ΜΠρΑθ 5651/2017

 

Ασφαλιστική Εταιρία - Εκκαθάριση - Αναγγελία - Ανακοπή -.

 

Σε περίπτωση ανάκλησης της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης επακολουθεί το στάδιο της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, κατά το οποίο αναστέλλονται οι ατομικές διώξεις και οι δικαιούχοι ασφαλιστικής απαίτησης υποχρεούνται να ενταχθούν στη διαδικασία αναγγελίας και επαλήθευσης των απαιτήσεών τους για να συμμετάσχουν στη διανομή της ασφαλιστικής τοποθέτησης. Η αναγγελία γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του πτωχευτικού κώδικα. Μετά την ανάκληση της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης, οι ασφαλιστικές συμβάσεις δεν λήγουν, αλλά διατηρούνται σε ισχύ και δεν υπάρχει γεννημένη αξίωση των ασφαλισμένων, που θα είχε λόγο αναγγελίας. Ορίζεται επόπτης χαρτοφυλακίων ζωής, ο οποίος διενεργεί απογραφή των ασφαλισμένων και των απαιτήσεών τους και καταρτίζει προσωρινό χαρτοφυλάκιο ζωής, το οποίο δεν υποκαθιστά την υποχρέωση των δικαιούχων για αναγγελία των απαιτήσεών τους στον εκκαθαριστή. Αντιρρήσεις των δικαιούχων για εκπρόθεσμη αναγγελία εισάγονται στο Μονομελές Πρωτοδικείο της έδρας της επιχείρησης και δικάζονται με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων κατά τις διατάξεις των άρθρων 92 §1 και 95 ΠτΚ. Στον δικαιούχο καταβάλλεται όχι το ασφάλισμα, αλλά η αξία της εξαγοράς, ανάλογα με το μέρος των ασφαλίστρων, που έχουν πληρωθεί μέχρι την ημερομηνία ανάκλησης της άδειας. Απαράδεκτη ανακοπή κατά του επόπτη ασφαλιστικής εκκαθάρισης. Ενεργητική νομιμοποίηση του αντισυμβαλλόμενου της ασφαλιστικής εταιρίας και όχι του ασφαλισμένου για την αναγνώριση της απαίτησης του ανακόπτοντος. Απαράδεκτα τα αιτήματα για τη μεταρρύθμιση της κατάστασης δικαιούχων απαιτήσεων από ασφάλιση ζωής και καταβολή των ποσών που απορρέουν από τα ασφαλιστήρια συμβόλαια. Πιθανολόγηση ότι η ανακόπτουσα δεν ανήγγειλε την απαίτησή της για να επαληθευθεί και αναγνώριση της απαίτησης από ασφαλιστικά συμβόλαια παιδικής αποταμίευσης.

 

 

 

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

 

Αριθμός Απόφασης 5651/2017

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

 

Αποτελούμενο από το Δικαστή, Κων/νο Δεμέστιχα, Πρόεδρο Πρωτοδικών, τον οποίον όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοικήσεως του Πρωτοδικείου Αθηνών.

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 23η Μαίου 2017, χωρίς τη σύμπραξη γραμματέα, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

ΤΩΝ ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΩΝ: 1) ..., κατοίκου Αλμυρού, πάροδος ..., Δήμου Μαγνησίας, 2) ..., κατοίκου ομοίως, 3) ..., κατοίκου ομοίως και 4) ..., κατοίκου ομοίως, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από τον πληρεξούσιο δικηγόρο Παναγιώτη Νικολόπουλο (AM ΔΣΑ: 10.436) ο οποίος δεν κατέθεσε γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών ΔΣΑ βάσει του άρθρου 82 του Κώδικα Δικηγόρων.

 

ΤΩΝ ΚΑΘΩΝ Η ΑΝΑΚΟΠΗ : 1) Της υπό ασφαλιστικής εκκαθάρισης Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «ΑΣΠΙΣ ΠΡΟΝΟΙΑ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΓΕΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΩΝ» δυνάμει της υπ' αριθ. 156/16/2009 & 21.9.2009 απόφασης της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης (ΕΠ.Ε.Ι.Α.) (ΦΕΚ 11292/21.9.2009 τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ και ΦΕΚ 2028/21.9.2009 τεύχος Β) που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Β. Σοφίας αρ. 60 και εκπροσωπείται νόμιμα από την εκκαθαρίστριά της ... και 2) του ..., Επόπτη της υπό ασφαλιστική εκκαθάριση Ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία  «ΑΣΠΙΣ  ΠΡΟΝΟΙΑ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΓΕΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΩΝ», κατοίκου ομοίως, δυνάμει της με αριθμό 132/24-3-2015 αποφάσεως της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων (Ε.Π.Α.Θ.) της Τράπεζας της Ελλάδος, οι οποίοι εκπροσωπήθηκαν από την πληρεξούσια δικηγόρο Ειρήνη-Φωτεινή Δραπέτη-Λυσικάτου (AM ΔΣΑ: 3.713) που κατέθεσε το υπ' αριθμ. Π0739032/22-5-20Ί7 γραμμάτιο προκαταβολής του Δ.Σ. Αθηνών.

 

Οι αιτούντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 6.4.2017 ανακοπή που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με γενικό αριθμό κατάθεσης και αριθμό κατάθεσης δικογράφου 525334/4339/2017, και προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας.

 

Κατά τη συζήτηση της ανακοπής, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα σημειώματα που κατέθεσαν.

 

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

 

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

Η διαδικασία της θέσης μίας ασφαλιστικής επιχείρησης σε ασφαλιστική εκκαθάριση ρυθμιζόταν από τις διατάξεις των άρθρων του ν.δ. 400/1970 «Περί Ιδιωτικής Επιχειρήσεως Ασφαλίσεως» (ΦΕΚ Α 237/17.01.1970). Ωστόσο, με την ψήφιση του ν. 4364/2016 «Προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην Οδηγία 2009/138/ΕΚ και του Συμβουλίου της 25.11.2009 κτλ», καταργήθηκε το ως άνω ν.δ. 400/1970. Οι διατάξεις του νέου ως άνω νόμου, κατ' άρθρο 284 αυτού, ισχύουν από 01.01.2016, εκτός από τις διατάξεις των άρθρων 144. 221 έως και 248 και 272 που ισχύουν από τη δημοσίευση του νόμου αυτού (05.02.2016). Με τη διάταξη του άρθρου 12α παρ. 1 εδ. α' του ν.δ. 400/1970, ορίζεται ότι «Σε περίπτωση ανάκλησης της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης για παράβαση νόμου, καθώς και σε κάθε περίπτωση λύσης του νομικού προσώπου ασφαλιστικής επιχείρησης στην οποία έχει απαγορευθεί η ελεύθερη διάθεση περιουσιακών στοιχείων, ακολουθεί το στάδιο της ασφαλιστικής εκκαθάρισης». Ο θεσμός της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, όπως περιγράφεται ειδικότερα στις διατάξεις των άρθρων 10 και 12α του ν.δ. 400/1970, προσομοιάζει προς τον θεσμό της πτώχευσης, αφού και οι δύο εξυπηρετούν τον ίδιο σκοπό, δηλαδή τη σύμμετρη ικανοποίηση των δανειστών και για την επίτευξη του προβλέπονται ανάλογες διαδικασίες (ΕφΑΘ 6286/2011, Εφ.Πειρ 279/2001 δημ. ΝΟΜΟΣ).

 

 

