντα, ως παραγγελιοδόχος μεταφοράς, οίος είναι εκείνος, ο οποίος κατόπιν συμφωνίας με τον παραγγελέα αναλαμβάνει να ενεργήσει στο όνομα του, αλλά για λογαριασμό του παραγγελέως (συνήθως αποστολέα ή παραλήπτη του φορτίου) ό,τι απαιτείται για την πραγμάτωση της μεταφοράς (ΕμπΝ 90, 95) και κυρίως να μεριμνήσει για την ανεύρεση του μεταφορέως και τη σύναψη με αυτόν συμβάσεως μεταφοράς, η οποία, ειρήσθω, λειτουργεί από την φύση και το σκοπό της ως γνήσια, κατά το άρθρο 411 ΑΚ, σύμβαση υπέρ του παραλήπτη - τρίτου, όπως αυτό προκύπτει και από τη διάταξη του άρθρου 13 παρ. 1 εδ. Β’ της εν λόγω συμβάσεως CMR. Σημειωτέον ότι στο δελτίο παράδοσης που εκδόθηκε κατά τη φόρτωση σύμφωνα με τα ανωτέρω η πραγματική μεταφορέας και ο προστηθείς απ' αυτήν οδηγός του φορτηγού αυτοκινήτου δεν διατύπωσε καμία επιφύλαξη για την κατάσταση και την θερμοκρασία των εμπορευμάτων και συνεπώς τεκμαίρεται ότι τα εμπορεύματα ήταν σε άριστη κατάσταση και η θερμοκρασία τους ήταν αυτή των -18° C (άρθρο 9 παρ. 2 CMR).

 

’λλωστε σύμφωνα με τα αρ. 8 και 9 της Διεθνούς Σύμβασης CMR κατά την παραλαβή των προς μεταφορά εμπορευμάτων ο μεταφορέας θα ελέγχει την εμφανή κατάσταση των εμπορευμάτων και της συσκευασίας τους, σε περίπτωση δε που έχει οποιαδήποτε επιφύλαξη ως προς αυτά, οφείλει να την καταχωρεί επί του δελτίου παραδόσεως μαζί με τους λόγους στους οποίους βασίζεται η επιφύλαξη αυτή. Εάν δε το δελτίο παραδόσεως δεν περιλαμβάνει συγκεκριμένες επιφυλάξεις του μεταφορέα, θα προεξοφλείται, εκτός αποδείξεως του εναντίον, ότι τα εμπορεύματα και η συσκευασία τους φαίνονταν να είναι σε καλή κατάσταση όταν ο μεταφορέας τα παρέλαβε. Στην προκειμένη περίπτωση το δελτίο παράδοσης εκδόθηκε χωρίς οποιαδήποτε επιφύλαξη του προστηθέντος από την πραγματική μεταφορέα οδηγού για την κατάσταση των καταψυγμένων θαλασσινών, τη συσκευασία τους ή τον τρόπο φόρτωσης. Κατά δε τα προαναφερθέντα αποδείχθηκε η άριστη κατάσταση των φορτωθέντων εμπορευμάτων, η ενδεδειγμένη συσκευασία τους, η κατά ορθό τρόπο και σωστή επαγγελματική μέθοδο φόρτωση τους εντός του ψυκτικού θαλάμου και το γεγονός ότι αυτά κατά την παράδοση βρίσκονταν σε θερμοκρασία -18° C.

