ΜΠρΑθ 537/2018

 

Ασφαλιστήριο συμβόλαιο ζωής στην Ασπίς Πρόνοια Α.Ε.Γ.Α. - Ασφαλιστική εκκαθάριση - Εκπρόθεσμη ανακοπή κατά κατάστασης δικαιούχων απαιτήσεων από ασφάλιση ζωής - Αναγνώριση ανακόπτοντα ως δικαιούχου ποσού καταβληθέντων ασφαλίστρων - Αρχή δικαιολογημένης εμπιστοσύνης ασφαλισμένου στην εγγυημένη ελάχιστη αξία λήξης - Αρχή καλής πίστης και συναλλακτικών ηθών -.

 

Δεκτή ανακοπή κατά κατάστασης δικαιούχων απαιτήσεων από ασφάλιση ζωής, με αίτημα να μεταρρυθμισθεί η κατάσταση και να συμπεριληφθεί σε αυτήν απαίτηση από ασφάλιση ζωής που αναγγέλθηκε εκπρόθεσμα. Αναγνώριση ανακόπτοντα ως δικαιούχου του ποσού ασφαλίστρων που είχε καταβάλει από την έναρξη της ασφάλισης έως την ημέρα ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της καθής, με σκοπό να επαληθευθεί και να συμπεριληφθεί η απαίτηση σε μελλοντική διανομή του προϊόντος της ασφαλιστικής εκκαθάρισης. Αρχή δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του ασφαλισμένου στην ελάχιστη εγγυημένη αξία λήξης που εγγυάται την μη απώλεια των καταβληθέντων ασφαλίστρων. Αρχή καλής πίστης και συναλλακτικών ηθών.

 

 

 

 

Αριθμός Απόφασης 537/2018

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

 

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ελένη Κηπουρού, Πρόεδρο Πρωτοδικών, που ορίστηκε κατόπιν κληρώσεως, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3327/2005.

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 8 Ιανουαρίου του έτους 2018 για να δικάσει την υπόθεση:

 

ΤΟΥ ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΟΣ: ..., κάτοικου Ασπρόπυργου Αττικής, ο οποίος παρέστη δια της πληρεξούσιας δικηγόρου του, Αικατερίνης Τούλια, η οποία κατέθεσε το υπ' αριθμ. Π1129817/8.1.2018 γραμμάτιο προκαταβολής εξόδων και φόρων του ΔΣ Αθηνών.

 

ΤΗΣ ΚΑΘ'ΗΣ Η ΑΝΑΚΟΠΗ: Της τελούσας υπό ασφαλιστική εκκαθάριση ασφαλιστικής εταιρείας με την επωνυμία «ΑΣΠΙΣ ΠΡΟΝΟΙΑ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΓΕΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΕΙΩΝ» και τον διακριτικό τίτλο «ΑΣΠΙΣ ΠΡΟΝΟΙΑ ΑΕΓΑ», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα από τον ασφαλιστικό της εκκαθαριστή, η οποία παρέστη δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της, Σταυρούλας Δασκαρόλη, η οποία κατέθεσε το υπ' αριθμ. Π1132636/9.1.2018 γραμμάτιο προκαταβολής εξόδων και φόρων του ΔΣ Αθηνών.

 

Ο ανακόπτων ζητεί να γίνει δεκτή η από 12.6.2017 ανακοπή του, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου με αριθμό κατάθεσης 548789/6916/20.6.2017, προσδιορίστηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 16ης.10.2017, κατά την οποία αναβλήθηκε η συζήτηση της για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσης και γράφτηκε στο έκθεμα.

 

Κατά τη συζήτηση της υποθέσεως οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτοί οι ισχυρισμοί τους, ως αυτοί αναπτύχθηκαν προφορικά και επαναλαμβάνονται στα νομίμως κατατεθέντα έγγραφα σημειώματα τους.

 

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΝΟΜΟ

 

 

