ΜΠρΑθ 3404/2014

 

 

Καταχρηστική μετάθεση και απόλυση εργαζομένου -.

 

Μετάθεση εργαζομένου χωρίς να λαμβάνονται υπόψιν τα συμφέροντά του: συνιστά καταχρηστική άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη και επομένως μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας. Δικαιώματα εργαζομένου επί καταχρηστικής μετάθεσης. Καταχρηστική η καταγγελία της σύμβασης εργασίας, όταν έγινε από τον εργοδότη εξαιτίας της άρνησης του εργαζομένου να αποδεχθεί μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας. Η τρίμηνη αποκλειστική προθεσμία για κάθε αξίωση του εργαζομένου από άκυρη καταγγελία της σχέσης εργασίας άρχεται, εφόσον πρόκειται για καταγγελία με προμήνυση, από τη λήξη της προθεσμίας προμήνυσης. Μόνη η άκυρη απόλυση του μισθωτού δεν συνιστά καθεαυτή προσβολή της προσωπικότητάς του. Σε περίπτωση καθυστέρησης ή μη καταβολής οφειλόμενων νόμιμων αποδοχών, δεν παρέχεται στον εργαζόμενο αγωγή αποζημίωσης από αδικοπραξία. Έναρξη τόκων υπερημερίας επί δεδουλευμένων αποδοχών, μισθών υπερημερίας, επιδομάτων εορτών και αδείας. Καταχρηστική η εκ μέρους του εργοδότη καταγγελία της σύμβασης εργασίας, που έγινε λόγω της άρνησης του εργαζομένου να συμμορφωθεί με απόφαση μετάθεσης, συνιστώσα μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας. Διένεξη της εργαζόμενης με την υπεύθυνη καταστήματος πώλησης ενδυμάτων, εξαιτίας των έντονων πιέσεων της τελευταίας προς την εργαζόμενη να απασχολείται πέραν του μειωμένου λόγω μητρότητας ωραρίου. Μετάθεση της εργαζόμενης με πραγματικό απώτερο σκοπό την εξουθένωσή της και την εξώθησή της σε παραίτηση, χωρίς να εξυπηρετούνται οι ανάγκες της επιχείρησης και χωρίς να ληφθούν υπόψιν οι ατομικές και οικογενειακές ανάγκες και υποχρεώσεις της εργαζόμενης (μητέρας τριών ανήλικων τέκνων). Ηθική και επαγγελματική μείωση της εργαζομένης, λόγω καταχρηστικής μετάθεσης. Χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Καταχρηστική η καταγγελία της σύμβασης εργασίας, εφόσον έγινε από ταπεινά ελατήρια και λόγους εκδίκησης, διότι η εργαζόμενη διαμαρτυρήθηκε και διαφώνησε στην καταχρηστική μετάθεσή της.

 

Αριθμός απόφασης 3404/2014

 

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

 

(ειδική διαδικασία εργατικών διαφορών)

 

        ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Μαρία Σκολαρίκη, Πρωτοδίκη, που ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου Αθηνών και από τη Γραμματέα Αικατερίνη Σπυροπούλου.

 

        ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του, στις 18 Σεπτεμβρίου 2014, προκειμένου να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

        ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΥΣΑΣ: ..., κατοίκου Πειραιά (οδός ...), η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο μετά του πληρεξούσιου της δικηγόρου, Διονυσίου Μπαράτη, ο οποίος κατέθεσε έγγραφες προτάσεις.

 

        ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Ανώνυμης Εταιρίας με τη επωνυμία «ZIC ZAC (ΖΙΚ ΖΑΚ ) - ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΙΑ ΕΙΔΩΝ ΕΝΔΥΣΗΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ», που εδρεύει στο Ίλιον Αττικής (οδός Φαιστού αρ. 5), νόμιμα εκπροσωπούμενης, η οποία εκπροσωπήθηκε στο Δικαστήριο διά του πληρεξούσιου δικηγόρου της Λεωνίδα Θεοδώρου, ο οποίος κατέθεσε έγγραφες προτάσεις.

 

        Η ενάγουσα ζητεί να γίνει δεκτή η από 23.10.2013 αγωγή της, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης δικογράφου 141749/5015/2013, προσδιορίστηκε αρχικά να συζητηθεί για τη δικάσιμο της 05.03.2014 και μετ' αναβολή για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας, όπου και γράφτηκε στο οικείο πινάκιο υπό τον αριθμό ΧΚΒ-...

 

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης, οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτά, όσα αναφερόνται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.

 

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

 