Τούτο δε ορίζεται με τη διάταξη του άρθρου 179 ΠτΚ (ν. 3588/2007) σύμφωνα με την οποία, «Οι διατάξεις του κώδικα αυτού εφαρμόζονται συμπληρωματικά και επί εξυγίανσης και εκκαθάρισης πιστωτικών ιδρυμάτων και ασφαλιστικών επιχειρήσεων, κατά το μέρος που δεν ρυθμίζονται ειδικά». Μάλιστα ο θεσμός της ασφαλιστικής εκκαθάρισης είναι ειδικότερος από αυτόν της πτώχευσης του οποίου και προηγείται, αφού, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 12α παρ. 1 του ν.δ. 400/1970 η οποία προστέθηκε με το άρθρο 35 παρ. 13 του ν. 2496/1970 κατά το στάδιο της ασφαλιστικής εκκαθάρισης και μέχρι την περάτωση αυτής, η ασφαλιστική επιχείρηση δεν μπορεί να κηρυχθεί σε πτώχευση (ΕφΑΘ 6286/2011, ΜΠΠειρ 1383/2015 δημ. ΝΟΜΟΣ). Από τη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 2496/1997 «Ασφαλιστική Σύμβαση, τροποποιήσεις ιδιωτικής ασφάλισης κ.λ.π.», ως ίσχυε πριν την αντικατάσταση του από 01.01.2016 με το άρθρο 278 παρ. 7 του 4364/2016, προκύπτει ότι «ασφάλισμα» είναι η παροχή σε χρήμα ή σε είδος, η οποία καταβάλλεται όταν επέλθει το περιστατικό από το οποίο συμφωνήθηκε να εξαρτάται η υποχρέωση του ασφαλιστή, ήτοι η λεγόμενη «ασφαλιστική περίπτωση». Από τα παραπάνω συνάγεται σαφώς ότι στην έννοια της ασφαλιστικής περίπτωσης, κατά την οποία καταβάλλεται το ασφάλισμα, εμπίπτει ο θάνατος, η συνταξιοδότηση η ιατρική πάθηση σε ασφαλίσεις υγείας, η λήξη του συμφωνηθέντος χρόνου ισχύος του συμβολαίου, η αίτηση εξαγοράς συμβολαίου κ.λ.π.. σύμφωνα με τους ειδικότερους όρους του εκάστοτε συμβολαίου. Η απαίτηση για καταβολή ασφαλίσματος αφορά περιοριστικά τη γεννημένη απαίτηση ασφαλισμένου, ήτοι την απαίτηση για καταβολή της συμφωνημένης παροχής που καλείται να καταβάλει η ασφαλιστική εταιρία, εφόσον φυσικά είναι σε λειτουργία, υπό την προϋπόθεση ότι έχουν επέλθει οι συγκεκριμένες περιστάσεις από τις οποίες έχει εξαρτηθεί στην ασφαλιστική σύμβαση η καταβολή της παροχής αυτής. Αντιθέτως, ο όρος «απαίτηση από ασφάλιση» έχει ευρύτερο περιεχόμενο και η έννοια του προκύπτει από το άρθρο 2α περ. λδ' του ν.δ 400/1970. Ειδικότερα, κατά την αμέσως προηγούμενη διάταξη «Απαίτηση από ασφάλιση" για τις ανάγκες των διαδικασιών εκκαθάρισης, θεωρείται κάθε ποσό που οφείλει η ασφαλιστική επιχείρηση σε ασφαλισμένους, κατόχους ασφαλιστηρίων συμβολαίων, δικαιούχους, ή σε κάθε ζημιωθέντα, οι οποίοι έχουν δικαίωμα άσκησης ευθείας αγωγής κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης που  απορρέει από την ασφαλιστική σύμβαση  περιλαμβανόμενων των ποσών  που αποθεματοποιούνται για τα προαναφερόμενα πρόσωπα, όταν δεν έχουν ακόμη καταστεί γνωστά ορισμένα στοιχεία της οφειλής. Τα ασφάλιστρα που οφείλονται από ασφαλιστική επιχείρηση λόγω μη κατάρτισης ή ακύρωσης, ασφαλιστικών συμβάσεων θεωρούνται επίσης απαιτήσεις από ασφάλιση για τις ανάγκες των διαδικασιών εκκαθάρισης. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι η έννοια της «απαίτησης από ασφάλιση» είναι ευρύτερη από την έννοια του «ασφαλίσματος», καθόσον περιλαμβάνει όλα τα είδη των απαιτήσεων από ασφάλιση, είτε έχει επέλθει ο ασφαλιστικός κίνδυνος (οπότε γίνεται λόγος για απαίτηση ασφαλίσματος) είτε όχι. Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 10 του ν.δ. 400/1970 στην παρ. 1 εδ. α' και β' ορίζεται ότι «Οι δικαιούχοι απαιτήσεων από ασφάλιση και οι καθολικοί και ειδικοί τους διάδοχοι έχουν προνόμιο στην ασφαλιστική τοποθέτηση, που προηγείται από κάθε άλλο γενικό ή ειδικό προνόμιο εκτός από το προνόμιο της παραγράφου 9 του άρθρου 12α του παρόντος. Το προνόμιο αυτό ασκείται αποκλειστικά από τους δικαιούχους ασφαλίσεων ζωής, από τους δικαιούχους ασφαλίσεων αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία αυτοκινήτων και από τους δικαιούχους των λοιπών ασφαλίσεων κατά ζημιών στα περιουσιακά στοιχεία που έχουν διατεθεί σε ασφαλιστική τοποθέτηση αντίστοιχα για καθεμία από τις ασφαλίσεις αυτές. Το ως άνω προνόμιο ισχύει και μετά τη λύση της ασφαλιστικής επιχείρησης». Κατά δε την παράγραφο 3 του ιδίου ως άνω άρθρου 10 του ν.δ. 400/1970 προβλέπεται ότι «Σε περίπτωση ασφαλιστικής εκκαθάρισης ή πτώχευσης ασφαλιστικής επιχείρησης ο, κατά το άρθρο "12α" του παρόντος, επόπτης εκκαθάρισης ή πτώχευσης καλεί μέσα σε δέκα ημέρες από τον διορισμό του τους δικαιούχους ασφαλίσματος, με ανακοίνωση, που δημοσιεύεται μια φορά την εβδομάδα, επί τρεις συνεχείς εβδομάδες σε πέντε ημερήσιες, ευρείας κυκλοφορίας, εφημερίδες, από τις οποίες μία τουλάχιστον εκδίδεται στην έδρα της επιχείρησης και μια οικονομική, να του αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους με όλα τα δικαιολογητικά τους στοιχεία μέσα σε τρεις μήνες από την τελευταία δημοσίευση. Δεν καλούνται οι δικαιούχοι ασφαλίσεων αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία αυτοκινήτων, καθώς και οι δικαιούχοι ασφαλίσεων ζωής, για τους οποίους δεν έχει επέλθει ασφαλιστική περίπτωση. Η επαλήθευση των απαιτήσεων γίνεται από τα ως άνω όργανα, αρχίζει το αργότερο μέσα σε τρεις ημέρες από τη λήξη της ως άνω προθεσμίας και ολοκληρώνεται στο συντομότερο χρονικό διάστημα. Γίνονται δεκτές οι απαιτήσεις που δεν αμφισβητούνται από τα ως άνω όργανα ή έχουν επιδικασθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση ή (εκτελεστή) απόφαση διαιτητικού δικαστηρίου. Ο επόπτης εκκαθάρισης και ο εκκαθαριστής ή ο επόπτης πτώχευσης και ο σύνδικος υποβάλλουν στο Υπουργείο Εμπορίου κατάσταση των δικαιούχων ασφαλίσματος εντός δύο μηνών από τη λήξη της προθεσμία υποβολής των αναγγελιών. Στην κατάσταση αυτήν περιλαμβάνονται, εφόσον έχουν επαληθευθεί οι απαιτήσεις τους: α) οι δικαιούχοι ασφαλίσματος ασφαλίσεων ζωής, β) οι δικαιούχοι ασφαλίσματος ασφαλίσεων κατά ζημιών εκτός ασφαλίσεων αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία αυτοκινήτων, που έχουν δηλώσει την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης και έχει καταχωρισθεί η δήλωση στα βιβλία της ασφαλιστικής επιχείρησης και γ) όσοι αναγγέλθηκαν μέσα στην ως άνω προθεσμία. Για τις απαιτήσεις που αμφισβητούνται δικαστικά ή εξώδικα γίνεται χωριστή μνεία, στην οποία αναφέρεται το ποσό που εκτιμά ο επόπτης εκκαθάρισης και ο εκκαθαριστής ή ο επόπτης πτώχευσης και ο σύνδικος και το ποσόν που διεκδικεί ο δικαιούχος ασφαλίσματος. Στην κατάσταση καταχωρίζονται και οι τυχόν διαφωνίες κατά την επαλήθευση μεταξύ επόπτη και εκκαθαριστή ή συνδίκου. Η κατάσταση καταχωρίζεται αμέσως στο μητρώο ασφαλιστικών επιχειρήσεων και η ανακοίνωση της καταχώρισης της δημοσιεύεται σε δύο τουλάχιστον ευρείας κυκλοφορίας ημερήσιες εφημερίδες, από τις οποίες η μια τουλάχιστον εκδίδεται στην έδρα της επιχείρησης, μια φορά την εβδομάδα επί τρεις συνεχείς εβδομάδες. Αντιρρήσεις κατά της πιο πάνω κατάστασης ασκούνται με ανακοπή στο μονομελές πρωτοδικείο της έδρας της επιχείρησης μέσα σε σαράντα πέντε ημέρες από την τελευταία δημοσίευση και εκδικάζονται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Έφεση κατά της απόφασης του πρωτοδικείου εκδικάζεται από το αρμόδιο εφετείο κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Η απόφαση του εφετείου δεν υπόκειται σε κανένα ένδικο μέσο». Με τη διάταξη δε του άρθρου 12α παρ. 5 του ν.δ. 400/1970 ορίζεται ότι «Κατά το χρονικό διάστημα που η ασφαλιστική επιχείρηση βρίσκεται σε ασφαλιστική εκκαθάριση αναστέλλεται κάθε αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της και σε βάρος των ασφαλισμένων της ασφαλίσεων αστικής ευθύνης, μέχρι το ποσό για το οποίο ευθύνεται σε ολόκληρο η ασφαλιστική επιχείρηση.  Κατά το ίδιο χρονικό διάστημα αναστέλλονται οι ατομικές διώξεις των δικαιούχων ασφαλίσματος κατά της ασφαλιστικής επιχείρησης». Κατά δε την παράγραφο 10 εδ. β' του άρθρου 12α του ν.δ. 400/1970 ορίζεται ότι «Μετά τη λήξη της εκκαθάρισης, η  εκκαθάριση δοσοληψιών εκτός ασφαλιστικού χαρτοφυλακίου συνεχίζεται κατά τις διατάξεις που διέπουν την εκκαθάριση του νομικού προσώπου της επιχείρησης (κοινή εκκαθάριση)». Από τις παραπάνω διατάξεις των άρθρων 10 και 12α του ν.