 

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι τα εμπορεύματα αφίχθησαν στις εγκαταστάσεις της αγοράστριας την 05.08.2010. Εκεί διαπιστώθηκε ότι λόγω βλάβης του ψυκτικού μηχανήματος του θαλάμου του φορτηγού, η θερμοκρασία αυτών είχε ανέβει πάνω από τους -18° Κελσίου, με αποτέλεσμα τα πωληθέντα εμπορεύματα-κατεψυγμένα θαλασσινά τρόφιμα να έχουν πλήρως αποψυχθεί. Η αγοράστρια εταιρεία με την από 05-08-2010 επιστολή της προς την ενάγουσα την ενημέρωσε ότι τα πωληθέντα τρόφιμα έφθασαν στις εγκαταστάσεις της σε πλήρη απόψυξη και της δήλωσε ρητώς ότι αρνήθηκε την παραλαβή τους ως μη ανταποκρινόμενα στις συμβατικές προδιαγραφές, αρνήθηκε την εκφόρτωση τους και την παραλαβή του δελτίου παράδοσης και των λοιπών συνοδευτικών εγγράφων, τα οποία παρέμειναν στην κατοχή του οδηγού του φορτηγού. Η ενάγουσα αποδέχθηκε την ανωτέρω επιστολή της αγοράστριας εταιρείας και ζήτησε να παραμείνει το φορτηγό-ψυγείο στις αποθήκες της αγοράστριας προκειμένου να ελεγχθεί την επόμενη ημέρα από πραγματογνώμονα της ασφαλιστικής εταιρείας της μεταφορέως ή της παραγγελιοδόχου μεταφοράς, πράγμα το οποίο και έγινε. Επίσης η αγοράστρια ενημέρωσε αυθημερόν την παραγγελιοδόχο μεταφοράς εταιρεία με την επωνυμία «SPEEDLINE HELLAS LOGISTICS Α.Ε.», όπως προκύπτει από την από 05-082010 επιστολή-καταγγελία της. Την 06-08-2010 πραγματογνώμονας της ασφαλιστικής εταιρείας της πραγματικής μεταφορέως εταιρείας με την επωνυμία «FRIGO LINE LTD» ήλεγξε το φορτίο και διαπίστωσε ότι η θερμοκρασία δεν διατηρήθηκε όπως έπρεπε στους -18° C για δύο περίπου ημέρες, ότι το εμπόρευμα βρισκόταν σε θερμοκρασία περίπου -10° C, και ότι ναι μεν δεν παρουσίαζε πολύ σοβαρές ενδείξεις αλλοίωσης αλλά παρολ' αυτά είχε χάσει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, όπως προκύπτει από το από 06-08-2010 προσκομιζόμενο μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που εστάλη από την εταιρεία πραγματογνωμόνων στην ασφαλιστική εταιρεία της πραγματικής μεταφορέως «INTERAMERICAN  BULGARIA LTD». Μετά την απόρριψη των εμπορευμάτων από την αγοράστρια εταιρεία, τα ως άνω εμπορεύματα επέστρεψαν στην Ελλάδα και φυλάχθηκαν σε ψυγεία της εταιρείας ΚΑΛΥΨΩ Α.Ε. Η ενάγουσα κάλεσε προς διενέργεια πραγματογνωμοσύνης την εταιρεία πραγματογνωμόνων «SGS GREECE S.A.», ο πραγματογνώμονας της οποίας ήλεγξε το ως άνω φορτίο την 09-08-2010 στα ψυγεία των εγκαταστάσεων της εταιρείας «ΚΑΛΥΨΩ Α.Ε.» και διαπίστωσε ότι με το που άνοιξαν οι πόρτες του φορτηγού-ψυγείου έγινε αισθητό ότι η θερμοκρασία δεν ήταν αυτή των -18° C, αλλά υψηλότερη, ότι δεν υπήρχε καθόλου η αίσθηση ψύχους, ότι τα εμπορεύματα βρίσκονταν σε θερμοκρασία από -6,5° C έως -14,5° C, ενώ ζήτησε και μία εκτύπωση από τον θερμογράφο του φορτηγού εκ της οποίας προέκυψε ότι κατά το χρονικό διάστημα από 05-08-2010 έως 09-08-2010 η θερμοκρασία στο θάλαμο-ψυγείο του φορτηγού κυμαινόταν από -22,2° C έως 5,4° C, όπως προκύπτει από την υπ' αριθμ-.../2010 αναφορά της ανωτέρω εταιρείας. Την ίδια ημερομηνία το ψυκτικό μηχάνημα του εν λόγω φορτηγού εξέτασε, επιμέλεια της ενάγουσας και μηχανικός της εταιρείας «THERMOASSISTANCE ΜΟΝΟΠΡΟΣΩΠΗ Ε.