ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΜΔΠρΑθ 241/2019

 

Προσωπικό ΔΕΗ - Μείωση εφάπαξ βοηθήματος - Ανώτατο όριο εφάπαξ - Αντισυνταγματικότητα διατάξεων περ. ζ΄παρ. 2 άρθρου 46 ν. 2084/1992 - Παραγραφή αξιώσεων -.

 

Το χορηγούμενο από τον κλάδο πρόνοιας της ΔΕΗ εφάπαξ βοήθημα έχει αμιγώς ανταποδοτικό χαρακτήρα. Η διάταξη της περίπτωσης ζ΄ της παρ. 2 του άρθρου 46 του ν. 2084/1992, που θεσπίζει ανώτατο όριο της παροχής αυτής, αντίκειται στα άρθρα 4 παρ. 1 και 22 παρ. 5 του Συντάγματος. Η διάταξη που προβλέπει την πενταετή παραγραφή από την ημέρα της γέννησής του για το εφάπαξ βοήθημα αποκλείει την εφαρμογή του άρθρου 937 ΑΚ στις κατά τα άρθρα 105 και 106 ΕισΝΑΚ απαιτήσεις κατά του ΟΑΠ-ΔΕΗ για χορήγηση ασφαλιστικής παροχής βάσει των ανωτέρω διατάξεων. Η αγωγή του αδικαιολογήτου πλουτισμού δεν μπορεί να ασκηθεί αν η κυρία απαίτηση έχει παραγραφεί. Απόρριψη αγωγής λόγω παραγραφής των ένδικων αξιώσεων.

 

 

 

Αριθμός απόφασης 241/2019

 

Γ.Α.Κ.: 19745/2014

 

ΤΟ

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΑΣ

ΤΜΗΜΑ 1ο ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 17 Σεπτεμβρίου 2018 με δικαστή τον Γεώργιο Κατσένη, Πρωτοδίκη Δ.Δ., και γραμματέα τη Χριστίνα Ρηγοπούλου, δικαστική υπάλληλο.

 

Για να δικάσει την αγωγή με ημερομηνία κατάθεσης 30.7.2014:

Των: 1) …και 9) … οι οποίοι παρέστησαν διά της δικηγόρου Ελένης Κατσουλάκη,

 

κατά του ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «Ταμείο Ασφάλισης Υπαλλήλων Τραπεζών και Επιχειρήσεων Κοινής Ωφέλειας» (Τ.Α.Υ.Τ.Ε.Κ.Ω.), και ήδη ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης και Εφάπαξ Παροχών» (Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π.), που εκπροσωπείται από τον Διοικητή του, ο οποίος δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο, αλλά παρέστη με δήλωση, κατ’ άρθρο 133 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ., του πληρεξούσιου δικηγόρου του Αλεξίου Γιαννέλου.

 

Κατά τη συζήτηση, οι διάδικοι που παρέστησαν ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν όσα αναφέρονται στα πρακτικά.

 

 

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

Σκέφθηκε κατά τον Νόμο

 

 