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

        Κατά το άρθρο 652 ΑΚ ο εργοδότης έχει το διευθυντικό δικαίωμα να ρυθμίζει κάθε θέμα που ανάγεται στην οργάνωση και λειτουργία της επιχείρησης του προκειμένου να επιτύχει τους εν γένει σκοπούς της, περιοριζόμενος μόνο από το νόμο και τους όρους της σύμβασης, όπως αυτή ερμηνεύεται κατά την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη. Κατά, δε, το άρθρο 7 εδ. α' του Ν. 2112/1920, κάθε μονομερής μεταβολή των όρων της υπαλληλικής συμβάσεως, που βλάπτει τον υπάλληλο, θεωρείται ως καταγγελία αυτής, για την οποία ισχύουν οι διατάξεις του νόμου αυτού. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι η εκ μέρους του εργοδότη μονομερής και βλαπτική για τον εργαζόμενο μεταβολή των όρων της σύμβασης του δεν επιφέρει την λύση αυτής, ούτε υποχρεώνει τον μισθωτό ν' αποχωρήσει από την εργασία του, αλλά παρέχει σ' αυτόν το δικαίωμα είτε ν΄ αποδεχθεί ρητά ή σιωπηρά την μεταβολή και να παραμείνει στην εργασία του, καταρτίζοντας έτσι με τον εργοδότη του νέα σύμβαση (άρ. 361 ΑΚ) είτε να θεωρήσει την μεταβολή ως άτακτη καταγγελία της σύμβασης από τον εργοδότη και αποχωρώντας από την εργασία του ν' αξιώσει την οφειλομένη αποζημίωση, είτε ν' αποκρούσει την μεταβολή και να συνεχίσει να προσφέρει την εργασία του υπό τους αρχικούς όρους αξιώνοντας την τήρηση τους, οπότε, εάν ο εργοδότης αποκρούσει την παροχή εργασίας με τους όρους αυτούς, καθίσταται υπερήμερος και ο μισθωτός δικαιούται ν απαιτήσει μισθούς υπερημερίας, είτε εκφράζοντας την αντίθεση του προς την επελθούσα εις βάρος του μεταβολή, να παράσχει την νέα εργασία του και να προσφύγει στο δικαστήριο, ζητών να υποχρεωθεί ο εργοδότης του να τον απασχολεί σύμφωνα με τους προ της μεταβολής όρους. Μονομερής μεταβολή θεωρείται κάθε τροποποίηση από τον εργοδότη των όρων εργασίας χωρίς τη συναίνεση του μισθωτού και χωρίς να έχει τέτοιο δικαίωμα ο ίδιος από τη σύμβαση, το νόμο ή τον τυχόν υπάρχοντα κανονισμό εργασίας της επιχειρήσεως. Για την εφαρμογή δε της εν λόγω διατάξεως απαιτείται η μονομερής μεταβολή των όρων εργασίας να είναι βλαπτική για τον εργαζόμενο, δηλαδή να προκαλεί σ' αυτόν άμεσα ή έμμεσα υλική ή και ηθική μόνο ζημία. Μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων αυτών μπορεί να αποτελέσει και η μετάθεση του μισθωτού σε άλλο τόπο από εκείνο που παρέχει την εργασία του, εφόσον έχει συμφωνηθεί το αμετάθετο ή έχει ανατεθεί στον υπάλληλο εργασία κατώτερη από εκείνη που πρόσφερε κατά τους όρους της συμβάσεως εργασίας, η οποία συνδέει το μισθωτό με τον εργοδότη του. Σε περίπτωση όμως που η ανωτέρω μονομερής μεταβολή δεν είναι αντίθετη στο νόμο και τους όρους της συμβάσεως και γίνεται κατ' ενάσκηση του διευθυντικού δικαιώματος του εργοδότη, τότε ο εργαζόμενος προστατεύεται μόνο από τη διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ, η οποία απαγορεύει την καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος. Τέτοια καταχρηστική άσκηση υπάρχει όταν ο εργοδότης, ο οποίος διατηρεί περισσότερα καταστήματα για τις ανάγκες της επιχείρησης του σε διάφορους τόπους και έχει το δικαίωμα από τον κανονισμό εργασίας να μεταθέσει το μισθωτό σε κατάστημα που βρίσκεται σε άλλον τόπο από εκείνον στο οποίον υπηρετεί αυτός, δεν λαμβάνει υπόψη του τα συμφέροντα του μισθωτού, και ειδικότερα την κατάσταση της υγείας του, τις ατομικές και οικογενειακές του ανάγκες και υποχρεώσεις, και την μακροχρόνια παραμονή του σε ορισμένο τόπο και τη συνεπεία αυτής δημιουργία ορισμένων συνθηκών διαβίωσης, σε συνδυασμό με τη δυνατότητα μετακίνησης άλλου υπαλλήλου που μπορεί να ασκήσει το ίδιο αντικείμενο εργασίας και δεν αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας, ο οποίος και πρέπει να προτιμάται για τη μετάθεση, αν εξυπηρετούνται έτσι οι λειτουργικές ανάγκες της επιχείρησης, ώστε να μην επιλέγονται εργαζόμενοι, για τους οποίους η εφαρμογή του συγκεκριμένου μέτρου έχει προφανώς επαχθέστερες συνέπειες, διότι αλλιώς πρόκειται για ενέργεια που αντίκειται εκδήλως στην καλή πίστη και συνιστά καταχρηστική άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος και επομένως μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας. Από δε τις διατάξεις των άρθρων 7 του ν. 2112/1920 και 288, 361, 648, 652 ΑΚ, προκύπτει ότι η μονομερώς επιχειρούμενη από τον εργοδότη βλαπτική μετάθεση ή μετακίνηση του μισθωτού από μία θέση σε άλλη, παρέχει στον τελευταίο το δικαίωμα να αξιώσει την επαναφορά του στην προηγούμενη θέση, ενώ στην περίπτωση της καταχρηστικής άσκησης του διευθυντικού δικαιώματος η σχετική απόφαση περί μετάθεσης του μισθωτού είναι, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 174, 180 Α.Κ. άκυρη και εντεύθεν έχει προσβληθεί η προσωπικότητα του μισθωτού, δικαιούται δε αυτός, εκτός από το να αξιώσει την άρση της παρανομίας με την επαναφορά του στην προηγούμενη κατάσταση, και την κατά τις διατάξεις των άρθρων 57, 59 ΑΚ επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, που υπέστη λόγω της ηθικής ή επαγγελματικής μείωσης του, αφού έχει λάβει χώρα παράνομη προσβολή της προσωπικότητας του (βλ. ΑΠ 181/2001 ΕλλΔνη 2001. 1593, ΑΠ 1158/2001 ΕλλΔνη 44.453, ΕφΑΘ 3210/2003 ΕλλΔνη 45.226, ΕφΑΘ 1333/ 2002 ΕλλΔνη 44.452, ΕφΑΘ 3195/2003 ΕλλΔνη 45.546, ΕφΑΘ. 2364/1998 ΕλλΔνη 40.398, Στυλιανό Γ. Βλαστό, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, 2012, σελ. 535 επ). Εξάλλου, η κατά το άρθρο 669 ΑΚ καταγγελία συμβάσεως εργασίας αόριστου χρόνου είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοττ γι' αυτό, δεν είναι απαραίτητο να δικαιολογείται από εκείνον που προβαίνε (καταγγελία). Αποτελεί όμως άσκηση δικαιώματος και, κατά συνέπεια, στους περιορισμούς του άρθρου 281 του ΑΚ, δηλαδή δεν πρέπει να υπέχει όρια που επιβάλλονται από την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή τον οικονομικό κοινωνικό σκοπό του δικαιώματος, διότι διαφορετικά είναι άκυρη και θεωρείται σαν να μην έγινε (άρθρα 174, 180 ΑΚ), οπότε ο εργοδότης, αρνούμενος τις υπηρεσίες του εργαζομένου, καθίσταται υπερήμερος και υποχρεούται στην καταβολή προς αυτόν του μισθού του, κατά τα άρθρα 349, 350 και 656 του ΑΚ. Θεωρείται δε ως καταχρηστική η καταγγελία και όταν αυτή έγινε από τον εργοδότη ένεκα της αρνήσεως του εργαζομένου να αποδεχθεί μονομερή σε βάρος του βλαπτική μεταβολή των συμβατικών όρων (ΑΠ 1407/2009, ΔΕΝ 66.994, Στυλιανό Γ. Βλαστό, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, 2012, σελ. 706 επ.). Τέλος, κατά τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 1 Ν. 3198/1955 «περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των περί καταγγελίας της σχέσεως εργασίας διατάξεων», κάθε αξίωση μισθωτού που πηγάζει από άκυρη καταγγελία της σχέσης εργασίας είναι απαράδεκτη, εφόσον η σχετική αγωγή δεν κοινοποιήθηκε εντός τρίμηνης ανατρεπτικής προθεσμίας από τη λύση της σχέσης εργασίας. Η ως άνω διάταξη αναφέρεται, κατά το σαφές γράμμα της, τόσον στην τακτική με προμήνυση καταγγελία όσον και στην άτακτη καταγγελία της συμβάσεως εργασίας. Στην τακτική όμως καταγγελία η σχέση λύεται αφότου περάσει το διάστημα της προμηνύσεως (προειδοποιήσεως) στη χρονολογία που ορίζεται, αφού στο διάστημα αυτό η σχέση λειτουργεί και οι υποχρεώσεις και τα δικαιώματα των μερών παραμένουν ακέραια. Επομένως, αφετηρία της τρίμηνης αποσβεστικής προθεσμίας για τις αξιώσεις του μισθωτού, που ως γενεσιουργό αιτία έχουν την ακυρότητα της γενόμενης καταγγελίας της έγκυρης σύμβασης εργασίας, είναι η επόμενη ημέρα της κοινοποιήσεως του εγγράφου της καταγγελίας και εφόσον πρόκειται για άμεση, τακτική, καταγγελία με προειδοποίηση, η τρίμηνη αποσβεστική προθεσμία έχει ως αφετηρία τη λήξη της προθεσμίας οπότε και ολοκληρώνεται η καταγγελία (ΑΠ 1171/2006, ΝΟΜΟΣ).