Π.Ε.» ο οποίος διαπίστωσε ότι είχε κολλήσει η βαλβίδα του ζεστού και αυτό είχε σαν αποτέλεσμα το μηχάνημα να στέλνει περισσότερο ζεστό αέρα αντί για κρύο, με συνέπεια να μην μπορεί να λειτουργήσει σωστά η κατάψυξη και ότι το καταγραφικό του θερμογράφου του μηχανήματος ήταν σε καλή κατάσταση, όπως προκύπτει από τις από 21-09-2010 και 01-10-2010 σχετικές βεβαιώσεις της ανωτέρω εταιρείας. Από δε την υπ'αριθμ.66911/15-10-2010 επιστολή της ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία  «INTERAMERICAN  BULGARIA LTD», προς την ασφαλισμένη της εταιρεία με την επωνυμία «FRIGO LINE LTD», προκύπτει ότι είχε βλάβη η βαλβίδα του ζεστού του ψυκτικού μηχανήματος του φορτηγού και αυτό είχε σαν αποτέλεσμα το μηχάνημα να στέλνει περισσότερο ζεστό αέρα αντί για κρύο, ότι η κατάσταση του θερμογράφου του ψυκτικού μηχανήματος ήταν καλή, ότι κατά το διάστημα από 03-08-2010 έως 09-08-2010 καταγράφηκαν θερμοκρασίες στο θάλαμο του φορτηγού από -22° C έως 11° C, και ότι η ζημία οφείλεται στο ότι δεν έγινε καθόλου παρακολούθηση της θερμοκρασίας του θαλάμου του φορτηγού-ψυγείου, ώστε να διαπιστωθεί η βλάβη και να ληφθούν εγκαίρως τα απαραίτητα μέτρα. Εφόσον δε τα εμπορεύματα υπέστησαν την ανωτέρω μερική ζημία μετά τη μετάθεση του κινδύνου στην αγοράστρια και κατά τη διάρκεια της μεταφοράς αυτών, αυτή μόνο είχε το δικαίωμα να ζητήσει αποζημίωση, τόσο από την εναγομένη ασφαλιστική εταιρία (με βάση την ευθύνη αυτής από τη σύμβαση ασφαλίσεως) όσο και από την παραγγελιοδόχο μεταφοράς και την πραγματική μεταφορέα (με βάση της  στηριζόμενη στη σύμβαση CMR συμβατική ή την τυχόν υπάρχουσα εξωσυμβατική ευθύνη αυτών), διότι οι σχετικές συμβάσεις (ασφαλίσεως και μεταφοράς) καταρτίσθηκαν υπέρ αυτής από την αποστολέα πωλήτρια και επιπλέον μόνο αυτή (αγοράστρια-παραλήπτρια) είχε το κατά το άρθρο 12 της CMR δικαίωμα διαθέσεως δεδομένου ότι είχε συμφωνηθεί η ρήτρα ex stores. Πλην όμως, μετά την αποκάλυψη της βλάβης των εμπορευμάτων, με σύμβαση μεταξύ της αγοράστριας και της πωλήτριας, επιτρεπτά κατ' άρθρο 361 ΑΚ, συμφωνήθηκε, κατά την αμοιβαίως εκδηλωθείσα σαφώς βούληση των μερών, ότι καταργείται η σύμβαση πωλήσεως των μεταφερθέντων εμπορευμάτων που δεν είχε ολοκληρωθεί μέχρι τότε ουσιαστικά, αφού τα εμπορεύματα δεν είχαν φθάσει ποτέ στα χέρια της αγοράστριας. Συμφωνήθηκε δε ρητά, όπως  προκύπτει από την ανωτέρω αναφερθείσα επιστολή της αγοράστριας την οποία αποδέχθηκε η ενάγουσα, ότι η μεν αγοράστρια δεν υποχρεούτο να πληρώσει το τίμημα, τα δε δικαιώματα στα ωφελήματα των βλαβέντων εμπορευμάτων επανακάμφθηκαν στην πωλήτρια, η οποία πλέον, ως έχουσα το δικαίωμα της διάθεσης των πραγμάτων, ήταν και η φορέας των αξιώσεων από τη σύμβαση μεταφοράς και συνακόλουθα η δικαιούχος της ασφαλιστικής αποζημίωσης. Η εν λόγω συμφωνία ήλθε εις γνώση τόσο της παραγγελιοδόχου μεταφοράς και της πραγματικής μεταφορέως όσο και των ασφαλιστικών τους εταιρειών, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη μεταξύ των μερών ανταλλαγείσα αλληλογραφία. Κατά το μέρος δε που η πιο πάνω