ΜΠρΑθ 2965/2015

 

Ασφαλιστικά μέτρα - Αίτηση επίδειξης εγγράφου - Έννομο συμφέρον - Λογιστής Φορολογικά έγγραφα επιτηδευματιών και επιχειρήσεων - Φορολογικό απόρρητο - Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα - Στοιχεία ορισμένου αίτησης - Απόρριψη

αίτησης -.

 

Αίτηση με την οποία ζητείται, με την επίκληση έννομου συμφέροντος και επείγουσας περίπτωσης, να ληφθούν ασφαλιστικά μέτρα και ειδικότερα να υποχρεωθεί η καθ' ης να επιδείξει στην αιτούσα: Α) αντίγραφα των Ε3, Ε5 και δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος των αναφερομένων στην αίτηση επιτηδευματιών, ελεύθερων επαγγελματιών και επιχειρήσεων, Β) τους κλειδάριθμους των αναφερομένων στην αίτηση επιτηδευματιών και εταιρειών, Γ) την έναρξη εργασιών της καθ' ης στο τμήμα μητρώου της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. και το σύνολο των μεταβολών των εργασιών της, Δ) την έναρξη εργασιών της καθ' ης στον Ο.Α.Ε.Ε. ως λογίστριας-φοροτεχνικού και Ε) τον αναλυτικό κατάλογο για έκαστο των επιτηδευματιών και επιχειρήσεων γενόμενα κατά το επίδικο χρονικό διάστημα με τη συνολική αξία των παρασχεθέντων από την αιτούσα προς αυτούς υπηρεσιών, των γενομένων από καθένα εκ των ανωτέρω πελατών καταβολών και των μέχρι σήμερα ανεξόφλητων οφειλών. Απόρριψη της αίτησης αυτής αναφορικά: α) με τα υπό στοιχεία Α, Β και Γ αιτήματα της ως μη νόμιμης, καθόσον με τη χορήγηση των ανωτέρω αιτούμενων εγγράφων, παραβλάπτεται το φορολογικό απόρρητο τόσο, μη διαδίκων τρίτων, όσο και της καθ' ης, β) με το υπό στοιχεία Δ αίτημα ως μη νόμιμης, καθόσον με την επίδειξη του εγγράφου της έναρξης της καθ' ης στον ΟΑΕΕ ως λογίστρια-φοροτεχνικός παραβλάπτονται τα δεδομένα προσωπικού της χαρακτήρα, και γ) με το υπό στοιχείο Ε αίτημα ως αόριστης, καθόσον δεν αναφέρονται με ακρίβεια τα επιδεικτέα, παρά εντελώς αόριστα γίνεται αναφορά σε κατάλογο/λίστα των πελατών, στα οποία πρέπει να αναφέρεται η συνολική αξία των παρασχεθέντων από την ίδια (αιτούσα), προς αυτούς (πελάτες) υπηρεσιών, κατά το επίδικο χρονικό διάστημα καθώς και των γενομένων καταβολών από κάθε πελάτη μετά των υφιστάμενων, έως σήμερα ανεξόφλητων οφειλών, χωρίς να γίνεται αναφορά αναλυτικά στα έγγραφα αυτά, την επίδειξη των οποίων ζητά.

 

 

 

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

 

ΤΜΗΜΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

 

 

Αριθιμός απόφασης 2965/2015

 

Αριθμός κατάθεσης αίτησης 93510/10412/2014

 

 

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

 

(διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων)

 

 

Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Κοσμία Γιαννούση, Πρόεδρο Πρωτοδικών, η οποία ορίσθηκε με κλήρωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.3327/2005, χωρίς της σύμπραξη γραμματέα.

 

Συνεδρίασε δημόσια, στο ακροατήριο του, στις 6 Οκτωβρίου 2014, για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:

 

Της αιτούσας: ……, κατοίκου Χαλανδρίου (οδός ……), η οποία παραστάθηκε μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου της, Νικολάου Κουτκια (AM ΔΣΑ 25658).

 

Της καθ'ης η αίτηση: ……, κατοίκου Αθηνών (οδός …….), η οποία παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της, Βασιλείου Κούσουλα (AM ΔΣΑ 12585).

 

Η αιτούσα απηύθηνε ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, την από 24-7-2014 αίτηση της, η οποία προσδιορίσθηκε για την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας δικάσιμο.

 

Κατά τη σημερινή δημόσια συζήτηση της υποθέσεως οι διάδικοι παραστάθηκαν ως ανωτέρω και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτοί.