δ. 400/1970 σαφώς συνάγεται ότι σε περίπτωση ανάκλησης της αδείας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης επακολουθεί το στάδιο της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, κατά το οποίο αναστέλλονται οι ατομικές διώξεις και η αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της ασφαλιστικής επιχείρησης και οι δικαιούχοι του ασφαλίσματος και οποιοσδήποτε άλλης απαίτησης κατ’ αυτής υποχρεούνται να υπαχθούν στη διαδικασία αναγγελίας και επαλήθευσης των απαιτήσεων τους, προκειμένου να συμμετάσχουν στη διανομή της ασφαλιστικής τοποθέτησης (ΕφΘεσ 1038/2009 ΕπΕμπΔ 2009. 730, ΕφΠειρ 279/2001 δημ. ΝΟΜΟΣ). Για δε την αναγγελία των ασφαλισμένων ισχύουν, όσα προβλέπονται και στο πτωχευτικό δίκαιο, καθόσον κατά τη διάταξη του άρθρου 179 ΠτΚ. οι διατάξεις αυτού εφαρμόζονται συμπληρωματικά και επί εκκαθάρισης ασφαλιστικών επιχειρήσεων, κατά το μέρος που δεν ρυθμίζονται ειδικά. Ήτοι η αναγγελία αποτελεί δήλωση βούλησης με μορφή «ανακοίνωσης παράστασης», με την οποία ο ασφαλισμένος ανακοινώνει στον εκκαθαριστή την ύπαρξη της απαίτησης του, γίνεται δε εγγράφως και πρέπει να αναφέρει το είδος και την αιτία της απαίτησης του αναγγελλόμενου, καθώς και το ύψος αυτής, ενώ θα πρέπει να κατατίθενται, .μαζί με την αναγγελία, τα αποδεικτικά της απαίτησης έγγραφα, ώστε να μπορεί ο εκκαθαριστής να προβεί στην επαλήθευση της απαίτησης και του προνομιακού της χαρακτήρα. Η αναγγελία των απαιτήσεων των ασφαλισμένων στα όργανα της εκκαθάρισης προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 3 του ν.δ. 400/1970 και αποτελεί σαφώς αντίβαρο στην αναστολή των ατομικών διώξεων που προβλέπεται στο άρθρο 12α παρ. 5 του ιδίου ως άνω νομοθετικού διατάγματος, προκειμένου να διασφαλίζεται αποτελεσματικά, υπό το πρίσμα της αρχής της καθολικότητας, η συμμετοχή του ασφαλισμένου στην ασφαλιστική εκκαθάριση (ΑΠ 234/2016 αδημ.). Εκ πρώτης όψης, η αναγγελία έχει περιορισμένο πεδίο εφαρμογής, καθώς κατά τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 3 του ν.δ. 400/1970, καλούνται οι δικαιούχοι ασφαλίσματος όχι όμως και οι ασφαλισμένοι ζωής, ως προς τους οποίους, κατά τις ανωτέρω γενόμενες αναλυτικές διακρίσεις, δεν έχει επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση. Ωστόσο, 'από το παραπάνω γεγονός δεν μπορεί να συναχθεί ότι οι τελευταίοι δεν υποχρεούνται σε αναγγελία της απαίτησης τους. Ειδικότερα, πράγματι το άρθρο 10 παρ. 3 του ν.δ. 400/1970 ορίζει ακολούθως ότι υποβάλλεται στην εποπτική αρχή κατάσταση δικαιούχων απαιτήσεων (στο εξής ΚΔΑ), η οποία περιλαμβάνει τους δικαιούχους ασφαλίσματος ζωής, ενώ, επίσης, χωριστά αναφέρεται ότι περιλαμβάνει και όσους αναγγέλθηκαν μέσα στην ως άνω προθεσμία», ήτοι την ταχθείσα προθεσμία αναγγελίας, πράγμα όμως που αφορά και πάλι τους δικαιούχους ασφαλίσματος. διότι αυτοί έχουν μόνο κληθεί. Επομένως, η ως άνω διάταξη, όσον αφορά στους δικαιούχους ασφαλίσματος, είναι σαφής ως προς το ότι αυτοί έχουν υποχρέωση να αναγγείλουν την αξίωση τους στον εκκαθαριστή, ώστε, μετά την επαλήθευση τους, να συμπεριληφθούν στη διαδικασία της ασφαλιστικής εκκαθάρισης. Από την άλλη πλευρά, από το άρθρο 10 παρ. 3 του ν.δ. 400/1970 δεν προκύπτει ότι η αναγγελία αφορά ή ότι η συνακόλουθη ΚΔΑ περιλαμβάνει τους δικαιούχους ασφάλισης. Ωστόσο, πρέπει στο σημείο αυτό να ληφθούν υπόψη τα ακόλουθα: Καταρχήν με τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 6 εδ. α' του ν.δ. 400/1970 προβλέπεται ότι «Τριάντα ημέρες μετά την οριστική ανάκληση της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης θεωρούνται αυτοδίκαια λυμένες όλες οι ασφαλιστικές συμβάσεις της, εκτός από αυτές των ασφαλίσεων ζωής. εφόσον μέσα στην πιο πάνω προθεσμία δεν έχει εγκριθεί από τον Υπουργό Εμπορίου τυχόν αίτηση άλλης ασφαλιστικής επιχείρησης περί αναδοχής του ασφαλιστικού της χαρτοφυλακίου». Από την παραπάνω ρύθμιση συνάγεται ότι οι ασφαλιστικές συμβάσεις ζωής δεν λήγουν με την ανάκληση της άδειας, αλλά παραμένουν σε ισχύ. Έτσι ενώ η πρόωρη λύση αυτών των συμβάσεων θα οδηγούσε σε αξίωση των ασφαλισμένων στην αξία εξαγοράς κατά τη διάταξη του άρθρου 29 παρ. 4 εδ. γ' του ν. 2496/1997 η συνέχιση τους σημαίνει, αντίθετα, ότι οι ασφαλισμένοι δεν αποκτούν με μόνη την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της ασφαλιστικής επιχείρησης αξίωση κατ' αυτής. Αυτός είναι κι ο λόγος που η αναγγελία και η ακόλουθη κατάσταση δικαιούχων περιλαμβάνουν, κατά τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 3 του ν.δ. 400/1970, μόνον τους δικαιούχους ασφαλίσματος και όχι και του δικαιούχους ασφάλισης ζωής. Ήτοι  κατά την αντίληψη του νομοθέτη του ν.δ. 400/1970,  οι ασφαλιστικές συμβάσεις ζωής, στις οποίες δεν έχει επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση κατά το χρόνο της ανάκλησης της άδειας, δεν λήγουν αλλά διατηρούνται σε ισχύ, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει γεννημένη αξίωση τού' ασφαλισμένου, η οποία θα είχε λόγο αναγγελίας. Συνεπώς, ο λόγος που η ως άνω διάταξη (άρθρο 10 παρ. 3 του ν.δ. 400/1970) δεν προβλέπει αναγγελία όσων δεν έχουν γεννημένη απαίτηση σε ασφάλισμα κατά την ανάκληση της άδειας, δεν είναι ότι αυτοί μετέχουν, άνευ άλλου τινός, στην εκκαθάριση, αλλά ότι ο τότε νομοθέτης είχε υπόψη του ότι αυτές οι συμβάσεις συνεχίζονται. Η παραπάνω άποψη - κρίση ενισχύεται ιδίως από το ότι στην παράγραφο 4α του άρθρου 10 του ν.δ. 400/1970 που προστέθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 17 του ν. 3790/2009 και όπως αυτή ίσχυε πριν καταργηθεί με την παράγραφο 1α του άρθρου 2 του ν. 3867/2010 οριζόταν ότι «Μετά την ανάκληση της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης, ο Υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών, κατόπιν πρότασης της ΕΠ.Ε.Ι.Α. δύναται, αφού λάβει υπόψη του και τη συστημική σπουδαιότητα των τυχόν χαρτοφυλακίων ζωής, που διαχειριζόταν η υπό εκκαθάριση επιχείρηση, να ορίζει επόπτη χαρτοφυλακίων ζωής, ο οποίος είναι πρόσωπο άλλο από τον επόπτη εκκαθάρισης ... και καθίσταται αποκλειστικά υπεύθυνος για την αναδιοργάνωση των χαρτοφυλακίων αυτών, που δεν τίθενται σε εκκαθάριση. Μερική ή ολική μεταβίβαση των ως άνω χαρτοφυλακίων ζωής επιτρέπεται με επιμέλεια του ως άνω επόπτη, διενεργείται δε, μετά από απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, κατόπιν πρότασης της Ε.Π.Ε.Ι.Α., κατά παρέκκλιση των οριζομένων στο άρθρο 3 παρ. 6 και 59 του παρόντος διατάγματος...». Βάσει της ως άνω διάταξης εκδόθηκε η Υπουργική Απόφαση με αριθμό Β.2574/16.02.2009 «Θέματα εφαρμογής του άρθρου 10 παρ. 4α του ν.δ. 400/1970» (ΦΕΚ Β' 2509/18.12.2009) που υπογράφηκε από τον Υφυπουργό Οικονομικών, με την οποία εξειδικεύθηκαν οι αρμοδιότητες και ενέργειες του επόπτη χαρτοφυλακίων ζωής για την αναδιοργάνωση και εν γένει τη λειτουργία των χαρτοφυλακίων Ζωής των εταιριών που ανακαλείται η άδεια λειτουργίας τους. Μεταξύ δε των αρμοδιοτήτων του Επόπτη Χαρτοφυλακίου Ζωής, ήταν, κατ' άρθρο 4 της ως άνω Υ.Α., η διενέργεια απογραφής των ασφαλισμένων και των απαιτήσεων τους σύμφωνα με τα έντυπα και τα ηλεκτρονικά αρχεία της επιχείρησης (παρ. 1), συνέχεια, εντός δέκα (10) ημερών από την ολοκλήρωση της απογραφής έπρεπε να αναρτηθεί «κατάλογος  ασφαλισμένων» στην ιστοσελίδα της Ε.Π.Ε.Ι.Α. και να δημοσιευθεί το γεγονός της ανάρτησης μία φορά την εβδομάδα, επί τρεις συνεχείς εβδομάδες σε πέντε ημερήσιες, ευρείας κυκλοφορίας, εφημερίδες, από τις οποίες μια τουλάχιστον εκδίδεται στην έδρα της επιχείρησης και μια είναι οικονομική. Πρόσωπο, που έχει ασφαλισθεί και δεν είναι καταχωρημένος στον ως άνω κατάλογο, προσκομίζει το ασφαλιστήριο ή την αίτηση ασφάλισης πλέον της απόδειξης (προ) καταβολής του ασφαλίσματος στον Επόπτη προκειμένου για την καταγραφή του μετά από σχετική επαλήθευση (παρ. 2).

