ΜΠρ (Ασφ. Μ.) Αθ 5792/2016

Ασφαλιστήριο συμβόλαιο ζωής στην «Commercial Value Ανώνυμη Ασφαλιστική Εταιρεία» - Οριστική ανάκληση άδειας σύστασης και λειτουργίας της ασφαλιστικής εταιρείας - Μη εμπρόθεσμη αναγγελία από τον δικαιούχο ασφάλισης ζωής της απαίτησής του από το ασφαλιστήριο συμβόλαιο ζωής - Ασκηση ανακοπής από τον δικαιούχο ασφάλισης ζωής, προκειμένου η απαίτησή του να συμπεριληφθεί στην Κατάσταση Δικαιούχων Απαιτήσεων από ασφάλιση ζωής -.

Δεκτή ανακοπή ασφαλισμένου της Commercial (ασφαλιστικής εταιρείας που ανεκλήθη η άδειά της και ετέθη υπό ασφαλιστική εκκαθάριση), που παρέλειψε να αναγγείλει την απαίτησή του από ασφαλιστήριο συμβόλαιο ζωής. Η διαδικασία θέσης μίας ασφαλιστικής επιχείρησης σε ασφαλιστική εκκαθάριση ρυθμιζόταν από το Ν.Δ. 400/1970, που καταργήθηκε με το Ν. 4364/2016. Οι ασφαλιστικές εκκαθαρίσεις, η διαδικασία των οποίων έχει εκκινήσει πριν τις 5-2-2016, διέπονται από τις διατάξεις του Ν.Δ. 400/1970. Μετά την ανάκληση της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης, οι ασφάλειες ζωής για τις οποίες δεν έχει επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση παραμένουν σε ισχύ με σκοπό να μεταβιβασθούν, αν τούτο καταστεί δυνατό, σε ανάδοχη ασφαλιστική εταιρεία («Χαρτοφυλάκιο Ζωής»). Μετά την αποτυχία μεταβίβασης σε ανάδοχη ασφαλιστική εταιρεία του Χαρτοφυλακίου Ζωής της υπό ασφαλιστική εκκαθάριση ασφαλιστικής επιχείρησης, οι ασφαλιστικές συμβάσεις ζωής θεωρούνται λυμένες και από τούδε και στο εξής εφαρμόζονται και για τους δικαιούχους ασφάλισης ζωής οι διατάξεις της εκκαθάρισης, με συνέπεια την υποχρέωσή τους για αναγγελία των απαιτήσεών τους στον εκκαθαριστή, με σκοπό την επαλήθευσή τους και την προνομιακή τους ικανοποίηση από την ασφαλιστική τοποθέτηση, κατ ανάλογη εφαρμογή των όσων προβλέπονται στο άρθρο 10 § 3 του Ν.Δ. 400/1970 για τους δικαιούχους ασφαλίσματος. Η κατάρτιση του Προσωρινού Χαρτοφυλακίου Ζωής και η καταγραφή σε αυτό των δικαιούχων ασφάλισης δεν μπορεί να υποκαταστήσει την υποχρέωση των δικαιούχων ασφάλισης ζωής για αναγγελία. Για τον δικαιούχο ασφάλισης ζωής που δεν ανήγγειλε την απαίτησή του στον εκκαθαριστή ή δεν την ανήγγειλε εμπροθέσμως, δεν χωρεί η ανακοπή του άρθρου 10 § 3 του Ν.Δ. 400/1970, αλλά η ανακοπή του άρθρου 92 του Πτωχευτικού Κώδικα, συμπληρωματικώς εφαρμοζομένου και στην περίπτωση της ασφαλιστικής εκκαθάρισης. Για τις ασφάλειες ζωής για τις οποίες δεν έχει επέλθει κατά το χρόνο ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της ασφαλιστικής επιχείρησης η ασφαλιστική περίπτωση, ο ασφαλιστής καταβάλλει όχι το ασφάλισμα, αλλά την αξία εξαγοράς, όπως αυτή προσδιορίζεται κατά το χρόνο ανάκλησης της άδειας. Η αξία εξαγοράς ανέρχεται στην επενδυτική αξία της ασφάλισης ζωής, όσο πρόλαβε να λειτουργήσει, αφαιρουμένου του ασφαλίστρου κινδύνου, με κρίσιμο χρόνο για τον υπολογισμό της την ημερομηνία ανάκλησης της άδειας.  

 

 

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΑ ΜΕΤΡΑ

 

                        Αριθμός Απόφασης: 5792/2016

                Αριθμός κατάθεσης δικογράφου: 14646/2015

 

                     ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Στεφανία Χανιώτη, Πρόεδρο Πρωτοδικών, η οποία ορίστηκε κατόπιν κληρώσεως, σύμφωνα με το Ν. 3327/2005.

 

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του, χωρίς τη σύμπραξη γραμματέως, την 21η Ιουνίου 2016, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

ΤΟΥ ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΟΣ: ..., κατοίκου Π. Φαλήρου Αττικής, οδός ..., ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Διονύσιο ΜΠΑΡΑΤΗ.

 

ΤΗΣ ΚΑΘ' ΗΣ Η ΑΝΑΚΟΠΗ : Της υπό ασφαλιστικής εκκαθάριση ασφαλιστικής εταιρίας με την επωνυμία «COMMERCIAL VALUE ΑΝΩΝΥΜΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου τους Αναστασίας ΜΕΤΕΛΛΑ.

 

ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της ανακοπής στο ακροατήριο οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν προφορικώς τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτοί.