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 10 παρ. 3 του Ν.Δ. 400/1970, σε περίπτωση ασφαλιστικής εκκαθάρισης ή πτώχευσης ασφαλιστικής επιχείρησης, ο επόπτης εκκαθάρισης ή πτώχευσης καλεί μέσα σε δέκα ημέρες από το διορισμό του τους δικαιούχους ασφαλίσματος με ανακοίνωση, που δημοσιεύεται μία φορά την εβδομάδα, επί τρεις συνεχείς εβδομάδες, σε πέντε ημερήσιες, ευρείας κυκλοφορίας, εφημερίδες, από τις οποίες μία τουλάχιστον εκδίδεται στην έδρα της επιχείρησης και μία οικονομική, να του αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους με όλα τα δικαιολογητικά τους στοιχεία μέσα σε τρεις μήνες από την τελευταία  δημοσίευση.  Δεν  καλούνται  οι  δικαιούχοι ασφαλίσεων αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία αυτοκινήτων, καθώς και οι δικαιούχοι ασφαλίσεων ζωής, για τους οποίους δεν έχει επέλθει ασφαλιστική περίπτωση. Η επαλήθευση των απαιτήσεων γίνεται από τα ως άνω όργανα, αρχίζει το αργότερο μέσα σε τρεις ημέρες από τη λήξη της ως άνω προθεσμίας και ολοκληρώνεται στο συντομότερο χρονικό διάστημα. Γίνονται δεκτές οι απαιτήσεις που δεν αμφισβητούνται από τα ως άνω όργανα ή έχουν επιδικασθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση ή (εκτελεστή) απόφαση διοικητικού δικαστηρίου. Ο επόπτης εκκαθάρισης και ο εκκαθαριστής ή ο επόπτης πτώχευσης και ο σύνδικος υποβάλλουν στο Υπουργείο Εμπορίου κατάσταση των δικαιούχων ασφαλίσματος μέσα σε δύο μήνες από τη λήξη της  προθεσμίας υποβολής των αναγγελιών. Στην κατάσταση αυτή περιλαμβάνονται, εφόσον έχουν επαληθευθεί οι απαιτήσεις τους: α) οι δικαιούχοι ασφαλίσματος ασφαλίσεων ζωής β) οι δικαιούχοι ασφαλίσματος ασφαλίσεων κατά ζημιών εκτός ασφαλίσεων αστικής ευθύνης από την κυκλοφορία αυτοκινήτων, που έχουν δηλώσει την επέλευση της ασφαλιστικής περίπτωσης και  έχει καταχωρισθεί η δήλωση στα βιβλία της ασφαλιστικής επιχείρησης και γ) όσοι αναγγέλθηκαν μέσα στην ως άνω προθεσμία. Για τις απαιτήσεις που αμφισβητούνται δικαστικά ή εξώδικα γίνεται χωριστή μνεία, στην οποία αναφέρεται το ποσό που εκτιμά ο επόπτης εκκαθάρισης και ο εκκαθαριστής ή ο επόπτης πτώχευσης και ο σύνδικος και το ποσό που διεκδικεί ο δικαιούχος ασφαλίσματος. Στην κατάσταση καταχωρίζονται και οι τυχόν διαφωνίες κατά την επαλήθευση μεταξύ επόπτη και εκκαθαριστή ή συνδίκου. Η κατάσταση καταχωρίζεται αμέσως στο μητρώο ασφαλιστικών επιχειρήσεων και η ανακοίνωση της καταχώρισης της δημοσιεύεται σε δύο τουλάχιστον ευρείας κυκλοφορίας ημερήσιες εφημερίδες, από τις οποίες η μία τουλάχιστον εκδίδεται στην έδρα της επιχείρησης, μια φορά την εβδομάδα επί τρεις συνεχείς εβδομάδες. Αντιρρήσεις κατά της πιο πάνω κατάστασης, ασκούνται με ανακοπή στο μονομελές πρωτοδικείο της έδρας της επιχείρησης μέσα σε σαράντα πέντε ημέρες από την τελευταία δημοσίευση και εκδικάζονται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων.

 

 