1. Επειδή, με την κρινόμενη αγωγή, όπως το αίτημα αυτής μετατράπηκε από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό με δήλωση στο ακροατήριο, οι ενάγοντες, πρώην υπάλληλοι της Δημόσιας Επιχείρησης Ηλεκτρισμού (Δ.Ε.Η.), ζητούν να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγόμενου Ταμείου Ασφάλισης Υπαλλήλων Τραπεζών και Επιχειρήσεων Κοινής Ωφελείας (Τ.Α.Υ.Τ.Ε.Κ.Ω.), ως καθολικού διαδόχου του Οργανισμού Ασφάλισης Προσωπικού Δ.Ε.Η. (Ο.Α.Π. Δ.Ε.Η.), σύμφωνα με τα άρθρα 20 παρ. 1-4, 71 περ. β΄ και 83 παρ. 1 και 2 του ν. 3655/2008 (Α΄ 58), να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα, κατά τη σειρά αναγραφής στο δικόγραφο της αγωγής, το ποσό των 6.345,58 ευρώ, στον δεύτερο το ποσό των 28.758,70 ευρώ, στον τρίτο το ποσό των 3.111,11 ευρώ, στον τέταρτο το ποσό των 3.172,18 ευρώ, στον πέμπτο το ποσό των 2.313,01 ευρώ, στον έκτο το ποσό των 4.239,24 ευρώ, στον έβδομο το ποσό των 11.097,73 ευρώ, στον όγδοο το ποσό των 1.615,96 ευρώ και στον ένατο το ποσό των 4.758,79 ευρώ, νομιμοτόκως από την αποχώρησή τους από την υπηρεσία, άλλως από την έκδοση των πράξεων οριστικής συνταξιοδότησης για καθένα από τους ενάγοντες, άλλως από την επίδοση της αγωγής ώς την πλήρη εξόφληση, ως αποζημίωση λόγω χορήγησης σε αυτούς μειωμένου, κατ’ εφαρμογή του ανωτάτου ορίου του άρθρου 46 παρ. 2 περ. ζ΄ του ν. 2084/1992, εφάπαξ βοηθήματος, κατά την αποχώρησή τους από την υπηρεσία, αναγνωριζομένης παρεμπιπτόντως της παρανομίας των σχετικών οριστικών αποφάσεων χορήγησης του εν λόγω βοηθήματος, που το περιόρισαν. Επικουρικώς δε, ζητούν τα παραπάνω ποσά κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού.

 

2. Επειδή, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 74, 75 παρ. 1 και 85 παρ. 11 του ν. 4387/2016 (Α΄ 85), νομίμως συνεχίζει την παρούσα δίκη, ως εναγόμενο, το Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης και Εφάπαξ Παροχών (Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π.), στο οποίο εντάχθηκε ο κλάδος προνοίας του εναγομένου Τ.Α.Υ.Τ.Ε.Κ.Ω. (πρβλ. ΣτΕ 588 - 593/2017).

 

3. Επειδή, η υπό κρίση αγωγή κατά το μέρος που ασκείται από τους 1ο, 3ο, 5ο, 6ο και 8ο εκ των εναγόντων πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, λόγω μη νομιμοποίησης δικηγόρου, κατ’ άρθρα 27, 28 και 30 Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ.), ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (Α΄ 97), καθόσον, ενώ το δικόγραφο της αγωγής υπογράφεται μόνον από τον δικηγόρο Ιωάννη Ντεμογιάννη ως πληρεξούσιο των εναγόντων, οι παραπάνω ενάγοντες δεν παρέστησαν με πληρεξούσιο δικηγόρο ούτε εμφανίστηκαν για να δηλώσουν ότι εγκρίνουν την άσκηση του ενδίκου βοηθήματος ούτε, τέλος, προσκομίστηκε, μέχρι τη συζήτηση, συμβολαιογραφική πράξη ή ιδιωτικό έγγραφο παροχής πληρεξουσιότητας προς τον υπογράφοντα το δικόγραφο της αγωγής δικηγόρο ή την παραστάσα, κατά τη δικάσιμο της 17ης.9.2018, ως πληρεξούσια των εναγόντων, δικηγόρο Ελένη Κατσουλάκη. Περαιτέρω, η αγωγή, κατά το μέρος που ασκείται από τους λοιπούς ενάγοντες, έχει ασκηθεί παραδεκτώς, είναι τυπικώς δεκτή, καθόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις της ομοδικίας (άρθρο 115 Κ.Δ.Δ.), και πρέπει να εξεταστεί ως προς το ουσιαστικό της περιεχόμενο, ο δε προβαλλόμενος με το νομίμως κατατεθέν από 14.9.2018 υπόμνημα ισχυρισμός του εναγομένου περί απαραδέκτου της κρινόμενης αγωγής, σύμφωνα με το άρθρο 71 παρ. 5 του Κ.Δ.Δ., πρέπει να απορριφθεί προεχόντως ως ερειδόμενος επί εσφαλμένης νομικής προϋπόθεσης, καθώς η προαναφερόμενη διάταξη καταργήθηκε, πριν από την άσκηση της κρινόμενης αγωγής, με το άρθρο 69 περ. γ΄ του ν. 3900/2010 (Α΄ 213).

