ΜΠρΑθ 2765/2009

 

Σώρευση στο ίδιο δικόγραφο ανακοπών των άρθρων 933 και 632 παρ. 1 ΚΠολΔ - Δικαιοδοσία πολιτικών δικαστηρίων - Αναγκαστική εκτέλεση κατά του Δημοσίου με διαταγή πληρωμής - Τόκος υπερημερίας - Τόκος ιδιωτών - Αντισυνταγματικότητα ρύθμισης -.

 

 

Παραδεκτή η σώρευση στο ίδιο δικόγραφο ανακοπής κατά της εκτέλεσης του άρθρου 933 ΚΠολΔ και ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής του άρθρου 632 παρ. 1 ΚΠολΔ, ώστε με την τελευταία να ζητείται και η ακύρωση της διαταγής πληρωμής, υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχει προθεσμία και για την άσκηση της τελευταίας, αν υφίσταται αρμοδιότητα και για τις δύο ανακοπές και αν αυτές υπάγονται στην ίδια διαδικασία και εφόσον βέβαια η σύγχρονη εκδίκασή τους δεν επιφέρει, κατά την κρίση του δικαστηρίου, σύγχυση. Δικαιοδοσία πολιτικών δικαστηρίων για την ανακοπή του άρθρου 632 παρ. 1 ΚΠολΔ. Και σε σχέση ιδιωτών με δημόσιο έχει το δικαίωμα ο θιγόμενος πολίτης ή θιγόμενη εταιρεία να αποτείνεται και στα πολιτικά δικαστήρια και όχι μόνο στα διοικητικά. Μπορεί να επισπευθεί αναγκαστική εκτέλεση κατά του δημοσίου και με διαταγή πληρωμής, το οποίο δεν αποδέχεται το δημόσιο κατά παράβαση του Ν. 3068/2002 άρθρο 1, τις διατάξεις των άρθρων 20 παρ. 1, 95 παρ. 5 αυτού σε συνδυασμό με τα άρθρα 6 παρ. 1,13 ΕΣΔΑ και 1 Α' Πρόσθετου Πρωτοκόλλου ΕΣΔΑ, σύμφωνα με τα οποία, στο κανονιστικό περιεχόμενο του θεμελιώδους δικαιώματος της δικαστικής προστασίας περιλαμβάνεται και η αναγκαστική εκτέλεση ως ισότιμη μορφή δικαστικής προστασίας. Συνεπώς υπάρχει υποχρέωση της διοίκησης να συμμορφώνεται και στις διαταγές πληρωμής και επιτρέπεται η αναγκαστική εκτέλεση κατά του δημοσίου και ΝΠΔΔ επομένως δεν εφαρμόζεται η προνομιακή διάταξη υπέρ του δημοσίου του άρθρου 1 εδ. τελευτ. του Ν. 3068/2002. Η νομοθετική διάταξη με την οποία ορίζεται ότι ο τόκος υπερημερίας οφειλών του δημοσίου ανέρχεται σε 6% ετησίως (πολύ κατώτερο του τόκου υπερημερίας που πληρώνει ο πολίτης, το οποίο κυμαίνεται από 8% έως 12%), καθιερώνει ευνοϊκή και άνιση μεταχείριση των νπδδ, έρχεται σε αντίθεση με το άρθρο 1 του πρόσθετου πρωτοκόλλου ΕΣΔΑ που υπερισχύει κατά συνταγματική επιταγή από κάθε αντίθετη διάταξη του νόμου (αρ. 28 παρ. 1 Συντ) και σε αντίθεση με το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος και δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής (Γι' αυτόν τον λόγο έχει καταδικαστεί η Ελλάδα για την εφαρμογή της διάταξης αυτής με την απόφαση 22-5/2008 ΕΔΔΑ και δίκαια καθόσον).

 

 

 

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΕΜΠΡΑΓΜΑΤΟ

 

 

Αριθμός Απόφασης 2765/2009

TO ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

 

 

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ζωή Πριστούρη, Πρωτοδίκη, την οποία ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και από τη Γραμματέα Αναστασία Καραγγελή.

