ΜΠρΑθ 10162/2018

 

Ευθύνη κατά τις διαπραγματεύσεις - Αδικαιολόγητος πλουτισμός - Προσύμφωνο αγοράς ακινήτου - Τύπος - Αρραβώνας - Συμψηφισμός απαιτήσεων -.

 

Πρόκληση ζημίας κατά τις διαπραγματεύσεις. Η σχετική ευθύνη έχει εφαρμογή και όταν ματαιωθεί η κατάρτιση της σύμβασης σε χρόνο, κατά τον οποίο οι μεταξύ των μερών διαπραγματεύσεις έχουν τερματιστεί οριστικά και δεν υπολείπεται παρά μόνο η τυπική υπογραφή της σύμβασης, περί τις οποίας ο υπαίτιος της ματαίωσης είχε δώσει στον αντισυμβαλλόμενο σαφείς διαβεβαιώσεις ότι αυτή θα πρέπει να θωρείται βέβαιη. Εκείνος που ματαίωσε τη σύμβαση μη τηρώντας τη συμπεριφορά που επιβάλλουν η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη είναι υποχρεωμένος να ανορθώσει τη ζημία που υπέστη ο αντισυμβαλλόμενος που πίστεψε ως επικείμενη την κατάρτισή της. Έκταση αποζημίωσης. Διαφέρον εμπιστοσύνης. Η προκαταβολή τιμήματος σε εκτέλεση προσύμβασης αγοράς ακινήτου για την οποία δεν συντάχθηκε συμβολαιογραφικό έγγραφο συνιστά πλουτισμό του πωλητή χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία του αγοραστή. Η αγωγή αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι επιβοηθητικής φύσης και μπορεί να ασκηθεί αυτοτελώς μόνον όταν λείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, όπως εν προκειμένω. Αρραβώνας. Αν η κύρια σύμβαση είναι άκυρη, τότε είναι άκυρη και η παρεπόμενη συμφωνία περί του αρραβώνα. Συμψηφισμός απαιτήσεων. Αν μία από τις απαιτήσεις δεν υπάρχει ή η σχετική σύμβαση από την οποία πηγάζει είναι άκυρη, ο συμψηφισμός δεν επιφέρει απόσβεση της άλλης απαίτησης.

 

 

 

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

 

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

ΤΜΗΜΑ ΕΝΟΧΙΚΟ

 

 

Αριθμός Απόφασης 10162/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Σπυριδούλα Καλογερογιάννη, Πρωτοδίκη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και από τη Γραμματέα, Αναστασία Παππά.

 

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στις 28 Σεπτεμβρίου 2017, για να δικάσει τις υποθέσεις μεταξύ:

 

Α) ΤΗΣ ΚΑΛΟΥΣΑΣ-ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: ..., κατοίκου Βάρης Αττικής, οδός ... (εκ του δικογράφου της αγωγής), άλλως, κατοίκου Καβάλας, οδός ... (εκ του δικογράφου της κλήσης), η οποία παραστάθηκε στο ακροατήριο μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου της, Χρήστου Σπυρόπουλου (ΑΜΔΣΑ:24212), ο οποίος κατέθεσε έγγραφες προτάσεις.

 

Κατά ΤΗΣ ΚΑΘ' ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία «... ΚΑΙ ΣΙΑ Ο.Ε», που εδρεύει στην Ηλιούπολη Αττικής, οδός ... και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε στο ακροατήριο διά του πληρεξουσίου δικηγόρου της.. Χρήστου Καραμανλή (ΑΜΔΣΑ:25096), ο οποίος κατέθεσε έγγραφες προτάσεις.

 

Β) ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: Ομόρρυθμης εταιρίας με την επωνυμία «... ΚΑΙ ΣΙΑ Ο.Ε», που εδρεύει στην Ηλιούπολη Αττικής οδός ... και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία παραστάθηκε στο ακροατήριο διά του πληρεξουσίου δικηγόρου της, Χρήστου Καραμανλή (ΑΜΔΣΑ:25096), ο οποίος κατέθεσε έγγραφες προτάσεις.

 

Κατά ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: ..., κατοίκου Βάρης Αττικής, οδός ... (εκ του δικογράφου της αγωγής), άλλως, κατοίκου Καβάλας, οδός ... (εκ του δικογράφου των προτάσεων της εναγομένης), η οποία παραστάθηκε στο ακροατήριο μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου της, Χρήστου Σπυρόπουλου (ΑΜΔΣΑ:24212), ο οποίος κατέθεσε έγγραφες προτάσεις.

 

Η υπό στοιχείο (Α) καλούσα-ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 28-7-2011 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με ΓΑΚ: 145186/ΑΚΔ:11351/22-8-2011, προσδιορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 27-3-2014, κατόπιν αναβολής για τη δικάσιμο της 5-6-2014 και κατόπιν ματαίωσης, επανήλθε προς συζήτηση με την από 10-6-2014 με ΓΑΚ:72312/ΑΚΔ:1023/20-6-2014 κλήση, η οποία προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής και γράφτηκε στο πινάκιο με αριθμό Η5-13. Η υπό στοιχείο (Β) ενάγουσα, ζητεί να γίνει δεκτή η από 22-5-2014 αγωγή της, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με ΓΑΚ:60819/ΑΚΔ:8657/28-5-2014, προσδιορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 1-6-2017 και κατόπιν αναβολής, για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης αυτής, γράφτηκε δε στο πινάκιο με αριθμό Η5-5, οπότε εκφωνήθηκε με τη σειρά της και συζητήθηκε.

 

ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ των παραπάνω αγωγών, οι οποίες συνεκφωνήθηκαν λόγω της μεταξύ τους συνάφειας, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις έγγραφες προτάσεις τους, που κατέθεσαν.

 

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

 

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

Νόμιμα εισάγεται, με την από 10-6-2014 με ΓΑΚ:72312/ΑΚΔ:1023/20-6-2014 κλήση, η οποία προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης, η υπό στοιχείο (Α) από 28-7-2011 αγωγή, με ΓΑΚ:145186/ΑΚΔ:11351/22-8-2011, η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε αρχικώς για τη δικάσιμο της 27-3-2014 και κατόπιν αναβολής για τη δικάσιμο της 5-6-2014, κατά την οποία, ματαιώθηκε. Εξάλλου, πρέπει να διαταχθεί η ένωση και συνεκδίκαση της ως άνω υπό στοιχείο (Α) αγωγής και της υπό στοιχείο (Β) από 22-5-2014 αγωγής, με ΓΑΚ: 60819/ΑΚΔ:8657/28-5-2014, η οποία προσδιορίστηκε αρχικά για τη δικάσιμο της 1-6-2017 και κατόπιν αναβολής, για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης, καθώς, πρόκειται για προδήλως συναφείς μεταξύ τους κύριες δίκες, οι οποίες εκκρεμούν ενώπιον του αυτού Δικαστηρίου, υπάγονται στην ίδια διαδικασία και κατά την κρίση του Δικαστηρίου διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης, ενώ, επέρχεται συγχρόνως, μείωση των εξόδων (άρ. 246 σε συνδ. προς το άρ. 31 παρ. 1 ΚΠολΔ).

