ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΜΠρΑθ 5825/2019

 

Τράπεζες - Εισπρακτικές εταιρίες - Προσωπικά δεδομένα - Προσβολή προσωπικότητας - Χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης -.

 

Σύμβαση χορήγησης πιστωτικής κάρτας. Διαβίβαση προσωπικών δεδομένων από τραπεζική εταιρία σε εισπρακτική εταιρία χωρίς την προηγούμενη ενημέρωση και συγκατάθεση του υποκειμένου των δεδομένων. Kάθε μεταγενέστερη διαβίβαση δεδομένων οφειλέτη σε έτερη εταιρεία ενημέρωσης οφειλετών, χωρίς την προηγούμενη εξατομικευμένη ενημέρωσή του υποκειμένου (οφειλέτη), συνιστά αυτοτελή παράβαση των διατάξεων του ν. 2472/1997, η οποία (παράβαση) διατηρεί την αυθυπαρξία της έναντι της προγενέστερης παραβίασης των ίδιων διατάξεων από την εναγομένη. Αντίθετη εκδοχή θα οδηγούσε στο άτοπο να καταφάσκεται άπαξ η παραβίαση των προμνησθεισών διατάξεων του ν. 2472/1997, ανεξαρτήτως του ότι η διαβίβαση των προσωπικών δεδομένων του οφειλέτη λαμβάνει χώρα σε διαφορετικές αποδέκτριες εταιρίες ως τρίτες, και, συνεπώς, εκάστη διαβίβαση, συνιστά, καθ’ εαυτή, διακριτή παραβίαση των άνω διατάξεων και θα απέληγε, στην πραγματικότητα, στην καταστρατήγηση του ν. 2472/1997. Η συγκατάθεση πρέπει να εκφράζεται με τρόπο σαφή και εν πλήρη επιγνώσει κατόπιν ενημερώσεως. Οι τυποποιημένοι όροι που απαντούν σε κάθε σύμβαση και δεν αποτελούν προϊόν διαπραγμάτευσης δεν αρκεί προς θεμελίωση της συγκατάθεσης. Τεκμαιρόμενη υπαιτιότητα της εναγόμενης τράπεζας. Παράνομη επεξεργασία προσωπικών δεδομένων από εισπρακτική εταιρία. Προσβολή της προσωπικότητας και πρόκληση σημαντικής ηθικής βλάβης. Επιδίκαση εύλογου ποσού ως χρηματικής ικανοποίησης για την ηθική βλάβη.

 

 

 

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΕΦΕΣΕΩΝ

 

Αριθμός αποφάσεως 5825/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

 

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Κλεοπάτρα Μουλακάκη, Πρόεδρο Πρωτοδικών, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοικήσεως του Πρωτοδικείου Αθηνών και το Γραμματέα Αριστοτέλη Παναγιώτου.

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 7 Δεκεμβρίου 2018, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

Του εκκαλούντος-ενάγοντος: ..., κατοίκου Αθηνών (οδός ...), Α.Φ.Μ. ..., ο οποίος παραστάθηκε αυτοπροσώπως, υπό την ιδιότητα του δικηγόρου.

 

Της εφεσίβλητης-εναγομένης: Ανώνυμης Τραπεζικής Εταιρίας με την επωνυμία «ΑLΡΗΑ ΤΡΑΠΕΖΑ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ» και το διακριτικό τίτλο «ΑLΡΗΑ ΒΑΝΚ», που εδρεύει στην Αθήνα (οδός Σταδίου, αριθμ. 40) κι εκπροσωπείται νόμιμα, Α.Φ.Μ. ., η οποία εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο της Γεωργία Σφακιανάκη, βάσει δηλώσεως σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ.

 

Ο εκκαλών άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών την από 20-8-2015 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ./2015 αγωγή του κατά της εφεσίβλητης και ζήτησε να γίνει δεκτή. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την υπ' αριθμ. 1366/2015 οριστική του απόφαση, απέρριψε την αγωγή. Κατά της ανωτέρω αποφάσεως, ο εκκαλών άσκησε την από 19-12-2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ./2017 έφεση, αντίγραφο της οποίας κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου με γενικό αριθμό καταθέσεως ./2017 και ειδικό αριθμό καταθέσεως ./2017, η οποία προσδιορίστηκε να συζητηθεί για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

 

Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως, ο εκκαλών αυτοπροσώπως ως δικηγόρος, ζήτησε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις έγγραφες προτάσεις που κατέθεσε, ενώ η πληρεξούσια δικηγόρος της εφεσίβλητης, κατόπιν μονομερούς δηλώσεως της, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, δεν παραστάθηκε στο ακροατήριο, αλλά προκατέθεσε προτάσεις.

 

 

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

Η υπό κρίση έφεση του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος κατά της υπ' αριθμ. 1366/2015 οριστικής απόφασης του Ειρηνοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επ. ΚΠολΔ, όπως αυτά ίσχυαν πριν την αντικατάσταση τους από τις οικείες διατάξεις του Ν. 4335/2015), έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμη (άρθρα 495 επ., 511, 513 παρ. 1, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2, 591 παρ. 1 ΚΠολΔ), εφόσον η έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 22-12-2017, ήτοι εντός της προθεσμίας των δύο ετών από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης (28-12-2015) και δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται επίδοση της εκκαλουμένης, αρμοδίως, δε, φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 17Α ΚΠολΔ, όπως αυτό προστέθηκε με το άρθρο 3 παρ. 3 του Ν. 3994/2011 και ισχύει για εφέσεις κατά αποφάσεων ειρηνοδικείου που ασκούνται από 25-7-2011 και εξής). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή (άρθρο 532 ΚΠολΔ) και να εξεταστεί περαιτέρω, κατά την ίδια ειδική διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), καθόσον κατά την κατάθεση της στη Γραμματεία του Ειρηνοδικείου, καταβλήθηκε και το απαιτούμενο, από το άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ, ως ισχύει, παράβολο, όπως προκύπτει από την υπ' αριθμ. ./22-12-2017 έκθεση του Γραμματέα του Ειρηνοδικείου Αθηνών.

 

