ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΜΠΑθ 70/2020 

 

Έμμισθοι δικηγόροι - Πρόσθετη παρέμβαση δικηγορικών συλλόγων - Βλαπτική μεταβολή - Καταγγελία σύμβασης -.

 

Η έμμισθη εντολή με αντιμισθία αποτελεί ειδική μορφή άσκησης δικηγορίας για παροχή καθαρά δικηγορικών υπηρεσιών. Η επιβολή ωραρίου αντίκειται στην ανεξαρτησία και την αξιοπρέπεια του δικηγόρου. Διαφορές εμμίσθων δικηγόρων με ΝΠΔΔ υπάγονται στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου και αρμόδια είναι τα πολιτικά δικαστήρια. Παραδεκτές οι πρόσθετες παρεμβάσεις δικηγορικών συλλόγων, επειδή η απόφαση, που θα εκδοθεί, θα έχει αντανακλαστικές συνέπειες στο σύνολο των μελών τους ως προς ζητήματα οικονομικού ενδιαφέροντος, που συνδέονται με την προάσπιση των επαγγελματικών συμφερόντων τους. Οι σκοποί της εταιρείας ΕΚΧΑ ΑΕ είναι ίδιοι με του ΝΠΔΔ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ, που είναι καθολικός διάδοχός της και η φύση της εργασίας των εμμίσθων δικηγόρων της ΕΚΧΑ ΑΕ είναι η ίδια με εκείνη που παρέχεται στο ΝΠΔΔ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ. Η ανεξαρτησία του εμμίσθου δικηγόρου και τα καθήκοντα αληθείας, ευσυνειδησίας, επιμέλειας και τήρησης απορρήτου, που χαρακτηρίζουν το δικηγορικό λειτούργημα, δεν συνάδουν με την υπαγωγή σε διευθυντικό δικαίωμα και υπαλληλική εξάρτηση. Αντίθετη στις συνταγματικές αρχές της ισότητας και της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας η επιβολή στους εμμίσθους δικηγόρους της ΕΚΧΑ ΑΕ του διλήμματος να επιλέξουν ή να παραμείνουν στο ΝΠΔΔ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ως υπάλληλοι ΠΕ, παραιτούμενοι της δικηγορικής ιδιότητας, ή να καταγγελθεί η σύμβαση έμμισθης εντολής τους, επειδή αιφνιδιαστικά ανατράπηκε η μακροχρόνια υπηρεσιακή τους κατάσταση, χωρίς να συντρέχει λόγος δημοσίου συμφέροντος και δεν τηρήθηκε η αρχή της αναλογικότητας. Αναγνωρίζεται ότι το εναγόμενο ΝΠΔΔ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ συνδέεται με τους ενάγοντες με σύμβαση έμμισθης εντολής και υποχρεώνεται να αποδέχεται προσηκόντως τις υπηρεσίες τους και να τους απασχολεί ως δικηγόρους. Δεν οφείλονται μισθοί υπερημερίας σε όλους καταβλήθηκε αποζημίωση.

 

 

 

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

 

ΤΜΗΜΑ ΑΜΟΙΒΩΝ

 

 

Αριθμός απόφασης:.70/2020

Αριθμός κατάθεσης αγωγής: ././2018

Αριθμός κατάθεσης 1ης πρόσθετης παρέμβασης: ././2018

Αριθμός κατάθεσης 2ης πρόσθετης παρέμβασης: ./2018

 

 

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

 

(Ειδική διαδικασία περιουσιακών διαφορών - Διαφορές από αμοιβές άρθρου 622Α ΚΠολΔ)

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από το Δικαστή Διονύσιο Δάλλα, Πρόεδρο Πρωτοδικών, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Πρωτοδικείου Αθηνών, και τη Γραμματέα Γεωργία Σταφίδα.

 

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του στις 6 Νοεμβρίου 20ΐ8, για να δικάσει τα ακόλουθα εισαγωγικά της δίκης δικόγραφα:

 

ι) Την από 2.8-8-2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου ./2018 αγωγή, μεταξύ:

 

ΤΩΝ ΕΝΑΓΟΝΤΩΝ: 1) … και 47) …, οι οποίοι παραστάθηκαν στο Δικαστήριο οι 3ος, Ι4η, 18η, 21ος, 23η, 25η, 27η, 34η, 40η και 43η μετά και οι λοιποί δια του πληρεξούσιου Δικηγόρου τους Δημητρίου Βασιλείου [Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών με Α.Μ.: 16772], και κατέθεσαν προτάσεις.

 

ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «Ελληνικό Κτηματολόγιο», όπως νόμιμα εκπροσωπείται, που εδρεύει στην Αθήνα, Λεωφ. Μεσογείων, αριθ. 288, με ΑΦΜ ., ΔΟΥ Χολαργού, το οποίο παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια του πληρεξούσιου Δικηγόρου του Γεώργιο Αντωνακόπουλο [Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών με Α.Μ.: 19464], και κατέθεσε προτάσεις.

 

2) Την από 23-10-2018 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ./2019 πρόσθετη παρέμβαση υπέρ των 24ου και 45ης των εναγόντων, καθώς και την προφορικά ασκηθείσα στο ακροατήριο πρόσθετη παρέμβαση υπέρ των 9ου, 17ης και 47ου των εναγόντων, μεταξύ:

 

ΤΟΥ προσθέτως Παρεμβαίνοντος: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «Δικηγορικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης», όπως νόμιμα εκπροσωπείται, που εδρεύει στη Θεσσαλονίκη, οδός 26 Οκτωβρίου αριθ. 18, ο οποίος παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια του πληρεξούσιου Δικηγόρου του Ιωάννη Ανδρουλάκη [Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης με Α.Μ.: 4273] και κατέθεσε προτάσεις.

 

ΤΟΥ ΚΑΘ' ΟΥ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «Ελληνικό Κτηματολόγιο», όπως νόμιμα εκπροσωπείται, που εδρεύει στην Αθήνα, Λεωφ. Μεσογείων, αριθ. 288, με ΑΦΜ ., ΔΟΥ Χολαργού, το οποίο παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια του πληρεξούσιου Δικηγόρου του Γεώργιο Αντωνακόπουλο [Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών με Α.Μ.: 19464], και κατέθεσε προτάσεις.

 

3) Την από 24-10-2018 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου 99304/220/2018 πρόσθετη παρέμβαση υπέρ των 1ου, 2ης, 11ου, 12ης, 19ου, 36ου, 37ης και 44ου των εναγόντων, μεταξύ:

 

ΤΟΥ ΠΡΟΣΘΕΤΩΝ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΝΤΟΣ: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών», όπως νόμιμα εκπροσωπείται, που εδρεύει στην Αθήνα, οδός Ακαδημίας αριθ. 60, ο οποίος παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια των πληρεξούσιων Δικηγόρων του Παναγιώτη Νικολόπουλου και Κωνσταντίνου Ρίζου [Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών με Α.Μ.: 10436 και 25127 αντίστοιχα] και κατέθεσε προτάσεις.

 

ΤΟΥ ΚΑΘ' ΟΥ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «Ελληνικό Κτηματολόγιο», όπως νόμιμα εκπροσωπείται, που εδρεύει στην Αθήνα, Λεωφ. Μεσογείων, αριθ. 288, με ΑΦΜ ., ΔΟΥ Χολαργού, το οποίο παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια του πληρεξούσιου Δικηγόρου του Γεώργιο Αντωνακόπουλο [Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών με Α.Μ.: 19464], και κατέθεσε προτάσεις.

 

Οι ενάγοντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 28-9-2018 αγωγή τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ./2018, η οποία προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο που σημειώνεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο με αριθμό Μ/.- Ο προσθέτως παρεμβαίνων Δικηγορικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης ζητεί να γίνει δεκτή η από 23-10-2018 πρόσθετη υπέρ των 24ου και 45ης των εναγόντων παρέμβαση του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ./2018, η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που σημειώνεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο με αριθμό Μ/. Επιπρόσθετα, ο ως άνω Δικηγορικός Σύλλογος ζητεί να γίνει δεκτή και η προφορικά ασκηθείσα κατά την έναρξη της συζήτησης ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού πρόσθετη παρέμβαση του υπέρ των 9ου, 17ης και 47ου των εναγόντων. Περαιτέρω, ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών ζητεί να γίνει δεκτή η από 24-10-2018 πρόσθετη υπέρ των 1ου, 2ης, 11ου, 12ης, 19ου, 36ου, 37ης και 44ου των εναγόντων παρέμβαση του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ./2018, η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο που σημειώνεται στην αρχή της παρούσας και γράφηκε στο πινάκιο με αριθμό Μ/.. Τέλος, οι ενάγοντες με δήλωση του πληρεξούσιου Δικηγόρου τους στο ακροατήριο, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του και ειδικότερα αναπτύσσεται στις προτάσεις που νομότυπα κατέθεσαν επί της έδρας, υπέβαλαν προφορικά αίτημα λήψης ασφαλιστικών μέτρων για την προσωρινή ρύθμιση της επαγγελματικής τους κατάστασης.

 

Κατά τη συζήτηση της αγωγής που εκφωνήθηκε από τη σειρά του πινακίου που ήταν γραμμένη, οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι των διαδίκων ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους, αναφέρθηκαν στις προτάσεις που κατέθεσαν και ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και τις προτάσεις τους.

 

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

ι. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 246 ΚΠολΔ, «το Δικαστήριο σε κάθε στάση της δίκης μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιον διαδίκου να διατάξει την ένωση και συνεκδίκαση εκκρεμών ενώπιον του δικών, ανάμεσα στους Ίδιους ή διαφορετικούς διαδίκους, αν υπάγονται στην ίδια διαδικασία ή επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης ή επέρχεται μείωση των εξόδων», ενώ σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 31§1 ΚΠολΔ «Δίκες που έχουν μεταξύ τους σχέση κυρίου και παρεπομένου, ιδίως οι παρεμπίπτουσες αγωγές, οι αγωγές για εγγύηση, οι παρεμβάσεις, και άλλες όμοιες, υπάγονται στην αποκλειστική αρμοδιότητα του δικαστηρίου της κύριας δίκης». Στην προκειμένη περίπτωση, φέρονται ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού προς συζήτηση: ι) η από 28-9-2018 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ./2018 αναγνωριστική αγωγή της σύμβασης που συνδέει τους ενάγοντες με το εναγόμενο ως έμμισθης εντολής με πάγια αντιμισθία, 2) η από 23-10-2018 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ./2018 πρόσθετη παρέμβαση του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης υπέρ των 24ου και 45ης των εναγόντων, καθώς και την προφορικά ασκηθείσα στο ακροατήριο πρόσθετη παρέμβαση του ως άνω Δικηγορικού Συλλόγου υπέρ των 9ου, Ι7ης και 47ου των εναγόντων, 3) η από 24-10-2018 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ./2018 πρόσθετη παρέμβαση του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών υπέρ των 1ου, 2ης, 11ου, 12ης, 19ου, 36ου, 37ης και 44ου των εναγόντων και 4) η προφορικά ασκηθείσα στο ακροατήριο αυτού του Δικαστηρίου αίτηση των εναγόντων για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων με αντικείμενο την προσωρινή ρύθμιση της επαγγελματικής τους κατάστασης. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, εισάγονται ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου περισσότερα αυτοτελή μεταξύ τους εισαγωγικά της δίκης δικόγραφα, που έχουν μεταξύ τους σχέση κυρίου και παρεπομένου, τα οποία ερείδονται επί του ίδιου ιστορικού γεγονότος, πρέπει να διαταχθεί η ένωση και συνεκδίκασή τους, καθόσον σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 246, 285, 31 ΚΠολΔ, διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης, ενώ επέρχεται μείωση των εξόδων, ακόμη δε και για να αποτραπεί ο κίνδυνος εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων, ενώ ως προς την προφορικά ασκηθείσα αίτηση λήψης ασφαλιστικών μέτρων τούτη παραδεκτά φέρεται ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού και συνεκδικάζεται με την κύρια αγωγή, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 682§2 ΚΠολΔ.

 

2. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 42 του ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων» [εφεξής ΚωδΔικ] ορίζεται ότι «Έμμισθος δικηγόρος είναι αυτός που προσφέρει αποκλειστικά νομικές υπηρεσίες, ως νομικός σύμβουλος ή ως δικηγόρος, σε συγκεκριμένο εντολέα, σταθερά και μόνιμα, αμειβόμενος αποκλειστικά με πάγια περιοδική αμοιβή....», ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 43 του ίδιου Κώδικα, όπως ισχύει, μετά την αντικατάσταση των στοιχείων β' και γ' της παρ. 2 με την παρ. η του άρθρου 6ο του ν. 4370/20.16 (Α' 37), ότι: «i. ... 2. Η πρόσληψη δικηγόρων στους φορείς του δημοσίου τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά με νόμο, γίνεται με επιλογή ύστερα από προκήρυξη, με βάση όσα παρακάτω ορίζονται, εκτός αν πρόκειται για πρόσληψη του προϊσταμένου νομικής ή δικαστικής υπηρεσίας ή νομικού συμβούλου στους φορείς αυτούς, ο οποίος προσλαμβάνεται με απόφαση του αρμοδίου οργάνου του φορέα.. Ειδικότερα για τους έμμισθους δικηγόρους: α)... β) Η επιλογή γίνεται από πενταμελή επιτροπή... γ) Η προκήρυξη για την πρόσληψη δικηγόρου κοινοποιείται με επιμέλεια του ενδιαφερόμενου νομικού προσώπου στον Πρόεδρο της Επιτροπής και στον Πρόεδρο του οικείου Δικηγορικού Συλλόγου.... δ) Οι υποψήφιοι υποβάλλουν στον ενδιαφερόμενο φορέα, μέσα στην προθεσμία που ορίζει η προκήρυξη, αίτηση ... ε)... στ) ... ζ) Η επιτροπή εξετάζει τις αιτήσεις και τα δικαιολογητικά των υποψήφιων και τους καλεί σε ατομική συνέντευξη. Μέσα σε ένα μήνα το πολύ από την τελευταία ατομική συνέντευξη εκδίδει αιτιολογημένη απόφαση με τη σειρά αξιολόγησης των υποψηφίων, η) ... θ) Η απόφαση της Επιτροπής είναι υποχρεωτική ... Ο φορέας του Δημοσίου, που προκήρυξε τη θέση, οφείλει μέσα σε ένα μήνα από τη δημοσίευση της απόφασης να προσλάβει στις κενές θέσεις τους επιτυχόντες... ι)...». Από τις ως άνω διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων συνάγονται τα εξής: Οι δικηγόροι των φορέων του δημόσιου τομέα επιλέγονται με ειδική διοικητική διαδικασία, που έχει ως αφετηρία τη σχετική προκήρυξη, από επιτροπή, η οποία αποτελεί συλλογικό όργανο της Διοίκησης, υποκείμενο στον Υπουργό, ο οποίος εποπτεύει το φορέα, στον οποίο πρόκειται να προσληφθεί ο δικηγόρος. Η πράξη επιλογής δικηγόρου, την οποία εκδίδει το συλλογικό αυτό όργανο, δεσμεύει το φορέα και αποτελεί, προεχόντως για το λόγο αυτό, εκτελεστή διοικητική πράξη, παραδεκτώς δυναμένη να προσβληθεί με αίτηση ακυρώσεως. Από την ως άνω ειδική διοικητική διαδικασία επιλογής ρητώς εξαιρείται η πρόσληψη προϊσταμένου της νομικής ή δικαστικής υπηρεσίας ή νομικού συμβούλου των εν λόγω φορέων, οι οποίοι, ως εκ τούτου, προσλαμβάνονται κατ' εφαρμογή της ειδικής νομοθεσίας, που διέπει το οικείο νομικό πρόσωπο. Σε περίπτωση δε, κατά την οποία στη νομοθεσία αυτή δεν προβλέπεται ότι προηγείται της πρόσληψης ανάλογη διοικητική διαδικασία επιλογής, η σύμβαση έμμισθης εντολής μεταξύ του φορέα του δημόσιου τομέα και του δικηγόρου που προσλαμβάνεται ως προϊστάμενος νομικής ή δικαστικής υπηρεσίας ή ως νομικός σύμβουλος, καταρτίζεται αποκλειστικά βάσει των διατάξεων του ιδιωτικού δικαίου, χωρίς δηλαδή να προηγείται της σύμβασης διοικητική πράξη παραδεκτώς δυνάμενη να προσβληθεί με αίτηση ακυρώσεως (ΣτΕ 106/2020, Νόμος). Τούτο συμβαίνει ακόμη και σε περίπτωση κατά την οποία η Διοίκηση του φορέα του δημόσιου τομέα επιλέγει τον προϊστάμενο της νομικής ή δικαστικής υπηρεσίας ή το νομικό σύμβουλο κατ' εφαρμογή διατάξεων νόμου, στις οποίες η ίδια εκουσίως έχει υπαχθεί με τη σχετική προκήρυξη, διότι, στην περίπτωση αυτή, τόσο η προκήρυξη, όσο και η επιλογή και η πρόσληψη δεν διέπονται από διοικητικό νόμο (ΣτΕ 106/2020, 379/2016, Νόμος). Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 19 παρ. 1 ν. 4512/2018 «Ρυθμίσεις για την εφαρμογή των Διαρθρωτικών Μεταρρυθμίσεων του Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής και άλλες διατάξεις» ορίζεται ότι «Στις θέσεις της παραγράφου ι του άρθρου ι7 μεταφέρεται, με τη δημοσίευση του παρόντος νόμου, το προσωπικό ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου που υπηρετεί στην ΕΚΧΑΑ.Ε. κατά τη δημοσίευση του, εφόσον κατέχει τα τυπικά προσόντα πρόσληψης του κλάδου, της εκπαιδευτικής βαθμίδας και της ειδικότητας των αντίστοιχων θέσεων. Για τη μεταφορά του προηγούμενου εδαφίου δεν απαιτείται το πρόσθετο προσόν διορισμού της παρ. 1 του άρθρον 27 τον π.δ. 50/2001.», ενώ κατά την παρ. 3 του ίδιου άρθρου προβλέπεται ότι «α) Δικηγόροι με έμμισθη εντολή της ΕΚΧΑΑ,Ε. μεταφέρονται στις θέσεις της υποπερίπτωσης ιι' της περίπτωσης α' της παραγράφου 1 του άρθρου 17 θέσεις, κατόπιν συνεκτίμησης των ετών προϋπηρεσίας στην ΕΚΧΑ Α.Ε. και τα νομικά πρόσωπα τα οποία διαδέχθηκε, του αριθμού παραστάσεων ως πληρεξούσιοι της ΕΚΧΑ Α.Ε. και των νομικών προσώπων τα οποία διαδέχθηκε και συνέντευξης από το Δ.Σ. Για την τελική μοριοδότηση ο συνολικός αριθμός των μορίων κάθε κριτηρίου πολλαπλασιάζεται με τον εξής συντελεστή: αα) 40% για τα έτη προϋπηρεσίας, ββ) 4θ% για τον αριθμό παραστάσεων, γγ) 20% για τη συνέντευξη. Τα ως άνω κριτήρια αξιολογούνται ως ακολούθως: ααα) για κάθε έτος προϋπηρεσίας 25 μόρια, με ανώτατο όριο τα 500 μόρια, βββ) για 1-15 παραστάσεις 100 μόρια, για 16-30 παραστάσεις 2θθ μόρια, για 31-45 παραστάσεις 300 μόρια, για 46-60 παραστάσεις 400 μόρια, για 6ι παραστάσεις και άνω 500 μόρια, γγγ) για τη συνέντευξη κατ' ανώτατο όριο 5οο μόρια. Το σύνολο των μορίων που μπορεί να λάβει ένας υποψήφιος από κάθε μέλος του Δ.Σ. δεν μπορεί να υπερβαίνει τα 500 μόρια. Η τελική μοριοδότηση της συνέντευξης κάθε υποψηφίου προκύπτει από το μέσο όρο των βαθμών των μελών του Δ.Σ. Για τη μεταφορά εκδίδεται απόφαση του Δ.Σ. εντός προθεσμίας ενός μήνα από τη δημοσίευση του παρόντος, β) Δικηγόροι με έμμισθη εντολή της ΕΚΧΑ Α.Ε. οι οποίοι δεν μεταφέρονται στις θέσεις της υποπερίπτ. ιι' της περίπτωσης α' της παρ. ι του άρθρου 17 θέσεις μεταφέρονται αυτοδίκαια στις συνιστώμενες με την υποπερίπτωση γγ' της περίπτωσης α', της παραγράφου ι του ίδιου άρθρου θέσεις, εκτός εάν εντός προθεσμίας δέκα ημερών από το πέρας της προθεσμίας του τελευταίου εδαφίου της περίπτωσης α' της παρούσας παραγράφου δηλώσουν, με αίτηση τους προς το Φορέα, ότι δεν επιθυμούν τη μεταφορά, οπότε καταβάλλεται η αποζημίωση που προβλέπεται στις διατάξεις του άρθρου 46 του ν. 4194/2013 (Α' 2θ8). Σε περίπτωση μη υποβολής της αίτησης τον προηγούμενον εδάφιον, ως ημερομηνία ανάληψης καθηκόντων θεωρείται η ημερομηνία δημοσίευσης τον παρόντος.». Επειδή, οι παραπάνω διατάξεις του άρθρου 19 του ν. 4512/2018, κατ' επίκληση των οποίων κινήθηκε η διαδικασία πλήρωσης της θέσης δικηγόρων με έμμισθη εντολή στην Κεντρική Υπηρεσία του εναγόμενου φορέα, δεν προβλέπουν κάποια ειδική διοικητική διαδικασία για την επιλογή των έμμισθων δικηγόρων, επάγεται ότι από τη δικαστική αμφισβήτηση των προσβαλλόμενων πράξεων που ανάγονται στο στάδιο επιλογής των έμμισθων δικηγόρων του εναγόμενου φορέα καθώς και περαιτέρω του χαρακτηρισμού που διέπει τη μεταξύ τους έννομη σχέση, δημιουργείται διαφορά ιδιωτικού δικαίου, για την οποία αρμόδια είναι τα πολιτικά δικαστήρια [πρβλ. σχετ. ΣτΕ 106/2020, Νόμος].