 

I) Κατά τις διατάξεις των άρθρων 159 παρ. 1 και 180 ΑΚ, δικαιοπραξία vie την οποία δεν τηρήθηκε ο τύπος που απαιτείται από το νόμο, εφόσον δεν ορίζεται το αντίθετο, είναι άκυρη (ΑΠ 345/2004 ΤΝΠ Νόμος), ενώ κατά τις διατάξεις των άρθρων 369 και 1033 ΑΚ, για την πώληση και μεταβίβαση της κυριότητος ακινήτου, απαιτείται η σύνταξη συμβολαιογραφικού εγγράφου. Στον τύπο αυτό υποβάλλεται και το προσύμφωνο, το οποίο αφορά τέτοια σύμβαση (άρθρο 166 ΑΚ). Περαιτέρω, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 197, 198, 158 και 159 του ΑΚ, συνάγεται ότι στην περίπτωση των συμβάσεων, οι οποίες κατά το νόμο πρέπει να καταρτίζονται με την τήρηση ορισμένου τύπου (έγγραφου), όπως η σύμβαση για τη μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου (άρθρα 369 και 1033 ΑΚ), το στάδιο των διαπραγματεύσεων, για το οποίο οι ως άνω διατάξεις προβλέπουν υποχρεώσεις και ευθύνες στους διαπραγματευόμενους, διαρκεί μέχρι τη νομότυπη κατάρτιση της σύμβασης ή την οριστική της ματαίωση. Ως στάδιο διαπραγματεύσεων, νοείται το χρονικό  σημείο, από την εκδήλωση ενδιαφέροντος, για τη σύναψη της σύμβασης, μέχρι τη σύναψη έγκυρης σύμβασης ή προσυμφώνου (ΑΠ 261/1996 ΕλλΔνη 37.1560, ΑΠ 1303/1984 ΝοΒ 33.993, ΑΠ 786/1982 ΝοΒ 31.671, Γ. Κουμάντος, εις ΕρμΑΚ, υπ' άρθρα 197-198, αριθ. 42-44, Μ.Καράση, εις Γεωργιάδη-Σταθόπουλου ΑΚ, υπ' άρθρα 197-198, αριθ. 2-4, σελ. 319-320). Επομένως, η, μετά τη σύναψη της έγκυρης σύμβασης, αθέτηση της υποχρέωσης ενός των συμβαλλομένων, δημιουργεί αποκλειστικά και μόνο συμβατική και όχι προσυμβατική, κατά τα άρθρα 197-198 ΑΚ, ευθύνη. Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 197 και 198 παρ. 1 ΑΚ, κατά το προσυμβατικό στάδιο, τα μέρη οφείλουν αμοιβαία να τηρούν τη συμπεριφορά, που επιβάλλουν η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, ενώ, όποιος, κατά τις διαπραγματεύσεις, από πταίσμα του, δηλαδή την εκδήλωση συμπεριφοράς αντίθετης στην καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, προξενήσει στον άλλο ζημία,

υποχρεούται να την αποκαταστήσει, ακόμη και αν δεν καταρτίσθηκε η σύμβαση. Από τις ως άνω διατάξεις, προκύπτει ότι η καθιερούμενη με αυτές ευθύνη, έχει εφαρμογή και όταν ματαιωθεί η κατάρτιση της σύμβασης, σε χρόνο, κατά τον οποίο οι μεταξύ των μερών διαπραγματεύσεις έχουν τερματιστεί οριστικά και δεν υπολείπεται παρά μόνο η τυπική υπογραφή της σύμβασης, περί της οποίας, ο υπαίτιος της ματαίωσης είχε δώσει στον αντισυμβαλλόμενο σαφείς διαβεβαιώσεις ότι θα πρέπει αυτή να θεωρείται βέβαιη. Στην περίπτωση αυτή, εκείνος που ματαίωσε τη σύμβαση, μη τηρώντας τη συμπεριφορά που επιβάλλουν η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη, είναι υποχρεωμένος να ανορθώσει τη ζημία που υπέστη ο αντισυμβαλλόμενος που πίστεψε, ως επικείμενη, την κατάρτιση της. Αναφορικά με την έκταση της αποζημίωσης, που οφείλεται με βάση τις ως άνω διατάξεις, αυτή καλύπτει μόνον το αρνητικό διαφέρον (διαφέρον εμπιστοσύνης), τη ζημία δηλαδή από τη διάψευση της εμπιστοσύνης, στην οποία περιλαμβάνεται, τόσο η θετική ζημία όσο και η αποθετική (διαφυγόν κέρδος), εφόσον βρίσκεται σε αιτιώδη συνάφεια με το γεγονός που προκάλεσε τη ματαίωση κατάρτισης της σύμβασης (ΑΠ 1303/1984 ΝοΒ 1985.993, ΕφΑΘ 5246/1998 ΕλλΔνη 1998.1353, Εφθεσ 1136/1990 Αρμ 1990.941, ΠΠρΛαρ 226/1999 ΑρχΝ 2000.246 και Καράση σε ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου αρθρ. 197-198, αρ. 2). Ως διαφέρον εμπιστοσύνης, νοείται η ζημία που υπέστη ο διαπραγματευόμενος επειδή πίστεψε στην κατάρτιση της σύμβασης και την οποία θα είχε αποφύγει, αν, από την αρχή τηρούσε αρνητική στάση και όχι το διαφέρον εκπλήρωσης της σύμβασης, αφού τα μέρη δεν είχαν νομική υποχρέωση για τη σύναψη της. Αποκαθίσταται, ιδίως, η ζημία που αυτός υπέστη, διότι, πιστεύοντας δικαιολογημένα ότι επίκειται κατάρτιση της σύμβασης, υποβλήθηκε σε δαπάνες ή απέκρουσε άλλη ευκαιρία προς σύναψη παρόμοιας σύμβασης, με τους αυτούς ή ευνοΐκότερους όρους. Αν όμως η ζημία δεν είναι αποτέλεσμα προσυμβατικού πταίσματος, μπορεί να αναζητηθεί με βάση, τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού (ΕφΓιειρ 192/2006 ΤΝΠ Νόμος, ΕφΑΘ 6325/2001 Αρμ. 57.1091). Ειδικότερα, από τις διατάξεις των άρθρων 158, 159 παρ. 1, 174, 180 και 904 ΑΚ, προκύπτει ότι σε περίπτωση μη νομίμου παροχής, άρα και όταν αυτή έγινε σε εκτέλεση ακύρου δικαιοπραξίας, διότι δεν τηρήθηκε ο απαιτούμενος τύπος, εκείνος που προέβη στην παροχή, για την αιτία αυτή, δικαιούται να ζητήσει αυτά που έδωσε, από τον λήπτη, εφόσον ο τελευταίος κατέστη αδικαιολογήτως πλουσιότερος από την περιουσία του πρώτου (ΟλΑΠ 2/1987 ΝοΒ 36.69). Κατά συνέπεια, η προκαταβολή τιμήματος σε εκτέλεση προσύμβασης αγοράς ακινήτου, για την οποία δεν συντάχθηκε συμβολαιογραφικό έγγραφο, συνιστά πλουτισμό του πωλητή χωρίς νόμιμη αιτία, από την περιουσία του αγοραστή (ΑΠ 828/2003, ΑΠ 747/1993 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 541/1978 ΝοΒ 27.387, ΕφΑθ 525/2003 ΕλλΔνη 45.250). Κρίσιμος χρόνος για τον υπολογισμό του πλουτισμού είναι ο χρόνος που περιήλθε η ωφέλεια στον πλουτίσαντα (ΑΠ 600/1986 ΝοΒ 35.372), ενώ η ευθύνη του λήπτη χρηματικής παροχής, καθόσον αφορά τους τόκους, προσδιορίζεται από τις γενικές διατάξεις των άρθρων 345, 346, 910 ΑΚ (ΕφΠειρ 685/2013 ΤΝΠ Νόμος).