 

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

Η διαδικασία της θέσης μίας ασφαλιστικής επιχείρησης σε ασφαλιστική εκκαθάριση, ρυθμιζόταν από τις διατάξεις των άρθρων του ν.δ. 400/1970 «Περί Ιδιωτικής Επιχειρήσεως Ασφαλίσεως» (ΦΕΚ Α' 237/17.01.1970). Ωστόσο, με την ψήφιση του ν. 4364/2016 «Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 2009/138/ΕΚ και του Συμβουλίου της 25.11.2009 κτλ» (ΦΕΚ Α' 13.05.02.2016), καταργήθηκε το ως άνω ν.δ. 400/1970. Οι διατάξεις του νέου ως άνω νόμου, κατ' άρθρο 284 αυτού, ισχύουν από 01.01.2016, εκτός από τις διατάξεις των άρθρων 144, 221 έως και 248 και 272 που ισχύουν από τη δημοσίευση του νόμου αυτού, ήτοι από 05.02.2016 και ως εκ τούτου, συνάγεται ότι οι ασφαλιστικές εκκαθαρίσεις, η διαδικασία των οποίων έχει εκκινήσει πριν τις 05.02.2016, διέπονται από τις διατάξεις του ν.δ. 400/1970 και όχι του νέου νόμου. Με τη διάταξη του άρθρου 12α παρ. 1 εδ. α' του ν.δ. 400/1970, ορίζεται ότι «Σε περίπτωση ανάκλησης της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης για παράβαση νόμου, καθώς και σε κάθε περίπτωση λύσης του νομικού προσώπου ασφαλιστικής επιχείρησης στην οποία έχει απαγορευθεί η  ελεύθερη διάθεση περιουσιακών στοιχείων, ακολουθεί το στάδιο της ασφαλιστικής εκκαθάρισης».  Ο θεσμός της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, όπως περιγράφεται ειδικότερα στις διατάξεις των άρθρων 10 και 12α του ν.δ. 400/1970, προσομοιάζει προς τον θεσμό της πτώχευσης, αφού και οι δύο εξυπηρετούν τον ίδιο σκοπό, δηλαδή τη σύμμετρη ικανοποίηση των δανειστών και για την επίτευξη του προβλέπονται ανάλογες διαδικασίες (ΕφΑθ 6286/2011, ΕφΠειρ 279/2001 δημ. ΝΟΜΟΣ). Αλλωστε, σύμφωνα με το άρθρο 179 ΠτΚ (ν. 3588/2007) «Οι διατάξεις του κώδικα αυτού εφαρμόζονται συμπληρωματικά και επί εξυγίανσης και εκκαθάρισης πιστωτικών ιδρυμάτων και ασφαλιστικών επιχειρήσεων, κατά το μέρος που δεν ρυθμίζονται ειδικά». Μάλιστα, ο θεσμός της ασφαλιστικής εκκαθάρισης είναι ειδικότερος από αυτόν της πτώχευσης, του οποίου και προηγείται, αφού, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 12α παρ. 1 του ν.δ. 400/1970, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 35 παρ. 13 του ν. 2496/1970, κατά το στάδιο της ασφαλιστικής εκκαθάρισης και μέχρι την περάτωση αυτής, η ασφαλιστική επιχείρηση δεν μπορεί να κηρυχθεί σε πτώχευση (ΕφΑΘ 6286/2011, ΜΠΠειρ 1383/2015 δημ. ΝΟΜΟΣ). Από τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 2496/1997 «Ασφαλιστική Σύμβαση, τροποποιήσεις ιδιωτικής ασφάλισης κ.λ.π.», ως ίσχυε πριν την αντικατάσταση του από 01.01.2016 με το άρθρο 278 παρ. 7 του . 4364/2016, προκύπτει ότι «ασφάλισμα» είναι η παροχή σε χρήμα ή σε είδος, η οποία καταβάλλεται όταν επέλθει το περιστατικό από το οποίο συμφωνήθηκε να εξαρτάται η υποχρέωση του ασφαλιστή, ήτοι η λεγόμενη «ασφαλιστική περίπτωση». Από τα παραπάνω συνάγεται σαφώς ότι στην έννοια της ασφαλιστικής περίπτωσης, κατά την οποία καταβάλλεται το ασφάλισμα, εμπίπτει ο θάνατος, η συνταξιοδότηση, η ιατρική πάθηση σε ασφαλίσεις υγείας, η λήξη του συμφωνηθέντος χρόνου ισχύος του συμβολαίου, η αίτηση εξαγοράς συμβολαίου κ.λ.π., σύμφωνα με τους ειδικότερους όρους του εκάστοτε συμβολαίου. Η απαίτηση για καταβολή ασφαλίσματος αφορά περιοριστικά τη γεννημένη απαίτηση ασφαλισμένου, ήτοι την απαίτηση για καταβολή της συμφωνημένης παροχής που καλείται να καταβάλει η ασφαλιστική εταιρία, εφόσον φυσικά είναι σε λειτουργία, υπό την προϋπόθεση ότι έχουν επέλθει οι συγκεκριμένες περιστάσεις από τις οποίες έχει εξαρτηθεί στην ασφαλιστική σύμβαση η καταβολή της παροχής αυτής. Αντιθέτως, ο όρος «απαίτηση από ασφάλιση» έχει ευρύτερο περιεχόμενο και η έννοια του προκύπτει από το άρθρο 2α περ. λδ' του ν.δ. 400/1970. Ειδικότερα, κατά την αμέσως προηγούμενη διάταξη «απαίτηση από ασφάλιση» για τις ανάγκες των διαδικασιών εκκαθάρισης, θεωρείται κάθε ποσό που οφείλει η ασφαλιστική επιχείρηση σε ασφαλισμένους, κατόχους ασφαλιστηρίων συμβολαίων, δικαιούχους, ή σε κάθε ζημιωθέντα, οι οποίοι έχουν δικαίωμα άσκησης ευθείας αγωγής κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης που απορρέει από την ασφαλιστική σύμβαση, περιλαμβανομένων των ποσών που αποθεματοποιούνται για τα προαναφερόμενα πρόσωπα, όταν δεν έχουν ακόμη καταστεί γνωστά ορισμένα στοιχεία της οφειλής. Τα ασφάλιστρα των ασφαλιστικών συμβάσεων θεωρούνται επίσης απαιτήσεις από ασφάλιση για τις ανάγκες των διαδικασιών εκκαθάρισης». Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η έννοια της «απαίτησης από ασφάλιση» είναι ευρύτερη από την έννοια του «ασφαλίσματος», καθόσον περιλαμβάνει όλα τα είδη των απαιτήσεων από ασφάλιση, είτε έχει επέλθει ο ασφαλιστικός κίνδυνος (οπότε γίνεται λόγος για απαίτηση ασφαλίσματος) είτε όχι. Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 10 του ν.δ. 400/1970 στην παρ. 1 εδ. α' και β' ορίζεται ότι «Οι δικαιούχοι απαιτήσεων από ασφάλιση και οι καθολικοί και ειδικοί τους διάδοχοι έχουν προνόμιο στην ασφαλιστική τοποθέτηση, που προηγείται από κάθε άλλο γενικό ή ειδικό προνόμιο εκτός από το προνόμιο της παραγράφου 9 του άρθρου 12α του παρόντος. Το προνόμιο αυτό ασκείται αποκλειστικά από τους δικαιούχους ασφαλίσεων ζωής, από τους δικαιούχους ασφαλίσεων αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία αυτοκινήτων και από τους δικαιούχους των λοιπών ασφαλίσεων κατά ζημιών στα περιουσιακά στοιχεία που έχουν διατεθεί σε ασφαλιστική τοποθέτηση αντίστοιχα για καθεμία από τις ασφαλίσεις αυτές. Το ως άνω προνόμιο ισχύει και μετά τη λύση της ασφαλιστικής επιχείρησης». Κατά δε την παράγραφο 3 του ιδίου ως άνω άρθρου 10 του ν.δ. 400/1970 προβλέπεται ότι «Σε περίπτωση ασφαλιστικής εκκαθάρισης ή πτώχευσης ασφαλιστικής επιχείρησης ο, κατά το άρθρο "12α" του παρόντος, επόπτης εκκαθάρισης ή πτώχευσης καλεί μέσα σε δέκα ημέρες από τον διορισμό του τους δικαιούχους ασφαλίσματος, με ανακοίνωση, που δημοσιεύεται μια φορά την εβδομάδα, επί τρεις  συνεχείς  εβδομάδες  σε πέντε ημερήσιες, ευρείας  κυκλοφορίας, εφημερίδες, από τις οποίες μία τουλάχιστον εκδίδεται στην έδρα της επιχείρησης και μια οικονομική, να του αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους με όλα τα δικαιολογητικά τους στοιχεία μέσα σε τρεις μήνες από την τελευταία δημοσίευση. Δεν καλούνται οι δικαιούχοι ασφαλίσεων αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία αυτοκινήτων, καθώς και οι δικαιούχοι ασφαλίσεων ζωής, για τους οποίους δεν έχει επέλθει ασφαλιστική περίπτωση. Η επαλήθευση των απαιτήσεων γίνεται από τα ως άνω όργανα, αρχίζει το αργότερο μέσα σε τρεις ημέρες από τη λήξη της ως άνω προθεσμίας και ολοκληρώνεται στο συντομότερο χρονικό διάστημα. Γίνονται δεκτές οι απαιτήσεις που δεν αμφισβητούνται από τα ως άνω όργανα ή έχουν επιδικασθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση ή (εκτελεστή) απόφαση διαιτητικού δικαστηρίου. Ο επόπτης εκκαθάρισης και ο εκκαθαριστής ή ο επόπτης πτώχευσης και ο σύνδικος υποβάλλουν στο Υπουργείο Εμπορίου κατάσταση των δικαιούχων ασφαλίσματος μέσα σε δύο μήνες από τη λήξη της προθεσμίας υποβολής των αναγγελιών. Στην κατάσταση αυτήν περιλαμβάνονται, εφόσον έχουν επαληθευθεί οι απαιτήσεις τους: α) οι δικαιούχοι ασφαλίσματος ασφαλίσεων ζωής, β) οι δικαιούχοι ασφαλίσματος ασφαλίσεων κατά ζημιών εκτός ασφαλίσεων αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία αυτοκινήτων, που έχουν δηλώσει την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης και έχει καταχωρισθεί η δήλωση στα βιβλία της ασφαλιστικής επιχείρησης και γ) όσοι αναγγέλθηκαν μέσα στην ως άνω προθεσμία. Για τις απαιτήσεις που αμφισβητούνται δικαστικά ή εξώδικα γίνεται χωριστή μνεία, στην οποία αναφέρεται το ποσό που εκτιμά ο επόπτης εκκαθάρισης και ο εκκαθαριστής ή ο επόπτης πτώχευσης και ο σύνδικος και το ποσό που διεκδικεί ο δικαιούχος ασφαλίσματος. Στην κατάσταση καταχωρίζονται και οι τυχόν διαφωνίες κατά την επαλήθευση μεταξύ επόπτη και εκκαθαριστή ή συνδίκου. Η κατάσταση καταχωρίζεται αμέσως στο μητρώο ασφαλιστικών επιχειρήσεων και η ανακοίνωση της καταχώρισης της δημοσιεύεται σε δύο τουλάχιστον ευρείας κυκλοφορίας ημερήσιες εφημερίδες, από τις οποίες η μια τουλάχιστον εκδίδεται στην έδρα της επιχείρησης, μια φορά την εβδομάδα επί τρεις συνεχείς εβδομάδες. Αντιρρήσεις κατά της πιο πάνω κατάστασης ασκούνται με ανακοπή στο μονομελές πρωτοδικείο της έδρας της επιχείρησης μέσα σε σαράντα πέντε ημέρες από την τελευταία δημοσίευση και εκδικάζονται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Έφεση κατά της απόφασης του πρωτοδικείου εκδικάζεται από το αρμόδιο εφετείο κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Η απόφαση του εφετείου δεν υπόκειται σε κανένα ένδικο μέσο». Με τη διάταξη δε του άρθρου 12α παρ. 5 του ν.