 

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

 

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

I) Η επίδειξη εγγράφου κατά τη διάρκεια εκκρεμούς δίκης ρυθμίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 450-452 ΚΠολΔ, ενώ αν δεν υπάρχει εκκρεμής δίκη, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 902- 903 ΑΚ. Κατά το άρθρο 902 ΑΚ, όποιος έχει έννομο συμφέρον να πληροφορηθεί το περιεχόμενο ενός εγγράφου που βρίσκεται στη κατοχή άλλου, έχει δικαίωμα να απαιτήσει την επίδειξη ή και αντίγραφο του, αν το έγγραφο συντάχθηκε για το συμφέρον αυτού που το ζητεί ή πιστοποιεί έννομη σχέση που αφορά και αυτόν ή σχετίζεται με διαπραγματεύσεις που έγιναν σχετικά με τέτοια έννομη σχέση, είτε απευθείας από τον ίδιο είτε για το συμφέρον του, με τη μεσολάβηση τρίτου. Η επίδειξη εγγράφου ή χορήγηση αντιγράφου μπορεί να ζητηθεί με αγωγή, ανταγωγή, ή και με τις προτάσεις, ενώ κατά την κρατούσα στη νομολογία και τη θεωρία άποψη, δύναται να επιδιωχθεί και με αίτηση λήψης ασφαλιστικών μέτρων, εφόσον συντρέχει επείγουσα περίπτωση ή επικείμενος κίνδυνος (βλ. ΜΠρΑΘ 8430/2009 ΑρχΝ 2010.456, ΜΠρΡόδου 2048/2009 «ΝΟΜΟΣ» ΜΠρΤριπ 98/2008 ΔΕΕ 2008.814, Ι.Χαμηλοθώρης, Ασφαλιστικά Μέτρα, εκδ.2010, σελ. 328). Από την παραπάνω διάταξη προκύπτει ότι οι προϋποθέσεις για τη θεμελίωση της ενοχικής, εκ του νόμου, αξίωσης για την επίδειξη εγγράφου ή για τη χορήγηση αντιγράφου που αξιώνονται από την 902 ΑΚ, είναι αφενός η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος του ζητούντος την επίδειξη, που εξειδικεύεται στις τρεις, περιοριστικά στο νόμο αναφερόμενες, περιπτώσεις του παραπάνω άρθρου, και αφετέρου η κατοχή του εγγράφου από τον καθού κατά του οποίου στρέφεται η σχετική αξίωση. Όμως, τέτοιο έννομο συμφέρον λείπει, όταν από τον ενάγοντα δεν προβάλλονται πραγματικοί ισχυρισμοί, αλλά η αίτηση επίδειξης εγγράφου αποβλέπει στην αποκάλυψη για πρώτη φορά, με την επίδειξη, κρίσιμων πραγματικών γεγονότων (ΑΠ 9/2005 ΕλλΔνη 2005.768). Αν στο πρόσωπο του ζητούντος την επίδειξη λείπει το έννομο συμφέρον, γιατί δεν συντρέχει μία από τις αναφερόμενες στο νόμο περιπτώσεις, τότε η αγωγή απορρίπτεται για έλλειψη εννόμου   συμφέροντος, που συνιστά διαδικαστική προϋπόθεση και συνεπάγεται την, για το λόγο αυτό, απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης. Ειδικότερα, οι περιπτώσεις που προβλέπονται διαζευκτικά στο άρθρο 902 ΑΚ και εξειδικεύουν το έννομο συμφέρον είναι οι εξής: α) Αν το έγγραφο συντάχθηκε προς το συμφέρον του αιτούντος. Για να κριθεί αν συντρέχει η προϋπόθεση αυτή ερευνάται η πρόθεση που επικράτησε κατά το χρόνο σύνταξης του εγγράφου. Τέτοιο έννομο συμφέρον υπάρχει, όταν το έγγραφο συντάχθηκε προς σύσταση, απόδειξη ή διατήρηση γενικά των δικαιωμάτων του αιτούντος την επίδειξη. Το έγγραφο δεν απαιτείται να αφορά αποκλειστικά το συμφέρον του αιτούντος την επίδειξη. Αρκεί να έχει συνταχθεί έστω και προς το συμφέρον του. Πάντως, έννομο συμφέρον δεν υπάρχει, αν το έγγραφο έχει συνταχθεί αποκλειστικά προς το συμφέρον του εναγομένου κατόχου του, β) Αν το έγγραφο πιστοποιεί έννομη σχέση που αφορά και τον αιτούντα. Στην κατηγορία αυτή υπάγονται κυρίως τα έγγραφα, συστατικά ή αποδεικτικά μιας δικαιοπραξίας, που έχει καταρτιστεί με τον κάτοχο του εγγράφου ή με κάποιον τρίτο, τα οποία πιστοποιούν έννομη σχέση που αφορά και τον αιτούντα. Πρέπει, πάντως, κατά την κρατούσα ερμηνεία της ως άνω διάταξης, να έχει λάβει ο αιτών μέρος στη δικαιοπραξία που εμπεριέχεται στο έγγραφο και γ) Αν το έγγραφο σχετίζεται με διαπραγματεύσεις που έγιναν σχετικά με τέτοια έννομη σχέση είτε απευθείας από τον ίδιο τον αιτούντα, είτε για το συμφέρον του, με τη μεσολάβηση τρίτου. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν τα έγγραφα εκείνα, που δεν πιστοποιούν μεν μια έννομη σχέση, αφορούν όμως τις σχετικές μ' αυτήν διαπραγματεύσεις, ανεξάρτητα αν αυτές κατέληξαν ή όχι σε κατάρτιση σύμβασης (ΕφΑΘ 673/2009 ΕλλΔνη 2009.1474, ΕφΑΘ 2456/2002 ΕλλΔνη 46.208). Εξάλλου, εκτός από τα άρθρα 902-903 του ΑΚ, υπάρχουν, όπως προεκτέθηκε στην αρχή, και οι διατάξεις των άρθρων 450 έως 452 ΚΠολΔ, οι οποίες αφορούν, επίσης, την επίδειξη εγγράφων - χορήγηση αντιγράφων. Οι τελευταίες δεν κατήργησαν τις σχετικές διατάξεις του ΑΚ, είναι ειδικότερες και ρυθμίζουν την υποχρέωση των διαδίκων ή τρίτων προς επίδειξη, κατά τη διάρκεια εκκρεμούς δίκης, στην οποία το επιδεικτέο έγγραφο πρόκειται να χρησιμεύσει για απόδειξη. Αντίθετα, οι διατάξεις του ΑΚ, οι προϋποθέσεις και οι περιορισμοί που αναφέρονται σ' αυτές ως προς τη δημιουργία της αξίωσης για επίδειξη, εφαρμόζονται μόνον όταν δεν υπάρχει εκκρεμής δίκη. Η αναλογική εφαρμογή των διατάξεων του ΚΠολΔ σε ορισμένη έκταση δεν αποκλείεται, αλλά πάντως δεν είναι δυνατόν να αφορά τις περιπτώσεις εννόμου συμφέροντος για τη δημιουργία της σχετικής αξίωσης (ΕφΑΘ 673/2009). Περαιτέρω, στην αγωγή ή στην αίτηση επιδείξεως εγγράφου-χορήγησης αντιγράφου νομιμοποιείται παθητικά ο κάτοχος αυτού, ο οποίος μπορεί να είναι και τρίτος, έστω και αν δεν υπάρχει εναντίον του αξίωση σχετική με το έγγραφο (ΜΠρΑΘ 2560/2008 ΕΦΑΔ 2010.101). Ειδικότερα, από τις διατάξεις των άρθρων 450 παρ.2 και 451 παρ.1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι κάθε διάδικος ή τρίτος υποχρεούται να επιδείξει τα έγγραφα, τα οποία κατέχει και που μπορούν να χρησιμεύσουν για απόδειξη, εκτός αν συντρέχει σπουδαίος λόγος, ο οποίος δικαιολογεί τη μη επίδειξη τους, ο δε αντίδικος του κατέχοντος το έγγραφο, εφόσον δικαιολογεί έννομο συμφέρον, μπορεί να ζητήσει την επίδειξη του εγγράφου, υπό την προϋπόθεση ότι η αίτηση αυτή είναι παραδεκτή και σύννομη, τουτέστιν να γίνεται επίκληση της κατοχής του εγγράφου από τον αντίδικο, να προσδιορίζεται σαφώς το έγγραφο και να περιγράφεται με ακρίβεια το περιεχόμενο του, ώστε να μπορεί να κριθεί αν σχετίζεται με το αντικείμενο απόδειξης και να εκτίθενται   συγκεκριμένα περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει το έννομο συμφέρον του αιτούντος, δηλαδή ότι το έγγραφο είναι πρόσφορο προς άμεση ή έμμεση απόδειξη λυσιτελούς ισχυρισμού του αιτούντος ή προς ανταπόδειξη τέτοιου ισχυρισμού του αντιδίκου του (ΑΠ 2095/2009, ΑΠ 681/2007 «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 1045/2004 ΕλλΔνη 48.162), ελλειπουσών δε των προϋποθέσεων αυτών, η αίτηση-αγωγή επίδειξης του εγγράφου είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας (βλ. ΑΠ 1402/2008, ΑΠ 776/2005 «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑΘ 673/2009, ΕφΑΘ 3788/2008 ΕλλΔνη 2009.210, ΕφΑΘ  442/2006 ΕλΔνη 2007.1127, ΕφΛαρ 191/2006 ΑρχΝ 2007.185). Ειδικότερα, η ανάγκη σαφούς προσδιορισμού των επιδεικτέων εγγράφων επιβάλλεται: α) από τη διάταξη του άρθρου 216 παρ.1 ΚΠολΔ, που αξιώνει τον ακριβή προσδιορισμό του αντικειμένου και του αιτήματος της αγωγής, β) από τις διατάξεις των άρθρων 335 και 338 του ίδιου Κώδικα, οι οποίες καθιστούν αντικείμενο αποδείξεως μόνο τα πραγματικά γεγονότα, δηλαδή συγκεκριμένα περιστατικά και γ) από τη διάταξη του άρθρου 916 ΚΠολΔ, που ορίζει ότι αναγκαστική εκτέλεση δεν μπορεί να γίνει, αν δεν προκύπτει απ' τον εκτελεστό τίτλο η ποσότητα και η ποιότητα της παροχής. Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 452 παρ.1 ΚΠολΔ, η εκτέλεση της απόφασης που διατάζει την επίδειξη γίνεται κατά τις διατάξεις που αφορούν την εκτέλεση για την ικανοποίηση απαιτήσεων που συνίστανται στην απόδοση και στην παράδοση πράγματος ή την ενέργεια πράξης. Τέτοιες είναι εκείνες των άρθρων 941 και 946 ΚΠολΔ, από το συνδυασμό των οποίων σαφώς προκύπτει ότι το αντικείμενο της εκτέλεσης πρέπει να είναι εντελώς εξατομικευμένο, άλλως η εκτέλεση δεν είναι εφικτή (ΑΠ 776/2005, ΕφΑΘ 3788/2008, ΕφΘεσ 2475/2008 Αρμ 2009.243,1185-πρβλ.ΜΠρΑθ 11918/2011 «ΝΟΜΟΣ»). Τέλος, από την επιστήμη και τη νομολογία γίνεται δεκτό ότι σε επείγουσες περιπτώσεις ή για την αποτροπή επικείμενου κινδύνου καθένας που έχει έννομο συμφέρον δικαιούται να ζητήσει, ως ασφαλιστικό μέτρο, να διαταχθεί κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, σε εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 682 παρ. 1, 683, 686 επομ. 731, 732 ΚΠολΔ, η επίδειξη εγγράφων, λόγω του κατεπείγοντος (βλ. ΑΠ 1613/2000 ΕλΔνη 42.681, ΜονΠρωτΘεσ. 27021/1998 Αρμ. 99.417, ΜονΠρΘεσ. 24679/97 Αρμ. 97.1278, ΜονΠρΘεσ. 7106/94 Αρμ. 94.669, Τζίφρα "Ασφαλιστικά Μέτρα" 2η έκδοση, σελ. 354, 355, Κρουσταλάκη όπου ανωτέρω). Επίσης μπορεί να διαταχθεί η χορήγηση αντιγράφου στον αιτούντα με δαπάνες του (βλ. Τζίφρα "Ασφαλιστικά Μέτρα" 2η έκδοση, σελ. 355, ΜονΠρΑθ. 15854/1981 Δ. 13.201).