 

 

Επίσης, κατά την παρ. 3 του άρθρου 4 της ως άνω Υ.Α. εντός δέκα (10) ημερών από την ολοκλήρωση της απογραφής, ο Επόπτης του Χαρτοφυλακίου Ζωής καταρτίζει το «Προσωρινό Χαρτοφυλάκιο Ζωής», στο οποίο Περιέχονται ανά κλάδο: «α) Το σύνολο των Ασφαλισμένων κατά την ημερομηνία θέσης της Επιχείρησης σε εκκαθάριση. Ασφαλισμένος, ο οποίος έχει προσκομίσει ασφαλιστήριο ή αίτηση ασφάλισης πλέον απόδειξης (προ)καταβολής ασφαλίσματος, δεν καταγράφεται όμως στα αρχεία της Επιχείρησης καταχωρείται στο Προσωρινό Χαρτοφυλάκιο Ζωής σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στα προσκομισθέντα στον Επόπτη έγγραφα, εφόσον επαληθευθεί από αυτόν, β) Το σύνολο των Παροχών της Επιχείρησης έναντι κάθε Ασφαλισμένου κατά την ημερομηνία κατάρτισης του Προσωρινού Χαρτοφυλακίου Ζωής. Η καταγραφή κάθε Παροχής γίνεται με ευθύνη του Επόπτη αφού ληφθεί υπόψη η αποτίμηση της σύμφωνα αφενός με τους όρους του ασφαλιστηρίου, αφετέρου της αίτησης ασφάλισης και εκ τρίτου των διαλαμβανομένων στα αρχεία της Επιχείρησης και των για την συγκεκριμένη σύμβαση διαλαμβανόμενων στο Βιβλίο Τεχνικών Σημειωμάτων και Γενικών και Ειδικών Όρων των Ασφαλίσεων Ζωής της Επιχείρησης. Οι λοιπές τιμές της Παροχής απλώς αναφέρονται στο Προσωρινό Χαρτοφυλάκιο Ζωής». Από τα παραπάνω συνάγεται ότι στο Προσωρινό Χαρτοφυλάκιο Ζωής περιλαμβάνεται το σύνολο των ασφαλισμένων στους κλάδους ζωής με τα ειδικότερα ασφαλιστικά προγράμματα που οι ασφαλισμένοι κατείχαν και προσδιορίζεται το σύνολο των υποχρεώσεων της εταιρίας για κάθε ασφαλιζόμενο ξεχωριστά ανά ασφαλιστήριο ζωής με ημερομηνία υπολογισμού της ως άνω υποχρέωσης την ημερομηνία κατά την οποία ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας της εταιρίας, αφού από την ημερομηνία αυτή αναστέλλεται το δικαίωμα της εταιρίας για είσπραξη ασφαλίστρων και η υποχρέωση ικανοποίησης απαιτήσεων από τον ασφαλιστή, κατʼ άρθρο 2 παρ. ιγ του ν. 3867/2010. Τα παραπάνω δε στοιχεία που περιλαμβάνονται στο Προσωρινό Χαρτοφυλάκιο Ζωής συγκεντρώνονται κατά κανόνα κατόπιν απογραφής του συνόλου των ασφαλισμένων (άρθρο 4 παρ. 3 της ΥΑ.) και όχι βάσει αναγγελιών καθώς η περίπτωση της αναγγελίας προβλέπεται μόνο ως «θεραπεία» τυχόν σφαλμάτων κατά τη σύνταξη του Προσωρινού Χαρτοφυλακίου Ζωής, εξαιτίας των οποίων υπήρξε παράλειψη καταχώρισης ασφαλισμένων σε αυτό. Επίσης, το Προσωρινό Χαρτοφυλάκιο Ζωής προσδιορίζει το μαθηματικό απόθεμα που όφειλε να διαθέτει η εταιρία κατά την ημερομηνία ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της για έκαστο ασφαλιστήριο συμβόλαιο (ΕφΑΘ 6588/2013 αδημ.). Στη συνέχεια, με το άρθρο 1 του ν. 3867/2010 (ΦΕΚ Α' 128 03.08.2010) καταργήθηκε η Ε.Π.Ε.Ι. Α. και μεταφέρθηκαν όλες οι αρμοδιότητες της στην Τράπεζα της Ελλάδος. Με το άρθρο 2 δε του ίδιου ως άνω νόμου, όπως προεκτέθηκε καταργήθηκε η παρ. 4α του άρθρου 10 του ν.δ. 400/1970 και προβλέφθηκε ειδικώς ότι στις εκκρεμείς διαδικασίες που αφορούσαν ασφαλιστικές επιχειρήσεις των οποίων, κατά την ημέρα δημοσίευσης αυτού του νόμου, έχει ήδη ανακληθεί η άδεια λειτουργίας και έχει οριστεί επόπτης χαρτοφυλακίων ζωής, θα εξακολουθούσαν να διέπονται από τις διατάξεις που καταργούνταν, όπως αυτές τροποποιούνται και συμπληρώνονται. Επίσης, στο άρθρο 2 παρ. 5 του ν. 3867/2010 ορίζεται ότι «Αν παρέλθει ένα έτος από τη δημοσίευση αυτού του νόμου χωρίς να εκδοθεί εγκριτική απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος, η διαδικασία περατώνεται αυτοδίκαια και για το χαρτοφυλάκιο ζωής εφαρμόζονται οι διατάξεις της ασφαλιστικής εκκαθάρισης του ν.δ. 400/1970, όπως ισχύουν». Η εν λόγω προθεσμία είχε αρχικά παραταθεί διαδοχικά με το άρθρο 17 παρ. 1 του ν. 4002/2011 έως 31.03.2012 και με το άρθρο τέταρτο παρ. 3 εδ. δ' του ν. 4063/2012 έως 31.05.2012. Από τις ως άνω διατάξεις, αλλά και τα όσα ήδη εκτέθηκαν, προκύπτει ότι μετά την ανάκληση της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης, δίνεται ένα ιδιαίτερο, αυξημένο θα έλεγε κάποιος, βάρος στις περιπτώσεις των ασφαλειών ζωής για τις οποίες δεν έχει επέλθει η ασφαλιστική περίπτωση, ώστε όλες αυτές οι περιπτώσεις, καλούμενες ως «Χαρτοφυλάκιο Ζωής», να «διασωθούν» κατά κάποιον τρόπο, παραμένοντας σε ισχύ αφού γι' αυτές ειδικά προβλέπεται ότι δεν λύνονται αυτοδίκαια μετά την οριστική ανάκληση της άδειας της ασφαλιστικής επιχείρησης, με σκοπό να μεταβιβασθούν, αν τούτο καταστεί δυνατό, σε άλλη ανάδοχο ασφαλιστική εταιρία. Με βάση τα ανωτέρω, καθίσταται σαφές ότι μετά και την οριστική αποτυχία μεταβίβασης σε ανάδοχη ασφαλιστική εταιρία του Χαρτοφυλακίου Ζωής της υπό ασφαλιστική εκκαθάριση ασφαλιστικής επιχείρησης, θεωρούνται λυμένες όλες οι ασφαλιστικές συμβάσεις ζωής και μάλιστα από την ημερομηνία ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της τελευταίας και από τούδε και στο εξής εφαρμόζονται και για τους δικαιούχους ασφάλισης ζωής οι διατάξεις της αναγκαστικής εκκαθάρισης, με αυτόθροη συνέπεια, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, την υποχρέωση την τελευταίων για αναγγελία των απαιτήσεων τους στον εκκαθαριστή με σκοπό την επαλήθευση τους και την προνομιακή τους ικανοποίηση από την ασφαλιστική τοποθέτηση, μετά από σχετική πρόσκληση από τον τελευταίο, κατ' ανάλογη εφαρμογή των όσων προβλέπονται στη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 3 του ν.δ. 400/1970 για τους δικαιούχους ασφαλίσματος. Ο μόνος δε λόγος που δεν προβλέφθηκε και αυτό στην (ως άνω διάταξη είναι διότι ο νομοθέτης του ν.δ. 400/1970, θεωρούσε ότι οι ασφαλίσεις ζωής δεν έχουν λυθεί αυτοδίκαια με την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της ασφαλιστικής επιχείρησης, κατά τα ανωτέρω αναλυτικώς αναφερόμενα. ’λλωστε, όπως ήδη προεκτέθηκε αυτή η διαδικασία της αναγγελίας των απαιτήσεων ακολουθείται και για τους δικαιούχους ασφαλίσματος και συνεπώς το ίδιο θα πρέπει να ισχύει και για τους δικαιούχους ασφάλισης ζωής, αφού δεν συντρέχει λόγος διαφορετικής αντιμετώπισης αυτών στα πλαίσια της ασφαλιστικής εκκαθάρισης και της προνομιακής ικανοποίησης αμφοτέρων από την ασφαλιστική τοποθέτηση. Απλά η όλη διαδικασία για τους τελευταίους ξεκινά σε ένα μεταγενέστερο στάδιο σε σχέση με τη διαδικασία που ισχύει για τους δικαιούχους ασφαλίσματος, καθώς θα πρέπει πρώτα να αποβεί οριστικά άκαρπη η προσπάθεια μεταβίβασης του Χαρτοφυλακίου Ζωής σε ανάδοχη ασφαλιστική εταιρία. Όσον αφορά δε το θέμα του αν η κατάρτιση του Προσωρινού Χαρτοφυλακίου Ζωής και η καταγραφή σε αυτό των δικαιούχων ασφάλισης, μπορεί να υποκαταστήσει την ως άνω υποχρέωση των δικαιούχων ασφάλισης ζωής για αναγγελία κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, αυτό δεν είναι δυνατό. Τούτο διότι, καταρχήν, το ίδιο το ως άνω νομοθετικό πλαίσιο δεν δίνει τέτοια  σημασία  στο Προσωρινό  Χαρτοφυλάκιο.  ’λλωστε, όπως ήδη προεκτέθηκε, η κατάρτιση του Προσωρινού Χαρτοφυλακίου Ζωής γίνεται στα πλαίσια της «αναδιοργάνωσης του χαρτοφυλακίου», κατʼ άρθρο 10 παρ. 4α του ν.δ. 400/1970, με σκοπό τη μεταβίβαση αυτού σε ανάδοχη ασφαλιστική εταιρία. Μετά δε την αποτυχία του ως άνω στόχου, η έννοια και η σημασία αυτού παύει να υφίσταται. Αντίθετα, μάλιστα, στο άρθρο 2 παρ. 4 και 5 του ν. 3867/2010 η μεταβίβαση σε ανάδοχο και η ασφαλιστική εκκαθάριση αντιμετωπίζονται ως δύο αυτοτελείς και αλληλοαποκλειόμενες ταυτοχρόνως διαδικασίες, αφού μόνο η λήξη της προσπάθειας για την πρώτη οδηγεί στη δεύτερη. Επίσης, ο διορισθείς Επόπτης Χαρτοφυλακίου Ζωής ο οποίος ήταν αρμόδιος για την αναδιοργάνωση του χαρτοφυλακίου, είχε λειτουργία συνδεόμενη μόνο με αυτή τη διαδικασία και δεν είναι όργανο της ασφαλιστικής εκκαθάρισης. Προς επίρρωση δε της παραπάνω κρίσης του Δικαστηρίου πρέπει να αναφερθεί ότι και η Διεύθυνση Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης της Τράπεζας της Ελλάδος, απαντώντας σε σχετικό ερώτημα του επόπτη ασφαλιστικής εκκαθάρισης της συγκεκριμένης καθ' ης η ανακοπή εν προκειμένω υπό ασφαλιστική εκκαθάριση ασφαλιστικής επιχείρησης, ανέφερε ότι το Προσωρινό Χαρτοφυλάκιο δεν μπορεί να εκληφθεί ως «κατάσταση των δικαιούχων ασφαλίσματος».

 

 