 

3. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου ι§2 Ν. 4194/2013 [Κώδικας Δικηγόρων], που ισχύει από 27-9-2013 (ΦΕΚ 208/Α/27-9-2013), «Περιεχόμενο του λειτουργήματος [του δικηγόρου] είναι η εκπροσώπηση και υπεράσπιση του εντολέα τον σε κάθε δικαστήριο, αρχή ή υπηρεσία ή εξωδικαστικό θεσμό, η παροχή νομικών συμβουλών και γνωμοδοτήσεων, όπως επίσης και η συμμετοχή του σε θεσμοθετημένα όργανα ελληνικά ή διεθνή». Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 8 περ. ι' Ν. 4194/2013 «Επιτρέπεται στον δικηγόρο, ύστερα από έγγραφη γνωστοποίηση στο δικηγορικό "σύλλογο στον οποίο ανήκει:......ι) Κάθε άλλη δραστηριότητα που δεν υπάγεται στις διατάξεις για την αυτοδίκαιη απώλεια και αποβολή της δικηγορικής ιδιότητας και για την πλήρη ή μερική αναστολή της άσκησης του λειτουργήματος του δικηγόρου». Σύμφωνα, δε, με τη διάταξη του άρθρου 7§§ι,2 Ν. 4194/2013 «ι. Αποβάλλει αυτοδίκαια την ιδιότητα του δικηγόρου και διαγράφεται από το μητρώο του συλλόγου του οποίου είναι μέλος: α) Εκείνος που στο πρόσωπο του συντρέχει περίπτωση από αυτές που αποκλείουν τη δυνατότητα διορισμού του ως δικηγόρου κατά τις διατάξεις του Κώδικα, β) Εκείνος που μετά το διορισμό του στερείται για οποιονδήποτε λόγο την ιδιότητα του Έλληνα πολίτη ή του πολίτη κράτους - μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου, γ) Εκείνος που διορίζεται ή κατέχει οποιαδήποτε έμμισθη θέση με σύμβαση εργασιακής ή υπαλληλικής σχέσης σε οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή υπηρεσία δημόσια (πολιτική ή στρατιωτική), δικαστική, δημοτική ή νομικού προσώπου δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου ή σε Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης επιφυλασσόμενης της διάταξης του άρθρου 31 του Κώδικα, δ) Εκείνος που αποκτά την εμπορική ιδιότητα με βάση τον εμπορικό νόμο ή ασκεί έργα ή καθήκοντα διευθύνοντος ή εντεταλμένου συμβούλου, διοικητή, διαχειριστή ή εκπροσώπου σε οποιαδήποτε κεφαλαιουχική ή προσωπική εμπορική επιχείρηση ή κοινοπραξία (εκτός αν στην τελευταία περίπτωση άλλος ειδικός νόμος ορίζει διαφορετικά), ε) Εκείνος που ασκεί άλλο επάγγελμα, και ιδιαίτερα εμπόρου ή μεσίτη, καθώς και κάθε άλλη εργασία, υπηρεσία ή απασχόληση που δεν συνάδει με το δικηγορικό λειτούργημα. 2. Δικηγόρος, που στο πρόσωπο του συντρέχει μία από τις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου, υποχρεούται να προβεί σε σχετική δήλωση, χωρίς υπαίτια καθυστέρηση, στο σύλλογο που ανήκει και να υποβάλει την παραίτηση του...... Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 42 ν. 4194/2013 «Έμμισθος δικηγόρος είναι αυτός που προσφέρει αποκλειστικά νομικές υπηρεσίες, ως νομικός σύμβουλος ή ως δικηγόρος, σε συγκεκριμένο εντολέα, σταθερά και μόνιμα, αμειβόμενος αποκλειστικά με πάγια περιοδική αμοιβή. Ο ίδιος δικηγόρος μπορεί επίσης να αναλαμβάνει υποθέσεις από οποιονδήποτε άλλον, αμειβόμενος είτε ανά υπόθεση είτε με άλλον τρόπο», ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 43§§ 1,2 ν. 4194/2013 «1. Η πρόσληψη δικηγόρων με έμμισθη εντολή στον ιδιωτικό τομέα γίνεται με έγγραφη σύμβαση, που καταρτίζεται μεταξύ αυτού και του εντολέα. 2. Η πρόσληψη δικηγόρων στους φορείς του δημόσιου τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά με νόμο, γίνεται με επιλογή ύστερα από προκήρυξη, με βάση όσα παρακάτω ορίζονται, εκτός αν πρόκειται για πρόσληψη του προϊσταμένου νομικής ή δικαστικής υπηρεσίας ή νομικού συμβούλου στους φορείς αυτούς, ο οποίος προσλαμβάνεται με απόφαση του αρμοδίου οργάνου του φορέα». Από το συνδυασμό των προαναφερόμενων διατάξεων συνάγεται ότι η έμμισθη εντολή με αντιμισθία αποτελεί μία ειδική μορφή άσκησης της δικηγορίας [Καράσης Μ., Έμμισθη εντολή δικηγόρου με πάγια αντιμισθία (γμωμ.), Αρμ 2000, 59ΐ] και ασκείται στο πλαίσιο σχετικής σύμβασης που καταρτίζεται μεταξύ του εντολέα και του δικηγόρου, βάσει της οποίας ο τελευταίος καλείται να παρέχει στον πρώτο καθαρά δικηγορικές υπηρεσίες, και ως τέτοιες θεωρούνται οι υπηρεσίες εκείνες που μόνο ο δικηγόρος έχει σχετική αρμοδιότητα να παρέχει [Γκούτος Χ., Σχέσεις παροχής εργασίας από δικηγόρο, ΔΕΝ 2002, 1298 επ.]. Τέτοιες εργασίες αποτελούν, αφ' ενός η εκ μέρους του δικηγόρου, ως αντιπροσώπου του αντισυμβαλλομένου του, υπεράσπιση και προαγωγή των συμφερόντων εκείνου, δια της παραστάσεως ενώπιον δικαστηρίου ή άλλης δημοσίας αρχής ή υπηρεσίας ή δια του ελέγχου των τίτλων ιδιοκτησίας και της εγκυρότητας των βαρών της, ή δια της συμπράξεως στη σύνταξη ορισμένων συμβολαιογραφικών δικαιοπρακτικών εγγράφων, και αφ' ετέρου η εκ μέρους του δικηγόρου παροχή νομικών επιστημονικών συμβουλών ή γνωμοδοτήσεων στον αντισυμβαλλόμενο, προς εξυπηρέτηση των συμφερόντων εκείνου στο πλαίσιο των συναλλαγών του με τρίτους. Ο δικηγόρος που μόνον παρέχει στον αντισυμβαλλόμενο του νομικές συμβουλές ή γνωμοδοτήσεις ή μόνο διευθύνει το χειρισμό νομικών υποθέσεων, τον πραγματοποιούμενο από διοικητικά όργανα εκείνου ή από άλλους δικηγόρους, καλείται νομικός ή δικαστικός σύμβουλος. Αντίθετα, μη καθαρώς δικηγορικές εργασίες θεωρούνται όλες οι άλλες εξώδικες εργασίες, οι οποίες είτε προϋποθέτουν ότι εκείνος που τις παρέχει διαθέτει επιστημονικές νομικές γνώσεις (εργασίες νομικές), είτε δεν έχουν τέτοια προϋπόθεση (εργασίες κοινές). Εργασίες που προϋποθέτουν επιστημονικές νομικές γνώσεις αποτελούν π.χ. η διδασκαλία μαθημάτων νομικών ή πολιτικών επιστημών, η εργασία επιλογής, επιμελείας και σχολιασμού της ύλης νομικού περιοδικού, η έρευνα στα υποθηκοφυλακεία που δεν συνοδεύεται από τον έλεγχο των τίτλων ιδιοκτησίας και της εγκυρότητας των βαρών της, η εκτέλεση εξωδίκου επιστημονικού νομικού έργου σε δημόσια υπηρεσία, η εργασία συλλογής και κωδικοποιήσεως των στοιχείων ορισμένου νομικού θεσμού κ.λπ. [Γκούτος Χ., απ., σελ 1298 επ.]. Στην κατηγορία των μη καθαρώς δικηγορικών υπηρεσιών θα πρέπει να υπαχθεί και η περίπτωση συμμετοχής δικηγόρου σε θεσμοθετημένο ελληνικό ή διεθνές όργανο, καθώς και η συμμετοχή του σε επιτροπές δικαιοδοτικού χαρακτήρα, εφόσον πρόκειται για έργο που μπορεί να παρασχεθεί και από μη δικηγόρο που έχει νομικές γνώσεις ή κατέχει τίτλο σπουδών σχετικό με το αντικείμενο της επιτροπής στην οποία συμμετέχει. Περαιτέρω, το είδος των συμβάσεων με τις οποίες ένας δικηγόρος παρέχει τις υπηρεσίες του διακρίνεται στις ακόλουθες κατηγορίες: α) σύμβαση εντολής με αμοιβή κατ' αποκοπή. Στη σύμβαση αυτή, ο εντολοδόχος δικηγόρος υποχρεούται να διεξαγάγει είτε ορισμένη δίκη, ολικώς ή μερικώς, είτε ορισμένες πρόσκαιρες νομικές εργασίες, ο δε αντισυμβαλλόμενος (εντολοδότης) υποχρεούται να καταβάλει σ' εκείνον αμοιβή η οποία προσδιορίζεται είτε κατ' αποκοπήν υπό στενή έννοια, αλλά χωρίς να υπολείπεται των κατωτάτων ορίων της προβλεπόμενης σχετικής νόμιμης αμοιβής, είτε κατ' αποκοπήν υπό ευρεία έννοια, δηλαδή αναλόγως του αποτελέσματος της καθορισμένης δίκης ή νομικής εργασίας ή αναλόγως της πληρώσεως ή μη άλλης αιρέσεως, αλλά χωρίς να υπερβαίνει το 20% του αντικειμένου της δίκης ή της νομικής εργασίας. Αυτή η ενοχική σύμβαση έχει παροδικό χαρακτήρα και διέπεται βασικά από τις σχετικές διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων και των άλλων ειδικών νομοθετημάτων, συμπληρωματικώς δε, πρώτα από τις διατάξεις περί συμβάσεως ανεξάρτητης εργασίας και έπειτα από τις διατάξεις περί συμβάσεως εντολής, ενώ από τις διατάξεις περί συμβάσεως εξηρτημένης εργασίας δεν διέπεται ούτε και αναλογικώς, β) Σύμβαση εντολής με παγία αντιμισθία. Εν προκειμένω, ο εντολοδόχος δικηγόρος υπόσχεται να παρέχει στον αντισυμβαλλόμενο (εντολοδότη) εργασίες καθαρώς δικηγορικές, επ' αόριστο χρόνο, έναντι μηνιαίας ή ετήσιας αμοιβής (παγίας αμοιβής), η οποία απαγορεύεται να υπολείπεται των κατωτάτων ορίων της ειδικώς προβλεπόμενης νομίμου αμοιβής. Δεν πρόκειται για τέτοια σύμβαση όταν ο δικηγόρος, έναντι παγίας αντιμισθίας και επί αόριστο ή ορισμένο χρόνο, παρέχει στον αντισυμβαλλόμενο εργασία που δεν είναι καθαρώς δικηγορική [ΟλΑΠ 29/1995 ΔΕΝ 52, 274, ΑΠ 53/1987 ΕΕΔ 46, 888, ΑΠ 1839/1985 ΕΕΔ 45, 838, ΕφΑΘ 9949/1996 ΕλλΔνη 38, 890]. Η ως άνω ενοχική σύμβαση διέπεται βασικά από τις σχετικές διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων και των άλλων ειδικών νομοθετημάτων, συμπληρωματικά δε, πρώτα από τις διατάξεις περί συμβάσεως ανεξάρτητης εργασίας και έπειτα από τις διατάξεις περί συμβάσεως εντολής. Οι ειδικές διατάξεις περί συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας εφαρμόζονται μόνον εάν η εφαρμογή τους προβλέπεται κανονιστικά, όπως συμβαίνει ως προς τις διατάξεις περί επιδομάτων εορτών Πάσχα και Χριστουγέννων κ.λπ.. Εφόσον συμφωνηθεί ότι ο δικηγόρος θα παρέχει εργασίες καθαρά δικηγορικές έναντι πάγιας αντιμισθίας, θεωρείται ότι συμφωνήθηκε αποκλειστικά η σύναψη του ως άνω είδους συμβάσεως, δηλαδή της σύμβασης δικηγορικής εντολής με πάγια αντιμισθία και με αόριστη διάρκεια. Και τούτο διότι, βάσει του άρθρου 46§2 Ν. 4194/2013 αλλά και του προϊσχύσαντος 63§§3-5 του ν.δ. 3026/1954, απαγορεύεται και είναι άκυρη η συμφωνία ότι υπό τα περιστατικά αυτά είτε δεν συνάπτεται τέτοια σύμβαση, αλλά σύμβαση εξηρτημένης ή ανεξάρτητης εργασίας ή σύμβαση άλλου είδους, είτε συνάπτεται η εν λόγω σύμβαση εντολής με ορισμένη και όχι με αόριστη διάρκεια, εκτός αν ειδικός κανόνας επιτρέπει τέτοια συμφωνία [ΟλΑπ 25/2002, ΕλλΔνη 43, 1019, ΕφΑθ 1715/2004, ΕλλΔνη 2006, 1105, ΕφΘεσ 1535/2006, Αρμ 2θθ6,1352]. Αντίκειται, δε, στην δια του Κώδικα Δικηγόρων επιδιωκόμενη και με πολλές διατάξεις περιφρουρούμενη αξιοπρέπεια και ιδιάζουσα ανεξαρτησία του δικηγορικού λειτουργήματος η επιβολή στο δικηγόρο και η αποδοχή απ' αυτόν υποχρεωτικού ωραρίου απασχόλησης και μάλιστα εκείνου που ισχύει για το υπαλληλικό προσωπικό του εντολέα, έστω και αν παρέχει τις υπηρεσίες του με πάγια ετήσια ή μηνιαία αντιμισθία [ΑΠ 908/2017, ΕφΑθ 2402/1987, Νόμος]. Περαιτέρω, εκτός αν υπάρχει διαφορετική έγγραφη συμφωνία, η πάγια περιοδική αμοιβή, η οποία προβλεπόταν από την διάταξη του άρθρου 63 παρ. 4 στοιχείο α' του ν.δ. 3026/1954 και ήδη ρυθμίζεται από το άρθρο 44 του Ν. 4194/2013, οφείλεται στο δικηγόρο, όχι για την εκτέλεση οποιασδήποτε, έστω και καθαρώς νομικής φύσης εργασίας, αλλά μόνο για τις νομικές εκείνες υπηρεσίες που παρέχει ο συμβαλλόμενος δικηγόρος υπό την ιδιότητα δικαστικού ή νομικού συμβούλου ή δικηγόρου για τη διαφύλαξη ή την προστασία των συμφερόντων του εντολέα του στο πλαίσιο των συναλλαγών του με τους τρίτους, τέτοιες δε υπηρεσίες είναι μόνο όσες παρέχει ασκώντας, ως δημόσιος λειτουργός, τα καθήκοντα που του αναθέτουν οι ως άνω δημοσίου δικαίου διατάξεις των άρθρων 39 παρ. 1, 41 και 42 του ν.δ. 3026/1954 και ήδη του άρθρου 36 του Ν. 4194/2013 [ΟλΑΠ 29/1995, ΑΠ 79/2016, ΑΠ 956/2003, ΕφΘεσ 1548/2004, Νόμος]. Δηλαδή, ο δικηγόρος αμείβεται με πάγια αντιμισθία μόνο για την παροχή καθαρώς δικηγορικών εργασιών, όχι όμως και για την παροχή μη καθαρώς δικηγορικών εργασιών, είτε νομικών είτε κοινών (που δεν προϋποθέτουν επιστημονικές νομικές γνώσεις), εκτός εάν πρόκειται για δευτερεύουσες εργασίες σε σχέση με το κύριο αντικείμενο της παροχής δικηγορικών εργασιών και ως εκ τούτου δεν επηρεάζεται ο χαρακτήρας της σύμβασης έμμισθης εντολής (βλ. ΑΠ 758/1988, Νόμος, Γκούτος Χ., ο.π., σελ. 1297 επ., 1302). Περαιτέρω, ναι μεν από τις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 63 παρ.3, 4 και 5 του ν.δ. 3026/1954 και ήδη των άρθρων 7 περ. γ', 8 περ. α' και ι' και 42 επ. του Ν. 4194/2013 προκύπτει ότι η παροχή νομικών υπηρεσιών από δικηγόρο με περιοδική αμοιβή είναι επιτρεπτή και έγκυρη μόνο με τη μορφή της σύμβασης έμμισθης εντολής με πάγια αντιμισθία αορίστου χρόνου και ότι η σύμβαση έργου, ως και η συμφωνία παροχής νομικών υπηρεσιών με πάγια αντιμισθία για ορισμένο χρόνο, αποτελούν απαγορευμένες μορφές συμβατικής απασχόλησης του δικηγόρου, τυχόν δε συναπτόμενες θεωρούνται εξ υπαρχής, από την κατάρτιση τους, ως συμβάσεις με το παραπάνω αναγκαστικό περιεχόμενο, δηλαδή ως συμβάσεις έμμισθης εντολής παροχής νομικών υπηρεσιών με πάγια αντιμισθία για αόριστο χρόνο [ΑΠ 1403/2014, ΑΠ 227/2011, ΑΠ 229/2004, ΑΠ 226/2004, ΑΠ 509/1988, ΑΠ 414/1986, Νόμος], πλην όμως, αναγκαία προϋπόθεση εφαρμογής των προαναφερθέντων είναι η εκ μέρους του δικηγόρου παροχή νομικών υπηρεσιών υπό την προαναφερθείσα έννοια. Τα ανωτέρω δεν διαφοροποιούνται από το προβλεπόμενο από τις διατάξεις αυτές ασυμβίβαστο, η παραβίαση του οποίου άλλωστε δεν καθιστά άκυρη την τυχόν καταρτισθείσα σύμβαση, ούτε μετατρέπει αυτήν σε σύμβαση έμμισθης εντολής αορίστου χρόνου, αλλά επάγεται κατά την παρ. 6 του ως άνω άρθρου 63 του Κώδικα μόνο πειθαρχική ευθύνη του καταρτίσαντος αυτήν δικηγόρου [ΑΠ 41/1988, ΑΠ 548/1976, Νόμος], γ) Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας. Στη σύμβαση αυτή, ο δικηγόρος υπόσχεται να παρέχει υπηρεσίες μη καθαρώς δικηγορικές, για αόριστο ή για ορισμένο χρόνο, χωρίς να καθορίζει ο ίδιος μόνος του τους βασικούς όρους εργασίας, ο δε αντισυμβαλλόμενος υπόσχεται να παρέχει μισθό σ' εκείνον. Συνεπώς, ο δικηγόρος αποκτά την ιδιότητα του μισθωτού και ο αντισυμβαλλόμενος του αποκτά την ιδιότητα του εργοδότη. Όταν οι παρεχόμενες υπηρεσίες είναι καθαρά δικηγορικές, δεν πρόκειται για τέτοια σύμβαση, αλλά για σύμβαση δικηγορικής εντολής με πάγια αντιμισθία, σύμφωνα με τα εκτεθέντα παραπάνω υπό (β). Βάσει του Κώδικα Δικηγόρων κατά κανόνα η σύμβαση αυτή απαγορεύεται, η δε σύναψη της συνεπάγεται την πειθαρχική ποινή της πρόσκαιρης ή της οριστικής στερήσεως της ιδιότητας του δικηγόρου. Κατ' εξαίρεση, η σύμβαση αυτή επιτρέπεται, όταν η εργασία που ο δικηγόρος παρέχει ως μισθωτός ανήκει στις προβλεπόμενες από τη διάταξη του άρθρου 8 ν. 4194/2013, είτε αποκλείεται νομοθετικά να παρέχεται δια συμβάσεως δικηγορικής εντολής με πάγια αντιμισθία, όπως συμβαίνει για παράδειγμα στις περιπτώσεις των ειδικών νομικών συνεργατών των δημοσίων υπηρεσιών [ΑΠ 1839/1985 ΕΕΔ 45, 838, ΣτΕ 3664/96 ΔΕΝ 55,15, ΑΠ 1357/1977 ΕΕΔ 37, 245]. δ) Σύμβαση ανεξάρτητης εργασίας. Στην περίπτωση κατάρτισης σύμβασης αυτού του είδους, ο δικηγόρος υπόσχεται να παρέχει υπηρεσίες μη καθαρά δικηγορικές, για ορισμένο ή για αόριστο χρόνο, έχοντας το δικαίωμα να καθορίζει ο ίδιος μόνος του τους βασικούς όρους εργασίας (εκμισθωτής), ο δε αντισυμβαλλόμενος (μισθωτής) υπόσχεται να παρέχει μισθό σε εκείνον. Όταν οι παρεχόμενες υπηρεσίες είναι καθαρά δικηγορικές, δεν πρόκειται για τέτοια σύμβαση, αλλά για σύμβαση δικηγορικής εντολής με πάγια αντιμισθία, σύμφωνα με τα εκτεθέντα παραπάνω υπό (β). Βάσει του Κώδικα Δικηγόρων κατά κανόνα απαγορεύεται η σύμβαση αυτή, η σύναψη της, δε, συνεπάγεται την πειθαρχική ποινή της πρόσκαιρης ή της οριστικής στερήσεως της ιδιότητας του δικηγόρου (άρθρο y ν. 4194/2013 και 63 §§ ι, 2, 3, 6 ν.δ. 3026/1954), πλην όμως, η απαγόρευση αυτή δεν καθιστά άκυρη την εν λόγω σύμβαση, επειδή, κατά το άρθρο ι74 του ΑΚ, η δικαιοπραξία που αντίκειται σε απαγορευτική διάταξη του νόμου είναι άκυρη, εκτός αν από τη διάταξη αυτή προκύπτει κάτι άλλο, και επειδή από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι η παράβαση τους συνεπάγεται μόνο την πειθαρχική τιμωρία του δικηγόρου, γίνεται δεκτό ότι η σύμβαση παροχής εργασίας δικηγόρου, όταν η σύναψη της απαγορεύεται, δεν είναι άκυρη λόγω παραβάσεως της απαγορεύσεως [ΑΠ 41/1988, ΕΕργΔ 48, 409, ΑΠ 548/1976, ΝοΒ 24,1069, ΑΠ 394/1968 ΕΕΔ 27,1390, ΕφΘεσ 1191/91 Αρμ 45, 332]. Κατ' εξαίρεση, η παραπάνω σύμβαση επιτρέπεται, αφ' ενός στις αναφερθείσες ως άνω υπό (γ) περιπτώσεις, όπου ο δικηγόρος επιτρέπεται να συνάπτει σύμβαση εξηρτημένης εργασίας και αφ' ετέρου όταν ο δικηγόρος διά της προκειμένης συμβάσεως διορίζεται εκκαθαριστής σε νομικά πρόσωπα ή περιουσίες, ή είναι μέλος ή ασκεί καθήκοντα διαχειριστή σε αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία (άρθρο 8 περ. ζ', θ’ Ν. 4194/2013). Η εν λόγω σύμβαση, ανεξαρτήτως αν επιτρέπεται ή απαγορεύεται από τον Κώδικα Δικηγόρων διέπεται από τις τυχόν υπάρχουσες ειδικές γι' αυτήν διατάξεις και συμπληρωματικά από τις διατάξεις των άρθρων 648-679 του ΑΚ περί μισθώσεως ανεξαρτήτων υπηρεσιών [Γκούτος Χ., ο.π., 1298 επ.]. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, στις περιπτώσεις που δεν συντρέχουν οι εκ του νόμου προϋποθέσεις, αλλά οι έναντι αμοιβής παρεχόμενες υπηρεσίες δεν είναι συναφείς προς την κατά τα ανωτέρω άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος, και μπορούν να εκτελεσθούν και από τρίτο νομικό, που δεν είναι απαραίτητο να έχει και την ιδιότητα του δικηγόρου, έστω και εάν αυτές προϋποθέτουν έγκυρη και επαρκή γνώση της επιστήμης και πρακτικής του δικαίου, η έναντι περιοδικής αμοιβής σύμβαση που καταρτίζει ο δικηγόρος με τον αντισυμβαλλόμενο του δεν προσλαμβάνει το χαρακτήρα σύμβασης έμμισθης εντολής παροχής νομικών υπηρεσιών με πάγια αντιμισθία [ΟλΑΠ 29/1995, ΑΠ 1321/2017, ΑΠ 1619/2011, ΑΠ 2023/2007, ΑΠ 956/2003 Νόμος, ΑΠ 587/2000, ΤΝΠ ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΕφΑθ 9949/1996 ΕλλΔνη 1997, 891, ΓΝΜΔ ΝΣΚ170/2017, Νόμος]. Κάθε άλλη εξώδικη εργασία δικηγόρου, η οποία δεν απαγορεύεται από το νόμο (Κώδικα Δικηγόρων) και μπορεί να εκτελεσθεί και από οποιονδήποτε άλλο εντολοδόχο, αμείβεται κατά τις διατάξεις του κοινού δικαίου, εκτός αν υπάρχει συμφωνία περί αμοιβής, - εγγράφως αποδεικνυομένη [ΑΠ 956/2003, Νόμος, ΑΠ 971/2002 ΕλλΔνη 2003,1293, ΑΠ 953/2001, ΑΠ 41/1988, ΕφΑθ 6826/2008 όλες Νόμος].