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του την 24 Φεβρουαρίου 2009, yth να δικάσεί την υπόθεση μεταξύ:

 

Toυ ανακόπτοντος: Περιφερειακού Γενικού Νοσοκομείου Αθηνών «ΛΑΪΚΟ» (ΝΠΛΔ), νομίμως εκπροσωπούμενο, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Νικόλαο Καλούδη.

 

Της καθ’ ης η ανακοπή: Εταιρίας Περιορισμένης Ευθύνης με την επωνυμία «ΑΛΦΑ ΜΕΝΤΙΣΥΣΤ ΕΠΕ», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Ιωσήφ Μπετούρα,

 

Το ανακότπον ζήτησε να γίνει δεκτή η από 21/11/2007 ανακοπή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με γενικό αριθμό κατάθεσης 254222/2007 και αριθμό κατάθεσης δικογράφου 11309/2007, προσδιορίστηκε προς συζήτηση της η δικάσιμος που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στα πινάκια.

 

Kατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

 

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

Σύμφωνα με τα άρθρα 631 και 904 παρ. 2ε ΚΠολΔ, η διαταγή πληρωμής που εκδίδεται κατά πι διαδικασία των άρθρων 624 έως 634 ΚΠοΛΔ αποτελεί τίτλο εκτελεστό. Όταν ενεργείται αναγκαστική εκτέλεση με βάση διαταγή πληρωμής, ο καθ’ ου η εκτέλεση μπορεί να προβάλει τις αντιρρήσεις του κατά της εκτέλεσης με την προβλεπόμενη από το άρθρο 933 ΚΠολΔ ανακοπή. Οι αντιρρήσεις αυτές μπορεί να αφορούν και την τυπική και ουσιαστική εγκυρότητα του εκτελούμενου τίτλου και συνεπώς και την ύπαρξη της απαίτησης για την οποία έχει εκδοθεί η διαταγή πληρωμής, εφόσον αυτή δεν έχει αποκτήσει δύναμη δεδικασμένου, είτε με την άπρακτη πάροδο των προθεσμιών των άρθρων 632 παρ. 1 και 633 παρ. 2 ΚΠολΔ, για την άσκηση ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής, είτε με την τελεσίδικη απόρριψη της ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής που τυχόν ασκήθηκε. Ωστόσο, οποιοσδήποτε λόγος και αν προβάλλεται με την ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ, το αίτημά της είναι πάντοτε η ακύρωση ορισμένης διαδικαστικής πράξης της αναγκαστικής εκτέλεσης που προσβάλλεται με αυτήν. Με την ανακοπή αυτή. έστω και αν περιέχει λόγο κατά της εγκυρότητας της διαταγής πληρωμής και της ανυπαρξίας ή της ελαττωματικότητας της απαίτησης για την οποία αυτή έχει εκδοθεί, δεν μπορεί να ζητηθεί και η ακύρωση της διαταγής πληρωμής. Η ακύρωση της τελευταίας μπορεί να ζητηθεί μόνο με την προβλεπόμενη από το άρθρο 632 παρ. 1 ή 633 παρ.2 ΚΠολΔ ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής, μέσα στις προθεσμίες που προβλέπονται από τις διατάξεις αυτές. Δεν αποκλείεται, ωστόσο, σώρευση στο ίδιο δικόγραφο ανάκυψης κατά της εκτέλεσης, του άρθρου 933 ΚΠολΔ και ανακοπής κατά της διαταγής πληρωμής του άρθρου 632 παρ. 1 ΚΠολΔ, ώστε με την τελευταία να ζητείται και η ακύρωση της διαταγής πληρωμής, υπό την προϋπόθεση ότι υπάρχει προθεσμία και για την άσκηση της τελευταίας, εάν υφίσταται αρμοδιότητα και για τις δυο ανακοπές και αν αυτές υπάγονται στην ίδια διαδικασία και εφόσον βέβαια η σύγχρονη εκδίκασή τους δεν επιφέρει, κατά την κρίση του δικαστηρίου, σύγχυση (ΑΠ 337/2006 ΝΟΜΟΣ).