Με την από 20-8-2015 αγωγή, που άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών, όπως το περιεχόμενο αυτής διορθώθηκε με δήλωση του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος, αυτοπροσώπως παρασταθέντος ως δικηγόρου, η οποία καταχωρίστηκε στα πρακτικά συνεδριάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιελήφθη και στις νομίμως κατατεθείσες, στο πρωτόδικο Δικαστήριο, έγγραφες προτάσεις του, ο εν λόγω διάδικος εξέθετε ότι στις 5-11-2008 συνήψε με την εναγομένη ανώνυμη τραπεζική εταιρία την υπ' αριθμ. ... αίτηση-σύμβαση χορήγησης πιστωτικής κάρτας Wind Bonus American Express Classic, δυνάμει της οποίας εγκρίθηκε και εκδόθηκε στο όνομα του η προσδιοριζόμενη κατ' αριθμό πιστωτική κάρτα Wind Bonus American Express, με τους όρους που περιλαμβάνονται στο παράρτημα της σύμβασης της ως άνω πιστωτικής κάρτας και το οποίο (παράτημα) επισυνάπτεται στη σύμβαση και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος αυτής. Ότι κατά την κατάρτιση της ως άνω συμβάσεως χορήγησης πιστωτικής κάρτας, η εναγομένη συνέλεξε από αυτόν τα προσωπικά του δεδομένα, που παρατίθενται και ότι στις αρχές του 2014, λόγω πρόσκαιρων οικονομικών του δυσκολιών, καθυστέρησε στην καταβολή ορισμένων μηνιαίων δόσεων της άνω πιστωτικής κάρτας και άρχισε να δέχεται οχλήσεις στο κινητό του τηλέφωνο από υπαλλήλους της εταιρίας ενημέρωσης οφειλετών με την επωνυμία «D.MAN Α.Ε.», στην οποία η εναγομένη είχε διαβιβάσει τα προσωπικά του δεδομένα, μαζί με το οικονομικό δεδομένο για το ύψος της οφειλής της πιστωτικής κάρτας του παρανόμως και χωρίς ουδέποτε να τον ενημερώσει για την επικείμενη διαβίβαση τους, αλλά και χωρίς ο ενάγων να έχει δώσει τη συγκατάθεση του, η δε άνω εταιρία, ως τρίτη και αποδέκτρια των ανωτέρω προσωπικών του δεδομένων, επεξεργάστηκε αυτά δια των προστηθέντων υπαλλήλων της, αφού προηγουμένως τα είχε συλλέξει παρανόμως από την εναγομένη και, εν συνεχεία, τα καταχώρησε στο προσωπικό της αρχείο (ηλεκτρονικό υπολογιστή) και τα χρησιμοποίησε, χωρίς να ενημερώσει τον ενάγοντα ότι τα έχει λάβει.

 

Περαιτέρω, ο ενάγων ιστορούσε ότι για τις παράνομες πράξεις και παραλείψεις της εναγομένης, άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών την από 10-9-2014 και με αριθμό κατάθεσης 1363/2014 αγωγή του κατά της εναγομένης και της εταιρίας ενημέρωσης οφειλετών με την επωνυμία «D.MAN Α.Ε.», ωστόσο, ενώ επέκειτο η εκδίκαση αυτής, κατά το χρονικό διάστημα από 29-11-2014 έως 17-12-2014 ελάμβανε τηλεφωνικές οχλήσεις στο κινητό του τηλέφωνο από υπαλλήλους της εταιρίας ενημέρωσης οφειλετών με την επωνυμία «ΜΕΛΛΟΝ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ ΟΦΕΙΛΕΤΩΝ», στην οποία, ομοίως, η εναγομένη είχε διαβιβάσει τα προσωπικά του δεδομένα, μαζί με το οικονομικό δεδομένο για το ύψος της οφειλής της πιστωτικής κάρτας του, παραλείποντας να τον ενημερώσει, όπως όφειλε, αφενός κατ' άρθρο 11 παρ. 1 του Ν. 2472/1997 με τρόπο σαφή για τους σκοπούς της επεξεργασίας κατά το στάδιο συλλογής των δεδομένων αυτών κατά το χρόνο που συνήφθη η σύμβαση πιστωτικής κάρτας, αφετέρου κατ' άρθρο 11 παρ. 3 του ιδίου Νόμου, κατά το χρόνο πριν από τη διαβίβαση τους στην επικαλούμενη από τον ίδιο εισπρακτική εταιρία (αποδέκτρια), για τη μέλλουσα ανακοίνωση των προσωπικών του δεδομένων προς αυτήν. Ότι η άνω εισπρακτική εταιρία παρανόμως επεξεργάσθηκε ως αποδέκτρια τα ανωτέρω προσωπικά του δεδομένα, τα οποία μη νομίμως συνέλεξε από την εναγομένη  και  καταχώρησε αυτά στο αρχείο της, ακολούθως δε τα χρησιμοποίησε δια προστηθέντων υπαλλήλων της. Ότι με τις άνω παράνομες πράξεις και παραλείψεις, η εναγομένη ανώνυμη τραπεζική εταιρία προκάλεσε στον ενάγοντα μεγάλη ψυχική αναστάτωση, θυμό και οργή. Με βάση το ιστορικό αυτό, ο ενάγων ζήτησε, με προσωρινά εκτελεστή απόφαση, να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το ποσό των 5.869,40 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της προκληθείσης σε αυτόν εκ της άνω αιτίας ηθικής βλάβης, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, καθώς και καταδικασθεί αυτή στη δικαστική του δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλουμένη απόφαση, αφού έκρινε ότι ο ενάγων έχει ήδη ικανοποιηθεί για την επίδικη αξίωση του με την υπ' αριθμ. 953/2015 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών, που εκδόθηκε επί της υπ' αριθμ. ./2014 αγωγής του ενάγοντος κατά της εναγομένης, δυνάμει της οποίας επιδικάστηκε στον ενάγοντα το ποσό των 5.869,40 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από τη διαβίβαση των προσωπικών του δεδομένων και της πληροφορίας περί του χρέους του που απορρέει από την ίδια, όπως και στην ένδικη αγωγή, πιστωτική κάρτα, από την εναγομένη στην αποδέκτρια εταιρία «D.MAN Α.Ε.», ήτοι σε έτερη της ιστορούμενης στην κρινόμενη αγωγή αποδέκτριας εταιρίας με την   επωνυμία «ΜΕΛΛΟΝ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ ΟΦΕΙΛΕΤΩΝ», ότι το άρθρο 11 παρ. 1 του Ν. 2472/1997 αξιώνει ενημέρωση του ενάγοντος από την εναγομένη για τις κατηγορίες των αποδεκτών των προσωπικών του δεδομένων και όχι για καθεμία ξεχωριστά και, συνεπώς, κάθε κλήση των εταιριών αυτών στον ενάγοντα για την ίδια οφειλή, χωρίς προηγουμένως να έχει προηγηθεί η νόμιμη προς τούτο διαδικασία, συνιστά μεμονωμένο παράπτωμα, το σύνολο των οποίων συγκροτεί ενιαία βάση και αντικείμενο δίκης, αυτό της παράνομης διαβίβασης των προσωπικών δεδομένων του ενάγοντος για την ίδια πιστωτική κάρτα από την εναγομένη, ανεξαρτήτως του λόγου που δεν συμπεριλήφθηκε το σύνολο των τελευταίων σε μία αγωγή, απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη. Κατά της εν λόγω απόφασης παραπονείται τώρα ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την κρινόμενη έφεση του, για τους αναφερόμενους σε αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, προκειμένου να γίνει δεκτή η αγωγή του.