Μολονότι η δυνατότητα προβολής αιτήματος περί εκπρόθεσμης αναγγελίας θα μπορούσε, εκ πρώτης όψης, να θεωρηθεί ως ένα είδος αντίρρησης της ανακοπής του άρθρου 10 παρ. 3 του ν.δ. 400/1970, εντούτοις η συγκεκριμένη προσέγγιση αφενός προσκρούει στη γραμματική διατύπωση του άρθρου, αφετέρου δεν είναι συμβατή με το ειδικότερο εννοιολογικό περιεχόμενο των «αντιρρήσεων» και την εν γένει συστηματική της ρύθμιση» Ειδικότερα, στη διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 10 του ν.δ. 400/1970 ορίζεται ότι στην κατάσταση δικαιούχων, επί της οποίας ασκούνται οι αντιρρήσεις, περιλαμβάνονται όσοι αναφέρονται στα υπό στοιχεία α-γ στοιχεία, εφόσον έχουν επαληθευθεί οι απαιτήσεις τους. Επομένως, οι όποιες αντιρρήσεις προβάλλονται με την ως άνω ανακοπή αφορούν στην επαλήθευση. Πλην όμως η επαλήθευση ακολουθεί την αναγγελία και συνεπώς, αν δεν έχει χωρήσει πρώτα αναγγελία δεν μπορεί να έχει λάβει χώρα επαλήθευση. Επιπλέον, για τους σκοπούς της συγκεκριμένης διάταξης, το περιεχόμενο των αντιρρήσεων μπορεί να είναι παράπονο των ασφαλισμένων κατά της απόρριψης ή της εν μέρει παραδοχής της απαίτησης τους ή παράπονο οποιουδήποτε ενδιαφερομένου κατά της παραδοχής του ασφαλισμένου. Αυτό σημαίνει ότι η αποδοχή της προβολής αιτήματος εκπρόθεσμης αναγγελίας στο πλαίσιο της ανακοπής του άρθρου 10 παρ. 3 του ν,δ. 400/1970 δεν θα αφορούσε εν προκειμένω σε επαλήθευση (σε «αντιρρήσεις» επί της ήδη υπάρχουσας Κατάστασης Δικαιούχων Απαιτήσεων, αλλά σε εισαγωγή νέων απαιτήσεων σε αυτήν, μεταβάλλοντας την ειδικότερη αποστολή που υπηρετεί η συγκεκριμένη ρύθμιση. Τα ανωτέρω ενισχύονται και από το γεγονός ότι στο Πτωχευτικό Δίκαιο, οι διατάξεις του οποίου, κατ’ άρθρο 179 ΠτΚ, εφαρμόζονται συμπληρωματικά και επί ασφαλιστικής εκκαθάρισης, ρυθμίζεται αντίστοιχα στη διαδικασία της πτώχευσης το θέμα της προβολής αντιρρήσεων κατά τη διαδικασία της επαλήθευσης των απαιτήσεων, με τη διάταξη του άρθρου 95 ΠτΚ. Στην τελευταία αυτή περίπτωση, ωστόσο, στην έννοια των «αντιρρήσεων» δεν περιλαμβάνεται και η περίπτωση της εκπρόθεσμης αναγγελίας των απαιτήσεων στην πτωχευτική διαδικασία, αφού γι' αυτήν υπάρχει ειδική πρόβλεψη. Ειδικότερα, με τη διάταξη του άρθρου 92 παρ. 1 ΠτΚ προβλέπεται ότι «Πιστωτές που δεν ανήγγειλαν την απαίτηση τους μέσα στη νόμιμη προθεσμία, ώστε να μετάσχουν στην επαλήθευση, μπορούν με ανακοπή και δικά τους έξοδα να ζητήσουν την επαλήθευση της από το πτωχευτικό δικαστήριο, που δικάζει κατά τη διαδικασία του άρθρου 54», επομένως διαχωρίζεται η περίπτωση της προβολής αντιρρήσεων κατά τη επαλήθευσης των απαιτήσεων από αυτήν της μη αναγγελίας των απαιτήσεων. Σύμφωνα με τα παραπάνω, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, για τον δικαιούχο ασφάλισης ζωής που δεν ανήγγειλε την απαίτηση του στον εκκαθαριστή ή δεν την ανήγγειλε εμπροθέσμως, δεν χωρεί η ως άνω ανακοπή του άρθρου 10 παρ. 3 του ν.δ. 400/1970, χωρεί, όμως, η ανακοπή της διάταξης του αμέσως παραπάνω αναφερόμενου άρθρου 92 ΠτΚ, συμπληρωματικώς εφαρμοζόμενου και στην περίπτωση της ασφαλιστικής εκκαθάρισης. Αυτό είναι κατ' αρχήν δογματικά ορθό, δεδομένου ότι σε δύο παρόμοιες συλλογικές διαδικασίες με παρεμφερείς και, σε κάποια σημεία τους, όμοιους, σκοπούς, όπως είναι η πτώχευση και η ασφαλιστική εκκαθάριση, δεν νοείται στην πρώτη να παρέχεται η δυνατότητα στον πιστωτή που δεν ανήγγειλε εμπρόθεσμα την απαίτηση του να την αναγγείλει, ώστε να συμμετάσχει στην πτωχευτική διαδικασία, ενώ στη δεύτερη να  μην προβλέπεται τέτοια δυνατότητα για τον ασφαλισμένο που δεν ανήγγειλε την απαίτηση του, με αποτέλεσμα αυτός να βρίσκεται τελικά σε δυσμενέστερη θέση, κινδυνεύοντας να χάσει κάθε δυνατότητα ικανοποίησης, αν παρέλθει η προθεσμία που του τάχθηκε στο πλαίσιο μιας διαδικασίας που κινήθηκε, λόγω της αφερεγγυότητας του οφειλέτη του, αφού μια τέτοια διάκριση δεν θα μπορούσε να στηριχθεί σε κανέναν απολύτως λόγο. Ωστόσο, για την συμπληρωματική εφαρμογή της ως άνω διάταξης του άρθρου 