 

 

Με την υπό κρίση ανακοπή, το ανακόπτον εκθέτει ότι με βάση δύο τιμολόγια - δελτία αποστολής έκδοσης της καθ' ής και συνολικού ποσού συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ, 14.679,48 Ευρώ και 9.233,64 Ευρώ αντιστοίχως, εκδόθηκε σε βάρος του η υπ’ αριθμ. 11884/2007 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Δικαστηρίου αυτού, με την οποία υποχρεώθηκε να καταβάλει στην καθ' ής τα ανωτέρω ποσά, πλέον τόκων και εξόδων. Στη συνέχεια την 6/11/2007, επιδόθηκε σε αυτό αντίγραφο της ως άνω διαταγής πληρωμής με την από 6/11/2007 επιταγή προς πληρωμή, με την οποία επιτασσόταν να καταβάλει στην καθ' ής, για τις ανωτέρω αιτίες, το συνολικό ποσό των 25.395,44 Ευρώ. Ζητά δε, για τους αναφερόμενους στην ανακοπή λόγους, να ακυρωθεί α) η ως άνω υπ' αριθμ. 11884/2007 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Δικαστηρίου αυτού, β} η από 6/11/2007 επιταγή προς εκτέλεση και γ) συνακολούθως η επισπευδόμενη, δυνάμει της ανωτέρω διαταγής πληρωμής και επιταγής, αναγκαστική εκτέλεση.

 

 

Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα, στο παρόν δικόγραφο, παραδεκτό σωρεύονται ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής του άρθρου 632 παρ.1 ΚΠολΔ, και ανακοπή κατά συγκεκριμένων πράξεων της εκτέλεσης (επιταγή |προς εκτέλεση) του άρθρου 933 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 218 παρ 1 παρ. δ' ΚΠολΔ, αμφότερες εκδικάζονται κατά την τακτική διαδικασία, υπό τους κανόνες της οποίας εκδόθηκε η επί της κυρίας αξίωσης εκτελούμενη διαταγή πληρωμής (απαίτηση από τιμολόγια πώλησης) κα* υπάγονται στην υλική (632 παρ.1, 933 παρ.1 ΚΠολΔ) και τοπική αρμοδιότητα του ίδιου δικαστηρίου (584, 933 παρ.2β ΚΠολΔ), η σύγχρονη δε εκδίκαση δεν επιφέρει κατά την κρίση του Δικαστηρίου σύγχυση. Επί πλέον, οι σωρευόμενες στο ίδιο δικόγραφο ανακοπές έχουν ασκηθεί παραδεκτώς, ενόψει του ότι γίνεται επίκληση ενός τουλάχιστον ορισμένου λόγου από τους προβλεπόμενους στο άρθρο 933 ΚΠολΔ και εμπροθέσμως (632 παρ.1 και 934 παρ. 1α ΚΠολΔ), ενόψει του ότι κατ' αρχήν μεν πρώτο απόγραφο εκτελεστό της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής στο τέλος του οποίου υπήρχε η προσβαλλόμενη από 6/11/2007 επιταγή προς εκτέλεση, επιδόθηκε στο ανακότπον την 6/11/2007 (βλ. υπ’ αριθμ. 6724B’/6-11-2007 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Β. Κ.), η υπό κρίση ανακοπή δε, επιδόθηκε στην καθ' ής την 23/11/2007 (βλ. υπ’ αριθμ. 1438803-11-2007 έκθεση επίδοση του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών Χ. Σ.) κατά δεύτερον δε οι προβαλλόμενοι κατά της επισπευδόμενης αναγκαστικής εκτέλεσης λόγοι, αφορούν την εγκυρότητα του εκτελεστού τίτλου και την προδικασία της εκτέλεσης. Kατόπιν τούτου πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο της των λόγων της.

