ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΜΔΠρΑθ 20969/2018

 

Αναδρομική μείωση συντάξεων - Αντισυνταγματικότητα διατάξεων άρθρου 6 ν. 4051/2012 και περ. 1 υποπαρ. ΙΑ.5 παρ. ΙΑ άρθρου πρώτου ν. 4093/2012 - Παραγραφή -.

 

Οι περικοπές αναδρομικά των συντάξεων των συνταξιούχων των φορέων υποχρεωτικής κύριας ασφάλισης που διενεργήθηκαν κατ'’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 6 του ν. 4051/2012 και του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.5 περ. 1 του ν. 4093/2012 είναι αντίθετες προς το Σύνταγμα και το Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ. Μη νόμιμη η περικοπή της κύριας σύνταξης που έλαβε η ενάγουσα από το Ε.Τ.Α.Α. - Τ.Α.Ν. και ακολούθως από τον Ε.Φ.Κ.Α. Εφαρμοστέα εν προκειμένω διάταξη περί παραγραφής των αξιώσεων ασφαλισμένων κατά ασφαλιστικών οργανισμών δεν είναι το άρθρο 90 παρ. 3 του ν. 2362/1995, το οποίο εφαρμόζεται αποκλειστικά σε αξιώσεις ιδιωτών έναντι του Δημοσίου, αλλά το άρθρο 137 του ν. 3655/2008, στο οποίο προβλέπεται πενταετής παραγραφή των αξιώσεων ασφαλισμένων κατά φορέων κοινωνικής ασφάλισης. Εύλογη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης.

 

 

Αριθμός απόφασης 20969/2018

 

ΑΓ 6253/2018

 

ΤΟ

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΑΣ

ΤΜΗΜΑ 6ο ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ

 

 

Σ υ ν ε δ ρ ί α σ ε  δημόσια στο ακροατήριό του στις 1 Οκτωβρίου 2018  με δικαστή την Ελένη Αυγούστη Πρωτοδίκη Δ.Δ. και γραμματέα την Αικατερίνη Τσουνάκη δικαστική υπάλληλο,

 

γ ι α  να κρίνει την αγωγή με χρονολογία κατάθεσης 28.6.2018

 

τ η ς ..., κατοίκου Αμαρουσίου Αττικής (οδός ...), η οποία δεν παραστάθηκε

 

κατά του ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης» (Ε.Φ.Κ.Α), το οποίο εκπροσωπείται από το Διοικητή του και δεν εμφανίσθηκε στο ακροατήριο, αλλά παραστάθηκε με την από 28.9.2018 δήλωση, (άρθρο 133 παρ. 2 του Κ.Διοικ.Δικ.) του πληρεξούσιου δικηγόρου του Αναστασίου Καλπαξή

 

 

Αφού μελέτησε τη δικογραφία

Σκέφθηκε κατά το Νόμο

 

 

1. Επειδή, με την κρινόμενη αγωγή, ζητείται από την ενάγουσα, συνταξιούχο λόγω θανάτου δικαστικού λειτουργού, να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγομένου να της καταβάλει νομιμοτόκως από της επιδόσεως το συνολικό ποσό των 3.430 ευρώ. Το ανωτέρω ποσό κατά το κεφάλαιο των 2.430 ευρώ ζητείται ως αποζημίωση προς αποκατάσταση ισόποσης ζημίας που κατά τους ισχυρισμούς της υπέστη η ενάγουσα λόγω των περικοπών που επιβλήθηκαν στη σύνταξη που λαμβάνει, κατά το χρονικό διάστημα από τον Ιούνιο 2016 (οπότε καταβλήθηκε η σύνταξη Μαΐου 2016) έως 30.6.2018, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 6 του ν. 4051/2012 (ΦΕΚ Α΄ 40) και του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.5 του ν. 4093/2012 (ΦΕΚ Α΄ 222) και κατά το κεφάλαιο των 1.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, που, όπως υποστηρίζει υπέστη, από την εφαρμογή των ανωτέρω αντισυνταγματικών, κατά τους ισχυρισμούς της, διατάξεων. Περαιτέρω, η ενάγουσα ζητά να αναγνωριστεί ότι το εναγόμενο οφείλει να απέχει στο μέλλον από την ανωτέρω παράνομη, όπως ισχυρίζεται, δράση περικοπής της συντάξεως της, κατ’ εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων. Η αγωγή κατά το κεφάλαιο, με το οποίο ζητείται να απέχει το εναγόμενο από παράνομες δράσεις στο μέλλον, απαραδέκτως ασκείται διότι αίτημα της αγωγής μπορεί να είναι, σύμφωνα με το άρθρο 73 του Κ.Διοικ.Δικ. η αναγνώριση ή καταψήφιση γεγενημένης, κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, χρηματικής αξίωσης και όχι η διαμόρφωση πραγματικής κατάστασης αναγόμενης μάλιστα στο μέλλον. Περαιτέρω, η αγωγή κατά το κεφάλαιο με το οποίο ζητείται η αναγνώριση της υποχρέωσης καταβολής εκ μέρους του εναγομένου ποσών προερχόμενων από την εφαρμογή διατάξεων που, κατά τους ισχυρισμούς της ενάγουσας, παραβιάζουν συνταγματικές διατάξεις, έχει ασκηθεί παραδεκτώς και πρέπει να εξεταστεί στην ουσία απορριπτόμενου της ενστάσεως του εναγόμενου περί αοριστίας της αγωγής ως νόμω αβάσιμης, διότι από το περιεχόμενο της αγωγής προκύπτει σαφώς η ιστορική και νομική βάση της καθώς και η ζημία που όπως υποστηρίζει υπέστη η ενάγουσα.

 

