ΜΠρΑθ 3863/2014

 

 

Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας - Σύμβαση παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών - Δεδουλευμένες αποδοχές - Ασφαλιστικές Εισφορές ΤΣΜΕΔΕ - ΦΠΑ - Ενσταση αοριστίας - Ενσταση συμψηφισμού - Ενσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος - Αρνηση αγωγής -.

 

Διάκριση εξαρτημένης εργασίας - παροχής ανεξαρτήτων υπηρεσιών (όπου δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας). Για να είναι ορισμένη η αγωγή, πρέπει να αναφέρει τα χρηματικά ποσά που έχουν καταβληθεί σε αυτόν (ενάγοντα) μέχρι τη συζήτηση της αγωγής για καθένα από τα επίδικα κεφάλαιο, χωριστά και όχι συγκεντρωτικά, στο σύνολό τους. Στοιχείο εξάρτησης. Το γεγονός ότι ο ενάγων εργαζόταν στα γραφεία της εταιρίας δεν ασκεί καμία νομική επιρροή στο χαρακτηρισμό της υφιστάμενης μεταξύ των διαδίκων μερών σχέσης, διότι ο ενάγων δεν διέθετε τον υψηλής τεχνολογίας εξοπλισμό που διέθετε η εναγομένη στα γραφεία και στις εγκαταστάσεις της, όπως ηλεκτρονικούς υπολογιστές με δικαίωμα χρήσης ειδικού λογισμικού καθώς και μηχανήματα, που ήταν αναγκαία για την εκπόνηση των μελετών και των έργων που του ανέθετε η εργοδότρια εταιρία. Απορρίπτει την αγωγή.

 

 

 

Αριθμός Απόφασης 3863/2014

 

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

 

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ελένη Μπαντή, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοικήσεως του Πρωτοδικείου και από τη Γραμματέα Κωνσταντίνο Τσιαχρή.

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 19-09-2014 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ

 

Του ενάγοντος: …, κατοίκου Κορυδαλλού Αττικής (οδός …), κατοίκου Αθηνών, ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου Παλαιολόγου Παλαιολόγου.

 

Της εναγομένης: Ανώνυμης Εταιρίας με την επωνυμία «ΚΑΛΙΓΚΑΝ ΕΛΛΑΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΕΙΔΩΝ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ ΥΔΑΤΩΝ» και το διακριτικό τίτλο «ΚΑΛΕΛ», που εδρεύει στο Δήμο Φυλής Αττικής(Δημοτική Ενότητα ΒΙΟΠΑ, οδός Πρώτης (1ης) και Δεκάτης Ογδόης(18ης), όπως εκπροσωπείται νόμιμα, την οποία εκπροσώπησε ο πληρεξούσιος δικηγόρος Θεόδωρος Ζαχαρόπουλος.

 

Ο ενάγων ζητά να γίνει δεκτή η από 23-06-2013 αγωγή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου, με γενικό αριθμό κατάθεσης 102774/2011 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου 3503/2013, προσδιορίστηκε μετά από αναβολή για την δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και ενεγράφη στο πινάκιο.

 

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι, αφού ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους, ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.

 

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

 

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΝΟΜΟ

 

 

1.Επειδή η αγωγή ως επιθετική πράξη πρέπει να περιέχει πλήρη τα στοιχεία του λογικού συλλογισμού, του οποίου την ελάσσονα πρόταση αποτελεί η ιστορική βάση, την μείζονα ο νόμιμος λόγος και το συμπέρασμα η αίτηση, ο δε δικαστής οφείλει να γνωρίζει και να εφαρμόζει αυτεπάγγελτα τον νόμο, με συνέπεια να μην χρειάζεται μνεία του νόμιμου λόγου ευθύνης. Είναι όμως απαραίτητο να τίθενται υπ’ όψιν του, με σαφή και ορισμένο τρόπο, τα γεγονότα που θεμελιώνουν σύμφωνα με τον νόμο, το δικαίωμα για το οποίο ζητείται η έννομη προστασία. Ειδικότερα, σύμφωνα με την θεωρία του ουσιαστικού ή συγκεκριμένου προσδιορισμού που υιοθετεί ο ΚΠολΔ, με την διάταξη του άρθρου 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, για το ορισμένο της αγωγής, δεν αρκεί μόνο η μνεία των στοιχείων εκείνων που προσδιορίζουν ατομικά την δικαιολογητική σχέση στην οποία στηρίζεται η αγωγή, αλλά απαιτείται επί πλέον η ειδική μνεία των συγκεκριμένων παραγωγικών γεγονότων της, δηλαδή εκείνων που την θεμελιώνουν κατά νόμο και δικαιολογούν την εκ μέρους του ενάγοντος κατά του εναγομένου άσκηση της, κατά τρόπο ώστε να παρέχεται στον μεν εναγόμενο η ευχέρεια άμυνας, στο δε δικαστήριο η δυνατότητα ελέγχου του βάσιμου, κατά νόμον, της αγωγής. Όταν στο εν λόγω δικόγραφο δεν περιέρχονται όλα τα πιο πάνω στοιχεία ή όταν αυτά περιέχονται κατά τρόπο ασαφή ή ελλιπή, τότε η έλλειψη αυτή που δεν μπορεί να συμπληρωθεί ούτε με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή στο περιεχόμενο άλλων εγγράφων, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων, καθιστά μη νομότυπη την άσκηση της αγωγής και επιφέρει την απόρριψη της ως απαράδεκτης λόγω αοριστίας, είτε κατόπιν προβολής της σχετικής ένστασής, είτε και αυτεπαγγέλτως, καθ όσον η αοριστία ανάγεται στην προδικασία που αφορά στην δημόσια τάξη (άρθρο 111 σε συνδυασμό με το άρθρο 159 αρ. 2 ΚΠολΔ, ΑΠ 305/2001 ΕλλΔνη 42. 1318, ΑΠ 365/2000 ΕλλΔνη 41. 1301). Αλλωστε ο ενάγων μπορεί κατ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 224 εδ.β΄ ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 236 του ίδιου κώδικα να συμπληρώσει με τις προτάσεις του ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, την ατελή έκθεση των πραγματικών ισχυρισμών του, θεραπεύοντας ούτως την ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής του, αλλά όχι και την αοριστία της νομικής βάσεως της αγωγής. Η διάταξη αυτής σκοπεί να αποτρέψει την απόρριψη αγωγών ως αορίστων, συνέπεια της ανεπαρκούς ή ασαφούς διατυπώσεως των περιεχομένων στην αγωγή ισχυρισμών, πράγμα που αντιβαίνει στην αρχή της οικονομίας, της δίκης. Όμως η δυνατότητα αυτή του ενάγοντος δεν εξικνείται και μέχρις αναπληρώσεως ελλειπόντων ισχυρισμών, από την εκ τούτου αόριστη αγωγή, πράγμα που θα αιφνιδίαζε ανεπιτρέπτως τον εναγόμενο (ΑΠ 1608/2002, ΑΠ 713/2002 ΕλλΔνη 44. 705 και 707 αντίστοιχα, ΕφΑθ 9/2005, 545).

 

 

2. Περαιτέρω, ποιά ακριβώς κατ΄ είδος και ποσό, διαφορά κατήχθη ενώπιον του και σε ποια έκταση αυτή έγινε αποδεκτή, ώστε εξαιτίας του δεδικασμένου να μην μπορεί αυτή να αποτελέσει αντικείμενο νέας δίκης η αγωγή με την οποία ζητείται η καταψήφιση του εναγομένου προς καταβολή στον ενάγοντα του υπολοίπου της οφειλομένης αμοιβής από παντός είδους εργατικές απαιτήσεις του, όπως από δεδουλευμένες αποδοχές, αποζημίωση απόλυσης, επιδόματα, αποδοχές και επιδόματα εορτών (δώρα) Πάσχα και Χριστουγέννων, εργασία κατά τη διάρκεια της νύχτας και εργασία κατά τις Κυριακές, για να είναι ορισμένη, πρέπει να αναφέρει τα χρηματικά ποσά που έχουν καταβληθεί σε αυτόν (ενάγοντα) μέχρι τη συζήτηση της αγωγής για καθένα από τα επίδικα κεφάλαιο, χωριστά και όχι συγκεντρωτικά, στο σύνολο τους, ώστε όχι μόνο ο εναγόμενος να μπορεί να αμυνθεί κατά της τυχόν αξιώσεως μη δεδουλευμένων, μη δικαιουμένων ή υπέρογκων για κάθε ένα είδος εργασίας ποσών, αλλά και από την απόφαση του Δικαστηρίου που θα αποτελέσει δεδικασμένο, να μπορεί ευχερώς να συναχθεί (βλ. για τα ανωτέρω ΜονΠρωτΑθ 2024/2013 όπου παραπέμπει στις αποφάσεις ΕφΠατρ 731/2004 ΑχαΝομ 2005/304,ΕφΑθ 3136/2002 ΔΕΕ 2003/88,ΕφΑΘ 7640/1986 ΕλΔ28/1262 πρβ επίσης ΑΠ 180/1986 εΛΔ 29/1659)