 

        Με την υπό κρίση αγωγή της η ενάγουσα εκθέτει στην αγωγή, καθώς εκτιμάται το περιεχόμενο του δικογράφου αυτής, ότι την 23.05.2006 προσελήφθη με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου από την εναγομένη, η οποία δραστηριοποιείται στο χώρο της κατασκευής και εμπορίας ρούχων, προκειμένου να εργαστεί ως πωλήτρια στο κατάστημα της στον Πειραιά. Ότι μετά από διαδοχικές ανανεώσεις η σύμβαση της ετράπη σε αορίστου χρόνου. Ότι, παρότι παρείχε προσηκόντως και ανελλιπώς την εργασία της στο κατάστημα αυτό, της ανακοινώθηκε από την εναγομένη, μονομερώς, η μετάθεση της στο κατάστημα της τελευταίας στο Χαλάνδρι. Ότι η μετάθεση αυτή ήταν καταχρηστική και συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας της διότι έγινε από ταπεινά αίτια, και δη διότι αρνούνταν να παραμείνει στο κατάστημα πέραν του νομίμου ωραρίου παρά τις συνεχείς παραινέσεις της υπευθύνου του καταστήματος, και όχι για την κάλυψη πραγματικών αναγκών της επιχείρησης, ενώ δεν λήφθηκαν υπόψη η οικονομικές και οικογενειακές της υποχρεώσεις, η απόσταση από την οικία της και η πολυετής απασχόληση στην επιχείρηση της εναγομένης, σε σχέση και με άλλους συναδέλφους της. Ότι μολονότι αρχικά διαμαρτυρήθηκε έντονα στην ως άνω μετάθεση εμφανίστηκε κανονικά στο κατάστημα της εναγομένης και παρέσχε κανονικά τις υπηρεσίες της. Ότι στις 03.07.2013, σε απάντηση της πιο πάνω διαμαρτυρίας της, η εναγομένη κατήγγειλε εγγράφως με προειδοποίηση τριών μηνών την εργασιακή της σύμβαση και ταυτόχρονα της απεύθυνε εξώδικη δήλωση, με την οποία την ενημέρωνε για τη μετάθεση της στο κατάστημα της στο Χαλάνδρι. Ότι η καταγγελία αυτή είναι άκυρη ως καταχρηστική, διότι έγινε επειδή η ίδια δεν αποδέχθηκε εξαρχής την πιο πάνω βλαπτική μεταβολή των όρων της εργασίας της και δεν δικαιολογείται (η καταγγελία) από το καλώς εννοούμενο συμφέρον της εναγομένης, αφού δεν σχετίζεται με την κάλυψη πραγματικών αναγκών της επιχείρησης ούτε δικαιολογείται από τη συμπεριφορά της ίδιας (της ενάγουσας), η οποία παρείχε προσηκόντως και ανελλιπώς τις υπηρεσίες της επί επτά συναπτά έτη και διατηρούσε άριστες σχέσεις με όλους τους συναδέλφους της. Ότι η απόλυση της είναι άκυρη και για τον πρόσθετο λόγο ότι η αποζημίωση που της καταβλήθηκε υπολειπόταν της νόμιμης. Ότι, για το λόγο αυτό, η εναγομένη κατέστη υπερήμερη περί την αποδοχή των υπηρεσιών της και της οφείλει μισθούς υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από 03.10.2013 (ημερομηνία λήξης της προθεσμίας που είχε οριστεί στην προμήνυση) έως την 03.03.2014, ήτοι για χρονικό διάστημα 5 μηνών. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζητεί κατ' εκτίμηση του αγωγικού αιτήματος και μετά το νομότυπο με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου της δικηγόρου στο ακροατήριο, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, καθώς και με τις προτάσεις της σύμφωνα με τα άρθρα 223, 224, 298 ΚΠολΔ, περιορισμό του αιτήματος της αναφορικά με το κονδύλι του επιδόματος Χριστουγέννων: Α) Να αναγνωριστεί η, για τους ανωτέρω λόγους, ακυρότητα της καταγγελίας της εργασιακής της σύμβασης. Β) Να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει α) το ποσό των 5.400,25 ευρώ, άλλως το ποσό των 3.809,55 ευρώ για μισθούς υπερημερίας, με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους μηνιαία παροχή καθίσταται ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση β) το ποσό των 606,94 ευρώ, άλλως το ποσό των 275,55 ευρώ για επίδομα Χριστουγέννων, με το νόμιμο τόκο από την 21.12.2013, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, και γίνεται το ποσό των 2.958,14 ευρώ για διαφορές δεδουλευμένων αποδοχών κατά χρονικό διάστημα από Μάιο του έτους 2012 έως Σεπτέμβριο του έτους 2013, νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους ποσό κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Επικουρικά, για την περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι η επίδικη έννομη σχέση δε συνιστά έγκυρη σύμβαση εργασίας, ζητεί (το αίτημα περιέχεται στο ιστορικό της αγωγής) τα ανωτέρω ποσά με βάση τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, επικαλούμενη ότι η εναγομένη κατέστη αδικαιολογήτως πλουσιότερη σε βάρος της δεδομένου ότι τα άνω ποσά θα κατέβαλε σε άλλο μισθωτό, με τα ουσιαστικά και τυπικά προσόντα και την εμπειρία τη δική της κατά το επίδικο χρονικό διάστημα. Γ) Να αναγνωριστεί η ακυρότητα της μετάθεσης της στο κατάστημα του Χαλανδρίου χαρακτηριζόμενης ως μονομερούς βλαπτικής μεταβολής των όρων της σύμβασης εργασίας της, Ε) Να υποχρεωθεί η εναγομένη να την απασχολεί με τις αυτές εργασιακές συνθήκες ως και προ της άνω καταγγελίας και μετάθεσης, επ' απειλή χρηματικής ποινής σε βάρος της ποσού 3000 ευρώ σε περίπτωσης παραβίασης της ως άνω υποχρέωσης της, και ΣΤ) να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει το ποσό των 3.