σύμβαση στο σύνολο της περιελάμβανε και εκχώρηση των αξιώσεων της αγοράστριας εταιρείας προς την πωλήτρια, μεσολάβησε αναγγελία προς την υπόχρεη παραγγελιοδόχο μεταφοράς με την αναφερόμενη κατωτέρω από 14-03-2011 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 3125/2011 και με γενικό αριθμό κατάθεσης 55198/2011 αγωγή της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών κατά της παραγγελιοδόχου μεταφοράς, αλλά και προς την εναγομένη με την άσκηση και την επίδοση της κρινομένης αγωγής. Το γεγονός ότι μεταξύ των αρχικώς συμβληθέντων συμφωνήθηκε μετά την επέλευση του ασφαλιστικού κινδύνου η κατάργηση της συμβάσεως πωλήσεως, με τις αναφερθείσες παραπάνω συνέπειες (μη καταβολή τιμήματος εκ μέρους της αγοράστριας και επανάκαμψη του δικαιώματος διαθέσεως των απωλεσθέντων πραγμάτων στην πωλήτρια), επιβεβαιώθηκε σαφώς από την κατάθεση του μάρτυρα αποδείξεως και δεν αμφισβητήθηκε ειδικά από την εναγομένη. Έπειτα από διαπραγματεύσεις που επακολούθησαν μεταξύ της ενάγουσας, της παραγγελιοδόχου μεταφοράς, της πραγματικής μεταφορέως και των ασφαλιστικών τους εταιρειών, και προς αποφυγή της ολικής απώλειας των εμπορευμάτων, συμφωνήθηκε να πωλήσει η ενάγουσα τα εμπορεύματα αυτά, ώστε να απομειωθεί η υπάρχουσα ζημία. Τελικά τα εμπορεύματα πωλήθηκαν από την ενάγουσα, έναντι τιμήματος τριών ευρώ ανά κιλό, ήτοι έναντι συνολικού τιμήματος (17.652 κιλά Χ 3,00 ευρώ ανά κιλό =) 52.956,00 ευρώ, όπως ομολογεί και η ίδια με την αγωγή της, ισχυρισμό που δεν αμφισβητεί η εναγομένη.

 

Επομένως η ζημία της ενάγουσας ανερχόταν στο ύψος της διαφοράς της αξίας των εμπορευμάτων με το συνολικό τίμημα που εισέπραξε τελικά η ενάγουσα από την πώληση τους πλέον των εξόδων μεταφοράς που περιλήφθηκαν στο εκδοθέν από 03-08-2010 τιμολόγιο (πρβλ ΕφΑΘ 233/1989, ΕφΑΘ 8585/1989). Η αξία των πωληθέντων εμπορευμάτων ήταν αυτή που αναγραφόταν στο από 03-08-2010 τιμολόγιο πώλησης και αναφέρθηκε ανωτέρω, η οποία αντιστοιχούσε στη συνήθη τιμή των εμπορευμάτων του αυτού είδους και της αυτής ποιότητας, για τα οποία αποδείχθηκε ότι δεν υπήρχε τιμή χρηματιστηρίου ή τρέχουσα τιμή της αγοράς. Επομένως, η ζημία της ενάγουσας ανήλθε στο ποσό των (180.675,60 ευρώ - 52.956,00 ευρώ =) 128.219,60 ευρώ. Με βάση όσα προαναφέρθηκαν, η εκτελέσασα την επίδικη μεταφορά εταιρεία διεθνών οδικών μεταφορών με την επωνυμία «FRIGO LINE LTD» και ο υπ' αυτής προστηθείς οδηγός, επέδειξαν ηθελημένη κακή διαχείριση στη μεταφορά των εμπορευμάτων, κατά την προεκτεθείσα στη μείζονα σκέψη έννοια, που προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 29 § 1 της C.M.R. Τούτο διότι επέδειξαν ψυχική στάση αδιαφορίας, για τις συνέπειες των πράξεων τους, αφού δεν ενήργησαν ως έμπειροι στις μεταφορές και δεν μερίμνησαν για την επιλογή φορτηγού ψυγείου στο οποίο να λειτουργεί άριστα το ψυκτικό σύστημα, δεν ήλεγξαν πριν την έναρξη της μεταφοράς εάν λειτουργούσε σωστά το ψυκτικό σύστημα του φορτηγού, δεν ήλεγχαν καθ' όλη την διάρκεια της μεταφοράς μέσω του θερμογράφου την ακριβή θερμοκρασία του θαλάμου του φορτηγού, ενέργεια στην οποία εάν είχαν προβεί