 

4. Επειδή, όπως έχει κριθεί, το εφάπαξ βοήθημα το οποίο καταβάλλεται από ασφαλιστικό κεφάλαιο που σχηματίζεται αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από εισφορές είτε μόνο των ασφαλισμένων είτε και του εργοδότη που τους απασχολεί, ανεξάρτητα μάλιστα από το ύψος των εισφορών του εργοδότη, έχει αμιγώς ανταποδοτικό χαρακτήρα. Στην περίπτωση αυτή η επιβολή νομοθετικά ανωτάτου ορίου στην παροχή του εφάπαξ βοηθήματος παραβιάζει την κατ’ άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος αρχή της ισότητας (ΣτΕ 3231/2008 Ολομ., 3420/2009, πρβλ. ΑΕΔ 3-5/2007).

 

5. Επειδή, από τις διατάξεις του άρθρου 7 του ν. 4491/1966 (Α΄ 1), όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 2 του π.δ. 4/1989 (Α΄ 1), του πρώτου εδαφίου της παρ. 1 του άρθρου 25 του ίδιου νόμου, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 του π.δ. 263/1990 (Α΄ 1), της παρ. 1 του άρθρου 37, της παρ. 2 (εδάφια α΄, β΄, γ΄, δ΄ και ζ΄) του άρθρου 46 και της παρ. 4 του άρθρου 57 του ν. 2084/1992 (Α΄ 165), καθώς και από τις κατ’ εξουσιοδότηση της τελευταίας αυτής διάταξης εκδοθείσες υπουργικές αποφάσεις αναπροσαρμογής του ανωτάτου ορίου του εφάπαξ βοηθήματος για τα έτη 1993-1999, συνάγεται ότι από το χορηγούμενο από τον κλάδο πρόνοιας της ΔΕΗ εφάπαξ βοήθημα έχει αμιγώς ανταποδοτικό χαρακτήρα. Συνεπώς, η διάταξη της περίπτωσης ζ΄ της παρ. 2 του άρθρου 46 του ν. 2084/1992, που θεσπίζει ανώτατο όριο της παροχής αυτής, αντίκειται στα άρθρα 4 παρ. 1 και 22 παρ. 5 του Συντάγματος (ΣτΕ 25, 220/2010, 2769/2009, 3231/2008 Ολομ.).

 