2.  Επειδή, στο άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζεται ότι «Ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας», στο άρθρο 4 ότι «Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου» (παρ. 1) και ότι «συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη, ανάλογα με τις δυνάμεις τους» (παρ. 5), στο άρθρο 22 παρ. 5 ότι «Το Κράτος μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, όπως νόμος ορίζει», στο δε άρθρο 25 ότι «Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου και η αρχή του κοινωνικού κράτους δικαίου τελούν υπό την εγγύηση του Κράτους», ότι «Οι κάθε είδους περιορισμοί που μπορούν κατά το Σύνταγμα να επιβληθούν στα δικαιώματα αυτά πρέπει (…) να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας (…)» (παρ. 1), και ότι «Το Κράτος δικαιούται να αξιώνει από όλους τους πολίτες την εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης» (παρ. 4). Εξ άλλου, σύμφωνα με το άρθρο 106 παρ. 1 του Συντάγματος, «Για την εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης και την προστασία του γενικού συμφέροντος το Κράτος προγραμματίζει και συντονίζει την οικονομική δραστηριότητα στη Χώρα, επιδιώκοντας να εξασφαλίσει την οικονομική ανάπτυξη όλων των τομέων της εθνικής οικονομίας». Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγονται τα ακόλουθα : Το Σύνταγμα, με το άρθρο 22 παρ. 5, κατοχυρώνει το θεσμό της κοινωνικής ασφαλίσεως των εργαζομένων και ανάγει τη μέριμνα για την προαγωγή του σε σκοπό του Κράτους. Βασικό περιεχόμενο της εν λόγω ασφαλίσεως αποτελεί η, έναντι καταβολής εισφοράς, προστασία του ασφαλισμένου από την επέλευση κινδύνων (γήρας, ασθένεια, αναπηρία κλπ.) οι οποίοι αναιρούν την ικανότητά του να εργάζεται (ασφαλιστικοί κίνδυνοι), και, συνακόλουθα, τείνουν να υποβαθμίσουν τις συνθήκες διαβιώσεώς του. [Οι ανωτέρω καταστάσεις (γήρας, ασθένεια, αναπηρία) - ασυνδέτως, όμως, προς την παροχή εργασίας και την καταβολή εισφοράς - αποτελούν, μεταξύ άλλων, και περιπτώσεις που, κατά το άρθρο 21 παρ. 1, 2, 3 και 6 του Συντάγματος, επιβάλλουν στο κράτος την παροχή διακεκριμένης μορφής κοινωνικής προστασίας, υπό μορφήν παροχών εις χρήμα ή εις είδος, προς συγκεκριμένες ομάδες του πληθυσμού, με σκοπό την εξασφάλιση στοιχειώδους επιπέδου αξιοπρεπούς, κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος, διαβιώσεως («κοινωνική πρόνοια»)]. Εφ’ όσον επέλθει ο ασφαλιστικός κίνδυνος, ο ασφαλισμένος παύει να καταβάλλει εισφορές και αποκτά, κατ’ αρχήν, αξίωση έναντι του ασφαλιστικού φορέα να του χορηγήσει παροχή, η οποία, χωρίς να απαιτείται να αντιστοιχεί ευθέως σε καταβληθείσες εισφορές του ή να αντισταθμίζει πλήρως την απώλεια του εισοδήματός του, πρέπει να είναι ικανή να του εξασφαλίσει ικανοποιητικό επίπεδο διαβιώσεως, όσο το δυνατόν εγγύτερο προς εκείνο που είχε κατακτήσει κατά τη διάρκεια του εργασιακού του βίου. Πέραν του ανωτέρω δημοσίου σκοπού, μέσω του θεσμού της κοινωνικής ασφαλίσεως, εκδηλώνεται - όπως και μέσω της κοινωνικής πρόνοιας - η κοινωνική αλληλεγγύη και ασκείται κοινωνική πολιτική, ειδικότερα δε, αναδιανομή εισοδήματος με σκοπό την άμβλυνση κοινωνικών αντιθέσεων και ανισοτήτων. Στο πλαίσιο αυτό, δεν κατοχυρώνεται συνταγματικώς στην κοινωνική ασφάλιση η ευθεία αναλογία (αμιγής ανταποδοτικότητα) μεταξύ εισφορών και παροχών (ΣτΕ 3487/2008 Ολ.), ενώ επιτρέπεται η θέσπιση ανωτάτου ορίου παροχών, η απονομή συντάξεως επί εργατικού ατυχήματος ανεξαρτήτως καταβολής εισφορών ή η μη χορήγηση συντάξεως, παρά την καταβολή εισφορών, σε περίπτωση μη θεμελιώσεως του ασφαλιστικού δικαιώματος. Εν όψει των ανωτέρω και, ιδιαιτέρως, του προπεριγραφέντος δημοσίου σκοπού (διασφάλιση στους εργαζομένους ικανοποιητικού επιπέδου διαβιώσεως εγγύς εκείνου που είχαν κατά τον εργασιακό τους βίο), δικαιολογείται, κατά το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, η κατοχύρωση από το νομοθέτη της κοινωνικής ασφαλίσεως ως υποχρεωτικής (με θέσπιση υποχρεώσεως καταβολής ασφαλιστικών εισφορών) και, εντεύθεν, η παροχή αυτής αποκλειστικώς από το κράτος ή από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (ΑΕΔ 87/1997, ΣτΕ 5024/1987 Ολ., 2690, 2692/1993 Ολ., 3096-3101/2001 Ολ.). Η ανάθεση, με την ως άνω συνταγματική διάταξη, της υποχρεωτικής κοινωνικής ασφαλίσεως, τόσο της κύριας όσο και της επικουρικής, σε δημόσιους φορείς (κράτος ή ν.π.δ.δ.) έγινε για λόγους δημοσίου συμφέροντος και, ειδικότερα, ως εγγύηση προς όσους υποχρεωτικώς ασφαλίζονται ή καταβάλλουν ασφαλιστικές εισφορές έναντι των επιχειρηματικών κινδύνων που συνδέονται με την άσκηση της ασφαλιστικής λειτουργίας από ιδιωτικούς φορείς (ΑΕΔ 87/1997, ΣτΕ 5024/1987 Ολ.). Εξ άλλου, η κρατική μέριμνα για την υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση (κύρια και επικουρική) δεν εξαντλείται στην ίδρυση από το κράτος των οικείων δημοσίων φορέων, στον ορισμό των διοικούντων αυτούς οργάνων, στην άσκηση εποπτείας της δραστηριότητάς τους και της διαχειρίσεως της περιουσίας τους και στη θέσπιση των σχετικών κανόνων, αλλά περιλαμβάνει και τη μέριμνα για την προστασία του ασφαλιστικού τους κεφαλαίου, δηλαδή για τη βιωσιμότητά τους χάριν και των επομένων γενεών, μέριμνα η οποία εκδηλώνεται, μεταξύ άλλων, με τη θέσπιση ρυθμίσεων για την προστασία και την αξιοποίηση της περιουσίας τους και την επωφελή διαχείριση των αποθεματικών τους, με τον καθορισμό εκάστοτε των οικείων συνταξιοδοτικών προϋποθέσεων, με την πρόβλεψη κοινωνικών πόρων, και, κυρίως, με την απ’ ευθείας συμμετοχή στην χρηματοδότηση των εν λόγω φορέων μέσω του κρατικού προϋπολογισμού. Και τούτο διότι, εφ’ όσον καθιερώνει υποχρέωση των εργαζομένων και των εργοδοτών τους να καταβάλλουν ασφαλιστικές εισφορές, το κράτος, ως εγγυητής, οφείλει να διασφαλίζει την επάρκεια των παροχών και τη βιωσιμότητα των οικείων ασφαλιστικών οργανισμών (η οποία, κατά τα ανωτέρω, δεν συναρτάται, αποκλειστικώς ή προεχόντως, με το ύψος των εισφορών), φέρει δε την κύρια ευθύνη για την κάλυψη των ελλειμμάτων τους (βλ. γνωμοδότηση Ολομέλειας Ελεγκτικού Συνεδρίου 24.6.2010). [Ήδη, τακτική συμμετοχή του κράτους στη χρηματοδότηση των οργανισμών υποχρεωτικής κύριας ασφαλίσεως προβλέπεται με το άρθρο 22 παρ. 1 του ν. 2084/1992, ειδικώς δε ως προς το Ι.Κ.Α.- Ε.Τ.Α.