θα είχαν ευχερώς διαπιστώσει την ύπαρξη βλάβης, δεν αποκατέστησαν τη βλάβη στο ηλεκτρολογικό σύστημα του οχήματος, αν και γνώριζαν ότι με τις παραλείψεις τους αυτές επαυξανόταν ο κίνδυνος να πραγματωθεί το ζημιογόνο αποτέλεσμα, να καταστραφούν δηλαδή τα μεταφερόμενα εμπορεύματα από την άνοδο της θερμοκρασίας, εξαιτίας της ως άνω βλάβης. Σημειωτέον ότι η επίδικη μεταφορά διήρκεσε δύο ημέρες, από τις 03-08-2010 έως τις 05-08-2010, και με βάση τις εκτιμήσεις των πραγματογνωμόνων που ανωτέρω αναφέρθηκαν το ψυκτικό σύστημα του φορτηγού παρουσίασε βλάβη ήδη από την 03-08-2010, ήτοι από την έναρξη της μεταφοράς. Το βαθμό της υπαιτιότητας του προστηθέντος από την πραγματική μεταφορέα οδηγού επιτείνει το γεγονός ότι καθ' όλη τη διάρκεια της επίδικης μεταφοράς δεν ήλεγξε καθόλου τον θερμογράφο του οχήματος, ώστε να διαπιστώσει εάν διατηρείτο η απαιτούμενη θερμοκρασία των -18° C, παρότι γνώριζε ότι τα μεταφερόμενα προϊόντα ήταν ιδιαίτερα ευπαθή και ευαλλοίωτα. Η συνετή και επιμελής συμπεριφορά του μέσου οδηγού είναι να προβαίνει κατά τη διάρκεια του ταξιδιού σε συνεχείς ελέγχους του συστήματος ψύξης του αυτοκινήτου, ενόψει της ευπάθειας των μεταφερομένων εμπορευμάτων, ώστε να είναι σε ετοιμότητα να αντιληφθεί εγκαίρως την πλημμελή λειτουργία του και να μεριμνήσει για την άμεση αποκατάσταση του. Η συμπεριφορά δε αυτή του οδηγού έγινε εν γνώσει της επαυξήσεως του κινδύνου απώλειας των μεταφερόμενων εμπορευμάτων, για τον οποίο επέδειξε μεν πλήρη αδιαφορία, χωρίς όμως και να τον αποδεχθεί, συνιστά δε αυτή ηθελημένη κακή διαχείριση. Επομένως, αποδείχθηκε ότι το ζημιογόνο περιστατικό, δηλαδή η άνοδος της θερμοκρασίας του ψυκτικού θαλάμου πάνω από τους -18° C, στους οποίους είχε γίνει η ρύθμιση του ψυκτικού μηχανήματος κατά τη φόρτωση και που αντιστοιχούσαν στην ενδεδειγμένη θερμοκρασία για την επίδικη μεταφορά, οφειλόταν σε ηθελημένη κακή διαχείριση του προστηθέντος από την εταιρεία «FRIGO LINE LTD» οδηγού, ο οποίος δεν έλαβε τα ενδεδειγμένα μέτρα ως προς την εκλογή, συντήρηση και χρήση του ανωτέρω οχήματος, ούτε έλεγχε, όπως όφειλε, την ψύξη του ψυκτικού μηχανήματος με το οποίο το όχημα αυτό ήταν εφοδιασμένο, με αποτέλεσμα όταν το ψυκτικό μηχάνημα υπέστη βλάβη να μην το αντιληφθεί καθόλου. Ειδικότερα, η ανωτέρω αναφερθείσα διακύμανση της θερμοκρασίας από τους -18° έως και τους 11° C, είναι αντικειμενικά μεγάλη, και συνέβη λόγω της βλάβης του ψυκτικού μηχανήματος, την οποία λόγω ανυπάρκτου  ελέγχου  ουδόλως αντελήφθη ο ανωτέρω προστηθείς οδηγός, ώστε να επέμβει και να διασώσει τα εμπορεύματα επισκευάζοντας τη βλάβη ή μεταφέροντας τα εμπορεύματα σε άλλο ψυκτικό θάλαμο. Σύμφωνα με τα παραπάνω υποχρεωμένοι να αποκαταστήσουν την ανωτέρω ζημία της πωλήτριας και αποστολέως των εμπορευμάτων εταιρείας είναι αφ' ενός μεν η πραγματική μεταφορέας εταιρεία με την επωνυμία «FRIGO LINE LTD», βάσει των άρθρων 1, 3, 17 παρ. 1, 23 παρ. 14, 25 παρ. 1, 27, 29 της Διεθνούς Συμβάσεως της Γενεύης (CMR) που κυρώθηκε με το ν. 554/1977 και αφ' ετέρου η εταιρεία με την επωνυμία «SPEED LINE HELLAS LOGISTICS Α.