 

4.· Με το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος κατοχυρώνεται η προσωπική και οικονομική ελευθερία ως ατομικό δικαίωμα. Ειδικότερη εκδήλωση αυτής της ελευθερίας αποτελεί η επαγγελματική ελευθερία, δηλαδή η ελευθερία επιλογής και ασκήσεως ορισμένου επαγγέλματος, ως αναγκαίου στοιχείου της προσωπικότητας του ατόμου. Στην παραπάνω ελευθερία μπορεί ο νόμος να επιβάλει περιορισμούς για λόγους δημοσίου ή κοινωνικού συμφέροντος, οι οποίοι, σε κάθε περίπτωση, πρέπει να ορίζονται κατά τρόπο γενικό και αντικειμενικό, να τελούν σε συνάφεια προς το αντικείμενο και τον χαρακτήρα της ρυθμιζόμενης δραστηριότητας, να είναι πρόσφοροι και αναγκαίοι για την επίτευξη του επιδιωκόμενου από τον νομοθέτη σκοπού και να μην είναι δυσανάλογοι, σε σχέση προς αυτόν (ΟλΣτΕ 1758/2019, Νόμος). Όσον αφορά τον έλεγχο της προσφορότητας και αναγκαιότητας ενός μέτρου, ο νομοθέτης διαθέτει ευρύ περιθώριο εκτιμήσεως, για τον καθορισμό των ρυθμίσεων που αυτός κρίνει πρόσφορες και αναγκαίες και, συνεπώς, ο δικαστικός έλεγχος της τηρήσεως της αρχής της αναλογικότητας περιορίζεται στην κρίση αν η θεσπιζόμενη ρύθμιση είτε είναι προδήλως απρόσφορη, είτε υπερβαίνει προδήλως το απαραίτητο για την πραγματοποίηση του επιδιωκόμενου σκοπού μέτρο (ΟλΣτΕ 3013/2014, Νόμος). Περαιτέρω, στο άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α.), που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν.δ. 53/1974 (Α' 256), ορίζονται τα εξής: «ι. Παν πρόσωπον δικαιούται εις τον σεβασμόν της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής τον, της κατοικίας τον και της αλληλογραφίας τον. 2. Δεν επιτρέπεται να υπάρξει επέμβασις δημοσίας αρχής εν τη ασκήσει τον δικαιώματος τούτον, εκτός εάν η επέμβασις αυτή προβλέπεται υπό τον νόμον και αποτελεί μέτρον το οποίον, εις μίαν δημοκρατικήν κοινωνίαν, είναι αναγκαίον δια την εθνικήν ασφάλειαν, την δημοσίαν ασφάλειαν, την οικονομικήν ενημερίαν της χώρας, την προάσπισιν της τάξεως και την πρόληψιν ποινικών παραβάσεων, την προστασίαν της υγείας ή της ηθικής, ή την προστασίαν των δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλων». Η παραπάνω διάταξη, όπως έχει ερμηνευθεί από την νομολογία του Ε.Δ.Δ.Α., δεν αποκλείει από την έννοια της «ιδιωτικής ζωής» δραστηριότητες επαγγελματικής ή επιχειρηματικής φύσεως (ΣτΕ 2366-7/2013, Νόμος, Ε.Δ.Δ.Α. απόφαση της 25.9.2018, Denisov κατά Ουκρανίας, αρ, προσφ, 76639/n, απόφαση της 14.1.2014, Mateescu κατά Ρουμανίας, αρ. προσφ. 1944/2010, σκ. 20, απόφαση της 28.5.2009, Bigaeva κατά Ελλάδας αρ. προσφ. 26713/2005, σκ. 23, απόφαση της 23.3.2006, Campagnano κατά Ιταλίας, αρ. προσφ. 77955/2001, σκ. 54,· απόφαση της 19.12.1992, Niemietz κατά Γερμανίας, αρ. προσφ. 13710/1988, σκ. 29). Εξάλλου, για να είναι σύμφωνη με την παρ. 2 του άρθρου 8 της Ε.Σ.Δ.Α. μία επέμβαση στην άσκηση ενός δικαιώματος προστατευόμενου από το άρθρο αυτό πρέπει να "προβλέπεται από τον νόμο", να δικαιολογείται από τον ή τους θεμιτούς σκοπούς που αναφέρονται στην παράγραφο αυτή και να είναι "αναγκαία σε μια δημοκρατική κοινωνία" για την επιδίωξη αυτού ή αυτών των σκοπών (Ε.Δ.Δ.Α. Mateescu, ό.π., σκ. 28, Bigaeva, ό.π., σκ. 3θ, Campagnano, ό.π., σκ. 57, Niemietz, ό.π., σκ. 32, ΟλΣτΕ 1758/2019, Νόμος).

 

5. Κατά το άρθρο 8ι§ι ΚΠολΔ, η πρόσθετη παρέμβαση ασκείται όπως και η αγωγή, δηλαδή με κατάθεση δικογράφου στον αρμόδιο γραμματέα και επίδοση αντιγράφου αυτής στους διαδίκους, σύμφωνα με το άρθρο 2ΐ5 του ίδιου Κώδικα. Ο κανόνας αυτός ισχύει και όταν η υπόθεση εκδικάζεται σύμφωνα με την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, αφού σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 59ΐ§ι εδ. β' «Η παρέμβαση, η προσεπίκληση και η ανακοίνωση ασκούνται με ποινή απαραδέκτον, με δικόγραφο που κατατίθεται στη γραμματεία τον δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί η δίκη και επιδίδεται στους διαδίκους τουλάχιστον δέκα (10) ημέρες πριν από τη συζήτηση, η οποία ορίζεται υποχρεωτικά κατά την ημερομηνία της συζήτησης της κύριας υπόθεσης. Παρέμβαση μετά από προσεπίκληση ή ανακοίνωση κατατίθεται και επιδίδεται στους διαδίκους, τουλάχιστον πέντε (β) ημέρες πριν από τη συζήτηση» [ΑΠ 864/1976, ΕΑ 5652/1992 ΕλΔ 34- 217, ΕΑ 1617/1992 Δ. 23. 904, ΕΑ 2815/1990 Δ. 22. 86]. Εξάλλου, το άρθρο 8ο του ΚΠολΔ ορίζει, ότι αν σε δίκη, που εκκρεμεί μεταξύ άλλων, τρίτος έχει έννομο συμφέρον να νικήσει κάποιος διάδικος, έχει δικαίωμα έως την έκδοση αμετάκλητης απόφασης να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση, για να υποστηρίξει το διάδικο αυτόν. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 90 περ. ζ' του ΚωδΔικ, στους Δικηγορικούς Συλλόγους ανήκει, μεταξύ άλλων, και «77 άσκηση παρεμβάσεων ενώπιον δικαστηρίων και κάθε αρχής για κάθε ζήτημα εθνικού, κοινωνικού, πολιτισμικού, οικονομικού ενδιαφέροντος και περιεχομένου που ενδιαφέρει τα μέλη του συλλόγου ή το δικηγορικό σώμα γενικότερα, καθώς και για κάθε ζήτημα εθνικού, κοινωνικού, πολιτισμικού ή οικονομικού ενδιαφέροντος. Για την υλοποίηση και επίτευξη αυτού του σκοπού οι Δικηγορικοί Σύλλογοι μπορούν να υποβάλλουν αγωγή, κύρια ή πρόσθετη παρέμβαση, αναφορά, μήνυση, δήλωση παράστασης πολιτικής αγωγής, αίτηση ακύρωσης, ουσιαστική προσφυγή και γενικά οποιοδήποτε ένδικο βοήθημα και μέσο οποιασδήποτε φύσης κατηγορίας ενώπιον κάθε δικαστηρίου ποινικού, πολιτικού, διοικητικού ουσίας ή ακυρωτικού ή Ελεγκτικού οποιουδήποτε βαθμού δικαιοδοσίας στην Ελλάδα...». Έννομο συμφέρον κατά την έννοια των προαναφερόμενων άρθρων δυνάμενο να στηρίξει πρόσθετη παρέμβαση υπάρχει, όταν η έκβαση της δίκης μπορεί να επηρεάσει δυσμενώς τις έννομες σχέσεις του τρίτου όπως όταν η απόφαση που πρόκειται να εκδοθεί θα αποτελέσει δεδικασμένο ή θα είναι εκτελεστή κατά του τρίτου ή θα έχει αντανακλαστικές συνέπειες ως προς αυτόν. Τέτοιο, όμως, έννομο συμφέρον δεν έχει Δικηγορικός Σύλλογος προς άσκηση πρόσθετης παρέμβασης υπέρ μέλους του σε εκκρεμή δίκη μεταξύ αυτού και τρίτου με αντικείμενο την επιδίκαση απαιτήσεων του από έμμισθη εντολή παροχής δικηγορικών υπηρεσιών. Τέτοιο έννομο συμφέρον, μη δυνάμενο να θεμελιωθεί σε γενικότερα ηθικά ή κοινωνικά συμφέροντα, δεν αναγνωρίζεται στον οικείο Δικηγορικό Σύλλογο, ούτε από το άρθρο 90 περ. ζ' ν ΚωδΔικ [αντίστοιχο με το 199 του πΚωδΔικ] ή το άρθρο 669 του ΚΠολΔ που εφαρμόζεται στην διαδικασία των εργατικών διαφορών και μόνο για τα θέματα που σε αυτό διαλαμβάνονται (ΑΠ 1715/2004, ΕλλΔνη 2006, 1105). Τέλος, η πρόσθετη παρέμβαση δεν περιέχει αίτημα αφού δεν ζητεί ο παρεμβαίνων παροχή έννομης προστασίας για τον ίδιο, ούτε υποβάλλει δικαίωμα προς διάγνωση και για το λόγο αυτό δεν γεννάται ζήτημα παραδεκτού ή απαραδέκτου, βάσιμου ή αβασίμου της πρόσθετης παρέμβασης αλλά ζήτημα εγκυρότητας ή ακυρότητας αυτής και συνεπώς δεν απαιτείται στην απόφαση διάταξη για την πρόσθετη παρέμβαση (Βαθρακοκοίλης Β., ΚΠολΔ Ερμηνευτική - Νομολογιακή Ανάλυση, τόμος Α', άρθρο 8ο, αριθ. 3, σελ. 56ο).

 