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που υπέστη από την προσβολή της προσωπικότητας της συνεπεία της μονομερούς βλαπτικής μεταβολής των συνθηκών εργασίας της (μετάθεση), καθώς και της άκυρης απόλυσης της. Επικουρικά, για την περίπτωση που κριθεί έγκυρη η επίδικη καταγγελία ζητεί να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλει ως διαφορά αποζημίωσης απόλυσης το ποσό των 742,10 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από της απολύσεως της, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Τέλος, ζητεί να κηρυχθεί η εκδοθησομένη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί η αντίδικος στην καταβολή των δικαστικών της εξόδων. Με αυτό το περιεχόμενο και αιτήματα η αγωγή, που ασκήθηκε μέσα στην προβλεπόμενη από το άρθρο 6 παρ. 1 του ν. 3198/1955 τρίμηνη αποσβεστική προθεσμία, δεδομένου ότι η επικαλούμενη προειδοποίηση για την καταγγελία της εργασιακής σύμβασης της ενάγουσας έλαβε χώρα στις 03.07.2013, η δε προθεσμία της προειδοποίησης έληγε την 02.10.2013 και η κρινόμενη αγωγή κατατέθηκε στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου στις 24.10.2013 και επιδόθηκε στην εναγομένη την 01.11.2013, βλ. την υπ' αριθ. 7179 Β/01.11.2013 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών ...), αρμοδίως εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρα 14 παρ. 2, 16 αριθμ. 2, 25 του ΚΠολΔ), κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών των άρθρων 663 επ. του ίδιου Κώδικα), και είναι εν μέρει νόμιμη,  στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 174, 180, 281, 288, 299, 341, 345, 216, 349, 350, 361, 648, 653, 655, 656, 669, 914, 932 του ΑΚ, 1, 7 Ν. 2112/1920, 5, 6 Ν. 3198/1955, 74 παρ. 2 Ν. 3863/2010, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 17 του Ν. 3899/2010, 1 Ν. 1082/1980, 3, 4 παρ. 1, 5 του ΑΝ 539/1945, 3 παρ. 16 του Ν. 4504/1966 και 1 παρ. 3 του ΝΔ 4547/1966, 70, 176, 907, 908, 910, 946 ΚΠολΔ, καθώς και σ' εκείνες που αναφέρονται στη νομική σκέψη της παρούσας. Μη νόμιμα και ως εκ τούτου απορριπτέα είναι: α) το αγωγικό αίτημα που ερείδεται στις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού, καθόσον η αξίωση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό είναι επιβοηθητική, με την έννοια ότι μπορεί να ασκηθεί μόνο αν λείπουν ή αν είναι ανίσχυρες οι προϋποθέσεις της αξίωσης από σύμβαση ή αδικοπραξία, γιατί, σε αντίθετη περίπτωση, δεν μπορεί να γίνει λόγος για ανυπαρξία ή ελαττωματικότητα της νόμιμης αιτίας (ΟλΑΠ 22/2003, ΑΠ 16/2008, ΑΠ 923/2007 ΝΟΜΟΣ), εν προκειμένω δε η ενάγουσα δεν επικαλείται τυχόν ακυρότητα της εργασιακής της σύμβασης, β) το αίτημα για την καταβολή στην ενάγουσα χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης λόγω προσβολής της προσωπικότητας της αναφορικά με το σκέλος που ερείδεται στην άκυρη απόλυση, καθόσον: α) αφενός, μόνη η άκυρη απόλυση του μισθωτού είτε για τυπικούς λόγους είτε λόγω παραβάσεως του άρθρου 281 ΑΚ δεν συνιστά καθαυτή προσβολή της προσωπικότητας αυτού, ώστε να μπορεί να θεμελιώσει κατά τα άρθρα 59 και 932 του ΑΚ αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, εκτός αν συντρέχουν και άλλα περιστατικά που συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας του εργαζομένου (ΑΠ 1540/2006, ΝΟΜΟΣ, ΕφΑΘ 5592/1999 ΕλλΔνη 2000.1402), τα οποία ουδόλως επικαλείται εν προκειμένω η ενάγουσα, β) αφετέρου, η παράλειψη του υπόχρεου προς πληρωμή μισθών δεν οδηγεί στην απώλεια τους και συνεπώς δεν συνιστά αδικοπραξία, η οποία να αποκαθίσταται κατά τις διατάξεις των άρθρων 297-298 και 914 επ. ΑΚ, εξαιτίας ελλείψεως ζημίας, ούτε βρίσκει, νόμιμο έρεισμα η σχετική αξίωση στις διατάξεις για την αδικοπραξία από το λόγο, ότι κατά το άρθρο μόνο παρ. 1 του α.ν. 690/1945 ανάγεται σε ποινικό αδίκημα η παράλειψη του εργοδότη να εκπληρώσει την υποχρέωση του από τη σχέση εργασίας προς πληρωμή του μισθού, συνεπώς, σε περίπτωση καθυστερήσεως ή μη καταβολής οφειλομένων νόμιμων αποδοχών, δεν παρέχεται στον υπάλληλο αγωγή αποζημιώσεως από αδικοπραξία, αλλά ευθεία αγωγή από το νόμο για την πληρωμή των αποδοχών αυτών (βλ. ΑΠ 259/1981 ΝοΒ 29.1486, ΕΦΑΘ 7982/2000 ΕλλΔνη 2002.806, ΕφΘεσ 3200/1998 ΔΕΕ 1999.429). Κατά τα άλλα, νόμιμο είναι το παραπάνω αίτημα καθ'ο μέρος στηρίζεται στην προσβολή της προσωπικότητας λόγω της επικαλούμενης μονομερούς βλαπτικής μεταβολής. Περαιτέρω, όσον αφορά την τοκοδοσία των επίδικων επιμέρους αξιώσεων της ενάγουσας πρέπει να λεχθούν τα εξής: οι δεδουλευμένες αποδοχές και μισθοί υπερημερίας τοκοφορούν από την πρώτη του επόμενου μήνα από εκείνον που αφορούν (άρθρα 341, 345, 655 ΑΚ), για τα επιδόματα δώρων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα καθώς και το επίδομα αδείας, που τάσσεται από τον νόμο (άρθρα 10 της ΥΑ 19040/1981, που εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση του Ν. 1082/1980, 4 παρ. 1 του ΑΝ 539/1945, του Ν. 4504/1961 και 1 παρ. 3 του ΝΔ 4547/1966) επακριβώς καθορισμένη ημέρα καταβολής (η 31η Δεκεμβρίου, η 30ή Απριλίου, και η τελευταία το αργότερο ημέρα του οικείου έτους αντιστοίχως), νόμιμος τόκος οφείλεται από την παρέλευση της αντίστοιχης δήλης ημέρας καταβολής (ΟλΑΠ 39-40/2002, ΑΠ 945/2001, ΕΕργΔ 2002.168). Θα πρέπει, λοιπόν, η κρινόμενη αγωγή να ερευνηθεί ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