Συνεπώς, όπως σε κάθε συλλογική διαδικασία ικανοποίησης των πιστωτών, η προηγούμενη αναγγελία των ασφαλισμένων προς τον εκκαθαριστή, είτε έχουν αξίωση σε ασφάλισμα είτε σε αξία εξαγοράς, είναι αναγκαία προκειμένου να συμπεριληφθούν στην κατάσταση δικαιούχων. Κάθε άλλη αντίθετη προσέγγιση βάση της οποίας θα υποχρεώνονταν σε αναγγελία αποκλειστικά και μόνο μία κατηγορία ασφαλισμένων, όπως λχ. οι δικαιούχοι ασφαλίσματος και όχι οι δικαιούχοι αξίας εξαγοράς ή το αντίστροφο, θα συνεπαγόταν κατάφωρη παραβίαση της αρχής της ισότιμης μεταχείρισης των πιστωτών, η οποία διατρέχει ως θεμελιώδης και κατευθυντήρια βασική αρχή το πτωχευτικό δίκαιο και εν γένει τις συλλογικές διαδικασίες ικανοποίησης των πιστωτών. Περαιτέρω, σε περίπτωση που κάποιος ασφαλισμένος από εκείνους που ικανοποιούνται προνομιακά από την ασφαλιστική τοποθέτηση δεν αναγγείλει εμπρόθεσμα τις απαιτήσεις του τότε προκύπτει το ζήτημα της δυνατότητας ένταξης των απαιτήσεων αυτών στη διαδικασία της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, εν προκειμένω της ένταξης τους στην Κατάσταση Δικαιούχων Ασφαλισμένων. Σύμφωνα με το άρθρο 10 παρ. 3 του ν.δ. 400/1970 «Αντιρρήσεις κατά της πιο πιο πάνω κατάστασης ασκούνται με ανακοπή στο μονομελές πρωτοδικείο της έδρας της επιχείρησης μέσα σε σαράντα πέντε ημέρες από την τελευταία δημοσίευση και εκδικάζονται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων...». Μολονότι η δυνατότητα προβολής αιτήματος περί εκπρόθεσμης αναγγελίας θα μπορούσε, εκ πρώτης όψης, να θεωρηθεί ως ένα είδος αντίρρησης της ανακοπής του άρθρου 10 παρ. 3 του ν.δ. 400/1970, εντούτοις η συγκεκριμένη προσέγγιση αφενός προσκρούει στη γραμματική διατύπωση του άρθρου, αφετέρου δεν είναι συμβατή με το ειδικότερο εννοιολογικό περιεχόμενο των «αντιρρήσεων» και την εν γένει συστηματική της ρύθμιση. Ειδικότερα, στη διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 10 του ν.δ. 400/1970 ορίζεται ότι στην κατάσταση δικαιούχων επί της οποίας ασκούνται οι αντιρρήσεις, περιλαμβάνονται όσοι αναφέρονται στα υπό στοιχεία α γ στοιχεία, εφόσον έχουν επαληθευθεί οι απαιτήσεις τους. Επομένως, οι όποιες αντιρρήσεις προβάλλονται με την ως άνω ανακοπή αφορούν στην επαλήθευση. Πλην όμως η επαλήθευση ακολουθεί την αναγγελία και συνεπώς εφόσον δεν έχει χωρήσει πρώτα αναγγελία δεν μπορεί να έχει λάβει χώρα επαλήθευση. Επιπλέον, για τους σκοπούς της συγκεκριμένης διάταξης, το περιεχόμενο τον αντιρρήσεων μπορεί να είναι παράπονο των ασφαλισμένων κατά της απόρριψης ή της εν μέρει παραδοχής της απαίτησης τους ή παράπονο οποιουδήποτε ενδιαφερομένου κατά της παραδοχής απαίτησης ασφαλισμένου (βλ, την παρόμοια θέση της νομολογίας για την προβολή αντιρρήσεων στο πλαίσιο της πτωχευτικής διαδικασίας ΠΠΘεσ 682/2013. ΠΠΞαν 16/2013 δημ. ΝΟΜΟΣ). Τούτο σημαίνει ότι η αποδοχή της προβολής αιτήματος περί εκπρόθεσμης αναγγελίας στο πλαίσιο της ανακοπής του άρθρου 10 παρ. 3 του ν.δ. 400/1970 δεν θα αφορούσε εν προκειμένω σε επαλήθευση (σε «αντιρρήσεις») επί της ήδη υπάρχουσας Κατάστασης Δικαιούχων Απαιτήσεων, αλλά σε εισαγωγή νέων απαιτήσεων σε αυτήν, μεταβάλλοντας την ειδικότερη αποστολή που υπηρετεί η συγκεκριμένη ρύθμιση (βλ. και την από 12.04.2016 Γνωμοδότηση του …. Καθηγητή Νομικής στο Δ.Π.Θ. και την από 25.04.2016 Γνωμοδότηση του …, Καθηγητή Εμπορικού Δικαίου Παντείου Πανεπιστημίου, για όλα όσα παραπάνω αναφέρθηκαν). Τα ανωτέρω δε ενισχύονται και από το γεγονός ότι στο Πτωχευτικό Δίκαιο οι διατάξεις του οποίου, όπως ήδη προεκτέθηκε κατ' άρθρο 179 ΠτΚ, εφαρμόζονται συμπληρωματικά και επί ασφαλιστικής εκκαθάρισης, ρυθμίζεται αντίστοιχα στη διαδικασία της πτώχευσης το θέμα της προβολής αντιρρήσεων κατά τη διαδικασία της επαλήθευσης τ(ον απαιτήσεων, με τη διάταξη του άρθρου 95 ΠτΚ. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, ωστόσο, ήτοι στην έννοια των «αντιρρήσεων» δεν περιλαμβάνεται και η περίπτωση της εκπρόθεσμης αναγγελίας των απαιτήσεων στην πτωχευτική διαδικασία, αφού γι' αυτήν την περίπτωση υπάρχει ειδική πρόβλεψη. Ειδικότερα, με τη διάταξη του άρθρου 92 παρ. 1 ΠτΚ προβλέπεται ότι «Πιστωτές που δεν ανήγγειλαν την απαίτηση τους μέσα στη νόμιμη προθεσμία, ώστε να μετάσχουν στην επαλήθευση, μπορούν με ανακοπή και δικά τους έξοδα να ζητήσουν την επαλήθευση της από το πτωχευτικό δικαστήριο, που δικάζει κατά τη διαδικασία του άρθρου 54». Επομένως, και στο Πτωχευτικό Δίκαιο διαχωρίζεται η περίπτωση της προβολής αντιρρήσεων κατά της επαλήθευσης των απαιτήσεων από αυτήν της μη αναγγελίας των απαιτήσεων. Κατόπιν όλων των παραπάνω, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, είναι σαφές ότι για τον δικαιούχο ασφάλισης ζωής που δεν ανήγγειλε την απαίτηση του στον εκκαθαριστή ή δεν την ανήγγειλε εμπροθέσμως, δεν χωρεί η ως άνω ανακοπή του άρθρου 10 παρ. 3 του ν.δ. 400/1970. Χωρεί, όμως, η ανακοπή της διάταξης του αμέσως παραπάνω αναφερόμενου άρθρου 92 ΠτΚ, συμπληρωματικώς εφαρμοζόμενου και στην περίπτωση της ασφαλιστικής εκκαθάρισης.

 

 

Ειδικότερα, καταρχήν τούτο είναι δογματικά ορθό, καθώς δεν δύναται σε δύο εξίσου συλλογικές διαδικασίες με παρεμφερείς και, σε κάποια σημεία τους όμοιους, σκοπούς, όπως είναι η πτώχευση και η ασφαλιστική εκκαθάριση, στη μεν πρώτη να παρέχεται η δυνατότητα στον πιστωτή που δεν ανήγγειλε εμπρόθεσμα την απαίτηση του να την αναγγείλει ώστε να συμμετάσχει στην πτωχευτική διαδικασία, στη δε δεύτερη να μην προβλέπεται τέτοια δυνατότητα για τον ασφαλισμένο που δεν ανήγγειλε την απαίτηση του, με αποτέλεσμα αυτός να βρίσκεται τελικά σε δυσμενέστερη θέση όντας αντιμέτωπος με τον κίνδυνο να χάσει κάθε δυνατότητα ικανοποίησης, αν παρέλθει η προθεσμία που του τάχθηκε στο πλαίσιο μίας διαδικασίας που κινήθηκε λόγω της αφερεγγυότητας του οφειλέτη του. Μία τέτοια διάκριση μεταξύ των δύο διαδικασιών δεν στηρίζεται σε κανέναν απολύτως λόγο. Ωστόσο, για την συμπληρωματική εφαρμογή της ως άνω διάταξης του άρθρου 92 παρ. 1 ΠτΚ. και στην περίπτωση της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη το όλο νομοθετικό πλαίσιο που ισχύει για την ασφαλιστική εκκαθάριση, ώστε η άσκηση μίας τέτοιας ανακοπής να μην αποτελέσει τροχοπέδη ιδίως για Λ τις ταχύτατες διαδικασίες που προβλέπονται για την περαίωση της. Συγκεκριμένα, η ανακοπή του άρθρου 92 ΠτΚ δικάζεται, κατ' άρθρο 54 ΠτΚ. κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρα 741 επ. ΚΠολΔ) από το πτωχευτικό δικαστήριο, που κατ' άρθρο 53 ΠτΚ είναι το Πολυμελές Πρωτοδικείο που κήρυξε την πτώχευση. Εντούτοις στην περίπτωση της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, αυτή αποτελεί στάδιο που επέρχεται αναγκαστικά, όπως ήδη προεκτέθηκε, μετά την ανάκληση της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης για παράβαση νόμου, καθώς και σε περίπτωση λύσης του νομικού προσώπου ασφαλιστικής επιχείρησης στην οποία έχει απαγορευθεί η ελεύθερη διάθεση περιουσιακών στοιχείων (άρθρο 12α παρ. 1 ν.δ. 400/1970). Η δε ανάκληση της άδειας λειτουργίας της ασφαλιστικής επιχείρησης δεν διατάσσεται από κάποιο δικαστήριο, αλλά λαμβάνει χώρα μετά από απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης.

 

 

Συνεπώς, εν προκειμένω, στην περίπτωση της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, δεν υπάρχει αντίστοιχη έννοια με αυτή του «πτωχευτικού δικαστηρίου». Ωστόσο, από τις διατάξεις των άρθρων του ν.δ. 400/1970, μπορούν να τα ακόλουθα: α) με τη διάταξη του άρθρου 12α παρ. 6 ν.δ. 400/1970 ορίζεται ότι «Με τη θέση της επιχείρησης σε ασφαλιστική εκκαθάριση οι εκκρεμείς δίκες συνεχίζονται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων με πρωτοβουλία των δικαιούχων ασφαλίσματος ή του επόπτη εκκαθάρισης και του εκκαθαριστή ή του επόπτη πτώχευσης και του συνοίκου. Εκκρεμείς διαφορές στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας εισάγονται με κλήση οποιουδήποτε νομιμοποιούμενου, στο Μονομελές Πρωτοδικείο της έδρας της επιχείρησης ανεξάρτητα από το ποσόν και β) με τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 3 ν.δ. 400/1970 ορίζεται ότι «Αντιρρήσεις κατά της πιο πάνω κατάστασης ασκούνται με ανακοπή στο μονομελές πρωτοδικείο της έδρας της επιχείρησης, μέσα σε σαράντα πέντε ημέρες από την τελευταία δημοσίευση και εκδικάζονται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων». Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι για τις δίκες που προκύπτουν κατά τη διαδικασία της ασφαλιστικής εκκαθάρισης ασφαλιστικής επιχείρησης, ο νομοθέτης θέλησε να υπάρχει γιʼ αυτές αρμοδιότητα του Μονομελούς Πρωτοδικείου της έδρας της επιχείρησης και προέβλεψε την εκδίκασή τους με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, ως κατά τεκμήριο, ταχεία διαδικασία προκειμένου να περατωθεί γρήγορα η διαδικασία της ασφαλιστικής εκκαθάρισης και να ικανοποιηθούν οι προνομιακά ασφαλισμένοι από την ασφαλιστική τοποθέτηση. 