 

 

3. Επιπροσθέτως, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 223 και 295 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι ο ενάγων μπορεί να περιορίσει το αίτημα της αγωγής και ότι ο περιορισμός αυτός συνιστά μερική παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής κατά το αίτημα που περιορίστηκε, το οποίο θεωρείται από την αρχή ότι δεν ασκήθηκε. Με την παραίτηση, όμως δεν πρέπει να προκαλείται αοριστία ως προς το υπόλοιπο τμήμα της αγωγής, που εμποδίζει τη συγκεκριμενοποίηση της διαφοράς, η οποία έχει αχθεί σε δικαστική κρίση. Όταν το αγωγικό αίτημα συντίθεται από περισσότερα κονδύλια, ο περιορισμός του επιχειρείται παραδεκτά μόνον εφόσον διευκρινίζεται σε ποια κονδύλια αφορά ή όταν περιορίζεται αναλόγως κατά ποσοστό του όλου αιτήματος και επέρχεται έτσι αντίστοιχη μείωση όλων των κονδυλίων (βλ. ΟλΑΠ 30/2007 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).

 

 

4. Ακόμη από τις διατάξεις των άρθρων 648 επ. ΑΚ και 6 Ν 765/1943, που κυρώθηκε με την ΠΥΣ 324/1946 και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ (άρθρο 38 ΕισΝΑΚ) συνάγεται ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάρχει, όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της συμφωνηθείσης εργασίας και στον μισθό, ανεξάρτητα από τον τρόπο πληρωμής του, και ο εργαζόμενος υπόκειται σε νομική και προσωπική εξάρτηση από τον εργοδότη που εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να δίνει δεσμευτικές για τον εργαζόμενο εντολές και οδηγίες ως προς τον τρόπο και τον χρόνο παροχής της εργασίας και ν’ ασκεί εποπτεία και έλεγχο για την διαπίστωση της συμμόρφωσης του εργαζομένου προς αυτές. Η υποχρέωση, μάλιστα, του εργαζομένου να δέχεται τον έλεγχο του εργοδότη και να συμμορφώνεται προς τις οδηγίες του ως προς τον τρόπο παροχής της εργασίας αποτελεί το βασικό γνώρισμα της εξάρτησης αυτής, η οποία μπορεί να είναι χαλαρότερη στις περιπτώσεις που ο εργαζόμενος αναπτύσσει πρωτοβουλία κατά την εκτέλεση της εργασίας του λόγω των επιστημονικών ή ειδικών γνώσεών του και του αντικειμένου της εργασίας, αλλά θα πρέπει να υπάρχει για να θεωρηθεί η εργασία ως εξαρτημένη. Αντίθετα, σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών, στην οποία δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του εργατικού δικαίου, υπάρχει, όταν ο εργαζόμενος παρέχει αντί μισθού τις υπηρεσίες του, χωρίς να υπόκειται στον έλεγχο και την εποπτεία του εργοδότη και να είναι υποχρεωμένος να συμμορφώνεται προς τις εντολές και οδηγίες αυτού, ιδίως ως προς τον τρόπο και τον χρόνο παροχής των υπηρεσιών του. Και στην σύμβαση αυτή, πάντως, υπάρχει κάποια δέσμευση και εξάρτηση, όπως συμβαίνει σε κάθε περίπτωση που αναλαμβάνονται υποχρεώσεις με ενοχική σύμβαση και γι’ αυτό ακριβώς η συμμόρφωση του εργαζομένου προς τους όρους της σύμβασής του, που μπορούν να έχουν σχέση και με τον τόπο ή τα χρονικά πλαίσια παροχής της εργασίας δεν υποδηλώνουν, χωρίς άλλο, εξάρτηση αυτού από τον εργοδότη με την προεκτεθείσα έννοια. Οπωσδήποτε το δικαίωμα του εργοδότη να δίνει εντολές και οδηγίες ως προς τον τρόπο, τον τόπο και τον χρόνο παροχής της εργασίας και να ελέγχει την συμμόρφωση του εργαζομένου προς αυτές, καθώς και η έκταση των αντιστοίχων υποχρεώσεων του τελευταίου, αποτελούν ενδεικτικά στοιχεία της ύπαρξης εξάρτησης, η οποία, όμως, δεν εξαρτάται μόνο από την συνδρομή όλων ή των περισσοτέρων από τα στοιχεία αυτά, διότι εκείνο που διακρίνει την εξαρτημένη εργασία από την ανεξάρτητη δεν είναι το ποσοτικό στοιχείο, δηλ. η σώρευση περισσοτέρων ενδείξεων δέσμευσης και εξάρτησης, αλλά το ποιοτικό, δηλ. η ιδιαίτερη ποιότητα της δέσμευσης και εξάρτησης, η οποία έχει για τον υποβαλλόμενο σ’ αυτήν εργαζόμενο συνέπειες που καθιστούν απαραίτητη την ιδιαίτερη ρύθμιση της σχέσης του με τον εργοδότη και δικαιολογούν την ειδική προστασία από το εργατικό δίκαιο. Το ποιοτικό αυτό στοιχείο συνάγεται από την εκτίμηση των όρων και των συνθηκών παροχής της εργασίας και διαφέρει κατά περίπτωση, ανάλογα με το είδος και την φύση της εργασίας, συνδυαζόμενο δε με τις υφιστάμενες ενδείξεις εξάρτησης, παρέχει ασφαλέστερο κριτήριο για την διάκριση της εξαρτημένης εργασίας από την ανεξάρτητη. Με βάση το κριτήριο αυτό γίνεται φανερό ότι η σύμβαση παροχής επιστημονικών υπηρεσιών από εργαζόμενο επιστήμονα που επιλέγει ο ίδιος βασικούς όρους της απασχόλησής του και δεν ελέγχεται από τον εργοδότη ως προς τον τρόπο και, ακόμη και εν μέρει, τον χρόνο, παροχής των υπηρεσιών του στον καθορισμένο από την σύμβαση και την φύση των υπηρεσιών του τόπο δεν είναι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας. Τέλος, ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός μιας σχέσης ως σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, ορισμένου ή αορίστου χρόνου, ή ανεξαρτήτων υπηρεσιών αποτελεί κατ εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας του δικαστηρίου που μετά από εκτίμηση όλων των συγκεκριμένων περιστάσεων χαρακτηρίζει αυτεπάγγελτα την καταρτισθείσα σύμβαση με βάση το περιεχόμενό της που έγινε ανέλεγκτα δεκτό και υπάγει αυτό στην έννοια μιας ρυθμισμένης σύμβασης, χωρίς ν’ ασκεί οποιαδήποτε επιρροή ο χαρακτηρισμός που έδωσαν σ αυτήν τα συμβαλλόμενα μέρη [βλ. ΑΠ 312/2011, ΝοΒ 59, 1896]

 

 