 

Από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης (ενός από κάθε διάδικο μέρος), που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, και οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά συνεδρίασης αυτού, απ' όλα τα έγγραφα που προσκομίζονται με επίκληση από τους διαδίκους, άλλα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 339 και 395 ΚΠολΔ), για μερικά των οποίων θα γίνει αναφορά κατωτέρω, χωρίς, όμως, να παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, την υπ' αριθμ. 408/04.03.2014 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα της ενάγουσας, ..., η οποία λήφθηκε, κατά την ανωτέρω ημεροχρονολογία (04.03.2014) και ώρα 09.15, ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιά ..., κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης, ήτοι προ είκοσι τεσσάρων (24) τουλάχιστον ωρών (άρθρο 671 παρ. 1 ΚΠολΔ) κλήτευσης της εναγομένης, (βλ. την υπ' αριθ. 7179 Β /01.11.2013 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών ...), την υπ' αριθμ. 4.450/04.03.2014 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος της εναγομένης, ..., η οποία λήφθηκε, κατά την ανωτέρω ημεροχρονολογία (04.03.2014) και ώρα 15.00, ενώπιον του Πειραιώς ..., κατόπιν νομότυπης και εμπρόθεσμης, ήτοι προ είκοσι τεσσάρων (24) τουλάχιστον ωρών (άρθρο 671 παρ. 1 ΚΠολΔ) κλήτευσης της ενάγουσας, (βλ. την υπ'αριθ. 997/26.02.2014 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιά ... αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:

 