 

Σε συμμόρφωση προς τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης του 1981 (που κυρώθηκε με το Ν. 2068/1992) και την 95/46/ΕΚ Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως της 24-10-1995 για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, εκδόθηκε ο Ν. 2472/1997 «Προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα», ο οποίος ορίζει, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: Στο άρθρο 2 ότι: «Για τους σκοπούς τους παρόντος νόμου νοούνται ως: α) «Δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα», κάθε πληροφορία που αναφέρεται στο υποκείμενο των δεδομένων.... β)... γ) «Υποκείμενο των δεδομένων», το φυσικό πρόσωπο στο οποίο αναφέρονται τα δεδομένα και του οποίου η ταυτότητα είναι γνωστή ή μπορεί να εξακριβωθεί, δηλαδή μπορεί να προσδιορισθεί αμέσως ή εμμέσως, ιδίως βάσει αριθμού ταυτότητας ή βάσει ενός ή περισσοτέρων συγκεκριμένων στοιχείων, που χαρακτηρίζουν την υπόσταση του από άποψη φυσική, βιολογική, ψυχική, οικονομική, πολιτιστική, πολιτική ή κοινωνική δ) «επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» («επεξεργασία1), κάθε εργασία ή σειρά εργασιών που πραγματοποιείται, από το Δημόσιο ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή ιδιωτικού δικαίου ή ένωση προσώπων ή φυσικό πρόσωπο με ή χωρίς τη βοήθεια αυτοματοποιημένων μεθόδων και εφαρμόζεται σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, όπως η συλλογή, η καταχώριση, η οργάνωση, η διατήρηση ή αποθήκευση, η τροποποίηση, η εξαγωγή, η χρήση, η διαβίβαση, η διάδοση ή κάθε άλλης μορφής διάθεση, η συσχέτιση ή ο συνδυασμός, η διασύνδεση, η δέσμευση (κλείδωμα), η διαγραφή, η καταστροφή ε) «Αρχείο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα» («αρχείο»), σύνολο δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία αποτελούν ή μπορεί να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας και τα οποία τηρούνται είτε από το Δημόσιο ή από νομικό πρόσωπο δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου ή ένωση προσώπων ή φυσικό πρόσωπο στ)... ζ) «Υπεύθυνος επεξεργασίας», οποιοσδήποτε καθορίζει τον σκοπό και τον τρόπο επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός. Όταν ο σκοπός και ο τρόπος της επεξεργασίας καθορίζονται με διατάξεις νόμου ή κανονιστικές διατάξεις εθνικού ή κοινοτικού δικαίου, ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή τα ειδικά κριτήρια, βάσει των οποίων γίνεται η επιλογή του, καθορίζονται αντίστοιχα από το εθνικό ή το κοινοτικό δίκαιο η) «Εκτελών την επεξεργασία», οποιοσδήποτε επεξεργάζεται δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για λογαριασμό υπεύθυνου επεξεργασίας, όπως φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός θ) «Τρίτος», κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δημόσια αρχή ή υπηρεσία, ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, εκτός από το υποκείμενο των δεδομένων, τον υπεύθυνο επεξεργασίας και τα πρόσωπα που είναι εξουσιοδοτημένα να επεξεργάζονται τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, εφόσον ενεργούν υπό την άμεση εποπτεία ή για λογαριασμό του υπεύθυνου επεξεργασίας ι) «Αποδέκτης, το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, η δημόσια αρχή ή υπηρεσία, ή οποιοσδήποτε άλλος οργανισμός, στον οποίο ανακοινώνονται ή μεταδίδονται τα δεδομένα, ανεξαρτήτως αν πρόκειται για τρίτο ή όχι ια) «Συγκατάθεση» του υποκειμένου των δεδομένων, κάθε ελεύθερη, ρητή και ειδική δήλωση βουλήσεως, που εκφράζεται με τρόπο σαφή και εν πλήρη επιγνώσει και με την οποία το υποκείμενο των δεδομένων, αφού προηγουμένως ενημερωθεί, δέχεται να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που το αφορούν. Η ενημέρωση αυτή περιλαμβάνει πληροφόρηση τουλάχιστον για τον σκοπό της επεξεργασίας, τα δεδομένα ή τις κατηγορίες δεδομένων που αφορά η επεξεργασία, τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, καθώς και το όνομα, την επωνυμία και τη διεύθυνση του υπεύθυνου επεξεργασίας και του τυχόν εκπροσώπου του. Η συγκατάθεση μπορεί να ανακληθεί οποτεδήποτε, χωρίς αναδρομικό αποτέλεσμα ιβ) «Αρχή», η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού χαρακτήρα που θεσπίζεται στο κεφάλαιο Δ' του παρόντος νόμου». Στο άρθρο 4 ότι: «1. Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα για να τύχουν νόμιμης επεξεργασίας πρέπει: α) Να συλλέγονται κατά τρόπο θεμιτό και νόμιμο για καθορισμένους, σαφείς και νόμιμους σκοπούς και να υφίστανται θεμιτή και νόμιμη επεξεργασία ενόψει των σκοπών αυτών β) Να είναι συναφή, προσφορά, και όχι περισσότερα από όσα κάθε φορά απαιτείται ενόψει των σκοπών της επεξεργασίας γ) Να είναι ακριβή και, εφόσον χρειάζεται, να υποβάλλονται σε ενημέρωση δ) ... Η τήρηση των διατάξεων της παραγράφου αυτής βαρύνει τον υπεύθυνο επεξεργασίας...». Στο άρθρο 5 ότι: «1. Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα επιτρέπεται μόνον όταν το υποκείμενο των δεδομένων έχει δώσει τη συγκατάθεση του. 2. Κατ" εξαίρεση επιτρέπεται η επεξεργασία και χωρίς τη συγκατάθεση, όταν: α)... β)... γ)... δ)... ε) Η επεξεργασία είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του εννόμου συμφέροντος που επιδιώκει ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο τρίτος ή οι τρίτοι στους οποίους ανακοινώνονται τα δεδομένα και υπό τον όρο ότι τούτο υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων και συμφερόντων των προσώπων, στα οποία αναφέρονται τα δεδομένα και δεν θίγονται οι θεμελιώδεις ελευθερίες αυτών...». Στο άρθρο 10: «1.