Με την υπό κρίση αγωγή, ο ενάγων, μετά από παραδεκτή διόρθωση της αγωγής, που έγινε με τις προτάσεις του και με δήλωση του στο ακροατήριο, καταχωρισθείσα στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου και συγκεκριμένα στα εξής σημεία :α) στη σελ. 5 και στην 9η σειρά από 25-1-2013 σε 25 Ιανουαρίου 2008 και β) στη σελ. 5 και στη δεύτερη από το τέλος σειρά από 13 Απριλίου 2012 σε 13 Απριλίου 2011, εκθέτει ότι η εναγομένη εταιρία που συγχωνεύτηκε με την εταιρία ΒΙΟΣΟΛ το 2008 και συστάθηκε η εταιρία UNIBIOS, δραστηριοποιείται από το 1963 στον τομέα επεξεργασίας νερού και έχει ηγετική θέση στην αγορά αφαλατώσεων και συστημάτων φίλτρανσης νερού. Ότι προσλήφθηκε στην άνω εταιρία στις 22 Ιουνίου 1992 με την ειδικότητα του μηχανικού τεχνικού τμήματος. Ότι εργαζόταν στην εταιρία καθημερινά από τις 8:00 πμ. Εως τις 16:00 μμ, του είχε δε παρασχεθεί από την εταιρία αυτοκίνητο για την κάλυψη των λειτουργικών αναγκών της ενώ του κάλυπτε σε περίπτωση παροχής εργασίας εκτός έδρας τα έξοδα διατροφής. Οτι κατά το χρόνο πρόσληψης του οι αποδοχές του ανέρχονταν σε 135.000δρχ. και μέχρι το Δεκέμβριο του 1999 αντικείμενο της εργασίας του ήταν η εκπόνηση μελετών, η οργάνωση, η επίβλεψη και η παράδοση έργων, η κατάρτιση και η επεξεργασία τεχνικών εκθέσεων και οικονομικών προσφορών για την εκτέλεση των εργασιών της εταιρίας και τη σύναψη συμβολαίων συντήρησης, η παρακολούθηση των εργασιών αυτών η οργάνωση του προσωπικού για την εκτέλεση των εργασιών καθώς και η εισαγωγή εξελιγμένων συστημάτων πληροφορικής για τη μείωση του κόστους και την αύξηση της αποτελεσματικότητας. Ότι λόγω των ικανοτήτων, της εργατικότητας, της αφοσίωσης και της συνεισφοράς του ο διευθυντής του προτείνει τη θέση του τεχνικού διευθυντή δηλαδή του προϊσταμένου του τμήματος που μέχρι τότε ήταν υπάλληλος. Ότι η πρόταση αυτή σήμανε σοβαρή μισθολογική και επαγγελματική εξέλιξη ενώ ευθύνη του ήταν η συνεπής και αποτελεσματική υλοποίηση των συμβάσεων που αναλάμβανε η εταιρία η οργάνωση του τμήματος μελετών, η παροχή πληρέστερης και αρτιότερης υποστήριξης στους πελάτες μετά την πώληση των προϊόντων και την παροχή των υπηρεσιών, η παρακολούθηση των εξελίξεων στον τομέα της τεχνολογίας και η υποβολή προτάσεων για τη σύναψη συμβολαίων ετήσιας διάρκειας για τη συντήρηση των εγκαταστάσεων στα πλαίσια της πολιτικής της εταιρίας. Ότι το έτος 2002 του ανατέθηκε η σύσταση, στελέχωση και λειτουργία ενός νέου τμήματος πωλήσεων νέων προϊόντων και προτάσεων στη αγορά όπου είχε τη θέση του Διευθύνοντος και απαρτίζονταν από 3 εργαζομένους που απασχολούνταν με εξαρτημένη σχέση εργασίας ενώ ο μισθός τους αυξήθηκε στις 475.000δρχ. Ότι από το 2004 του παρασχέθηκε αντί μισθού εταιρικό όχημα από εταιρία leasing, το μίσθωμα του οποίου καταβαλλόταν από την εναγομένη. Ότι το ωράριο εργασίας, του παρέμεινε 8:00 έως 16:00μμ όμως λόγω της φύσης της εργασίας αναγκαζόταν να εργάζεται πέραν του συμφωνημένου χρόνου εργασίας. Ότι εργαζόταν αποκλειστικά στα γραφεία της εταιρίας πέντε μέρες την εβδομάδα από Δευτέρα έως Παρασκευή ταυτόχρονα δε στα πλαίσια εκτέλεσης των ανωτέρω καθηκόντων του μετέβαινε στα εργοτάξια και συναντούσε πελάτες εκτός των γραφείων της εταιρίας. Ότι τον Ιανουάριο του 2006 η εταιρία του ανέθεσε την Διεύθυνση του Τμήματος Πωλήσεων και οι αρμοδιότητες του ήταν η οργάνωση και ανάπτυξη του δικτύου πωλήσεων πλην του δημοσίου τομέα, η εκπαίδευση και καθοδήγηση στελεχών, η μελέτη, ο σχεδιασμός και η ανάπτυξη νέων προϊόντων και υπηρεσιών, αλλά και η μελέτη, παρακολούθηση και υλοποίηση συμβάσεων τεχνικών έργων. Ότι παράλληλα με τα εμπορικά του καθήκοντα επόπτευε επιμέρους εργασίες και παρείχε τις συμβουλές του στο τεχνικό τμήμα ενώ κατά το χρονικό αυτό διάστημα οι αποδοχές του αυξήθηκαν σε 5300 ευρώ πλέον της αναλογίας ασφαλιστικών εισφορών που κατέβαλε η εναγομένη και αναλογούσα σε 335.92 ευρώ μηνιαίως και πλέον της χορήγησης μισθού σε είδος, ήτοι την παραχώρηση οχήματος για προσωπική χρήση που του είχε παρασχεθεί από το 2004.Ότι τον Ιανουάριο του 2008 η εναγόμενη εταιρία του ανέθεσε χρέη Γενικού Διευθυντή και μετά από απόφαση του ΔΣ στις 25-1-2008 τη θέση του Διευθύνοντος Συμβούλου με τις αποδοχές του κατά το χρονικό αυτό διάστημα να ανέρχονται στο ποσό των 8.000 ευρώ μηνιαίως πλέον της αναλογίας ασφαλιστικών εισφορών και της χορήγησης μισθού σε είδος. Ότι για τρία χρόνια ασκούσε τα καθήκοντα του γενικού διευθυντή όμως από το 2011 υπέπεσαν στην αντίληψη του γεγονότα που τον θορύβησαν όπως ότι δεν είχε καταβληθεί η τακτική μισθοδοσία στο προσωπικό, δεν είχαν εξοφληθεί οι προμηθευτές ενώ η εταιρία προέβαινε σε σημαντικές επιχειρηματικές αποφάσεις που άπτονταν του αντικειμένου του χωρίς προηγούμενη ενημέρωση προσπαθούσε να υποβαθμίσει το έργο του. Ότι κατόπιν αυτών παραιτήθηκε από τη θέση του διευθύνοντος συμβούλου και συνέχισε την εργασία του ως γενικός διευθυντής και ως μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της