Ε.», υπό την ιδιότητα της του παραγγελιοδόχου μεταφοράς, βάσει των άρθρων 95, 97 ΕμπΝ, αφού κατά τα άρθρα 95-101 ΕμπΝ η ευθύνη της ως παραγγελιοδόχου μεταφοράς για την προκειμένη μερική απώλεια των μεταφερομένων πραγμάτων είναι εκ του νόμου εγγυητική, και υφίσταται στο μέτρο που υπάρχει και η ευθύνη του ως άνω μεταφορέως. Συνακόλουθα, λόγω της ευθύνης της εταιρείας με την επωνυμία «SPEED LINE HELLAS LOGISTICS Α.Ε.» προς αποκατάσταση της ζημίας της ενάγουσας, η τελευταία άσκησε την από 14-03-2011 με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 3125/2011 και με γενικό αριθμό κατάθεσης 55198/2011 αγωγή της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, μεταξύ άλλων και κατά της ανωτέρω παραγγελιοδόχου μεταφοράς, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 5179/2012 οριστική ως προς την παραγγελιοδόχο μεταφοράς, εταιρεία με την επωνυμία «SPEED LINE HELLAS LOGISTICS Α.Ε.» απόφαση, με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή της ενάγουσας και αναγνωρίσθηκε η υποχρέωση της ανωτέρω εταιρείας να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 128.219,60 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της επίδοσης της ως άνω αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Κατ' ακολουθίαν γεννήθηκε η υποχρέωση της εναγομένης ασφαλιστικής εταιρείας να καταβάλει στην ασφαλισμένη της εταιρεία με την επωνυμία  «SPEED LINE HELLAS LOGISTICS Α.Ε.», ως ασφάλισμα το ανωτέρω ποσό ύψους 128.219,60  ευρώ, λόγω επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης, βάσει του ανωτέρω εν ισχύ ευρισκομένου κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα από 03-08-2010 έως και 05-08-2010 ασφαλιστηρίου συμβολαίου, πλην όμως η εταιρεία με την επωνυμία «SPEED LINE HELLAS LOGISTICS Α.Ε.» αδρανεί να επιδιώξει την είσπραξη της ασφαλιστικής αποζημίωσης, αφού όπως αποδείχθηκε δεν έχει έως σήμερα οχλήσει την εναγομένη για την καταβολή της ούτε καν έχει επιδιώξει την αναγνώριση έστω της υποχρέωσης της εναγομένης προς καταβολή της ανωτέρω ασφαλιστικής αποζημίωσης. Η εναγομένη προς αποφυγή πληρωμής της υπό κρίση αποζημίωσης ισχυρίζεται ότι συντρέχει εν προκειμένω περίπτωση απαλλαγής από την ασφαλιστική κάλυψη, λόγω της ενεργοποίησης των συμφωνηθέντων με το ως άνω ασφαλιστήριο συμβόλαιο γενικών όρων με αριθμούς 4.2 και 8.1.1.2., πλην όμως ο εν λόγω ισχυρισμός της τυγχάνει απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος. Τούτο διότι από το επισυναπτόμενο στο υπ' αριθμ…../2003 ασφαλιστήριο συμβόλαιο αστικής ευθύνης δια μεταφορέα έντυπο των γενικών όρων ασφάλισης διεθνών οδικών μεταφορών, στους οποίους παρέπεμπε το εν λόγω συμβόλαιο, προκύπτει ότι με βάση τον όρο με αριθμό 4.2 «αποκλείονται απαιτήσεις και αξιώσεις  από ζημίες τις οποίες προξένησαν ο ασφαλισμένος ή/και ο λήπτης της ασφάλισης, οι νόμιμοι εκπρόσωποι του, οι οδηγοί και οι λοιποί προστηθέντες στους οποίους ανατέθηκε η εκτέλεση της μεταφοράς, οι γενικοί εμπορικοί πληρεξούσιοι ή ανεξάρτητοι προϊστάμενοι υποκαταστημάτων ή πράκτορες από δόλο ή από βαριά αμέλεια». Εν προκειμένω η ζημία προκλήθηκε από