δ. 400/1970 ορίζεται ότι «Κατά το χρονικό διάστημα που η ασφαλιστική επιχείρηση βρίσκεται σε ασφαλιστική εκκαθάριση αναστέλλεται κάθε αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της και σε βάρος των ασφαλισμένων της ασφαλίσεων αστικής ευθύνης, μέχρι το ποσό για το οποίο ευθύνεται σε ολόκληρο η ασφαλιστική επιχείρηση. Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα αναστέλλονται οι ατομικές διώξεις των δικαιούχων ασφαλίσματος κατά τη ασφαλιστικής επιχείρησης». Κατά δε την παράγραφο 10 εδ. β' του άρθρου 12α του ν.δ. 400/1970 ορίζεται ότι «Μετά τη λήξη της εκκαθάρισης, η εκκαθάριση δοσοληψιών εκτός ασφαλιστικού χαρτοφυλακίου συνεχίζεται κατά τις διατάξεις που διέπουν την εκκαθάριση του νομικού προσώπου της επιχείρησης (κοινή εκκαθάριση)». Από τις παραπάνω διατάξεις των άρθρων 10 και 12α του ν.δ. 400/1970, σαφώς συνάγεται ότι σε περίπτωση ανάκλησης της αδείας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης επακολουθεί το στάδιο της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, κατά το οποίο αναστέλλονται οι ατομικές διώξεις και η αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της ασφαλιστικής επιχείρησης και οι δικαιούχοι του ασφαλίσματος και οποιασδήποτε άλλης απαίτησης κατ' αυτής υποχρεούνται να υπαχθούν στη διαδικασία αναγγελίας και επαλήθευσης των απαιτήσεων τους, προκειμένου να συμμετάσχουν στη διανομή της ασφαλιστικής τοποθέτησης (ΕφΘεσ 1038/2009 ΕπΕμπΔ 2009. 730, ΕφΠειρ 279/2001 δημ. ΝΟΜΟΣ). Για δε την αναγγελία των ασφαλισμένων ισχύουν, όσα προβλέπονται και στο πτωχευτικό δίκαιο, καθόσον κατά τη διάταξη του άρθρου  179 ΠτΚ, οι διατάξεις αυτού εφαρμόζονται  συμπληρωματικά και επί εκκαθάρισης ασφαλιστικών επιχειρήσεων, κατά το μέρος που δεν ρυθμίζονται ειδικά. Ήτοι η αναγγελία αποτελεί δήλωση βούλησης με μορφή «ανακοίνωσης παράστασης», με την οποία ο ασφαλισμένος ανακοινώνει στον εκκαθαριστή την ύπαρξη της απαίτησης του, γίνεται δε εγγράφως και πρέπει να αναφέρει το είδος και την αιτία της απαίτησης του αναγγελλόμενου, καθώς και το ύψος αυτής, ενώ θα πρέπει να κατατίθενται, μαζί με την αναγγελία, τα αποδεικτικά της απαίτησης έγγραφα, ώστε να μπορεί ο εκκαθαριστής να προβεί στην επαλήθευση της απαίτησης και του προνομιακού της χαρακτήρα. Η αναγγελία των απαιτήσεων των ασφαλισμένων στα όργανα της εκκαθάρισης προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 3 του ν.δ. 400/1970 και αποτελεί σαφώς αντίβαρο στην αναστολή των ατομικών διώξεων που προβλέπεται στο άρθρο 12α παρ. 5 του ιδίου ως άνω νομοθετικού διατάγματος, προκειμένου να διασφαλίζεται αποτελεσματικά, υπό το πρίσμα της αρχής της καθολικότητας, η συμμετοχή του ασφαλισμένου στην ασφαλιστική εκκαθάριση (ΑΠ 234/2016 αδημ.). Εκ πρώτης όψης, η αναγγελία έχει περιορισμένο πεδίο εφαρμογής, καθώς κατά τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 3 του ν.δ. 400/1970, καλούνται οι δικαιούχοι ασφαλίσματος όχι όμως και οι ασφαλισμένοι ζωής, ως προς τους οποίους, κατά τις ανωτέρω γενόμενες αναλυτικές διακρίσεις, δεν έχει επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση. Ωστόσο, από το παραπάνω γεγονός δεν μπορεί να συναχθεί ότι οι τελευταίοι δεν υποχρεούνται σε αναγγελία της απαίτησης τους. Ειδικότερα, πράγματι το άρθρο 10 παρ. 3 του ν.δ. 400/1970 ορίζει ακολούθως ότι υποβάλλεται στην εποπτική αρχή κατάσταση δικαιούχων απαιτήσεων (στο εξής ΚΔΑ), η οποία περιλαμβάνει τους δικαιούχους ασφαλίσματος ζωής, ενώ, επίσης, χωριστά αναφέρεται ότι περιλαμβάνει και όσους «αναγγέλθηκαν μέσα στην ως άνω προθεσμία», ήτοι την ταχθείσα προθεσμία αναγγελίας, πράγμα όμως που αφορά και πάλι τους δικαιούχους ασφαλίσματος, διότι αυτοί έχουν μόνο κληθεί. Επομένως, η ως άνω διάταξη, όσον αφορά στους δικαιούχους ασφαλίσματος, είναι σαφής ως προς το ότι αυτοί έχουν υποχρέωση να αναγγείλουν την αξίωση τους στον εκκαθαριστή, ώστε, μετά την επαλήθευση τους, να συμπεριληφθούν στη διαδικασία της ασφαλιστικής εκκαθάρισης. Από την άλλη πλευρά, από το άρθρο 10 παρ. 3 του ν.δ. 400/1970 δεν προκύπτει ότι η αναγγελία αφορά ή ότι η συνακόλουθη ΚΔΑ περιλαμβάνει τους δικαιούχους ασφάλισης. Ωστόσο, πρέπει στο σημείο αυτό να ληφθούν υπόψη τα ακόλουθα: Καταρχήν με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 6 εδ. α' του ν.δ. 400/1970 προβλέπεται ότι «Τριάντα ημέρες μετά την οριστική ανάκληση της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης θεωρούνται αυτοδίκαια λυμένες όλες οι ασφαλιστικές συμβάσεις της, εκτός από αυτές των ασφαλίσεων ζωής, εφόσον μέσα στην πιο πάνω προθεσμία δεν έχει εγκριθεί από τον Υπουργό Εμπορίου