6. Οι ενάγοντες με την υπό κρίση αγωγή, όπως παραδεκτά η 37η εξ αυτών διόρθωσε τους ισχυρισμούς της όσον αφορά το ύψος της πάγιας μηνιαίας αντιμισθίας της [άρθρο 224 ΚΠολΔ], καθώς και οι ειδικότερα αναφερόμενοι στο διατακτικό ενάγοντες περιόρισαν το αίτημα που αφορά την καταβολή προς αυτούς αντιμισθιών υπερημερίας από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, με δήλωση του πληρεξούσιου Δικηγόρου τους, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου και ειδικότερα αναπτύσσεται στις προτάσεις που νομότυπα κατέθεσαν επί της έδρας, περιορισμός που συνιστά μερική παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής [άρθρα 294, 295§ 1 περ. β', 297 ΚΠολΔ], ισχυρίζονται ότι άπαντες διορίστηκαν νόμιμα δικηγόροι και είναι εγγεγραμμένοι στον κατά τόπο οικείο δικηγορικό σύλλογο που ειδικότερα αναφέρουν στο κρισιολογούμενο δικόγραφο· ότι παρείχαν επί σειρά ετών τις υπηρεσίες τους στην ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «Εθνικό Κτηματολόγιο Και Χαρτογράφηση Ανώνυμη Εταιρεία [Ε.Κ.Χ.Α. Α.Ε.]» ως δικηγόροι με σύμβαση έμμισθης εντολής αορίστου χρόνου αμειβόμενοι με πάγια αντιμισθία, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του ενιαίου μισθολογίου και ειδικότερα τη διάταξη του άρθρου 7§1 περ. ιη' ν. 4354/2015· ότι με την κατάργηση του νομικού προσώπου της «Ε.Κ.Χ.Α. Α.Ε.» και τη σύσταση του εναγόμενου Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «Ελληνικό Κτηματολόγιο», δυνάμει του ν. 4512/2018, προβλέφθηκε από τη διάταξη του άρθρου 19§3 περ. β' του νόμου αυτού η μεταφορά απάντων των εναγόντων σε ισάριθμες οργανικές θέσεις υπαλλήλων πανεπιστημιακής εκπαίδευσης (εφεξής ΠΕ) κλάδου νομικών [άρθρο 17§1 περ. α' υποπ. γγ' ν. 4512/2018], όπου θα είχαν το ίδιο αντικείμενο απασχόλησης με τη διαφορά ότι πλέον θα απασχολούνταν με σχέση ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου [εφεξής ΙΔΑΧ], παρόλο που ουδεμία μεταβολή στις ανάγκες του εναγόμενου ΝΠΔΔ συνέτρεξε προς τούτο ότι σε περίπτωση που, δι' έγγραφης δήλωσης τους, δεν αποδέχονταν τη μεταφορά τους στη θέση υπαλλήλων ΠΕ Νομικής ΙΔΑΧ, θα λυόταν η σχέση εργασίας μεταξύ αυτών και του εναγόμενου, όπως πράγματι συνέβη για τους ειδικότερα αναφερόμενους στην αγωγή δεκαοκτώ (ι8) ενάγοντες· ότι μετά την έναρξη ισχύος του ν. 4512/2018, δυνάμει της αναφερόμενης στην αγωγή απόφασης ανάθεσης καθηκόντων του Γενικού Διευθυντή του εναγόμενου, ανατέθηκαν, σε όσους εξ αυτών κατέλαβαν θέσεις υπαλλήλων με σχέση ΙΔΑΧ ΠΕ κλάδου νομικών, τα ίδια ακριβώς καθήκοντα με εκείνα που είχαν στην ΕΚΧΑ ΑΕ, τα οποία αποτελούν δικηγορικές υπηρεσίες και συγκεκριμένα υπηρεσίες νομικού συμβούλου· ότι αφενός η ανάγκη διασφάλισης της ορθολογικής, αποτελεσματικής και διαρκούς λειτουργίας της διοίκησης και η παροχή υπηρεσιών που επιβάλλεται να εξασφαλίζονται για τους διοικούμενους στο πλαίσιο του κοινωνικού κράτους δικαίου και αφετέρου η τήρηση των συνταγματικών αρχών της ισότητας, της αξιοκρατίας, της αναλογικότητας, της μη διάψευσης της εμπιστοσύνης του διοικούμενου προς τη διοίκηση επιτάσσουν να εξακολουθήσει το εναγόμενο να απασχολεί αυτούς ως έμμισθους δικηγόρους και όχι ως υπαλλήλους ΠΕ Νομικής, όπως προέβλεψε ο συστατικός ν. 4512/2018· ότι αυτό, άλλωστε, επιβάλλει και η διαφύλαξη της προσωπικότητας τους και η επείγουσα ανάγκη της μη απώλειας των απαραίτητων μέσων για τη διαβίωση των ιδίων και των οικογενειών τους- ότι με το από 2-2-2018 εξώδικο που απέστειλαν προς το εναγόμενο επιφυλάχθηκαν παντός νομίμου δικαιώματος τους, επικαλούμενοι την αντισυνταγματικότητα των άνω αναφερόμενων διατάξεων ότι μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας επιλογής των δώδεκα [12] δικηγόρων με έμμισθη εντολή για την κάλυψη ισάριθμων θέσεων στην Κεντρική Υπηρεσία του εναγόμενου φορέα, οι ειδικότερα αναφερόμενοι στην αγωγή δεκαοκτώ [ι8] ενάγοντες απέκρουσαν την άνω αναφερόμενη βλαπτική γι' αυτούς μεταβολή, υποβάλλοντας εμπροθέσμως έγγραφη δήλωση ότι δεν επιθυμούν τη μεταφορά τους με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο εναγόμενο, εμμένοντας ωστόσο στην εκτέλεση των συμβάσεων έμμισθης εντολής δικηγόρου, οι οποίες ουδέποτε μετατράπηκαν με νομικά ισχυρό τρόπο σε συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας, ούτε λύθηκαν, επειδή η διάταξη του άρθρου ΐο§3 ν. 4512/2018 αντίκειται στο Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ· ότι κατόπιν υποβολής της έγγραφης αυτής δήλωσης το εναγόμενο διέκοψε την καταβολή της πάγιας μηνιαίας αντιμισθίας τους στις 20-6-2018, όπως ειδικότερα αναφέρεται στο κρισιολογούμενο δικόγραφο το ύψος αυτής (αντιμισθίας) για καθέναν από τους δεκαεπτά [17] εκ των εναγόντων, παρόλο που εξακολουθούν να προσφέρουν προσηκόντως τις υπηρεσίες τους προς το εναγόμενο· ότι ως προς τους λοιπούς είκοσι εννέα [29] ενάγοντες, οι οποίοι δεν υπέβαλαν τη δήλωση του άρθρου 19§3 ν. 4512/2018, αυτοί, κατόπιν υποβολής σχετικής δήλωσης επιφύλαξης για την άσκηση των νομίμων δικαιωμάτων τους και δηλώνοντας περαιτέρω ότι εμμένουν στην εκτέλεση της σύμβασης έμμισθης εντολής με την οποία μεταφέρθηκαν στο εναγόμενο, συνεχίζουν να παρέχουν τις ίδιες ακριβώς υπηρεσίες που προσέφεραν και στην ΕΚΧΑ Α.Ε., πλην όμως, με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ως μισθωτοί· ότι η σύμβαση με την οποία μεταφέρθηκαν στο εναγόμενο έκαστος εξ αυτών, ουδέποτε απώλεσε το χαρακτήρα της ως σύμβαση έμμισθης εντολής παροχής δικηγορικών υπηρεσιών αορίστου χρόνου, ούτε και λύθηκε ποτέ, επειδή η επιχειρηθείσα με τις ανωτέρω διατάξεις μετατροπή της σε σύμβαση εξαρτημένης εργασίας για την παροχή των ίδιων καθαρά δικηγορικών υπηρεσιών, χωρίς να εξυπηρετείται οποιοσδήποτε λόγος δημοσίου συμφέροντος αντίκειται στις ειδικότερα αναφερόμενες στην αγωγή διατάξεις υπερνομοθετικής ισχύος. Με βάση το ιστορικό αυτό και δηλώνοντας ότι παραιτούνται του δικογράφου της με αριθμό κατάθεσης ./2018 προηγούμενης αγωγής τους, όπως αυτή συμπληρώθηκε με την από 6-8-2018 αγωγή, ζητούν: α) να αναγνωριστεί ότι έκαστος εξ αυτών συνδέεται με το εναγόμενο ως δικηγόρος με σύμβαση έμμισθης εντολής με πάγια αντιμισθία, β) να υποχρεωθεί το εναγόμενο να τους απασχολεί ως δικηγόρους με σύμβαση έμμισθης εντολής αορίστου χρόνου με τους ίδιους όρους που απασχολούνταν μέχρι την 25-4-2018, άλλως να υποχρεωθεί να καταβάλλει χρηματική ποινή ύψους 300 ευρώ για κάθε ημέρα που παραλείπει να πράξει τούτο, γ) να αναγνωριστεί ότι το εναγόμενο υποχρεούται να καταβάλει κατά μήνα στους 1°, 2η, 5η, 9ο, 12η,16η, 19ο, 23η, 24°, 36°, 37η, 39η, 41°, 44°, 45η και 47° των εναγόντων από την 21-6-2018 και μέχρι την άρση της υπερημερίας για αντιμισθίες υπερημερίας τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή ποσά, να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η απόφαση που θα εκδοθεί και να καταδικαστεί το εναγόμενο στα δικαστικά τους έξοδα.

 

7. Περαιτέρω, ο Δικηγορικός Σύλλογος Θεσσαλονίκης με το από 23-10-2018 και με αριθμό κατάθεσης ./2018 δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου και επέδωσε νομίμως, άσκησε πρόσθετη παρέμβαση υπέρ των 24°υ και 45ηξ των εναγόντων, ενώ προφορικά στο ακροατήριο με δήλωση του πληρεξούσιου Δικηγόρου τους άσκησε πρόσθετη παρέμβαση υπέρ των 9ου, 17ης και 47ου των εναγόντων, αιτούμενος να γίνει δεκτή η αγωγή των υπέρ ων η πρόσθετη παρέμβαση. Επιπρόσθετα, ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών με το από 24-10-2018 και με αριθμό κατάθεσης 99304/220/2018 δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου και επέδωσε νομίμως, άσκησε πρόσθετη παρέμβαση υπέρ των 1ου, 2ης, 11ου, 12ης, 19ου, 36ου, 37ης και 44ου των εναγόντων, αιτούμενος ομοίως την αποδοχή της αγωγής των υπέρ ων η πρόσθετη παρέμβαση του.

 

8. Με βάση την προεκτιθέμενη ιστορική θέση και τα ειδικότερα συγκροτούντα αυτήν πραγματικά γεγονότα, τα οποία θεμελιώνουν τα υποβαλλόμενα αιτήματα, καθώς και την ενεργητική και παθητική νομιμοποίηση των διαδίκων μερών, η υπό κρίση αγωγή αρμοδίως φέρεται ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, που είναι καθ' ύλην και κατά τόπο αρμόδιο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 7, 8, 9, 10, 14§2, 22, 622Α§2 ΚΠολΔ, προκειμένου να συζητηθεί κατά την ειδική διαδικασία που θεσπίζεται από τις διατάξεις των άρθρων 614, 622Α ΚΠολΔ [όπως ισχύουν μετά τη θέσπιση του Ν. 4335/2015, λόγω του χρόνου κατάθεσης της αγωγής μετά την 1-1-2016 (άρθρο 90§2 Ν. 4335/2015)], ενώ για το νομότυπο της παράστασης των πληρεξούσιων Δικηγόρων των εναγόντων και του εναγομένου προσκομίστηκαν από αυτούς τα με αριθμούς Π./9-11-2018 και Π./5-11-2018 γραμμάτια προκαταβολής του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 61§4 Ν. 4194/2013, ενώ ως προς τους πληρεξουσίους Δικηγόρους των προσθέτως παρεμβαινόντων δεν είναι απαραίτητη η προσκόμιση γραμματίου προκαταβολής, επειδή αφενός πρόκειται για παροχή υπηρεσιών προς τον εαυτό τους, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 61§3 Ν. 4194/2013, και αφετέρου προς άλλους δικηγόρους, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 82§2 ΚωδΔικ. Ας σημειωθεί ότι το Δικαστήριο αυτό έχει δικαιοδοσία προς εκδίκαση της υπό κρίση διαφοράς, σύμφωνα με τα ειδικότερα αναφερόμενα στη με αριθμό 2 νομική σκέψη της παρούσας, απορριπτόμενων των αντιθέτων ισχυρισμών του εναγομένου ως νομικά αβασίμων, δοθέντος ότι η πρόσληψη δικηγόρων από ΝΠΔΔ υπάγεται στο δημόσιο δίκαιο, πλην όμως, οι διαφορές των δικηγόρων αυτών με τα ΝΠΔΔ, στα οποία προσλαμβάνονται, και αφορούν τις αποδοχές τους όπως και η δικαστική αμφισβήτηση των προσβαλλόμενων πράξεων που ανάγονται στο στάδιο επιλογής των έμμισθων δικηγόρων του εναγόμενου φορέα καθώς και περαιτέρω του χαρακτηρισμού που διέπει τη μεταξύ τους Γ έννομη σχέση, υπάγονται στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου και τα διοικητικά δικαστήρια στερούνται δικαιοδοσίας προς έρευνα της διαφοράς [ΣτΕ 1771/2004, Νόμος, Ζιάμος Γ. σε Γώγου/Κωνσταντίνου, Ερμηνεία Κώδικα Δικηγόρων, εκδ. 2016, αρθρ. 43, αριθ. περιθ. 2, σελ. 171]. Είναι νόμιμη και στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων Ι7§ι παρ. α' υποπερ. ιι, 19§§1,3 ν. 4512/2018, 42, 46§4 ΚωδΔικ, 713, 714, 721, 722, 723, 36ι, 340, 346 ΑΚ, 68, 6α§ιπερ.α', 176, 907, 908 ΚΠολΔ, με την επισήμανση ότι μη νόμιμο είναι το αίτημα τοκοφορίας για το ποσοστό π:ου υπερβαίνει το 6% ετησίως από την επίδοση της αγωγής, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 21 του διατάγματος της 26-6/107-1944 περί του Κώδικα των νόμων περί δικών του Δημοσίου, κατά το οποίο «ο νόμιμος και ο της' υπερημερίας τόκος πάσης του Δημοσίου οφειλής ορίζεται εις 6% ετησίως. Ο ειρημένος τόκος άρχεται από της επιδόσεως της αγωγής». Αντίθετα, το αίτημα να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η απόφαση αυτή ως προς την καταβολή των αντιμισθιών υπερημερίας πρέπει να απορριφθεί ως μη νόμιμο επειδή, μετά την τροπή του καταταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό, το παρεπόμενο αυτό αίτημα κατέστη άνευ αντικειμένου, δεδομένου ότι προϋποθέτει απόφαση που προβαίνει σε καταψήφιση και δεν συμβιβάζεται με απόφαση που αναγνωρίζει απλά την ύπαρξη δικαιώματος, η ενέργεια της οποίας εξαντλείται στο δεδικασμένο που απορρέει από αυτήν και ένεκα του αναγνωριστικού χαρακτήρα της δεν χωρεί ως προς αυτή εκτέλεση (ΜΠΛαρ 440/2004, Δικογραφία 2005,145, Βαθρακοκοίλης Β., Ερμηνεία - Νομολογία ΚΠολΔ, τομ. Α, άρθρο 70, αριθμ. 118, σελ. 466 και τομ. ΣΤ, άρθρο 1047, αριθμ. 34, σελ. 656). Εξάλλου, οι πρόσθετες παρεμβάσεις, που ασκήθηκαν με κατάθεση του δικογράφου αυτών στη Γραμματεία του Δικαστηρίου, με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα αρμόδια και παραδεκτά ασκήθηκαν και είναι νόμιμες (άρθρο 80 ΚΠολΔ), το έννομο δε συμφέρον των εν λόγω νομικών προσώπων να παρέμβουν στην παρούσα δίκη, θεμελιώνεται: α) στο γεγονός ότι η απόφαση που θα εκδοθεί θα έχει αντανακλαστικές συνέπειες στο σύνολο των μελών τους και β) στην, κατά την έννοια της διατάξεως του εδαφίου ζ' του ανωτέρω άρθρου 90 του Κώδικα Δικηγόρων, μέριμνα που πρέπει να επιδεικνύουν οι δικηγορικοί σύλλογοι για την προστασία των συμφερόντων και του κύρους των μελών τους και ειδικότερα για ζητήματα συνδεόμενα με την προάσπιση των επαγγελματικών συμφερόντων αυτών (μελών τους), καθόσον στην επίδικη περίπτωση πρόκειται και για ζήτημα οικονομικού ενδιαφέροντος και περιεχομένου που ενδιαφέρει τα μέλη των Δικηγορικών Συλλόγων που παρενέβησαν στη δίκη, σύμφωνα με τα ειδικότερα αναφερόμενα στη με αριθμό 5 νομική σκέψη της παρούσας. Αντίθετα, η προφορικά ασκηθείσα πρόσθετη παρέμβαση του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης υπέρ των 9ου, Ι7ης και 47ου των εναγόντων πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος ασκηθείσα λόγω έλλειψης προδικασίας, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 81 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 591§1 περ. β' ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, η αγωγή και οι πρόσθετες παρεμβάσεις, κατά το μέρος που κρίθηκαν παραδεκτές, να ερευνηθούν περαιτέρω κατ' ουσίαν.

 

9. Περαιτέρω, οι ενάγοντες με τις προτάσεις τους προφορικά υπέβαλλαν στο Δικαστήριο με δήλωση του πληρεξούσιου Δικηγόρου τους αίτηση λήψης ασφαλιστικών μέτρων για την προσωρινή ρύθμιση της επαγγελματικής τους κατάστασης, επικαλούμενοι επείγουσα περίπτωση. Ειδικότερα, ζητούν να υποχρεωθεί το εναγόμενο να τους απασχολεί προσωρινά μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της κρινόμενης αγωγής, με τους ίδιους όρους που τους απασχολούσε μέχρι την 25-42018, υποχρεούμενο άλλως να καταβάλλει χρηματική ποινή ποσού 3θθ€ για κάθε μέρα που παραλείπει να πράξει τούτο. Η αίτηση αυτή, παραδεκτά υποβάλλεται ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 686§5 ΚΠολΔ, όπως τροποποιήθηκε με την παρ. 2 του άρθρου πέμπτου του άρθρου ι Ν. 4335/2015, και είναι αρμόδιο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 682§2 ΚΠολΔ. Πλην, όμως, τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη ελλείψει εννόμου συμφέροντος, που ως διαδικαστική προϋπόθεση της δίκης ερευνάται αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο [άρθρα 68, 73 ΚΠολΔ], επειδή οι ενάγοντες με σχετικό παρεπόμενο αίτημα της κύριας αγωγής ζητούν να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η παρούσα απόφαση όσον αφορά το αίτημα απασχόλησης τους από το εναγόμενο επί τη βάσει σύμβασης έμμισθης εντολής παροχής δικηγορικών υπηρεσιών αορίστου χρόνου, και μάλιστα με τους ίδιους όρους που τους απασχολούσε μέχρι την 25-4-2018.

 

10. Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα των εναγόντων, που εξετάστηκε νομότυπα στο ακροατήριο αυτού του Δικαστηρίου και η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του, καθώς και από το σύνολο των εγγράφων που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι ενάγοντες έχουν διοριστεί νόμιμα δικηγόροι και έκαστος εξ αυτών είναι μέλος του, ειδικότερα αναφερόμενου στην αρχή της παρούσας, Δικηγορικού Συλλόγου, φέροντας τον εκεί αναφερόμενο αριθμό μητρώου. Κατά το παρελθόν άπαντες συνήψαν συμβάσεις έμμισθης εντολής παροχής δικηγορικών υπηρεσιών με πάγια αντιμισθία αορίστου χρόνου με την ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΟ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ Ανώνυμη Εταιρεία» (ΕΚΧΑ ΑΕ), η οποία είχε συσταθεί με την υπ' αριθμόν 81706/6085/1995 απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας, Οικονομικών και Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων (ΦΕΚ Β' 872/1995), που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση της διάταξης του άρθρου ι4§ι Ν. 23ο8/ι995 (ΦΕΚ Α' 1Η/1995) και μετονομάστηκε ως άνω με τη διάταξη του άρθρου 1§1 εδ. β' Ν. 4164/2013 (ΦΕΚ Α' 156/2013). Μοναδικός μέτοχος της εταιρείας «ΕΚΧΑ ΑΕ» ήταν το Ελληνικό Δημόσιο και αυτή λειτουργούσε σύμφωνα με τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, διεπόμενη από τις διατάξεις του άρθρου 5 Ν. 2229/1994, του Κ.Ν. 2190/1920, του Ν. 2308/1995 και του Ν. 2664/1998, όπως ίσχυαν, ενώ με τον Ν. 3899/2010 εντάχθηκε στο πεδίο εφαρμογής του Κεφαλαίου Α' του Ν. 3429/2005 «Δημόσιες Επιχειρήσεις και Οργανισμοί ΔΕΚΟ». Ακολούθως, κατ' εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 1§§1, 3 και 4 Ν. 4512/2018 «Ρυθμίσεις για την εφαρμογή των Διαρθρωτικών Μεταρρυθμίσεων του Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής και άλλες διατάξεις», καταργήθηκε η προαναφερθείσα εταιρεία με την επωνυμία «ΕΘΝΙΚΟ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ ΚΑΙ ΧΑΡΤΟΓΡΑΦΗΣΗ Ανώνυμη Εταιρεία», χωρίς να τεθεί σε εκκαθάριση και διαγράφηκε από το Γενικό Εμπορικό Μητρώο (Γ.Ε.ΜΗ.) του Ν. 3419/2005 ( ΦΕΚ Α' 297/2005). Στη θέση της συστάθηκε το εναγόμενο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ», το οποίο υπεισήλθε αυτοδικαίως ως καθολικός διάδοχος στο σύνολο των πάσης φύσης αρμοδιοτήτων, δικαιωμάτων, υποχρεώσεων και λοιπών εννόμων σχέσεων της ΕΚΧΑ ΑΕ. Ο νέος φορέας λειτουργεί υπό την εποπτεία του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, και είναι αρμόδιος για την ολοκλήρωση των έργων κτηματογράφησης και για την καταχώριση και δημοσιότητα των δικαιωμάτων των πολιτών επί της ακίνητης περιουσίας, μέσω της τήρησης και ενημέρωσης του συστήματος του ενιαίου αποδεικτικού κτηματολογίου. Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του Ν. 4512/2018 σκοπός της ρύθμισης του νέου νόμου είναι «...η άμεση θέσπιση ενός ορθολογικού και ενιαίου τρόπου οργάνωσης των παρεχόμενων υπηρεσιών καταχώρισης και δημοσιότητας των δικαιωμάτων σε ολόκληρη την επικράτεια, με την εφαρμογή ενιαίων κανόνων, σχετικά με τον τρόπο καταχώρισης και δημοσιότητας των δικαιωμάτων, και τον τρόπο υπολογισμού και είσπραξης των τελών, ο οποίος θα διασφαλίζει υψηλή ποιότητα παροχής υπηρεσιών και ασφάλεια των συναλλαγών, ήδη πριν την ολοκληρωτική μετάβαση στο καθεστώς του κτηματολογίου, μέσω της σταδιακής και ελεγχόμενης μετάβασης σε μια αποκεντρωμένη δομή. Βασικές επιλογές του παρόντος μέρους ο δημόσιος χαρακτήρας του νέον φορέα και η διοικητική του αυτονομία, που εξυπηρετούνται από την επιλεχθείσα μορφή του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου C (Ν.Π.Δ.Δ.), διασφαλίζοντας έτσι την άσκηση υψηλής κρατικής εποπτείας καθώς και την κυριότητα των δεδομένων από το Δημόσιο. Επίσης, βασικές προγραμματικές επιλογές είναι η οικονομική αυτονομία και η διαχειριστική επάρκεια, επιλογές που υπηρετούνται από τη λειτουργία του φορέα ως ) αυτοχρηματοδοτούμενου και με ευελιξίες που παρέχονται μεταξύ άλλων και από το διπλογραφικό σύστημα οικονομικής αποτύπωσης που προτείνεται να ακολουθήσει.... Όσον αφορά την εσωτερική διάρθρωση, ο Φορέας οργανώνεται ορθολογικά, με βάση τις αρμοδιότητες που ασκεί, σε κεντρικό και περιφερειακό επίπεδο και με ορίζοντα την επέκταση της λειτουργίας του συστήματος του ενιαίου αποδεικτικού κτηματολογίου σε όλη τη Χώρα. Διασφαλίζονται πλήρως οι εργαζόμενοι στην ΕΚΧΑ Α.Ε. και στα έμμισθα και άμισθα Υποθηκοφυλακεία με την ένταξη τους σε θέσεις του Φορέα, τακτικές οργανικές ή προσωποπαγείς. Η έγκαιρη γνώση, ποιοτική και ποσοτική, του διαθέσιμου προσωπικού θα συνυπολογιστεί προκειμένου για τον επιχειρησιακό σχεδιασμό της μετάβασης στις Περιφερειακές Υπηρεσίες που προβλέπονται στο νόμο...... Εξάλλου, σύμφωνα με την παρ. 4 του ν. 4512/2018 ο εναγόμενος φορέας αναδέχεται όλες τις αρμοδιότητες και υπεισέρχεται αυτοδικαίως ως καθολικός διάδοχος σε όλες τις έννομες σχέσεις της ΕΚΧΑ ΑΕ, της οποίας αποκλειστικός μέτοχος ήταν το Ελληνικό Δημόσιο. Ένεκα τούτου, δε, η ΕΚΧΑ ΑΕ δεν τέθηκε σε εκκαθάριση, επειδή η διαδικασία αυτή κρίθηκε στην προκειμένη περίπτωση ότι ήταν απολύτως άσκοπη. Με βάση τα παραπάνω, με τη διάταξη του άρθρου ι§8 ν. 4512/2018 ορίστηκε ότι ο εναγόμενος φορέας είναι αρμόδιος, μεταξύ άλλων, και για: α) τη σύνταξη, τήρηση, ενημέρωση και λειτουργία του Εθνικού Κτηματολογίου, σύμφωνα με όσα ορίζονται στους νόμους 2308/1995 και 2664/1998, β) την τήρηση, ενημέρωση και λειτουργία του συστήματος Μεταγραφών και Υποθηκών, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο Κ.Δ. 19/23-07-1941 (ΦΕΚ Α' 244), όπως τροποποιήθηκε με το ν.δ. 811/19-01-1971 (ΦΕΚ Α' 9), καθώς και την τήρηση, ενημέρωση και λειτουργία των Κτηματολογίων Ρόδου και Κω-Λέρου, σύμφωνα με όσα ορίζονται στο Κ.Δ. 132 της 1ης Σεπτεμβρίου 1929, όπως ισχύει, και στην παρ. 2 του άρθρου 8 Ν. 510/1974 (ΦΕΚ Α 298), στις περιοχές στις οποίες δεν έχει επεκταθεί η λειτουργία του Εθνικού Κτηματολογίου και έως την ολοκλήρωση της κτηματογράφησης του συνόλου της χώρας, γ) την τήρηση και διαχείριση των αρχείων του συστήματος Μεταγραφών και Υποθηκών και δ) την τήρηση, ενημέρωση και λειτουργία του συστήματος ενεχύρων σε κινητά χωρίς παράδοση, άλλων συμβάσεων παροχής ασφάλειας επί κινητών, καθώς και της ενεχύρασης ή εκχώρησης επιχειρηματικών απαιτήσεων ή άλλων δικαιωμάτων, σύμφωνα με όσα ορίζονται στα Κεφάλαια Α', Β' και Γ' του Ν. 2844/2000 (ΦΕΚ Α' 22θ), μέχρι την έκδοση του προεδρικού διατάγματος που προβλέπεται στην παράγραφο ι του άρθρου 19 του ίδιου νόμου. Περαιτέρω, με τη διάταξη του άρθρου 19 Ν. 4512/2018 «Μεταβατικές διατάξεις για το προσωπικό του Φορέα που υπηρετούσε στην ΕΚΧΑ Α.Ε.» προβλέφθηκε, ότι στις οργανικές θέσεις που δημιουργήθηκαν στο εναγόμενο νομικό πρόσωπο με την παράγραφο 1 του άρθρου 17 του ίδιου νόμου, μεταφέρεται με τη δημοσίευση του εν λόγω νόμου, το προσωπικό ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου (Ι.Δ.Α.Χ.) που υπηρετούσε στην ΕΚΧΑ ΑΕ κατά τη δημοσίευση του, εφόσον κατείχε τα τυπικά προσόντα πρόσληψης του κλάδου, της εκπαιδευτικής βαθμίδας και της ειδικότητας των αντίστοιχων θέσεων [άρθρο 19§1 ν. 4512/2018]. Ειδικότερα, όμως, όσον αφορά στις θέσεις δικηγόρων, με το άρθρο 17§1 περ. α' στ. ιι' Ν. 4512/2018, προβλέφθηκε η σύσταση δώδεκα [ΐ2] μόνο θέσεων δικηγόρων με έμμισθη εντολή και η επιλογή αυτών που θα καταλάμβαναν τις θέσεις των έμμισθων δικηγόρων θα γινόταν από τους συνολικά εξήντα τρεις [63] δικηγόρους, που απασχολούνταν ως τότε με συμβάσεις έμμισθης εντολής αορίστου χρόνου στην ΕΚΧΑ ΑΕ, με βάση τα κριτήρια που όρισε η διάταξη του άρθρου 19§3 Ν. 4512/2018, ήτοι κατόπιν συνεκτίμησης των ετών προϋπηρεσίας στην ΕΚΧΑ ΑΕ και τα νομικά πρόσωπα τα οποία διαδέχθηκε, του αριθμού των παραστάσεων που πραγματοποίησαν ως πληρεξούσιοι της ΕΚΧΑ ΑΕ και των λοιπών νομικών προσώπων που διαδέχθηκε το εναγόμενο, καθώς και προσωπικής συνέντευξης από το διοικητικό συμβούλιο του εναγομένου, ενώ για την τελική μοριοδότηση ο συνολικός αριθμός των μορίων κάθε κριτηρίου πολλαπλασιάζεται με τον εξής συντελεστή: αα) 40% για τα έτη προϋπηρεσίας, ββ) 40% για τον αριθμό παραστάσεων, γγ) 20% για τη συνέντευξη και, σύμφωνα με την ίδια διάταξη, τα ως άνω κριτήρια θα αξιολογούνταν ως ακολούθως: ααα) για κάθε έτος προϋπηρεσίας 25 μόρια, με ανώτατο όριο τα 5οο μόρια, βββ) για ι-15 παραστάσεις 100 μόρια, για 16-30 παραστάσεις 200 μόρια, για 31-45 παραστάσεις 300 μόρια, για 46-60 παραστάσεις 400 μόρια, για 6ι παραστάσεις και άνω 500 μόρια, γγγ) για τη συνέντευξη κατ' ανώτατο όριο 500 μόρια. Το σύνολο των μορίων που μπορούσε να λάβει ένας υποψήφιος από κάθε μέλος του Δ.Σ. δεν μπορούσε να υπερβαίνει τα 500 μόρια. Η τελική μοριοδότηση της συνέντευξης κάθε υποψηφίου θα προέκυπτε από το μέσο όρο των βαθμών των μελών του διοικητικού συμβουλίου. Μετά την επιλογή των δώδεκα (12) δικηγόρων και τη μεταφορά αυτών σε αντίστοιχες θέσεις δικηγόρων με έμμισθη εντολή που συστάθηκαν στον εναγόμενο φορέα, με τη μεταβατική διάταξη του άρθρου ια§3 περ. β' ν. 4512/2018 προβλέφθηκε, ότι για τους υπόλοιπους εκ των 63 δικηγόρων που απασχολούνταν με συμβάσεις έμμισθης εντολής από την ΕΚΧΑ ΑΕ και δεν μεταφέρονται στις θέσεις της υποπερ. ιι' της περ. α' της παρ. 1 του άρθρου 17 θέσεις, στους οποίους περιλαμβάνονται άπαντες οι ενάγοντες, μεταφέρονται αυτοδίκαια στις συνιστώμενες με την υποπερ. γγ' της περίπτωσης α', της παραγράφου ι του άρθρου 17 θέσεις, δηλαδή στις πενήντα μία [51] θέσεις προσωπικού με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου Κλάδου Νομικών, εκτός εάν εντός προθεσμίας δέκα ημερών από το πέρας της προθεσμίας του τελευταίου εδαφίου της περίπτωσης α' της ίδιας παραγράφου δήλωναν, με αίτηση τους προς το εναγόμενο, ότι δεν επιθυμούν τη μεταφορά, οπότε καταβάλλεται σ' αυτούς η αποζημίωση που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 46 Ν. 4194/2013 (ΦΕΚ A’ 208/2013). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου ια§3 τελευταίο εδάφιο για τη μεταφορά των 12 δικηγόρων στις θέσεις του άρθρου 17§1 περ. α’ υποπερ. ιι' εκδίδεται απόφαση του διοικητικού συμβουλίου εντός προθεσμίας ενός μήνα από τη δημοσίευση του ν. 4512/2018, που έλαβε χώρα στις 17-1-2018. Σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του ν. 4512/2018 «...Με το άρθρο 19 εισάγονται όσον αφορά το προσωπικό της ΕΚΧΑ Α.Ε. οι αναγκαίες μεταβατικές διατάξεις, με τις οποίες το προσωπικό αυτό εντάσσεται και στελεχώνει την Κεντρική Υπηρεσία τον Φορέα. Σύμφωνα με το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 1 ο Φορέας υπεισέρχεται ως οιονεί καθολικός διάδοχος στις έννομες σχέσεις της ΕΚΧΑ Α.Ε, κατά συνέπεια και στις εν ισχύ έννομες σχέσεις εργασίας ή έμμισθης εντολής ή έργου με το πάσης φύσεως προσωπικό της. Με την παράγραφο 1 ορίζεται ότι στις θέσεις της παραγράφου 1 του άρθρου 17 εντάσσεται αυτοδίκαια με τη δημοσίευση του παρόντος νόμου το προσωπικό ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, εφόσον κατέχουν τα τυπικά προσόντα διορισμού του κλάδου, της κατηγορίας και της ειδικότητας των αντίστοιχων θέσεων. Για την ένταξη του προσωπικού αυτού εκδίδεται διαπιστωτική απόφαση του Δ.Σ. του Φορέα, με την οποία γίνεται και η κατάταξη του σε βαθμούς, σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στις διατάξεις των άρθρων 8ο και 82 του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Ν.Π.Δ Α. Για την κατάταξη λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος υπηρεσίας του προσωπικού όπως έχει αναγνωριστεί από την ΕΚΧΑ Α.Ε.. Με την παράγραφο 2 ορίζεται ότι το προσωπικό ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου που δεν θα ενταχθεί στις θέσεις της παραγράφου 1 του άρθρου 17, επειδή δεν διαθέτει τα τυπικά προσόντα που προβλέπεται για την κατάληψη των θέσεων, κατατάσσεται με απόφαση του Δ.Σ. του Φορέα σε προσωποπαγείς θέσεις με σχέση ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, οι οποίες συνιστώνται με την ίδια απόφαση και καταργούνται με την αποχώρηση όσων τις κατέχουν με οποιονδήποτε τρόπο. Με την παράγραφο 3 εισάγεται ειδική πρόβλεψη για τους δικηγόρους με έμμισθη εντολή που υπηρετούν στην ΕΚΧΑ Α.Ε. Από τους υπηρετούντες κατά τη δημοσίευση του νόμου, δώδεκα δύνανται να καταλάβουν τις θέσεις δικηγόρων με έμμισθη εντολή, οι οποίες προβλέπονται στην παρ. 1 του άρθρου 17. Κριτήρια για την ανωτέρω επιλογή είναι η αρχαιότητα, ο αριθμός των παραστάσεων και /η συνέντευξη. Σκοπός της μεταφοράς αυτής είναι η κάλυψη των αναγκών δικαστικής εκπροσώπησης του φορέα. Δικηγόροι οι οποίοι δεν μεταφέρονται στις προβλεπόμενες θέσεις έμμισθης εντολής, μεταφέρονται αυτοδίκαια στις θέσεις Κλάδου Νομικών, εκτός αν δηλώσουν ότι δεν επιθυμούν τη μεταφορά. Στην τελευταία περίπτωση καταβάλλεται από τον Φορέα η αποζημίωση που προβλέπεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Κώδικα Περί Δικηγόρων λόγω λύσης της έμμισθης εντολής σε περίπτωση κατάργησης του νομικού προσώπου. Η ρύθμιση αυτή αποσκοπεί στον εξορθολογισμό της Νομικής Διεύθυνσης τον Φορέα, καθώς ο αριθμός των δικηγόρων με έμμισθη εντολή οφείλει να συνάδει με τις ανάγκες του Φορέα προς δικαστική εκπροσώπηση. Για το λόγο αυτό, προβλέπονται δώδεκα θέσεις δικηγόρων με έμμισθη εντολή, οι οποίες θα καλυφθούν σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις τον Κώδικα Περί Δικηγόρων...». Μετά τη δημοσίευση του ν. 4512/2018 και την έκδοση της με αριθ. πρωτ. ./29-1-2018 πρόσκλησης του προέδρου του διοικητικού συμβουλίου του εναγομένου σχετικά με τον καθορισμό της διαδικασίας και των όρων για την εφαρμογή της διαδικασίας του άρθρου 19§3 ν. 4512/2018, εξήντα δύο (62) έμμισθοι δικηγόροι της ΕΚΧΑ ΑΕ, μεταξύ των οποίων και οι ενάγοντες, επέδωσαν στο εναγόμενο την από 2-2-2018 δήλωση [ιδ. σχετ. την υπ' αριθ. ./2-2-2θΐ8 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών …], με την οποία, επικαλούμενοι την έλλειψη νομιμότητας της καθορισθείσας δια της άνω προσκλήσεως διαδικασίας καθώς και την αντισυνταγματικότητα των διατάξεων των άρθρων 19 και 20 ν. 4512/2018 σε υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις, δήλωσαν ότι, η συμμετοχή τους στη διαδικασία γίνεται υπό την επιφύλαξη παντός νομίμου δικαιώματος τους. Κατόπιν των ανωτέρω, σε συνέχεια της από 25-04-2018 απόφασης του διοικητικού συμβουλίου του εναγομένου, επελέγησαν δώδεκα (ΐ2) πρόσωπα εκ των υπηρετούντων στη ΕΚΧΑ ΑΕ δικηγόρων, ώστε να καλύψουν τις θέσεις εμμίσθων δικηγόρων του διαδεχόμενου αυτήν Ν.Π.Δ.Δ., και συγκεκριμένα επελέγησαν κατ' εφαρμογή της οριζόμενης στο άρθρο 19§3 περ. α' ν. 4512/2018 οι: …. [σχετ. το υπ' αριθ. 13° πρακτικό του διοικητικού συμβουλίου του εναγομένου της 25-4-2018 -2° θέμα ημερήσιας διάταξης]. Ως εκ τούτου μετά την έκδοση της ως άνω απόφασης του διοικητικού συμβουλίου της 25-4-2018 οι ανωτέρω αναφερόμενοι 12 έμμισθοι δικηγόροι της ΕΚΧΑ ΑΕ μεταφέρθηκαν στις θέσεις του άρθρου 17§1 περ. α' υποπερ. ιι'. Κατόπιν αυτού οι 1ος, 2n, 5η, 9ος, 11ος, 12η, 16η, 19ος, 23η, 24ος, 36ος, 37η, 39η, 41ος, 42η, 44ος, 45η και 47ος των εναγόντων με τις από 4-5-2018 αιτήσεις τους που υπέβαλαν προς το εναγόμενο δήλωσαν, κατ' εφαρμογή του άρθρου 19§3 περ. β' Ν. 4512/2018, εντός της προβλεπόμενης σε αυτό προθεσμίας, ότι δεν επιθυμούν τη μεταφορά τους στις συνιστώμενες με την υποπερίπτωση γγ' της περίπτωσης α' της παραγράφου ι του άρθρου 17 οργανικές θέσεις, ήτοι στις θέσεις ΙΔΑΧ κλάδου ΠΕ Νομικών. Στους ανωτέρω ακολούθως καταβλήθηκε η αποζημίωση που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 46§3 Ν. 4194/2013, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο ig§3 περ. β' Ν. 4512/2018, μετά την έκδοση της από 18-06-2018 σχετικής απόφασης [Πρακτικό υπ' αρ. 21° - 2° θέμα ημερήσιας διάταξης] του διοικητικού συμβουλίου του εναγομένου, λαμβάνοντας ο 1ος το ποσό των 9·800,60€, η 2η το ποσό των 9·940€, η 5η το ποσό των 17·262€, ο 9ος το ποσό των 18.797,31€, ο 11ος το ποσό των 8.750,52€, η 12η το ποσό των 21.217,80€, η 16η το ποσό των 10,158,85€, ο 19°ς το ποσό των 21.098€, η 23η το ποσό των 16.471,17€, ο 24°ς το ποσό των 11.508€, ο 36°ς το ποσό των 17.865€, η 37η το ποσό των 20·936€, η 39η το ποσό των 9.590€, ο 41°ς το ποσό των 9.590€, η 42η το ποσό των 11.388,78€, ο 44ος το ποσό των 15·680,96€, η 45η το ποσό των 22.639,44€ και ο 47ος το ποσό των 25.179,12€ [σχετ. το υπ' αριθ. 21 πρακτικό του διοικητικού συμβουλίου του εναγομένου της 18-6-2018, θέμα 2° της ημερήσιας διάταξης]. Μετά την καταβολή των αποζημιώσεων το εναγόμενο σταμάτησε να αποδέχεται τις υπηρεσίες των 1ου, 2ης, 5ης, 9ου, 11ου, 12ης, 16ης, 19ου, 23ης, 24ου, 36ου, 37ης, 39ης, 41ου, 42ης, 44ου, 45ης και 47ου των εναγόντων και διέκοψε τη καταβολή της αντιμισθίας τους από την 20-6-2018, ήτοι μετά από την παρέλευση χρονικού διαστήματος πλέον του ενός μηνός. Ακολούθως, δια της από 07-06-2018 απόφασης του διοικητικού συμβουλίου του εναγομένου [υπ' αριθ. 19 πρακτικό - 10° θέμα ημερήσιας διάταξης], τοποθετήθηκαν οι λοιποί εκ των εναγόντων στις δια του άρθρου ια§3 περ. β' και 17§1 περ. α' υποπερ. γγ' Ν. 4512/2018 συσταθείσες οργανικές θέσεις ΠΕ Νομικών, εφόσον αυτοί δεν αρνήθηκαν την τοποθέτηση τους εντός της δεκαήμερης προθεσμίας όπως ορίζεται από τη διάταξη του άρθρου ι9§3 περ. β' Ν. 4512/2018 και ανατέθηκαν σε αυτούς τα καθήκοντα, που περιγράφονταν αναλυτικά στην ίδια απόφαση. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου ΐα§3 περ. β'ν. 4512/2018 η μεταφορά των ως άνω υπηρετούντων με συμβάσεις έμμισθης εντολής δικηγόρων στην ΕΚΧΑ ΑΕ έγινε αυτοδίκαια και τοποθετήθηκαν στις θέσεις της υποπερ. γγ' της περ. α' του άρθρου 17§1 ν. 4512/2018, οι οποίες δεν είναι προσωποπαγείς, αφού ως τέτοιες καθορίστηκαν αποκλειστικά και μόνο οι θέσεις του άρθρου 19§2 ν. 4512/2018, στις οποίες δεν περιλαμβάνονται οι 63 έμμισθοι δικηγόροι της ΕΚΧΑ ΑΕ. Συγκεκριμένα, στο Τμήμα Νομικής Υποστήριξης Εσωτερικής Λειτουργίας τοποθετήθηκε η 27η των εναγόντων, στο Τμήμα Νομικής Υποστήριξης Κτηματολογίου οι 6η, 8η, 10η, 13η, 15ος, 20η, 22η, 25η, 26η, 28°ς, 29η, 30η, 33η, 34η, 35η, 38η, 43η και 46°ς των εναγόντων, ενώ στο Τμήμα Νομικής Υποστήριξης έργων οι 3ος, 4η, 7η, 14η, 17η, 18η, 21ος, 31η, 32η και 40η των εναγόντων. Με το ίδιο πρακτικό (9° θέμα) του διοικητικού συμβουλίου τοποθετήθηκαν οι προϊστάμενοι στη Νομική Διεύθυνση του Ν.Π.Δ.