 

II) Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 297, 298, 330, 147-149 του ίδιου Κώδικα και 386 του Π Κ, προκύπτει ότι, γενεσιουργό λόγο της υποχρέωσης σε αποζημίωση, στα πλαίσια αδικοπρακτικής ευθύνης, αποτελεί και η απατηλή συμπεριφορά σε βάρος του ζημιωθέντος, η οποία υπάρχει όταν κάποιος από δόλο προκαλεί, ενισχύει ή διατηρεί, με κάθε μέσο ή τέχνασμα, σε άλλον, τη σφαλερή αντίληψη πραγματικών γεγονότων, ένεκα της οποίας αυτός προβαίνει σε δήλωση βούλησης ή επιχείρηση πράξης, από την οποία υφίσταται ζημία, εφόσον το χρησιμοποιηθέν απατηλό μέσο υπήρξε αποφασιστικό για τη γενόμενη δήλωση βούλησης ή την επιχειρηθείσα πράξη, ενώ δεν αποκλείεται, η τυχόν χρησιμοποιηθείσα, για την απάτη, ψευδής παράσταση, να αναφέρεται σε μελλοντικό γεγονός ή να συνδέεται με απόκρυψη κρίσιμων γεγονότων, την ύπαρξη των οποίων αγνοούσε ο ζημιωθείς και γνώριζε αυτός που τον εξαπάτησε (ΑΠ 1516/1999), χωρίς να είναι αναγκαίο η προκληθείσα από την απατηλή συμπεριφορά ζημία να συνδέεται αποκλειστικά με ωφέλεια αντίστοιχη, που επήλθε στο πρόσωπο του εξαπατήσαντος, αφού αυτή μπορεί να αφορά και τρίτο. Περαιτέρω, από τη διάταξη του άρθρου 298 εδ. β' του ΑΚ προκύπτει ότι η, απαραίτητη για τη θεμελίωση της αξίωσης αποζημίωσης, αιτιώδης συνάφεια, μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της προκληθείσας ζημίας υπάρχει, όταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), η φερόμενη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, κατά τη συνηθισμένη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης (άρθρο 298 ΑΚ) ήταν επαρκής, ικανή (πρόσφορη), να επιφέρει το επιζήμιο αποτέλεσμα και επέφερε αυτό στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΑΠ 481/2012, ΑΠ 468/2003, Εφ Πειρ 121/2016, ΤΝΠ Νόμος).

 