 

 

Συνεπώς, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, θα πρέπει η ανακοπή που ασκείται από τους ασφαλισμένους που δεν ανήγγειλαν εμπροθέσμως τις απαιτήσεις τους να θεωρηθεί ως ανακοπή της διάταξης του άρθρου 92 παρ. 1 ΠτΚ. συμπληρωματικώς εφαρμοζόμενη, λόγω μη ύπαρξης παρόμοιας ρύθμισης στο ν.δ. 400/1970 η οποία θα πρέπει να εκδικάζεται από το Μονομελές Πρωτοδικείο του τόπου της έδρας της υπό ασφαλιστική εκκαθάριση επιχείρησης, με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων. Τέλος, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 29 παρ. 3 και του ν. 2496/1997 ορίζεται ότι «3. Στην ατομική ασφάλιση ο λήπτης της ασφάλισης έχει δικαίωμα να ζητήσει από τον ασφαλιστή την εξαγορά της ασφάλισης μετά πάροδο χρονικού διαστήματος που προβλέπεται στο ασφαλιστήριο και το οποίο δεν μπορεί να είναι μεγαλύτερο των τριών (3) ετών. Στην ομαδική ασφάλιση μπορεί να συμφωνηθεί κάτι διαφορετικό. 4. Ο ασφαλιστής αποδίδει στον λήπτη της ασφάλισης την αξία της εξαγοράς που συμφωνήθηκε. Ως βάση υπολογισμού της αξίας εξαγοράς λαμβάνονται υπόψη τα έξοδα του ασφαλιστή που βαρύνουν τη συγκεκριμένη σύμβαση και τα καταβληθέντα ασφάλιστρα αποταμίευσης. Την ίδια υποχρέωση έχει ο ασφαλιστής και σε κάθε περίπτωση λύσης της ασφαλιστικής σύμβασης». Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι κατά το χρόνο ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της ασφαλιστικής επιχείρησης, αναφορικά με τις ασφάλειες ζωής για τις οποίες δεν έχει επέλθει μέχρι τότε η ασφαλιστική περίπτωση, εκείνο που καταβάλλεται από τον ασφαλιστή είναι όχι το ασφάλισμα, αφού δεν έχει γεννηθεί τέτοια αξίωση, αλλά η αξία εξαγοράς, όπως αυτή προσδιορίζεται -αποκρυσταλλώνεται κατά το χρόνο ανάκλησης της άδειας, ως το κομβικό χρονικό σημείο στην διαδικασία της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, καθόσον από τότε αναστέλλεται το δικαίωμα της εταιρίας για είσπραξη ασφαλίστρων και η υποχρέωση ικανοποίησης απαιτήσεων από τον ασφαλιστή, κατ' άρθρο 2 παρ. 1γ του ν. 3867/2010, όπως ήδη προεκτέθηκε. Στο σημείο δε αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι, εξαιτίας των ανωτέρω, η άσκηση δικαιώματος εξαγοράς μετά την ανάκληση της άδειας δεν επηρεάζει ουδόλως την αξία εξαγοράς, αφού ως ασκηθείσα μετά τον κρίσιμο χρόνο (ανάκληση άδειας) είναι άνευ αντικειμένου.

 

 

Για τον ίδιο δε λόγο δεν ασκεί καμία επιρροή και η τυχόν επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης μετά την ανάκληση της άδειας της εταιρίας. Σχετικά δε με τον τρόπο υπολογισμού της αξίας εξαγοράς και σύμφωνα με το άρθρο 4 περ. γ' της απόφασης της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων με θέμα «καταβολή αποζημίωσης σε δικαιούχους ασφαλίσεων ζωής ασφαλιστικής επιχείρησης της οποίας έχει ανακληθεί η άδεια» (Συνεδρίαση 12/Θέμα 3/13.07.2011), ρητά ορίζεται ότι για τις ασφαλίσεις που δεν είχαν λήξει κατά την ημερομηνία ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της επιχείρησης, καταβάλλεται από το Εγγυητικό Κεφάλαιο ως αποζημίωση η αξία εξαγοράς που η ασφάλιση ζωής είχε κατά την ημερομηνία ανάκλησης, με ανώτατο όριο τα 30.000 ευρώ, εφόσον κατά το χρόνο αυτό ο ασφαλισμένος είχε δικαίωμα εξαγοράς κατά την παράγραφο 3 του άρθρου 29 του ν. 2496/1997. Η αξία εξαγοράς στην ως άνω περίπτωση ανταποκρίνεται σε αυτό που ο λήπτης της ασφάλισης έχει καταβάλει, αφαιρούμενης της αντιπαροχής που έχει ήδη λάβει από τον ασφαλιστή. Με άλλα λόγια, λόγω της πρόωρης καταβολής λύσης της σύμβασης που επήλθε λόγω της ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της ασφαλιστικής επιχείρησης, καταρχήν έχει καταβληθεί μέρος μόνο του ασφαλίστρου, καθώς ο λήπτης παύει να καταβάλει ασφάλιστρο με την ανάκληση της άδειας και κατά δεύτερον από αυτό το μέρος του ασφαλίστρου που έχει καταβληθεί ένα τμήμα αποτελεί ασφάλιστρο κινδύνου. Εξ όλων των ανωτέρω, είναι εύλογο να περιορίζεται η αξίωση όσων δεν έχουν καταβάλει όλο το συμβατικώς προβλεπόμενο ασφάλιστρο (και ανάλογα και με την έκταση καταβολής έκαστου, διότι όσο εγγύτερα στο τέλος της βρίσκεται η σύμβαση τόσο υψηλότερη είναι η αξία εξαγοράς), διότι διαφορετικά εκείνοι που έχουν αξίωση στο ασφάλισμα ή σε πιο «ώριμη» (διότι η σύμβαση βρισκόταν πιο κοντά στο τέλος της προβλεπόμενης διάρκειας της) αξία εξαγοράς στην ουσία θα επιδοτούσαν όσους είχαν καταβάλει ασφάλιστρο για συντομότερο χρόνο. Συνοψίζοντας, η αξία εξαγοράς ανέρχεται στην επενδυτική αξία της ασφάλισης ζωής, όσο πρόλαβε να λειτουργήσει αφαιρουμένου του ασφαλίστρου κινδύνου, με κρίσιμο χρόνο για τον υπολογισμό της την ημερομηνία ανάκλησης της άδειας (σχετ . η από 12.04.2016 Γνωμοδότηση του …, Καθηγητή Νομικής στο Δ.Π.Θ.).

 

 

Στην προκείμενη περίπτωση, οι ανακόπτοντες, με την υπό κρίση ανακοπή εκθέτουν, ότι κατήρτισαν, η πρώτη ως λήπτρια της ασφάλισης αντισυμβαλλόμενη και οι δεύτερη, τρίτη και τέταρτος ως ασφαλισμένοι δικαιούχοι του ασφαλίσματος κατά τον χρόνο επελεύσεως του ασφαλιστέου κινδύνου, με την ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «ΑΣΠΙΣ ΠΡΟΝΟΙΑ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΓΕΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΩΝ» τα υπ' αριθ. 253939/22-2-1994, 333020/21-8-1997, 333021/21-8-1997 ασφαλιστικά συμβόλαια ζωής-παιδικής αποταμίευσης με ημερομηνία έναρξης της ασφαλίσεως την 22-2-1994 και λήξεως την 21-2-2018 το πρώτο, την 21-8-1997 και λήξεως την 21-8¬2020 το δεύτερο και 21-8-1997 και λήξεως την 21-8-2022 το τρίτο αντίστοιχα. Ότι τα εν λόγω συμβόλαια αφορούσαν το πρόγραμμα «Παιδική Αποταμίευση», ο τρόπος πληρωμής ήταν μηνιαίος, το ασφαλιστικό ποσόν ορίστηκε στο ύψος που σε έκαστο εξ αυτών αναγράφεται και πληρωνόταν τακτικά και εμπρόθεσμα μέχρι την ανάκληση της αδείας της υπό εκκαθάριση εταιρίας. Ότι οι ανακόπτοντες είχαν επίσης δικαίωμα εξαγοράς των συμβολαίων με τη συμπλήρωση ενός έτους από την έναρξη της ασφάλισης και σύμφωνα με την ελάχιστη εγγυημένη αξία εξαγοράς, ως αυτή αναφερόταν στον συνημμένο στο ως άνω ασφαλιστήριο συμβόλαιο πίνακα αξιών εξαγοράς. Ότι δυνάμει της με αριθμό 156 απόφασης της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 2028/21.9.2009 (τεύχος Β) ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας της καθ' ης ασφαλιστικής εταιρίας, χαρακτηρίσθηκε ασφαλιστική τοποθέτηση και δεσμεύθηκε το σύνολο των περιουσιακών της στοιχείων τέθηκε δε σε ασφαλιστική εκκαθάριση. Ότι οι ανακόπτοντες δεν ανήγγειλαν την απαίτηση τους ώστε να συμμετάσχουν στη διαδικασία της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, δεδομένου ότι συμπεριλαμβάνονταν ως δικαιούχοι στο Χαρτοφυλάκιο της καθής και ότι εκ του λόγου τούτου θεωρούσαν ότι αυτομάτως η απαίτηση τους θα περιλαμβανόταν στην κατάσταση Δικαιούχων απαιτήσεων από ασφάλιση ζωής. Για αυτό ζητούν με την υπό κρίση ανακοπή, να μεταρρυθμιστεί η από 20-11-2015 κατάσταση δικαιούχων απαιτήσεων από ασφάλιση ζωής της υπό εκκαθάριση καθής η ανακοπή με την επωνυμία «ΑΣΠΙΣ ΠΡΟΝΟΙΑ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΓΕΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΩΝ», ώστε η πρώτη εξ αυτών να αναγνωρισθεί ως δανείστρια, προκειμένου να επαληθευθούν οι απαιτήσεις της και να συμπεριληφθούν στην ως άνω κατάσταση δικαιούχων απαιτήσεων που καταχωρήθηκε στην αρμόδια Εποπτική Αρχή της Τράπεζας της Ελλάδος στις 20.11.2015, ήτοι να της καταβληθεί η απαίτηση που απορρέει από τα υπ' αριθ. 253939/22-2-1994, 333020/21-8-1997, 333021/21-8-1997 ασφαλιστικά συμβόλαια ζωής-παιδικής αποταμίευσης, ύψους έξι χιλιάδων εννιακοσίων εξήντα εννιά (6.969) ευρώ, άλλως να αναγνωρισθεί ως δανειστής έκαστος των ανακοπτόντων για τα ως άνω συμβόλαια ασφαλιστήρια ζωής και να συμπεριληφθεί σε μεταγενέστερες διανομές του προϊόντος της ασφαλιστικής εκκαθάρισης της καθής. Τέλος ζητούν να καταδικαστούν οι καθών στην καταβολή της δικαστικής τους δαπάνης.