τυχόν αίτηση άλλης ασφαλιστικής επιχείρησης περί αναδοχής του ασφαλιστικού της χαρτοφυλακίου». Από την παραπάνω ρύθμιση συνάγεται ότι οι ασφαλιστικές συμβάσεις ζωής δεν λήγουν με την ανάκληση της άδειας, αλλά παραμένουν σε ισχύ. Έτσι, ενώ η πρόωρη λύση αυτών των συμβάσεων θα οδηγούσε σε αξίωση των ασφαλισμένων στην αξία εξαγοράς κατά τη διάταξη του άρθρου 29 παρ. 4 εδ. γ' του ν. 2496/1997, η συνέχιση τους σημαίνει, αντίθετα, ότι οι ασφαλισμένοι δεν αποκτούν με μόνη την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της ασφαλιστικής επιχείρησης αξίωση κατ' αυτής. Αυτός είναι κι ο λόγος που η αναγγελία και η ακόλουθη κατάσταση δικαιούχων περιλαμβάνουν, κατά τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 3 του ν.δ. 400/1970, μόνον τους δικαιούχους ασφαλίσματος και όχι και του δικαιούχους ασφάλισης ζωής. Ήτοι κατά την αντίληψη του νομοθέτη του ν.δ. 400/1970, οι ασφαλιστικές συμβάσεις ζωής, στις οποίες δεν έχει επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση κατά το χρόνο της ανάκλησης της άδειας, δεν λήγουν αλλά διατηρούνται σε ισχύ, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει γεννημένη αξίωση του ασφαλισμένου, η οποία θα είχε λόγο αναγγελίας. Συνεπώς, ο λόγος που η ως άνω διάταξη (άρθρο 10 παρ. 3 του ν.δ. 400/1970) δεν προβλέπει αναγγελία όσων δεν έχουν γεννημένη απαίτηση σε ασφάλισμα κατά την ανάκληση της άδειας, δεν είναι ότι αυτοί μετέχουν, άνευ άλλου τινός, στην εκκαθάριση, αλλά ότι ο τότε νομοθέτης είχε υπόψη του ότι αυτές οι συμβάσεις συνεχίζονται. Η παραπάνω άποψη - κρίση ενισχύεται ιδίως από το ότι στην παράγραφο 4α του άρθρου 10 του ν.δ. 400/1970 που προστέθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 17 του ν. 3790/2009 και όπως αυτή ίσχυε πριν καταργηθεί με την παράγραφο Ια του άρθρου 2 του ν. 3867/2010 οριζόταν ότι «Μετά την ανάκληση της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης, ο Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών, κατόπιν πρότασης της ΕΠ.Ε.Ι.Α. δύναται, αφού λάβει υπόψη του και τη συστημική σπουδαιότητα των τυχόν χαρτοφυλακίων ζωής, που διαχειριζόταν η υπό εκκαθάριση επιχείρηση, να ορίζει επόπτη χαρτοφυλακίων ζωής, ο οποίος είναι πρόσωπο άλλο από τον επόπτη εκκαθάρισης ... και καθίσταται αποκλειστικά υπεύθυνος για την αναδιοργάνωση των χαρτοφυλακίων αυτών, που δεν τίθενται σε εκκαθάριση. Μερική ή ολική μεταβίβαση των ως άνω χαρτοφυλακίων ζωής επιτρέπεται με επιμέλεια του ως άνω επόπτη, διενεργείται δε, μετά από απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, κατόπιν πρότασης της ΕΠ.Ε.Ι.Α., κατά παρέκκλιση των οριζομένων στο άρθρο 3 παρ. 6 και 59 του παρόντος διατάγματος...». Βάσει της ως άνω διάταξης εκδόθηκε η Υπουργική Απόφαση με αριθμό Β.2574/16.02.2009 «Θέματα εφαρμογής του άρθρου 10 παρ. 4α του ν.δ. 400/1970» (ΦΕΚ Β' 2509/18.12.2009), που υπογράφηκε από τον Υφυπουργό Οικονομικών, με την οποία εξειδικεύθηκαν οι αρμοδιότητες και ενέργειες του επόπτη χαρτοφυλακίων ζωής για την αναδιοργάνωση και εν γένει τη λειτουργία των χαρτοφυλακίων Ζωής των εταιριών που ανακαλείται η άδεια λειτουργίας τους. Μεταξύ δε των αρμοδιοτήτων του Επόπτη Χαρτοφυλακίου Ζωής, ήταν, κατ' άρθρο 4 της ως άνω Υ.Α., η διενέργεια απογραφής των ασφαλισμένων και των απαιτήσεων τους σύμφωνα με τα έντυπα και τα ηλεκτρονικά αρχεία της επιχείρησης (παρ. 1), στη συνέχεια, εντός δέκα (10) ημερών από την ολοκλήρωση της απογραφής έπρεπε να αναρτηθεί «κατάλογος ασφαλισμένων» στην ιστοσελίδα της ΕΠ.Ε.Ι.Α. και να δημοσιευθεί το γεγονός της ανάρτησης μία φορά την εβδομάδα, επί τρεις συνεχείς εβδομάδες σε πέντε ημερήσιες, ευρείας κυκλοφορίας, εφημερίδες, από τις οποίες μια τουλάχιστον εκδίδεται στην έδρα της επιχείρησης και μια είναι οικονομική. Πρόσωπο, που έχει ασφαλισθεί και δεν είναι καταχωρημένος στον ως άνω κατάλογο, προσκομίζει το ασφαλιστήριο ή την αίτηση ασφάλισης πλέον της απόδειξης (προ) καταβολής του ασφαλίσματος στον Επόπτη, προκειμένου για την καταγραφή του μετά από σχετική επαλήθευση (παρ. 2). Επίσης, κατά την παρ. 3 του άρθρου 4 της ως άνω Υ.Α., εντός δέκα (10) ημερών από την ολοκλήρωση της απογραφής, ο Επόπτης του Χαρτοφυλακίου Ζωής καταρτίζει το «Προσωρινό Χαρτοφυλάκιο κατά την ημερομηνία θέσης της Επιχείρησης σε εκκαθάριση. Ασφαλισμένος, ο οποίος έχει προσκομίσει ασφαλιστήριο ή αίτηση ασφάλισης πλέον απόδειξης (προ)καταβολής ασφαλίσματος, δεν καταγράφεται όμως στα αρχεία της Επιχείρησης καταχωρείται στο Προσωρινό Χαρτοφυλάκιο Ζωής σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στα προσκομισθέντα στον Επόπτη έγγραφα, εφόσον επαληθευθεί από αυτόν, β) Το σύνολο των Παροχών της Επιχείρησης έναντι κάθε Ασφαλισμένου κατά την ημερομηνία κατάρτισης του Προσωρινού Χαρτοφυλακίου Ζωής. Η καταγραφή κάθε Παροχής γίνεται με ευθύνη του Επόπτη αφού ληφθεί υπόψη η αποτίμηση της σύμφωνα αφενός με τους όρους του ασφαλιστηρίου, αφετέρου της αίτησης ασφάλισης και εκ τρίτου των διαλαμβανομένων στα αρχεία της Επιχείρησης και των για την συγκεκριμένη σύμβαση διαλαμβανομένων στο Βιβλίο Τεχνικών Σημειωμάτων και Γενικών και Ειδικών Όρων των Ασφαλίσεων Ζωής της Επιχείρησης. Οι λοιπές τιμές της Παροχής απλώς αναφέρονται στο Προσωρινό Χαρτοφυλάκιο Ζωής». Από τα παραπάνω συνάγεται ότι στο Προσωρινό Χαρτοφυλάκιο Ζωής περιλαμβάνεται το σύνολο των ασφαλισμένων στους κλάδους ζωής με τα ειδικότερα ασφαλιστικά προγράμματα που οι ασφαλισμένοι κατείχαν και προσδιορίζεται το σύνολο των υποχρεώσεων της εταιρίας για κάθε ασφαλιζόμενο ξεχωριστά ανά ασφαλιστήριο ζωής με ημερομηνία υπολογισμού της ως άνω υποχρέωσης την ημερομηνία κατά την οποία ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας της εταιρίας, αφού από την ημερομηνία αυτή αναστέλλεται το δικαίωμα της εταιρίας για είσπραξη ασφαλίστρων και η υποχρέωση ικανοποίησης απαιτήσεων από τον ασφαλιστή, κατ' άρθρο 2 παρ. 1 γ του ν. 3867/2010. Τα παραπάνω δε στοιχεία που περιλαμβάνονται στο Προσωρινό Χαρτοφυλάκιο Ζωής συγκεντρώνονται κατά κανόνα κατόπιν απογραφής του συνόλου των ασφαλισμένων (άρθρο 4 παρ. 3 της Υ.Α.) και όχι βάσει αναγγελιών, καθώς η περίπτωση της αναγγελίας προβλέπεται μόνο ως «θεραπεία» τυχόν σφαλμάτων κατά τη σύνταξη του Προσωρινού Χαρτοφυλακίου Ζωής, εξαιτίας των οποίων υπήρξε παράλειψη καταχώρισης ασφαλισμένων σε αυτό. Επίσης, το Προσωρινό Χαρτοφυλάκιο Ζωής προσδιορίζει το μαθηματικό απόθεμα που όφειλε να διαθέτει η εταιρία έναρξης της διαδικασίας της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, εν προκειμένω, πριν τις 05.02.2016, δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του νόμου 4364/2016, αλλά αυτές του προϊσχύσαντος δικαίου, ήτοι του ν.δ. 400/1970.