Μ. με το άρθρο 4 παρ. 1-5 του ν. 3029/2002]. Το ύψος της κρατικής συμμετοχής στη χρηματοδότηση των φορέων της υποχρεωτικής κοινωνικής ασφαλίσεως - συμμετοχής η οποία πρέπει να είναι επαρκής για την εξυπηρέτηση των προεκτεθέντων συνταγματικώς επιβεβλημένων σκοπών (επάρκεια παροχών προς διασφάλιση ικανοποιητικού κατά τα ανωτέρω επιπέδου διαβιώσεως και διασφάλιση της βιωσιμότητας του οικείου ασφαλιστικού φορέα) - προσδιορίζεται εκάστοτε από τον κρατικό προϋπολογισμό, λαμβανομένων υπ’ όψιν και των διατάξεων του Κώδικα Δημοσίου Λογιστικού (ν. 2362/1995, ΦΕΚ Α΄ 247) περί μεταφοράς πιστώσεων (άρθρο 15 παρ. 3-5, όπως αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 17 του ν. 3871/2010, ΦΕΚ Α΄ 141) ήδη άρθρο 71 παρ. 2-5 ν. 4270/2014, ΦΕΚ Α΄ 143) και περί συμπληρωματικών προϋπολογισμών (άρθρο 8Α του ν. 2362/1995, που προστέθηκε με το άρθρο 12 του ν. 3871/2010, ήδη άρθρο 60 ν. 4270/2014). Όταν, όμως, σε περιπτώσεις εξαιρετικά δυσμενών δημοσιονομικών συνθηκών, προκύπτει αιτιολογημένως ότι το κράτος αδυνατεί να παράσχει επαρκή, κατά τα άνω, χρηματοδότηση στους ασφαλιστικούς οργανισμούς και ότι δεν υφίσταται δυνατότητα διασφαλίσεως της βιωσιμότητας αυτών με άλλα μέσα (τροποποίηση συνταξιοδοτικών προϋποθέσεων, αποτελεσματικότερη διαχείριση αποθεματικών και περιουσίας, πρόβλεψη κοινωνικών πόρων, αύξηση ασφαλιστικών εισφορών), δεν αποκλείεται, κατά το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, στο πλαίσιο της υποχρεωτικής κοινωνικής ασφαλίσεως, η επέμβαση του νομοθέτη για τη μείωση και των απονεμηθεισών ακόμη συντάξεων, εφεξής. Σε τέτοιες, άλλωστε, εξαιρετικές περιπτώσεις, ο νομοθέτης μπορεί, κατ’ αρχήν, να θεσπίζει για την περιστολή των δημοσίων δαπανών (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι δαπάνες χρηματοδοτήσεως των φορέων υποχρεωτικής κοινωνικής ασφαλίσεως), μέτρα που συνεπάγονται σοβαρή οικονομική επιβάρυνση μεγάλων κατηγοριών του πληθυσμού, όπως είναι η μείωση των συντάξεων όσων συνταξιοδοτούνται από το δημόσιο ή από χρηματοδοτούμενους από αυτό ασφαλιστικούς οργανισμούς, λόγω της άμεσης εφαρμογής και της αποτελεσματικότητας των μέτρων αυτών για τον περιορισμό του δημοσίου ελλείμματος. Και στις εξαιρετικές όμως αυτές περιπτώσεις, η δυνατότητα του νομοθέτη να περικόπτει τις ασφαλιστικές παροχές δεν είναι απεριόριστη, αλλά οριοθετείται κατά πρώτον από τις αρχές της κοινωνικής αλληλεγγύης (άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος) και της ισότητας στα δημόσια βάρη (άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος), οι οποίες επιτάσσουν να κατανέμεται εξ ίσου το βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής μεταξύ όλων των πολιτών, καθώς και από την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος), σύμφωνα με την οποία το συγκεκριμένο μέτρο πρέπει να είναι πράγματι πρόσφορο και αναγκαίο για την αντιμετώπιση του προβλήματος (ΣτΕ 2192-2196/2014). Σε κάθε δε περίπτωση, η περικοπή των συντάξεων δεν μπορεί να παραβιάζει αυτό που αποτελεί, κατά τα ανωτέρω, τον συνταγματικό πυρήνα του κοινωνικοασφαλιστικού δικαιώματος, τη χορήγηση δηλαδή στον συνταξιούχο παροχών τέτοιων που να του επιτρέπουν να διαβιώνει με αξιοπρέπεια, εξασφαλίζοντας τους όρους όχι μόνο της φυσικής του υποστάσεως (διατροφή, ένδυση, στέγαση, βασικά οικιακά αγαθά, θέρμανση, υγιεινή, και ιατρική περίθαλψη όλων των βαθμίδων), αλλά και της συμμετοχής του στην κοινωνική ζωή με τρόπο που δεν αφίσταται, πάντως, ουσιωδώς από τις αντίστοιχες συνθήκες του εργασιακού του βίου (πρβλ. απόφαση του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας της 9.2.2010, 1 BvL 1/09, 1 BvL 3/09, 1 BvL 4/09, Rn. 135). Προκειμένου, εξ άλλου, να ανταποκριθεί στις εν λόγω δεσμεύσεις του και να μην υπερβεί τα όρια που χαράσσει το Σύνταγμα, ο νομοθέτης, όταν λαμβάνει μέτρα συνιστάμενα, κατά τα ανωτέρω, σε περικοπή συνταξιοδοτικών παροχών, οφείλει, εν όψει και της γενικότερης υποχρέωσής του για «προγραμματισμό και συντονισμό της οικονομικής δραστηριότητας για την εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης» (ανωτ. άρθρο 106 παρ. 1 του Συντάγματος), να έχει προβεί σε ειδική, εμπεριστατωμένη και επιστημονικά τεκμηριωμένη μελέτη, από την οποία να προκύπτει αφ’ ενός μεν ότι τα συγκεκριμένα μέτρα είναι πράγματι πρόσφορα αλλά και αναγκαία για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του προβλήματος βιωσιμότητας των φορέων κοινωνικής ασφαλίσεως εν όψει και των παραγόντων που το προκάλεσαν, έτσι ώστε η λήψη των μέτρων αυτών να είναι σύμφωνη με τις πιο πάνω συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη, αφ’ ετέρου δε ότι οι επιπτώσεις από τα μέτρα αυτά στο βιοτικό επίπεδο των πληττομένων προσώπων, συνδυαζόμενες με άλλα τυχόν ληφθέντα μέτρα (φορολογικά κ.ά.), αλλά και με το σύνολο των κοινωνικοοικονομικών συνθηκών της δεδομένης συγκυρίας, δεν έχουν, αθροιστικά λαμβανόμενες, αποτέλεσμα τέτοιο που να οδηγεί σε ανεπίτρεπτη, κατά τα προεκτεθέντα, παραβίαση του πυρήνα του συνταγματικού δικαιώματος σε κοινωνική ασφάλιση. Με δεδομένο, άλλωστε, τον κατ’ εξοχήν πολύπλοκο και τεχνικό χαρακτήρα των σχετικών ζητημάτων, η έλλειψη τέτοιας μελέτης, και μάλιστα διατυπωμένης με τρόπο κατανοητό και ελέγξιμο από το δικαστή κατά τις βασικές της θέσεις, θα καθιστούσε κατ’ ουσίαν ανέφικτο το δικαστικό έλεγχο των οικείων νομοθετικών μέτρων από τις ανωτέρω συνταγματικές απόψεις. Έλεγχο, ο οποίος ναι μεν δεν εκτείνεται στην ορθότητα των πολιτικών εκτιμήσεων και επιλογών, οφείλει όμως, ως προς το αντικείμενό του, την τήρηση δηλαδή των συνταγματικών υποχρεώσεων του νομοθέτη, να ασκείται με ουσιαστικό και αποτελεσματικό τρόπο. Παρεκκλίσεις ως προς την αναγκαιότητα της υπάρξεως ή ως προς το περιεχόμενο της ανωτέρω μελέτης θα μπορούσαν να δικαιολογηθούν μόνο σε ακραίες περιπτώσεις, όταν συντρέχει άμεση απειλή κατάρρευσης της οικονομίας της Χώρας και τα συγκεκριμένα μέτρα λαμβάνονται κατεπειγόντως για την αποτροπή του κινδύνου. Σε τέτοιες περιπτώσεις θα μπορούσε, από τη φύση του πράγματος, να είναι σε πρώτη φάση αρκετή η αιτιολογημένη εκτίμηση του νομοθέτη για την ύπαρξη, τη σοβαρότητα και τον άμεσο χαρακτήρα της απειλής, καθώς και για την ανάγκη, εν όψει των περιστάσεων, να ληφθούν τα συγκεκριμένα μέτρα για την άμεση αντιμετώπιση της κατάστασης. Και τούτο όμως, υπό την προϋπόθεση ότι τα μέτρα δεν παρίστανται προδήλως απρόσφορα ή μη αναγκαία και ότι δεν υφίστανται σοβαρές ενδείξεις ότι υπερβαίνουν το όριο θυσίας των θιγομένων από αυτά, πάντως δε, ενόσω εξακολουθεί να συντρέχει στην ίδια ένταση ο κατεπείγων λόγος που υπαγόρευσε την επιβολή τους (ΣτΕ Ολ. 2288/2015).

