ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ 2446/2003

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Έκτακτοι Δημοσίου - Διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου - Αντίθεση σε Οδηγία 1999/70/ΕΚ -.

 

Η διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 εδ. α' Π.Δ. 81/2003 διευρύνοντας τη δυνατότητα σύναψης συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, υπερβαίνει τους αντικειμενικούς λόγους που έχει δεχθεί η νομολογία ως δικαιολογητικούς της ορισμένης διάρκειας της σύμβασης εργασίας, δηλαδή τους εξαρτώμενους από το είδος ή τη φύση της παρεχόμενης εργασίας ή από το είδος ή τις ανάγκες της επιχείρησης ή ακόμη από τις ανάγκες ή το συμφέρον του μισθωτού και αναγνωρίζει ως αντικειμενικούς και λόγους οι οποίοι από τη φύση τους, δεν δικαιολογούν την κατάρτιση συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου, όπως π.χ. ότι ο εργαζόμενος αμείβεται από πιστώσεις του κρατικού προϋπολογισμού ή προϋπολογισμού ν.π.δ.δ. προοριζόμενες (οι πιστώσεις) για εργασία ορισμένου χρόνου ή ότι αφορά διευθυντικό ή επιστημονικό προσωπικό, ή ότι επιβάλλεται από οιαδήποτε διάταξη νομού ή κανονιστική διάταξη, όπως συμβαίνει με τη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 1, 2 Ν. 2190/94 που επιτάσσει την απασχόληση προσωπικού υπό το Δημόσιο και τα ν.π.δ.δ. για πρόσκαιρες, απρόβλεπτες και επείγουσες ανάγκες μόνον με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου (σύμβαση 8μηνη κατ' ανώτατο όριο διάρκειας μέσα σε συνολικό χρόνο 12 μηνών, η παράταση της οποίας ή η σύναψη νέας τέτοιας κατά το αυτό ημερολογιακό έτος ή η μετατροπή της σε σύμβαση αορίστου χρόνου είναι άκυρες) και περιλαμβάνεται ήδη με παρεμφερή διατύπωση στο άρθρο 103 παρ. 8 του ισχύοντος Συντάγματος, αντίκειται στην 1999/70 κοινοτική Οδηγία, η οποία ενσωματωθείσα με το παραπάνω Π.Δ. στην εσωτερική έννομη τάξη υπερισχύει εκείνων.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

   Αποτελούμενο από τον Δικαστή, Γεώργιο Κόκκορη, Πρόεδρο Πρωτοδικών, (εκτελούντα χρέη Πρωτοδίκη), τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοικήσεως του Πρωτοδικείου Αθηνών και την Γραμματέα Φρειδερίκη Τσόκαρα.

   Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του, στις 23 Οκτωβρίου 2003, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

   Των εναγόντων: 1) - 34) ...

   Του εναγομένου: Του Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπουμένου, υπό του Υπουργού Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, το οποίο εκπροσώπησε ο δικαστικός αντιπρόσωπος του ΝΣΚ Χαράλαμπος Τσόγκας.

   Οι ενάγοντες με την από 9 Ιουνίου 2003 αγωγή τους που κατατέθηκε με αριθμό 87597/2143/'2003 προσδιορίστηκε για την παραπάνω δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο ζητούν να γίνει δεκτή.

   Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως οι πληρεξούσιοι δικηγόροι αναφέρθηκαν στις έγγραφες προτάσεις τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ' αυτές και στα πρακτικά.

   ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

   ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

   Με την κρινόμενη από 9.6.2003 αγωγή, η οποία θεωρείται πως δεν ασκήθηκε ως προς τις 5η, 16η, 23η 24η, 30η και 34η των εναγουσών, οι οποίες παραιτήθηκαν από το δικόγραφο της με δήλωση του πληρεξουσίου τους δικηγόρου που καταχωρίσθηκε στα πρακτικά (294, 295, 297 ΚΠολΔ), οι λοιποί ενάγοντες (29) επικαλούμενοι ότι παρείχαν τις υπηρεσίες τους στο εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο απασχολούμενοι στο Υπουργείο Οικονομικών - Γενική Γραμματεία Πληροφορικών Συστημάτων κατά περίπτωση με την εκτέλεση έργων της εισαγωγής στοιχείων για την υλοποίηση των έργων στα πλαίσια του Ε. Π "Κλεισθένης", ολοκλήρωσης ένταξης των χειρογράφων Δ.Ο.Τ. της χωράς στο έργο TAXIS, ανάπτυξης του έργου ICIS για τη μηχανογραφική λειτουργία των Τελωνείων της χώρας κοκ, ανάπτυξης των εφαρμογών του Γ.Λ.Κ., με έγγραφες συμβάσεις, που ναι μεν επιγράφονταν ως τέτοιες μίσθωσης έργου, όμως ήταν κατ' ουσίαν διαδοχικές συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου που δεν δικαιολογούνταν ως τέτοιες κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα, ζητούν να αναγνωρισθεί ότι συνδέονται με το εναγόμενο με μία ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου από τότε που αναλυτικά εκθέτουν.

   Η αγωγή αυτή αρμόδια εισάγεται στο Δικαστήριο αυτό (άρθρα 16 αρ. 2. 25 παρ. 2 ΚΠολΔ) κατά την προκείμενη ειδική διαδικασία των άρθρων 663 επ. ΚΠολΔ και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατά τη νομική και ουσιαστική της βασιμότητα.

   1. Από τις διατάξεις των άρθρων 648, 652 ΑΚ και 6 του Ν. 765/43, που κυρώθηκε με την 324/46 Π.Υ.Σ. και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 38 ΕισΝΑΚ, προκύπτει ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάρχει όταν κατά τους όρους της σχετικής συμφωνίας των μερών οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην εργασία που συμφωνήθηκε να παρέχει ο μισθωτός και οι παρεχόμενες από τα συμβληθέντα εργοδότη οδηγίες αναφορικά με τον τρόπο, τον τόπο και το χρόνο παροχής της εργασίας είναι δεσμευτικές για τον εργαζόμενο, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να τις ακολουθεί και να δέχεται την άσκηση ελέγχου για τη διαπίστωση της συμμόρφωσης του προς αυτές και της επιμελούς και σύμφωνης προς τις οδηγίες εκτελέσεως της εργασίας που του έχει ανατεθεί. Η παραπάνω σύμβαση διακρίνεται από τη σύμβαση μισθώσεως έργου (681 ΑΚ) που αποσκοπεί στην επίτευξη του συμφωνηθέντος τελικού αποτελέσματος, η πραγμάτωση του οποίου συνεπάγεται την αυτόματη λύση της σύμβασης (ΑΠ 43/97 ΔΕΝ 53.945, ΑΠ 1497/95 ΔΕΝ 53.952, ΑΠ 473/94 ΔΕΝ 51.270, ΑΠ 947/92 ΔΕΝ 50.283, ΕφΘεσ 1093/94 ΔΕΝ 51.273). Ο χαρακτηρισμός της σύμβασης γίνεται, μετά από εκτίμηση όλων των περιστάσεων από το Δικαστήριο, ανεξάρτητα από την ονομασία που έδωσαν σ' αυτήν τα συμβληθέντα μέρη (ΑΠ 1026/90 ΔΕΝ 48.470, ΕφΑθ 5020/95 ΕλλΔ/νη 37.1634, ΕφΑθ 1670/98 ΕλλΔ/νη 39.630, ΕφΠατρ 360/96 ΔΕΝ 53.964) με βασικό κριτήριο τη νομική - προσωπική εξάρτηση του μισθωτού (ΑΠ 177/99 ΕλλΔ/νη 40.1056, ΑΠ 45/97 ΔΕΝ 53.947, ΑΠ 1247/94 ΔΕΝ 51.272, ΑΠ 475/93 ΔΕΝ 49.1054, Δ. Ζερδελή ΔΕΝ 51.1121 επ.) και σύμφωνα με το όλο περιεχόμενο της σύμβασης ερμηνευόμενο όπως απαιτεί η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη (ΕφΑθ 9157/98 ΕλλΔικ 40.1144), ενώ δεν είναι προσδιοριστικό στοιχείο της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας ο τρόπος προσδιορισμού και καταβολής στο μισθωτό του μισθού, (ΑΠ 127/98 ΔΕΝ 56.192, ΕφΑθ 11179/91 Ελλλ/νη 34.174, ΕφΑθ 9285/89 ΕλλΔ/νη 32.589), ούτε χαρακτηρίζεται η σύμβαση ως τέτοια (εξαρτημένης εργασίας) ή όχι μόνον από άλλα δευτερεύοντα στοιχεία π.χ. ασφάλιση, έκδοση δελτίων παροχής υπηρεσιών κλπ. (ΑΠ 43/97 ΔΕΝ 53.945, ΕφΠειρ 235/95 ΔΕΝ 53.966).