εταιρίας. Ότι μετά από αυτά τα γεγονότα ο μισθός του μειώθηκε στις 6250,92 ευρώ η δε εταιρία στο τέλος του 2011 του όφειλε τρείς μισθούς και τον Δεκέμβριο του 2012 του όφειλε πάνω από πέντε μισθούς. Ότι στις 30-1-2013 η εναγομένη δια του νομίμου εκπροσώπου της του ανακοίνωσε την απόλυση του δηλώνοντας του ότι οι αποδοχές του και η αποζημίωση του θα του καταβληθούν <<σύμφωνα με τις συνθήκες και τις δυνατότητες που θα υπάρξουν>>. Ότι η εναγόμενη του απέστειλε αμέσως μετά εξώδικη δήλωση χωρίς να προηγηθεί οποιαδήποτε όχληση και χωρίς να έχει προβεί σε καμία ανταγωνιστική ενέργεια, στην οποία απάντησε με εξώδικη δήλωση καλώντας την εναγομένη να του καταβάλει τις οφειλόμενες αποδοχές του και την αποζημίωση απολύσεώς του. Ότι απασχολούνταν στην εναγομένη εταιρία ως διευθύνων υπάλληλος με εξαρτημένη σχέση εργασίας αορίστου χρόνου ενώ μετά την απόλυση του προσέφυγε στην Επιθεώρηση Εργασίας. Ότι του οφείλει η εναγόμενη εταιρία για το χρονικό διάστημα από το Μάρτιο του 2012 έως τον Ιανουάριο του 2013 το συνολικό ποσό των 18099,04 ευρώ που αφορά δεδουλευμένες αποδοχές, ασφαλιστικές εισφορές και ΦΠΑ, όπως ειδικότερα οι αξιώσεις αυτές εκτίθενται στη αγωγή του. Ότι στις 30-1-2013 η εναγόμενη εταιρία προέβη στην προφορική και χωρίς προειδοποίηση καταγγελία της σύμβασης εργασίας του χωρίς να του καταβάλει μέχρι σήμερα την αποζημίωση απόλυσης συνολικού ύψους 114.224,20 ευρώ, όπως ειδικότερα στην αγωγή. Ότι του οφείλει η εναγόμενη εταιρία επιδόματα εορτών Χριστουγέννων για το 2009 ποσό 8750.92 ευρώ, για το 2010 ποσό 8750.92 ευρώ, για το 2011 ποσό 6250.92 ευρώ, για το 2012 ποσό 6069,92 ευρώ, επιδόματα εορτών Πάσχα 2009 ποσό 4375,46 ευρώ, για το 2010 ποσό 4375,46 ευρώ, για το 2011 ποσό 4375,46 ευρώ, για το 2012 3034,96 ευρώ, και αναλογία δώρου Πάσχα 2013 917,87 ευρώ, επίδομα άδειας αναπαύσεως για το 2009 ποσό 4375,46 ευρώ, για το έτος 2010 ποσό 4375,46 ευρώ, για το 2011 ποσό 3125,46 ευρώ, για το έτος 2012 ποσό 3034.96 ευρώ και για το έτος 2013 ποσό 3059,55 ευρώ. Ότι η εναγομένη εταιρία τον εξώθησε σε παραίτηση μη καταβάλλοντας τις δεδουλευμένες αποδοχές του και υποβαθμίζοντας συνέχεια την 20ετή προσφορά του στην εταιρία, φτάνοντας στο σημείο να του αποστείλει εξώδικο για να υπογράψει δήλωση απορρήτου χωρίς να υποβάλλει ταυτόχρονα οποιαδήποτε πρόταση για την καταβολή των οφειλομένων. Ότι σκοπός της εργοδότριας εταιρίας ήταν να εξαναγκαστεί σε παραίτηση για να απαλλαγεί από την υποχρέωση καταβολής αποζημίωσης επιπλέον δε μετά την αποχώρηση του από την εταιρία διέδωσε η εναγομένη στην αγορά ότι ήταν ανεπαρκής αποκρύβοντας τις πραγματικές αιτίες διατάραξης της επαγγελματικής του σχέσης. Ότι με αυτήν την συμπεριφορά παραβίασε η εναγόμενη υπαίτια την επιχειρησιακή συνήθεια και το νόμο προσβάλλοντας την προσωπικότητα του ως ανθρώπου και εργαζομένου, μειώνοντας τον στα μάτια των συνεργατών και των συναδέλφων του που γνώριζαν την προσφορά του στην αντίδικο, ενώ με την μείωση που υπέστη στον συγκεκριμένο επαγγελματικό κύκλο τρώθηκε το κύρος και η υπόληψη του, υπέστη μεγάλη ψυχική ταλαιπωρία και θα πρέπει η αντίδικος να αποκαταστήσει την τρωθείσα προσωπικότητα και αξιοπρέπεια του καταβάλλοντάς του το χρηματικό ποσό των 50000 ευρώ. Βάσει του ανωτέρω ιστορικού, ο ενάγων, επικαλούμενος κυρίως τις διατάξεις περί συμβατικής ευθύνης της εναγομένης και επικουρικά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού της κατόπιν παραδεκτού, μερικού περιορισμού του αιτήματος της αγωγής του από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά και περιέχεται στις προτάσεις του (άρθρα 223,294,295,297ΚΠολΔ),ζητά να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 18099,04 ευρώ για δεδουλευμένους μισθούς, να αναγνωριστεί η σχέση εργασίας του με την εναγομένη ως εξαρτημένη σχέση εργασίας αορίστου χρόνου από την έναρξη της, ήτοι από 22-6-1992 έως την 30-1-2013, και να αναγνωριστεί ότι του οφείλει α)το ποσό των 114.223.20 ευρώ ως αποζημίωση απόλυσης, β)επιδόματα εορτών Χριστουγέννων για το 2009 ποσό 8750,92 ευρώ, για το 2011 ποσό 6250,92 ευρώ, για το 2012 ποσό 6069,92 ευρώ, γ)επιδόματα εορτών Πάσχα για το 2009 ποσό 4375,46 ευρώ, για το 2010 ποσό 4375,46 ευρώ, για το 2011 ποσό 4375,46 ευρώ, για το 2012 3034,96 ευρώ, και αναλογία δώρου Πάσχα 2013 917,87 ευρώ, δ) επιδόματα άδειας αναπαύσεως για το 2009 ποσό 4375,46 ευρώ, για το 2010 ποσό 4375,46 ευρώ, για το 2011 ποσό 3125,46 ευρώ, για το έτος 2012 ποσό 3034,96 ευρώ και για το έτος 2013 ποσό 4375,55 ευρω και ε)αποζημίωση λόγω ηθικής βλάβης ποσό 50000ευρώ όλα τα ανωτέρω νομιμοτόκως από την πρώτη ημέρα του επόμενου μήνα κατά τον οποίο έκαστο κονδύλι κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό με το νόμιμο τόκο από τότε που ήταν καταβλητέες οι μηνιαίες αποδοχές του, άλλως με το νόμιμο τόκο από επίδοση της παρούσας και μέχρι την εξόφληση. Τέλος ζητά να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί η αντίδικος στα δικαστικά του έξοδα.