Δ. [μη περιλαμβανόμενοι μεταξύ των εναγόντων της υπό κρίση αγωγής], και συγκεκριμένα στο Τμήμα Νομικής Υποστήριξης Εσωτερικής Λειτουργίας τοποθετήθηκε ο …  στο Τμήμα Νομικής Υποστήριξης Κτηματολογίου η …, στο Τμήμα Νομικής Υποστήριξης Κτηματογράφησης η … και στη Διεύθυνση των Τμημάτων η …. Εξάλλου, αναφορικά με τα καθήκοντα που ανατέθηκαν στους προαναφερόμενους 29 ενάγοντες, που μεταφέρθηκαν στις συσταθείσες δια των προαναφερόμενων άρθρων οργανικές θέσεις κλάδου ΠΕ νομικών, με το υπ' αριθ. 19° πρακτικό του διοικητικού συμβουλίου της 7-6-2018 [θέμα 10° της ημερήσιας διάταξης ορίστηκαν τα ακόλουθα: «Οι υπάλληλοι ΠΕ Νομικών αναλαμβάνουν και εκτελούν, κατόπιν εντολής του Προϊσταμένου του τμήματος της Νομικής Διεύθυνσης, τα παρακάτω έργα και καθήκοντα, νομικά και διοικητικά: Εξέταση υποθέσεων, προβλημάτων, θεμάτων και αιτημάτων που αφορούν τις αρμοδιότητες του Τμήματος και τη σύνταξη σχεδίων απαντήσεων για τα παραπάνω. Παρακολούθηση, συστηματοποίηση νομοθεσίας και νομολογίας και την ενημέρωση του Προϊσταμένου του για θέματα αρμοδιότητας του Τμήματος που αφορούν τον Φορέα και εισήγηση τρόπων εφαρμογής της νομοθεσίας. Παροχή συνδρομής στις υπηρεσίες του φορέα και στους δικηγόρους για την παρακολούθηση όλων των ανακοπών, προσφυγών, αγωγών, ενστάσεων και λοιπών ενδίκων βοηθημάτων και μέσων που ασκούνται από τρίτους κατά του Φορέα και από τον φορέα κατά τρίτων και την τήρηση όλων των διαδικασιών για τη διασφάλιση των συμφερόντων του Φορέα και σύνταξη εισηγήσεων/απόψεων για την υποστήριξη των συμφερόντων του Φορέα. Έλεγχο των συμβάσεων κτηματογράφησης, δασικών χαρτών και κάθε άλλου έργου και των παραστατικών/στοιχείων που αφορούν τους συμμετέχοντες, κατά τη διενέργεια των διαγωνισμών για την ανάθεση των συμβάσεων αυτών, κατά την υπογραφή, καθώς και κατά την εκτέλεση τους. Έλεγχο των τυπικών προϋποθέσεων και της νομιμότητας των αιτήσεων για την εγγραφή πράξεων στα τηρούμενα στα Κτηματολογικά Γραφεία και Υποκαταστήματα βιβλία, καθώς και στα έμμισθα Υποθηκοφυλακεία κατά τη μεταβατική τους λειτουργία ως Κτηματολογικά Γραφεία κατά τις διατάξεις του άρθρου 23 του ν. 2664/1998, σύμφωνα με τα επιμέρους συστήματα δημοσιότητας και τη διόρθωση των κτηματολογικών εγγραφών κατά την κείμενη νομοθεσία. Την υποβολή σχετικών εισηγήσεων για τα προηγούμενα στον Προϊστάμενο του Γραφείου, των Υποκαταστημάτων και τον έμμισθο Υποθηκοφύλακα του μεταβατικού Κτηματολογικού Γραφείου, καθώς και την παροχή κάθε απαραίτητης υποστήριξης για συναφή θέματα και ζητήματα προς τον ίδιο και τους αιτούμενους στην εγγραφή πράξης ή διόρθωσης. Τη συνεργασία με το προσωπικό της Δ/νσης Κτηματολογίου για κάθε συναφές θέμα σχετικά με την καθοδήγηση και υποστήριξη των εργασιών και των διαδικασιών Κτηματολογικού Γραφείου, Υποκαταστήματος και Υποθηκοφυλακείου που λειτουργεί μεταβατικά ως Κτηματολογικό Γραφείο, προς το σκοπό της ομοιογενούς αντιμετώπισης τους. Παροχή νομικής υποστήριξης για την ερμηνεία και την εφαρμογή της νομοθεσίας για την εγγραφή πράξεων στα τηρούμενα βιβλία και τη διόρθωση των κτηματολογικών εγγραφών κατά την κείμενη νομοθεσία τις διαδικασίες και τη λειτουργία του Κτηματολογίου στα Υποθηκοφυλακεία, έμμισθα και άμισθα, κατά τη μεταβατική τους λειτουργία ως Κτηματολογικά Γραφεία σύμφωνα με το άρθρο 23 του ν. 2666/1998 και τη συνεργασία με το προσωπικό της Δ/νσης Κτηματολογίου για κάθε συναφές θέμα σχετικά με την καθοδήγηση και υποστήριξη των εργασιών και των διαδικασιών στις υπηρεσίες αυτές για τα ίδια θέματα. Νομική παρακολούθηση των συμβάσεων, καθώς και διενέργεια ελέγχων παραδοτέων των συμβάσεων και σύνταξη εισήγησης για τυχόν διορθωτικές ενέργειες επ' αυτών, όπου απαιτείται. Διενέργεια υποστηρικτικών εργασιών σχετικά με τη συγκρότηση και τη λειτουργία των Επιτροπών που συγκροτούνται κατ' εφαρμογή της νομοθεσίας περί Κτηματολογίου. Συμμετοχή σε ημερίδες, σεμινάρια ενημέρωσης ή και εκπαίδευσης τρίτων και προσωπικού του φορέα που οργανώνει ο φορέας δια των υπηρεσιών του ή και τρίτοι, ύστερα από σχετική πρόσκληση για διάφορα ζητήματα που αφορούν την λειτουργία του φορέα, παρέχοντας τις απαραίτητες ειδικές νομικές γνώσεις και ερμηνευτικές κατευθύνσεις. Συμμετοχή σε ομάδες εργασίας ή ομάδες διοίκησης έργου που συγκροτούνται με αποφάσεις της Διοίκησης του φορέα. Σύνταξη εισηγήσεων για την έκδοση κανονιστικών πράξεων προς εφαρμογή της νομοθεσίας του Κτηματολογίου και κάθε πράξης που αφορά στην επίτευξη των σκοπών του φορέα, καθώς και τα σχέδια των οικείων πράξεων. Νομική υποστήριξη και συνεργασία με τις Υπηρεσίες του Φορέα για την εκτέλεση των καθηκόντων τους. Εκτέλεση οποιουδήποτε άλλου καθήκοντος που τους ανατίθεται και είναι σχετικό με τις αρμοδιότητες της Νομικής Διεύθυνσης και το έργο του φορέα». Πρέπει, επιπλέον, να τονισθεί, ότι κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 21 Ν. 4512/2018, όπως τροποποιήθηκε μετά την εκπνοή της δεκαήμερης προθεσμίας του άρθρου 19§3 περ. β' Ν. 4512/2018 και ισχύει με το άρθρο 55§2 Ν. 4546/2018 (ΦΕΚ Α' 101/12-06-2018), για τις αποδοχές και την ένταξη του εν λόγω προσωπικού σε μισθολογικά κλιμάκια λαμβάνεται υπόψη ως χρόνος υπηρεσίας τους ο χρόνος από την πρόσληψη τους με έμμισθη εντολή στην ΕΚΧΑ ΑΕ, ενώ εάν προκύπτει για τους ανωτέρω μείωση των αποδοχών που λάμβαναν την 1-1-2018, το ποσό της μείωσης καταβάλλεται ως προσωπική διαφορά. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι ο σκοπός της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία ΕΚΧΑ ΑΕ κατά το σκέλος της μελέτης, σύνταξης, λειτουργίας και τήρησης του Εθνικού Κτηματολογίου, συμπίπτει απολύτως με το σκοπό του εναγομένου, το οποίο, μάλιστα, επιφορτίστηκε περαιτέρω με τις επιπλέον αρμοδιότητες, που προέβλεψε η διάταξη του άρθρου 1§8 στ. β'-η' Ν. 4512/2018. Σε κάθε περίπτωση, προβλέφθηκε νομοθετικά, ότι το εναγόμενο υπεισέρχεται ως καθολικός διάδοχος στη θέση της ΕΚΧΑ ΑΕ και αυτοδικαίως στο σύνολο των πάσης φύσης αρμοδιοτήτων, δικαιωμάτων, υποχρεώσεων και λοιπών εννόμων σχέσεων της ΕΚΧΑ ΑΕ. Στο νέο φορέα του εναγομένου συστάθηκαν συνολικά 63 οργανικές θέσεις νομικών για τη στελέχωση της Νομικής Διεύθυνσης (12 δικηγόρων με σχέση έμμισθης εντολής και 51 θέσεις προσωπικού Κλάδου Νομικών με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου), ισάριθμες δηλαδή με τους δικηγόρους που είχαν προσληφθεί από την προϋπάρχουσα ανώνυμη εταιρεία ΕΚΧΑ ΑΕ με σχέση έμμισθης εντολής αορίστου χρόνου. Από τον ίδιο το σκοπό του νεοσυσταθέντος εναγομένου, ο οποίος κατά βάση ταυτίζεται με το σκοπό της ΕΚΧΑ ΑΕ, καθώς και από τα καθήκοντα, τα οποία επρόκειτο να ανατεθούν σε όσους δικηγόρους θα μεταφέρονταν αυτοδικαίως στις πενήντα μία [51] θέσεις προσωπικού με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου Κλάδου Νομικών του άρθρου 17§1 περ. α' υποπερ. γγ’ Ν. 4512/2018 και τα οποία διαγράφονται στην από 7-6-2018 απόφαση του διοικητικού του συμβουλίου, όπως αναφέρθηκαν αναλυτικά παραπάνω, προκύπτει, ότι η φύση της εργασίας που παρείχαν οι δικηγόροι, μεταξύ των οποίων και οι ενάγοντες, στην ΕΚΧΑΑΕ είναι παρόμοια με αυτή που κλήθηκαν να παράσχουν στο εναγόμενο ως υπάλληλοι ΠΕ Νομικής. Συγκεκριμένα, και κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στη με αριθμό 3 νομική σκέψη της παρούσας, τα καθήκοντα αυτά εντάσσονται στη δικηγορική ύλη και προσιδιάζουν στη δικηγορική ιδιότητα και συγκεκριμένα στην ιδιότητα του έμμισθου δικηγόρου, που προσφέρει αποκλειστικά νομικές υπηρεσίες, ως νομικός σύμβουλος ή ως δικηγόρος στον οποίο ανατίθεται και η δικαστική εκπροσώπηση σε συγκεκριμένο εντολέα, σταθερά και μόνιμα, αμειβόμενος αποκλειστικά με πάγια περιοδική αμοιβή (βλ. άρθρα ι, 42 Ν. 4194/2013 [ΚωδΔικ]), ενώ δεν ασκεί οποιαδήποτε έννομη επιρροή το γεγονός, ότι ορισμένα μόνο από τα ανατεθέντα σε αυτούς διοικητικά καθήκοντα θα μπορούσαν να εκπληρωθούν από υπαλλήλους Π.Ε. Νομικής - μη δικηγόρους. Εναργέστερα αντιληπτό θα καταστεί αυτό, ότι δηλαδή τα ανατιθέμενα από το εναγόμενο καθήκοντα στους υπαλλήλους ΠΕ Νομικής προσήκει στην πραγματικότητα να εκπληρώνονται από δικηγόρους - νομικούς συμβούλους, αν ληφθεί υπόψιν η φύση αυτών των καθηκόντων σε συνδυασμό με τη βαρύτητα, την οποία το δικαϊικό μας σύστημα προσδίδει στο λειτούργημα του δικηγόρου. Ειδικότερα, αποστολή των δικηγόρων είναι η προστασία των δικαιωμάτων και εννόμων συμφερόντων των εντολέων τους ενώπιον των δικαστηρίων και της διοίκησης, στο πλαίσιο της πραγμάτωσης του δικαιώματος δικαστικής προστασίας. Η άσκηση του λειτουργήματος της δικηγορίας συνοδεύεται από ιδιαίτερες υποχρεώσεις, που δεσμεύουν το δικηγόρο, όπως ιδίως το καθήκον αληθείας, ευσυνειδησίας και επιμέλειας κατά την άσκηση των καθηκόντων του, καθήκον πίστης έναντι του εντολέα του, υποχρέωση απορρήτου και δέσμευση από το περιεχόμενο της εντολής που του ανατέθηκε. Ο χαρακτηρισμός του δικηγόρου ως δημόσιου λειτουργού και συλλειτουργού της δικαιοσύνης (βλ. άρθρα ι, 2 Ν. 4194/2013 [ΚωδΔικ]), συνεπάγεται περαιτέρω την ανεξαρτησία του και την έλλειψη ιεραρχικής υποταγής κατά την ενάσκηση του έργου του, επί τω τέλει διασφάλισης των δικαιωμάτων δικαστικής προστασίας και δίκαιης δίκης, αλλά και την πραγμάτωση της αρχής του κράτους δικαίου. Η διάταξη του άρθρου 2 του Κώδικα Δικηγόρων περιλαμβάνει ρητή αναφορά στην ανεξάρτητη θέση του δικηγόρου, ανεξαρτησία η οποία νοείται τόσο έναντι των κρατικών οργάνων όσο και ως διατήρηση της ελευθερίας χειρισμού της υπόθεσης εντός των ορίων του νόμου και του συμφέροντος του εντολέα του (άρθρο 5 περ. δ' Ν. 4194/2013 [ΚωδΔικ]). Πράγματι, η ανεξαρτησία κατά την ενάσκηση της δικηγορίας, συνδεόμενη με τα ανωτέρω θεμελιώδη δικαιώματα και αρχές, επιβάλλει στην Πολιτεία να επιτρέπει στο δικηγόρο την ελεύθερη και ακώλυτη άσκηση του έργου του, με κύριο γνώμονα τη νομιμότητα σε συνδυασμό με την υπεράσπιση των συμφερόντων του εντολέα του. Η ανεξαρτησία κατά την άσκηση του δικηγορικού λειτουργήματος, με τη συνταγματική διάσταση που προεκτέθηκε, δεν επιτρέπει στο δικηγόρο να παρέχει τις υπηρεσίες του στο πλαίσιο σχέσης εξαρτημένης εργασίας, υποκείμενος στο διευθυντικό δικαίωμα οποιουδήποτε εργοδότη (συμπεριλαμβανομένου και του Δημοσίου), καθώς η υπαλληλική εξάρτηση δεν συνάδει με το χαρακτήρα της δικηγορίας, κατά τα ανωτέρω. Εξαίρεση αποτελεί η άσκηση δικηγορίας στο πλαίσιο σύμβασης έμμισθης εντολής, κατά τα -οριζόμενα στα άρθρα 42 επ. του Κώδικα Δικηγόρων. Η έμμισθη εντολή θεωρείται εξαίρεση στον κανόνα της απαγόρευσης άσκησης δικηγορίας με σύνδεση υπαλληλικής σχέσης. Η σύμβαση έμμισθης εντολής εξαιρείται από την απαγόρευση, επειδή δεν φέρει τα κύρια χαρακτηριστικά της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, όπως ιδίως την παροχή υπηρεσιών υπό τις ειδικές οδηγίες του εργοδότη, την υπαγωγή στο διευθυντικό δικαίωμα, το υποχρεωτικό ωράριο κ.λπ. Στο πλαίσιο, δηλαδή, της σύμβασης έμμισθης εντολής, ο δικηγόρος παρέχει αμιγώς νομικές υπηρεσίες, σε συγκεκριμένο εντολέα, έναντι περιοδικής πάγιας αμοιβής, διατηρώντας όμως την ανεξαρτησία του και τις λοιπές ειδικές υποχρεώσεις που αναφέρθηκαν προηγουμένως. Πράγματι, η παροχή νομικών συμβουλών από δικηγόρο, ακόμα και με σχέση πάγιας αντιμισθίας, δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο σύμβασης εξαρτημένης εργασίας, καθόσον η σχέση αυτή θεωρείται, ότι είναι σχέση απόλυτης εμπιστοσύνης, συναπτόμενη με σύμβαση ιδιόμορφης έμμισθης εντολής, λογιζόμενη πάντοτε ως σύμβαση αορίστου χρόνου (ΟλΑΠ 25/2002, Νόμος, ΜΠρΑθ 6535/2018, ΤΝΠΔΣΑ-Ισοκράτης, Τσιγαρίδας Β. σε Γώγου/Κωνσταντίνου, Ερμηνεία Κώδικα Δικηγόρων, εκδ. 2016, άρθρο 42, αριθ. περιθ. 1, σελ. 165-166). Από τα ανωτέρω συνάγεται, ότι τα περιγραφόμενα νομικά καθήκοντα που ανατέθηκαν στους υπαλλήλους ΠΕ Νομικής με την από 7-6-2018 απόφαση του διοικητικού συμβουλίου του εναγομένου, εκ του περιεχομένου τους, απαιτείται να εκπληρώνονται από δικηγόρους λόγω των εχεγγύων που συνεπάγεται η φύση του λειτουργήματος τους, η θεσμική θέση τους στην έννομη τάξη μας και η ανεξαρτησία της επιστημονικής τους άποψης από οποιαδήποτε υπαλληλική ιεραρχία. Τα παραπάνω συμπεράσματα πρέπει να ληφθούν υπ' όψη σε συνδυασμό με τη μισθολογική εξίσωση μεταξύ των 12 θέσεων έμμισθων δικηγόρων και των 51 θέσεων ΙΔΑΧ ΠΕ Νομικής, που καθιερώθηκε με την τροποποίηση του άρθρου 21 Ν. 4512/2018 με το άρθρο 55§2 Ν. 4546/2018, από το οποίο συνάγεται, ότι οι μεταφερόμενοι δικηγόροι στις 51 θέσεις ΙΔΑΧ ΠΕ Νομικής καλούνται να παράσχουν προς το εναγόμενο ίδιας φύσης και βαρύτητας εργασίες αφενός με αυτές που παρείχαν προς την ΕΚΧΑ ΑΕ και αφετέρου με αυτές που καλούνται να παράσχουν στο εναγόμενο οι 12 έμμισθοι δικηγόροι, πλην της εκπροσώπησης του εναγόμενου φορέα ενώπιον των δικαστηρίων και μάλιστα με αμοιβή ίδιου ύψους. Επιχείρημα υπέρ της εν λόγω διάκρισης δεν προσφέρει ούτε η αιτιολογική έκθεση του Ν. 4512/2018, σύμφωνα με την οποία: «... Η ρύθμιση αυτή αποσκοπεί στον εξορθολογισμό της Νομικής Διεύθυνσης του Φορέα, καθώς ο αριθμός των δικηγόρων με έμμισθη εντολή οφείλει να συνάδει με τις ανάγκες του φορέα προς δικαστική εκπροσώπηση», αφού, όπως προεκτέθηκε, στο εναγόμενο δημιουργήθηκαν συνολικά 63 θέσεις ισόποσα αμειβόμενων νομικών (ΐ2 έμμισθων δικηγόρων και 51 υπαλλήλων ΙΔΑΧ ΠΕ Νομικής), δηλαδή ισάριθμες των δικηγόρων που απασχολούσε η ΕΚΧΑ ΑΕ με έμμισθη εντολή και, επιπλέον, το κριτήριο «των αναγκών του φορέα προς δικαστική εκπροσώπηση» δεν εξηγεί επαρκώς το λόγο που η ΕΚΧΑ ΑΕ χρειαζόταν 63 έμμισθους δικηγόρους για να διεκπεραιώσει το σκοπό της, ενώ το εναγόμενο, προκειμένου να διεκπεραιώσει τον ίδιο σκοπό (και μάλιστα διευρυμένο) χρειάζεται μόνο 12 έμμισθους δικηγόρους. Εξάλλου, χαρακτηριστικά ως προς αυτό ο μάρτυρας των εναγόντων και αναπληρωτής γενικός διευθυντής του εναγομένου κατέθεσε, ότι οι 63 δικηγόροι που απασχολούσε η ΕΚΧΑ ΑΕ ήταν λίγοι σε σχέση με τον όγκο της εργασίας τους, ενώ η Παγκόσμια Τράπεζα συμβούλευσε ειδικά ως προς το ζήτημα αυτό, ότι για την ολοκλήρωση του Κτηματολογίου θα έπρεπε να απασχολούνται περισσότεροι δικηγόροι και συναφθούν περισσότερες συμβάσεις έμμισθης εντολής [βλ. σχετ. πρακτικά δίκης σελ. 12, στοιχ. 35"39]· Εξάλλου, το γεγονός ότι τα καθήκοντα που καλούνται να εκπληρώσουν οι 51 δικηγόροι προσιδιάζουν με τις δικηγορικές υπηρεσίες που παρέχει στον εντολέα του ένας νομικός σύμβουλος συνάγεται από τα ακόλουθα: α) συντάσσουν σχέδια απαντήσεων επί των νομικών ζητημάτων που τους ανατίθενται, ήτοι γνωμοδοτούν επί συγκεκριμένων κρίσιμων θεμάτων παρακολουθώντας τη νομοθεσία και τη νομολογία, β) Συντάσσουν εισηγήσεις για την εφαρμογή της νομοθεσίας, γ) Παρέχουν συνδρομή στους έμμισθους δικηγόρους του φορέα καθώς και σε όλες τις υπηρεσίες αναφορικά με κάθε είδους και φύση δικαστική υπόθεση συντάσσοντας εισηγήσεις και εκθέτοντας προφορικά και εγγράφως τις απόψεις τους. δ) Προβαίνουν στον έλεγχο όλων των συμβάσεων κτηματογράφησης και όλων των παραστατικών και εγγράφων που αφορούν τη διενέργεια των διαγωνισμών που προκηρύσσει ο εναγόμενος φορέας, ε) Παρέχουν νομική υποστήριξη για την ερμηνεία και την εφαρμογή της νομοθεσίας για την εγγραφή πράξεων στα τηρούμενα βιβλία και τη διόρθωση των κτηματολογικών εγγραφών κατά την κείμενη νομοθεσία, τις διαδικασίες και τη λειτουργία του Κτηματολογίου. Για όλα τα παραπάνω οι ενάγοντες ως δικηγόροι συντάσσουν γνωμοδοτήσεις και εκθέσεις προς τους προϊσταμένους τους, και ως εκ τούτου οι υπηρεσίες που παρέχουν αντιστοιχούν στις υπηρεσίες που παρέχει σε κάποιον εντολέα ένας νομικός σύμβουλος. Η ταυτότητα του αντικειμένου που ανατέθηκαν στους ενάγοντες με το αντικείμενο που ανατέθηκε στους 12 έμμισθους δικηγόρους καταδεικνύεται εναργέστερα από τη με αριθ. πρωτ. ./1-2-2018 απόφαση ανάθεσης καθηκόντων του Γενικού Διευθυντή του εναγομένου. Οι ενάγοντες, μετά την ισχύ του ν. 4512/2018 βρέθηκαν μπροστά σε ένα αιφνιδιαστικό μετά από πολλά χρόνια δίλημμα, και μάλιστα σε μια περίοδο μεγάλης ανασφάλειας λόγω της οικονομικής κρίσης. Τους ζητήθηκε (μόνο σε αυτούς από όλους όσους παρείχαν τις υπηρεσίες τους στην ΕΚΧΑ ΑΕ κατά την έναρξη ισχύος του νόμου) να επιλέξουν ανάμεσα αφενός μεν στην αποδοχή της προσφερόμενης σε αυτούς θέσης εξαρτημένης εργασίας, με άμεση κατά το άρθρο 7§1 περ. γ' ΚωδΔικ συνέπεια την αυτοδίκαιη απώλεια του επαγγελματικού τους status ως έμμισθων δικηγόρων με θεσμοθετημένη ανεξαρτησία, επί της οποίας είχαν στηρίξει επί πολλά έτη τη ζωή τους, αφετέρου δε στην άρνηση τους να δεχθούν την προσφερόμενη σε αυτούς θέση εξαρτημένης εργασίας με άμεση συνέπεια τη λύση (ex lege) της σύμβασης έμμισθης εντολής έναντι εισπράξεως της προβλεπόμενης στον Κώδικα Δικηγόρων αποζημίωσης. Αντίθετα, το εναγόμενο, υπεισελθόν ως οιονεί καθολικός διάδοχος της ΕΚΧΑ ΑΕ, ουδέν οικονομικό όφελος αποκομίζει με τη ρύθμιση του νόμου, δεδομένου, ότι με το άρθρο 21 του ν. 45ΐ2/2θΐ8, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 55§2 ν. 4546/2018, ορίστηκε, ότι οι αποδοχές των εναγόντων για τις υπηρεσίες τους στην προσφερόμενη σε αυτούς θέση εξαρτημένης εργασίας είναι η ίδια που καταβαλλόταν σε αυτούς, υπό την ιδιότητα τους ως έμμισθων δικηγόρων την 1-1-2018. Αντίθετα μάλιστα το Ελληνικό Κτηματολόγιο αποστερήθηκε με το νέο νόμο των υπηρεσιών τις οποίες μόνο δικηγόροι έχουν αποκλειστικά το δικαίωμα να παρέχουν. Επιπρόσθετα, οι υπηρεσίες που καλούνται να παρέχουν οι ενάγοντες προς το εναγόμενο είναι καθαρά δικηγορικές υπηρεσίες ενός νομικού συμβούλου. Με βάση τα παραπάνω, η ρύθμιση του άρθρου 10§3 εδ. β' του ν. 4512/2018 εμφανίζει ήδη εξ αυτού του λόγου πρόβλημα συνταγματικότητας. Μεταφέροντας ο νομοθέτης 5ι έμμισθους δικηγόρους σε οργανικές θέσεις προσωπικού ΠΕ (Κλάδου Νομικών) με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου και θέτοντας τους μετά από πολύχρονη προϋπηρεσία και μάλιστα σε περίοδο μεγάλης οικονομικής κρίσης, μπροστά στο δίλημμα είτε να επιλέξουν μια μη ανταποκρινόμενη στα προσόντα τους υπαλληλική θέση με τις ίδιες αποδοχές που είχαν έως την έναρξη ισχύος του ως άνω νόμου, είτε να αρνηθούν την προσφερόμενη θέση εξαρτημένης εργασίας, περιοριζόμενοι στην είσπραξη της προβλεπόμενης στο άρθρο 46 του Κώδικα Δικηγόρων αποζημίωσης, δημιουργεί μια ομάδα με προσόντα και καθήκοντα έμμισθου δικηγόρου, που έχουν αποβληθεί από το σώμα των δικηγόρων, αποστερώντας τους έτσι από την προσήκουσα σε δικηγόρους ανεξαρτησία και τα αναγνωριζόμενα σε αυτούς λοιπά δικαιώματα για την πρόσφορη και αποτελεσματική άσκηση των καθηκόντων τους. Εξάλλου, η διάταξη του άρθρου ια§3 περ. β' ν. 4512/2018 προσβάλλει την αποτελούσα έκφανση της αρχής του κράτους δικαίου αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης του διοικούμενου, ήτοι την εύλογη εμπιστοσύνη του στις ισχύουσες νομικές ρυθμίσεις και την προσδοκία του ότι με βάση τις ρυθμίσεις αυτές θα κάνει τις επιλογές του [ΣτΕ 1508/2008, Νόμος]. Συγκεκριμένα, η εύλογη εμπιστοσύνη των εναγόντων έμμισθων δικηγόρων, ότι η επί μακρό διαμορφωθείσα υπηρεσιακή τους κατάσταση ως έμμισθων (με πάγια περιοδική αμοιβή) δικηγόρων, η οποία άλλωστε μόνο από δικηγόρους μπορεί να υπηρετηθεί, ήταν παγιωμένη, στηριζόμενη σε πολυετή σύμβαση έμμισθης εντολής, διαψεύστηκε με τον ν. 4512/2018 όλως αιφνιδιαστικά και χωρίς την πρόβλεψη κάποιας μεταβατικής περιόδου για την αναπροσαρμογή της ζωής τους. Ο αιφνιδιασμός αυτός ήταν μάλιστα ακόμη μεγαλύτερος επειδή η μόνη ομάδα προσωπικού της ΕΚΧΑ ΑΕ που αντιμετωπίστηκε με αυτόν τον βλαπτικό τρόπο ήταν αποκλειστικά και μόνο οι 51 έμμισθοι δικηγόροι, χωρίς να συντρέχει, όχι μόνο λόγος εξυπηρέτησης δημοσίου συμφέροντος, αλλά οποιοσδήποτε λόγος. Αντίθετα, όλο το λοιπό, πολυάριθμο προσωπικό της ΕΚΧΑ ΑΕ εντάχθηκε, χωρίς οποιαδήποτε μεταβολή του νομικού τους status, με τα αυτά καθήκοντα στις οργανικές θέσεις του εναγόμενου. Υφίσταται, ως εκ τούτου, άνιση νομοθετική μεταχείριση των εναγόντων σε σχέση με όλο το λοιπό προσωπικό, το οποίο εντάχθηκε, χωρίς οποιαδήποτε νομική ή άλλη μεταβολή στο νέο φορέα. Η νομοθετική αυτή τομή, η οποία ήταν εξόχως βλαπτική για τους 51 έμμισθους δικηγόρους της ΕΚΧΑ Α.Ε., ουδέν όφελος, ούτε καν οικονομικό, προσπόρισε στο νέο φορέα, δεδομένου ότι, όπως έχει ήδη εκτεθεί, οι καταβλητέες αποδοχές σε όσους δικηγόρους ενταχθούν στο προσωπικό του νέου φορέα είναι οι ίδιες με εκείνες που καταβάλλονταν σ' αυτούς και από την ΕΚΧΑ Α.