 

 

II) Περαιτέρω, κατά το άρθρο 5 παρ.1 του ν.2690/1999 (Κώδικας Διοικητικής Διαδικασίας) «κάθε ενδιαφερόμενος έχει το δικαίωμα, ύστερα από γραπτή αίτηση του, να λαμβάνει γνώση των διοικητικών εγγράφων. Ως διοικητικά έγγραφα νοούνται όσα συντάσσονται από τις δημόσιες υπηρεσίες, όπως παρ.2 «όποιος έχει ειδικό έννομο συμφέρον δικαιούται ύστερα από γραπτή αίτηση του, να λαμβάνει γνώση των ιδιωτικών εγγράφων που φυλάσσονται στις δημόσιες υπηρεσίες και είναι σχετικά με υπόθεση του η οποία εκκρεμεί σε αυτές ή έχει διεκπεραιωθεί από αυτές», παρ. 3 «το κατά τις προηγούμενες παραγράφους δικαίωμα δεν υφίσταται στις περιπτώσεις που το έγγραφο αφορά την ιδιωτική ή οικογενειακή ζωή τρίτου, ή αν παραβλάπτεται απόρρητο το οποίο προβλέπεται από ειδικές διατάξεις...». Στην έννοια του «κάθε ενδιαφερόμενος» περιλαμβάνεται, κατά μείζονα λόγο, και αυτός που έχει εύλογο έννομο συμφέρον, (ΣτΕ 1397/1993, ΣτΕ 841/1997, ΣτΕ 205/2000, ΣτΕ 3130/2000 και Λαζαράτο, Δ 1998,1230 για την έννοια του ευλόγου ενδιαφέροντος, ΣτΕ 1214/2000 ΔιΔικ 2006,1200), στην έννοια του «όποιος έχει ειδικό έννομο συμφέρον», περιλαμβάνεται και αυτός που αναφέρεται σε επιδίωξη δικαστικής προστασίας, (Σπηλιωτόπουλο, ό.π. σελ 165, Γέροντα, ΔΤΑ 2000, 571). Κατά την εισηγητική έκθεση του άρθρου 5 ΚΔΔ - το άρθρο αυτό διαλαμβάνονται οι ισχύουσες διατάξεις του άρθρου 16 του ν. 1599/1986, με ουσιώδεις πάντως διαφοροποιήσεις. Έτσι, προβλέπεται η πρόσβαση, όχι μόνο στα διοικητικά έγγραφα, αλλά και στα ιδιωτικά τα οποία φυλάσσονται από τις διοικητικές αρχές. Ως προς τα διοικητικά έγγραφα επαναλαμβάνεται ο ήδη ισχύων κανόνας (άρθρο 16 του ν. 1599/1986) για το δικαίωμα λήψης γνώσης τους χωρίς την ανάγκη επίκλησης και απόδειξης εννόμου συμφέροντος (ΓνωμΝΣΚΟλ 149/1990 Αρμ.1991, 1283, ΣτΕ 3943/1995 Αρμ 1996,102). Αντιθέτως ως προς τα φυλασσόμενα ιδιωτικά έγγραφα, απαιτείται η ύπαρξη ειδικού έννομου συμφέροντος. Προς τούτο θα πρέπει τα έγγραφα αυτά να είναι σχετικά  με υπόθεση του ενδιαφερομένου εκκρεμή ή περαιωμένη». Κατά το άρθρο 1 του αυτού νόμου «οι διατάξεις του κώδικα αυτού εφαρμόζονται στο δημόσιο, στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης και στα άλλα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου». Ως διοικητικά έγγραφα, τα οποία στις άνω διατάξεις αναγράφονται ενδεικτικά, νοούνται αυτά που συντάσσονται-εκδίδονται από διοικητικό όργανο, δηλαδή που ανήκει σε δημόσια υπηρεσία του κράτους ή ΝΠΔΔ, ήτοι δήμος, κοινότητα. Είναι αδιάφορο αν αφορούν τον αιτούντα ή τρίτον (βλ.Σπηλιωτόπουλο, ό.π., σελ. 165), όπως επίσης δεν απαιτείται να έχουν το χαρακτήρα των εκτελεστών πράξεων [βλ. Σιούτη σε Διοικητικό Δίκαιο (2004) σελ 255], περιλαμβάνεται δε κάθε έγγραφο που έχει συνταχθεί από τις δημόσιες υπηρεσίες. Επίσης ως διοικητικά έγγραφα θεωρούνται, ως εκ του σκοπού των άνω διατάξεων, και αυτά που χρησιμοποιήθηκαν ή λήφθηκαν υπόψη για τον καθορισμό της διοικητικής δράσης ή τη διαμόρφωση γνώμης ή κρίσης διοικητικού οργάνου (ΓνωμΕισΑΠ 6/2006, 1/2005, 212003, 1/2005, Δετσαρίδη, ό.