 

3. Επειδή, στο άρθρο 1 του ν. 4051/2012 με τίτλο «Ρυθμίσεις συνταξιοδοτικού περιεχομένου και άλλες επείγουσες ρυθμίσεις εφαρμογής του Μνημονίου Συνεννόησης του ν. 4046/2012» (ΦΕΚ Α΄ 40), ορίζεται ότι: «1.α. Από 1.1.2012 για τους συνταξιούχους του Δημοσίου, γενικά, αναπροσαρμόζεται με μείωση κατά 12% το ποσό της μηνιαίας κύριας σύνταξης που υπερβαίνει τα χίλια τριακόσια (1.300) ευρώ. β. Για τον προσδιορισμό του ποσού της σύνταξης της προηγούμενης περίπτωσης, λαμβάνεται υπόψη το μηνιαίο ποσό της κύριας σύνταξης, όπως αυτό είχε διαμορφωθεί κατά την 31.12.2011.Τα ανωτέρω έχουν ανάλογη εφαρμογή και για όσους συνταξιοδοτούνται μετά την ανωτέρω ημερομηνία. (…)», στο άρθρο 6, ορίζει ότι: «1. Τα ποσά της μηνιαίας κύριας σύνταξης που υπερβαίνουν τα χίλια τριακόσια (1.300) ευρώ και καταβάλλονται από την Τράπεζα της Ελλάδος, καθώς και τους λοιπούς φορείς κύριας Ασφάλισης αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, μειώνονται κατά 12% από 1.1.2012. Η μείωση αυτή καταλαμβάνει και το 50% του συνολικού ποσού κύριας και επικουρικής σύνταξης που χορηγείται από το ΕΤΑΤ και το ΕΤΕΑΜ σε συνταξιούχους προσυνταξιοδοτικού καθεστώτος. Για τη μείωση λαμβάνεται υπόψη το ποσό της καταβλητέας την 1.1.2012 κύριας σύνταξης. Το ποσό της κύριας σύνταξης μετά και την παραπάνω μείωση της παραγράφου αυτής δεν μπορεί να υπολείπεται των χιλίων τριακοσίων (1.300) ευρώ. Όταν δικαιούχοι για τη σύνταξη λόγω θανάτου είναι περισσότεροι του ενός, το ποσό πέραν των χιλίων τριακοσίων (1.300) ευρώ του συνολικού ποσού σύνταξης μειώνεται κατά το ως άνω ποσοστό. Το εναπομείναν ποσό σύνταξης επιμερίζεται κατά τα ποσοστά των δικαιοδόχων. 2. Τα καταβαλλόμενα ποσά συντάξεων από το Ενιαίο Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Μισθωτών (ΕΤΕΑΜ), τους Τομείς του Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης Ιδιωτικού Τομέα (ΤΕΑΙΤ), το Ταμείο Επικουρικής Ασφάλισης Δημοσίων Υπαλλήλων (ΤΕΑΔΥ) και τους Τομείς αυτού «ΤΕΑΠΟΚΑ» και «ΤΑΔΚΥ», το Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Τραπεζοϋπαλλήλων (ΕΤΑΤ), τους Τομείς του Κλάδου Επικουρικής Ασφάλισης του Ταμείου Ασφάλισης Υπαλλήλων Τραπεζών και Επιχειρήσεων Κοινής Ωφέλειας (ΤΑΥΤΕΚΩ) και τον Κλάδο Ασφάλισης Προσωπικού ΔΕΗ του ΤΑΥΤΕΚΩ, μειώνονται από 1.1.2012 ως εξής: Οι συντάξεις έως διακόσια πενήντα (250) ευρώ, κατά ποσοστό 10% στο συνολικό ποσό. Το ποσό της σύνταξης μετά τη μείωση δεν μπορεί να υπολείπεται του ποσού των διακοσίων (200) ευρώ. Οι συντάξεις από διακόσια πενήντα ευρώ και ένα λεπτό (250,01) έως τριακόσια (300) ευρώ, κατά ποσοστό 15% στο συνολικό ποσό. Το ποσό της σύνταξης μετά τη μείωση δεν μπορεί να υπολείπεται του ποσού των διακοσίων είκοσι πέντε (225) ευρώ. Οι συντάξεις από τριακόσια ευρώ και ένα λεπτό (300,01) και άνω κατά ποσοστό 20% στο συνολικό ποσό. Το ποσό της σύνταξης μετά τη μείωση δεν μπορεί να υπολείπεται του ποσού των διακοσίων πενήντα πέντε (255) ευρώ. Τα ποσοστά των μειώσεων αυτών καταλαμβάνουν και το 50% του συνολικού ποσού κύριας και επικουρικής σύνταξης που χορηγείται από το ΕΤΑΤ και το ΕΤΕΑΜ σε συνταξιούχους προσυνταξιοδοτικού καθεστώτος. Για τη μείωση λαμβάνεται υπόψη το ποσό της καταβλητέας την 1.1.2012 επικουρικής σύνταξης. 3. Από τη μείωση των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου αυτού εξαιρούνται οι συνταξιούχοι που προβλέπονται από τις διατάξεις του τέταρτου και πέμπτου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 2 του ν. 4024/2011, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει. 4. Οι αναδρομικές μειώσεις των παραγράφων 1 και 2 παρακρατούνται σε 8 ισόποσες μηνιαίες δόσεις αρχής γενομένης από τη σύνταξη Μαΐου 2012. 5. Τα ποσά των μειώσεων των συντάξεων του άρθρου αυτού αποτελούν έσοδα του φορέα από τον οποίο καταβάλλεται η σύνταξη. 6. …».

 

4 Επειδή, εξάλλου, με το άρθρο πρώτο παρ. ΙΑ του ν. 4093/2012, «Έγκριση Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016- Επείγοντα Μέτρα Εφαρμογής του ν. 4046/2012 και του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2013-2016» (ΦΕΚ Α΄ 222), όπως το τελευταίο εδάφιο της παρ. 1 του άρθρου αυτού αντικαταστάθηκε από το άρθρο 34 παρ. 4 του ν. 4111/2013 (ΦΕΚ Α΄ 18) με έναρξη ισχύος - σύμφωνα με το άρθρο 49 παρ. 4 του ίδιου νόμου - από 5.12.2012, ορίσθηκαν τα εξής: «ΙΑ.5. 1. Από 1.1.2013 η μηνιαία σύνταξη ή το άθροισμα των μηνιαίων συντάξεων άνω των 1.000,00 ευρώ από οποιαδήποτε πηγή και για οποιαδήποτε αιτία μειώνονται ως εξής: α. Ποσό σύνταξης ή αθροίσματος άνω των 1.000,01 ευρώ και έως 1.500,00 ευρώ μειώνεται στο σύνολο του ποσού κατά 5% και σε κάθε περίπτωση το ποσό που εναπομένει δεν μπορεί να υπολείπεται των 1.000,01 ευρώ. β. Ποσό σύνταξης ή αθροίσματος από 1.500,01 ευρώ έως 2.000,00 ευρώ μειώνεται στο σύνολο του ποσού κατά 10% και σε κάθε περίπτωση το ποσό που εναπομένει δεν μπορεί να υπολείπεται των 1.425,01 ευρώ. γ. Ποσό σύνταξης ή αθροίσματος από 2.000,01 ευρώ έως 3.000,00 ευρώ μειώνεται κατά ποσοστό 15% και σε κάθε περίπτωση το ποσό που εναπομένει δεν μπορεί να υπολείπεται των 1.800,01 ευρώ. δ. Ποσό σύνταξης ή συντάξεων από 3.000,00 ευρώ και άνω μειώνεται κατά ποσοστό 20% και σε κάθε περίπτωση το ποσό που εναπομένει δεν μπορεί να υπολείπεται των 2.550,01 ευρώ. Στο ως άνω άθροισμα λαμβάνονται υπόψη τα μερίσματα, καθώς και κάθε είδους προσαυξήσεις. Επί του αθροίσματος αυτού το ποσό της μείωσης επιμερίζεται αναλογικά σε κάθε φορέα ή τομέα και αποτελεί έσοδο του οικείου ασφαλιστικού φορέα ή τομέα. Για τον υπολογισμό του ποσοστού της μείωσης λαμβάνεται υπόψη το καταβλητέο ποσό συντάξεως ή του ως άνω αθροίσματος την 31.12.2012 μετά τις μειώσεις και τις παρακρατήσεις της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης συνταξιούχων. Από τις ανωτέρω μειώσεις εξαιρούνται όσοι λαμβάνουν το μηνιαίο εξωϊδρυματικό επίδομα των παρ. 1 και 2 του άρθρου 42 του ν. 1140/1981 (Α΄ 68), όπως ισχύουν. 2. ... ΙΑ.6. 1. … 3. Από 1.1.2013 τα επιδόματα και δώρα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και το επίδομα αδείας, που προβλέπονται από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη νόμου ή κανονιστική πράξη ή καταστατική διάταξη για τους συνταξιούχους και βοηθηματούχους όλων των φορέων και τομέων κύριας και επικουρικής ασφάλισης αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας, καθώς και του ΟΓΑ, του NAT και της Τράπεζας της Ελλάδος καταργούνται».