Με την κρινόμενη, υπό στοιχείο (Α) αγωγή, η καλούσα-ενάγουσα εκθέτει ότι, στη Γλυφάδα Αττικής, συνήψε με την καθ' ής η κλήση-εναγομένη εταιρία, το από 14-12-2010 ιδιωτικό συμφωνητικό, δυνάμει του οποίου, η δεύτερη ανέλαβε την υποχρέωση να πωλήσει στην πρώτη, το αργότερο μέχρι τις 30-1-2011, έναντι συνολικού τιμήματος 680.000 ευρώ, τις αναφερόμενες οριζόντιες ιδιοκτησίες (διαμέρισμα, αποθήκη και υπόγεια θέση στάθμευσης), ευρισκόμενες στην ανωτέρω περιοχή (Γλυφάδα), σύμφωνα με τους ειδικότερους όρους που διαλαμβάνονται λεπτομερώς στο αγωγικό δικόγραφο και αφορούν, αφενός, την τροποποίηση της πράξης σύστασης οριζοντίου ιδιοκτησίας και κανονισμού πολυκατοικίας, ώστε να διαχωριστεί το διαμέρισμα από το δώμα και την ελεύθερη επιφάνεια αυτού, αφετέρου, την τακτοποίηση των ημιϋπαιθρίων και αίθριων χώρων του διαμερίσματος. Ότι, η καλούσα-ενάγουσα, κατέβαλε αυθημερόν (14-12-2010) προς την αντισυμβαλλομένη της-εναγομένη, το ποσό των 50.000 ευρώ, ως προκαταβολή του παραπάνω συμφωνηθέντος τιμήματος. Ότι εν συνεχεία, δυνάμει νεότερης μεταξύ των διαδίκων συμφωνίας, το τίμημα αυτό απομειώθηκε στο ποσό των 600.000 ευρώ, λόγω της μη πιστής τήρησης των ουσιωδών όρων του ιδιωτικού συμφωνητικού εκ μέρους της εναγομένης. Ότι η τελευταία, ακολούθως, με δόλο και εν αγνοία της ενάγουσας, ενέγραψε προσημείωση υποθήκης επί των υπό πώληση οριζοντίων ιδιοκτησιών, υπέρ της τράπεζας με την επωνυμία PROBANK, για την εξασφάλιση δανείου που είχε λάβει από αυτήν. Ότι στο μεταξύ, με νεότερη συμφωνία, αποφασίστηκε να πραγματοποιηθεί η ένδικη αγορά στο όνομα των γονέων της ενάγουσας, ... και .... Ότι στις 17-5-2011, με το αναφερόμενο νομίμως μεταγεγραμμένο συμβόλαιο, η εναγομένη πώλησε σε τρίτο αγοραστή (μη διάδικο) τις οριζόντιες ιδιοκτησίες που επρόκειτο να αγοράσει η ενάγουσα ή οι γονείς της, γεγονός που η ίδια η ενάγουσα πληροφορήθηκε στις 8-6-2011, με σχετική εξώδικη δήλωση που της απηύθυνε η εναγομένη, επιστρέφοντας της και επιταγή ποσού 37.420,25 ευρώ, που είχε προκαταβάλει για ΦΠΑ. Ότι από αποκλειστική υπαιτιότητα της εναγομένης, που υπαναχώρησε της αρχικής (από 14-12-2010) συμφωνίας, ουδέποτε πραγματοποιήθηκε η αγορά των επιδίκων ιδιοκτησιών από την ενάγουσα, ως εκ τούτου, η πρώτη κατέστη αδικαιολογήτως πλουσιότερη σε βάρος της τελευταίας, κατά το ποσό των 50.000 ευρώ. Ότι εκ της υπαίτιας αντισυμβατικής συμπεριφοράς της εναγομένης, η ενάγουσα υπέστη και περαιτέρω υλική ζημία, ποσού 9.587,81 ευρώ και συγκεκριμένα, κατά το ποσό των 1.445,21 ευρώ, για απωλεσθέντες τόκους του ποσού των 50.000 ευρώ, βάσει του ισχύοντος συμβατικού επιτοκίου από 14-12-2010 έως 17-5-2011, καθώς και κατά το ποσό των 8.142,60 ευρώ για αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου της (που κατεβλήθη την 10-12-2010, όπως παραδεκτώς, κατ' άρθρο 224 εδ. β' ΚΠολΔ, συμπληρώνεται με τις προτάσεις της καλούσας-ενάγουσας, σελ. 9 υπό τον αριθμό 11), συμπεριλαμβανομένου του ΦΠΑ (ήτοι, 3.000 ευρώ για έλεγχο τίτλων+3.620 ευρώ για τη σύνταξη του ιδιωτικού συμφωνητικού+1.522,60 ευρώ ΦΠΑ). Ότι η εναγομένη, υπέστη και ηθική βλάβη, η χρηματική ικανοποίηση της οποίας, αποτιμάται στο ποσό των 20.000 ευρώ, ένεκα, αφενός, της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της εναγομένης, συνιστάμενης σε εξαπάτηση της ενάγουσας, δια της εκ δόλου παράστασης του ψευδούς γεγονότος ότι μετεγράφη η τροποποιηθείσα σύσταση οριζοντίου ιδιοκτησίας, ως αληθινού και για της εκ δόλου απόκρυψης του αληθούς γεγονότος ότι οι ιδιοκτησίες πωλήθηκαν σε τρίτο αγοραστή, σε συνδυασμό και με την άρνηση της να επιστρέψει στην ενάγουσα το ποσό της προκαταβολής που δολίως της απέσπασε, αφετέρου, της προσβολής της προσωπικότητας της ενάγουσας, λόγω της διαμονής της επί μισθωμένης, εισέτι, κατοικίας, ως αποτέλεσμα της ανεπιτυχούς κατάληξης των διαπραγματεύσεων μεταξύ των διαδίκων για τη σύναψη της ένδικης αγοραπωλησίας. Με βάση το ιστορικό αυτό, η καλούσα-ενάγουσα ζητεί να υποχρεωθεί η καθ' ής η κλήση-εναγομένη να της καταβάλει το ποσό των 79.587,81 ευρώ και ειδικότερα, το ποσό των 50.000 ευρώ, νομιμοτόκως από 17-5-2011 (ημερομηνία πώλησης σε τρίτον), άλλως από 14-6-2011 (ημερομηνία επίδοσης της από 9-6-2011 εξωδίκου οχλήσεως της ενάγουσας) και το ποσό των 29.587,81 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση, ενώ, επιπλέον, ζητεί να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινώς εκτελεστή και να καταδικαστεί η εναγομένη στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης. Με το παραπάνω περιεχόμενο και αιτήματα, η κρινόμενη αγωγή, παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση, κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο είναι καθ' ύλην και κατά τόπον αρμόδιο, (άρθρα 14 παρ. 2, 22, 33 εδ. β'ΚΠολΔ). Ωστόσο, σύμφωνα με τα επικαλούμενα στην κρινόμενη υπό στοιχείο (Α) αγωγή πραγματικά περιστατικά, υποτιθέμενα ως αληθή, ουδέποτε συνήφθη μεταξύ των διαδίκων, έγκυρο προσύμφωνο αγοραπωλησίας ακινήτων, διότι δεν περιβλήθηκε με τον νόμιμο τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου (ο οποίος απαιτείται και για το προσύμφωνο), για τους λόγους που λεπτομερώς διαλαμβάνονται στην υπό στοιχείο (I) μείζονα σκέψη. Συνεπώς, δεν γεννάται και οποιαδήποτε ενδοσυμβατική ευθύνη της εναγομένης για την αποκατάσταση της υλικής ζημίας της ενάγουσας, ως εκ τούτου, η βάση της αγωγής που στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 382, 383, 387 ΑΚ (εύλογη αποζημίωση μαζί με την υπαναχώρηση) για την καταβολή των κονδυλίων των 50.000 ευρώ, των 1.445,21 ευρώ και των 8.142,60 ευρώ, πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμη. Αλλωστε, ακόμη και κατόπιν ορθής εκτίμησης από το Δικαστήριο, των εκτιθέμενων στο αγωγικό δικόγραφο πραγματικών περιστατικών, ως συγκροτούντων τη σιωπηρά επικαλούμενη νομική βάση της εκ των άρθρων 197-198 ΑΚ προσυμβατικής ευθύνης της εναγομένης, το αίτημα της ενάγουσας να της καταβληθεί το ποσό των 8.142,60 ευρώ (ως θετική περιουσιακή ζημία) για αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου της, πρέπει να απορριφθεί, προεχόντως ως αόριστο, διότι, δεν εξειδικεύονται επαρκώς τα περιστατικά εκείνα που συγκροτούν την αντικείμενη στην καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη συμπεριφορά της εναγομένης, ούτε όμως και εκείνα που θεμελιώνουν το πταίσμα αυτής (ποσοτική αοριστία, ΑΠ 192/2016 ΤΝΠ Νόμος). Συγκεκριμένα, η ενάγουσα αναφέρει ότι ουδέποτε υπεγράφη το αγοραπωλητήριο συμβόλαιο με την εναγομένη, διότι η τελευταία δεν ολοκλήρωσε την τροποποίηση οριζοντίου ιδιοκτησίας των πωλουμένων ακινήτων, ούτε πραγματοποίησε πρόσθετες οικοδομικές εργασίες επ' αυτών, προκειμένου να διαχωριστεί (κατά φυσικό και νομικό τρόπο) το πωλούμενο διαμέρισμα από το δώμα, κατά τα (ακύρως) μεταξύ τους συμφωνηθέντα, αντιθέτως, ότι είχε εξ' αρχής την πρόθεση να πωλήσει το διαμέρισμα σε τρίτο αγοραστή, ως ενιαίο ακίνητο, μετά του δώματος, ενέγραψε δε και προσημείωση υποθήκης επί των πωλουμένων ιδιοκτησιών. Δεν αναφέρει, όμως, η ενάγουσα, τους ακριβείς λόγους για τους οποίους δεν κατέστη εφικτή η τροποποίηση οριζοντίου ιδιοκτησίας σύμφωνα με την επιθυμία της, ήτοι, αν τυχόν η τροποποίηση αυτή, ήταν ή όχι, αντικειμενικά εφικτή κατά τις κείμενες πολεοδομικές διατάξεις. Επιπλέον, ενόψει του ότι η ενάγουσα αναφέρει ότι η εναγομένη της επέστρεψε το καταβληθέν ποσό ΦΠΑ, αφότου την ενημέρωσε με σχετική εξώδικη δήλωση, για την πώληση των ακινήτων σε τρίτον, δεν καθίσταται σαφής η αντισυναλλακτική συμπεριφορά της εναγομένης. Πέραν της κατά τα άνω αοριστίας, εξεταζόμενης αυτεπαγγέλτως, για την οποία προβάλλει και σχετική ένσταση η εναγομένη, το παραπάνω αίτημα (που αφορά το ποσό των 8.142,60 ευρώ), σε κάθε περίπτωση, τυγχάνει απορριπτέο και ως νόμω αβάσιμο, ελλείψει αιτιώδους συνάφειας ανάμεσα στην υπαίτια και αντίθετη στην καλή πίστη συμπεριφορά της εναγομένης και στη ζημία, ενόψει του ότι η αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου της ενάγουσας, κατεβλήθη στις 10-12-2010, πριν την υπογραφή του άκυρου προσυμφώνου και πριν ακόμη εκδηλωθεί η αορίστως περιγραφόμενη αντισυναλλακτική συμπεριφορά της εναγομένης, έναντι της ενάγουσας. Περαιτέρω, το αίτημα της χρηματικής ικανοποίησης της ηθικής βλάβης της ενάγουσας, λόγω της απάτης της οποίας μετήλθε η εναγομένη, πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμο, σύμφωνα και με τα αναφερόμενα στην υπό στοιχείο (II) νομική  σκέψη, καθώς, υπό τα εκτιθέμενα στην αγωγή πραγματικά περιστατικά, ουδέποτε έλαβε χώρα, εκ μέρους των νομίμων εκπροσώπων της εναγομένης, παράσταση, προς την ενάγουσα, ψευδών γεγονότων ως αληθών ή αθέμιτη απόκρυψη αληθών γεγονότων, ούτως ώστε να προκληθεί πλάνη της ενάγουσας, εκ της οποίας (πλάνης) αιτιωδώς, να προέβη η ενάγουσα σε περιουσιακή μετακίνηση, ισόποση της υλικής της ζημίας, καθώς, κατά τα ιστορούμενα στην αγωγή, η ζημία αυτή περιγράφεται ως επελθούσα, ανεξαρτήτως δημιουργίας πεπλανημένης αντίληψης της ενάγουσας περί της πραγματικότητας. Ομοίως, ως νόμω αβάσιμο πρέπει να απορριφθεί το αίτημα της χρηματικής ικανοποίησης της ηθικής βλάβης της ενάγουσας, λόγω της προσβολής της προσωπικότητας της (ΑΚ 57, 59, 299), διότι κατά την αντίληψη του μέσου εχέφρωνος ανθρώπου, δεν συνιστά τοιαύτη παράνομη προσβολή, ούτε το γεγονός ότι έληξαν ανεπιτυχώς οι διαπραγματεύσεις της ενάγουσας με την εναγομένη για τη σύναψη της ατύπως συμφωνηθείσης πώλησης, ούτε το γεγονός ότι η πρώτη διαμένει ακόμη σε μισθωμένη κατοικία. Κατά τα λοιπά, ως προς το κονδύλιο των 50.000 ευρώ, η αγωγή είναι ορισμένη, διότι περιέχει όλα τα κατά νόμο απαιτούμενα, κατά τη διάταξη του άρθρου 216 ΚΠολΔ, στοιχεία, για τη νομική θεμελίωση και τη δικαστική της εκτίμηση, είναι δε και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού του ΑΚ, δεδομένου ότι η από το άρθρο 904 ΑΚ αγωγή, είναι επιβοηθητικής ουσιαστικά φύσης και μπορεί να ασκηθεί αυτοτελώς, μόνον όταν λείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από τη σύμβαση, ή την αδικοπραξία, όπως εν προκειμένω (ΟλΑΠ 23/2003 ΝοΒ 2004.1179, ΑΠ 1682/2014, ΑΠ 1326/2011, ΕφΔωδ 58/2015 ΤΝΠ Νόμος, Β. Βαθρακοκοίλη, ΕΡΜΟΝΑΚ, Τομ. Γ', ημίτομος γ', σελ. 783, στοιχείο 53, σελ. 805, στοιχείο 117), σύμφωνα και με τα εκτιθέμενα στην υπό στοιχείο (I) μείζονα σκέψη, απορριπτόμενης της ενστάσεως της εναγομένης περί του νόμω αβασίμου της εκ του άρθρου 904 ΑΚ αξίωσης της ενάγουσας. Σημειώνεται, επιπλέον, ότι το κονδύλιο των 1.445,21 ευρώ για συμβατικούς τόκους, είναι απορριπτέο ως μη νόμιμο, ενόψει του ότι, δεν συντρέχει περίπτωση ενδοσυμβατικής ευθύνης, κατά τα προαναφερθέντα, αντιθέτως, το επικουρικό αίτημα της τοκογονίας για το ποσό των 50.000 ευρώ, είναι νόμιμο για τον χρόνο από της επιδόσεως της εξωδίκου οχλήσεως της ενάγουσας (14-6-2011) προς την εναγομένη και εξής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 340 και 345 εδ. α'ΑΚ. Ως προς τα λοιπά παρεπόμενα αιτήματα περί προσωρινής εκτελεστότητας και καταδίκης στα δικαστικά έξοδα, η αγωγή είναι επίσης νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 176, 904 παρ. 1 και 2 α', 907, 908 ΚΠολΔ. Πρέπει, συνεπώς, η αγωγή, κατά το μέρος που κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη, να διερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της, δεδομένου ότι, για το αποτιμητό σε χρήμα-καταψηφιστικό αντικείμενο της, έχει καταβληθεί το προσήκον τέλους δικαστικού ενσήμου (κατά τα άρθρα 2 Ν. ΓΠΟΗ /1912, 7 ν.δ. 1544/1942, 70 Ν. 3994/2011, 21 παρ. 1 Ν. 4055/2012, 33 Ν. 4446/22-12-2016, βλ. το από 2-10-2017 αποδεικτικό είσπραξης ON-LINE e-παραβόλου της ALPHA BANK σε συνδυασμό με το υπό τον Κωδικό 16683367395711270091 e-παράβολο).