π., σελ. 100 και ΓνωμΝΣΚ 503/2002, 243/2000). Κατά την εισηγητική έκθεση του ν. 1599/1986 -σε σχέση με το άνω άρθρο 16 αυτού- περιλαμβάνονται «ό,τι υπάρχει μέσα στα αρχεία της διοίκησης» (Γέροντας, ΔΤΑ 2000,570). Περιλαμβάνονται και τα δικαιολογητικά (ΓνωμΝΣΚ 620/1999, 465/1998,1191,1997, 338/1996). Να σημειωθεί εδώ ότι τα ιδιωτικά   έγγραφα, όταν πρωτοκολληθούν στην υπηρεσία, αποκτούν χαρακτήρα δημοσίου εγγράφου (βλ. και άρθρα 12, 16 Ν. 2690/1999 = ΚΔΔ). Τα άνω ιδιωτικά έγγραφα είναι αδιάφορο αν αφορούν άλλον πλην του αιτούντος. Όμως, το κατά τα ανωτέρω δικαίωμα γνώσης, αργεί (και) όταν τα έγγραφα αναφέρονται στην ιδιωτική ή οικογενειακή ζωή τρίτων (δηλ. άλλων πλην του αιτούντος) - βλ. άρθρα 16 παρ. 1,5 του ν.1599/1986, 5 παρ. 3 εδ.α' του ν.2690/1999 όταν  παραβλάπτεται το απόρρητο, το οποίο προστατεύεται - προβλέπεται από ειδικές διατάξεις - (βλ άρθρο 5 παρ.3 εδ. α'  Ν 2690/1999), όπως π.χ. το φορολογικό απόρρητο. Απαιτείται τουτέστιν, στην τελευταία περίπτωση, να υπάρχει απόρρητο που προβλέπεται από ειδική διάταξη, στη διαφύλαξη του οποίου αποβλέπει η διάταξη του άρθρου 5 παρ.3 Ν. 2690/1999, η οποία στο σημείο αυτό διευρύνει το άρθρο 16 Ν. 1599/1986. Το λεγόμενο φορολογικό απόρρητο καθιερώνεται με πολλές διατάξεις. Ειδικότερα όμως με το άρθρο 85 παρ. 1 του ν.2238/1994 «οι φορολογικές δηλώσεις, τα φορολογικά στοιχεία, οι εκθέσεις, οι πράξεις προσδιορισμού αποτελεσμάτων, τα φύλλα ελέγχου και κάθε στοιχείο του φακέλου που έχει σχέση με τη φορολογία ή άπτεται αυτής είναι απόρρητα...». Θεσπίζοντας ο νομοθέτης το φορολογικό απόρρητο σκοπό έχει κυρίως την προστασία του συμφέροντος του φορολογουμένου και συνεπώς λειτουργεί υπέρ αυτού και συνιστά την αντιπαροχή του κράτους στην οποία αυτό προβαίνει λόγω του καθήκοντος και υποχρέωσης του φορολογουμένου να δηλώνει με ακρίβεια, αλήθεια και ειλικρίνεια όλα τα περιστατικά της οικονομικής του δραστηριότητας από τα οποία προσδιορίζεται η φύση και η έκταση της φορολογικής αξιώσεως του. Σκοπείται συνεπώς η ενθάρρυνση των φορολογουμένων, όπως εμφανίσουν στις δηλώσεις τους τα πραγματικά αποτελέσματα της επιχείρησης τους ή την πραγματική φορολογική ύλη (εισηγητική έκθεση του ν. 1618/1951 με τον οποίο κυρώθηκε ο α.ν. 1520/1950). Καλύπτει, επομένως, το φορολογικό απόρρητο, το σύνολο των στοιχείων εκείνων τα οποία δημιουργούν ή προσδιορίζουν τη φορολογική ενοχή του προσώπου στα πλαίσια της (άμεσης ή έμμεσης) φορολογίας [πρβλ την Εισηγ. Εκθ. του άρθρου 69 ΝΔ 3231 1955 στον ΚΝΒ 3 σελ 660 επ. και Αναστόπουλο - Φορτσάκη, Φορολογικό δίκαιο (2003) σελ 496-πρβλ.ΜΠρΡοδ 2048/2009 «ΝΟΜΟΣ»].