 

 

Με το ως άνω περιεχόμενο και αίτημα η υπό κρίση ανακοπή, εκτιμώμενη ως ανακοπή του άρθρου 92 ΠτΚ αρμοδίως και παραδεκτώς εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, που είναι καθ' ύλην και κατά τόπο αρμόδιο, ως το Δικαστήριο του τόπου της έδρας της υπό ασφαλιστική εκκαθάριση εταιρίας, για να συζητηθεί κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 686 επ. ΚΠολΔ), σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν παραπάνω στη σχετική νομική σκέψη της παρούσας, κατ' αναλογική εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 10 παρ. 3 ν.δ. 400/1970. Καθ Ό μέρος στρέφεται κατά του δεύτερου των καθ' ων, επόπτη της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης του, διότι, ο επόπτης εκκαθάρισης, δεν εκπροσωπεί την υπό εκκαθάριση ασφαλιστική εταιρία, μετά τον κατά νόμο διορισμό του εκκαθαριστή, ούτε μπορεί να εναχθεί ατομικά για απαιτήσεις σε βάρος της (ΜονΠρΑΘ 3112/2016, ΜονΠρΑΘ 3256/2016, ΜονΠρΑΘ 5025/2016, αδημοσίευτες στο νομικό τύπο). Κατά τα λοιπά, η υπό κρίση ανακοπή, είναι νόμιμη, ως προς την πρώτη των ανακοπτόντων, λήπτρια του ασφαλίσματος, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων που αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη και δη σε αυτές των άρθρων 92 παρ. 1 ΠτΚ, συμπληρωματικώς εφαρμοζόμενης κατ' άρθρο 179 ΠτΚ. και 10 παρ. 3 του ν.δ. 400/1970 αναλογικώς εφαρμοζόμενης, με την επισημείωση ότι ενόψει της έναρξης διαδικασίας της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, εν προκειμένω προ της 5-2-2016 δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του νόμου 4364/2016, αλλά αυτές του προϊσχύσαντος ν.δ. 400/1970, απορριπτόμενου του ισχυρισμού των καθών περί απαραδέκτου ασκήσεως της, ενώ τυγχάνει απορριπτέα λόγω ελλείψεως ενεργητικής νομιμοποίησης, ως προς τους λοιπούς των ανακοπτόντων, δικαιούχων του ασφαλίσματος κατά παραδοχή της ένστασης των καθών. Και τούτο γιατί δικαιούχος της αποζημίωσης, σε περίπτωση επελεύσεως του ασφαλιστικού κινδύνου, τυγχάνει ο ασφαλισμένος ήτοι οι δεύτερη, τρίτη και τέταρτος των ανακοπτόντων, ενώ σε περίπτωση μη επέλευσης του  ασφαλιστικού κινδύνου, όπως εν προκειμένω, δεν νοείται καταβολή ασφαλίσματος και συνεπώς δεν υφίσταται δικαιούχος ασφαλίσματος αλλά - δικαιούχος αξίας εξαγοράς του συμβολαίου και αυτός είναι ο λήπτης της ασφάλισης ως αντισυμβαλλόμενος στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο ο οποίος και καταβάλει τα σχετικά ασφάλιστρα (ΜΠρ. Αθ. 3090/2016) ήτοι η πρώτη ανακόπτουσα. Περαιτέρω καθ' ο μέρος η ανακοπή στρέφεται κατά της πρώτης των καθ ων είναι νόμιμη ως προς το αίτημα περί αναγνώρισης της απαίτησης της ανακόπτουσας, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων που αναφέρθηκαν παραπάνω στη μείζονα σκέψη και δη σε αυτές των άρθρων 92 παρ. 1 ΠτΚ, συμπληρωματικώς εφαρμοζόμενης κατ' άρθρο 179 ΠτΚ, και 10 παρ. 3 του ν.δ. 400/1970 αναλογικώς εφαρμοζόμενης, με την επισημείωση ότι ενόψει της έναρξης της διαδικασίας της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, εν προκειμένω, πριν τις 05.02.2016, δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του νόμου 4364/2016, αλλά αυτές του προϊσχύσαντος δικαίου, ήτοι του ν.δ. 400/1970. Αντίθετα, το αίτημα να μεταρρυθμιστεί η κατάσταση δικαιούχων απαιτήσεων από ασφάλιση ζωής πρέπει να απορριφθεί ως νομικά αβάσιμο, γιατί δεν διατάσσεται από το Δικαστήριο, αφού το αντικείμενο της ανακοπής είναι μόνο η εξέλεγξη των πιστώσεων (ΕφΛαρ 13/2015 ΤΝΠ Δ ΣΑ), τούτο αποτελεί δε υποχρέωση των οργάνων της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, κατά το άρθρο 10§3 του ν.δ. 400/1970 (σχετ. ΠΠρΑΘ 7470/2009 ΤΝΠ Δ ΣΑ). Μη νόμιμο είναι επίσης και το αίτημα περί καταβολής στην πρώτη ανακόπτουσα των ποσών που απορρέουν από τα ασφαλιστήρια συμβόλαια ζωής-παιδικής αποταμίευσης αφού αντικείμενο της ανακοπής αυτής δεν είναι η επιδίκαση της απαίτησης, σύμφωνα με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε, όπως και το αίτημα περί επιβολής της δικαστικής δαπάνης της ανακόπτουσας σε βάρος της καθ' ης, καθόσον, κατά τη διάταξη του άρθρου 92 ΠτΚ, η ένδικη ανακοπή ασκείται με έξοδα του ανακόπτοντος. Πρέπει, συνεπώς, να εξετασθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη, ενόψει του ότι για το παραδεκτό της άσκησης της και της παράστασης κατά τη συζήτηση της των πληρεξουσίων δικηγόρων των ανακοπτόντων και των καθών προσκομίσθηκε από τους καθών - καθότι ο πληρεξούσιος δικηγόρος των ανακοπτόντων απαλλάσσεται από τη  υποχρέωση  καταβολής το γραμμάτιο προκαταβολής εισφορών του ΔΣΑ, κατ' άρθρο 61 παρ 4 Ν. 4194/2013, ως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 7 παρ. 8γ Ν. 4205/2013.

 

 