α) Κατά τη διάταξη του άρθρου 94 του Συντάγματος, στο Συμβούλιο της Επικρατείας και τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια υπάγονται οι διοικητικά διαφορές, όπως ο νόμος ορίζει, με την επιφύλαξη των αρμοδιοτήτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Στα πολιτικά δικαστήρια υπάγονται οι ιδιωτικές διαφορές καθώς και υποθέσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας, όπως ο νόμος ορίζει. Σε ειδικές περιπτώσεις και προκειμένου να επιτυγχάνεται η ενιαία εφαρμογή της αυτής νομοθεσίας μπορεί να ανατεθεί με νόμο η εκδίκαση κατηγοριών ιδιωτικών διαφορών στα διοικητικά δικαστήρια ή κατηγοριών διοικητικών διαφορών ουσίας στα πολιτικά δικαστήρια. Στα πολιτικά ή διοικητικά δικαστήρια μπορεί να ανατεθεί και κάθε άλλη αρμοδιότητα διοικητικής φύσης, όπως ο νόμος ορίζει. Περαιτέρω, κατά τις διατάξεις των άρθρων 623 και 624 ΚΠολΔ, μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής πληρωμής για χρηματικές απαιτήσεις, εφόσον η απαίτηση και το οφειλόμενο ποσό αποδεικνύονται με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο, δεν εξαρτάται η απαίτηση από αίρεση, προθεσμία, όρο ή αντιπαροχή το ποσό των χρημάτων που οφείλεται είναι ορισμένο και αυτός προς τον οποίο πρέπει να γίνει επίδοση της διαταγής πληρωμής δεν διαμένει ατό εξωτερικό ή είναι άγνωστης διαμονής. Η δικαιοδοτική διάγνωση χρηματικών απαιτήσεων από γνήσιες διοικητικές συμβάσεις, ναι μεν υπάγεται στη δικαιοδοσία των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων, μπορεί, όμως, ο πολιτικός δικαστής να εκδώσει διαταγή πληρωμής για χρηματική αξίωση, ακόμη και αν η υποκείμενη σχέση είναι δημοσίου δικαίου, με την προϋπόθεση ότι συντρέχουν οι ως άνω θετικές και αρνητικές προϋποθέσεις των άρθρων 623 και 624 ΚΠολΔ, διότι η διαταγή πληρωμής εκδίδεται όχι από δικαστήριο, αλλά από δικαστικό λειτουργό που ενεργεί ατομικώς και όχι συγκροτώντας δικαστήριο και δεν παραβιάζονται έτσι οι συνταγματικές διατάξεις για τον χωρισμό των δικαιοδοσιών, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 94 του Συντάγματος (ΕφΑθ 3921/2007 ΕΦΑΔ 2008.832, ΕφΑθ 4486/2006 ΝοΒ 2007,679). Με τον πρώτο λόγο της ανακοπής του το ανακόπτον ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής εκδόθηκε επί διαφοράς που ανέκυψε κατά την εκτέλεση σύμβασης προμήθειας, η οποία, δεδομένου ότι το ένα εκ των συμβαλλομένων μερών τυγχάνει ΝΠΔΔ, που εξυπηρετεί δημόσιο σκοπό, είναι διοικητική σύμβαση και συνιστά διοικητική διαφορά ουσίας και ως εκ τούτου αρμόδιο γ« την επίλυση της σχετικής διαφοράς, κατ’ άρθρο 1 παρ. 1, 2 εδ. ι και 7 παρ. 1,2,3 Ν. 1406/1983, σε συνδυασμό με το άρθρο 6 παρ. 2 KΔΔ, είναι το Διοικητικό Εφετείο. Ο λόγος αυτός, όμως, πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμος, σύμφωνα και με την ανωτέρω μείζονα σκέψη, διότι η διαταγή πληρωμής εκδίδεται μόνο από τον δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου των πολιτικών δικαστηρίων, ο οποίος λειτουργεί ατομικώς και όχι με την ιδιότητα του συγκροτηθέντος κατά νόμο δικαστηρίου, δεν αποτελεί δε δικαστική απόφαση, αλλά εκτελεστό τίτλο. Συνεπώς δεν παραβιάζονται οι συνταγματικές διατάξεις για τον ορισμό των δικαιοδοσιών (δικαιοδοσία δε νοείται η εξουσία των δικαστηρίων νια δεσμευτική διάγνωση των υπό την κρίση τους δικαιωμάτων), όταν ο δικαστής του πολικού δικαστηρίου εκδίδει διαταγή πληρωμής σχετικά με χρηματική απαίτηση, η δικαστική διάγνωση της οποίας υπάγεται στην δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων. Εξάλλου η ανακοπή του άρθρου 632 παρ.1 ΚΠολΔ κατά διαταγής πληρωμής που έχει αιτία διοικητική διαφορά, υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, διότι ο έλεγχος της ορθότητας της έκδοσης διαταγής πληρωμής, η οποία εντάσσεται στην άσκηση δικαστικής και όχι διοικητικής αρμοδιότητας του δικαστικού λειτουργού της πολιτικής δικαιοδοσίας, ανήκει υποχρεωτικά στα όργανα που ανήκουν στον ίδιο δικαιοδοτικό κλάδο. Επί πλέον και ενόψει του ότι η αναγκαστική εκτέλεση για την ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων κατά του δημοσίου, που γίνεται με κατάσχεση της ιδιωτικής του περιουσίας, διέπεται, ως ιδιωτική διαφορά, από τις γενικές περί αναγκαστικής εκτέλεσης διατάξεις του ΚΠολΔ, μεταξύ ίων οποίων και οι διατάξεις που αφορούν τις αντιρρήσεις κατά του κύρους των πράξεων της αναγκαστικής εκτέλεσης (άρθρο 933, 936 ΚΠολΔ), δικαιοδοσία για την εκδίκαση των αντιρρήσεων του άρθρου 933 ΚΠολΔ, κατά της επισπευδόμενης αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του δημοσίου ή ΝΠΔΔ που εξομοιώνονται με αυτό, έχουν επίσης τα πολιτικά δικαστήρια και όχι τα τακτικά δικαστήρια (ΟλΣτΕ 2490/2006 Αρμ 2006.98, ΕφΑθ 3921/2007 και ΕφΑθ 4486/2006 ο.π.).