 

 

ΙIΙ) Εξάλλου, κατά τη διάταξη 17 του ν.4174/2013 ορίζεται ότι «1. Πρόσωπα που είναι ή έχουν διατελέσει υπάλληλοι της Φορολογικής Διοίκησης και εν γένει του Υπουργείου Οικονομικών ή συνδέονται ή συνδέονταν με οποιαδήποτε σχέση εργασίας ή έργου με αυτά, καθώς και οποιοδήποτε πρόσωπο, στο οποίο έχουν ή είχαν ανατεθεί αρμοδιότητες ή καθήκοντα της Φορολογικής Διοίκησης οφείλουν να τηρούν ως απόρρητα όλα τα στοιχεία και πληροφορίες φορολογουμένων, τα οποία περιήλθαν σε γνώση τους κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, και δύνανται να τα αποκαλύπτουν μόνο στα ακόλουθα πρόσωπα: α) άλλους υπαλλήλους της Φορολογικής Διοίκησης «και μέλη του κυρίου προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους» στο πλαίσιο εκτέλεσης των καθηκόντων τους, β) διωκτικές αρχές στο πλαίσιο διερεύνησης ή δίωξης αδικημάτων, γ) δικαστικές αρχές στο πλαίσιο εκδίκασης «οποιασδήποτε ποινικής ή φορολογικής υπόθεσης ή αστικής υπόθεσης με διάδικο το Δημόσιο ή Φορέα της Γενικής Κυβέρνησης», δ) φορολογικές αρχές της αλλοδαπής, σύμφωνα  με τα οριζόμενα στις διεθνείς συμβάσεις, το ν.4170/2013  στον  οποίο  ενσωματώθηκαν  οι  διατάξεις  της  Οδηγίας 2011/16/ΕΕ σχετικά με τη διοικητική συνεργασία στον τομέα της φορολογίας, καθώς και τη νομοθεσία για τη δικαστική   συνδρομή, ε) «υπηρεσίες των φορέων Γενικής Κυβέρνησης», εφόσον κρίνεται αναγκαίο από τη Φορολογική Διοίκηση, προκειμένου να προσδιοριστούν οι υποχρεώσεις, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία, των φορολογουμένων προς αυτούς τους φορείς και να εντοπιστούν πηγές αποπληρωμής των απαιτήσεων τους, στ) σε εξουσιοδοτημένους υπαλλήλους δημοσίων υπηρεσιών, Ν.Π.Δ.Δ. και δημοσίων οργανισμών με αρμοδιότητα διαχείρισης, παρακολούθησης και ελέγχου χρηματοδοτήσεων και ενισχύσεων ή επιδοτήσεων από εθνικούς ή ενωσιακούς πόρους «καθώς και  σε εξουσιοδοτημένο προσωπικό ή εξουσιοδοτημένα πρόσωπα της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛ.ΣΤΑΤ.) στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 8 του ν.3832/2010, όπως ισχύει, στην οποία ορίζεται η διασφάλιση σε κάθε περίπτωση, της τήρησης του απορρήτου των στοιχείων, ζ) σε διαζευγμένους ή συζύγους σε διάσταση για τον καθορισμό διατροφής κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας, για τα στοιχεία που αναγράφονται ρητά σε αυτήν, η) στην Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες και της Χρηματοδότησης της Τρομοκρατίας και Ελέγχου των Δηλώσεων Περιουσιακής Κατάστασης για την άσκηση των αρμοδιοτήτων της που ορίζονται στο ν.3691/2008, όπως ισχύει, θ) σε τρίτους, κατόπιν αιτιολογημένης εισαγγελικής παραγγελίας,  ότι  δεν συντρέχει περίπτωση φορολογικού απορρήτου, ι) σε φορολογουμένους που ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα, κατόπιν αιτήσεως τους, και μόνο καθ' ο μέρος αυτό είναι απολύτως αναγκαίο, προκειμένου να διακριβωθεί η φορολογική ή η επαγγελματική υπόσταση άλλου φορολογουμένου που ασκεί επιχειρηματική δραστηριότητα. 2.Τα πρόσωπα, τα οποία λαμβάνουν γνώση απόρρητων στοιχείων ή πληροφοριών, σύμφωνα με την παράγραφο 1, οφείλουν να τηρούν το απόρρητο, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου. Η χρήση των πληροφοριών και στοιχείων γίνεται αποκλειστικά και μόνο για την επίτευξη του σκοπού, για τον οποίο χορηγήθηκαν. 3.Με εξαίρεση τις περιπτώσεις άρσης του απορρήτου, σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 4, κάθε πρόσωπο στο οποίο περιέρχονται πληροφορίες ή στοιχεία, τα οποία προστατεύονται με φορολογικό απόρρητο οφείλει να μην τα αποκαλύπτει και να επιστρέφει στη Φορολογική Διοίκηση τυχόν έγγραφα που περιήλθαν στην κατοχή του και περιλαμβάνουν τέτοιες πληροφορίες ή στοιχεία. 4.Στοιχεία ή πληροφορίες σχετικά με φορολογούμενο είναι δυνατόν να αποκαλύπτονται σε τρίτο, κατόπιν αιτήσεως, με την έγγραφη συναίνεση του φορολογουμένου...».