6. Επειδή, στο άρθρο 937 του Αστικού Κώδικα (π.δ. 456/1984, Α΄ 164) ορίζονται τα εξής: «Η απαίτηση από αδικοπραξία παραγράφεται μετά πενταετία, αφότου ο παθών έμαθε τη ζημία και τον υπόχρεο σε αποζημίωση σε κάθε όμως περίπτωση η απαίτηση παραγράφεται μετά την πάροδο είκοσι ετών από την πράξη. …..». Εξάλλου, στην παρ. 1 του άρθρου 1 του ν.δ. 496/1974 (Α΄ 204) ορίζεται ότι: «Η διοίκησις των εσόδων, εξόδων και κεφαλαίων ως και το Λογιστικόν των Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου διέπονται υπό των διατάξεων του παρόντος.». Επίσης, στη διάταξη του άρθρου 48 του ιδίου ν.δ/τος ορίζονται τα εξής: «1. Ο χρόνος παραγραφής των χρηματικών αξιώσεων κατά του ν.π.δ.δ. είναι πέντε ετών, εφ’ όσον δεν ορίζεται άλλως υπό του παρόντος… 5. Ο χρόνος παραγραφής των αξιώσεων των συνταξιούχων εν γένει και βοηθηματούχων του ν.π. ως και των κληρονόμων αυτών εκ καθυστερουμένων συντάξεων, μερισμάτων, επιδομάτων και βοηθημάτων είναι δύο ετών, έστω και αν ενετάλησαν εσφαλμένως…». Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 55 του ιδίου ν.δ/τος: «Ειδικαί διατάξεις του ν.π. ρυθμίζουσαι τα του χρόνου της παραγραφής εν γένει χρεών προς το ν.π. ή χρεών τούτου, εξακολουθούν ισχύουσαι». Με το άρθρο μόνο του π.δ. 437/1977 (Α΄ 134), το οποίο εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση της παρ. 2 του άρθρου 56 του ανωτέρω ν.δ. 496/1974 (όπως η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε διαδοχικώς από το άρθρο 15 του ν. 369/1976, Α΄ 164, και το άρθρο 2 του ν. 578/1977, Α΄ 106), οι ασφαλιστικοί οργανισμοί οι τελούντες υπό την εποπτεία του (τότε) Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών, όπως η Δ.Ε.Η. ως φορέας κοινωνικής ασφάλισης του προσωπικού της και ο εναγόμενος Οργανισμός, εξαιρέθηκαν από την εφαρμογή του ανωτέρω νομοθετικού διατάγματος, ενώ, εξάλλου, με το π.δ. 305/1985 (Α΄ 113) προβλέφθηκε η εφαρμογή επί των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης ορισμένων μόνο διατάξεων του εν λόγω ν.δ/τος, στις οποίες δεν περιλαμβάνεται το άρθρο 48 αυτού. Τέλος, στην παράγραφο 4 του υπό τον τίτλο «Διαδικασία απονομής, προστασία και παραγραφή παροχών» άρθρου 29 του ν. 4491/1966 «Περί ασφαλίσεως του Προσωπικού της Δημοσίας Επιχειρήσεως Ηλεκτρισμού» (Α΄ 1) ορίζονται τα εξής: «Πάσαι αι εις χρήμα παροχαί, πλην της συντάξεως, εφ’ άπαξ αποζημιώσεως και εφ’ άπαξ βοηθήματος, παραγράφονται μετά 12 μήνας αφ’ ης κατέστησαν απαιτηταί. Το δικαίωμα εις εφ’ άπαξ αποζημίωσιν και εφ’ άπαξ βοήθημα παραγράφεται μετά παρέλευσιν πέντε ετών από της ημέρας της γενέσεώς του. Απαιτηταί δόσεις συντάξεων, μη εισπραχθείσαι εντός έτους από της ημέρας καθ’ ην κατέστησαν απαιτηταί, παραγράφονται. Αι διατάξεις του Αστικού Κώδικος περί βραχυπροθέσμων παραγραφών και προθεσμιών εφαρμόζονται αναλόγως και επί των αξιώσεων των παροχών του παρόντος νόμου. Πάσα άλλη οιαδήποτε κατά της ΔΕΗ απαίτησις, βάσει του παρόντος, παραγράφεται μετά πενταετίαν».

 

7. Επειδή, από τις προεκτεθείσες διατάξεις προκύπτει ότι η γενική διάταξη του άρθρου 937 του Αστικού Κώδικα περί παραγραφής απαίτησης από αδικοπραξία έχει εφαρμογή επί απαίτησης κατά ασφαλιστικού οργανισμού κατά τα άρθρα 105 και 106 του Εισ.ΝΑΚ μόνο στην περίπτωση κατά την οποία δεν υφίσταται ειδική περί παραγραφής διάταξη στη νομοθεσία που διέπει τον ασφαλιστικό οργανισμό, ο ασφαλιστικός δε αυτός οργανισμός εξαιρείται, σύμφωνα με το άρθρο μόνο του Π.Δ. 437/1977, από το πεδίο εφαρμογής των περί παραγραφής διατάξεων του Ν.Δ. 496/1974, ως ασφαλιστικός οργανισμός που τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ήδη Απασχόλησης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης). Τέτοια ειδική διάταξη αποτελεί το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 29 του Ν. 4491/1966, που προβλέπει για το εφάπαξ βοήθημα πενταετή παραγραφή από την ημέρα της γέννησής του. Η διάταξη δε αυτή έχει εφαρμογή ανεξαρτήτως της νομικής βάσης στην οποία στηρίζεται η αξίωση του ασφαλισμένου και η αντίστοιχη ευθύνη του ΟΑΠ-ΔΕΗ. Επομένως, η διάταξη αυτή αποκλείει την εφαρμογή του άρθρου 937 του Αστικού Κώδικα στις κατά τα άρθρα 105 και 106 του Εισ.ΝΑΚ απαιτήσεις κατά του ΟΑΠ-ΔΕΗ για χορήγηση ασφαλιστικής παροχής, βάσει των ανωτέρω διατάξεων (πρβλ. ΣτΕ 926/2012, 2650/2011, 535/2009 7μ., 1603/2009). Αφετηρία δε της εν λόγω πενταετούς παραγραφής αποτελεί, κατ’ άρθρο 251 ΑΚ, το οποίο εφαρμόζεται αναλόγως, σύμφωνα με το προτελευταίο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 29 του Ν. 4491/1966, το χρονικό σημείο κατά το οποίο γεννήθηκε η αξίωση και κατέστη δυνατή η δικαστική επιδίωξή της και δη ο χρόνος έκδοσης της απόφασης του Διευθυντή Ασφάλισης Προσωπικού της Δ.Ε.Η. περί περικοπής του εφάπαξ βοηθήματος του αποχωρούντος ασφαλισμένου της (πρβλ. ΣτΕ 1327/2009, βλ. ΔΕφΑθ 634/2015, 3098, 453/2012), ανεξαρτήτως του χρόνου κατά τον οποίο ο ενδιαφερόμενος έλαβε γνώση της ζημίας και του υποχρέου προς αποζημίωση (πρβλ. ΑΠ 238/2003).