   2. Από το άρθρο 249 παρ. 1, 3 της Ενοποιημένης απόδοσης της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (πρώην άρθρο 189 παρ. 1, 3), προκύπτει σαφώς ότι οι Οδηγίες που εκδίδουν προς εκπλήρωση των καθηκόντων τους τα αρμόδια όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο από κοινού με το Συμβούλιο, το Συμβούλιο ή η Επιτροπή) αποτελούν παράγωγο κοινοτικό δίκαιο και δεσμεύουν κάθε κράτος - μέλος της Ένωσης στο οποίο απευθύνοντας όσον αφορά το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, αλλά αφήνουν την επιλογή του τύπου και των μέσων στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών. Έτσι οι Οδηγίες απευθύνονται όχι απ' ευθείας στους ιδιώτες θεσπίζοντας δικαιώματα και υποχρεώσεις τους, αλλά μόνον προς τα κράτη-μέλη της Ε.Ε., αφού μόνον αυτά έχουν τη δυνατότητα να λάβουν τα μέτρα με τα οποία θα καταστεί εφικτή η επίτευξη του, επιδιωκομένου αποτελέσματος. Το κράτος - μέλος που είναι αποδεκτής της Οδηγίας έχει την υποχρέωση να πραγματοποιήσει το αποτέλεσμα αυτό μέσα στην τασσόμενη προθεσμία, με μέσα και τύπο όμως τα οποία το ίδιο θα επιλέξει (Νόμο, Προεδρικό Διάταγμα, Υπουργική απόφαση και εν γένει κανόνες δικαίου της εθνικής έννομης τάξης). Αν η Οδηγία περιέχει κανόνες σαφείς και ορισμένους που δεν έχουν μεταφερθεί στο εθνικό δίκαιο, δεκτικούς απ' ευθείας εφαρμογής, δηλαδή οι διατάξεις της είναι χωρίς αιρέσεις, επιφυλάξεις, περιθώρια επιλογής και επαρκώς ακριβείς, ώστε να καθίσταται δυνατό στα εθνικά δικαστήρια να προσδιορίσουν το ακριβές περιεχόμενο του δικαιώματος, το δικαιούχο και τον υπόχρεο αυτού καθώς και τον τρόπο άσκησης του, τότε υπάρχει η δυνατότητα στους ιδιώτες να την επικαλεσθούν έναντι του κράτους, ενώ η παράλειψη του εθνικού νομοθέτη να την εκτελέσει εμπρόθεσμα συνεπάγεται την άμεση ισχύ της στην εσωτερική έννομη τάξη του παραλήπτη της κράτους-μέλους, με ισχύ όμως μόνον οριζόντια έναντι αυτού και όχι κάθετη έναντι και των ιδιωτών, η οποία (άμεση οριζόντια ισχύς Οδηγίας) ολοκληρώνεται με την έκδοση πράξεως του εθνικού νομοθέτη που μετατρέπει την Οδηγία σε κανόνα του εσωτερικού δικαίου. Σε