 

 

Με το περιεχόμενο τούτο και τα αιτήματα η κρινόμενη αγωγή αρμοδίως και παραδεκτώς εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 7,9 εδ α έως γ, 14 παρ. 2, 16 παρ.2,25 παρ 2, και 663 και 664 επ. ΚΠολΔ)δεδομένου ότι δεν απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου για το ως άνω καταψηφιστικό αίτημα της αγωγής, το οποίο δεν υπερβαίνει την αρμοδιότητα του Ειρηνοδικείου (άρθρο 71Εισ.ΝΚ.Πολ.Δ, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 6 παρ.17 του ν.2479/1997 και ισχύει σήμερα) και χωρίς να απαιτείται ως προς τα υπόλοιπα αναγνωριστικά της αιτήματα η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου και νόμιμων επ’ αυτού επιβαρύνσεων, λόγω του αναγνωριστικού χαρακτήρα των άνω κονδυλίων (άρθρο 21ν 4055/2012). Επίσης, η αξίωση του ενάγοντος που αφορά στο κονδύλιο της αποζημίωσης ένεκα της ένδικης καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας του κρίνεται παραδεκτή, διότι έχει ασκηθεί εντός της εξάμηνης αποσβεστικής προθεσμίας σύμφωνα με το άρθρο 6 2 του ν. 3198/1955, η οποία (προθεσμία) ερευνάται αυτεπαγγέλτως και άρχεται από της λύσεως της εργασιακής του σχέσεως, την 30-1-2013 κατά τα εκτεθέντα και δεδομένου ότι η κρινόμενη αγωγή κατατέθηκε στην γραμματεία του Δικαστηρίου στις 23-7-2013 και επιδόθηκε στον εναγόμενο στις 24-7-2013 (βλ. την υπ.αριθμ.6730 Γ /24-07-2014 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών Ι. Π.). Όμως, τα κονδύλια των δεδουλευμένων αποδοχών, των ασφαλιστικών εισφορών και του ΦΠΑ που αιτείται ο ενάγων θα πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτα λόγω αοριστίας σύμφωνα με τις κάτωθι σκέψεις ο ενάγων, ζητά με την αγωγή του να του καταβάλει η εναγομένη το συνολικό ποσό των ευρώ 79.758,28 ευρώ (60500 ευρώ δεδουλευμένες αποδοχές +4031,04 ευρώ ασφαλιστικές εισφορές +385,10 ευρώ αναλογία ασφαλιστικών εισφορών Ιανουαρίου 2013 +ΦΠΑ ποσού 14.842 ευρώ )περιορίζει όμως το ανωτέρω αίτημα του στο συνολικό ποσό των 18099,04 ευρώ αφαιρώντας ποσό συνολικού ύψους 61.659,25ευρώ (12,906,21 ευρώ κρατήσεις +48.753,04 ευρώ (καταβολές που περιλαμβάνουν τις ασφαλιστικές εισφορές του 2012 ποσού 4031,04 ευρώ )που του κατέβαλε η εναγομένη για εξόφληση των ανωτέρω μηνιαίων αποδοχών και ασφαλιστικών εισφορών του έτους 2012(ήτοι στις 17-7-1012 ποσό 5000 ευρώ, στις 17-8-2012 ποσό 5000 ευρώ, στις 21-9-2012 ποσό 5000 ευρώ, στις 9-10-2012 ποσό 4600 ευρώ αναλογούν ΦΠΑ για ποσό 20000 ευρώ, στις 10-12-2012 ποσό 5665 ευρώ, στις 28-1-2013 ποσό 4000ευρώ, στις 8-2-2013 ποσό 5000 ευρώ και στις 28-2-2013 ποσό 4500 ευρώ ).Επιπλέον ο ενάγων στην αγωγή α) αρχικά αναφέρει ως συνολικό ποσό οφειλής της εναγομένης το ποσό των 64916,14 ευρώ αλλά υπολογίζει τον οφειλόμενο ΦΠΑ με βάση το ποσό των 64531,04 ευρώ δηλαδή χωρίς την οφειλή της αναλογίας των ασφαλιστικών εισφορών για τον Ιανουάριο του 2013, β) στο τελικό οφειλόμενο ποσό από το οποίο αφαιρεί τα καταβληθέντα ποσά της εναγομένης δεν αναφέρει το ποσό των οφειλόμενων ασφαλιστικών εισφορών ύψους 4031,04 ευρώ αλλά με βάση το τελικώς ζητηθέν ποσό ύψους 18099,04 ευρώ συνάγεται ότι το έχει συνυπολογίσει αφού αν αφαιρέσουμε από το ποσό 79758.28 ευρώ το καταβαλλόμενο ποσό ύψους 61659,25 ευρώ (12906,21 ευρώ κρατήσεις +48753,04 ευρώ καταβολές γ)προκύπτει το ως άνω τελικώς ζητηθέν ποσό, γ)αναφέρει ως καταβληθέν ποσό ύψους 48753,04 ευρώ από την εναγομένη, το οποίο αφαιρεί από το τελικό οφειλόμενο ποσό, αλλά το ως άνω ποσό δεν είναι το ίδιο με το ποσό που αναφέρει σε άλλο σημείο ως καταβληθέν ύψους 38765 ευρώ και η συμπλήρωση του δικογράφου της αγωγής με την προσθήκη - αντίκρουση του ενάγοντος ως προς το ποσό των 48753, 04 με την αναφορά ότι δεν αναγράφηκε στο δικόγραφο καταβληθέν ποσό 4000 ευρώ ούτε παραδεκτώς γίνεται (άρθρο 224ΚΠολΔ) ούτε το αφαιρεθέν ως καταβληθέν ποσό προκύπτει τελικώς ως προς το ύψος του. Περαιτέρω, όσον αφορά τα καταβληθέντα ποσά - έναντι εξόφλησης των μηνιαίων τακτικών αποδοχών του ενάγοντος και των ασφαλιστικών εισφορών του έτους 2012 δεν αναφέρει ο ενάγων στην αγωγή του το κάθε κεφάλαιο χωριστά (πχ. η καταβολή του ποσού 5000 ευρώ στις 17-7-2012 σε ποιο συγκεκριμένα κονδύλια αφορούσε και σε ποιο ύψος το κάθε επιμέρους ποσό που κατεβλήθη) αλλά συγκεντρωτικά στο σύνολο τους (βλ. ανωτέρω δεύτερη μείζονα σκέψη) εκτός του ποσού που κατεβλήθη στις 9-10-2012 ύψους 4600 ευρώ όπου αναφέρεται ότι αφορούσε (αναλογούν ΦΠΑ για ποσό 20000 ευρώ) καθώς και του ποσού των 4031,04 ευρώ (ασφαλιστικές εισφορές 2012) ενώ δεν αναφέρεται ούτε συνάγεται από την αγωγή ή τις προτάσεις του ενάγοντος από το ποσό των 18099,04 ευρώ που ζητά, ποιο είναι το υπόλοιπο των αξιώσεων για καθένα από τα αιτούμενα κονδύλια (δεδουλευμένοι μισθοί, ασφαλιστικές εισφορές, ΦΠΑ) κατόπιν αυτής της καταβολής ή ότι περιορίζονται ανάλογα τα επί μέρους κονδύλια, κατά ποσοστό του όλου αιτήματος (βλ. ανωτέρω Τρίτη μείζονα σκέψη). Ακόμα, και το αιτηθέν από τον ενάγοντα κονδύλιο ύψους 50000 ευρώ λόγω ηθικής βλάβης πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο ένεκα αοριστίας διότι, ο ενάγων ως προς το ως άνω αίτημα του, δεν εξειδικεύει τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν κατ’ αρχήν το ουσιαστικό δικαίωμα και αποτελούν την προϋπόθεση εφαρμογής του αντίστοιχου κανόνα δικαίου (άρθρο 914 σε συνδυασμό με άρθρα 57, 59, 932 ΑΚ) και δη δεν εξειδικεύει πώς ακριβώς η εναγόμενη εταιρία υποβάθμισε την προσφορά του και τον μείωσε στα μάτια των συνεργατών του και των συναδέλφών του αλλά και στον επαγγελματικό του κύκλο, σε ποιους πότε και με ποιες ενέργειες απηύθυνε δυσφημιστικές διαδόσεις για τις ικανότητές του και πως συνδέεται η συμπεριφορά της εργοδότριας εταιρίας με την υποβάθμιση της προσωπικότητας του και την ψυχική ταλαιπωρία που υπέστη με αποτέλεσμα να υπάρχει ποσοτική αοριστία του εν λόγω κονδυλίου (βλ. ΑΠ 979/2014 τράπεζα νομικών πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).Επομένως, με βάση τα όσα εκτέθηκαν, η αγωγή για το ζητούμενο ποσό των 18099,04 ευρώ καθώς και για το κονδύλιο επιδίκασης του ποσού 50000 ευρώ λόγω ηθικής βλάβης, θα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας, δεκτού γενομένου και του σχετικού ισχυρισμού της εναγομένης περί αοριστίας της αγωγής, ο οποίος ερευνάται και αυτεπαγγέλτως. Περαιτέρω, ως προς τα λοιπά αιτήματα της η αγωγή είναι αρκούντως ορισμένη (άρθρο 216 ΚΠολΔ), ιδίως όσων αφορά τις αξιώσεις για δώρα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα καθώς και επιδομάτων αδείας οι τακτικές αποδοχές του ενάγοντος συνάγονται έμμεσα από το ιστορικό της απορριπτομένου ως εκ τούτου ισχυρισμού της εναγομένης περί αοριστίας των ανωτέρω κονδυλίων και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 648, 649, 652, 653, 655 και 666 (για τις δεδουλευμένες αποδοχές) του ΑΚ 1 παρ.1 και 2 του Ν.1082/1980 και 1 παρ. 1& 2,2,3 παρ.1 και 6 της 19040/1981 Κ.Υ.Α. Οικονομικών και Εργασίας (για τα δώρα εορτών ), 3 παρ.16 Ν.4504/1966 (για τα επιδόματα αδείας),1 και 3 του Ν.2112/1920, παρ.1 και 3 του Ν. 3198/1955, άρθρο 74 ν.3863/2010 και πρώτο παρ. ΙΑ υποπαράγραφος ΙΑ 12 ν.4093/2012 (για αποζημίωση απόλυσης) και των άρθρων 341, 345, 346 του ΑΚ, 907,908 και 176 του ΚΠολΔ (ως προς τα παρεπόμενα αιτήματα). Επιπροσθέτως, η επικουρική βάση της αγωγής που αναφέρεται στον αδικαιολόγητο πλουτισμό υπό την δικονομική της επικουρικότητα είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη, διότι η εκ του άρθρου 904 ΑΚ αγωγή του αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι επιβοηθητικής φύσεως και μπορεί να ασκηθεί μόνο όταν λείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από την σύμβαση ή την αδικοπραξία, εκτός εάν θεμελιώνεται σε πραγματικά περιστατικά διαφορετικά ή πρόσθετα από εκείνα, στα οποία στηρίζεται η αγωγή από την σύμβαση ή την αδικοπραξία (ΟλΑΠ 22/2003 Χρ/Δ 4. 177,ΑΠ 531/1994 Ελλ.Δ/νη 37.81, ΑΠ1369/1993 Ελλ.Δ/νη 36.304, ΑΠ1567/1983 ΝοΒ 32.1354, ΑΠ 890/1982 ΝοΒ 31.1156,Εφ.Θεσ.2.111/1996 Αρμ.1996,1323,ΕφΘεσ.643/1995 Αρμ.1995,460), αλλά στην υπό κρίση αγωγή ο ενάγων δεν μνημονεύει ότι είναι άκυρη η ένδικη σύμβαση εργασίας, του και πραγματικά περιστατικά που να είναι διαφορετικά ή πρόσθετα από αυτά, στα οποία ερείδεται η αγωγή εκ της εγκύρου συμβάσεως εργασίας. Πρέπει συνεπώς, η κρινόμενη αγωγή κατά το μέρος που κρίθηκε νόμιμη να ερευνηθεί περαιτέρω για να κριθεί εάν είναι βάσιμη και από ουσιαστική άποψη.

 

 