92 παρ. 1 ΠτΚ και στην περίπτωση της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη το όλο νομοθετικό  πλαίσιο που  ισχύει για την ασφαλιστική εκκαθάριση, ώστε η άσκηση μίας τέτοιας ανακοπής να μην αποτελέσει τροχοπέδη ιδίως για τις ταχύτατες διαδικασίες που προβλέπονται για την περαίωση της. Συγκεκριμένα, η ανακοπή του άρθρου 92 ΠτΚ δικάζεται, κατ' άρθρο 54 ΠτΚ, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρα 741 επ. ΚΠολΔ) από το πτωχευτικό δικαστήριο, που κατ' άρθρο 53 ΠτΚ είναι το πολυμελές πρωτοδικείο που κήρυξε την  πτώχευση. Εντούτοις, στην περίπτωση της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, αυτή αποτελεί στάδιο που επέρχεται αναγκαστικό μετά την ανάκληση της άδειας λειτουργίας ασφαλιστικής επιχείρησης για παράβαση νόμου, καθώς και σε περίπτωση λύσης του νομικού προσώπου ασφαλιστικής επιχείρησης στην οποία έχει απαγορευθεί η ελεύθερη διάθεση περιουσιακών στοιχείων (άρθρο 12α παρ. 1 ν.δ. 400/1970), η δε ανάκληση της άδειας λειτουργίας της ασφαλιστικής επιχείρησης δεν διατάσσεται από κάποιο δικαστήριο, αλλά λαμβάνει χώρα μετά από απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής  Ασφάλισης. Συνεπώς, στην περίπτωση της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, δεν υπάρχει αντίστοιχη έννοια με αυτή του «πτωχευτικού δικαστηρίου». Ωστόσο: α) με τη διάταξη του όρθρου 12α παρ. 6 ν.δ. 400/1970 ορίζεται ότι «Με τη θέση της επιχείρησης σε ασφαλιστική εκκαθάριση οι εκκρεμείς δίκες συνεχίζονται κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων με πρωτοβουλία των δικαιούχων ασφαλίσματος ή του επόπτη εκκαθάρισης και του εκκαθαριστή ή του επόπτη εκκαθάρισης και του εκκαθαριστή ή του επόπτη πτώχευσης και του συνδίκου. Εκκρεμείς διαφορές στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας εισάγονται,  με κλήση οποιουδήποτε νομιμοποιούμενου, στο μονομελές πρωτοδικείο της έδρας της επιχείρησης ανεξάρτητα από το ποσό» και β) με τη διάταξη του άρθρο 10 παρ. 3 ν.δ. 400/1970 ορίζεται ότι «Αντιρρήσεις κατά της πιο πάνω κατάστασης ασκούνται με ανακοπή στο μονομελές πρωτοδικείο της έδρας της επιχείρησης, μέσα σε σαράντα πέντε ημέρες από την τελευταία δημοσίευση και εκδικάζονται κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων». Για τις δίκες δηλαδή που προκύπτουν κατά τη διαδικασία της ασφαλιστικής εκκαθάρισης ασφαλιστικής επιχείρησης, ο νομοθέτης θέλησε να υπάρχει αρμοδιότητα του μονομελούς πρωτοδικείου της έδρας της επιχείρησης και προέβλεψε την εκδίκαση τους με τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, ως, κατά τεκμήριο, ταχεία διαδικασία, προκειμένου να περατωθεί γρήγορα η ασφαλιστική εκκαθάριση και να ικανοποιηθούν οι προνομιακώς ασφαλισμένοι από την ασφαλιστική τοποθέτηση. Συνεπώς, θα πρέπει η ανακοπή που ασκείται από τους ασφαλισμένους που δεν ανήγγειλαν εμπρόθεσμα τις απαιτήσεις τους να θεωρείται  ως ανακοπή της διάταξης του  άρθρου 92 παρ. 1 ΠτΚ, συμπληρωματικά εφαρμοζόμενης, λόγω μη ύπαρξης παρόμοιας ρύθμισης στο ν.δ. 400/1970, αρμοδιότητας του μονομελούς πρωτοδικείου του τόπου της έδρας της υπό ασφαλιστική εκκαθάριση επιχείρησης, διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων. Επειδή, όμως, η ανακοπή του άρθρου 92 ΠτΚ αφορά μόνο στις μεταγενέστερες αυτής διανομές, μπορεί να στηρίξει την ανακοπή κατά της κατάστασης δικαιούχων, που προβλέπεται στο άρθρο 10 παρ. 3 του ν.δ. 400/1 970, μόνο όταν ασκείται εντός της προβλεπόμενης από το τελευταίο άρθρο προθεσμίας. Μια ανακοπή κατά κατάστασης δικαιούχων από ασφαλισμένο, που δεν είχε προηγουμένως αναγγελθεί, μπορεί να γίνει αντιληπτή, κατ' εκτίμηση του δικογράφου, και ως ανακοπή του άρθρου 92 ΠτΚ, αν βέβαια ανταποκρίνεται στο όρους της διάταξης αυτής, διότι ο ασφαλισμένος προβάλλει την αξίωση του έναντι του εκκαθαριστή και με τον περιορισμό ότι ισχύει για το μέλλον και δεν θιγεί ό,τι ήδη έγινε (βλ. και την από 12.04.2016 Γνωμοδότηση του Γ.Δ. Τριαντάφυλλακη, Καθηγητή Νομικής στο Δ.Π.Θ).