Η επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα είναι απόρρητη. Διεξάγεται αποκλειστικά και μόνο από πρόσωπα που τελούν υπό τον έλεγχο του υπεύθυνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία και μόνο κατ' εντολή του. 2. Για τη διεξαγωγή της επεξεργασίας ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει να επιλέγει πρόσωπα με αντίστοιχα επαγγελματικά προσόντα, που παρέχουν επαρκείς εγγυήσεις από πλευράς τεχνικών γνώσεων και προσωπικής ακεραιότητας για την τήρηση του απορρήτου. 3. Ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει να λαμβάνει τα κατάλληλα οργανωτικά και τεχνικά μέτρα για την ασφάλεια των δεδομένων και την προστασία τους από τυχαία ή αθέμιτη καταστροφή, τυχαία απώλεια, αλλοίωση, απαγορευμένη διάδοση ή πρόσβαση και κάθε άλλη μορφή αθέμιτης επεξεργασίας. 4. Αν η επεξεργασία διεξάγεται για λογαριασμό του υπεύθυνου από πρόσωπο μη εξαρτώμενο από αυτόν, η σχετική ανάθεση γίνεται υποχρεωτικώς εγγράφως. Η ανάθεση προβλέπει υποχρεωτικά ότι ο ενεργών την επεξεργασία τη διεξάγει μόνο κατ' εντολή του υπεύθυνου και ότι οι λοιπές υποχρεώσεις του παρόντος άρθρου βαρύνουν αναλόγως και αυτόν». Στο άρθρο 11 ότι: «Ο υπεύθυνος επεξεργασίας οφείλει, κατά το στάδιο της συλλογής δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, να ενημερώνει με τρόπο πρόσφορο και σαφή το υποκείμενο για τα εξής τουλάχιστον στοιχεία: α) την ταυτότητα του και την ταυτότητα του τυχόν εκπροσώπου του β) τον σκοπό της επεξεργασίας γ) τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών των δεδομένων και δ) την ύπαρξη του δικαιώματος πρόσβασης. 2....3. Εάν τα δεδομένα ανακοινώνονται σε τρίτους, το υποκείμενο ενημερώνεται για την ανακοίνωση πριν από αυτούς..» Στο άρθρο 12 ότι: «1. Καθένας έχει δικαίωμα να γνωρίζει εάν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που τον αφορούν αποτελούν ή αποτέλεσαν αντικείμενο επεξεργασίας. Προς τούτο, ο υπεύθυνος επεξεργασίας έχει υποχρέωση να του απαντήσει εγγράφως...». Στο άρθρο 13 ότι: «1. Το υποκείμενο των δεδομένων έχει δικαίωμα να προβάλλει οποτεδήποτε αντιρρήσεις για την επεξεργασία δεδομένων που το αφορούν...». Στο άρθρο 15 ότι: «1. Συνιστάται Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Αρχή), με αποστολή την εποπτεία της εφαρμογής του παρόντος νόμου και άλλων ρυθμίσεων που αφορούν την προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα καθώς και την ενάσκηση των αρμοδιοτήτων που της ανατίθενται κάθε φορά...». Στο άρθρο 19 ότι: «1. Η αρχή έχει τις εξής ιδίως αρμοδιότητες: α)... β)... γ)... δ)... ε)... στ)... ζ)... η)... θ)... ι) εκδίδει κανονιστικές πράξεις για τη ρύθμιση ειδικών, τεχνικών και λεπτομερειακών θεμάτων, στα οποία αναφέρεται ο παρών νόμος...». Στο άρθρο 23 ότι: «Φυσικό πρόσωπο ή νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου, που κατά παράβαση του παρόντος νόμου προκαλεί περιουσιακή βλάβη, υποχρεούται σε πλήρη αποζημίωση. Αν προκάλεσε ηθική βλάβη, υποχρεούται σε χρηματική ικανοποίηση. Η ευθύνη υπάρχει και όταν ο υπόχρεος όφειλε να γνωρίζει την πιθανότητα να επέλθει βλάβη σε άλλον. 2. Η κατά το άρθρο 932 ΑΚ χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης για παράβαση του παρόντος νόμου ορίζεται κατ' ελάχιστο στο ποσό των δύο εκατομμυρίων (2.000.000) δραχμών, εκτός αν ζητήθηκε από τον ενάγοντα μικρότερο ποσό ή η παράβαση οφείλεται σε αμέλεια. Η χρηματική αυτή ικανοποίηση επιδικάζεται ανεξαρτήτως από την αιτούμενη αποζημίωση για περιουσιακή βλάβη...». Στο άρθρο 24 ότι: «1... 2....3... Για αρχεία που λειτουργούν και επεξεργασίες που εκτελούνται κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου οι υπεύθυνοι επεξεργασίας οφείλουν να προβούν στην κατά την παρ. 1 του άρθρου 11 ενημέρωση των υποκειμένων μέσα σε έξι (6) μήνες από την έναρξη λειτουργίας της Αρχής. Η ενημέρωση, εφόσον αφορά μεγάλο αριθμό υποκειμένων μπορεί να γίνει και δια του τύπου. Στην περίπτωση αυτή τις λεπτομέρειες καθορίζει η Αρχή...». Στο πλαίσιο της παρεχόμενης από τα άρθρα 19 παρ.1 στοιχ. ι και 24 παρ. 3 αυτού του Νόμου ειδικής εξουσιοδοτήσεως, η οποία εναρμονίζεται προς το άρθρο 43 παρ. 2 του Συντάγματος, η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού χαρακτήρα (εφεξής: Αρχή) εξέδωσε την 1/1999 κανονιστική πράξη (ΦΕΚ Β' 555/1999), η οποία, κατά παρέκκλιση από τον κανόνα της ατομικής ενημερώσεως του υποκειμένου των δεδομένων, ορίζει στο άρθρο 3 παρ. 3 εδ. β' ότι «κατ' εξαίρεση και ύστερα από άδεια της Αρχής, η οποία παρέχεται είτε για επιμέρους κλάδους ή τομείς δραστηριότητας ύστερα από αίτηση των ενδιαφερομένων, είτε για συγκεκριμένο κάθε φορά αρχείο ύστερα από αίτηση του υπευθύνου επεξεργασίας, όταν η ενημέρωση αφορά μεγάλο αριθμό υποκειμένων, επιτρέπεται η ενημέρωση τους δια του τύπου, είτε με οποιονδήποτε άλλον πρόσφορο και σαφή τρόπο, σύμφωνα με τους κώδικες δεοντολογίας του οικείου κλάδου ή τομέα εφόσον υπάρχουν». Η αόριστη νομική έννοια «του μεγάλου αριθμού υποκειμένων» εξειδικεύεται με την 408/1998 κανονιστική απόφαση της Αρχής (ΦΕΚ Β' 1250/1998), σύμφωνα με την οποία  «υπεύθυνοι επεξεργασίας αρχείου δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και υπόχρεοι σε ενημέρωση σύμφωνα με το άρθρο 24 παρ. 3 του Ν. 2472/1997 μπορούν να ενημερώνουν δια του τύπου τα υποκείμενα σε επεξεργασία άτομα, όταν ο αριθμός των ατόμων αυτών είναι ίσος ή υπέρτερος των χιλίων (1000)» (άρθρο 1). Οι ως άνω κανονιστικές αποφάσεις της Αρχής ευρίσκονται εντός των ορίων της εξουσιοδοτικής διατάξεως του άρθρου 24 παρ. 3 του Ν. 2472/1997, η οποία εκφράζει ευρύτερο και πάγιο πνεύμα του νομοθέτη και ως εκ τούτου η ρυθμιστική της εμβέλεια, όταν πρόκειται για ενημέρωση μεγάλου αριθμού υποκειμένων (τουλάχιστον χιλίων), δεν περιορίζεται μόνο στις κατά την έναρξη ισχύος του Νόμου εκτελούμενες επεξεργασίες, αλλά καλύπτει αναλόγως και τις μεταγενέστερες επεξεργασίες, καθόσον, ενόψει και της ομοιότητας αμφοτέρων των περιπτώσεων, δε δικαιολογείται διαφοροποίηση στη νομοθετική τους μεταχείριση.