Κατά τα άρθρα 440 και 441 του Α.Κ <<ο συμψηφισμός επιφέρει απόσβεση των μεταξύ δύο προσώπων αμοιβαίων απαιτήσεων, όσο καλύπτονται, αν είναι ομοειδής κατά το αντικείμενο και ληξιπρόθεσμες>>, <<ο συμψηφισμός επέρχεται αν ο ένας τον επικαλεσθεί με δήλωση προς τον άλλο. Η πρόταση του συμψηφισμού επιφέρει την απόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων από τότε που συνυπήρξαν>> (βλ. για τα ανωτέρω ΕφΑθ 2781/1990 ΕλλΔνη 32.157,ΜονΠρΑθ 580/1996 ΑρχΝομ 1997.509). Αμοιβαίες απαιτήσεις κατά την έννοια της παραπάνω διατάξεως μπορούν να χαρακτηριστούν δυο απαιτήσεις όταν ο οφειλέτης της κύριας απαιτήσεις είναι και ο δανειστής της ανταπαίτησης, δηλαδή της προβαλλόμενης σε συμψηφισμό και αντιστοίχως ο δανειστής της κύριας απαίτησης είναι συγχρόνως και οφειλέτης της ανταπαίτησης. Από την προϋπόθεση της αμοιβαιότητας προκύπτει ότι οι απαιτήσεις που συμψηφίζονται πρέπει να υπάρχουν και να είναι έγκυρες και τέλος σαν ομοειδείς χαρακτηρίζονται οι απαιτήσεις που οι παροχές τους έχουν τα ίδια γνωρίσματα. Συνηθέστερη δε περίπτωση ομοειδών απαιτήσεων είναι εκείνη στην οποία η κυρία απαίτηση όσο και η ανταπαίτηση είναι χρηματικές (βλ. για το ανωτέρω ΕφΑθ 9869/1998,ΕλλΔνη 1999, 1195). Περαιτέρω, κατά την έννοια των πιο πάνω διατάξεων, το διαπλαστικό δικαίωμα της προτάσεως του συμψηφισμού δημιουργείται από τη στιγμή που δύο αντίθετες απαιτήσεις, που πληρούν τις προϋποθέσεις του συμψηφισμού, θα συνυπάρξουν. Ο δικαιούχος της κάθε απαιτήσεως έχει συνεπώς, από το χρονικό αυτό σημείο το δικαίωμα να αποσβέσει την απαίτηση του δανειστή του προτείνοντας την ανταπαίτηση του σε συμψηφισμό. Με την πρόταση αυτού, που είναι αδιάφορο πότε θα γίνει, οι αμοιβαίες απαιτήσεις, εφόσον διατηρούνται κατά το χρονικό αυτό σημείο, αποσβήνονται αναδρομικός, δηλαδή από το χρονικό σημείο που συνυπήρξαν. Ο συμψηφισμός κατά συνέπεια επέρχεται <<δια>> της προτάσεως του και <<από>>την πρόταση ενώ τα παραπάνω δεν επηρεάζονται αν μετά τη συνάντηση των αμοιβαίων απαιτήσεων εγέρθηκε αγωγή για κάποια από αυτές, ακόμη και αν οδήγησε σε τελεσίδικη απόφαση (βλ. για το ανωτέρω ΕφΑθ 2781/1990 ΕλλΔνη 32.157, ΜονΠρΑθ 5801/1996 ΑρχΝομ 1997.509, ΕφΑΘ 9869/1998, Ελλ Δνη 1999,1195).Εξάλλου, κατά το άρθρο 664 ΑΚ, ο εργοδότης δεν μπορεί να συμψηφίσει οφειλόμενο μισθό με απαίτηση του κατά του εργαζομένου, εφόσον ο μισθός αυτός είναι απολύτως αναγκαίος για την διατροφή του εργαζόμενου και της οικογενείας του. Μισθό όμως δεν αποτελεί η αξίωση αποζημιώσεως λόγω απολύσεως και συνεπώς δεν απαγορεύεται ο συμψηφισμός της αξιώσεως αυτής (βλ. ΑΠ 450/2013 τράπεζα νομικών πληροφοριών ΝΟΜΟΣ, που παραπέμπει στις αποφάσεις ΑΠ 943/2010, 980/2009 ).Η εναγόμενη εταιρία με τις νομότυπα κατατεθειμένες προτάσεις της (άρθρο 238 ΚΠολΔ), αλλά και προφορικά κατά την συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, επικουρικά, σε περίπτωση που κριθεί από το Δικαστήριο ότι οι απαιτήσεις του ενάγοντος στηρίζονται σε νόμιμη σύμβαση εργασίας, αρνείται την αγωγή και ισχυρίζεται ότι έχει ομοειδή και ληξιπρόθεσμη απαίτηση σε βάρος του ενάγοντος, την οποία προβάλλει σε συμψηφισμό με την απαίτηση του τελευταίου. Εν προκειμένω, η εναγομένη εταιρία αναφέρει ότί σύμφωνα με το άρθρο 4 του ν.2112/1920 <<ο εργαζόμενος μπορεί να καταγγέλει τη σύμβαση εργασίας του μόνο αν τηρήσει την προθεσμία προμήνυσης του εργοδότη του η οποία προβλέπεται στο άρθρο αυτό, η προθεσμία δε αυτή αντιστοιχεί στο ήμισυ της προθεσμίας προμήνυσης που προβλέπεται για τον εργοδότη και δεν μπορεί σε κάθε περίπτωση να ξεπεράσει τους τρείς μήνες. Σε περίπτωση παραβίασης της χρονικής αυτής υποχρέωσης ο εργαζόμενος θα οφείλει να καταβάλει στον εργοδότη του αποζημίωση η οποία δεν μπορεί να ξεπεράσει το ποσό που αντιστοιχεί σε τρείς μήνες σύμφωνα με το άρθρο 3 του ίδιου νόμου>>. Ο ενάγων .. όπως ισχυρίζεται η εναγόμενη, διέκοψε την επαγγελματική συνεργασία του με την εναγομένη μετά την ανάκληση του από το ΔΣ της εταιρίας και καθώς δεν προειδοποίησε την εργοδότρια εταιρία ότι θα αποχωρήσει οφείλει αποζημίωση ίση με τις αποδοχές τριών μηνών ποσού 15.0006,42 (5002,14 ευρώ. Αφού λοιπόν ο ενάγων … με βάση τους ισχυρισμούς της εναγομένης θα έπρεπε να έχει απαιτήσεις κατά της εργοδότριας εταιρίας ποσού ύψους 600,35 ευρώ και η εναγόμενη εταιρία έχει απαίτηση αποζημίωσης κατά του ενάγοντος ύψους 15.006,42 ευρώ προτείνει η εναγομένη την απαίτηση της σε συμψηφισμό με αυτήν του ενάγοντος. Ο εν λόγω ισχυρισμός των εναγομένων συνιστά ένσταση συμψηφισμού επιτρεπτή εν προκειμένω δεδομένου ότι οι απαιτήσεις είναι αμοιβαίες, ομοειδείς, ληξιπρόθεσμες, υπαρκτές και έγκυρες (βλ. ως άνω μείζονα σκέψη) και δεν αντιβαίνει σε κανόνα αναγκαστικού δικαίου (άρθρο 664 ΑΚ) δεδομένου ότι λόγω των υψηλών αποδοχών του ενάγοντος η μη καταβολή του ποσού των 600,35 ευρώ δεν θέτει σε κίνδυνο τη διατροφή του ίδιου και της οικογένειας του, είναι νόμιμος και στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 440 και 441 ΑΚ. Πρέπει , επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα. Επιπλέον, η εναγόμενη εταιρία, με τις νομότυπα κατατεθειμένες προτάσεις της (άρθρο 238 ΚΠολΔ), αλλά και προφορικά κατά την συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο υπέβαλε αιτήματα επίδειξης εγγράφων και συγκεκριμένα ζητά να προσκομίσει ο ενάγων τις φορολογικές του δηλώσεις καθώς και τα εκκαθαριστικά του σημειώματα για την χρονική περίοδο 1992 έως 2012 και επικουρικά προέβαλε και τον ισχυρισμό ότι ο ενάγων όντας από το 2008 μέλος του ΔΣ της εταιρίας και για κάποιο διάστημα Διευθύνων Σύμβουλος είχε τη δυνατότητα να ζητήσει και να λάβει εμπρόθεσμα από την εταιρία τα οποία επιδόματα αδείας, εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, εκείνος όμως αδράνησε και δεν διεκδίκησε τα όσα θεωρεί ότι του οφείλονται παρόλο που είχε τα μέσα για να πετύχει κατά προτεραιότητα τη λήψη τους. Από τη συμπεριφορά αυτή του ενάγοντος δημιουργήθηκε στην υπόχρεη εν προκειμένω εναγόμενη εταιρία η εύλογη πεποίθηση ότι ο ενάγων δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμα του έτσι ώστε η μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος από αυτόν για να ανατραπεί μια ήδη διαμορφωθείσα κατάσταση να συνεπάγεται για την υπόχρεη εταιρία επιπτώσεις. Ο ισχυρισμός αυτός της εναγομένης, αποτελεί την ένσταση καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος του ενάγοντος, προβλήθηκε παραδεκτά και είναι νόμιμος, στηριζόμενος στο άρθρο 281 ΑΚ, και θα πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω για να κριθεί η βασιμότητα του από ουσιαστική άποψη.