Η ενάγουσα προσλήφθηκε, όπως συνομολογείται από την εναγομένη (άρθρο 352 παρ. 1 του ΚΠολΔ), με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου, την 23.05.2006, από την εναγόμενη ανώνυμη εταιρία, που έχει ως αντικείμενο δραστηριοτήτων την παραγωγή και εμπορία ειδών ένδυσης, με το διακριτικό τίτλο ZIC ZAC. Η εν λόγω σύμβαση εργασίας μετά από διαδοχικές ανανεώσεις ετράπη τελικά σε αορίστου χρόνου. Η ενάγουσα τοποθετήθηκε ως πωλήτρια σε ένα από τα καταστήματα που διατηρεί η εναγομένη για τις ανάγκες της επιχείρησης της και συγκεκριμένα στο κατάστημα του Πειραιά, ενώ κατά το επίδικο χρονικό διάστημα απασχολούνταν με μειωμένο ωράριο λόγω μητρότητας κατά τα προβλεπόμενα στο νόμο. Σημειώνεται, ότι δυνάμει όρου της ατομικής σύμβασης εργασίας της ως τόπος παροχής της εργασίας συμφωνήθηκε ότι μπορεί να είναι όλα τα καταστήματα ή και υποκαταστήματα της εταιρίας όπου έχει θέση απασχόλησης ή έννομο συμφέρον η εταιρία. Τα ανωτέρω δεν αμφισβητήθηκαν ειδικά από την εναγομένη (άρθρο 261 ΚΠολΔ). Περαιτέρω, στο κατάστημα που απασχολούνταν η ενάγουσα στον Πειραιά, εργάζονταν μαζί με την τελευταία κατά την επίδικη περίοδο άλλα δύο άτομα, η ... ως υπεύθυνη του καταστήματος και η ..., πωλήτρια, ήτοι, μαζί με την ενάγουσα, συνολικά τρία άτομα. Τον Ιούνιο του έτους 2013 η εναγομένη τοποθέτησε στο ως άνω κατάστημα του Πειραιά την ..., σε αντικατάσταση της έως τότε υπεύθυνης. Οι σχέσεις της ενάγουσας με την νέα υπεύθυνη του καταστήματος δεν εξελίχθηκαν ομαλά λόγω των συνεχών πιέσεων εκ μέρους της τελευταίας να απασχολείται και πέραν του μειωμένου λόγω μητρότητας ωραρίου (βλ. μετ' επικλήσεως προσκομιζόμενο υπ' αριθ. πρωτ. 27020/09.11.2012 πίνακα προσωπικού). Αποκορύφωμα των διαταραγμένων σχέσεων υπήρξε μία έντονη διένεξη μεταξύ της υπεύθυνης και της ενάγουσας περί τα τέλη Ιουνίου του ίδιου ως άνω έτους με αφορμή το πρόγραμμα των καλοκαιρινών αδειών του καταστήματος, μετά την οποία η υπεύθυνη του καταστήματος ενημέρωσε τη διεύθυνση της εναγομένης. Ακολούθως, την ίδια ημέρα που έλαβε χώρα η εν λόγω διένεξη η εναγομένη δια των εκπροσώπων της ανακοίνωσε προφορικά στην ενάγουσα τη μετάθεση της στο κατάστημα του Χαλανδρίου. Η ενάγουσα διαμαρτυρήθηκε έντονα για την ως άνω απόφαση της εναγομένης, ενώ την 02.07.2013, μία ημέρα μετά την ως άνω ανακοίνωση, μετέβην κανονικά στο κατάστημα του Πειραιά, επιμένοντας να προσφέρει τις υπηρεσίες της εκεί. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι την 03.07.2013 η ενάγουσα εμφανίστηκε στο κατάστημα του Χαλανδρίου επιλέγοντας τελικά να παράσχει τις υπηρεσίες της στο νέο τόπο εργασίας της και να προσφύγει μελλοντικά στην Επιθεώρησης Εργασίας, αλλά και δικαστικώς για την επελθούσα μεταβολή των συνθηκών εργασίας της. Ωστόσο, η εναγομένη δια των εκπροσώπων της, την ίδια ημέρα (03.07.2013), προέβη σε καταγγελία της εργασιακής σύμβασης της ενάγουσας με προειδοποίηση τριών μηνών και συγχρόνως της απεύθυνε εξώδικη - δήλωση με την οποία της γνωστοποιούσε και εγγράφως, πλέον, την μετάθεση της στο κατάστημα του Χαλανδρίου. Με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά και ιδίως από την χρονική ακολουθία με την οποία αυτά εκτυλίχθηκαν καθίσταται σαφές ότι η ως άνω καταγγελία της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας έγινε καταχρηστικά λόγω της άρνησης της να συμμορφωθεί με την απόφαση της εναγομένης να την μεταθέσει στο υποκατάστημα της στο Χαλάνδρι, απόφαση, συνιστάμενη, ταυτόχρονα, κατά την κρίση του παρόντος Δικαστηρίου, μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας της ενάγουσας. Συγκεκριμένα, αποδείχθηκε ότι η εν λόγω απόφαση της εναγομένης να μεταθέσει την ενάγουσα από τον Πειραιά στο Χαλάνδρι δεν έγινε για την εξυπηρέτηση των αναγκών της επιχείρησης, καθόσον στη θέση της μετά την απομάκρυνση της από το κατάστημα του Πειραιά τοποθετήθηκε άλλο άτομο, στο δε κατάστημα Χαλανδρίου εργάζονταν ήδη την περίοδο εκείνη δύο πωλήτριες. ’λλωστε, η εναγομένη στην εξώδικη δήλωση - γνωστοποίηση που απεύθυνε στην ενάγουσα αναφερόταν αόριστα σε μετάθεση «.... για κάλυψη των αναγκών της εταιρίας .... και μέχρι γνωστοποίηση νεωτέρας», χωρίς να προσδιορίζει τι είδους έκτακτες ανάγκες καλούνταν η ενάγουσα να καλύψει στο νέο τόπο εργασίας. Στη, δε, εξωδικαστική συζήτηση της ένδικης διαφοράς ενώπιον της Επιθεώρησης Εργασίας, επί της οποίας συντάχθηκε το υπ' αριθμ. 365/05.08.2013 δελτίο εργατικής διαφοράς του Τμήματος Κοινωνικής Επιθεώρησης Πειραιά, η εμφανισθείσα, ενταύθα, εκπρόσωπος της εναγομένης παραδέχτηκε ότι η μετάθεση της ενάγουσας έγινε λόγω του προαναφερόμενου έντονου επεισοδίου που εκτυλίχθηκε με την υπεύθυνη του καταστήματος και της εντεύθεν ανάγκης να απομακρυνθεί η μία εκ των δύο από το κατάστημα για λόγους εκτόνωσης της ατμόσφαιρας. Εξάλλου, η μετάθεση της ενάγουσας συνιστά μονομερή βλαπτική ενέργεια της εναγομένης και για το λόγο ότι η μετάβαση της πλέον στη νέα της θέση (Χαλάνδρι) και η επιστροφή στην οικία της (Πειραιά) θα απαιτούσε πολύ χρόνο ημερησίως (δύο ώρες κατά μέσο όρο με μέσα συγκοινωνίας) και επί πλέον σημαντική οικονομική επιβάρυνση αυτής, με δεδομένο μάλιστα ότι το ωράριο απασχόλησης κάποιες ημέρες της εβδομάδας ήταν διακεκομμένο. Η δε εναγομένη ουδόλως έλαβε υπόψη τις ατομικές και οικογενειακές ανάγκες και υποχρεώσεις της ενάγουσας (μητέρα τριών ανήλικων τέκνων), ενώ με την πρακτική της αυτή δεν απέδειξε ότι προσπάθησε να εξυπηρετήσει τις λειτουργικές ανάγκες τις επιχείρησης, αφού σε διαφορετική περίπτωση θα επέλεγε την μετακίνηση ενός άλλου υπαλλήλου της για τον οποίο η εφαρμογή του συγκεκριμένου μέτρου δεν θα είχε τόσο επαχθείς συνέπειες. Τουναντίον, η αποδείχθηκε ότι η μετάθεση της ενάγουσας συνιστά καταχρηστική άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος της εναγομένης, αφού η μονομερής αυτή μεταβολή έγινε καθ' υπέρβαση των ορίων που τάσσονται από την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και τον κοινωνικό σκοπό του δικαιώματος με πραγματικό απώτερο σκοπό να εξουθενώσει την ενάγουσα ψυχικά και σωματικά και να την εξωθήσει σε παραίτηση λόγω της διένεξης της με την υπεύθυνη του καταστήματος στον Πειραιά, ήτοι χαρακτηρίζεται από ταπεινά ελατήρια. Περαιτέρω, η ενάγουσα από την ως άνω χρηστική άσκηση του διευθυντικού δικαιώματος της πρώτης εναγομένης υπέστη εμφανώς ηθική και επαγγελματική μείωση και πρέπει να της επιδικασθεί το ποσό 1000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης υπέστη από την εν λόγω προσβολή της προσωπικότητας στις ως άνω εκφάνσεις της. Ακολούθως, και η καταγγελία της εργασιακής σύμβασης της ενάγουσας έγινε κινούμενη από