 

Ill) Από τις διατάξεις των άρθρων 402 και 403 ΑΚ, συνάγεται ότι αρραβώνας είναι η παρεπόμενη συμφωνία κάποιας τελείας σύμβασης, όπως και το προσύμφωνο (ΑΠ 2123/1984 ΝοΒ 33.1169), που θεμελιώνεται δια δόσεως ορισμένου περιουσιακού στοιχείου (re), με σκοπό εκπτώσεως ή αποδόσεως διπλασίου αυτού, σε περίπτωση κατά την οποία δεν θα εκπληρωθεί υπαιτίως η κύρια σύμβαση (ΕφΑθ 4477/1979 ΝοΒ 28.110). Αν η κύρια σύμβαση είναι άκυρη για οποιονδήποτε λόγο, τότε είναι άκυρη και η παρεπόμενη συμφωνία περί του αρραβώνα (ΕφΠειρ 1746/1987 ΠειρΝομ 1987.478, ΕφΘεσ 1934/1990 Αρμ. 1990.537, ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ-ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΣ Αστικός Κώδιξ-Γενικό Ενοχικό/ΙΙ στο άρθρο 402 αριθ. 5).

 

IV) Επιπλέον, από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 440, 441 και 442 ΑΚ προκύπτει ότι ο συμψηφισμός, ο οποίος επιφέρει την, δια συνυπολογισμού, απόσβεση των μεταξύ δύο προσώπων υφισταμένων αμοιβαίων, ομοειδών κατ' αντικείμενο, και ληξιπροθέσμων απαιτήσεων, συντελείται με δήλωση μονομερή απευθυντέα προς τον άλλον, η οποία δεν υποβάλλεται σε συστατικό τύπο και δεν υπόκειται σε ανάκληση. Το αποσβεστικό αποτέλεσμα του συμψηφισμού επέρχεται είτε η σχετική δήλωση προβληθεί στο δικαστήριο είτε εξωδίκως, είναι δε δυνατό να προβληθεί και κατά την εκτέλεση, αν η σχετική ανταπαίτηση αποδεικνύεται παραχρήμα, δηλαδή με έγγραφο ή δικαστική ομολογία. Κατά τον χρόνο επικλήσεως του συμψηφισμού πρέπει να υφίσταται κατά νόμο η απαίτηση, ήτοι να είναι έγκυρη και να μην υπόκειται σε κάποια ουσιαστική ένσταση, αναβλητική ή ανατρεπτική, χωρίς να εξετάζεται ο μετέπειτα διαρρέων χρόνος από την άποψη του αποτελέσματος που ήδη επήλθε (ΑΠ 633/2015, 1617/2009). Βασικό δηλαδή στοιχείο του συμψηφισμού είναι η ύπαρξη και η εγκυρότητα των συμψηφιζομένων απαιτήσεων. Έτσι, αν μία από τις απαιτήσεις δεν υπάρχει ή η σχετική σύμβαση από την οποία πηγάζει είναι άκυρη, ο συμψηφισμός δεν επιφέρει απόσβεση της άλλης απαίτησης (ΑΠ 132/2017 ΤΝΠ Νόμος).