 

 

Στην προκείμενη περίπτωση, ο ανακόπτων με την υπό κρίση ανακοπή του εκθέτει ότι κατάρτισε με την καθ' ης το υπ' αριθ. Δ-... ασφαλιστήριο συμβόλαιο ζωής «ΒΑΣΙΚΗ ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΖΩΗΣ-ΑΣΠΙΣ BOND ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ», με ημερομηνία έναρξης την 13.11.2001, διάρκειας είκοσι ετών. Ότι δυνάμει της με αριθμό 156/16/21.9.2009 απόφασης της Επιτροπής Εποπτείας Ιδιωτικής Ασφάλισης που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 11292/21.9.2009 (τεύχος Β) ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας της καθ' ης ασφαλιστικής εταιρίας, χαρακτηρίσθηκε ως ασφαλιστική τοποθέτηση και δεσμεύθηκε το σύνολο των περιουσιακών της στοιχείων, τέθηκε δε σε ασφαλιστική εκκαθάριση. Ότι ο ίδιος δεν ανήγγειλε εμπρόθεσμα την απαίτηση του, λογω προβλημάτων που αντιμετώπιζε την περίοδο εκείνη εξαιτίας ληστείας στο σπίτι του αδελφού του. Ότι μέχρι την ανάκληση της άδειας της ο ανακόπτων είχε καταβάλει συνολικά 13.237,26 ευρώ. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζητεί να αναγνωριστεί η απαίτηση του κατά της καθ' ης από το ατομικό ασφαλιστήριο συμβόλαιο ζωής, να τροποποιηθεί-μεταρρυθμιστεί ο από 20.11.2015 οριστικός πίνακας δικαιούχων απαιτήσεων από ασφάλιση ζωής, ώστε να καταταχθεί και ο ίδιος στον πίνακα αυτό, άλλως να διαταχθεί η επαναφορά των πραγμάτων στην πρότερα κατάσταση, καθώς και να καταδικασθεί η καθ' ης στα δικαστικά του έξοδα.