περίπτωση που οι διατάξεις της Οδηγίας δεν είναι σαφείς, επαρκείς και ανεπιφύλαχτες και επομένως δεν μπορούν να εφαρμοσθούν, οι ιδιώτες μπορούν να προσφύγουν στα εθνικά δικαστήρια και να ζητήσουν από το κράτος-μέλος αποζημίωση για τη ζημία που υπέστησαν λόγω της μη μεταφοράς της οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο του. Ο εθνικός νομοθέτης δεν έχει την εξουσία να μεταβάλει τις διατάξεις της Οδηγίας, διότι τότε παραβιάζει το κοινοτικό δίκαιο, το οποίο υπερισχύει κάθε άλλης αντίθετης διάταξης του εσωτερικού δικαίου κατ' άρθρο 28 παρ. 1 Σ., βάσει του οποίου η Ελλάδα προσχώρησε στις ευρωπαϊκές κοινότητες από 1.1.1981 δυνάμει της από 28.5.1979 συνθήκης προσχωρήσεως της Ελλάδος στην Ε.O.K., που κυρώθηκε με το Ν. 945/79, (Β' Τακτική Ολ. ΑΠ 23/98 ΕλλΔνη 39.793, ΑΠ 1330/2000 ΕλλΔνη 43.387, άρθρο-μελέτη Αικ. Συγγενιώτου ΔΕΝ 56.419 επ.), ακόμη και του Συντάγματος κατά τα άρθρα 2, 10 (πρώην 5) της Ενοποιημένης Απόδοσης της Συνθήκης περί Ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΔΕΚ 6/64 Da Costa - ENEL II, 2, ΔΕΚ 34/73 Frateli Variola S.p.A. Administratione delle Finanzie dell Italia 88, 4, ΔΕΚ 106/77 Administratione delle Finanzie dello Stato Simmenthal 413, 7, ΔΕΚ 118/75 L. Watson A. Belmarm 549, 5, ΔΕΚ 40/69 P. Bollamann - Hauptdollmant - Hamburg - Oberelle 586, 2, ΔΕΚ 11/70 Handelsgese;;schaft - Einfuhr und Vorratsstelle fur Getreide 32, 3, Κ. Κεραμεύς "Σύνταγμα, Εθνικός Δικαστής και Κοινοτικό Δίκαιο" σε "Προσχώρηση και συμμετοχή της Ελλάδος στις Ευρωπαϊκές κοινότητες". Βιβλιοθήκη Διεθνούς και Ευρωπαϊκού Οικονομικού Δικαίου 9 (1987) σελ. 81, Α. Καλογερόπουλος "Η αρχή της υπεροχής του Ευρωπαϊκού Κοινοτικού Δικαίου έναντι του δικαίου των κρατών μελών" Το Σ 6 σελ. 6, 30 & 55, Π. Δαγτόγλου "Ευρωπαϊκό κοινοτικό Δίκαιο Ι σελ. 79 & 247, θ. Αλαμανής ΝοΒ 41 σελ. 602 επ., Αικ. Συγγενιώτου οπ. παρ. σελ. 429, αντιθ. Ε. Ρούκουρας "Διεθνές Δίκαιο Ι, 1982 σελ 21, Μ. Σταθόπουλος "Οικονομική ελευθερία" οικονομικό σύστημα και Σύνταγμα" Το Σ 7 σελ. 531 επ., Ι. Αραβαντινός "Εισαγωγή στην επιστήμη τον δικαίου" 1983, σελ. 118 επ.).