Ε.. Η βλαπτική αυτή μεταβολή του νομικού status των δικηγόρων επιχειρήθηκε χωρίς να υπάρχει και χωρίς να γίνει επίκληση οποιουδήποτε εννόμου συμφέροντος του εναγόμενου. Τουναντίον, και το τελευταίο βλάπτεται διότι με την απώλεια της δικηγορικής ιδιότητας των εναγόντων που προβλέπει ο νόμος, στερείται και αυτό των δυνατοτήτων που είχαν οι δικηγόροι πριν από την ίδρυση του νέου φορέα. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος «καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητα τον και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική και πολιτική ζωή της Χώρας, εφόσον δεν προσβάλλει τα δικαιώματα των άλλων και δεν παραβιάζει το Σύνταγμα ή τα χρηστά ήθη». Τέτοια προστατευόμενη με το άρθρο 5§1 Σ ελευθερία, εμπίπτουσα στην κατηγορία της οικονομικής ελευθερίας, είναι και η επαγγελματική ελευθερία, δηλαδή η ελευθερία επιλογής και άσκησης ορισμένου επαγγέλματος. Στο ίδιο ατομικό δικαίωμα του άρθρου 5§1 Σ εμπίπτει και η ελευθερία των συμβάσεων, που καταλαμβάνει και την ελευθερία συνδιαμόρφωσης του περιεχομένου της σύμβασης από τα συμβαλλόμενα μέρη. Η ελευθερία αυτή, αποτελούσα έκφανση της ιδιωτικής αυτονομίας του προσώπου, που αποτελεί κεντρικό άξονα του ιδιωτικού δικαίου στο πεδίο των συναλλαγών, εμποδίζει κατ' αρχήν το νομοθέτη να παρέμβει σε μια συντελεσμένη σύμβαση επειδή μια τέτοια παρέμβαση συνιστά ανεπίτρεπτη κατ' αρχήν ετερόνομη επέμβαση σε μια ηθελημένη από τα μέρη αυτόνομη ρύθμιση των μερών, η οποία, αν δεν είναι αντίθετη σε κανόνες αναγκαστικού δικαίου, πρέπει να ισχύσει. Στην προκειμένη περίπτωση ο νομοθέτης επέλεξε να ανατρέψει υφιστάμενες συμβάσεις έμμισθης εντολής παροχής δικηγορικών υπηρεσιών και να μετατρέψει αυτές, χωρίς επίκληση κάποιου λόγου δημοσίου συμφέροντος, σε σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. Αυτό συνιστά ανεπίτρεπτη νομοθετική επέμβαση (μη δικαιολογούμενη από κάποιο αντίθετο υπέρτερο δημόσιο συμφέρον), η οποία επάγεται απώλεια της επαγγελματικής ιδιότητας των έμμισθων δικηγόρων και ανατροπή της βάσης οργάνωσης της ζωής τους και των επαγγελματικών τους προοπτικών, πλήττοντας παράνομα το ατομικό τους δικαίωμα για ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας τους [ΟλΑΠ 33/2002, ΟλΑΠ 4/1998, Νόμος]. Σε κάθε περίπτωση η παρέμβαση του νομοθέτη με μια ρύθμιση που θέτει σε εφαρμογή έναν μηχανισμό εξαναγκασμού (με την απειλή προς τους έμμισθους δικηγόρους ότι θα απωλέσουν τη δικηγορική τους ιδιότητα), χωρίς να προκύπτει από το νόμο ή την εισηγητική αυτού έκθεση οποιοσδήποτε λόγος δημοσίου συμφέροντος, αποδοκιμάζεται έντονα και με τις διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων. Με τις διατάξεις αυτές κατοχυρώνεται η θεσμική θέση του δικηγόρου, ως ασκούντος δημόσιο λειτούργημα συνταγματικής περιωπής, το οποίο συνέχεται με την εμπίπτουσα στον πυρήνα της ελληνικής δημόσιας τάξης θεμελιώδη λειτουργία της απονομής δικαιοσύνης. Ένα επιπρόσθετο θεμέλιο για την αντισυνταγματικότητα της αυτής ως άνω νομοθετικής ρύθμισης παρέχει επίσης και η αυξημένης τυπικής ισχύος διάταξη του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Με τη διάταξη αυτή ορίζεται, ότι «παν φνσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του» και ότι «ουδείς δύναται να στερηθεί της ιδιοκτησίας του ειμή για λόγους δημοσίας ωφελείας ...». Η έννοια της «περιουσίας» στο άρθρο αυτό είναι ευρύτατη, καταλαμβάνουσα κατά την πάγια επί του θέματος νομολογία και απαιτήσεις, ενεστώσες ή μέλλουσες από οποιαδήποτε σύμβαση, η οποία, ως γενεσιουργός απαιτήσεων, ενέχει και αυτή περιουσιακή αξία, προστατευόμενη επίσης από το ίδιο ως άνω άρθρο. Περαιτέρω, η ρύθμιση του άρθρου ια§3 περ. β' του ν. 4512/2018 επιφέρει μια υπέρμετρα δυσμενή συνέπεια στους έμμισθους δικηγόρους (ενάγοντες) σε σχέση με τον επιδιωκόμενο δι' αυτής σκοπό, παραβιάζοντας έτσι τη συνταγματικώς εγγυημένη (άρθρο 25§ι εδ. δ' Σ) αρχή της αναλογικότητας, ως προς περισσότερες της μιας εκφάνσεις αυτής. Συγκεκριμένα, η ρύθμιση δεν είναι καν πρόσφορη για την επίτευξη του επιδιωκόμενου δι' αυτής σκοπού: Η απώλεια της ιδιότητας των έμμισθων δικηγόρων κατ' ουδέν συμβάλλει στην προστασία των συμφερόντων του εναγόμενου. Η διατήρηση της ιδιότητας του δικηγόρου από τους αναφερθέντες έμμισθους δικηγόρους κατ' ουδέν βλάπτει το εναγόμενο, δεδομένου, ότι αυτό αφενός μεν επιβαρύνεται με το ίδιο ποσό αμοιβής, χωρίς οποιαδήποτε διαφοροποίηση του ανάλογα με το τι θα επιλέξει ο έμμισθος στην ΕΚΧΑ ΑΕ δικηγόρος. Αλλά και αν ακόμη δεν είναι έτσι τα πράγματα, η εις βάρος του έμμισθου δικηγόρου δυσμενής μεταχείριση ξεπερνάει κάθε όριο του αναγκαίου για την προστασία του νομικού προσώπου μέτρου. Με βάση και τις δύο αυτές επάλληλες σκέψεις και τα ειδικότερα αναφερόμενα στη με αριθμό 4 νομική σκέψη της παρούσας, η ως άνω νομοθετική ρύθμιση παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας και είναι και εξ αυτού του λόγου αντισυνταγματική [ιδ. σχετ. την από 8-11-2019 γνωμοδότηση του Ομότιμου Καθηγητή του ΕΚΠΑ Φίλιππου Δωρή προσκομιζόμενη από τους ενάγοντες]. Περαιτέρω, πρέπει να σημειωθεί, ότι επιφυλάξεις ως προς τη συνταγματικότητα της επίδικης διάταξης που αφορά τη μεταβολή της υπηρεσιακής κατάστασης των υπηρετούντων στην ΕΚΧΑ ΑΕ δικηγόρων με έμμισθη εντολή κατ' εξαίρεση των οριζομένων στις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 19 παρ. ι και 2 και την κατάταξη του μη εντασσόμενου στις συνιστώμενες θέσεις προσωπικού σε προσωποπαγείς θέσεις, διατυπώθηκε επισταμένως και στην έκθεση της επιστημονικής υπηρεσίας της Βουλής των Ελλήνων επί του κατατεθέντος νομοσχεδίου, χωρίς ωστόσο να ληφθεί υπόψη κατά την ψήφιση της διάταξης αυτής [ιδ. σχετικά έκθεση επιστημονικής υπηρεσίας Βουλής, σελ. 14 στο τέλος]. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, η διάκριση μεταξύ των 12 θέσεων έμμισθων δικηγόρων και των 51 θέσεων ΙΔΑΧ ΠΕ Νομικής, στην οποία προβαίνουν τα άρθρα \η και 19 Ν. 4512/2018, κρίνεται αδικαιολόγητη και αντικείμενη στη συνταγματική αρχή της ισότητας (άρθρο 4§1 Συντ) και της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας του ατόμου (άρθρο 5§1 Συντ) και, κατ' επέκταση, η διάταξη των άρθρων 17§1 περ. α' υποπερ. γγ' και 19§3 περ. β' δεν πρέπει να τύχουν εφαρμογής. Σημειωτέον, ότι με το άρθρο 17 Ν. 4512/2018 συστάθηκαν το πρώτον οι οργανικές θέσεις του εναγόμενου, χωρίς μάλιστα να καταργηθούν προγενέστερες οργανικές θέσεις, εφόσον δια του νομοθετήματος καταργήθηκε η ανώνυμη εταιρεία ΕΚΧΑ ΑΕ, μη έχουσα οργανικές θέσεις, αφού δεν οργανωνόταν σύμφωνα με το δημόσιο και δημοσιοϋπαλληλικό δίκαιο αλλά ήταν οργανωμένη και λειτουργούσε κατά τις αρχές της ιδιωτικής οικονομίας. Επιπροσθέτως, οι ενάγοντες με την υπό κρίση αγωγή, δεν ζητούν τη δημιουργία νέων οργανικών θέσεων (άρθρο 103§2 Συντ) στο εναγόμενο νομικό πρόσωπο διά της έκδοσης των αντίστοιχων δικαστικών αποφάσεων, καθώς ο αριθμός των νομικών εν γένει, που χρειάζεται το εναγόμενο έχει ήδη προβλεφθεί στο συστατικό νόμο του (συνολικά 63 θέσεις), και ως εκ τούτου σε άπασες τις θέσεις αυτές πρέπει να τοποθετηθούν δικηγόροι με σχέση έμμισθης εντολής και όχι υπάλληλοι Νομικής, για τους οποίους η υπαλληλική σχέση εξαρτημένης εργασίας θα συνεπαγόταν αφενός την ιεραρχική υποταγή τους και αφετέρου την αυτοδίκαιη αποβολή της ιδιότητας του δικηγόρου και τη διαγραφή τους από το μητρώο του εκάστοτε συλλόγου του οποίου είναι μέλη κατ' άρθρο 7§1 περ. γ’ Ν. 4194/2013 (ΚωδΔικ). Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να σημειωθεί, ότι από την ισχύ του ν. 4512/2018 [17-1-2018] και μέχρι την έκδοση των προαναφερόμενων αποφάσεων του διοικητικού συμβουλίου του εναγομένου, οι ενάγοντες υπηρετούσαν στο εναγόμενο ως έμμισθοι δικηγόροι λαμβάνοντας τις ίδιες αντιμισθίες που εισέπρατταν καθ' ο χρόνο παρείχαν τις υπηρεσίες τους στην ΕΚΧΑ ΑΕ. Από την αιτιολογική έκθεση του ν. 4512/2018 προκύπτει, ότι ουσιώδες κριτήριο για τον εναγόμενο φορέα, όσον αφορά στον αριθμητικό περιορισμό των έμμισθων δικηγόρων που θα υπηρετούν σ' αυτόν σε δώδεκα [12] ήταν το να συνάδει ο αριθμός των δικηγόρων με τις ανάγκες του φορέα για δικαστική εκπροσώπηση. Δηλαδή το καθοριστικό κριτήριο συνδέθηκε με τον αριθμό των εκκρεμών δικαστικών υποθέσεων του εναγόμενου κατ' αναλογία με τον αριθμό των δικηγόρων που χρειάζεται για το δικαστικό χειρισμό των υποθέσεων αυτών. Περαιτέρω, από τη σύσταση πενήντα μίας (51) οργανικών θέσεων κλάδου νομικών στην Κεντρική Υπηρεσία του εναγόμενου φορέα, σε συνδυασμό με τα καθήκοντα που ανατέθηκαν σ' αυτούς με την προαναφερόμενο απόφαση του διοικητικού συμβουλίου του εναγόμενου, αποδεικνύεται, ότι ο νομοθέτης αντιλαμβανόμενος τον όγκο του νομικού έργου που θα πρέπει να διεκπεραιωθεί από τον εναγόμενο φορέα, προέβη στη σύσταση των θέσεων αυτών, προκειμένου οι υπηρετούντες με σχέση ΙΔΑΧ ΠΕ Νομικής υπάλληλοι να παρέχουν υπηρεσίες που ταυτίζονται με τις υπηρεσίες που παρέχει έμμισθος δικηγόρος που απασχολείται ως νομικός σύμβουλος. Ως τέτοιος, δε, χαρακτηρίζεται ο δικηγόρος εκείνος ο οποίος άσχετα από τον τίτλο που κατέχει και το χαρακτηρισμό που του δόθηκε κατά την πρόσληψη του ή και μεταγενέστερα, δεν ασχολείται κατά την εκπλήρωση των υποχρεώσεων του προς τον εντολέα του, με τη δικαστική εκπροσώπηση και το χειρισμό δικαστικών υποθέσεων αυτού έναντι τρίτων, αλλά περιορίζεται αποκλειστικά στην παροχή συμβουλών ή γνωμοδοτήσεων σ' αυτόν και τα όργανα του ή και στην κατεύθυνση του χειρισμού των υποθέσεων από άλλους δικηγόρους [ΑΠ 1101/2017, Νόμος]. Έτσι, το καθοριστικό αυτό αριθμητικό κριτήριο για τη σύσταση 12 θέσεων εμμίσθων δικηγόρων αντικρούεται από τις αρμοδιότητες που ανέθεσε ο εναγόμενος φορέας στους ενάγοντες δικηγόρους, αφού ο νομοθέτης εμπιστεύεται τους 51 πρώην έμμισθους δικηγόρους να χειρίζονται νομικές υποθέσεις του φορέα παρέχοντας σ' αυτόν ευρύτατες νομικές υπηρεσίες, όπως ανωτέρω καταδείχθηκε, αλλά δεν επιθυμεί να εκπροσωπείται από τους συγκεκριμένους ενώπιον των Δικαστηρίων. Περαιτέρω, αφού ο εναγόμενος φορέας υπεισήλθε ως οιονεί καθολικός διάδοχος στις σχέσεις της ΕΚΧΑ ΑΕ και κατά συνέπεια και στις εν ισχύ έννομες σχέσεις εργασίας ή έμμισθης εντολής ή έργου με το πάσης φύσεως προσωπικό, εύλογα διασφαλίστηκαν πλήρως οι εργαζόμενοι στην ΕΚΧΑ ΑΕ και στα έμμισθα και άμισθα Υποθηκοφυλακεία με την ένταξη τους σε θέσεις του φορέα, τακτικές, οργανικές ή προσωποπαγείς [βλ. σχετ. αιτιολογική έκθεση του ν. 4512/2018, Μέρος Α', σελ. ι]. Συνακόλουθα, οι υπηρετούντες έμμισθοι δικηγόροι που υπηρετούσαν στην ΕΚΧΑ ΑΕ, οι συμβάσεις των οποίων μεταφέρθηκαν στο νέο φορέα από την ισχύ του ν. 4512/2018, μπορούν να απασχοληθούν και στο νέο φορέα μόνο ως έμμισθοι δικηγόροι, σύμφωνα με τα ως άνω αναφερόμενα. Κατά τη διάταξη του άρθρου 43 ν. 4194/2013 [που εφαρμόζεται από 27-9-2013] η οποία είναι όμοια με τη διάταξη του άρθρου 63§§3,4,5 ν.δ. 3026/1954 [που ίσχυε μέχρι την 26-9-2013], η πρόσληψη έμμισθου δικηγόρου γίνεται με επιλογή ύστερα από προκήρυξη, οι δε προσλήψεις που γίνονται μετά την 10-10-1989 [ημερομηνία ενάρξεως του ν. 1868/1989] χωρίς τη διατύπωση αυτή είναι άκυρες. Ωστόσο, εξαίρεση από την προαναφερόμενη διαδικασία πρόσληψης ισχύει για τους νομικούς συμβούλους, ως προς τους οποίους δεν προβλέπεται στη νομοθεσία ότι προηγείται της προσλήψεως ανάλογη διοικητική διαδικασία επιλογής, και έτσι η σύμβαση έμμισθης εντολής μεταξύ του νομικού προσώπου του εναγομένου και των 51 εμμίσθων δικηγόρων που μεταφέρθηκαν στο εναγόμενο νομικό πρόσωπο παρέχοντας υπηρεσίες νομικού συμβούλου σ' αυτό διέπεται αποκλειστικά από το ιδιωτικό δίκαιο, χωρίς δηλαδή να προηγείται της συμβάσεως, διοικητική πράξη (ΑΠ 1101/2017, ΑΠ 1403/2014, ΑΠ 1619/2011, ΑΠ 229/2004, Νόμος). Ως εκ τούτου, για την πλήρωση των οργανικών θέσεων των 51 νομικών συμβούλων δεν ήταν αναγκαία η προηγούμενη προκήρυξη των θέσεων αυτών. Εξάλλου, το εναγόμενο έχοντας αναθέσει στους ήδη υπηρετούντες ενάγοντες καθήκοντα νομικού συμβούλου, δεν μπορεί να απασχολεί αυτούς με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, αλλά μόνο με σύμβαση έμμισθης εντολής παροχής δικηγορικών υπηρεσιών αορίστου χρόνου. Επομένως, οι συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου που συνήψαν οι 27η, 6η, 8η, 10η, 13η, 15°ς, 20η, 22η, 25η, 26η, 28°ς, 29η, 30η, 33η, 34η, 35η, 38η, 43η, 46°ς, 3ος, 4η, 7η, 14η, 17η, 18η, 21°ς, 3η, 32η και 40η των εναγόντων θεωρούνται ως συμβάσεις έμμισθης δικηγορικής εντολής αορίστου χρόνου, για τις οποίες δεν απαιτείτο η τήρηση της διαδικασίας του άρθρου ιι ν. 1649/1986, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο ι8 του ν. 1868/1989 [ΑΠ 1101/2017, ΑΠ 1619/2011, Νόμος]. Εξάλλου, σύμφωνα με τα καθήκοντα που ανατέθηκαν στους προαναφερόμενους ενάγοντες αυτοί πλέον όντας υπάλληλοι με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου δεν μπορούν να παρέχουν υπηρεσίες σχετικές με τη δικαστική εκπροσώπηση και το χειρισμό δικαστικών υποθέσεων του εναγόμενου. Περαιτέρω, όσον αφορά τους 1°, 2η, 5η, 9°, 11°, 12η, 16η, 19°, 23η,24°, 36°, 37η, 39η, 41°, 44ος, 45η και 47° των εναγόντων, οι οποίοι με τις από 4-5-2018 αιτήσεις τους που υπέβαλαν προς το εναγόμενο δήλωσαν, κατ' εφαρμογή του άρθρου 19§3 περ. β' Ν. 4512/2018, εντός της προβλεπόμενης σε αυτό προθεσμίας, ότι δεν επιθυμούν τη μεταφορά τους στις συνιστώμενες με την υποπερίπτωση γγ' της περίπτωσης α' της παραγράφου ι του άρθρου ι7 οργανικές θέσεις, ήτοι στις θέσεις ΙΔΑΧ κλάδου ΠΕ Νομικών, πρέπει να παρατηρηθούν τα ακόλουθα: οι ανωτέρω ι8 έμμισθοι δικηγόροι μεταφέρθηκαν στον εναγόμενο φορέα σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 19§3 περ. α' ν. 4512/2018 και εξακολούθησαν να αμείβονται ως έμμισθοι δικηγόροι μέχρι την 20-6-2018, οπότε και διακόπηκε η καταβολή της πάγιας αντιμισθίας τους. Η υποβολή των από 4-5-2018 αιτήσεων με τις οποίες δήλωσαν, ότι δεν επιθυμούν τη μεταφορά τους στο νέο φορέα έγινε κατ' εφαρμογή της ήδη κριθείσας ως αντισυνταγματικής διάταξης του άρθρου 19§3 περ. β' ν. 4215/2018. Εξάλλου, η υποβολή των προαναφερόμενων αιτήσεων από τους ενάγοντες έγινε με επιφύλαξη, αναφέροντας έκαστος εξ αυτών, ότι η μόνη πραγματικά υφιστάμενη έννομη σχέση που τους συνδέει με το εναγόμενο είναι αυτή της έμμισθης εντολής αορίστου χρόνου με πάγια αντιμισθία. Στην προκειμένη περίπτωση ο νομοθέτης παρά την κατάργηση της ΕΚΧΑ ΑΕ, με τη διάταξη του άρθρου 19§3 ν. 4512/2018 επέλεξε τη μεταφορά όλων των θέσεων των δικηγόρων που υπηρετούσαν στην ΕΚΧΑ με σχέση έμμισθης εντολής, αφού ο εναγόμενος φορέας υπεισήλθε ως καθολικός διάδοχος σε όλες τις έννομες σχέσεις της ΕΚΧΑ ΑΕ. Εφόσον ο νομοθέτης δεν επιθυμούσε τη μεταφορά όλων των έμμισθων δικηγόρων του ΕΚΧΑ στο νέο φορέα, ευχερώς θα μπορούσε να επιλέξει τη μεταφορά μηδενός εξ αυτών στο νέο φορέα, καθόσον ο νομοθέτης είναι ελεύθερος να επιλέγει, να διαμορφώνει κατά περιεχόμενο και να μεταβάλλει την οργάνωση της δημόσιας διοίκησης δια της οποίας παρέχονται οι δημόσιες υπηρεσίες και ασκείται η εκτελεστική λειτουργία, εφόσον σέβεται την αρχή της ισότητας, υπό την έννοια της θέσπισης κριτηρίων που είναι γενικά, απρόσωπα και αντικειμενικά, καθώς και την αρχή της αξιοκρατίας. Πλέον τούτου, ανήκε στη διακριτική ευχέρεια του νομοθέτη να καταργήσει τις θέσεις των έμμισθων δικηγόρων και να προβεί κατόπιν προκήρυξης και διαγωνισμού στην πρόσληψη υπαλλήλων με σύμβαση ΙΔΑΧ και προσόντα πτυχίο νομικής ή προηγούμενης υπηρεσίας ως δικηγόρων. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν έπραξε αλλά, αντίθετα, επέλεξε να μεταφέρει στις 51 θέσεις ΙΔΑΧ ΠΕ Νομικής τους έμμισθους δικηγόρους που υπηρετούσαν στην ΕΚΧΑ Α.Ε., οι οποίοι, όπως είναι εύλογο διέθεταν εξειδιασμένη εμπειρία πάνω στο αντικείμενο της εργασίας τους, αποστερώντας τους ωστόσο τη δικηγορική τους ιδιότητα, με την υπαγωγή τους στη θέση υπαλλήλου με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου χωρίς την ύπαρξη προφανούς δικαιολογημένου συμφέροντος. Συνακόλουθα, τυγχάνει ανεφάρμοστη η διάταξη του άρθρου 46§2 περ. β' ΚωδΔικ, επειδή και οι συμβάσεις των ανωτέρω 18 εναγόντων μεταφέρθηκαν στο νέο εναγόμενο φορέα, απορριπτόμενων ως αβασίμων των αντιθέτων ισχυρισμών του εναγομένου. Τα παραπάνω ενισχύονται και από το γεγονός, ότι το εναγόμενο κατέβαλε στους ενάγοντες, μεταξύ των οποίων και οι άνω αναφερόμενοι ι8, τις κατά μήνα αντιμισθίες που ελάμβαναν από την καταργηθείσα ΕΚΧΑ ΑΕ, μέχρι την έκδοση της απόφασης του διοικητικού συμβουλίου για τη μεταφορά των 12 έμμισθων δικηγόρων στις θέσεις του άρθρου 17§1 περ. α' υποπερ. ιι’. Περαιτέρω, αφού η διάταξη του άρθρου 19§3 περ. β' ν. 4512/2018 τυγχάνει ανεφάρμοστη ως αντισυνταγματική, οι από 4-5-2018 αιτήσεις των εναγόντων με τις οποίες δήλωσαν, ότι δεν επιθυμούν τη μεταφορά τους σε θέσεις ΙΔΑΧ ΠΕ Νομικής, δεν παράγουν έννομα αποτελέσματα, αφού ελλείπει τόσο το νομοθετικό υπόβαθρο όσο και το βουλητικό θεμέλιο για την υποβολή τους, και ως εκ τούτου εξακολουθούν να συνδέονται με το εναγόμενο με συμβάσεις έμμισθης εντολής αορίστου χρόνου, επιφορτισμένοι να παρέχουν όπως και οι λοιποί ενάγοντες υπηρεσίες νομικού συμβούλου, σύμφωνα με τα καθήκοντα που ανέθεσε το εναγόμενο στους δικηγόρους που δεν θα εκπροσωπούν το νομικό πρόσωπο του ενώπιον των δικαστηρίων. Πλην όμως, στους ανωτέρω ενάγοντες δεν οφείλονται αντιμισθίες υπερημερίας, επειδή, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 46§4 ΚωδΔικ προϋπόθεση για την καταβολή αντιμισθιών υπερημερίας είναι η εξόφληση της αποζημίωσης του άρθρου 46§3 ΚωδΔικ. Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, το εναγόμενο κατέβαλε στους 17 ενάγοντες που αξιώνουν την καταβολή αντιμισθιών υπερημερίας τη νόμιμη αποζημίωση τους, όπως ως άνω ειδικότερα αναφέρθηκε το ποσό που έλαβε έκαστος εξ αυτών, ενώ οι ενάγοντες εισέπραξαν το χρηματικό ποσό της αποζημίωσης, γεγονός που δεν αμφισβητείται από τους τελευταίους. Συνεπώς, το εναγόμενο δεν περιήλθε σε υπερημερία και ως εκ τούτου το σχετικό αίτημα καταβολής αντιμισθιών υπερημερίας τυγχάνει απορριπτέο ως αβάσιμο. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή η αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμη κατά ένα μέρος και να αναγνωριστεί ότι το εναγόμενο συνδέεται με τους ενάγοντες με σύμβαση έμμισθης εντολής παροχής δικηγορικών υπηρεσιών αορίστου χρόνου με πάγια αντιμισθία. Περαιτέρω, πρέπει να υποχρεωθεί το εναγόμενο να τους απασχολεί ως δικηγόρους με βάση σύμβαση έμμισθης εντολής παροχής δικηγορικών υπηρεσιών όπως απασχολούσε αυτούς μέχρι την 25-4-2018, υποχρεούμενο άλλως να καταβάλει σε καθέναν απ' αυτούς χρηματική ποινή ποσού εκατό ευρώ (100€) για κάθε ημέρα που παραλείπει να πράξει τούτο. Το Δικαστήριο κρίνει, ότι είναι δυνατόν από την καθυστέρηση της εκτέλεσης της απόφασης αυτής να προξενηθεί σημαντική ζημία στους ενάγοντες, αφού οι μεν υπηρετούντες ως υπάλληλοι ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου ενάγοντες αποστερούνται την παροχή δικηγορικών υπηρεσιών, οι δε λοιποί δεκαοκτώ (18) ενάγοντες στερούνται τις αποδοχές τους ως έμμισθοι δικηγόροι του εναγομένου. Για το λόγο αυτό, πρέπει να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή η παρούσα απόφαση ως προς τη διάταξη περί υποχρέωσης του εναγομένου να αποδέχεται τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες των εναγόντων υπό τους ίδιους όρους που παρείχαν σ' αυτό μέχρι την 25-42018. Τέλος, το Δικαστήριο κρίνει, ότι πρέπει να συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων στο σύνολο τους, καθότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής [όρθρο 179 ΚΠολΔ].