 

 

IV) Τέλος, κατά το άρθρο 2α του ν.2472/1997, όπως ισχύει, ορίζεται ότι είναι «Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων. Δεν λογίζονται ως δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα τα στατιστικής φύσεως συγκεντρωτικά στοιχεία, από τα οποία δεν μπορούν πλέον να προσδιορισθούν τα υποκείμενα των δεδομένων...».

 

 

   Στην προκειμένη περίπτωση η αιτούσα εκθέτει ότι είναι λογίστρια -φοροτεχνικός και διατηρεί ατομική επιχείρηση παροχής λογιστικών και φοροτεχνικών υπηρεσιών με έδρα το Χαλάνδρι, επί της οδού ….., στην οποία, στις 9-5-2012, προσλήφθηκε η καθ' ης, με την ειδικότητα της βοηθού λογιστή. Ότι στις 29-4-2013 τοποθέτησε την καθ' ης σε παράρτημα της ατομικής της επιχείρησης κείμενο στην περιοχή του Γκύζη κι επί της οδού , όπου και πριν λειτουργούσε επίσης λογιστικό γραφείο της εκμισθώτριας και κυρίας του ακινήτου, ..., με την οποία (εκμισθώτρια του ακινήτου) παράλληλα συμφωνήθηκε και η μεταβίβαση στην αιτούσα μέρους της επιχείρησης της, της πελατείας της από τριάντα επτά νομικά πρόσωπα κι επιτηδευματίες, αντί του ποσού των 30.000 ευρώ. Ότι παρά την τοποθέτηση της καθ' ης στο ανωτέρω παράρτημα, και την ανάληψης της υποχρέωσης της τελευταίας να εξυπηρετεί για λογαριασμό της αιτούσας το ανωτέρω πελατολόγιο, από αρχές του έτους 2014 προβλήματα παρουσιάσθηκαν στο υποκατάστημα αυτό, με τον Μάιο του 2014 να επέρχεται η λύση της επαγγελματικής μίσθωσης του ως άνω υποκαταστήματος, με την καθ' ης, να προβαίνει, τον Ιούνιο του 2014, σε οικειοθελή αποχώρηση από την επιχείρηση αιτούσας, χωρίς, όμως, να της παραδίδει τους φακέλους τριάντα δύο (32) πελατών, που αυτή (καθ' ης) διαχειριζόταν στο κατάστημα του Γκύζη καθώς και τη λίστα με το ακριβές υπόλοιπο οφειλών εκάστου πελάτη, με την τελευταία (καθ' ης), ήδη από τον Ιανουάριο του 2014, να έχει ξεκινήσει ατομική επιχείρηση παροχής λογιστική υπηρεσιών στο αυτό υποκατάστημα, επί της οδού , κάνοντας χρήση του πελατολογίου της (αιτούσας) με αποτέλεσμα της προκληθεί ζημία ανερχόμενη τουλάχιστον στο ύψος των 18.925,56 ευρώ, όπως ειδικότερα αναλύεται στην αίτηση. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, και καθόσον η αιτούσα προτίθεται να ασκήσει σε βάρος της καθ' ης αγωγή αποζημίωσης αλλά κι έγκληση για την αδικοπρακτική κατά του προσώπου της συμπεριφορά της καθ' ης, όπως αυτή ειδικότερα στην αίτηση αναλύεται, ζητεί, επικαλούμενη έννομο συμφέρον κι επείγουσα περίπτωση, να ληφθούν ασφαλιστικά μέτρα και ειδικότερα να υποχρεωθεί η καθ' ης να επιδείξει σ' αυτήν: Αα) αντίγραφα των Ε3 οικονομικού έτους 2013 (χρήση 2012) των 32 επιτιδευματιών κι επιχειρήσεων που αναφέρονται αναλυτικά στην αίτηση, Αβ) αντίγραφα των δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος και τα Ε5 του οικονομικού έτους 2013, των έξι επιχειρήσεων που αναφέρονται ειδικά στην αίτηση, Αγ) αντίγραφα δηλώσεων φορολογίας εισοδήματος του οικονομικού έτους 2013 των εικοσιέξι αναφερομένων στην αίτηση ελεύθερων επαγγελματιών, Β) τους κλειδάριθμους των στην αίτηση αναφερομένων τριάντα δύο επιτηδευματιών κι εταιρειών, Γ) την έναρξη εργασιών της καθ' ης στο τμήμα μητρώου της αρμόδιας Δημόσιας Οικονομικής