ταπεινά ελατήρια και από λόγους εκδίκησης, διότι η ενάγουσα διαμαρτυρήθηκε έντονα και αρχικά διαφώνησε στην μετακίνηση της σε άλλο κατάστημα, γεγονός που κατά τα προαναφερόμενα θα είχε για την τελευταία επαχθείς συνέπειες και ως εκ τούτου, είναι καταχρηστική, καθόσον υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλονται από την καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και τον κοινωνικό αλλά και οικονομικό σκοπό του δικαιώματος της εναγομένης προς καταγγελία της σύμβασης και επομένως είναι άκυρη. Εξάλλου, δεν αποδείχθηκε ότι η καταγγελία οφείλεται σε συνεχή απουσία της ενάγουσας από το νέο τόπο εργασίας και επιμονή της να εργαστεί στο κατάστημα του Πειραιά και μετά την ανακοίνωση της μετάθεσης, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εναγομένη, καθόσον, με εξαίρεση την 02.07.2013, οπότε η ενάγουσα εμφανίστηκε στο κατάστημα του Πειραιά διαμαρτυρόμενη για τη μετακίνηση της, το υπόλοιπο χρονικό διάστημα μέχρι τη λήξη της προθεσμίας της προειδοποίησης εργάστηκε ανελλιπώς στο Χαλάνδρι, χωρίς να προκαλέσει οποιοδήποτε πρόβλημα ή διένεξη με τους συναδέλφους της. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι την 01.04.2012, μετά από πρόσκληση της εναγομένης, η οποία αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα (βλ. τον μετ' επικλήσεως προσκομιζόμενο από 31.12.2012 ισολογισμό της εναγομένης), υπογράφτηκε μεταξύ της τελευταίας και της ενάγουσας νέα εργασιακή σύμβαση, η οποία κατά ρητή πρόβλεψη όρου αποτελούσε συνέχεια της από 23.05.2006 αρχικής σύμβασης εργασίας με μόνη διαφοροποίηση το ύψος των αποδοχών της ενάγουσας το οποίο διαμορφώθηκε στο ποσό των 644.69 ευρώ (μικτές) σύμφωνα με την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας 2012 (ν. 4046/2012). Ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι με προφορική συμφωνία μεταξύ αυτής και της εναγόμενης, ο μηνιαίος μισθός της είχε οριστεί στο ποσό των 850,44 ευρώ (καθαρές αποδοχές), τυγχάνει απορριπτέος ως αβάσιμος στην ουσία του, δεδομένου ότι το Δικαστήριο δεν πείθεται σχετικά, από μόνη την κατάθεση του μάρτυρα που εξετάστηκε με επιμέλεια της ενάγουσας, ο οποίος σε κάθε περίπτωση δεν κατέθεσε με σαφήνεια και πειστικότητα ότι ο μισθός συμφωνήθηκε προφορικά στο ποσό των 1.080,50 ευρώ (μικτές αποδοχές) αλλά αναφέρθηκε σε πολλά διαφορετικά ποσά («ήταν 914,720,750, 820...»). Επιπλέον, δεν προσκομίστηκαν άλλα κρίσιμα αποδεικτικά μέσα από τα οποία να προκύπτει έμμεσα η ανωτέρω συμφωνία, όπως παραστατικά τραπέζης ή ακόμα και υπεύθυνη δήλωση της ενάγουσας προς το Σ.ΕΠ.Ε. (Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας), στην οποία δήλωση, στην περίπτωση που η ενάγουσα αμείβονταν με μεγαλύτερο μισθό, ήταν ελεύθερη να την καταγράψει, χωρίς να δεσμεύεται να αναφερθεί μόνο στο βασικό μισθό που όριζε η συλλογική της σύμβαση εργασίας. Ως εκ τούτου το αιτούμενο κονδύλιο, αναφορικά με την καταβολή διαφορών δεδουλευμένων αποδοχών είναι απορριπτέο ως αβάσιμο. Κατόπιν τούτων, η εναγομένη, που παρά την ακυρότητα της καταγγελίας δεν δέχεται την προσφορά της εργασίας της ενάγουσας έχει καταστεί υπερήμερη, υποχρεούται δε να καταβάλει στην ενάγουσα τους μισθούς υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από 03.10.2013 έως 03.03.2014, ήτοι το ποσό των 3.809,55 ευρώ (761,91 Χ 5 μήνες) και για μέρος επιδόματος Χριστουγέννων έτους 2013 το ποσό των 275,55 ευρώ, ήτοι συνολικά ποσό 4.085,10 δεκτού γενομένου του επικουρικού αιτήματος μετά την κατά τα ανωτέρω απόρριψη των ισχυρισμών περί ύπαρξης προφορικής συμφωνίας για αποδοχές ύψους 1.080,50 ευρώ. Τέλος, για τον σχηματισμό ασφαλούς δικανικής πεποίθησης του παρόντος δικαστηρίου περί των παραπάνω ζητημάτων, κρίνονται επαρκή τα προσκομιζόμενα από τους ενάγοντα και εναγόμενη αποδεικτικά μέσα, συνεπώς το υποβληθέν δια δηλώσεως καταχωρισθείσας στα πρακτικά του παρόντος Δικαστηρίου, από την ενάγουσα αίτημα προσκομιδής εγγράφων εκ μέρους της εναγόμενης, ήτοι της γνωστοποίησης όρων ατομικής σύμβασης εργασίας της εργαζόμενης στο κατάστημα του Πειραιά, ..., και της αναγγελίας πρόσληψης της στον ΟΑΕΔ πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελές και αβάσιμο. Πρέπει, συνεπώς, η κρινόμενη αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη και κατ' ουσία και α) να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της από 02.10.2013 καταγγελίας της εργασιακής σύμβασης της ενάγουσας, η οποία έγινε λόγω άρνησης της ενάγουσας να συμμορφωθεί σε μονομερή βλαπτική μεταβολή β) να αναγνωρισθεί ότι η απόφαση της εναγομένης να μεταθέσει την ενάγουσα από το κατάστημα του Πειραιά στο κατάστημα του Χαλανδρίου έγινε κατά κατάχρηση του διευθυντικού της δικαιώματος και ως εκ τούτου είναι άκυρη και συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας της γ) να υποχρεωθεί η εναγομένη να αποδέχεται τις υπηρεσίες της ενάγουσας με τους όρους, που παρείχε τις υπηρεσίες της μέχρι και την 03.07.2013 (δηλαδή πριν μετατεθεί στο κατάστημα Χαλανδρίου), επ' απειλή χρηματικής ποινής σε βάρος της ποσού 100 ευρώ για κάθε ημέρα άρνησης της να την απασχολεί κατά τα ανωτέρω, γ) να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 1.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από την προσβολή της προσωπικότητας της συνεπεία της καταχρηστικής άσκησης του διευθυντικού δικαιώματος της εναγομένης, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της επίδοσης της κρινόμενης αγωγής, δ) να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των τριών χιλιάδων οκτακοσίων εννέα και πενήντα πέντε (3.809,55) ευρώ για μισθούς υπερημερίας κατά το χρονικό διάστημα από 03.10.2013 έως 03.03.2014, καθώς και το ποσό των επτακοσίων ενενήντα τριών και εξήντα πέντε (275,55) ευρώ για μέρος επιδόματος Χριστουγέννων έτους 2013, ήτοι συνολικά το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων ογδόντα πέντε και δέκα (4.085,10) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους κονδύλι κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό. Όσον αφορά το αίτημα για την κήρυξη της απόφασης προσωρινά εκτελεστής το Δικαστήριο κρίνει ότι η καθυστέρηση στην εκτέλεση μπορεί να προκαλέσει σημαντική ζημία στην ενάγουσα και ως εκ τούτου πρέπει να γίνει δεκτό και το σχετικό αίτημα της, κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας οριζόμενα. Επιπλέον, μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, πρέπει να επιβληθεί στην εναγομένη λόγω της μερικής ήττας της (176, 178 παρ.1 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό, τι κρίθηκε απορριπτέο.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