 

Η καθ' ής η κλήση-εναγομένη, ομολογεί (άρ. 352 παρ. 1 ΚΠολΔ) τη σύναψη του από 14-12-2010 ιδιωτικού συμφωνητικού με την ενάγουσα και την είσπραξη από αυτήν, του ποσού των 50.000 ευρώ (σελ. 3 των προτάσεων, στίχοι 16-23), το οποίο όμως χαρακτηρίζει ως αρραβώνα (σελ. 7 των προτάσεων) και όχι ως προκαταβολή της επικείμενης αγοραπωλησίας (τιμήματος 680.000 ευρώ), συνεπώς, αρνείται αιτιολογημένα την αγωγή, επικαλούμενη ότι παρακρατεί το ποσό των 50.000 ευρώ εκ νομίμου αιτίας (σύμβαση αρραβώνος). Ο ισχυρισμός τούτος, περί της κατάπτωσης του αρραβώνος, ουδόλως ευσταθεί, διότι, κατά τα επικαλούμενα στην κρινόμενη αγωγή και στις προτάσεις των διαδίκων πραγματικά περιστατικά, υποτιθέμενα ως αληθή, ουδέποτε συνήφθη μεταξύ τούτων, έγκυρη σύμβαση αρραβώνος, διότι αυτή, ως παρεπόμενη σύμβαση, επί προσυμφώνου αγοραπωλησίας ακινήτου, θα έπρεπε να καταρτισθεί με τον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου (ο οποίος απαιτείται και για το προσύμφωνο), κατά τα αναφερόμενα στις υπό στοιχεία (I) και (III) νομικές σκέψεις. Επιπλέον, η εναγομένη ομολογεί και την από 17-5-2011 πώληση του επιδίκου διαμερίσματος μετά του δώματος, σε τρίτο αγοραστή (σελ. 4 των προτάσεων, στίχοι 25 και εξής, σελ. 5 των προτάσεων, στίχοι 1-2). Περαιτέρω, προβάλλει την ένσταση του συμψηφισμού της απαίτησης της καλούσας-ενάγουσας, με τη δική της ομοειδή και ληξιπρόθεσμη ανταπαίτηση έναντι αυτής, για την καταβολή του ποσού των 229.657,17 ευρώ, ως διαφυγόντος κέρδους, που προκύπτει από τη διαφορά του τιμήματος στο οποίο θα αγόραζε η καλούσα-ενάγουσα τις επίδικες οριζόντιες ιδιοκτησίες, αν τελικώς συνέπραττε στην υπογραφή του οριστικού συμβολαίου, από το χαμηλότερο τίμημα που τελικώς επιτεύχθηκε από την πώληση στο τρίτο αγοραστή. Η ένσταση αυτή, είναι πλήρως ορισμένη, πλην όμως, τυγχάνει απορριπτέα ως νόμω αβάσιμη, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στις υπό στοιχεία (ί) και (IV) νομικές σκέψεις, διότι η προτεινόμενη σε συμψηφισμό ανταπαίτηση είναι ανύπαρκτη, καθώς, δεν καλύπτεται από το αρνητικό διαφέρον των άρθρων 197 και 198 ΑΚ, η, υπό της διαπραγματευθείσης πωλήτριας, κατά της διαπραγματευθείσης υποψήφιας αγοράστριας, επιδιωκόμενη χρηματική διαφορά μεταξύ της, κατά την (μη τελικώς καταρτισθείσα) υπό διαπραγμάτευση σύμβαση συμφωνηθείσα μείζονα τιμή και της, μετά τη λήξη των διαπραγματεύσεων και την ματαίωση σύναψης της σύμβασης, επιτευχθείσης μικρότερης αντίστοιχης τιμής από την πώληση των ακινήτων σε τρίτο πρόσωπο (ΕφΠειρ 55/2015 ΤΝΠ Νόμος).

 