 

8. Επειδή, εξάλλου, οι απαιτήσεις από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό (άρθρα 904 επ. ΑΚ), ανεξάρτητα από την ειδικότερη μορφή τους, θεμελιώνονται στα εξής στοιχεία: α) πλουτισμό του υποχρέου, β) επέλευση του πλουτισμού από την περιουσία ή με ζημία του άλλου, γ) αιτιώδη συνάφεια μεταξύ πλουτισμού και ζημίας και δ) έλλειψη νόμιμης αιτίας. Η αγωγή δε από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, τόσο από ουσιαστική όσο και από δικονομική άποψη, έχει επιβοηθητικό ή επικουρικό χαρακτήρα και μπορεί να ασκηθεί μόνον αν λείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από τον νόμο ή από σύμβαση ή αδικοπραξία, με την οποία ο ενάγων μπορεί να ασκήσει τις αξιώσεις του από αυτές. Έτσι, εάν αυτή στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά, στα οποία θεμελιώνεται η αγωγή από το νόμο ή από σύμβαση ή αδικοπραξία, και όχι σε διαφορετικά ή πρόσθετα, είναι νόμω αβάσιμη (βλ. ΑΠ 16/2008, 104/2003, 222/2003 κ.α., πρβλ. ΣτΕ 528/2014, 531/2007), διότι, αφού υπάρχουν ως βάση της αγωγής ο νόμος ή η σύμβαση ή η αδικοπραξία, ο ενάγων δύναται να ασκήσει τις αξιώσεις του βάσει αυτών και δεν μπορεί να προσφύγει στην επικουρική βάση του αδικαιολογήτου πλουτισμού (βλ. ΑΠ 104/2003, ΔΕφΑθ 630/2013). Ούτε, άλλωστε, η αγωγή του αδικαιολογήτου πλουτισμού μπορεί να ασκηθεί, αν η κυρία απαίτηση έχει παραγραφεί, αφού ο εντεύθεν επελθών πλουτισμός του οφειλέτη οφείλεται σε νόμιμη αιτία, δηλαδή στις περί παραγραφής διατάξεις (βλ. ΑΠ 16/2008, ΜΔΕφΑθ 5028/2015).

 

9. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Ο δεύτερος ενάγων υπηρέτησε στη ΔΕΗ, μέχρι την αποχώρηση του στις 31.3.2001. Με τη με αριθ. ./29.4.2001 οριστική απόφαση του Διευθυντή της Δ.Ε.Η./Δ.Α.Π., όπως αναθεωρήθηκε με τη με αριθ. ./27.9.2001 απόφαση του ίδιου Διευθυντή, του χορηγήθηκε μειωμένο, κατά τις διατάξεις του α. 46 παρ. 2 εδ. ζ΄ του ν. 2084/1992, εφάπαξ βοήθημα ποσού 49.489,96 ευρώ, ενώ, με βάση τις καταστατικές διατάξεις, έπρεπε, κατά τους ισχυρισμούς του, να του χορηγηθεί το ποσό των 78.248,66 ευρώ. Ο τέταρτος ενάγων υπηρέτησε στη ΔΕΗ, μέχρι την αποχώρηση του στις 30.7.2002. Με τη με αριθ. ./23.12.2002 οριστική απόφαση του ανωτέρω Διευθυντή, του χορηγήθηκε μειωμένο, κατά τις ίδιες διατάξεις, εφάπαξ βοήθημα ποσού 50.974,66 ευρώ, ενώ, με βάση τις καταστατικές διατάξεις, έπρεπε, κατά τους ισχυρισμούς του, να του χορηγηθεί το ποσό των 54.146,84 ευρώ. Ο έβδομος ενάγων υπηρέτησε στη ΔΕΗ, μέχρι την αποχώρηση του στις 31.3.2001. Με τη με αριθ. ./21.1.2002 οριστική απόφαση του ανωτέρω Διευθυντή, του χορηγήθηκε μειωμένο, κατά τις ίδιες διατάξεις, εφάπαξ βοήθημα ποσού 49.489,96 ευρώ, ενώ, με βάση τις καταστατικές διατάξεις, έπρεπε, κατά τους ισχυρισμούς του, να του χορηγηθεί το ποσό των 60.587,69 ευρώ. Ο ένατος ενάγων υπηρέτησε στη ΔΕΗ, μέχρι την αποχώρηση του στις 31.8.2000. Με τη με αριθ. ./12.7.2001 οριστική απόφαση του ανωτέρω Διευθυντή, του χορηγήθηκε μειωμένο, κατά τις ίδιες διατάξεις, εφάπαξ βοήθημα ποσού 47.586,50 ευρώ, ενώ, με βάση τις καταστατικές διατάξεις, έπρεπε, κατά τους ισχυρισμούς του, να του χορηγηθεί το ποσό των 52.345,29 ευρώ. Με την υπό κρίση αγωγή, οι ανωτέρω ενάγοντες ζητούν να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγομένου ότι οφείλει να καταβάλει ως αποζημίωση, άλλως κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, νομιμοτόκως, από την αποχώρησή τους από την υπηρεσία, άλλως από την έκδοση των πράξεων οριστικής συνταξιοδότησης καθενός από τους ανωτέρω ενάγοντες, άλλως από την επίδοση της αγωγής ως την πλήρη εξόφληση, στον δεύτερο ενάγοντα το ποσό των 28.758,70 ευρώ, στον τέταρτο το ποσό των 3.172,18 ευρώ, στον έβδομο το ποσό των 11.097,73 ευρώ και στον ένατο το ποσό των 4.758,79 ευρώ, ως διαφορά μεταξύ του εφάπαξ βοηθήματος που του χορηγήθηκε από τη ΔΕΗ, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 46 παρ. 2 του ν. 2084/992, και της παροχής αυτής, όπως έπρεπε να χορηγηθεί με βάση τις οικείες καταστατικές διατάξεις, ως είχαν πριν από τον ως άνω νόμο. Προς τούτο ισχυρίζονται ότι το βοήθημα αυτό έχει αμιγώς ανταποδοτικό χαρακτήρα και ο περιορισμός του, κατά τις διατάξεις του άρθρου 46 του ν. 2084/1992, αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 22 παρ. 4 του Συντάγματος εφόσον οδηγεί σε δυσμενέστερη μεταχείριση των υπαλλήλων με περισσότερα χρόνια υπηρεσίας καθώς και αυτών που ελάμβαναν υψηλότερες αποδοχές και κατέβαλαν μεγαλύτερο ποσό εισφορών, όπως αυτοί. Εξάλλου, το εναγόμενο, με τη με αριθ. πρωτ. ./22.6.2018 έκθεση των απόψεών του, καθώς και με το νομίμως κατατεθέν υπόμνημά του, επιδιώκει την απόρριψη της αγωγής, προβάλλοντας, μεταξύ άλλων, ότι, ενόψει της κατάθεσης της κρινόμενης αγωγής στις 30.7.2014, οι ένδικες αξιώσεις έχουν υποπέσει στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 29 παρ. 4 εδ. β΄ του ν. 4491/1966.