 

Η ανακοπή αυτή, η οποία δεν είναι ανακοπή του άρθρου 10 παρ. 3 του ν.δ. 400/1970, καθόσον δεν αναφέρεται ορισμένα ότι ο ανακόπτων έχει αναγγείλει τις απαιτήσεις του στο πλαίσιο της ασφαλιστικής εκκαθάρισης της καθ' ης - έχει ασκηθεί εκπρόθεσμα, ως ανακοπή βάσει των διατάξεων των άρθρων 92 παρ. 1 ΠτΚ, συμπληρωματικά εφαρμοζόμενης, κατ' άρθρο 179 ΠτΚ, και 10 παρ. 3 του ν.δ. 400/1970, αναλογικά εφαρμοζόμενης, αφού κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού στις 20.6.2017 και επιδόθηκε στην καθ' ης στις 28.6.2017 (όπως προκύπτει από την υπ' αριθ. 4100Δ/28.6.2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Αθηνών, ...), δηλαδή μετά από την 18.1.2016, ημερομηνία συμπλήρωσης της προθεσμίας των 45 ημερών από την τελευταία δημοσίευση της από 20.11.2015 Κατάστασης Δικαιούχων Απαιτήσεων από Ασφάλιση Ζωής της καθ' ης, που έλαβε χώρα στις 4.12.2015. Ο ανακόπτων ισχυρίζεται επ' αυτού ότι λόγω ανωτέρας βίας και χωρίς υπαιτιότητα του δεν μπόρεσε να τηρήσει την ως άνω προθεσμία και ζητεί την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση (άρθρο 152 ΚΠολΔ), ώστε να θεωρηθεί η ανακοπή του εμπρόθεσμη. Ειδικότερα, ισχυρίζεται ότι δεν ενημερώθηκε για τη δυνατότητα αναγγελίας της απαίτησης του από το ασφαλιστήριο συμβόλαιο του προκειμένου να εισπράξει την αξία εξαγοράς του, γιατί δε διαβάζει εφημερίδες, ενώ από τον μήνα Αύγουστο του 2015 μέχρι τον μήνα Οκτώβριο του ίδιου έτους αντιμετώπισε σοβαρό πρόβλημα με τον αδελφό του, τον οποίο λήστευσαν δύο φορές κατά το χρονικό αυτό διάστημα. Τα ανωτέρω, όμως, πραγματικά περιστατικά, και αληθή υποτιθέμενα δεν μπορούν να θεμελιώσουν ανωτέρα βία και να στηρίξουν το αίτημα του άρθρου 152 ΚΠολΔ, καθώς από την εξέλιξη των πραγμάτων από την έναρξη της διαδικασίας της ασφαλιστικής εκκαθάρισης της καθ' ης το έτος 2009, στα πλαίσια της οποίας έλαβαν χώρα επανειλημμένες δημοσιεύσεις για το θέμα αυτό στα ΜΜΕ, ειδικά για τους ασφαλισμένους ζωής, που κλήθηκαν από τον επόπτη της ασφαλιστικής εκκαθάρισης να αναγγείλουν τις απαιτήσεις τους, αρχικά οι δικαιούχοι ασφαλίσματος από τον Ιούνιο του 2013 και εν συνεχεία οι δικαιούχοι απαιτήσεων από ασφάλιση ζωής (στους οποίους περιλαμβάνεται και ο ανακόπτων) από τον Ιούνιο του 2015, προκύπτει ότι ο ανακόπτων είχε όλο το χρόνο για να ενημερωθεί για την πορεία της υπόθεσης, να συμβουλευτεί δικηγόρο για τις ενέργειες που ενδεχομένως θα έπρεπε να κάνει ο ίδιος και να προετοιμαστεί κατάλληλα για να ασκήσει τα προβλεπόμενα ένδικα βοηθήματα, σε περίπτωση που αποκλειόταν από την επαλήθευση ή δεν τον ικανοποιούσε ο τρόπος κατάταξης του στον πίνακα δικαιούχων. Κατόπιν όλων αυτών και σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην παραπάνω νομική σκέψη, η υπό κρίση ανακοπή, εκτιμώμενη ως ανακοπή του άρθρου 92 ΠτΚ για αναγνώριση της απαίτησης του ανακόπτοντος προς επαλήθευση και συμμετοχή του σε μελλοντικές διανομές, αρμόδια εισάγεται στο Δικαστήριο αυτό, που είναι καθ' ύλην και κατά τόπο αρμόδιο, ως το Δικαστήριο του τόπου της έδρας της υπό ασφαλιστική εκκαθάριση εταιρίας (αναλογική εφαρμογή του άρθρου 10 παρ. 3 ν.δ. 400/1970), για να συζητηθεί κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων (άρθρα 686 επ. ΚΠολΔ) και είναι νόμιμη, στηριζόμενη  στις  διατάξεις των άρθρων 92 παρ. 1 ΠτΚ, συμπληρωματικά εφαρμοζόμενης, κατ' άρθρο 179 ΠτΚ, και 10 παρ. 3 του ν.δ. 400/1970, αναλογικά εφαρμοζόμενης, με την επισημείωση ότι ενόψει της έναρξης της διαδικασίας της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, εν προκειμένω πριν από τις 05.02.2016, δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του νόμου 4364/2016, αλλά αυτές του προϊσχύσαντος ν.δ. 400/1970. Πρέπει, επομένως, να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