β) Με τον δεύτερο λόγο της ανακοπής του το ανακόπτον ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής πρέπει να ακυρωθεί βάσει της διάταξης του άρθρου 1 Ν, 3068/2002, όπως το τελευταίο εδάφιο αυτού προστέθηκε με άρθρο 20 Ν. 3301/2004, που ορίζει ότι δεν εκτελούνται σε βάρος του δημοσίου οι εκτελεστοί τίτλοι που αναφέρονται στις περιπτώσεις των εδαφίων γ-ζ της παρ 2 του άρθρου 904 ΚΠολΔ (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι διαταγές πληρωμής). Η νομοθετική αυτή όμως ρύθμιση, που απαγορεύει την εκτέλεση διαταγής πληρωμής σε βάρος του δημοσίου, αντίκειται στις διατάξεις του άρθρου 94 παρ. 4 του Συντάγματος, σύμφωνα με το οποίο οι δικαστικές αποφάσεις εκτελούνται αναγκαστικά και κατά του δημοσίου, των ΟΤΑ και των ΝΠΔΔ, σε εκτέλεση του οποίου εκδόθηκε ο Ν. 3068/2002, στο άρθρο 1 του οποίου ορίζεται ότι το δημόσιο, οι ΟΤΑ και λοιπά ΝΠΔΔ έχουν υποχρέωση να συμμορφώνονται προς τις δικαστικές αποφάσεις και να προβαίνουν σε όλες τις ενέργειες για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων τους από αυτές και την εκτέλεση τους, καθώς και στις διάταξες των άρθρων 20 παρ. 1, 95 παρ.5 αυτού σε συνδυασμό με τα άρθρα 6 παρ.1, 13 ΕΣΔΑ και 1 Α'   Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, σύμφωνα με τις οποίες στο κανονιστικά περιεχόμενο του θεμελιώδους δικαιώματος της δικαστικής προστασίας, περιλαμβάνεται εκτός από την οριστική και προσωρινή δικαστική προστασία και η αναγκαστική εκτέλεση, ως ισότιμη μορφή δικαστικής προστασία. Συνεπώς υπάρχει υποχρέωση της διοίκησης να συμμορφώνεται και στους ανωτέρω τίτλους μεταξύ των οποίων και η διαταγή πληρωμής και επιτρέπεται η αναγκαστική εκτέλεση κατά του δημοσίου και των λοιπών ΝΠΔΔ, στα οποία έχουν επεκταθεί τα προνόμια αυτού, για την ικανοποίηση των χρηματικών απαιτήσεων που πηγάζουν από κάθε αιτία, με βάση τους αναφερόμενους στον ΚΠοΛΔ εκτελεστούς τίτλους (άρθρα 004, 900 ΚΠολΔ), ενόψει και της δυνατότητας καθοριστικής επέμβασης της δικαιοδοτικής λειτουργίας στις περιπτώσεις που αναφύονται αμφισβητήσεις κατά τη διάρκεια της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης (ΕφΑθ 1837/2007 Νοβ 2007.1143, ΕφΑθ 4488/2006 οπ).