συμπεριφορά αποδιδόμενη σε ηθελημένη κακή διαχείριση του οδηγού του φορτηγού αλλά και της πραγματικής μεταφορέως εταιρείας με την επωνυμία «FRIGO LINE LTD». Δεν αποδείχθηκε όμως δόλος ή βαριά αμέλεια της ίδιας της παραγγελιοδόχου μεταφοράς, αφού, όπως αποδείχθηκε στην επιλογή του φορτηγού και του οδηγού προέβη η πραγματική μεταφορέας εταιρεία με την επωνυμία «FRIGO LINE LTD», χωρίς ανάμειξη της παραγγελιοδόχου μεταφοράς και χωρίς η τελευταία να γνωρίζει την ύπαρξη της βλάβης του ψυκτικού μηχανήματος του εν λόγω φορτηγού. Εξάλλου, δεν αποδείχθηκε ούτε η ύπαρξη δόλου ή βαριάς αμέλειας της παραγγελιοδόχου μεταφοράς κατά την επιλογή της πραγματικής μεταφορέως εταιρείας, καθόσον, δεν προέκυψε ότι η εν λόγω εταιρεία ήταν γνωστή στον οικείο κύκλο συναλλαγών ως έχουσα ελαττωματικά φορτηγά οχήματα ούτε ότι είχαν επισυμβεί και κατά το παρελθόν παρόμοια περιστατικά. Για να θεμελιώσει η εναγομένη την εφαρμογή εν προκειμένω του εν λόγω όρου ισχυρίζεται ότι η πραγματική μεταφορέας είχε την ιδιότητα του προστηθέντος από την παραγγελιοδόχο μεταφοράς, με αποτέλεσμα ο δόλος ή η βαριά αμέλεια της πρώτης να επισύρει την εφαρμογή του εν λόγω όρου για την δεύτερη. Πλην όμως, σύμφωνα με τα στη μείζονα σκέψη της παρούσας διαλαμβανόμενα, την παραγγελιοδόχο μεταφοράς και την πραγματική μεταφορέα δεν συνέδεε σχέση πρόστησης, αλλά αυτοτελής σύμβαση μεταφοράς, βάσει της οποίας η πραγματική μεταφορέας ανέλαβε την υποχρέωση να εκτελέσει την επίδικη μεταφορά, σχέση η οποία φέρει τον χαρακτήρα της μίσθωσης έργου, από την οποία αποκλείεται κατ' αρχήν η πρόστηση, εκτός αν ο εργοδότης επεφύλαξε το δικαίωμα να διευθύνει και επιβλέπει τις εργασίες εκτελέσεως του έργου, παρέχοντας οδηγίες στον εργολάβο (ΕφΑΘ 3601/1981 Αρμ ΛΣΤ.529, ΕΑ 3470/76 ΝοΒ 25,329, Κ. Καυκάς, ό.π. αρθρ. 680), στοιχεία τα οποία εν πάση περιπτώσει δεν επικαλείται η εναγομένη αλλά ούτε και αποδείχθηκε η συνδρομή τους. Ο δε οδηγός του φορτηγού ήταν προστηθείς της πραγματικής μεταφορέως και όχι της παραγγελιοδόχου μεταφοράς. Επομένως, αφού ούτε η πραγματική μεταφορέας ούτε ο οδηγός τελούσαν σε σχέση πρόστησης με την παραγγελιοδόχο μεταφοράς, δεν συντρέχει εν προκειμένω περίπτωση εφαρμογής του ως άνω υπ'αριθμ.4.2. γενικού όρου ασφάλισης. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι με βάση τον γενικό όρο ασφάλισης με αριθμό 8.1.1.2. που διέπει το επίδικο ασφαλιστήριο συμβόλαιο και την εφαρμογή του οποίου επικαλείται η εναγομένη προς απαλλαγή της «ο ασφαλισμένος ή και ο λήπτης της ασφάλισης υποχρεούται να ελέγχει την τεχνική κατάσταση και τα σκεπάσματα (τους μουσαμάδες) των οχημάτων τα οποία βρίσκονται συνέχεια σε χρήση και σε περίπτωση που διαπιστώσει βλάβες να φροντίσει να διορθωθούν αμέσως». Ο εν λόγω όρος όμως μπορεί να τύχει εφαρμογής μόνο σε μεταφορές που εκτελούνται πραγματικά από την ίδια την ασφαλισμένη εταιρεία με την επωνυμία «SPEED LINE HELLAS LOGISTICS Α.