   3. Περαιτέρω με το άρθρο 5 της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ τον Συμβουλίου της 28.6.1999, σχετικά με τη συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη την 18.3.1999 από τη CES, τη UNISE και το CEEP (μεγάλες διεπαγγελματικές οργανώσεις γενικού χαρακτήρα) προβλέφθηκαν ως μέτρα για την αποφυγή κατάχρησης τα ακόλουθα: "1. Για να αποτραπεί η κατάχρηση που μπορεί να προκύψει από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, τα κράτη-μέλη, ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, συλλογικές συμβάσεις ή πρακτική, ή και οι κοινωνικοί εταίροι, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα, για την πρόσληψη των καταχρήσεων λαμβάνουν κατά τρόπο που λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες ειδικών τομέων ή και κατηγοριών των εργαζομένων, ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα μέτρα: α) αντικειμενικούς λόγους που να δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας, β) τη μέγιστη συνολική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, γ) τον αριθμό των ανανεώσεων τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας. 2. Τα κράτη - μέλη ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους ή και οι κοινωνικοί εταίροι καθορίζουν, όταν χρειάζεται, υπό ποίες συνθήκες ή συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, α) θεωρούνται "διαδοχικές", β) χαρακτηρίζονται συμβάσεις ή σχέσεις αορίστου χρόνου". Ακόμη προβλέφθηκε στην παραπάνω Οδηγία ως καταληκτικός χρόνος προσαρμογής σ' αυτήν της νομοθεσίας των κρατών - μελών η 10.7.2001.