 

Από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, πιθανολογούνται τα ακόλουθα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά: Η εταιρία COMMERCIAL VALUE ΑΝΩΝΥΜΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ» ιδρύθηκε ως ανώνυμη ασφαλιστική εταιρία που δραστηριοποιούνταν στον τομέα όλων των κλάδων ασφαλίσεων ζημιών και ζωής και λειτούργησε ως ασφαλιστική εταιρία δυνάμει της με αριθμό 67883/30.09.1975 απόφασης του Υπουργού Εμπορίου (ΦΕΚ Δελτίο Α.Ε. και Ε.Π.Ε. 2199/09.10.1975) και σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2190/1920 και του ν.δ. 400/1970 μέχρι και το έτος 2010, οπότε ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας της. Η ως άνω εταιρία προέκυψε μετά τη συγχώνευση με απορρόφηση από την ασφαλιστική εταιρία «ΓΚΟΤΑ ΙΝΤΕΡΝΑΣΙΟΝΑΛ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΑ ΑΣΦΑΛΕΙΩΝ» των εταιριών με τις επωνυμίες «ΝΟΡΝΤΣΤΕΡΝ ΚΟΛΟΝΙΑ ΕΛΛΑΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ ΖΩΗΣ», «UNITED ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ», «ΝΟΡΝΤΣΤΕΡΝ ΚΟΛΟΝΙΑ ΕΛΛΑΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΓΕΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΩΝ» ΚΑΙ COMMERCIAL VALUE ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΑΣΦΑΛΕΙΩΝ ΖΩΗΣ» και τη μετονομασία της απορροφώσας σε COMMERCIAL VALUE (ΚΟΜΜΕΡΣΙΑΛ ΒΑΛΙΟΥ) ΑΝΩΝΥΜΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ» (ΦΕΚ τεύχος Α.Ε. και Ε.Π.Ε. 171/10.01.2003). Ο ανακόπτων στις 04.01.2001, κατόπιν σχετικής αίτησης του, συνήψε με την ως άνω αναφερθείσα εταιρία «ΝΟΡΝΤΣΤΕΡΝ ΚΟΛΟΝΙΑ ΕΛΛΑΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΓΕΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΩΝ» το υπ' αριθμ. 055686 ασφαλιστήριο Συμβόλαιο Ζωής. Περαιτέρω, πιθανολογήθηκε ότι δυνάμει της με αριθμό 176/25.02.2010 απόφασης της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης (ΕΠ.Ε.Ι.Α.), που δημοσιεύθηκε στα ΦΕΚ τεύχος Α.Ε. και Ε.Π.Ε. 1468/26.02.2010 και 2682/21.04.2010, ανακλήθηκε οριστικά η   άδεια σύστασης και λειτουργίας της εταιρίας, χαρακτηρίσθηκε ως ασφαλιστική τοποθέτηση και δεσμεύθηκε το σύνολο των περιουσιακών της στοιχείων, τέθηκε δε σε ασφαλιστική εκκαθάριση σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.δ. 400/1970. Δυνάμει της με αριθμό 1407/2015 απόφασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών, δικάζοντος κατά την εκούσια δικαιοδοσία, διορίσθηκε ως εκκαθαριστής της υπό εκκαθάριση εταιρίας, κατ' άρθρο 12α παρ. 4 του ν.δ. 400/1970, ο ..... Με τη με αριθμό 132/7/24.03.2015 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων (Ε.Π.Α.Θ.) της Τράπεζας της Ελλάδος ορίσθηκε ως Επόπτης της ασφαλιστικής εκκαθάρισης της εταιρίας, κατ' άρθρο 12α παρ. 3 του ν.δ. 400/1970, ο ... για το χρονικό διάστημα από 10.04.2015 έως 31.12.2015, του οποίου η θητεία ανανεώθηκε τελικά μέχρι 28.02.2016, ενώ με το άρθρο 248 του ν. 4364/2016 προβλέφθηκε ανανέωση θητείας μέχρι 30.06.2016. Δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου 4α του άρθρου 10 του ν.δ. 400/1970 που προστέθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 17 του ν. 3790/2009 και όπως αυτή ίσχυε πριν καταργηθεί με την παράγραφο Ια του άρθρου 2 του ν. 3867/2010, της Υ.Α. με αριθμό Β.2574/16.02.2009 και της διάταξης του άρθρου 1 του ν. 3867/2010, εκδόθηκε η με αριθμό Β.355/03.03.2010 Υπουργική Απόφαση του Υπουργού Οικονομικών (ΦΕΚ Β'