 

5. Επειδή, με την 2288/2015 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, έγιναν δεκτά, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα : Με την εμφάνιση της οξύτατης δημοσιονομικής κρίσης στις αρχές του 2010, ο νομοθέτης, εκτιμώντας ότι υφίστατο άμεσος κίνδυνος κατάρρευσης της οικονομίας και χρεοκοπίας της Χώρας και ότι ο μόνος τρόπος για να αντιμετωπισθεί η κατάσταση ήταν η προσφυγή στη χρηματοδοτική υποστήριξη από τα κράτη της Ευρωζώνης και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, έλαβε, έναντι της υποστηρίξεως αυτής, κυριαρχικώς, σειρά μέτρων περιστολής των δημοσίων δαπανών, μεταξύ των οποίων και η διενέργεια περικοπών και μειώσεων συνταξιοδοτικών παροχών των συνταξιοδοτουμένων από τους φορείς υποχρεωτικής κοινωνικής ασφαλίσεως. Οι περικοπές και οι μειώσεις αυτές, οι οποίες ξεκίνησαν από τα επιδόματα εορτών και αδείας των οργανισμών κύριας ασφάλισης (άρθρο τρίτο παρ. 10-14 του ν. 3845/2010), και συνεχίσθηκαν σε σύντομο χρονικό διάστημα με την εισφορά αλληλεγγύης των συνταξιούχων κύριας ασφάλισης (άρθρο 38 του ν. 3863/2010), την εν συνεχεία αναπροσαρμογή και τη συμπλήρωση της εισφοράς αυτής και την επέκτασή της στην επικουρική ασφάλιση (άρθρο 44 παρ. 10-13 του ν. 3985/2011), καθώς και τις μειώσεις στις συντάξεις των κάτω των 55 ετών συνταξιούχων και στις κύριες και επικουρικές συντάξεις που υπερβαίνουν, αντιστοίχως, τα 1200 και τα 150 ευρώ (άρθρο 2 παρ. 1-5 του ν. 4024/2011), εντάσσονται στις δέσμες μέτρων που έχουν ως βάση τις προβλέψεις του πρώτου «Μνημονίου» και του πρώτου «Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου», και συνιστούν μέτρα «άμεσης απόδοσης» για την εξεύρεση πόρων προς αντιμετώπιση της έκτακτης ανάγκης στην οποία βρέθηκε η Χώρα. Με τα δεδομένα αυτά, οι εν λόγω περικοπές, έχοντας αποφασισθεί υπό την πίεση των ως άνω όλως εξαιρετικών περιστάσεων, και επιβαλλόμενες κατά την εκτίμηση του νομοθέτη για την άμεση αντιμετώπιση της κρίσεως, κρίθηκαν συμβατές με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ, εφόσον υπό τα υφιστάμενα κατά το συγκεκριμένο χρόνο δεδομένα δεν κλονίζεται η δίκαιη ισορροπία μεταξύ του γενικού συμφέροντος που τις υπαγόρευσε και των περιοριζόμενων με αυτές περιουσιακών δικαιωμάτων. (βλ. ΣτΕ 2288/2015 Ολ σκέψη 20) Ωστόσο, μετά τις διαδοχικές ως άνω περικοπές και μειώσεις, σε συνέχεια δε και προς εφαρμογή του εγκριθέντος κατά το έτος 2012 δεύτερου «Μνημονίου Συνεννόησης» (ν. 4046/2012), ακολούθησαν το ίδιο αυτό έτος, δύο ακόμη νομοθετήματα με αντικείμενο την περαιτέρω περιστολή κυρίων και επικουρικών συντάξεων και συγκεκριμένα ο ν. 4051/2012, με το άρθρο 6 του οποίου μειώθηκαν αναδρομικά κατά 12% οι κύριες συντάξεις που υπερβαίνουν τα 1.300 ευρώ και οι επικουρικές συντάξεις, με κλιμάκωση του ποσοστού μειώσεως (10%, 15% και 20%) αναλόγως του ύψους αυτών και με κατοχύρωση κατώτατου ορίου 200 ευρώ, καθώς και ο ν. 4093/2012, με το άρθρο πρώτο του οποίου, αφ’ ενός μεν μειώθηκαν εκ νέου, σε ποσοστά από 5% έως και 20%, οι από οποιαδήποτε πηγή και για οποιαδήποτε αιτία συντάξεις, που υπερβαίνουν αθροιστικώς τα 1.000 ευρώ, αφ’ ετέρου δε καταργήθηκαν πλέον για όλους τους συνταξιούχους τα επιδόματα και δώρα Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας. Στις αιτιολογικές εκθέσεις των εν λόγω διατάξεων δεν μνημονεύονται καθόλου οι προηγηθείσες περικοπές, η δε λήψη των νέων μέτρων αιτιολογείται με γενική αναφορά στις «δημοσιονομικές ανάγκες της χώρας», στη «δυσμενή οικονομική κατάσταση συγκεκριμένων ασφαλιστικών φορέων» και στην ανάγκη «να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα όλων των φορέων κοινωνικής ασφάλισης …». Στο ανωτέρω, εξ άλλου, δεύτερο Μνημόνιο προβλεπόταν σχετικώς ότι για «την πορεία δημοσιονομικής προσαρμογής του προγράμματος» και εν όψει «των συνεχών προβλημάτων της Ελλάδας με τη φορολογική συμμόρφωση», θα χρειαζόταν η λήψη «επιπρόσθετων μέτρων», ότι «το μεγαλύτερο μέρος της προσαρμογής θα επιτυγχανόταν μέσω περικοπών δαπανών που θα αποσκοπούσαν στη μόνιμη μείωση του μεγέθους του κράτους», ότι «πολλές από αυτές τις περικοπές θα έπρεπε να αφορούν τις κοινωνικές μεταβιβάσεις», και ότι «η μεγάλη εναπομείνασα δημοσιονομική προσαρμογή θα έπρεπε κατ’ ανάγκη να περιλαμβάνει περαιτέρω προσαρμογές των συντάξεων (…) με τρόπο που να προστατεύονται οι χαμηλοσυνταξιούχοι …». Οι τελευταίες ως άνω διατάξεις ψηφίσθηκαν όταν είχε πλέον παρέλθει διετία από τον πρώτο αιφνιδιασμό της οικονομικής κρίσεως και αφού εν τω μεταξύ είχαν σχεδιασθεί και ληφθεί τα βασικά μέτρα για την αντιμετώπισή της. Επομένως, κατά την επιχειρηθείσα με τις διατάξεις αυτές νέα, για πολλοστή φορά, περικοπή συνταξιοδοτικών παροχών της ίδιας ομάδας θιγομένων, ο νομοθέτης δεν εδικαιολογείτο πλέον να προχωρήσει σε σχετικές ρυθμίσεις χωρίς ειδική έρευνα του αντικειμένου αυτών, αλλ’ όφειλε να προβεί σε εμπεριστατωμένη μελέτη, προκειμένου να διαπιστώσει και να αναδείξει τεκμηριωμένα ότι η λήψη των συγκεκριμένων μέτρων ήταν συμβατή με τις σχετικές συνταγματικές δεσμεύσεις, τις απορρέουσες, μεταξύ άλλων, από το θεσμό της κοινωνικής ασφαλίσεως, τις αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας και την προστασία της αξίας του ανθρώπου. Ειδικότερα, στο πλαίσιο της