 

10. Επειδή, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην 5η σκέψη, σχετικά με τον ανταποδοτικό χαρακτήρα του ένδικου εφάπαξ βοηθήματος, η διάταξη της παραγρ. 2 περ. ζ΄ του άρθρου 46 του ν. 2084/1992, που θεσπίζει ανώτατο όριο του εφάπαξ βοηθήματος, δεν είναι εφαρμοστέα ως αντικείμενη στα άρθρα 4 παρ. 1 και 22 παρ. 5 του Συντάγματος. Επομένως, καταρχάς, η χορήγηση με τις προαναφερθείσες αποφάσεις στους δεύτερο, τέταρτο, έβδομο και ένατο από τους ενάγοντες μειωμένου εφάπαξ βοηθήματος, ενόψει του ανωτέρω περιορισμού, δεν είναι νόμιμη. Περαιτέρω, όμως, λαμβάνοντας υπόψη ότι: α) σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην 7η σκέψη, οι ένδικες αξιώσεις τους υπόκεινται στην πενταετή παραγραφή, ανεξάρτητα από τη βάση επί της οποίας ερείδεται η αγωγή, η παραγραφή δε αυτή αρχίζει από τότε που η αξίωση γεννήθηκε και κατέστη δικαστικώς επιδιώξιμη, ήτοι από την έκδοση της οικείας απόφασης με την οποία χορηγήθηκε σε καθέναν από αυτούς το εφάπαξ και β) η κρινόμενη αγωγή ασκήθηκε μετά την πάροδο πενταετίας από την έκδοση των παραπάνω αποφάσεων, το Δικαστήριο κρίνει ότι οι ένδικες αξιώσεις των ανωτέρω εναγόντων, κατά τον χρόνο άσκησης της αγωγής, είχαν παραγραφεί, κατά παραδοχή του σχετικού ισχυρισμού του εναγομένου. Επιπλέον, η κρινόμενη αγωγή παρίσταται απορριπτέα και προς την επικουρική βάση της, με την οποία οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι το Ταμείο οφείλει να τους καταβάλει τα ανωτέρω ποσά κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού, διότι αυτή στηρίζεται στα ίδια πραγματικά περιστατικά στα οποία θεμελιώνεται η κύρια βάση της (άρθρα 105-106 ΕισΝΑΚ) και όχι περιστατικά πρόσθετα ή διαφορετικά από εκείνα στα οποία στηρίζεται η κύρια βάση και, συνεπώς, είναι, σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά στην 8η σκέψη, νομικά αβάσιμη. Εξάλλου, όπως έγινε δεκτό στην ίδια σκέψη, δεδομένου ότι η κυρία απαίτηση των εναγόντων έχει παραγραφεί, ο εντεύθεν επελθών πλουτισμός του εναγομένου οφείλεται σε νόμιμη αιτία, δηλαδή στις περί παραγραφής διατάξεις, απορριπτομένου ως αβάσιμου του αντίθετου ισχυρισμού των εναγόντων. Τούτο δε ανεξαρτήτως του ότι οι αξιώσεις των ανωτέρω εναγόντων, και υπό αυτή τη νομική βάση, είχαν παραγραφεί ως υποκείμενες, κατά τα γενόμενα δεκτά στην 7η σκέψη, στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 29 παρ. 4 του ν. 4491/1966.

 

11. Επειδή, κατ’ ακολουθία, η αγωγή πρέπει να απορριφθεί και να καταδικαστούν οι ενάγοντες συμμέτρως στα δικαστικά έξοδα του εναγομένου, τα οποία ανέρχονται στο ποσό των 268 ευρώ, κατ’ άρθρο 275 παρ. 1 εδ. α΄, 4 και 7 του Κ.Δ.Δ.

 

 

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

 

 

Απορρίπτει την αγωγή.

 

Καταδικάζει τους ενάγοντες συμμέτρως στα δικαστικά έξοδα του εναγομένου, τα οποία ανέρχονται στο ποσό των διακοσίων εξήντα οκτώ (268) ευρώ.

 

Η απόφαση δημοσιεύτηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου στις 14 Ιανουαρίου 2019.

 

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