   4. Με το άρθρο 4 του ΠΔ 81/2003 (Φ.Ε.Κ. 77ΛΑ 72Α 2003), που εκδόθηκε προς προσαρμογή της Ελληνικής νομοθεσίας στην παραπάνω Οδηγία, θεσπίσθηκε η αρχή της μη διάκρισης, δηλαδή της μη επιτρεπόμενης δυσμενέστερης αντιμετώπισης των εργαζομένων με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου έναντι συγκρίσιμων εργαζομένων αορίστου χρόνου, ενώ με το άρθρο 5 του ιδίου Π.Δ. θεσπίσθηκαν κανόνες προστασίας εργαζομένων και αποφυγής καταστρατηγήσεων σε βάρος τους και ορίσθηκαν στην παράγραφο 1 εδάφιο α' του πιο πάνω άρθρου ως αντικειμενικοί λόγοι, που δικαιολογούν τη χωρίς περιορισμό σύναψη ή ανανέωση συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, ενδεικτικά οι ακόλουθοι: 1) οι συνδεόμενοι με τη μορφή, το είδος ή τη δραστηριότητα ίου εργοδότη ή της επιχείρησης, 2) οι αφορώντες ειδικούς λόγους ή ανάγκες, εφόσον τα στοιχεία αυτά προκύπτουν αμέσως ή εμμέσως από τη σύμβαση εργασίας (π.χ. προσωρινή αναπλήρωση μισθωτού, εκτέλεση εργασιών παροδικού χαρακτήρα, προσωρινή σώρευση εργασίας, εκπαίδευση ή κατάρτιση μισθωτού, διευκόλυνση μετάβασης του εργαζόμενου σε συναφή απασχόληση, πραγματοποίηση συγκεκριμένου έργου ή προγράμματος ή συνδεόμενη - με συγκεκριμένο γεγονός), 3) είναι αποτέλεσμα δικαστικού συμβιβασμού, 4) επιβάλλεται από διάταξη νόμου ή κανονιστική διάταξη, 5) αν εξυπηρετεί την υποβολή σε δοκιμασία, 6) ο εργαζόμενος αμείβεται από πιστώσεις του κρατικού προϋπολογισμού ή προϋπολογισμού ν.π.δ.δ. που προορίζονται για εργασία ορισμένου χρόνου, 7) η ανάγκη της εκμετάλλευσης για παροχή εργασίας υφίσταται μόνον προσωρινά, 8) η ιδιομορφία της εργασιακής σχέσης ή οι κείμενοι στο πρόσωπο του εργαζομένου λόγοι δικαιολογούν την ορισμένη διάρκεια, 9) πρόκειται για Διευθυντικά Στελέχη ή Ειδικό Επιστημονικό Προσωπικό, 10) πρόκειται για απασχολήσεις εποχιακού χαρακτήρα ή κάλυψης εποχιακών αναγκών. Από τη προαναφερθείσα πολλαπλή απαρίθμηση της διατάξεως του άρθρου 5 παρ. 1 εδ. α' του Π.Δ. 81/2003 συνάγεται ότι η κατάρτιση ή ανανέωση συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου επιτρέπεται κατ' ουσίαν σε κάθε περίπτωση κατά την οποία η ορισμένη διάρκεια της σύμβασης εργασίας δικαιολογείται από όλους τους αντικειμενικούς λόγους που έχει δεχθεί η νομολογία, δηλαδή εξαρτώμενους από το είδος ή τη φύση της παρεχόμενης εργασίας ή από το είδος ή τις ανάγκες της επιχείρησης ή ακόμη από τις ανάγκες ή το συμφέρον του μισθωτού (άρθρο - μελέτη Γ. Λεβέντη ΔΕΝ 56.833 επ.). Επί πλέον όμως η προαναφερθείσα διάταξη του Π.Δ. 81/2003 υπερβαίνει τους αντικειμενικούς λόγους που έχει δεχθεί η νομολογία διευρύνοντας τη δυνατότητα σύναψης συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου και αναγνωρίζει ως αντικειμενικούς και λόγους οι οποίοι από τη φύση τους, δεν δικαιολογούν την κατάρτιση συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου, όπως π.χ. ότι ο εργαζόμενος αμείβεται από πιστώσεις του κρατικού προϋπολογισμού ή προϋπολογισμού ν.π.δ.δ. προοριζόμενες (οι πιστώσεις) για εργασία ορισμένου χρόνου ή ότι αφορά διευθυντικό ή επιστημονικό προσωπικό (άρθρο-μελέτη Γ. Λεβέντη ΔΕΝ 59.817 επ.), ή ότι επιβάλλεται από οιαδήποτε διάταξη νομού ή κανονιστική διάταξη, όπως συμβαίνει με τη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 1, 2 Ν. 2190/94 που επιτάσσει την απασχόληση προσωπικού υπό το Δημόσιο και τα ν.π.δ.δ. για πρόσκαιρες, απρόβλεπτες και επείγουσες ανάγκες μόνον με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου (σύμβαση 8μηνη κατ' ανώτατο όριο διάρκειας μέσα σε συνολικό χρόνο 12 μηνών, η παράταση της οποίας ή η σύναψη νέας τέτοιας κατά το αυτό ημερολογιακό έτος ή η μετατροπή της σε σύμβαση αορίστου χρόνου είναι άκυρες) και περιλαμβάνεται ήδη με παρεμφερή διατύπωση στο άρθρο 103 παρ. 8 του ισχύοντος Συντάγματος, αντίκειται στην προαναφερθείσα κοινοτική Οδηγία, η οποία ενσωματωθείσα με το παρακάνω Π.Δ. στην εσωτερική έννομη τάξη υπερισχύει εκείνων κατά τα προεκτεθέντα.