μελέτης αυτής, όφειλε, κατ’ αρχάς, ο νομοθέτης να προβεί σε συνολική εκτίμηση των παραγόντων που προκάλεσαν το πρόβλημα το οποίο επικαλείται ως προς τη βιωσιμότητα των ασφαλιστικών οργανισμών (και, μάλιστα, ενός εκάστου εξ αυτών, εν όψει της διοικητικής και οικονομικής του αυτοτέλειας), και, εν όψει των παραγόντων αυτών - όπως είναι η μείωση της αξίας, μέσω του PSI (ν. 4050/2012), των διαθεσίμων κεφαλαίων των εν λόγω οργανισμών, κυρίως δε, η παρατεινόμενη ύφεση και η συνακόλουθη αύξηση της ανεργίας, στις οποίες ουσιωδώς συμβάλλει η πτώση του βιοτικού επιπέδου μεγάλων κατηγοριών του πληθυσμού συνεπεία μέτρων αντίστοιχων με τα επίδικα (μειώσεις συντάξεων και μισθών) ή φορολογικών επιβαρύνσεων - να κρίνει για την προσφορότητα των επίδικων αυτών μέτρων. Τούτο δε εν όψει και της διαπιστώσεώς του ότι τα αντίστοιχα μέτρα που είχε λάβει μέχρι τότε (μειώσεις συντάξεων και μισθών) δεν είχαν αποδώσει τα αναμενόμενα και ότι η οικονομική ύφεση είχε ενταθεί με ρυθμούς που είχαν ανατρέψει τις αρχικές προβλέψεις. Ακόμη δε και αν τα επίδικα μέτρα κρίνονταν πρόσφορα, κατά τα ανωτέρω, ο νομοθέτης έπρεπε περαιτέρω να μελετήσει και να αποφανθεί αιτιολογημένα για την αναγκαιότητά τους, εξετάζοντας την ύπαρξη τυχόν εναλλακτικών επιλογών και συγκρίνοντας τα οφέλη και τα μειονεκτήματα της καθεμιάς για τους επιδιωκόμενους δημόσιους σκοπούς (δημοσιονομική προσαρμογή, βιωσιμότητα των ασφαλιστικών οργανισμών, διασφάλιση ικανοποιητικού, κατ’ άρθρο 22 παρ. 5 Συντ., επιπέδου ζωής των ασφαλισμένων). Τέλος, εφ’ όσον, πάντως, κατόπιν των ανωτέρω, ο νομοθέτης επέλεγε, όπως εν προκειμένω, να προβεί σε συγκεκριμένες περικοπές συντάξεων (επιλογή κατ’ αρχήν, δικαστικώς ανέλεγκτη), όφειλε προηγουμένως να εξετάσει με τρόπο επιστημονικό και δικαστικά ελέγξιμο, αν οι επιπτώσεις των περικοπών τούτων στο βιοτικό επίπεδο των θιγομένων, αθροιζόμενες με τις επιπτώσεις από τα ήδη ληφθέντα γενικά μέτρα αντιμετώπισης της κρίσης (όπως οι αλλεπάλληλες, κατά τα εκτεθέντα, φορολογικές επιβαρύνσεις) και συνδυαζόμενες με τις ευρύτερες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες της διανυόμενης έκτακτης περιόδου (κόστος αγαθών και υπηρεσιών, περικοπές παροχών υγείας, ανεργία και επίδρασή της στο οικογενειακό εισόδημα, έκταση και περιεχόμενο δανειοληπτικών υποχρεώσεων), οδηγούν σε ανεπίτρεπτη μείωση του επιπέδου ζωής των συνταξιούχων κάτω του ορίου εκείνου που συνιστά, τον πυρήνα του κοινωνικοασφαλιστικού τους δικαιώματος. Από κανένα όμως στοιχείο δεν προκύπτει ότι, ως προς τα ανωτέρω ζητήματα, έλαβε χώρα εν προκειμένω τέτοια μελέτη. Πέραν δε τούτου, δεν προκύπτει ούτε ότι ελήφθησαν υπ’ όψη οι κρίσιμες συνταγματικές παράμετροι, διότι  όπως συνάγεται από τις οικείες προπαρασκευαστικές εργασίες, μόνο κριτήριο για τη θέσπιση των σχετικών μέτρων απετέλεσε η συμβολή τους στη μείωση των δημοσίων δαπανών και τη «δημοσιονομική προσαρμογή». Ακόμη δε και η αναφορά στην «δυσμενή οικονομική κατάσταση» των ασφαλιστικών οργανισμών, ως βασικής αιτίας του προβλήματος, γίνεται αορίστως, είτε για όλους τους οργανισμούς συλλήβδην, είτε για κάποιους μη κατονομαζόμενους, χωρίς να εκτιμάται συγκεκριμένα η κατάσταση καθενός από αυτούς (ενόψει της οικονομικής αυτοτελείας τους και των επιβαλλομένων, αναλόγως, διαφοροποιήσεων) και χωρίς να αναφέρεται αν και πώς συνέβαλε το Κράτος, κατά τη συνταγματική του υποχρέωση, στη διασφάλιση της βιωσιμότητάς τους. ʼλλωστε, αντιθέτως προς όσα έγιναν δεκτά στην δεύτερη σκέψη ως προς τις υποχρεώσεις του Κράτους για την κοινωνική ασφάλιση, οι επίμαχες νομοθετικές ρυθμίσεις διέπονται από την, υπό το «νέο ασφαλιστικό σύστημα», συνταγματικώς μη ανεκτή αντίληψη ότι το Κράτος ρυθμίζει απλώς και οργανώνει την κοινωνική ασφάλιση χωρίς να υποχρεούται να συμμετέχει στη χρηματοδότηση των οργανισμών κοινωνικής ασφαλίσεως ή ότι η υποχρέωση αυτή μπορεί να αναπληρώνεται με παροχές προνοιακού χαρακτήρα, καθώς και ότι η διασφάλιση της βιωσιμότητας των εν λόγω οργανισμών απόκειται στους ίδιους τους ασφαλισμένους, συναρτώμενη, προεχόντως ή και αποκλειστικώς, με την μαθηματική σχέση μεταξύ καταβαλλόμενων εισφορών και χορηγούμενων παροχών. Κατόπιν των ανωτέρω  κρίθηκε ότι προαναφερθείσες διατάξεις των νόμων 4051 και 4093/2012 αντίκεινται στις συνταγματικές διατάξεις των άρθρων 2 παρ.1, 4 παρ. 1 και 5, 2 παρ.5 και 25 παρ.1 και είναι, ως εκ τούτου, ανίσχυρες και μη εφαρμοστέες. Υπό τα δεδομένα, άλλωστε, αυτά, με τις εν λόγω διατάξεις των ανωτέρω νόμων κλονίζεται η δίκαιη ισορροπία μεταξύ γενικού συμφέροντος και περιουσιακών δικαιωμάτων των συνταξιούχων και, ως εκ τούτου, παραβιάζεται και το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (βλ. σκέψεις 22 και 23 της ανωτέρω απόφασης). Εξάλλου, όπως ρητώς κρίθηκε με την ανωτέρω απόφαση (σκέψη 26)  απόφασης οι συνέπειες της διαγνωσθείσας αντισυνταγματικότητας των διατάξεων του ν. 4051/2012 καθώς και του ν. 4093/2012, επέρχονται, μετά από στάθμιση του δημοσίου συμφέροντος και συνεκτιμώμενης της ταμειακής δυσχέρειας του Ελληνικού Κράτους, μετά τη δημοσίευση της ανωτέρω απόφασής του η οποία έλαβε χώρα στις 10.6.2015, εξαιρουμένων των ασφαλισμένων που είχαν ασκήσει ένδικα μέσα και βοηθήματα σε χρόνο προγενέστερο της ανωτέρω ημεροχρονολογίας.