 

 

Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, ήτοι του … και …  αντίστοιχα, και οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, της …/18-09-2014 ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρα του ενάγοντος … ενώπιον της Ειρηνοδίκου Αθηνών, της …/18-2014 ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρα του ενάγοντος … ενώπιον της Ειρηνοδίκου Αθηνών, της …/18-09-2014 ένορκης βεβαίωσης του μάρτυρα του ενάγοντος … ενώπιον της Ειρηνοδίκου Αθηνών, οι οποίες ελήφθησαν κατόπιν κλήτευσης της εναγομένης, σύμφωνα με το άρθρο 671 παρ.1 εδ. γ ΚΠολΔ (βλ. την από 10-09-2014 κλήση του πληρεξούσιου δικηγόρου του ενάγοντος σε συνδυασμό με την 8503 Γ/16-09-2014 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών .), των υπ’ αρ.355 και /29-1-2014 ενόρκων βεβαιώσεων του … και της … , που δόθηκαν ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών …, με πρωτοβουλία του ενάγοντος, μη δυναμένων να ληφθούν υπόψη ούτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθόσον δεν προτάθηκαν από την εναγομένη για πρώτη φορά (νέοι) ισχυρισμοί κατά τη συζήτηση προκειμένου να προσκομισθούν παραδεκτώς προς αντίκρουση αυτών ένορκες βεβαιώσεις (άρθρα 238,591 παρ. 1στοιχείο δ ΚΠολΔ), τις φωτογραφίες που προσκομίζονται και εξομοιώνονται με έγγραφα (άρθρα 444 αρ. 3 ΚΠολΔ ), η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητήθηκε από τους διαδίκους, και από την εκτίμηση των εγγράφων, τα οποία οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται, άλλα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 339 ΚΠολΔ), πλην των εγγράφων που προσκομίζονται για πρώτη φορά από τους διαδίκους με την προσθήκη - αντίκρουση καθώς δεν έχουν σχέση με την αντίκρουση ισχυρισμών κατά την αποδεικτική διαδικασία, από τα διδάγματα κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ.4 ΚΠολΔ) σε συνδυασμό και με την επ ακροατηρίου προφορική διαδικασία αποδείχθηκαν τα εξής πραγματικά περιστατικά. Η εναγόμενη εταιρία, που συγχωνεύτηκε με την εταιρία Β….. το 2008 και συστάθηκε η εταιρία U….., δραστηριοποιείται από το 1963 στον τομέα επεξεργασίας νερού και έχει ηγετική θέση στην αγορά αφαλατώσεων και συστημάτων φίλτρανσης νερού. Ο ενάγων, χημικός μηχανικός, προσλήφθηκε στην ως άνω εταιρία στις 22 Ιουνίου 1992 με την ειδικότητα του μηχανικού τεχνικού τμήματος με αρμοδιότητες την εκπόνηση μελετών, την οργάνωση, επίβλεψη και παράδοση έργων, την κατάρτιση και επεξεργασία τεχνικών εκθέσεων και οικονομικών προσφορών για την εκτέλεση των εργασιών της εταιρίας. Σταδιακά, και λόγω των ικανοτήτων, των γνώσεων και της εργατικότητας του ανήλθε στην ιεραρχία της εργοδότριας εταιρίας και του ανατέθηκε η θέση του Διευθυντή του τεχνικού τμήματος, η Διεύθυνση Πωλήσεων και η θέση του Γενικού Διευθυντή με αντίστοιχη αύξηση των αποδοχών του. Από τις 5-5-2008 και κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα δηλαδή από το έτος 2009 έως 2013, ο ενάγων εκλέχθηκε αρχικά μέλος του ΔΣ της εναγόμενης εταιρίας με αρμοδιότητες διοίκησης και εκπροσώπησης της εταιρίας, από τις 25-1-2011 έως τις 26-5-2011 εκλέχθηκε Διευθύνων Σύμβουλος της εναγομένης με δυνατότητα να δεσμεύει την εταιρία ατομικά ενώ απέκτησε ποσοστό συμμετοχής στη εταιρία αναλαμβάνοντας 3000000 κοινές ονομαστικές μετά ψήφου μετοχές συνολικής αξίας 90000ευρώ. Ο ενάγων Σ…. Ρ..., διατείνεται ότι είχε την ιδιότητα του διευθύνοντος υπαλλήλου και συνδεόταν με την εναγομένη με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ή με σύμβαση ανεξαρτήτων υπηρεσιών που υπέκρυπτε σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, όμως όπως αποδείχθηκε η εργοδότρια εταιρία δεν είχε συνάψει με τον ενάγοντα κατά την πρόσληψη του έγγραφη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας με ειδική πρόβλεψη των όρων εργασίας και της αμοιβής του ενάγοντος παρά μόνο μια σύμβαση έργου διαρκείας 2006-2010, δεν αναγγέλθηκε η πρόσληψη του στον ΟΑΕΔ, δεν ασφαλίστηκε στο ΙΚΑ ως μισθωτός υπάλληλος παραμένοντας ασφαλισμένος ως ελεύθερος επαγγελματίας στο ασφαλιστικό ταμείο ΤΣΕΜΔΕ, δεν εμφανίζεται το ονοματεπώνυμο του  σε κανέναν πίνακα προσωπικού όπως άλλοι εργαζόμενοι στην εναγομένη εταιρία χημικοί μηχανικοί ενώ το αναφερθέν από τον ενάγοντα τεκμήριο ύπαρξης σχέσης εξαρτημένης εργασίας καθώς δεν αναγγέλθηκε από την εναγομένη εταιρία η συμφωνία τους για παροχή υπηρεσιών ή έργου στη Επιθεώρηση Εργασίας,(άρθρο 1 ν. 2639/1998 και άρθρο 1 ν. 3846/2010) είναι μαχητό. Περαιτέρω, το αντικείμενο εργασίας του ενάγοντος επέβαλε να μεταβαίνει στα εργοτάξια της εταιρίας, στα τυχόν έργα επίβλεψης του καθώς και σε ραντεβού με πελάτες και προμηθευτές, επομένως, λόγω της φύσης της εργασίας του δεν ήταν ευχερές να έχει σταθερό ωράριο εργασίας ενώ δεν αποδείχθηκε από κανένα κρίσιμο αποδεικτικό στοιχείο της δικογραφίας το αντίθετο. Το ωράριο εργασίας καθοριζόταν από τον ίδιο τον ενάγοντα με βάση τις εκάστοτε ανάγκες και ανάλογα με τις εκτελούμενες εργασίας, τις οποίες ο ίδιος είχε προγραμματίσει, έχοντας ανεξαρτησία και αναπτύσσοντας πρωτοβουλίες, το γεγονός εξάλλου ότι ο ενάγων εργαζόταν στα γραφεία της εταιρίας δεν ασκεί καμία νομική επιρροή στο χαρακτηρισμό της υφιστάμενης μεταξύ των διαδίκων μερών σχέσης, διότι ο ενάγων δεν διέθετε τον υψηλής τεχνολογίας εξοπλισμό που διέθετε η εναγομένη στα γραφεία και στις εγκαταστάσεις της, όπως ηλεκτρονικούς υπολογιστές με δικαίωμα χρήσης ειδικού λογισμικού καθώς και μηχανήματα, που ήταν αναγκαία για την εκπόνηση των μελετών και των έργων που του ανέθετε η εργοδότρια εταιρία. Επιπλέον, ο ενάγων όντας μέλος του ΔΣ και για κάποιο διάστημα Διευθύνων Σύμβουλος της εταιρίας, θέση την οποία δεν θα εμπιστευόταν η εταιρία σε έναν απλό υπάλληλο, ήταν απαραίτητο να παρίσταται στα γραφεία της εταιρίας αφενός διότι ασκούσε διοικητικά καθήκοντα, αφετέρου δε είχε αρμοδιότητες και στα τμήματα του τεχνικού - εμπορικού τομέα (ιδίως στο τμήμα πωλήσεων και after sales) ασκώντας, χωρίς να δύναται ως εκ της άνω ιδιότητας του να είναι και γενικός διευθυντής, έλεγχο και εποπτεία σε αυτά λόγω της εξειδικευμένης γνώσης του και της πολύχρονης εμπειρίας του ενώ προέβαινε σε προσλήψεις προσωπικού και σε καταγγελίες συμβάσεων εργαζομένων. Ακόμη, έχοντας ανέλθει στα ανώτατα κλιμάκια της εργοδότριας εταιρίας (μέλος ΔΣ, διευθύνων σύμβουλος )και έχοντας εξειδικευμένες γνώσεις δεν προέκυψε ότι δεχόταν κατά την άσκηση των καθηκόντων του ελέγχου και εποπτεία, ούτε ότι λάμβανε συγκεκριμένες εντολές και οδηγίες από τους ιδιοκτήτες της εταιρίας ως προς τον τρόπο, τόπο και το χρόνο παροχής των υπηρεσιών του. Aλλωστε, ο κ.