 

 

Από την εκτίμηση όλων των εγγράφων που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, πιθανολογήθηκε ότι ο ανακόπτων συνήψε με την καθ'  ης ανώνυμη  ασφαλιστική εταιρία το υπ' αριθ. Δ-... ασφαλιστήριο συμβόλαιο ζωής «ASPIS BOND ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ», με ασφαλισμένο τον ίδιο και δικαιούχους τον υιό του ... και τη σύζυγό του, ..., είχε διάρκεια 20 ετών (13.11.2001-13.11.2021), όπως περιγράφονται οι όροι και συμφωνίες αναλυτικά στο ασφαλιστήριο. Δυνάμει της με αριθμό 156/21.09.2009 απόφασης της Επιτροπής Εποπτείας ιδιωτικής Ασφάλισης (ΕΠ.Ε.Ι.Α), που δημοσιεύθηκε στα ΦΕΚ τεύχος Α.Ε και Ε.Π.Ε 11292/21.09.2009 και 2028/21.09.2009, ανακλήθηκε οριστικά η άδεια σύστασης και λειτουργίας της καθ' ης εταιρίας, χαρακτηρίσθηκε ως ασφαλιστική τοποθέτηση και δεσμεύθηκε το σύνολο των περιουσιακών της στοιχείων, τέθηκε δε σε ασφαλιστική εκκαθάριση σύμφωνα με τις διατάξεις Επιτροπής Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων (Ε.Π.Α.Θ) της Τράπεζας της Ελλάδος ορίσθηκε ως Επόπτης της ασφαλιστικής εκκαθάρισης της εταιρείας, κατ' άρθρο 12α παρ. 3 του ν.δ. 400/1970, ο ... για το χρονικό διάστημα από 10/04/2015 έως 31/12/2015, του οποίου η θητεία ανανεώθηκε μέχρι 28.02.2016, και δυνάμει του άρθρου 248 του ν. 4364/2016 μέχρι 30.6.2016. Με την με αριθμό Β. 77/15.01.2010 Υπουργική Απόφαση του Υπουργού Οικονομικών (ΦΕΚ Β' 262/15.03.2010), που εκδόθηκε κατά τις διατάξεις της παραγράφου 4α του άρθρου 10 του ν.δ. 400/1970, που προστέθηκε με την παράγραφο 1 του άρθρου 17 του ν. 3790/2009 και όπως αυτή ίσχυε πριν καταργηθεί με την παράγραφο Ια του όρθρου 2 του ν. 3867/2010, της Υ.Α. με αριθμό Β. 2574/16.02.2009 και του άρθρου 1 του ν. 3867/2010, διορίσθηκε ο ..., ως Επόπτης Χαρτοφυλακίου Ζωής και ανέλαβε την αναδιοργάνωση του χαρτοφυλακίου ζωής, την αναμόρφωση των παροχών και τη διαρκή αποτίμηση των περιουσιακών στοιχείων του κλάδοι ζωής, με σκοπό τη μερική ή ολική μεταβίβαση των άνω χαρτοφυλακίων ζωής σε ανάδοχη ασφαλιστική εταιρία, μία ή περισσότερες, κατά τις διατάξεις της παρ. 4α του άρθρου 10 του ν.δ. 400/1970. Στις 15.09.2010 ο διορισθείς Επόπτης πραγματοποίησε την προβλεπόμενη ανάρτηση του «καταλόγου των ασφαλισμένων» αρχικά στην ιστοσελίδα της ΕΠ.Ε.Ι.Α και ακολούθως στην ιστοσελίδα της Τράπεζας της Ελλάδος, γεγονός που δημοσιεύθηκε μία φορά την εβδομάδα, επί τρεις συνεχείς εβδομάδες, σε πέντε ημερήσιες εφημερίδες ευρείας κυκλοφορίας. Στη συνέχεια ο ίδιος, εντός των πλαισίων των αρμοδιοτήτων του, κατήρτισε στις 9.11.2011 το Προσωρινό Χαρτοφυλάκιο Ζωής των ασφαλισμένων της καθ' ης εταιρίας, με το περιεχόμενο που ορίζει η παρ. 3 του άρθρου 4 της Υ.Α. Β 2574/2009, και ανήρτησε αυτόν στην ιστοσελίδα της Τράπεζας της Ελλάδος, γεγονός που δημοσιεύθηκε σε ημερήσιες εφημερίδες. Ωστόσο, τελικά δεν επιτεύχθηκε μεταβίβαση του χαρτοφυλακίου ζωής και η Τράπεζα της Ελλάδας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 του ν. 3867/2010 απηύθυνε δημόσια πρόσκληση για την ανάδειξη αναδόχου Χαρτοφυλακίου Ζωής της εταιρείας, διαδικασία που περατώθηκε στις 31.05.2012, δίχως την εκδήλωση ενδιαφέροντος εκ μέρους άλλης ασφαλιστικής επιχείρησης για την αναδοχή του Χαρτοφυλακίου Ζωής.  Επομένως, δεδομένης πλέον της ματαίωσης της διαδικασίας μεταβίβασης με αναδοχή του Χαρτοφυλακίου Ζωής σε άλλη ασφαλιστική εταιρεία, εφαρμόζονται και για   τους ασφαλισμένους ζωής οι διατάξεις περί ασφαλιστικής εκκαθάρισης. Κατ' ακολουθία των ανωτέρω, ο επόπτης της ασφαλιστικής εκκαθάρισης, ακολουθώντας τη διαδικασία του άρθρου 10 παρ. 3 του ν.δ. 400/1970, κάλεσε αρχικά μόνο τους δικαιούχους ασφαλίσματος της υπό ασφαλιστική εκκαθάριση επιχείρησης, να αναγγείλουν ενώπιον του τις απαιτήσεις τους το αργότερο έως 04.10.2013, ενώ στη συνέχεια κάλεσε και τους δικαιούχους απαιτήσεων από ασφάλιση ζωής να του αναγγείλουν τις σχετικές απαιτήσεις τους μέσα σε τρεις μήνες από την τελευταία δημοσίευση και με καταληκτική ημερομηνία τις 17.09.2015, κατ' εφαρμογή του άρθρου 2 παρ. 5 του ν. 3867/2010 και τα οριζόμενα εκεί για την περίπτωση που δεν ευδοκιμήσει η διαδικασία μεταβίβασης του χαρτοφυλακίου ζωής. Εντός δύο μηνών από την επομένη της καταληκτικής  ημερομηνίας των  αγγελιών, δηλαδή   στις 18.11.2015, στην αρμόδια Εποπτική Αρχή, Τράπεζα της Ελλάδος, η Κατάσταση Δικαιούχων Απαιτήσεων (ΚΔΑ) από ασφάλιση ζωής, που ακολούθως καταχωρήθηκε νόμιμα και αναρτήθηκε με επιμέλεια της Εποπτικής Αρχής στην ιστοσελίδα της, στις 20,11.2015. Ανακοίνωση της καταχώρησης αυτής δημοσιεύθηκε στις εφημερίδες «Ελεύθερος Τύπος» και «Η Εφημερίδα των Συντακτών», μία φορά την εβδομάδα, επί τρεις συνεχείς εβδομάδες και συγκεκριμένα στις 20.11.2015, 27.11.2015 και 4.12.2015, καταληκτική δε ημερομηνία ανακοπών προσδιορίσθηκε η 18.01.2016. Ο ανακόπτων δεν ανήγγειλε την απαίτηση του και δεν περιελήφθη στην ανωτέρω Κατάσταση Δικαιούχων Απαιτήσεων από ασφάλιση ζωής. Σύμφωνα με το άρθρο 1 των ειδικών όρων του ασφαλιστηρίου, προβλεπόταν η δημιουργία αποταμιευτικού λογαριασμού του ασφαλισμένου, η αξία του οποίου «ισούται με το γινόμενο των κατανεμημένων στο ασφαλιστήριο μεριδίων του ΑΣΠΙΣ Εσωτερικό Μεταβλητό Κεφάλαιο επί την τιμή της αξίας εξαγοράς του μεριδίου, όπως αυτή