Υπηρεσίας και το σύνολο των μεταβολών των εργασιών της, Δ) την έναρξη εργασιών της καθ' ης στον ΟΑΕΕ ως λογίστρια - φοροτεχνικός καθώς και Ε) τον αναλυτικό κατάλογο για έκαστο εκ των τριάντα δύο επιτηδευματιών κι επιχειρήσεων γενόμενα κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2014 έως 5-6-2014,  με τη συνολική αξία των παρασχεθέντων από την αιτούσα προς αυτούς υπηρεσιών, των γενομένων από καθένα εκ των ανωτέρω πελατών καταβολών και των μέχρι σήμερα ανεξόφλητων οφειλών. Τα ανωτέρω ζητεί να της χορηγηθούν με δικές της δαπάνες με την απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης της καθ' ης, καταδικαζομένης, περαιτέρω, αυτής στη δικαστική της δαπάνη. Με το ανωτέρω περιεχόμενο η ένδικη αίτηση, παραδεκτά κι αρμοδίως εισάγεται ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, κατά την προκείμενη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 686 επ., 731 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι έχουν προσκομισθεί από τους πληρεξούσιους δικηγόρους των διαδίκων μερών ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, κατ' εφαρμογή των άρθρων 61 παρ.1, 165 παρ.11 του ν.4194/2013 τα γραμμάτια προκαταβολής εισφορών (βλ. τα Π0273216 και Π0281921 γραμμάτια προκαταβολής εισφορών), ωστόσο, η ένδικη αίτηση αναφορικά: α) με τα υπό στοιχεία Α (Αα, Αβ, Αγ), Β έως και Γ αιτήματα της κρίνεται απορριπτέα ως μη νόμιμη, καθόσον με τη χορήγηση των ανωτέρω αιτούμενων εγγράφων, παραβλάπτεται το φορολογικό απόρρητο τόσο, μη διαδίκων τρίτων, όσο και της καθ' ης, που προβλέπεται και προστατεύεται από το ν.2238/1994 όπως τροποποιήθηκε με το ν.4174/2013. β) Επίσης, μη νόμιμο κι ως εκ τούτου απορριπτέο κρίνεται και το υπό στοιχείο Δ' αίτημα αυτής (αίτησης), καθόσον με την επίδειξη του εγγράφου της έναρξης της καθ' ης στον ΟΑΕΕ ως λογίστρια/φοροτεχνικός παραβλάπτονται τα δεδομένα προσωπικού της χαρακτήρα. Τέλος, και το υπό στοιχείο Ε' αίτημα, της ένδικης αίτησης, κρίνεται απορριπτέο συνεπεία της αοριστίας του, καθόσον δεν αναφέρονται με ακρίβεια τα επιδεικτέα, παρά εντελώς αόριστα γίνεται αναφορά σε κατάλογο/λίστα των τριάντα δύο πελατών, (που αναγράφονται στην αίτηση), στα οποία πρέπει να αναφέρεται η συνολική αξία των παρασχεθέντων από την ίδια (αιτούσα), προς αυτούς (πελάτες) υπηρεσιών, κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2014 έως 5-6-2014 καθώς και των γενομένων καταβολών από κάθε πελάτη μετά των υφιστάμενων, έως σήμερα ανεξόφλητων οφειλών, χωρίς να γίνεται αναφορά αναλυτικά στα έγγραφα αυτά, την επίδειξη των οποίων ζητά. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, η ένδικη αίτηση κρίνεται καθ' ολοκληρίαν απορριπτέα, με τα δικαστικά έξοδα να συμψηφίζονται μεταξύ των διάδικων μερών, λόγω δυσερμήνευτου του εφαρμοσθέντος κανόνα δικαίου.

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων

 

Απορρίπτει την αίτηση.

 

Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων.

 

Κρίθηκε, Αποφασίσθηκε και Δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του, σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση, στην Αθήνα, στις 9 Απριλίου 2015.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