 

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η από 03.10.2013 καταγγελία της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας εκ μέρους της εναγομένης είναι άκυρη.

 

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η απόφαση της εναγομένης να μεταθέσει την ενάγουσα από το κατάστημα του Πειραιά στο κατάστημα του Χαλανδρίου έγινε κατά κατάχρηση του διευθυντικού της δικαιώματος και ως εκ τούτου είναι άκυρη και συνιστά μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας της.

 

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να αποδέχεται τις υπηρεσίες της ενάγουσας με τους ίδιους όρους και συνθήκες εργασίας ως και προ της άνω άκυρης καταγγελίας και μετάθεσης και επ' απειλή χρηματικής ποινής σε βάρος της ποσού 100 ευρώ για κάθε εργάσιμη ημέρα άρνησης της να την απασχολεί κατά τα ανωτέρω.

 

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων ογδόντα πέντε και δέκα (4.085,10) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους κονδύλι κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, όπως ειδικότερα ορίζεται στο σκεπτικό της παρούσας.

 

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των χιλίων (1000) ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη της επίδοσης της κρινόμενης αγωγής.

 

ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση προσωρινά εκτελεστή ως προς τις παραπάνω καταψηφιστικές της διατάξεις.

 

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγομένη στην καταβολή μέρους των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του στην Αθήνα, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους, στις 11 Νοεμβρίου 2014.

 

 

              Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