ανακοινώνεται δια μέσω του τύπου από τον ασφαλιστή», ενώ σύμφωνα με τα άρθρα 2 και 3 των ειδικών όρων, στη λήξη της ασφάλειας ο ασφαλισμένος μπορούσε να λάβει είτε την αξία του ως άνω αποταμιευτικού λογαριασμού, είτε, σε περίπτωση που η αξία του αποταμιευτικού λογαριασμού υπολείπεται της ελάχιστης αξίας λήξης, την τελευταία. Η εγγυημένη ελάχιστη αξία λήξης, που είχε συμφωνηθεί μεταξύ των συμβαλλομένων ανερχόταν στο ποσό των 56.423,95 ευρώ. Περαιτέρω, από το άρθρο 8 προβλεπόταν η εξαγορά του ασφαλιστηρίου με τη συμπλήρωση 3 ετών από την έναρξη του, το ύψος της οποίας ισούται με το γινόμενο του αριθμού των πιστωμένων στο ασφαλιστήριο μεριδίων επί την αξία εξαγοράς του μεριδίου κατά την ημερομηνία λήψης της αίτησης εξαγοράς από τον ασφαλιστή, μείον τα αναλογούντα διαχειριστικά έξοδα. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι δεν υπήρχε καμία πρόβλεψη στο ασφαλιστήριο για την περίπτωση λύσης της καθ' ης εξαιτίας ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της, οπότε, τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 29 παρ. 4 του ν. 2496/1997, σύμφωνα με το οποίο, σε κάθε περίπτωση λύσης της ασφαλιστικής σύμβασης, ο ασφαλιστής υποχρεούται να αποδώσει την αξία εξαγοράς που συμφωνήθηκε. Στην προκειμένη, όμως, περίπτωση θα ήταν αντίθετο προς τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, να συνδεθεί η αυτοδίκαιη λύση της ασφαλιστικής σύμβασης με το προβλεφθέν στα πλαίσια ομαλής εξέλιξης της ασφαλιστικής σχέσης δικαίωμα εξαγοράς του άρθρου 8 των ειδικών όρων. Το τελευταίο δικαίωμα τελούσε υπό την προστασία που παρείχε το άρθρο 3 περί εγγυημένης ελάχιστης αξίας λήξης και επομένως ο ασφαλισμένος θα ασκούσε το δικαίωμα εξαγοράς μόνο στην περίπτωση που η αποταμιευτική αξία του λογαριασμού του υπερέβαινε τα καταβληθέντα από αυτόν ασφάλιστρα, άλλως θα υφίστατο απώλεια στο καταβληθέν κεφάλαιο του» Επομένως, στα πλαίσια ομαλής εξέλιξης της μεταξύ τους συμβατικής σχέσης, ο ασφαλισμένος θα ανέμενε τη λήξη της ασφάλισης, προκειμένου να λάβει την τυχόν μεγαλύτερη αξία του αποταμιευτικού του λογαριασμού ή σε αντίθετη περίπτωση την ελάχιστη αξία λήξης, που εγγυόταν τη μη απώλεια του καταβληθέντος κεφαλαίου του. Η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του ασφαλισμένου στην ως άνω εγγυημένη ελάχιστη αξία λήξης, που συνιστά έναν από τους βασικούς, αν όχι τον βασικότερο λόγο σύναψης αυτής της ασφαλιστικής σύμβασης, δεν μπορεί ν' ανατραπεί και να διαψευσθεί σε περίπτωση λύσης της ασφαλιστικής επιχείρησης λόγω ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της, δηλαδή για αιτία αναγόμενη αποκλειστικά σε δική της υπαιτιότητα και όχι σε υπαιτιότητα του ασφαλισμένου. Ως εκ τούτου, η προβλεπόμενη από το άρθρο 3 των ειδικών όρων του ασφαλιστηρίου εγγυημένη ελάχιστη λήξης, που προβλέπεται για τη συμβατική λήξη του ασφαλιστηρίου, θα πρέπει κατά τις αρχές της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών να εφαρμοσθεί και στη μη ρυθμιζόμενη από τις συμβάσεις περίπτωση της λύσης της καθ' ης συνεπεία ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της, οπότε λύεται αυτοδικαίως η ασφαλιστική σύμβαση από αποκλειστική υπαιτιότητα της καθ' ης. Συνεπώς, η απαίτηση του ανακόπτοντος ανέρχεται, στο ποσό των 13.237,26 ευρώ, ίσο με το αντίστοιχο ποσό ασφαλίστρων που κατέβαλε από την έναρξη της ασφάλισης έως και την ημέρα ανάκλησης της άδειας λειτουργίας της καθ' ης (βλ. το από 2.6.2017 έγγραφο της ασφαλιστικής εκκαθαρίστριας της καθ' ης, ..., που προσκομίζει ο ανακόπτων) και πρέπει ν' αναγνωρισθεί η απαίτηση αυτή, ώστε να επαληθευθεί και να συμπεριληφθεί σε μεταγενέστερες διανομές του προϊόντος της ασφαλιστικής εκκαθάρισης της καθ' ης, δηλαδή εκτός της διανομής που θα λάβει χώρα βάσει της από 20.11.15 κατάστασης Δικαιούχων Απαιτήσεων από ασφάλιση ζωής της καθ' ης.

 

Πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτή η ανακοπή και να συμψηφισθούν συνολικά τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων, λόγω του ότι η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρο 19 ΚΠολΔ).

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι έκρινε απορριπτέο.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ την ανακοπή.

 

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ τον ανακόπτοντα ως δικαιούχο ασφάλισης ζωής για το υπ' αριθ. Δ-... ασφαλιστήριο συμβόλαιο ζωής «ASPIS BOND ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ», στο ποσό των 13.237,26 ευρώ, ώστε να επαληθευθεί και να συμπεριληφθεί σε μελλοντικές διανομές του προϊόντος της ασφαλιστικής εκκαθάρισης της καθ' ης η ανακοπή, δηλαδή εκτός της διανομής που θα λάβει χώρα βάσει της από 20.11.2015 Κατάστασης Δικαιούχων Απαιτήσεων από ασφάλιση ζωής.

 

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ συνολικά τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διάδικων.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στην Αθήνα, την 23 Ιανουαρίου 2018, με απόντες τους διαδίκους και τον πληρεξούσιο δικηγόρο της αιτούσας.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

                              [ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ]

 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»