262/15.03.2010), με την οποία αποφασίσθηκε ο διορισμός του ... ως Επόπτη Χαρτοφυλακίου Ζωής. Ο τελευταίος ανέλαβε την αναδιοργάνωση του χαρτοφυλακίου ζωής που περιλαμβάνει την κατάρτιση Προσωρινού Χαρτοφυλακίου Ζωής, την αναμόρφωση των παροχών και τη διαρκή αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων του κλάδου ζωής, με σκοπό τη μερική ή ολική μεταβίβαση των ως άνω χαρτοφυλακίων ζωής σε ανάδοχη ασφαλιστική εταιρία, μία ή περισσότερες, κατά τις διατάξεις της παρ. 4α του άρθρου 10 του ν.δ. 400/1970. Στις 15.09.2010 ο ως άνω διορισθείς Επόπτης Χαρτοφυλακίου Ζωής, ..., πραγματοποίησε την προβλεπόμενη εκ της ως άνω Υ.Α. ανάρτηση του «καταλόγου των ασφαλισμένων» αρχικά στην ιστοσελίδα της ΕΠ.Ε.Ι.Α. και ακολούθως στην ιστοσελίδα της Τράπεζας της Ελλάδος, ενώ το γεγονός της ανάρτησης δημοσιεύθηκε μία φορά την εβδομάδα, επί τρεις συνεχείς εβδομάδες, σε πέντε ημερήσιες εφημερίδες ευρείας κυκλοφορίας. Εν συνεχεία, ο ως άνω Επόπτης Χαρτοφυλακίου Ζωής, εντός των πλαισίων των αρμοδιοτήτων του, κατήρτισε στις 09.11.2011 το Προσωρινό Χαρτοφυλάκιο Ζωής των ασφαλισμένων της εταιρίας - καθ' ης η ανακοπή, με το περιεχόμενο που ορίζει η παρ. 3 του άρθρου 4 της Υ.Α. Β 2574/2009, και ανήρτισε αυτόν στην ιστοσελίδα της Τράπεζας της Ελλάδος, ενώ το γεγονός της ανάρτησης δημοσιεύθηκε σε ημερήσιες εφημερίδες. Περαιτέρω, πιθανολογήθηκε ότι, ενώ ο ως άνω διορισθείς Επόπτης Χαρτοφυλακίου Ζωής έπραξε όλα τα παραπάνω και κατήρτισε το Προσωρινό Χαρτοφυλάκιο Ζωής, τελικά δεν επιτεύχθηκε μεταβίβαση του Χαρτοφυλακίου Ζωής και η Τράπεζα της Ελλάδας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 του ν. 3867/2010 απηύθυνε δημόσια πρόσκληση για την ανάδειξη αναδόχου Χαρτοφυλακίου Ζωής της εταιρίας. Η ως άνω διαδικασία  περατώθηκε  τελικά  στις  31.05.2012  δίχως  την  εκδήλωση ενδιαφέροντος εκ μέρους άλλης ασφαλιστικής επιχείρησης για την αναδοχή του Χαρτοφυλακίου Ζωής. Κατόπιν τούτων, με τη με αριθμό 41/01.06.2012 Διαπιστωτική Πράξη της Τράπεζας της Ελλάδος διαπιστώθηκε «ότι παρήλθε η προθεσμία της 31ης Μαΐου 2012 χωρίς να εγκριθεί σύμβαση μεταβίβασης του Χαρτοφυλακίου Ζωής της υπό ασφαλιστική  εκκαθάριση  εταιρίας,  ως προβλέπεται στο άρθρο 2 παρ. 5 του ν. 3867/2010 και ότι επομένως έχουν επέλθει αυτοδικαίως οι αναφερόμενες στο ίδιο άρθρο έννομες συνέπειες, δηλαδή η περάτωση της διαδικασίας του άρθρου 10 παρ. 4α του ν.δ. 400/1970 και της Β 2574/2009 Υ.Α. του Υπουργού Οικονομικών ως ισχύουν κατά το άρθρο 2 του ν. 3867/2010, εφαρμόζονται δε για το εν λόγω χαρτοφυλάκιο, κατά την παράγραφο 5 του ίδιου άρθρου του ν. 3867/2010, οι διατάξεις περί ασφαλιστικής εκκαθάρισης». Επομένως, μετά ταύτα, δεδομένης πλέον της ματαίωσης της διαδικασίας μεταβίβασης με αναδοχή του Χαρτοφυλακίου Ζωής σε άλλη ασφαλιστική εταιρία, εφαρμόζονται και για τους ασφαλισμένους ζωής οι διατάξεις περί ασφαλιστικής εκκαθάρισης. Εν συνεχεία, ο επόπτης της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, ακολουθώντας τη διαδικασία του άρθρου 10 παρ. 3 του ν.δ. 400/1970, κάλεσε αρχικά μόνον τους δικαιούχους ασφαλίσματος της υπό ασφαλιστική εκκαθάριση επιχείρησης, όπως αναγγείλουν ενώπιον του τις απαιτήσεις τους το αργότερο έως 04.10.2013. Η εν λόγω ανακοίνωση δημοσιεύθηκε, όπως ορίζει ο νόμος, στις 19.06.2013 στις εφημερίδες «Η Καθημερινή», «Ελεύθερος Τύπος», «Ημερησία», «Εξπρές» και «Αμαρυσία» (βλ. σχετ. έγγραφα 7-10 που προσκομίζει η καθ' ης), στις 26.06.2013 στις εφημερίδες «Η Καθημερινή», «Ελεύθερος Τύπος», «Ημερησία» και «Αμαρυσία» (βλ. σχετ. έγγραφα 12-15 που προσκομίζει η καθ' ης) και στις 03.07.2013 στις εφημερίδες «Η Καθημερινή», «Ελεύθερος Τύπος», «Ημερησία», «Κέδρος» και και «Αμαρυσία» (βλ. σχετ. έγγραφα 16-20 που προσκομίζει η καθ' ης). Κατόπιν, ο επόπτης εκκαθάρισης της εταιρίας κάλεσε και τους δικαιούχους απαιτήσεων από ασφάλιση ζωής να του αναγγείλουν τις σχετικές απαιτήσεις τους μέσα σε τρεις μήνες από την τελευταία δημοσίευση και με καταληκτική ημερομηνία τις 17.09.2015, κατ' εφαρμογή του άρθρου 2 παρ. 5 του ν. 3867/2010 και τα οριζόμενα εκεί για την περίπτωση που δεν ευδοκιμήσει η διαδικασία μεταβίβασης του χαρτοφυλακίου ζωής. Η εν λόγω ανακοίνωση δημοσιεύθηκε μία φορά την εβδομάδα, επί τρεις συνεχείς εβδομάδες σε πέντε ημερήσιες, ευρείας κυκλοφορίας, εφημερίδες, από τις οποίες μία τουλάχιστον εκδίδεται στην έδρα της επιχείρησης και μία οικονομική και δη δημοσιεύθηκε στις 03.06.2015 στις εφημερίδες «Η Εφημερίδα των Συντακτών», «Ελεύθερος Τύπος» «Ημερησία», «Η Αυγή» και «Ηχώ των Δημοπρασιών» (βλ. σχετ. έγγραφα 21-25 που προσκομίζει η καθ' ης), στις 10.06.2015 στις εφημερίδες «Η Εφημερίδα των Συντακτών», «Ελεύθερος Τύπος» «Ημερησία», «Η Αυγή» και «Ηχώ των Δημοπρασιών» (βλ. σχετ. έγγραφα 26-30 που προσκομίζει η καθ' ης) και στις 17.06.2015 στις εφημερίδες «Η Εφημερίδα των Συντακτών», «Ελεύθερος Τύπος» «Ημερησία», «Η Αυγή» και «Ηχώ των Δημοπρασιών» (βλ. σχετ. έγγραφα 31-35 που προσκομίζει η καθ' ης). Εντός δύο μηνών από την επομένη της καταληκτικής ημερομηνίας των αναγγελιών, ήτοι στις 18.11.2015, κατατέθηκε στην αρμόδια Εποπτική Αρχή, Τράπεζα της Ελλάδος, η Κατάσταση Δικαιούχων Απαιτήσεων (ΚΔΑ) από ασφάλιση ζωής και ακολούθως η ΚΔΑ καταχωρήθηκε νομίμως και αναρτήθηκε με επιμέλεια της Εποπτικής Αρχής στην ιστοσελίδα της στις 20.11.2015. Ανακοίνωση της καταχώρησης αυτής δημοσιεύθηκε στις εφημερίδες «Ελεύθερος Τύπος» και «Η Εφημερίδα των Συντακτών», μία φορά την εβδομάδα, επί τρεις συνεχείς εβδομάδες και συγκεκριμένα στις 20.11.2015, 27.11.2015 και 04.12.2015 (βλ. σχετ. έγγραφα 36-41 που προσκομίζει η καθ' ης), καταληκτική δε ημερομηνία ανακοπών προσδιορίσθηκε η 18.01.2016 (εντός 45 ημερών από την τελευταία δημοσίευση). Ο ανακόπτων, αν και από το ανωτέρω ασφαλιστήριο συμβόλαιο ζωής είχε σε βάρος της καθ' ης απαίτηση ισόποση με την αξία πρόωρης εξαγοράς του εν ισχύ κατά το χρόνο της ανακλήσεως της αδείας της καθ' ης συμβολαίου, ύψους 6.146,30 ευρώ, δεν ανήγγειλε εμπρόθεσμα την απαίτηση του αυτή, ώστε να επαληθευθεί και να συμπεριληφθεί στην Κατάσταση Δικαιούχων Απαιτήσεων. Κατ' ακολουθία των παραπάνω, πρέπει να γίνει δεκτή η ένδικη ανακοπή και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα και να αναγνωριστεί ο ανακόπτων ως δικαιούχος ασφάλισης ζωής για το ως άνω ποσό, ώστε να επαληθευθεί και να συμπεριληφθεί στην Κατάσταση Δικαιούχων Απαιτήσεων από ασφάλιση ζωής που καταχωρήθηκε στην αρμόδια Εποπτική Αρχή της Τράπεζας της Ελλάδος στις 20.11.2015. Τέλος, δικαστικά έξοδα δεν επιδικάζονται σε βάρος της καθ' ης η ανακοπή, διότι η ένδικη, κατ' άρθρο 92 ΠτΚ, ανακοπή, όπως προκύπτει από τη διατύπωση της σχετικής διάταξης, ασκείται με έξοδα του ανακόπτοντος.

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ την ανακοπή.

 

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ τον ανακόπτοντα ως δικαιούχο ασφάλισης ζωής για το ποσό των έξι χιλιάδων εκατόν σαράντα έξι ευρώ και τριάντα λεπτών (6.146,30), δυνάμει του υπ' αριθμ. … ατομικού ασφαλιστηρίου συμβολαίου ζωής.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, στο ακροατήριο του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 11.10.16

 

              Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