Με την έτερη κρινόμενη, υπό στοιχείο (Β) αγωγή, η ενάγουσα εταιρία, εκθέτει ότι δραστηριοποιείται στον τομέα των οικοδομικών κατασκευών, ότι δυνάμει του από 14-12-2010 προσυμφώνου, που καταρτίσθηκε με τον τύπο του ιδιωτικού συμφωνητικού, ανέλαβε την υποχρέωση να μεταβιβάσει στην εναγομένη λόγω πώλησης, με οριστικό συμβόλαιο που θα υπέγραφαν οι διάδικοι μέχρι τις 30-1-2011, τις αναφερόμενες, ευρισκόμενες στη Γλυφάδα Αττικής, οριζόντιες ιδιοκτησίες, έναντι τιμήματος 680.000 ευρώ. Ότι η εναγομένη κατέβαλε στην ενάγουσα το ποσό των 50.000 ευρώ, προκειμένου να προβεί η δεύτερη σε πρόσθετες εργασίες ανακατασκευής του υπό πώληση διαμερίσματος, κατά τη ρητή επιθυμία της πρώτης, αλλά και προκειμένου να εξασφαλιστεί η δεύτερη, για την σύμπραξη της πρώτης στην υπογραφή του οριστικού συμβολαίου. Ότι αν και η ενάγουσα προέβη στις τροποποιήσεις του διαμερίσματος, που αιτήθηκε η εναγομένη, καθώς επίσης, κατόπιν νέας (προφορικής) μεταξύ τους συμφωνίας, μειώθηκε το τίμημα της επικείμενης αγοραπωλησίας στο ποσό των 600.000 ευρώ, εντούτοις, η εναγομένη αρνήθηκε να συμπράξει στην υπογραφή του συμβολαίου αγοραπωλησίας, ως υποχρεούτο, εκ του ιδιωτικού συμφωνητικού, με αποτέλεσμα, να πωληθούν τελικώς, το διαμέρισμα και το δώμα της οικοδομής της ενάγουσας, ως ενιαία ιδιοκτησία, σε τρίτο αγοραστή, έναντι τιμήματος 320.342,83 ευρώ. Ότι εξαιτίας της ανωτέρω υπαίτιας αντισυμβατικής συμπεριφοράς της εναγομένης, η ενάγουσα υπέστη αποθετική περιουσιακή ζημία (διαφυγόν κέρδος) ανερχόμενη στο ποσό των 229.657,17 ευρώ, το οποίο προκύπτει κατόπιν αφαίρεσης του τιμήματος των 320.342,83 ευρώ που τελικώς επιτεύχθηκε, από το υπόλοιπο τίμημα των 550.000 ευρώ (που απέμενε από το αρχικώς συνομολογηθέν τίμημα των 600.000 ευρώ, κατόπιν αφαίρεσης του ποσού της προκαταβολής εκ 50.000 ευρώ). Με βάση το ιστορικό αυτό, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του αρχικού καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής, με την τροπή του σε αναγνωριστικό, με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της, που καταχωρίστηκε στα πρακτικά, αλλά διατυπώνεται και στις προτάσεις (άρθρ. 223, 295 παρ. 1 εδ. β', 297 ΚΠολΔ), η ενάγουσα ζητεί, να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εναγομένης να της καταβάλει το ποσό των 229.657,17 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση, καθώς και να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινώς εκτελεστή και να καταδικαστεί η εναγομένη στην καταβολή της δικαστικής της δαπάνης. Με το παραπάνω περιεχόμενο και αιτήματα, η αγωγή, παραδεκτώς εισάγεται προς εκδίκαση, κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία, ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο είναι καθ' ύλην και κατά τόπον αρμόδιο (άρθρα 14 παρ. 2, 22, 33 εδ. β' ΚΠολΔ) και είναι πλήρως ορισμένη, διότι περιέχει όλα τα κατά νόμο απαιτούμενα, κατά τη διάταξη του άρθρου 216 ΚΠολΔ, στοιχεία, για τη νομική θεμελίωση και τη δικαστική της εκτίμηση, παρά το αντίθετο υποστηριζόμενο από την εναγομένη. Ωστόσο, η αγωγή, το περιεχόμενο της οποίας ταυτίζεται με την ένσταση συμψηφισμού που προέβαλε η νυν ενάγουσα, ως μέσο άμυνας της κατά της ανωτέρω υπό στοιχείο (Α) αγωγής, είναι απορριπτέα ως νομικά αβάσιμη στο σύνολο της, για τους αυτούς λόγους που απερρίφθη και η εν λόγω ένσταση. Συγκεκριμένα, κατά τα επικαλούμενα στην υπό στοιχείο (Β) αγωγή πραγματικά περιστατικά, υποτιθέμενα ως αληθή, ουδέποτε συνήφθη μεταξύ των διαδίκων, έγκυρο προσύμφωνο αγοραπωλησίας ακινήτων, ελλείψει τηρήσεως του νομίμου συμβολαιογραφικού τύπου, που επιβάλλεται από τις διατάξεις των άρθρων 166, 369, 1033, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην υπό στοιχείο (I) νομική σκέψη. Επομένως, αφού δεν συνήφθη έγκυρη σύμβαση προσυμφώνου μεταξύ των διαδίκων, δεν γεννήθηκαν και εκατέρωθεν υποχρεώσεις και άρα, ουδόλως θεμελιώνεται ενδοσυμβατική ευθύνη των μερών για τυχόν αθέτηση των υποχρεώσεων που (ακύρως) ανέλαβαν. Υπό το δεδομένο αυτό, η υπό στοιχείο (Β) αγωγή, εκτιμάται από το Δικαστήριο ως περιέχουσα, έκθεση πραγματικών περιστατικών περί θεμελίωσης ευθύνης λόγω πταίσματος της εναγομένης κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων. Ωστόσο, στο πλαίσιο της ευθύνης αυτής, εκ των άρθρων 197-198 ΑΚ, αποκαθίσταται μόνο το αρνητικό διαφέρον, ως τούτο ορίζεται στην υπό στοιχείο (I) μείζονα σκέψη, όχι όμως και το διαφέρον εκπλήρωσης, που αποκαθίσταται μόνο επί έγκυρης σύμβασης, δηλαδή, η ζημία που υπέστη η ζημιωθείσα-ενάγουσα, εξαιτίας της αντισυμβατικής συμπεριφοράς της εναγομένης, υπολογιζόμενης της ζημίας τούτης, βάσει της διαφοράς της περιουσίας, που θα είχε η ενάγουσα αν η εναγομένη είχε εκπληρώσει προσηκόντως τις ενδοσυμβατικές της υποχρεώσεις, από την περιουσία της κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής. Το δε αίτημα της αγωγής, για την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη η ενάγουσα, από τη μη εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεων της εναγομένης, δεν καλύπτεται από το αρνητικό διαφέρον, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, διότι το αίτημα αυτό, δεν αφορά ζημία που υπέστη η ενάγουσα από τη διάψευση της εμπιστοσύνης της για την επιτυχή έκβαση των διαπραγματεύσεων και την επικείμενη κατάρτιση της σύμβασης με την εναγομένη. Επομένως, η υπό στοιχείο (Β) αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμη, κατόπιν δε της απορρίψεως τούτης, περέλκει η κρίση του αιτήματος της εναγομένης περί επιδείξεως εγγράφων, καθώς και η έρευνα των ενστάσεων εκ των άρθρων 281 και 300 ΑΚ που προέβαλε η εναγομένη. Δεδομένου δε, ότι υποβάλλεται σχετικό αίτημα με τις προτάσεις της εναγομένης, πρέπει να καταδικαστεί η ενάγουσα στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων, λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 189, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

 