 

6. Επειδή, περαιτέρω, στο άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ. ορίζεται ότι: «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης, που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος ...», στο δε άρθρο 106 ότι: «Οι διατάξεις των δύο προηγούμενων άρθρων εφαρμόζονται και για την ευθύνη των δήμων, των κοινοτήτων ή των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που βρίσκονται στην υπηρεσία τους». Κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 105 του Εισ.Ν.Α.Κ., για την στοιχειοθέτηση ευθύνης του Δημοσίου προς αποζημίωση λόγω πράξης ή παράλειψης των οργάνων του κατά την άσκηση της ανατεθειμένης σε αυτά δημόσιας εξουσίας, απαιτείται, μεταξύ άλλων, η πράξη ή παράλειψη να είναι παράνομη. Εκ του ότι δε ο νομοθέτης είτε με νόμο είτε με διοικητική κανονιστική πράξη που εκδόθηκε κατ΄ εξουσιοδότηση νόμου, καθορίζει γενικότερα τους όρους του αδίκου, παρέπεται ότι δεν μπορεί να προκύψει, έστω και εάν προκαλείται ζημία σε τρίτο, ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση, κατ΄ εφαρμογήν του άρθρου 105 του Εισ.Ν.Α.Κ., από την εκ μέρους της πολιτείας νομοθέτηση με τα αρμόδια αυτής όργανα ή από την παράλειψη των οργάνων αυτών να νομοθετήσουν, εκτός εάν από την νομοθέτηση ή την παράλειψή της γεννάται αντίθεση προς κανόνες δικαίου υπέρτερης τυπικής ισχύος. Στην τελευταία αυτήν περίπτωση, όταν οι επιζήμιες συνέπειες δεν επέρχονται απευθείας από την επίμαχη διάταξη αλλά επέρχονται από την εφαρμογή του ως άνω κανόνα δικαίου, δηλαδή από την πράξη της Διοίκησης που τον εφαρμόζει στην ατομική περίπτωση, η ευθύνη έναντι του ζημιωθέντος προκύπτει όχι από τον κανόνα δικαίου αλλά από την τελευταία αυτήν πράξη (βλ. ΣτΕ 4741/2014 Ολομ., 479, 480, 481/2018 Ολομ.). Η δε αποζημίωση προς αποκατάσταση της κατά τα ανωτέρω ζημίας περιλαμβάνει, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 298 του Αστικού Κώδικα, την πλήρη αποκατάσταση της θετικής και αποθετικής ζημίας του ζημιωθέντος. Συνεπώς, στην εν λόγω αποζημίωση περιλαμβάνεται τόσο η αποκατάσταση της ζημίας την οποία υπέστη η υπάρχουσα πριν την παράνομη πράξη ή παράλειψη των δημοσίων οργάνων περιουσία του ζημιωθέντος, όσο και η αποκατάσταση της ζημίας, την οποία υπέστη αυτός με την στέρηση, εξαιτίας της παράνομης πράξης ή παράλειψης, παροχών τις οποίες μετά πιθανότητας, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις, θα αποκόμιζε, εάν δεν είχε μεσολαβήσει η παράνομη αυτή πράξη ή παράλειψη (βλ. ΣτΕ 528/2014, 1283, 1284/2016, 1369/2018 επταμ. κ.ά.), Τέλος, κατά την έννοια του ίδιου ως άνω άρθρου, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει, λόγω της παράνομης δραστηριότητας των οργάνων του Δημοσίου, εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, κατ` ανάλογη εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 932 εδ. γ΄ του Αστικού Κώδικα, δεδομένου ότι πρόκειται για μορφή αδικοπραξίας (ΣτΕ. 1921/2007, 1042/2007, 621/2007, 1732/2005 κ.λπ.).

 

7. Επειδή, στο άρθρο 137 του ν. 3655/2008 ( ΦΕΚ Α΄ 58), με το άρθρο 25 του οποίου συστήθηκε το «Ενιαίο Ταμείο Ανεξάρτητα Απασχολούμενων» (ΕΤΑΑ) στο οποίο εντάχθηκε το Ταμείο Νομικών ως Τομέας Ασφάλισης Νομικών (ΤΑΝ) ορίζεται, ως προς την παραγραφή υπέρ και κατά των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης (ΦΚΑ) ότι : « Α. (…) Β. Παραγραφή απαιτήσεων κατά των ΦΚΑ. 1. Η παραγραφή αξιώσεων κατά των ΦΚΑ αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους, μέσα στο οποίο γεννήθηκε η αξίωση και μπορεί να επιδιωχθεί δικαστικά. Ο χρόνος παραγραφής των χρηματικών αξιώσεων κατά των ΦΚΑ είναι πέντε (5) έτη, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά από το παρόν άρθρο. Ο χρόνος παραγραφής των αξιώσεων κατά του Φορέα αχρεωστήτως εισπραχθεισών ασφαλιστικών εισφορών είναι πέντε (5) έτη, των δε λοιπών χρηματικών αξιώσεων που καταβλήθηκαν παράνομα ή αχρεώστητα είναι τρία (3) έτη. Ο χρόνος παραγραφής των αξιώσεων των υπαλλήλων των Φορέων από καθυστερούμενες αποδοχές, απολαβές ή αποζημιώσεις από αδικαιολόγητο πλουτισμό είναι δύο (2) έτη, η παραγραφή δε του καθόλου δικαιώματος των περιπτώσεων αυτών είναι δέκα (10) έτη. (…). Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου ισχύουν για όλους τους Φορείς και Κλάδους που εντάσσονται ως Τομείς, Κλάδοι και Λογαριασμοί. Από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου εξαιρούνται το ΙΚΑ - ΕΤΑΜ και το ΕΤΕΑΜ για τα οποία, όσον αφορά τις παραγραφές ισχύει η νομοθεσία τους.».

 