Μ….. και ο κ. Θ… που αναφέρθηκαν από τον μαρτύρα απόδειξης ως οι ιεραρχικά εποπτεύοντες τον ενάγοντα για την παροχή της εργασίας του δεν αποδείχθηκε ότι ασκούσαν παρεμβάσεις στο έργο του ενάγοντος ή ότι τον ήλεγχαν ή ότι του παρείχαν οδηγίες, ενώ ο μάρτυρας ανταπόδειξης, πρόεδρος της εταιρίας U…, είναι οικονομολόγος, και δεν θα μπορούσε λόγω έλλειψης εξειδικευμένων γνώσεων να εποπτεύσει και να δώσει εντολές στον ενάγοντα, πρέπει δε να σημειωθεί ότι στην αγωγή του ο ενάγων δεν κατoνομάζει ως εργοδότη του κανέναν από τους παραπάνω. Επομένως, κατέστη σαφές ότι η νομική και προσωπική εξάρτηση του ενάγοντα από την εναγόμενη εταιρία ήταν ιδιαίτερα χαλαρή, με την έννοια ότι ο ενάγων ως χημικός είχε μεν συγκεκριμένο αντικείμενο εργασιών, το οποίο ήταν απόλυτα ενταγμένο στα πλαίσια της επιστημονικής και επαγγελματικής δραστηριότητας του, χωρίς όμως οποιαδήποτε νομική εξάρτηση από την εναγομένη, χωρίς ύπαρξη υποχρέωσης του να συμμορφώνεται στο διευθυντικό δικαίωμα της εργοδότριας εταιρίας, δηλαδή να ενεργεί σύμφωνα με τις εντολές και τις οδηγίες της ως προς τον τόπο, τρόπο και το χρόνο παροχής των υπηρεσιών του, μη υποκείμενος σε έλεγχο και ευθυνόμενος μόνο για τη σωστή εκτέλεση των εργασιών που είχε αναλάβει. Η ως άνω κρίση του Δικαστηρίου ενισχύεται και από το ότι ο ενάγων διατηρούσε κατά το επίδικο χρονικό διάστημα της συμβατικής του σχέσης με την εργοδότρια εταιρία την ιδιότητα του ελεύθερου επαγγελματία, καθόσον είχε δική του έδρα [οδός …, Νίκαια Αττικής ] για την άσκηση των επαγγελματικών του δραστηριοτήτων, εξέδιδε δελτία παροχής υπηρεσιών στα οποία το ποσό της αμοιβής του δεν ήταν σταθερό, με βάση δε τα προσκομισθέντα εκκαθαριστικά σημειώματα και για τι επίδικο χρονικό διάστημα αποδεικνύεται ότι ο ενάγων είχε έσοδα από λειτουργία ατομικής επιχείρησης. Περαιτέρω, οι καταβολές που του γίνονταν από την εργοδότρια εταιρία ήταν τμηματικές και άτακτες κυμαινόμενες ανάλογα με τις υπηρεσίες που προσέφερε και το αντίστοιχο εκδιδόμενα παραστατικό ενώ η εναγόμενη εταιρία κατέβαλε στον ενάγοντα και το ΦΠΑ που αντιστοιχούσε σε κάθε παροχή υπηρεσίας του. Επίσης, προέκυψε ότι σύμφωνα με την πρακτική που οι ίδιοι οι διάδικοι ακολουθούσαν όλο το προδιαδραμόν χρονικό διάστημα χωρίς εναντίωση τους, η εργοδότρια εταιρία κατέβαλε στον ενάγοντα και τις ασφαλιστικές εισφορές του για το ταμείο ου ήταν ασφαλισμένος (ΤΣΜΕΔΕ) δεν αποδείχθηκε δε ότι ο ενάγων εργαζόταν αποκλειστικά για την εναγομένη αφού δεν προσκομίζονται όλες οι αποδείξεις παροχής υπηρεσιών για όλο το χρονικό διάστημα εργασίας του ενάγοντος στην εναγομένη (1992-2013).Πρέπει επίσης να τονιστεί το γεγονός ότι ο μηνιαίος μισθός που ισχυρίζεται ο ενάγων ότι ελάμβανε για την παροχή οκτάωρης εργασίας κυμαινόμενος από το 2008 έως το 2013 από 5500 έως 8000 ευρώ δεν δικαιολογεί τη θέση υπαλλήλου εξαρτημένης εργασίας η δε παραχώρηση εταιρικού αυτοκινήτου και κινητού τηλεφώνου από την εναγομένη εταιρία στον ενάγοντα κατά το επίδικο χρονικό διάστημα και δη μετά την εκλογή του ως μέλος του ΔΣ της εταιρίας και ως Διευθύνων Σύμβουλος έγινε όχι αντί μισθού αλλά προς διευκόλυνση του έργου του ενάγοντος και για τις λειτουργικές ανάγκες της επιχείρησης.Aξιον μνείας είναι ακόμη ότι ο ενάγων δεν προέκυψε να έχει λάβει ποτέ δώρα εορτών και επιδομάτων αδείας, ουδέποτε δε εξέφρασε για χρονικό διάστημα είκοσι ενός ετών την οποιαδήποτε αντίρρηση ως προς τους όρους της σύμβασης του ούτε διατύπωσε κάποια διαφωνία ή διαμαρτυρία για μη καταβολή των οφειλόμενων αποδοχών ή των επιδομάτων του, τα οποία στηρίζει σε εξαρτημένη εργασία (βλ.και ΑΠ 964/2007 ΕΕργΔ 66.419 & ΑΠ 459/2004 ΕΕργΔ 64.157), ενώ δεν επικαλείται συγκεκριμένες -ημεροχρονολογιακά - διαμαρτυρίες του στην αγωγή του προς την εναγομένη εταιρία, όπως λ.χ. εξώδικη όχληση του, ή έγγραφο που να αποδεικνύει προηγούμενη προσφυγή του στην Επιθεώρηση Εργασίας για την αιτία αυτή, συμπεριφορά που υποδηλώνει με σαφήνεια και ενάργεια πως μεταξύ των διαδίκων είχε συναφθεί σύμβαση ανεξάρτητων υπηρεσιών. Περαιτέρω, όπως προέκυψε από το έτος 2011 και μετά άρχισαν να δημιουργούνται τριβές στις σχέσεις των διαδίκων μερών καθώς λόγω της βαριάς οικονομικής κρίσης της χώρας άρχισαν να παρουσιάζονται προβλήματα ρευστότητας στην εναγόμενη εταιρία με αποτέλεσμα την καθυστέρηση της καταβολής των αμοιβών του ενάγοντος. Η εναγόμενη εταιρία, θεωρώντας ότι ο ενάγων με τη συμπεριφορά του δεν στάθηκε στο ύψος των κρίσιμων προέβη σε ανάκληση του ενάγοντος από μέλος του ΔΣ της εταιρίας στις 30-1-2013 χωρίς ο τελευταίος να επανέλθει σε άλλη θέση και δη υπαλληλική με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας καθώς δεν κατείχε ποτέ τέτοια ενώ λόγω της θέσης εμπιστοσύνης που κατείχε ο ενάγων στην εναγομένη όντας μέλος του ΔΣ της εταιρίας, εκδόθηκε από τον κ. …  εσωτερικό σημείωμα ενημέρωσης του προσωπικού της περί της διακοπής της συνεργασίας των διαδίκων μερών. Κατόπιν αυτών, ο ενάγων αποχώρησε από την εναγόμενη και ακολούθως, απευθύνθηκε για την διευθέτηση των οικονομικών του διαφορών με την εργοδότρια εταιρία στην αρμόδια Επιθεώρηση Εργασίας μετά από ανταλλαγή εξωδίκων οχλήσεων μεταξύ των που αφορούσαν το αίτημα της εναγομένης να υπογράψει ο ενάγων δήλωσε τήρησης απορρήτου και την έγερση οικονομικών αξιώσεων του ενάγοντος σε βάρος της εναγομένης. Κατέστη  λοιπόν σαφές ότι δεν έγινε από την εργοδότρια εταιρία καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου που ισχυρίζεται ο ενάγων ότι είχε συνάψει με την εναγομένη αφού δεν υφίστατο ποτέ τέτοια. Επομένως, ουδόλως αποδείχτηκαν τα ειδοποιά χαρακτηριστικά στοιχεία της ύπαρξης και λειτουργίας σύμβασης εργασίας [ΑΚ 648 επ.],δηλαδή της προσωπικής και νομικής εξάρτησης του ενάγοντος από την εναγόμενη, δεκτού γενομένου του σχετικού ισχυρισμού της τελευταίας περί μη κατάρτισης σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στη νομική σκέψη ενώ παρέλκει και η εξέταση των επικουρικών ισχυρισμών της εναγομένης εταιρίας. Σύμφωνα με τα προαναφερθέντα πραγματικά περιστατικά, η σχέση των υπηρεσιών που παρείχε ο ενάγων προς την εναγομένη ανεξαρτήτων υπηρεσιών και δεν είχε το χαρακτήρα της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αλλά ούτε και σύμβασης παροχής υπηρεσιών που υποκρύπτει σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, με άμεση συνέπεια να μην έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας και ως εκ τούτου ο ενάγων δεν δικαιούται αμοιβή για δώρα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, επιδόματα αδείας αλλά ούτε και αποζημίωση απόλυσης. Συνακόλουθα, πρέπει η κρινόμενη αγωγή να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμα. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων πρέπει να συμψηφιστούν μεταξύ τους διότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρο 179 ΚΠολΔ).

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

- ΔΙΚΑΖΕΙ κατ' αντιμωλίαν των διαδίκων

 

- ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή

 

- ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων

 

-      ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στην Αθήνα στις 22 Δεκεμβρίου του έτους 2014, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

-       

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