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

-ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ κατ' αντιμωλία των διαδίκων: ι) την από 28-9-2018 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ./2018 αγωγή, 2) την από 23-10-2018 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ./2018 πρόσθετη παρέμβαση του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης υπέρ των 24ου   και 45ης των εναγόντων, καθώς και την προφορικά ασκηθείσα στο ακροατήριο πρόσθετη παρέμβαση του ως άνω Δικηγορικού Συλλόγου υπέρ των 9°υ, 17ης και 47ου των εναγόντων, 3) την από 24-10-2018 και με αριθμό κατάθεσης δικογράφου ./2018 πρόσθετη παρέμβαση του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών υπέρ των 1ου, 2ης, 11ου, 12ns, 19ου, 36ου, 37ης και 44ου των εναγόντων και 4) την προφορικά ασκηθείσα στο ακροατήριο αυτού του Δικαστηρίου αίτηση των εναγόντων για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων με αντικείμενο την προσωρινή ρύθμιση της επαγγελματικής τους κατάστασης.

 

-ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την προφορικά ασκηθείσα πρόσθετη παρέμβαση του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης υπέρ των 9ου, 17ης και 47ου των εναγόντων και την προφορικά ασκηθείσα στο ακροατήριο αίτηση των εναγόντων για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων.

 

-ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή και τις πρόσθετες παρεμβάσεις.

 

-ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι το εναγόμενο συνδέεται με τους ενάγοντες με σύμβαση έμμισθης εντολής παροχής δικηγορικών υπηρεσιών αορίστου χρόνου με πάγια αντιμισθία.

 

-ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ το εναγόμενο να αποδέχεται προσηκόντως τις υπηρεσίες των εναγόντων και να τους απασχολεί ως δικηγόρους με βάση σύμβαση έμμισθης εντολής παροχής δικηγορικών υπηρεσιών και με τους ίδιους όρους που απασχολούσε αυτούς μέχρι την 25-4-2018.

 

ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση προσωρινά εκτελεστή ως προς την αμέσως ανωτέρω καταψηφιστική διάταξη της.

 

-ΑΠΕΙΛΕΙ σε βάρος του εναγόμενου χρηματική ποινή ποσού εκατό (ιοο) ευρώ για κάθε μέρα άρνησης του να συμμορφωθεί στο περιεχόμενο της ανωτέρω καταψηφιστικής διάταξης.

 

-ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.

 

-ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στην Αθήνα στις 4 Μαΐου 2020, χωρίς να παρευρίσκονται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι Δικηγόροι τους.

 

 

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