   Από τα έγγραφα, που οι διάδικοι νόμιμα προσκομίζουν και επικαλούνται (μάρτυρες δεν εξετάστηκαν) και απ' όσα συνομολογούνται (261 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα:

   Οι 29 ενάγοντες ως προς τους οποίους εισάγεται η κρινόμενη αγωγή απασχολήθηκαν από το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο στο Υπουργείο Οικονομικών - Γενική Γραμματεία Πληροφορικών Συστημάτων με ειδικότερο αντικείμενο απασχόλησης κατά περίπτωση την εκτέλεση έργων της εισαγωγής στοιχείων για την υλοποίηση των έργων στα πλαίσια του Ε.Π. "Κλεισθένης" (TAXIS, I.C.I.S., Ο.Π.Σ., Μ.Τ.Π.Υ., Κληροδοτημάτων, Βάση Νομικών Πληροφοριών), ολοκλήρωσης ένταξης των χειρογράφων Δ.Ο.Υ. της χώρας στο TAXIS ανάπτυξης του ICIS για τη μηχανογραφική λειτουργία των Τελωνείων της χώρας, ανάπτυξης των εφαρμογών Γ.Λ.Κ.  (θησαυροφυλάκιο - Συντάξεις - Μισθοδοσία), εισαγωγής στοιχείων από μηχανογραφικά παραστατικά προετοιμαζόμενα από το Κ.Ε.Π.Υ.Ο. με επαλήθευσή τους και ενημέρωσης του "ΠΕΡΙΟΥΣΙΟΛΟΓΙΟΥ" με έγγραφες συμβάσεις ορισμένου χρόνου (ετήσιες ή εξάμηνες κατά περίπτωση), που διαδοχικά ανανεώνονταν (για παρόμοιο χρόνο), η 1η (Α.Δ.) από 20.6.2002, η 2η (Γ.Θ.) από 21.9.2001, ο 3ος (Λ.Α.) από 21.9.2001, ο 4ος (Μ.Η.) από 21.9.2001, ο 6ος (Μ.Ν.) από 17.8.1999, η 7η (Ν.Θ.) από 17.8.1999, η 8η (Ο.Ε.) από 25.10.1999, η 9η" (Π.Β.) από 17.8.1999, η 10η (Π.Α.) από 21.9.2001, η 11η (Π.Α.-Α.) από 17.8.1999, η 12η (Π.Β.) από 14.4.1998, η 13η (Π.Ε.) από 6.9.1999, η 14η (Π.Μ.) από 15.4.1998, ο 15ος (Π.Κ.) από 12.4.1998, η 17η (Π.Β.) από 6.9.1999, ο 18ος (Π.Γ.) από 14.4.1998, η 19η (Ρ.Λ.) από 14.4.1998, η 20η (Σ.Θ.) από 14.4.1998, η 21η (Σ.Κ.) από 15.4.1998, η 22η (Σ.Α.) από 28,4.1998, η 25η (Τ.Σ.) από 14.4.1998, ο 26ος (Τ.Ι.) από 14.4.1998, ο 27ος (Τ.Π.) από 14.4.1998, η 28η (Τ.Ε.) από 17.8.1999, ο 29ος (Τ.Ν.) από 14.4.1998, ο 31ος (Χ.Α.) από 1.9.1999, η 32η (Χ.Κ.) από 17.8.1999 και ο 33ος (Χ.Ν.) από 14.4.1998. Όλες οι συμβάσεις των εναγόντων (τόσον αρχική όσον και οι διαδοχικά αναπαυμένες) επιγράφονταν ως συμβάσεις μίσθωσης έργου και εκείνοι ως ανάδοχοι έργου αμειβόμενοι με βάση τον αριθμό των πραγματοποιούμενων κατά μήνα δακτυλισμών. Όμως, εφόσον το εναγόμενο ενόψει των αυξημένων αναγκών του Υπουργείου Οικονομικών - Γενική Γραμματεία Πληροφορικών Συστημάτων για την εν γένει ηλεκτρονική μηχανοργάνωση απέβλεπε στην εργασία των εναγόντων, οι οποίοι τελούσαν υπό τον έλεγχο, την εποπτεία και τις οδηγίες του σε σχέση με τον τόπο, τον τρόπο και το χρόνο της παροχής της εργασίας τους, κρίνεται ότι υπήρχε νομική - προσωπική εξάρτηση τους από εκείνο και ότι οι ανωτέρω συμβάσεις τους είχαν το χαρακτήρα συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, ενώ είναι σύμφωνος με τον πιο πάνω χαρακτηρισμό των συμβάσεών τους ο προαναφερθείς τρόπος καταβολής του μισθού τους (αμοιβή κατά μονάδα εργασίας) κατ' άρθρο 648 παρ. 2 ΚΠολΔ. Οι διαδοχικές ανανεώσεις όμως των παραπάνω συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου των εναγόντων, οι οποίες εξακολουθούσαν να ισχύουν και κατά την 2.4.2003, οπότε ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο με το Π.