Ε.» με δικά της ή εκμισθούμενα από αυτήν οχήματα και όχι σε μεταφορές που αναλαμβάνει ως παραγγελιοδόχος μεταφοράς, όπως εν προκειμένω, καθόσον, όπως αποδείχθηκε η ίδια σύναψε σύμβαση μεταφοράς και ανέθεσε την εκτέλεση της μεταφοράς σε τρίτο αυτοτελές και ανεξάρτητο νομικό πρόσωπο, ήτοι την εταιρεία με την επωνυμία «FRIGO LINE LTD», η οποία και μόνο υπείχε υποχρέωση να ελέγξει την τεχνική κατάσταση του φορτηγού που εκμεταλλευόταν και να προβεί στην επισκευή της βλάβης που ανέκυψε, ενώ τέτοια υποχρέωση δεν βάρυνε την παραγγελιοδόχο μεταφοράς, στην οποία ούτε το όχημα δια του οποίου μεταφέρθηκαν τα προϊόντα ανήκε αλλά ούτε και τελούσε σε σχέση πρόστησης με την πραγματική μεταφορέα. Κατά συνέπεια η προβληθείσα σχετικά ένσταση απαλλαγής της εναγομένης πρέπει να απορριφθεί στο σύνολο της ως ουσία αβάσιμη. Κατόπιν όλων των ανωτέρω, και δεδομένου ότι αποδείχθηκε τόσο ότι η εταιρεία με την επωνυμία «SPEED LINE HELLAS LOGISTICS Α.Ε.» είναι οφειλέτιδα της ενάγουσας κατά το ποσό των 128.219,60 ευρώ, και δανείστρια της εναγομένης κατά το ίδιο ως άνω ποσό, όσο και ότι αδρανεί να ασκήσει το δικαίωμα της προς είσπραξη του ανωτέρω ποσού από την εναγομένη, πρέπει να γίνει δεκτή η αγωγή ως βάσιμη κατ'ουσίαν και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στην εταιρεία με την επωνυμία «SPEED LINE HELLAS LOGISTICS Α.Ε.» το συνολικό ποσό των εκατόν είκοσι οκτώ χιλιάδων διακοσίων δέκα εννέα ευρώ και εξήντα λεπτών (128.219,60 ευρώ), με τον νόμιμο τόκο, ο οποίος εν προκειμένω δεν ανέρχεται στο ποσοστό του 5% κατά το άρθρο 27 της ως άνω Διεθνούς Σύμβασης της Γενεύης, αφού συντρέχει περίπτωση ευθύνης της παραγγελιοδόχου μεταφοράς έναντι της ενάγουσας στην οποία το άρθρο αυτό δεν εφαρμόζεται- από την επομένη της επίδοσης της υπό κρίση αγωγής έως την ολοσχερή εξόφληση και να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή, κατά το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000,00) ευρώ, αφού εκτιμάται ότι η καθυστέρηση της εκτελέσεως θα επιφέρει σημαντική ζημιά στην ενάγουσα (907, 908 παρ.1 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να καταδικασθεί η εναγομένη ένεκα της ήττας της, στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, όπως αναφέρεται ειδικότερα στο διατακτικό (άρθρ. 176 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ).

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε ως απορριπτέο.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.

 

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλει στην εταιρεία με την επωνυμία «SPEED LINE HELLAS LOGISTICS Α.Ε.» το συνολικό ποσό των εκατόν είκοσι οκτώ χιλιάδων διακοσίων δέκα εννέα ευρώ και εξήντα λεπτών (128.219,60 ευρώ), με τον νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της υπό κρίση αγωγής έως την ολοσχερή εξόφληση.

 

ΚΗΡΥΣΣΕΙ την παρούσα απόφαση ως προς την καταψηφιστική της διάταξη προσωρινώς εκτελεστή για το ποσό των τριάντα χιλιάδων (30.000,00) ευρώ.

 

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγομένη να καταβάλει τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των πέντε χιλιάδων τριακοσίων (5.300,00) ευρώ.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους στις 12-11-2015.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