Από τις εκτεθείσες διατάξεις, σε συνδυασμό με τις αντίστοιχες διατάξεις της κοινοτικής οδηγίας 95/46/ΕΚ, προκύπτει ότι, στο πλαίσιο του σκοπούμενου συγκερασμού αφενός της προστασίας του ατόμου και την επεξεργασία των προσωπικών του δεδομένων (άρθρο 9 Α του Συντάγματος) και αφετέρου της διασφαλίσεως της ελεύθερης κυκλοφορίας και χρήσεως τους (άρθρο 5 Α του Συντάγματος), η νομιμότητα της επεξεργασίας των προσωπικών δεδομένων προϋποθέτει, μεταξύ άλλων α) την ακρίβεια και επικαιρότητα των δεδομένων, β) την εκ μέρους του υπευθύνου επεξεργασίας ενημέρωση του υποκειμένου και γ) τη συγκατάθεση του υποκειμένου. Η ακρίβεια και ενημέρωση (επικαιροποίηση) των δεδομένων βαρύνει τον υπεύθυνο επεξεργασίας, ο οποίος, κατά τη συλλογή ή (και) την εν συνεχεία επεξεργασία των δεδομένων, οφείλει, με μέτρο την επιμέλεια του μέσου συνετού και επιμελούς ανθρώπου του εν λόγω κύκλου δραστηριότητας, να ελέγχει την ακρίβεια των δεδομένων. Ο αποδέκτης και εκτελών την επεξεργασία, κατ' εντολή και για λογαριασμό του υπευθύνου επεξεργασίας με βάση έγγραφη συμφωνία, βαρύνεται με τις αναφερόμενες στο άρθρο 10 του Ν. 2472/1997 υποχρεώσεις (απόρρητο και ασφάλεια επεξεργασίας), δεν υπέχει, όμως και αυτός υποχρέωση για ενημέρωση του υποκειμένου, διότι δεν καθίσταται αυτομάτως υπεύθυνος επεξεργασίας από μόνο το γεγονός ότι στην ουσία συλλέγει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, αφού, για να γίνει κάτι τέτοιο, θα πρέπει να τα συλλέγει με σκοπό και αποφασισμένο τρόπο περαιτέρω επεξεργασίας, δηλαδή επεξεργασίας για σκοπούς άλλους από την εκτέλεση της σχετικής συμβάσεως αναθέσεως για λογαριασμό του υπεύθυνου επεξεργασίας (π.χ. περαιτέρω διαβίβαση των προσωπικών δεδομένων κ.λπ.). Η διάταξη του άρθρου 11 του Ν. 2472/1997 είναι σαφής και επιβάλλει ρητά την υποχρέωση ενημέρωσης του υποκειμένου μόνο στον υπεύθυνο επεξεργασίας. Η ενημέρωση των υποκειμένων, εφόσον ο αριθμός τους είναι μεγάλος (ίσος ή υπέρτερος των χιλίων), μπορεί να γίνει δια του τύπου, με την τήρηση των ειδικότερων όρων και προϋποθέσεων που προβλέπονται στις ως άνω δύο κανονιστικές αποφάσεις της Αρχής. Η συγκατάθεση του υποκειμένου δεν είναι απαραίτητη για το επιτρεπτό της επεξεργασίας, μεταξύ άλλων εξαιρέσεων και όταν η επεξεργασία είναι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση εννόμου συμφέροντος του υπευθύνου επεξεργασίας ή του τρίτου, προς τον οποίο ανακοινώνονται τα δεδομένα και υπό τον όρο ότι το συμφέρον αυτό υπερέχει προφανώς των δικαιωμάτων και συμφερόντων του υποκειμένου και δεν θίγονται οι θεμελιώδεις ελευθερίες του. Η ανωτέρω εξαίρεση μπορεί να συντρέχει εφόσον η επεξεργασία γίνεται για ορισμένες κατηγορίες δεδομένων και για την ικανοποίηση του εννόμου συμφέροντος ορισμένων αποδεκτών. Έτσι, όταν πρόκειται για δυσμενή δεδομένα οικονομικής συμπεριφοράς (όπως είναι οι διαταγές πληρωμής) και για αποδέκτες που έχουν έννομο συμφέρον να λάβουν γνώση των εν λόγω δεδομένων (όπως είναι οι τράπεζες), η επεξεργασία, η οποία αποσκοπεί στην εκ μέρους του αποδέκτη αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας των πιστοληπτών και γίνεται από εταιρίες ή άλλους υπευθύνους επεξεργασίας που έχουν εκπληρώσει τις προβλεπόμενες στον Ν. 2472/1997 υποχρεώσεις (γνωστοποίηση του αρχείου, ακρίβεια των δεδομένων, ενημέρωση του υποκειμένου, κ.λπ.), είναι επιτρεπτή και χωρίς τη συγκατάθεση του υποκειμένου. Και τούτο, διότι α) η επεξεργασία αυτή είναι πράγματι απολύτως αναγκαία για την ικανοποίηση του εννόμου συμφέροντος των συγκεκριμένων αποδεκτών, για την άσκηση, δηλαδή, από αυτούς του δικαιώματος οικονομικής ελευθερίας βάσει ορθών και επίκαιρων πληροφοριών, σχετικών με την οικονομική φερεγγυότητα των πιστοληπτών και, για την ταυτότητα του λόγου, των εγγυητών τους και β) το έννομο τούτο συμφέρον υπερέχει προδήλως του εννόμου συμφέροντος του πιστολήπτη για πληροφοριακό αυτοκαθαρισμό, του, η δε ικανοποίηση του δεν θίγει και πάντως «θίγει» κατά τρόπο ανεκτό τις θεμελιώδεις ελευθερίες του υποκειμένου. Περαιτέρω, από τις διατάξεις του άρθρου 23 του Ν. 2472/1997 και του ταυτάριθμου άρθρου της κοινοτικής οδηγίας 95/46/ΕΚ, σε συνδυασμό με τις αναλόγως εφαρμοζόμενες διατάξεις των άρθρων 57, 59, 299 και 932 ΑΚ, συνάγεται ότι, σε περίπτωση που ο υπεύθυνος επεξεργασίας προκαλεί ηθική βλάβη στο υποκείμενο των προσωπικών δεδομένων, η ευθύνη του πρώτου για χρηματική ικανοποίηση του τελευταίου είναι νόθος αντικειμενική και προϋποθέτει α) συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη) που παραβιάζει τις διατάξεις του Ν. 2472/1977 ή (και) των κατ' εξουσιοδότηση αυτού εκδοθεισών κανονιστικών πράξεων της Αρχής β) ηθική βλάβη γ) αιτιώδη σύνδεσμο μεταξύ της συμπεριφοράς και της ηθικής βλάβης και δ) υπαιτιότητα, ήτοι γνώση ή υπαίτια άγνοια, αφενός των περιστατικών που συνιστούν την παράβαση και αφετέρου της πιθανότητας να επέλθει ηθική βλάβη. Η ύπαρξη υπαιτιότητας τεκμαίρεται και ως εκ τούτου ο υπεύθυνος επεξεργασίας, προκειμένου να απαλλαγεί από την ευθύνη του, έχει το βάρος να αποδείξει ότι ανυπαιτίως αγνοούσε τα θεμελιωτικά του πταίσματος του πραγματικά γεγονότα. Για τη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης επιδικάζεται, κατ' ελάχιστο όριο, ποσό 2.000.000 δραχμών, εκτός αν ζητήθηκε μικρότερο ποσό ή η παράβαση οφείλεται σε αμέλεια (ΑΠ 1740/2013, NOMOS, ΑΠ 1923/2006, NOMOS, ΕφΑθ 1437/2014, NOMOS, ΕφΑθ 2887/2010, NOMOS).