Από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν και την με αριθμό 11389/28-3-2016 ένορκη βεβαίωση του …, ληφθείσα ενώπιον της Συμβολαιογράφου Αθηνών … που δόθηκε για να χρησιμεύσει σε δίκη ασφαλιστικών μέτρων μεταξύ άλλων διαδίκων και επομένως λαμβάνεται νομίμως υπόψιν για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (ΑΠ 315/2008 ΝΟΜΟΣ), πιθανολογούνται τα ακόλουθα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά : Η εταιρία «ΑΣΠΙΣ ΠΡΟΝΟΙΑ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΓΕΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΩΝ» ιδρύθηκε το έτος 1944 και λειτούργησε σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2190/1920 και του ν.δ. 400/1970 μέχρι το έτος 2009 οπότε δυνάμει της υπ' αριθ. 156/21.9.2009 απόφασης της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης (Ε.Π.Ε.Ι.Α.) που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 11292/21.9.2009 τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ και ΦΕΚ 2028/21.9.2009 τεύχος Β' ανακλήθηκε οριστικά η άδεια σύστασης και λειτουργίας της εταιρίας, χαρακτηρίσθηκε ως ασφαλιστική τοποθέτηση και δεσμεύθηκε το σύνολο των περιουσιακών της στοιχείων, τέθηκε δε σε ασφαλιστική εκκαθάριση σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.δ. 400/1970. Οι ανακόπτοντες κατήρτισαν, η πρώτη ως λήπτρια της ασφάλισης-αντισυμβαλλόμενη και οι δεύτερη, τρίτη και τέταρτος ως ασφαλισμένοι και δικαιούχοι του ασφαλίσματος κατά τον χρόνο επελεύσεως του ασφαλιστέου κινδύνου, με την καθής, τα υπ' αριθ. 253939/22-2-1994, 333020/21-8-1997, 333021/21-8-1997 ασφαλιστικά συμβόλαια ζωής-παιδικής αποταμίευσης με ημερομηνία έναρξης της ασφαλίσεως την 22-2-1994 και λήξεως την 21-2-2018 το πρώτο, την 21-8¬1997 και λήξεως την 21-8-2020 το δεύτερο και 21-8-1997 και λήξεως την 21¬8-2022 το τρίτο αντίστοιχα. Δυνάμει της με αριθμό 1408/2015 απόφασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών, δικάζοντος κατά την εκούσια δικαιοδοσία, διορίσθηκε ως εκκαθαριστής της υπό εκκαθάριση εταιρίας κατ' άρθρο 12α παρ. 4 του ν.δ. 400/1970 ο … και από 1-7-2016 η …. Με τη με αριθμό 132/5/24.03.2015 απόφαση της Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων (Ε.Π.Α.Θ.) της Τράπεζας της Ελλάδος ορίσθηκε ως Επόπτης της ασφαλιστικής εκκαθάρισης της εταιρίας, κατ' άρθρο 12α παρ. 3 του ν.δ. 40ο/1970 ο … για το χρονικό διάστημα από 10.04.2015 έως 31.12.2015, του οποίου η θητεία ανανεώθηκε τελικά μέχρι 28.02.2016. ενώ με το άρθρο 248 του ν. 4364/2016 προβλέφθηκε ανανέωση θητείας μέχρι 30,06.2016. Δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου  4α του άρθρου 10 του ν.δ, 400/1970 που προστέθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 17 του ν. 3790/2009 και όπως αυτή ίσχυε πριν καταργηθεί με την παράγραφο 1α του άρθρου 2 του ν. 3867/2010. της Υ.Α. με αριθμό Β.2574/16.02.2009 και της διάταξης του άρθρου 1 του ν. 3867/2010, εκδόθηκε η με αριθμό Β.77/15.1.2010 Υπουργική Απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, με την οποία αποφασίσθηκε ο διορισμός του … ως Επόπτη Χαρτοφυλακίου Ζωής. Ο τελευταίος ανέλαβε την αναδιοργάνωση του χαρτοφυλακίου ζωής που περιλαμβάνει την κατάρτιση Προσωρινού Χαρτοφυλακίου Ζωής την αναμόρφωση των παροχών και τη διαρκή αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων του κλάδου ζωής, με σκοπό τη μερική ή ολική μεταβίβαση των ως άνω χαρτοφυλακίων ζωής σε ανάδοχη ασφαλιστική εταιρία, μία ή περισσότερες, κατά τις διατάξεις της παρ. 4α του άρθρου 10 του ν.δ. 400/1970. Στις 15.09.2010 ο ως άνω διορισθείς Επόπτης Χαρτοφυλακίου Ζωής, …, πραγματοποίησε την προβλεπόμενη εκ της ως άνω Υ.Α. ανάρτηση του «καταλόγου των ασφαλισμένων» αρχικά στην ιστοσελίδα της Ε.Π.Ε.Ι.Α. και ακολούθως στην ιστοσελίδα της Τράπεζας της Ελλάδος, ενώ το γεγονός της ανάρτησης δημοσιεύθηκε μία φορά την εβδομάδα, επί τρεις συνεχείς εβδομάδες, σε πέντε ημερήσιες εφημερίδες ευρείας κυκλοφορίας. Εν συνεχεία, ο ως άνω Επόπτης Χαρτοφυλακίου Ζωής, εντός των πλαισίων των αρμοδιοτήτων του κατήρτισε στις 09.11.2011 το Προσωρινό Χαρτοφυλάκιο Ζωής των ασφαλισμένων της εταιρίας - καθ' ης η ανακοπή, με το περιεχόμενο που ορίζει η παρ. 3 του άρθρου 4 της Υ.Α. Β 2574/2009 και ανάρτησε αυτόν στην ιστοσελίδα της Τράπεζας της Ελλάδος, ενώ το γεγονός της ανάρτησης δημοσιεύθηκε σε ημερήσιες εφημερίδες. Περαιτέρω, πιθανολογήθηκε ότι ενώ ο ως άνω διορισθείς Επόπτης Χαρτοφυλακίου Ζωής έπραξε όλα τα παραπάνω και κατήρτισε το Προσωρινό Χαρτοφυλάκιο Ζωής, τελικά δεν επιτεύχθηκε μεταβίβαση του Χαρτοφυλακίου Ζωής και η Τράπεζα της Ελλάδας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 του ν. 3867 2010 απηύθυνε δημόσια πρόσκληση για την ανάδειξη αναδόχου Χαρτοφυλακίου Ζωής της εταιρίας. Η ως άνω διαδικασία περατώθηκε τελικά στις 31.05.2012 δίχως την εκδήλωση ενδιαφέροντος εκ μέρους άλλης ασφαλιστικής επιχείρησης για την αναδοχή του Χαρτοφυλακίου Ζωής. Κατόπιν τούτων, με την με αριθμό 41/01.06.2012 Διαπιστωτική Πράξη της Τράπεζας της Ελλάδος διαπιστώθηκε  «ότι παρήλθε η προθεσμία της 31ης Μαΐου 2012 χωρίς να εγκριθεί σύμβαση μεταβίβασης του Χαρτοφυλακίου Ζωής της υπό ασφαλιστική εκκαθάριση εταιρίας, ως προβλέπεται στο άρθρο 2 παρ. 5 του ν. 3867/2010 και ότι επομένως έχουν επέλθει αυτοδικαίως οι αναφερόμενες στο ίδιο άρθρο έννομες συνέπειες, δηλαδή η περάτωση της διαδικασίας του άρθρου 10 παρ. 4α του ν.δ. 400/1970 και της Β 2574/2009 Υ.Α. του Υπουργού Οικονομικών ως ισχύουν κατά το άρθρο 2 του ν. 3867/2010, εφαρμόζονται δε για το εν λόγω χαρτοφυλάκιο, κατά την παράγραφο 5 του ίδιου άρθρου του ν. 3867/2010, οι διατάξεις περί ασφαλιστικής εκκαθάρισης». Επομένως, μετά ταύτα, δεδομένης πλέον της ματαίωσης της διαδικασίας μεταβίβασης με αναδοχή του Χαρτοφυλακίου Ζωής σε άλλη ασφαλιστική εταιρία, εφαρμόζονται και για τους ασφαλισμένους ζωής οι διατάξεις περί ασφαλιστικής εκκαθάρισης. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, ο επόπτης της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, ακολουθώντας τη διαδικασία του άρθρου 10 παρ. 3 του ν.δ. 400/1970 κάλεσε αρχικά μόνον τους δικαιούχους ασφαλίσματος της υπό ασφαλιστική εκκαθάριση επιχείρησης, όπως αναγγείλουν ενώπιον του τις απαιτήσεις τους το αργότερο έως 04.10.2013. Η εν λόγω ανακοίνωση δημοσιεύθηκε όπως ορίζει ο νόμος, στις 19.06.2013 στις εφημερίδες «Η Καθημερινή», «Ελεύθερος Τύπος», «Ημερήσια». «Εξπρές» και «Αμαρυσία» (βλ. σχετ. έγγραφα που προσκομίζει η καθ' ης), στις 26.06.2013 στις εφημερίδες «Η Καθημερινή», «Ελεύθερος Τύπος», «Ημερήσια» και «Αμαρυσία» (βλ. σχετ. έγγραφα που προσκομίζει η καθ' ης) και στις 03.07.2013 στις εφημερίδες «Η Καθημερινή», «Ελεύθερος Τύπος», «Ημερήσια», «Κέδρος» και «Αμαρυσία» (βλ. σχετ. έγγραφα που προσκομίζει η καθ' ης). Στη συνέχεια, ο επόπτης εκκαθάρισης της εταιρίας κάλεσε και τους δικαιούχους απαιτήσεων από ασφάλιση ζωής να του αναγγείλουν τις σχετικές απαιτήσεις τους μέσα σε τρεις μήνες από την τελευταία δημοσίευση και με καταληκτική ημερομηνία τις 17.09.2015 κατ' εφαρμογή του άρθρου 2 παρ. 5 του ν. 3867/2010 και τα οριζόμενα εκεί για την περίπτωση που δεν ευδοκιμήσει η διαδικασία μεταβίβασης του χαρτοφυλακίου ζωής. Η εν λόγω ανακοίνωση δημοσιεύθηκε μία φορά την εβδομάδα, επί τρεις συνεχείς εβδομάδες σε πέντε ημερήσιες ευρείας κυκλοφορίας, εφημερίδες, από τις οποίες μία τουλάχιστον εκδίδεται στην έδρα της επιχείρησης και μία οικονομική και δη δημοσιεύθηκε στις 03.06.2015 στις εφημερίδες: «Η Εφημερίδα των Συντακτών», «Ελεύθερος Τύπος» «Ημερήσια», «Η Αυγή» και «Ηχώ των Δημοπρασιών» (βλ. σχετ. έγγραφα που προσκομίζει η καθ' ης). Επίσης στις 10.06.2015 στις εφημερίδες «Η Εφημερίδα των Συντακτών», «Ελεύθερος Τύπος» «Ημερήσια», «Η Αυγή» και «Ηχώ των Δημοπρασιών» (βλ. σχετ. έγγραφα που προσκομίζει η καθ' ης) και στις 17.06.2015 στις εφημερίδες «Η Εφημερίδα των Συντακτών», «Ελεύθερος Τύπος» «Ημερήσια», «Η Αυγή» και «Ηχώ των Δημοπρασιών» (βλ. σχετ. έγγραφα που προσκομίζει η καθ' ης). Εντός δύο μηνών από την επομένη της καταληκτικής ημερομηνίας των αναγγελιών, ήτοι στις 18.11.2015 κατατέθηκε στην αρμόδια Εποπτική Αρχή. Τράπεζα της Ελλάδος, η Κατάσταση Δικαιούχων Απαιτήσεων (ΚΔΑ) από ασφάλιση ζωής και ακολούθως η ΚΔΑ καταχωρήθηκε νομίμως και αναρτήθηκε με επιμέλεια της Εποπτικής Αρχής στην ιστοσελίδα της στις 20.11.2015 Ανακοίνωση της καταχώρησης αυτής δημοσιεύθηκε στις εφημερίδες «Ελεύθερος Τύπος» «Η Εφημερίδα των Συντακτών» και «Αμαρυσία» μία φορά την εβδομάδα, επί τρεις συνεχείς εβδομάδες και συγκεκριμένα στις 20.11.2015, 27.11.2015 και 04.12.2015 (βλ. σχετ. έγγραφα που προσκομίζει η καθ' ης), καταληκτική δε ημερομηνία ανακοπών προσδιορίσθηκε η 18.01.2016 (εντός 45 ημερών από την τελευταία δημοσίευση). Ωστόσο, πιθανολογήθηκε ότι η πρώτη ανακόπτουσα δεν ανήγγειλε την απαίτηση της από τα ως άνω ασφαλιστήρια, ώστε να επαληθευθεί και να συμπεριληφθεί στην Κατάσταση Δικαιούχων Απαιτήσεων. Η απαίτηση της από τα υπ' αριθ. 253939/22-2-1994, 333020/21-8-1997, 333021/21-8-1997 ασφαλιστικά συμβόλαια ζωής-παιδικής αποταμίευσης ανέρχεται στο ποσόν των έξι χιλιάδων εννιακοσίων εξήντα εννιά (6.969) ευρώ, απορριπτόμενου του ισχυρισμού της καθής ότι η απαίτηση της ανακόπτουσας ανέρχεται στο ύψος των τριών χιλιάδων πεντακοσίων εβδομήντα έξι ευρώ και σαράντα λεπτών (3.576,40) για το με αριθμό 253939 συμβόλαιο, στο ποσόν των δύο χιλιάδων διακοσίων εξήντα τριών ευρώ (2.263,09) και εννέα λεπτών για το με αριθμό 333020 συμβόλαιο και στο ποσόν των χιλίων επτακοσίων πενήντα πέντε ευρώ και ογδόντα επτά λεπτών (1.755,87) για το με αριθμό 333021 συμβόλαιο και συνολικά στο ποσόν των επτά χιλιάδων πεντακοσίων ενενήντα πέντε ευρώ και τριάντα έξι λεπτών (7.595,36) σύμφωνα με το από 26.5.2016 έγγραφο της Συμβούλου Εκκαθάρισης «KPMG ΑΕ» σε συνδυασμό με τα επικαλούμενα σημειώματα επαλήθευσης απαιτήσεων της συμβούλου εκκαθάρισης … της Ελεγκτικής Εταιρίας «KPMG ΑΕ», διότι στο ελληνικό δικονομικό δίκαιο το αντικείμενο της δίκης οριοθετείται διπολικά από το αγωγικό αίτημα και την ιστορική βάση ως ισοδύναμα στοιχεία και ως εκ τούτου δεν μπορεί να αναγνωρισθεί η ανακόπτουσα δικαιούχος μεγαλύτερου ποσού σε σχέση με το αιτηθέν με την ανακοπή της. Κατ' ακολουθία των παραπάνω, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η ένδικη ανακοπή και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα απορριπτόμενων των περί αντιθέτου λεχθέντων και να αναγνωριστεί η πρώτη ανακόπτουσα ως δικαιούχος απαίτησης εκ των υπ' αριθ. 253939/22-2-1994, 333020/21-8-1997, 333021/21-8-1997 ασφαλιστικών συμβολαίων ζωής-παιδικής αποταμίευσης για το ποσόν των έξι χιλιάδων εννιακοσίων εξήντα εννιά (6.969) ευρώ, ευρώ ώστε να επαληθευθεί και να συμπεριληφθεί στην Κατάσταση Δικαιούχων Απαιτήσεων από ασφάλιση ζωής που καταχωρήθηκε στην αρμόδια Εποπτική Αρχή της Τράπεζας της Ελλάδος στις 20.11.2015. Τέλος, δικαστικά έξοδα δεν επιδικάζονται σε βάρος των καθ' ών η ανακοπή, διότι η ένδικη, κατ άρθρο 92 ΠτΚ. ανακοπή, όπως προκύπτει από τη διατύπωση της σχετικής διάταξης, ασκείται με έξοδα του ανακόπτοντος.

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ την ανακοπή, ως προς την πρώτη των ανακοπτόντων, απορρίπτοντας αυτήν ως προς τους λοιπούς ανακόπτοντες.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ την ανακοπή καθ' ο μέρος ασκήθηκε κατά της πρώτης των καθ' ων και απορρίπτει αυτήν καθ' ο μέρος ασκήθηκε κατά του δεύτερου των καθ' ων.

 

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την πρώτη ανακόπτουσα ως δικαιούχο απαίτησης εκ των υπ' αριθ. 253939/22-2-1994, 333020/21-8-1997, 333021/21-8-1997 ασφαλιστικών συμβολαίων ζωής-παιδικής αποταμίευσης ασφάλιση ζωής για το ποσόν των έξι χιλιάδων εννιακοσίων εξήντα εννιά (6.969) ευρώ.

 

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τη μεταξύ των διαδίκων δικαστική δαπάνη.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε, σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στην Αθήνα στις 26 Ιουλίου 2017.

 

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

                            (Για τη δημοσίευση)