Δ. 81/2003 η Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28.6.1999, δεν δικαιολογούνταν έκτοτε από λόγους αντικειμενικούς, εφόσον οι ενάγοντες πρόσφεραν στο εναγόμενο τις υπηρεσίες τους καλύπτοντας πάγιες και διαρκείς ανάγκες του, αφού το τελευταίο χρειαζόταν διαρκώς και σταθερά εξειδικευμένο προσωπικό στην ηλεκτρονική μηχανοργάνωση του Υπουργείου Οικονομικών - Γενική Γραμματεία Πληροφορικών Συστημάτων για την έγκαιρη και ορθή αντιμετώπιση της σωρείας των εκάστοτε ανακυπτόντων θεμάτων στους τομείς ευθύνης του (Δ.Ο.Υ., Τελωνεία, Γ.Λ.Κ. κλπ.), έγιναν δε καταχρηστικά για να καταστρατηγηθεί σε βάρος τους από το εναγόμενο η προστασία τους κατά παράβαση της προαναφερθείσας αρχής της μη διάκρισης τους σε σχέση με τους εργαζομένους σ' εκείνο με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου. Εξάλλου πρέπει να παρατηρηθεί ότι δεν είναι εφαρμοστέες ως αντικείμενες στην ενσωματωθείσα από 2.4.2003 στο ελληνικό δίκαιο πιο πάνω κοινοτική Οδηγία οι ανωτέρω ενδεικτικές περιπτώσεις του άρθρου 5 Π.Δ. 81/2003 που ορίζουν ως αντικειμενικούς λόγους για τη σύναψη σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου α) την επιβαλλόμενη από διάταξη νόμου τέτοια σύμβαση, όπως είναι οι προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 21 Ν. 2190/1994, που διατυπώνονται με παρεμφερή τρόπο και στο άρθρο 103 παρ, 8 Σ., ή β) την αμοιβή του εργαζομένου από πιστώσεις του κρατικού προϋπολογισμού κατά τα προεκτεθέντα, καθώς και η διάταξη του άρθρου 5 παρ. 5 Π.Δ. 81/2003 που ορίζει την εφαρμογή του σε συμβάσεις συναπτόμενες ή ανανεούμενες μετά την ισχύ τον πιο πάνω Π.Δ. χωρίς όμως κάτι τέτοιο (εφαρμογή μόνον σε μελλοντικές συμβάσεις ή ανανεώσεις τους) να προβλέπεται στην ανωτέρω Οδηγία.

   Επομένως, η κρινόμενη αγωγή (νόμιμη κατά τις προστεθείσες διατάξεις και εκείνες των άρθρων 671 ΑΚ, 70 ΚΠολΔ) πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη και να αναγνωρισθεί ότι οι προαναφερθέντες ενάγοντες συνδέονται με το εναγόμενο από 2.4.2003 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, να συμψηφισθεί όμως τη δικαστική δαπάνη των διαδίκων εν όψει της ιδιαίτερης δυσχέρειας της ερμηνείας των εφαρμοστέων κανόνων δικαίου (179 ΚΠολΔ).

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

   Θεωρεί πως η αγωγή δεν ασκήθηκε ως προς τις 5η, 16η, 23η, 24η, 30η και 34ο των εναγουσών.

   Δικάζει κατ' αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

   Δέχεται εν μέρει την αγωγή.

   Αναγνωρίζει ότι οι αναφερόμενοι στο σκεπτικό ενάγοντες συνδέονται με το εναγόμενο από 2-4-2003 με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου.

   Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη των διαδίκων.

   Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, στην Αθήνα, σης 10 Δεκεμβρίου 2003.