 

Στην προκειμένη περίπτωση, από την ανωμοτί εξέταση του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος, η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα, με την εκκαλουμένη απόφαση, πρακτικά δημοσίας συνεδριάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και από την εκτίμηση όλων των εγγράφων, τα οποία οι διάδικοι μετ' επικλήσεως προσκομίζουν, είτε προς άμεση απόδειξη, είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 5-11-2008 ο ενάγων και ήδη εκκαλών συνήψε με την εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη την υπ' αριθμ. ... αίτηση-σύμβαση χορήγησης πιστωτικής κάρτας Wind Bonus American Express Classic, δυνάμει της οποίας εγκρίθηκε και εκδόθηκε στο όνομα του η υπ' αριθμ. ... πιστωτική κάρτα Wind Bonus American Express, με τους όρους που περιλαμβάνονται στο παράρτημα των όρων της σύμβασης της άνω πιστωτικής κάρτας και το οποίο (παράτημα) επισυνάπτεται στη σύμβαση και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος αυτής. Κατά την κατάρτιση της ως άνω σύμβασης χορήγησης πιστωτικής κάρτας, η εναγομένη τράπεζα συνέλεξε από τον ενάγοντα τα προσωπικά του δεδομένα, που ήταν αναγκαία για την κατάρτιση της ρηθείσας σύμβασης και, συγκεκριμένα, το ονοματεπώνυμο του, το όνομα πατρός, την οικογενειακή του κατάσταση, την ημερομηνία γέννησης του, τη διεύθυνση κατοικίας του, το επάγγελμα του, τα στοιχεία της αστυνομικής του ταυτότητας, τον αριθμό του φορολογικού του μητρώου (Α.Φ.Μ.), το ετήσιο εισόδημα του, καθώς και τους αριθμούς, τόσο του σταθερού, όσο και του κινητού του τηλεφώνου. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η εναγομένη τράπεζα ανέθεσε στην ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «ΜΕΛΛΟΝ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ ΟΦΕΙΛΕΤΩΝ», η οποία δραστηριοποιείται, μεταξύ άλλων, στην παροχή υπηρεσιών ενημέρωσης οφειλετών εταιριών για ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις, δυνάμει της από 21-12-2009 σύμβασης παροχής υπηρεσιών, την ενημέρωση μέσω τηλεφώνου των οφειλετών της εναγόμενης ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας, για την ύπαρξη ληξιπρόθεσμης οφειλής και, ενδεχομένως, την πρόταση των τρόπων αποπληρωμής αυτής, για την αποτελεσματικότερη και ταχύτερη είσπραξη από την τράπεζα. Στο πλαίσιο της ανωτέρω σύμβασης μεταξύ της εναγομένης και της άνω εταιρίας και δεδομένου, όπως εκατέρωθεν συνομολογείται, ότι ο ενάγων είχε καταστεί υπερήμερος ως προς την αποπληρωμή της οφειλής του, έναντι της εναγομένης, από την ανωτέρω σύμβαση πιστωτικής κάρτας, η εναγομένη τράπεζα διαβίβασε στην προαναφερθείσα εταιρία ενημέρωσης οφειλετών τα ανωτέρω προσωπικά δεδομένα του ενάγοντος, με το δυσμενές οικονομικό δεδομένο της οφειλής του από την ως άνω πιστωτική κάρτα, χωρίς προηγουμένως να έχει ενημερώσει τον ενάγοντα για τη διαβίβαση αυτή. Ακολούθως, η ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «ΜΕΛΛΟΝ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ ΟΦΕΙΛΕΤΩΝ», προέβη στην επεξεργασία των ως άνω, παρανόμως διαβιβασθέντων σε αυτήν, από την εναγομένη, προσωπικών δεδομένων του ενάγοντος, με την καταχώρηση αυτών στο αρχείο της (Η/Υ) για τις ανάγκες εκτέλεσης της σύμβασης και στη χρήση αυτών, με τηλεφωνικές οχλήσεις στον αριθμό του κινητού τηλεφώνου του «...», δια των προστηθέντων υπαλλήλων της, στις 1-12-2014 (και ώρα 14:26 και 15.05) και τις 17-12-2014 (και ώρα 9:02), όπως αναγράφεται στο αντίγραφο αποσπάσματος του ηλεκτρονικού αρχείου της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «ΜΕΛΛΟΝ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ ΟΦΕΙΛΕΤΩΝ» και την από 23-1-2014 επιστολή της ιδίας προς τον ενάγοντα. Από τα ανωτέρω, αποδείχθηκε ότι η διαβίβαση των προσωπικών στοιχείων του ενάγοντος και των πληροφοριών από την εναγομένη ανώνυμη τραπεζική εταιρία προς την ως άνω εταιρία, έγινε χωρίς προηγούμενη ενημέρωση και συναίνεση του ενάγοντος και ότι η ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «ΜΕΛΛΟΝ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ ΟΦΕΙΛΕΤΩΝ» επεξεργάστηκε τα εν λόγω στοιχεία, χρησιμοποιώντας αυτά δια των προστηθέντων υπαλλήλων της, οι οποίοι κάλεσαν τον ενάγοντα στον προαναφερόμενο αριθμό του κινητού τηλεφώνου, κατά τις προεκτεθείσες ημερομηνίες, για ληξιπρόθεσμη οφειλή προερχόμενη από την ανωτέρω πιστωτική κάρτα. Η εναγομένη, ισχυρίσθηκε ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και επαναφέρει και ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, προς αντίκρουση της έφεσης, ότι ο ενάγων με την υπογραφή της από 3-11-2008 αιτήσεως του για την έκδοση της ως άνω πιστωτικής κάρτας, συναίνεσε στη διαβίβαση των προσωπικών του δεδομένων, παραπέμποντας στον σχετικό όρο της εν λόγω αίτησης για απόκτηση της κάρτας, ο οποίος, μεταξύ άλλων αναφέρει «....Παρέχω στην ALPHA BANK τη ρητή συγκατάθεση μου να επεξεργάζεται σε αρχεία αυτής τα ατομικά μου στοιχεία και αυτά που αφορούν την κίνηση του λογαριασμού που τηρείται για την παρακολούθηση των συναλλαγών μου με την μέλλουσα να εκδοθεί πιστωτική κάρτα, σύμφωνα και με τα ειδικότερα συνομολγηθέντα με τους όρους της συμβάσεως. Επιθυμώ να ενημερώνομαι από την ALPHA BANK και τις συνεργαζόμενες με αυτήν επιχειρήσεις για ΑΓΑΘΑ και ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ, τα οποία κατά την εύλογη κρίση σας θα με ενδιέφεραν». Από τη διατύπωση του ανωτέρω όρου, συνάγεται ότι η ενημέρωση εκ μέρους τρίτων, συνεργαζομένων με την εναγομένη, επιχειρήσεων, θα γίνεται στα πλαίσια της προώθησης προϊόντων και υπηρεσιών και όχι για θέματα που αφορούν την κίνηση του λογαριασμού της πιστωτικής κάρτας, ήτοι η όποια συγκατάθεση του ενάγοντος, αφορούσε στην ενημέρωση εκ μέρους τρίτων συνεργαζομένων εταιριών για προώθηση αγαθών και υπηρεσιών και όχι συγκατάθεση για διαβίβαση προσωπικών δεδομένων του εν λόγω διαδίκου σε εταιρίες ενημέρωσης οφειλετών. Από τον ανωτέρω όρο, ουδόλως αποδείχθηκε από την εναγομένη, η οποία φέρει το βάρος απόδειξης της ενημέρωσης ως υπεύθυνος επεξεργασίας, κατά τα προδιαληφθέντα στη μείζονα σκέψη, ότι τούτη, κατά τον ανωτέρω χρόνο της συλλογής δεδομένων, είχε ενημερώσει τον ενάγοντα, κατά τρόπο σαφή, για την ταυτότητα του υπευθύνου επεξεργασίας, την ταυτότητα του τυχόν εκπροσώπου του, για τον σκοπό της επεξεργασίας (διαβίβασης ) και για τους αποδέκτες ή τις κατηγορίες αποδεκτών, όπως απαιτείται κατ' άρθρον 11 παρ. 1 α, β, γ Ν. 2472/1997. Επιπρόσθετα, στον ανωτέρω όρο της σύμβασης πιστωτικής κάρτας, δεν γίνεται καμία αναφορά σε άλλες εταιρίες που θα τηρούν, ή στις οποίες θα διαβιβάζονται τα προσωπικά δεδομένα του οφειλέτη ενάγοντος. Εξάλλου, η εναγομένη ουδόλως απέδειξε ότι είχε προβεί σε τέτοια ενημέρωση μεταγενέστερα, μετά την συλλογή των δεδομένων και πριν από τη διαβίβαση τους προς την ανωτέρω εταιρία. Και τούτο, διότι για την ορθή και νόμιμη εφαρμογή των διατάξεων, που αφορούν στην ενημέρωση του ενάγοντος από την εναγόμενη τράπεζα και την συγκατάθεση του πρώτου για την επεξεργασία και διαβίβαση σε τρίτους των προσωπικών του στοιχείων, η εναγομένη τράπεζα ήταν υποχρεωμένη να τον ενημερώσει ειδικώς για την εταιρία ενημέρωσης οφειλετών, με την οποία συνεργάζεται (επωνυμία, έδρα, κ.λπ.), στην οποία είχαν διαβιβαστεί τα προσωπικά στοιχεία του ενάγοντος και η οποία θα τον καλούσε προς ενημέρωση και διευθέτηση της οφειλής του, γεγονός που δεν αποδείχθηκε ότι έλαβε χώρα στην προκειμένη περίπτωση. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου δεν ανασκευάζεται από την εκ μέρους της εναγομένης επικαλούμενη αποστολή, κατά τους μήνες Φεβρουάριο και Μάρτιο του έτους 2011, μαζί με το λογαριασμό του τρέχοντος μηνός, σε όλους ανεξαιρέτως τους πελάτες της, μεταξύ των άλλων και στον ενάγοντα, των νέων όρων των συμβάσεων πιστωτικών καρτών εκδόσεως της, στους οποίους περιλαμβάνεται και ο υπ' αριθμ. 14.5 όρος, σύμφωνα με τον οποίο «Σε περίπτωση που οποιοδήποτε μέρος της ελάχιστης μηνιαίας καταβολής δεν εξοφληθεί εμπρόθεσμα, η τράπεζα ειδοποιεί σχετικά τον κάτοχο για τις συνέπειες της παραλείψεως αυτής ή αναθέτει την ειδοποίηση σε τρίτους (Ν. 3578/2009, όπως εκάστοτε ισχύει) και για να περιορίσει τον εντεύθεν αυξανόμενο κίνδυνο, αφενός παρακολουθεί ειδικά τη συγκεκριμένη οφειλή και αφετέρου δικαιούται να περιορίσει το πιστωτικό όριο ή και να αναστείλει τη δυνατότητα χρήσης της κάρτας, μέχρι την εξόφληση των ληξιπροθέσμως οφειλομένων», αλλά ούτε και από τη σχετική βεβαίωση της εναγομένης, στην οποία διαλαμβάνεται ότι οι νέοι αυτοί όροι, ανάμεσα στους οποίους συγκαταλέγεται και ο προεκτεθείς, εστάλησαν με σχετική επιστολή στον ενάγοντα μαζί με το εκκαθαριστικό της κάρτας του, εκδόσεως στις 24-3-2011 και ότι ο ενάγων αποδέχθηκε αυτούς ανεπιφύλακτα και ουδέποτε αμφισβήτησε, διότι στα εν λόγω έγγραφα ουδεμία μνεία γίνεται για τη συγκεκριμένη εταιρία ενημέρωσης (επωνυμία, έδρα και λοιπά στοιχεία περί της ταυτότητας αυτής), στην οποία επρόκειτο να διαβιβαστούν από την εναγομένη τα προσωπικά δεδομένα του ενάγοντος. Δηλονότι, σε κανένα όρο της σύμβασης ή των επιστολών της εναγομένης, δεν γίνεται αναφορά των συγκεκριμένων εταιριών, που θα τηρούν ή στις οποίες θα διαβιβάζονται τα προσωπικά δεδομένα του ενάγοντος οφειλέτη. ʼλλωστε, ως «συγκατάθεση», υπό την έννοια του Ν. 2472/1997, ορίζεται η ελεύθερη, ρητή και ειδική δήλωση βούλησης, που εκφράζεται με τρόπο σαφή και εν πλήρη επιγνώσει, με την οποία το υποκείμενο των δεδομένων, αφού προηγουμένως ενημερωθεί, δέχεται να αποτελέσουν αντικείμενο επεξεργασίας τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, που το αφορούν, οι δε τυποποιημένοι σχετικά όροι που απαντώνται σε κάθε σύμβαση και δεν αποτελούν προϊόν διαπραγμάτευσης, αλλά προσχώρησης του καταναλωτή, ώστε το εκάστοτε αίτημα του, για λήψη πίστωσης, να τύχει έγκρισης από την τράπεζα, δεν αρκεί προς θεμελίωση της συγκατάθεσης υπό την ανωτέρω έννοια (βλ. ΜονΠρωτΑΘ 9179/2017, αδημοσίευτη). Οι προαναφερόμενες παράνομες και υπαίτιες (από πρόθεση) πράξεις και παραλείψεις της εναγομένης (δια των προστηθέντων οργάνων της), προσέβαλαν την προσωπικότητα του ενάγοντος και προκάλεσαν σε αυτόν σημαντική ηθική βλάβη, ενώ τα όργανα της εναγομένης, κατά την επεξεργασία (διαβίβαση, λήψη, καταχώρηση, χρήση) των προσωπικών δεδομένων αυτού, χωρίς την προηγούμενη ενημέρωση του, όφειλαν να γνωρίζουν την πιθανότητα επέλευσης της προαναφερόμενης ηθικής βλάβης. Ενόψει δε του είδους του θιγομένου αγαθού, του μεγέθους της προσβολής, των συνθηκών τέλεσης αυτής, του βαθμού υπαιτιότητας των οργάνων της εναγομένης και της κοινωνικής και οικονομικής καταστάσεως των διαδίκων μερών, η καταβλητέα εύλογη χρηματική ικανοποίηση πρέπει να ορισθεί στο αιτούμενο ποσό των 5.869,40 ευρώ (που είναι το ελάχιστο ποσό κατά τον ως άνω Νόμο, ήτοι το ισόποσο των 2.000.000 δραχμών). Πρέπει, δε, να σημειωθεί, ότι, ενώ όπως προαναφέρθηκε, η υπαιτιότητα της εναγομένης τράπεζας τεκμαίρεται, η τελευταία δεν απέδειξε ότι ανυπαιτίως αγνοούσε τα θεμελιωτικά του πταίσματος της πραγματικά γεγονότα, ως έδει, για να απαλλαγεί από την ευθύνη της κατά τα προαναφερθέντα στη μείζονα σκέψη. Εξάλλου, στην προδιαληφθείσα κρίση του παρόντος Δικαστηρίου δεν επιδρά η εκ μέρους του ενάγοντος προγενέστερη άσκηση της από 10-9-2014 και με αριθμό κατάθεσης ./2014 αγωγής του ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών κατά της εναγομένης ανώνυμης τραπεζικής εταιρίας και της ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία «D.MAN Ανώνυμη Εταιρεία Ενημέρωσης Οφειλετών», με την οποία, επικαλούμενος τη διαβίβαση, εκ μέρους της εναγομένης, των προσωπικών του δεδομένων και του οικονομικού του δεδομένου για το ύψος της οφειλής της ίδιας πιστωτικής κάρτας, παρανόμως, χωρίς ουδέποτε η εναγομένη να τον ενημερώσει για την επικείμενη διαβίβαση τους, αλλά και χωρίς ο ενάγων να έχει δώσει τη συγκατάθεση του, στην άνω εταιρία «D. MAN Α.Ε.», η οποία, ως τρίτη και αποδέκτρια των ανωτέρω προσωπικών του δεδομένων, επεξεργάστηκε αυτά δια των προστηθέντων υπαλλήλων της, αφού προηγουμένως τα είχε συλλέξει παρανόμως από την εναγομένη και, εν συνεχεία, τα καταχώρησε στο προσωπικό της αρχείο (ηλεκτρονικό υπολογιστή) και τα χρησιμοποίησε, χωρίς ουδέποτε να ενημερώσει τον ενάγοντα ότι τα έχει λάβει, δίωκε την επιδίκαση σε αυτόν χρηματικής ικανοποίησης ποσού 5.869,40 ευρώ, λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από τις παράνομες αυτές πράξεις και παραλείψεις της εναγομένης, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 953/2015 απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών, με την οποία, αφού απορρίφθηκε η αγωγή ως προς την ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «D. MAN Α.Ε.», έγινε αυτή δεκτή ως προς την εναγομένη τράπεζα και υποχρεώθηκε η τελευταία να καταβάλει στον ενάγοντα το ανωτέρω ποσό, επί, δε, ασκηθείσας έφεσης της εν λόγω διαδίκου, εκδόθηκε η υπ' αριθμ. 3428/2016 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε η έφεση της εναγομένης ως αβάσιμη κατ' ουσίαν. Και τούτο, διότι στην επίδικη περίπτωση, οι πλήρως αποδειχθείσες, κατά τα ανωτέρω, παράνομες και υπαίτιες (από πρόθεση) πράξεις και παραλείψεις της εναγομένης έλαβαν χώρα με τρίτη και αποδέκτρια των ανωτέρω προσωπικών δεδομένων του ενάγοντος, άλλη εταιρία και δη την ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «ΜΕΛΛΟΝ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ ΟΦΕΙΛΕΤΩΝ», ήτοι διάφορη της ρηθείσας εταιρίας με την επωνυμία «D. MAN Α.Ε.» και ως εκ τούτου, ακόμη και εάν αφορούν στην ίδια πιστωτική κάρτα και την ίδια ληξιπρόθεσμη οφειλή του ενάγοντος, συνιστούν αυτοτελή παράβαση των προπαρατεθεισών διατάξεων του Ν. 2472/1997 από την πλευρά της εναγομένης, η οποία (παράβαση) διατηρεί την αυθυπαρξία της έναντι της προγενέστερης παραβίασης των ίδιων διατάξεων από την εναγομένη, με τρίτη και αποδέκτρια των προσωπικών δεδομένων του ενάγοντος την ανώνυμη εταιρία με την επωνυμία «D. MAN Α.Ε.». Αντίθετη εκδοχή θα οδηγούσε στο άτοπο να καταφάσκεται άπαξ η παραβίαση των προμνησθεισών διατάξεων του Ν. 2472/1997, ανεξαρτήτως του ότι η διαβίβαση των προσωπικών δεδομένων του οφειλέτη λαμβάνει χώρα σε διαφορετικές αποδέκτριες εταιρίες ως τρίτες και, συνεπώς, εκάστη διαβίβαση, συνιστά, καθεαυτή, διακριτή παραβίαση των άνω διατάξεων και θα απέληγε, στην πραγματικότητα, στην καταστρατήγηση του Ν. 2472/1997. Περαιτέρω, η πρωτοδίκως προβληθείσα ένσταση της εναγομένης περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, την οποία επαναφέρει και ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ισχυριζόμενη ότι ο ενάγων επιδιώκει την επιδίκαση χρηματικών ποσών υπέρ του και σε βάρος της εναγομένης, γνωρίζοντας ότι δεν τα δικαιούται, η δε αντικείμενη στα χρηστά ήθη συμπεριφορά του επιμαρτυρείται από το γεγονός ότι ήδη με την ανωτέρω απόφαση επιδικάστηκε στον ενάγοντα το ποσό των 5.869,40 ευρώ, ενώ η εναγομένη προέβη και σε ρύθμιση της οφειλής του ενάγοντος από την ανωτέρω πιστωτική κάρτα με ευνοϊκότατους για τον ίδιο όρους, η οποία τείνει να θεμελιωθεί στην διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, είναι απορριπτέα ως αβάσιμη, καθόσον τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά και αληθή υποτιθέμενα δεν συνιστούν κατάχρηση δικαιώματος.