Κατά την ουσιαστική εκτίμηση της υπό στοιχείο (Α) αγωγής, καθ' ό μέρος κρίθηκε ορισμένη και νόμιμη, σημειώνεται ότι δεν λαμβάνονται υπόψη, τα εξής αποδεικτικά μέσα: α) Η υπ' αριθμ. 422/2-10-2017 ένορκη βεβαίωση της ..., ενώπιον της Ειρηνοδίκου Καβάλας, που επικαλείται και προσκομίζει η καλούσα-ενάγουσα (άρθρο 424 ΚΠολΔ), η οποία λήφθηκε και προσκομίστηκε μετά τη συζήτηση, κατόπιν νόμιμης, πλην όμως εκπρόθεσμης κλήτευσης της καθ' ής η κλήση-εναγομένης, με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της ενάγουσας που καταχωρήθηκε στα πρακτικά της δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, χωρίς να τηρηθεί η προθεσμία του άρθρου 422 παρ. 1 ΚΠολΔ (2 τουλάχιστον εργάσιμες ημέρες, ανάμεσα στην κλήτευση και στη λήψη της ένορκης βεβαίωσης), αλλά και επιπλέον, διότι λήφθηκε και προσκομίσθηκε μετά τη συζήτηση της υπόθεσης, με αυτήν δε η ενάγουσα, επιδιώκει την απόδειξη της βασιμότητας της αγωγής της (όπως ρητώς αναφέρει στην προσθήκη) και την αντίκρουση των ισχυρισμών της αντιδίκου της, όχι όμως ισχυρισμών που να προτάθηκαν πρώτη φορά κατά τη συζήτηση (ΟλΑΠ 15/2003 ΕλλΔνη 2003.937, ΑΠ 1454/02 ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1259/01 ΕλλΔνη 2002.110). β) Η από 15-3-2012 υπεύθυνη δήλωση του νομίμου εκπροσώπου της καθ' ής η κλήση-εναγομένης της υπό στοιχείο (Α) αγωγής, η οποία, κατά την κρίση του Δικαστηρίου λήφθηκε προκειμένου να χρησιμεύσει ανεπίτρεπτα ως αποδεικτικό μέσο στην παρούσα δίκη (ΑΠ 611/1999, ΕλλΔνη 41.67). Κατά τα λοιπά, από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των εξετασθέντων μαρτύρων των διαδίκων στο ακροατήριο, οι οποίες καταχωρίστηκαν στα υπ' αριθμ. 15540/2017 απομαγνητοφωνημένα πρακτικά της δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, από την εκτίμηση των εγγράφων που νόμιμα επικαλούνται, και προσκομίζουν οι διάδικοι, τα οποία λαμβάνοντα, υπόψη, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, είτε ως μη πληρούντα τους όρους του νόμου αποδεικτικά μέσα (μεταξύ των οποίων απλά φωτοτυπικά αντίγραφα, άρθ. 340 παρ. 1 εδ. β' ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάσταση του, από το αρθ. 1 αρ. 2 παρ. 2 Ν. 4335/2015, ΟλΑΠ 15/2003. ΕλλΔνη 2003/937, ΑΠ 1707/2009 ΤΝΠ Νόμος) και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, τα οποία λαμβάνονται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθ. 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, με τη σημείωση ότι η τυχόν ιδιαίτερη αναφορά σε οποιοδήποτε εκ των αποδεικτικών μέσων, ουδόλως συνεπάγεται την παράλειψη των λοιπών κατά την ουσιαστική εκτίμηση της διαφοράς: Περί τα τέλη του έτους 2010, ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις μεταξύ των διαδίκων της υπό στοιχείο (Α) αγωγής, για την πώληση από την καθ' ής η κλήση-εναγομένη προς την καλούσα-ενάγουσα, του διαμερίσματος με στοιχεία Γ-1 του 3ου ορόφου πάνω από το ισόγειο, ως ενιαίου συνόλου μετά δώματος, της αποθήκης με στοιχεία Υ-4 και της θέσης στάθμευσης υπογείου με στοιχεία G-4, μίας πολυκατοικίας, ευρισκόμενης στη Γλυφάδα Αττικής, επί των οδών ... και ..., ενώ, οι ανωτέρω ιδιοκτησίες, περιλαμβάνονταν στο εργολαβικό αντάλλαγμα της πωλήτριας για την κατασκευή της πολυκατοικίας. Στις 14-12-2010 συνήφθη μεταξύ των διαδίκων, προσύμφωνο της επικείμενης πώλησης, με ιδιωτικό συμφωνητικό, όπως συνομολογείται από αμφότερες τις διαδίκους. Στο εν λόγω συμφωνητικό, συμπεριελήφθησαν οι ειδικότεροι όροι της μελλοντικής αγοραπωλησίας και καθορίστηκε το τίμημα αυτής στο ποσό των 680.000 ευρώ, ορίστηκε δε ως απώτατο χρονικό σημείο, για την υπογραφή του σχετικού συμβολαίου, η 30η-1-2011. Ωστόσο, όπως έχει ήδη προεκτεθεί, δεν συνήφθη, έγκυρο προσύμφωνο πώλησης των ακινήτων της εναγομένης της υπό στοιχείο (Α) αγωγής, προς την ενάγουσα, διότι δεν τηρήθηκε ο απαιτούμενος, εκ του νόμου, συμβολαιογραφικός τύπος, ο οποίος απαιτείται για κάθε ενοχική σύμβαση που αφορά ακίνητα (άρ. 369 ΑΚ). Εντούτοις, σε εκτέλεση του άκυρου αυτού συμφωνητικού, η ενάγουσα της υπό στοιχείο (Α) αγωγής, κατέβαλε προς την εναγομένη, το ποσό των 50.000 ευρώ. Η καταβολή αυτή, αναφέρεται στον υπ' αριθμ. 4 α) όρο του ιδιωτικού συμφωνητικού, ως "προκαταβολή", κυρίως όμως, συνομολογείται από την εναγομένη, στις προτάσεις της κατά της υπό στοιχείο (Α) αγωγής, ενώ, επαναλαμβάνεται και στο ιστορικό και στις προτάσεις της υπό στοιχείο (Β), ήδη απορριφθείσης, αγωγής. Εξάλλου, οι διαπραγματεύσεις των διαδίκων για την υπογραφή του συμβολαίου αγοραπωλησίας, έληξαν με τη ματαίωση της σύναψης της οριστικής σύμβασης αφότου πωλήθηκαν τελικώς οι επίδικες ιδιοκτησίες σε τρίτο αγοραστή, περί τα τέλη Μάιου του έτους 2011. Κατόπιν της ματαίωσης τούτης, η καλούσα-ενάγουσα, επέδωσε προς την εναγομένη, την από 9-6-2011 εξώδικη όχληση (βλ. την υπ' αριθμ. 201Β'/14-6-2011 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών, ...), με την οποία την κάλεσε, να συμπράξει στην υπογραφή του συμβολαίου, άλλως, να της επιστρέψει το ποσό της προκαταβολής, εντός πέντε (5) ημερών από τη λήψη της εξωδίκου οχλήσεως, άνευ όμως, ανταπόκρισης από την εναγομένη. Επομένως, αποδεικνύεται πλήρως ότι η εναγομένη της υπό στοιχείο (Α) αγωγής, κατέστη αδικαιολογήτως πλουσιότερη σε βάρος της περιουσίας της ενάγουσας, κατά το ποσό των 50.000 ευρώ, λόγω αχρεώστητης παροχής (βλ. Απ. Γεωργιάδη, Ενοχικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, έκδ. 1999, παρ. 55 υπό τον αριθμό 34, σελ. 556). Συνεπεία των ανωτέρω, η υπό στοιχείο (Α) αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και ως ουσιαστικά αβάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα, το ποσό των πενήντα χιλιάδων ευρώ (50.000 ευρώ, νομιμοτόκως από 20-6-2011 (χρόνος παρέλευσης της πενθήμερης προθεσμίας από την επίδοση της εξωδίκου οχλήσεως, στις 14-6-2011) μέχρι την πλήρη εξόφληση. Εξάλλου, το Δικαστήριο κρίνει ότι συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι προκειμένου να κηρυχθεί εν μέρει προσωρινώς εκτελεστή η απόφαση αυτή και συγκεκριμένα, για το ποσό των 25.000 ευρώ εκ του συνολικώς επιδικαζομένου, διότι η καθυστέρηση στην εκτέλεση της απόφασης θα επιφέρει σημαντική ζημία στην καλούσα-ενάγουσα. Τέλος, πρέπει να καταδικαστεί η εναγομένη της υπό στοιχείο (Α) αγωγής, στην καταβολή των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 180 παρ. 1, 189, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

ΕΝΩΝΕΙ ΚΑΙ ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ, αντιμωλία των διαδίκων, την υπό στοιχείο (Α) αγωγή και την υπό στοιχείο (Β) αγωγή.

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε ως απορριπτέο στο σκεπτικό.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την υπό στοιχείο (Α) αγωγή.

 

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την καθ' ής η κλήση-εναγομένη της υπό στοιχείο (Α) αγωγής, να καταβάλει στην ενάγουσα αυτής, το ποσό των πενήντα χιλιάδων ευρώ (50.000 ευρώ), νομιμοτόκως από 20-6-2011, μέχρι την πλήρη εξόφληση.

 

ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση αυτή, ως προς την ανωτέρω διάταξή της, εν μέρει προσωρινώς εκτελεστή, για το ποσό των είκοσι πέντε χιλιάδων ευρώ (25.000 ευρώ).

 

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγομένη της υπό στοιχείο (Α) αγωγής στην καταβολή

της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας, την οποία ορίζει στο ποσό των

χιλίων πεντακοσίων ευρώ (1.500 ευρώ).

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την υπό στοιχείο (Β) αγωγή.

 

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την ενάγουσα της υπό στοιχείο (Β) αγωγής, στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης της εναγομένης αυτής, την οποία ορίζει στο ποσό των τεσσάρων χιλιάδων εξακοσίων ευρώ (4.600 ευρώ).

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στην Αθήνα, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 14-9-2018.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ  

 


Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ 
«ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»