Επομένως, από τα ανωτέρω έπεται ότι δεν εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 1 εδ. τελευτ. Ν 3068/2002 και ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί ο λόγος αυτός της ανακοπής ως νόμω αβάσιμος.

γ) Με τον τρίτο λόγο της ανακοπής του, το ανακόπτον ισχυρίζεται ότι οι τόκοι τους οποίους επιτάσσεται να καταβάλει με την ανακοπτόμενη επιταγή προς πληρωμή έχουν υπολογισθεί παρανόμως με επιτόκιο που υπερβαίνει το νόμιμο, που για τα ΝΠΔΔ ανέρχεται στο 6% και κατ' αυτόν τον τρόπο, η καθ’ ης το επιτάσσει σε καταβολή ποσού 778,32 Ευρώ για τόκους κεφαλαίου 23.913,12 Ευρώ, από την επομένη της παρέλευσης της προθεσμίας που τάχθηκε στο από 25/7/2007 εξώδικό της, αντί του ορθού ποσού 358 Ευρώ. Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι επίσης μη νόμιμος και εντεύθεν απορριπτέος, καθώς η διάταξη της παραγράφου 2 του άρθρου 7 ν.δ 496/1974 «περί λογιστικού των ΝΠΔΔ» με την οποία ορίζεται ότι ο νόμιμος τόκος και ο της υπερημερίας τόκος κάθε οφειλής νομικού προσώπου ανέρχεται σε 6% ετησίως, εισάγει προνομιακή υπέρ των ΝΠΔΔ εξαίρεση, αφού καθιερώνεται ευνοϊκότερη υπέρ των τελευταίων, άνιση όμως μεταχείριση και έρχεται σε αντίθεση με το άρθρο 1 του πρώτου πρόσθετου στην ΕΣΔΑ, πρωτοκόλλου (βλ. 22-5/2008 απόφαση ΕΔΔΑ με την οποία καταδικάζεται η Ελλάδα για τηv εφαρμογή της διάταξης αυτής, δημ. Δίκη 2008.704 και 1095), που υπερισχύει, κατά συνταγματική επιταγή, από κάθε αντίθετη διάταξη νόμου (αρ.28 παρ.1 Σ) και ως εκ τούτου δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής. Σημειωτέον ότι το ανακόπτον, δεν επικαλείται τη συνδρομή λόγων γενικότερου δημοσίου ή κοινωνικού συμφέροντος, που να δικαιολογούν, εν προκειμένω, την εφαρμογή της ανωτέρω ρύθμισης.

 

 

Κατ' ακολουθίαν των παραπάνω και αφού δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα στην υπό κρίση ανακοπή, πρέπει αυτή να απορριφθεί στο σύνολό| της, ως νόμω αβάσιμη, να επικυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής και να καταδικασθεί το ανακόπτον στα δικαστικά έξοδα της καθ' ης. η οποία υπέβαλε σχετικό αίτημα, λόγω της ήττας του, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό (αρ. 176 και 191 παρ.2 ΚΠολΔ).

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕ! τις σωρευόμενες στο ίδιο δικόγραφο ανακοπές των άρθρων 632 παρ. 1 ΚΠολΔ και 933 ΚΠολΔ.

 

ΕΠΙΚΥΡΩΝΕΣ τη με αριθμό 11884/2007 διαταγή πληρωμής του Δικαστή αυτού του Δικαστηρίου.

 

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του ανακόπτοντος τη δικαστική δαπάνη της καθ’ ής η ανακοπή, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων είκοσι (520) Ευρώ.

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στην Αθήνα, χωρίς την παρουσία των διαδίκων ή των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, την 29.6.2009.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