 

Κατ' ακολουθία των προεκτεθέντων, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που απέρριψε την αγωγή ως μη νόμιμη με την προεκτεθείσα αιτιολογία, έσφαλε ως προς την εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου και κατά την εκτίμηση των αποδείξεων και, κατά παραδοχή της κρινόμενης έφεσης ως και κατ' ουσίαν βάσιμης, πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ) και να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στον εκκαλούντα. Στη συνέχεια, αφού διακρατηθεί κι εκδικασθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο, κατ' άρθρον 535 παρ. 1 ΚΠολΔ, πρέπει η αγωγή, η οποία είναι ορισμένη και νόμω βάσιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις που αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη, να γίνει εν μέρει δεκτή ως και κατ' ουσίαν βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 5.869,40 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής. Τέλος, η δικαστική δαπάνη του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφιστεί μεταξύ των διαδίκων, διότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρο 179 ΚΠολΔ).

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

 

Δέχεται κατά το τυπικό μέρος και κατ' ουσίαν την έφεση.

 

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη, υπ' αριθμ. 1366/2015 οριστική απόφαση του Ειρηνοδικείου Αθηνών.

 

 

Διακρατεί την υπόθεση κι εκδικάζει την αγωγή.

 

Δέχεται την αγωγή.

 

Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των πέντε χιλιάδων οκτακοσίων εξήντα εννέα ευρώ και σαράντα λεπτών (5.869,40 ευρώ), με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την πλήρη εξόφληση.

 

Συμψηφίζει τη μεταξύ των διαδίκων δικαστική δαπάνη.

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στην Αθήνα, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο, στις 15/5/2019 απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                     Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