8. Επειδή, στην συγκεκριμένη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας και σύμφωνα με όσα ιστορούνται με την κρινόμενη αγωγή προκύπτουν τα ακόλουθα: Με την .../27.1.2006 απόφαση του Διευθυντή του τ. Ταμείο Νομικών η ενάγουσα δικαιώθηκε σύνταξη λόγω θανάτου του συζύγου της δικαστικού λειτουργού (Γενικός Επίτροπος Επικρατείας Διοικητικών Δικαστηρίων), το ύψος της οποίας, μετά την έναρξη της δημοσιονομικής κρίσης, μειώθηκε κατ’ εφαρμογή των ν. 3863/2010, 3986/2011, 4024/2011, 4051/2012 και 4093/2012. Ήδη, η ενάγουσα με την κρινόμενη αγωγή υποστηρίζει ότι οι περικοπές που επιβλήθηκαν, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 6 παρ. 1 του ν. 4051/2012 και του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.5 περ. 1 του ν. 4093/2012, βάσει των οποίων επήλθε για άλλη μία φορά μείωση στο ποσό της λαμβανόμενης από το εναγόμενο Ταμείο σύνταξης, αντίκεινται στο άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, στο οποίο κατοχυρώνεται η κρατική μέριμνα για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων. Ειδικότερα, υποστηρίζει ότι σύμφωνα με την κρατούσα μέχρι σήμερα νομολογία με την εν λόγω συνταγματική διάταξη δεν αναγνωρίζεται μεν δικαίωμα των ασφαλισμένων σε συγκεκριμένο ποσό σύνταξης, η ευχέρεια ωστόσο του νομοθέτη να παρεμβαίνει επί το δυσμενέστερο στις συνταξιοδοτικές παροχές επιβάλλει οπωσδήποτε την ύπαρξη επιτακτικού λόγου δημοσίου συμφέροντος, ο οποίος πρέπει σε κάθε περίπτωση να προκύπτει από αναλογιστικές μελέτες που να δικαιολογούν την αναγκαιότητα και την καταλληλότητα λήψης του, κατά τρόπο που να καθίσταται σαφής η μη ύπαρξη λιγότερου επαχθούς μέτρου για την αντιμετώπιση του προβλήματος. Εξάλλου, σύμφωνα με όσα υποστηρίζει η ενάγουσα, η λήψη των δυσμενών κάθε φορά δημοσιονομικών μέτρων δεν μπορεί σε κάθε περίπτωση να θίγει τον ελάχιστο πυρήνα του συνταξιοδοτικού δικαιώματος, ο οποίος συνίσταται στην χορήγηση συνταξιοδοτικής παροχής σε επίπεδα που εξασφαλίζουν την αξιοπρεπή διαβίωση των ασφαλισμένων, την οποία επιβάλλει, μεταξύ άλλων, η υποχρέωση προστασίας της ανθρώπινης αξίας του άρθρου 2 παρ. 1 του Συντάγματος. Τέλος, προβάλλει ότι οι ένδικες αλλεπάλληλες μειώσεις της σύνταξης που λαμβάνει επιβλήθηκαν σε βάρος της κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας, δεδομένου ότι δεν βρίσκονται σε αναλογία με τον επιδιωκόμενο σκοπό ενώ παραβιάζουν και την αρχή της ισότητας συμμετοχής στα δημόσια βάρη, διότι σε συνδυασμό με πλήθος άλλων φορολογικών και ευρύτερων δημοσιονομικών μέτρων που έχουν ληφθεί στα πλαίσια της δημοσιονομικής κρίσης επιβαρύνονται κατ’ επανάληψη οι ίδιες κατηγορίες πολιτών. Εξάλλου, για τους ίδιους ως άνω λόγους οι επίμαχες περικοπές, οι οποίες καταργούν γεγενημένα περιουσιακά δικαιώματα, έρχονται σε αντίθεση με το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, καθώς και το άρθρο 12 παρ. 3 του Ευρωπαϊκού Χάρτη Κοινωνικών Δικαιωμάτων, που επιβάλλει την μέγιστη δυνατή μέριμνα για την βελτίωση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, όπως άλλωστε κρίθηκε με την 2287/2015 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία οι επίμαχες μειώσεις κρίθηκαν μη νόμιμες και αντισυνταγματικές. Ζητά δε να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγομένου να της καταβάλει, νομιμοτόκως από της επιδόσεως, ως αποζημίωση προς ανόρθωση ισόποσης ζημίας που υπέστη από την εφαρμογή των κατά τα ανωτέρω αντισυνταγματικών διατάξεων το ποσό των 2.340 ευρώ το οποίο αντιστοιχεί στο ποσό της σύνταξης που μηνιαίως στερήθηκε κατά το χρονικό διάστημα από 1.5.2016 έως και 30.6.2018 [ (29,40 ευρώ μηνιαίως κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 6 του ν. 4051/2012 + 67,80 ευρώ μηνιαίως κατ΄ εφαρμογή του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.5 περ. 1 του ν. 4093/2012) = 97,20 ευρώ Χ 25 μήνες = 2.430 ευρώ] καθώς και ποσό 1.000 ευρώ ως αποζημίωση για την ηθική βλάβη που υπέστη από τις παράνομες, κατά τα ανωτέρω πράξεις οργάνων του εναγομένου, οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα την ψυχική της ταλαιπωρία. Προς απόδειξη των ισχυρισμών της η ενάγουσα επικαλείται και προσκομίζει α) την 30870/2005 πράξη απονομής συντάξεως του Διευθυντή Παροχών του Ταμείου Νομικών β) εκκαθαριστικά σημειώματα συντάξεων ΕΦΚΑ χρονικής περιόδου 1.5.2016 έως 30.6.2018 από τα οποία προκύπτει ότι το ποσό της μείωσης που επήλθε στην σύνταξη της ενάγουσας κατά το ένδικο χρονικό διάστημα ανέρχεται μηνιαίως στο ποσό των 29.40 ευρώ (άρθρο 6 του ν. 4051/2012) και 67,80 ευρώ (άρθρο πρώτο παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.5 περ. 1 του ν. 4093/2012) και γ) την 8384/2018 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ... από την οποία προκύπτει ότι η κρινόμενη αγωγή επιδόθηκε στο εναγόμενο στις 29.6.2018.

 

9. Επειδή, εξάλλου, το εναγόμενο με την .../20.9.2018 έκθεση των απόψεων καθώς και το υποβληθέν στις 4.10.2018 υπόμνημα του ζητά την απόρριψη της αγωγής υποστηρίζοντας ότι σε ουδεμία παράνομη πράξη υπέπεσαν τα όργανα του τα οποία νομίμως εφάρμοσαν τις ανωτέρω διατάξεις, ότι η 2287/2015 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας δεσμεύει αποκλειστικά τα πρόσωπα που υπήρξαν διάδικοι στην συγκεκριμένη δίκη, ότι ουδεμία ηθική βλάβη υπέστη η ενάγουσα από την εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων, ενώ σε κάθε περίπτωση η αξίωση της αναφορικά με την σύνταξη του Μάιου 2016 έχει υποκύψει στην διετή παραγραφή του άρθρου 90 παρ. 3 του ν. 2362/1995. 

 

10. Επειδή, με τα δεδομένα αυτά το Δικαστήριο λαμβάνοντας ειδικότερα υπόψη ότι σύμφωνα με όσα έγιναν δεκτά με την 2288/2015 απόφαση του ΣτΕ και αναφέρονται στην πέμπτη σκέψη, οι περικοπές των συντάξεων των συνταξιούχων των φορέων υποχρεωτικής κύριας ασφάλισης, οι οποίες διενεργήθηκαν κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 6 του ν. 4051/2012 και του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.5 περ. 1 του ν. 4093/2012 είναι αντίθετες στο άρθρο 4 παρ. 1 και 5, άρθρο 22 παρ.5 και άρθρο 25 παρ.1 του Συντάγματος καθώς και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτόκολλου της ΕΣΔΑ, κρίνει ότι μη νομίμως, κατ’ εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων, περικόπηκε κατά τα αντίστοιχα ποσά η κύρια σύνταξη που έλαβε η ενάγουσα από το Ε.Τ.Α.Α. - Τ.Α.Ν. και ακολούθως από τον Ε.Φ.Κ.Α. κατά παραδοχή του σχετικού ισχυρισμού της ως βάσιμου, ενόψει δε ότι οι ένδικες αξιώσεις αφορούν περικοπές χρονικού διαστήματος μεταγενέστερου του χρόνου δημοσίευσης της 2288/2015 αποφάσεως του Συμβουλίου της Επικρατείας (10.06.2015), κρίνει ότι η ένδικη διαφορά καταλαμβάνεται από τις συνέπειες της αντισυνταγματικότητας των ανωτέρω διατάξεων.

 

11. Επειδή, περαιτέρω το Δικαστήριο λαμβάνοντας ειδικότερα υπόψη ότι σύμφωνα με τα προσκομιζόμενα εκκαθαριστικά σημειώματα συντάξεων ΕΦΚΑ καθώς και τις .../2018 απόψεις του εναγομένου προκύπτει ότι το ύψος της ζημίας που υπέστη η ενάγουσα από την εφαρμογή κατά το ένδικο χρονικό διάστημα (1.5.2016 έως 30.6.2018) των ανωτέρω, μη νόμιμων, διατάξεων ανέρχεται στο ποσό των 97,20 ευρώ μηνιαίως (29,40 ευρώ μείωση επιβληθείσα κατ’ εφαρμογή του άρθρου 6 του ν. 4051/2012  και 67,80 ευρώ επιβληθείσα κατ’ εφαρμογή του άρθρου πρώτο παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.5 περ. 1 του ν. 4093/2012) κρίνει ότι πρέπει να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγομένου να της καταβάλει το ποσό των 2.430 ευρώ (97,20 Χ 25 μήνες), νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής της στο εναγόμενο στις 29.6.2018 (σχετ. η 8384/2018 έκθεση επιδόσεως του Δικαστικού Επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ...) και μέχρι εξοφλήσεως, απορριπτόμενου του ισχυρισμού του τελευταίου περί παραγραφής της αναγόμενης στο μήνα Μάιο 2016 αξίωσης ενόψει της παρόδου διετίας από της γεννήσεως μέχρι την άσκηση της αγωγής, ως στηριζόμενου επί εσφαλμένης νομικής προϋπόθεσης, διότι εφαρμοστέα εν προκειμένω διάταξη περί παραγραφής των αξιώσεων ασφαλισμένων κατά ασφαλιστικών οργανισμών δεν είναι το άρθρο 90 παρ. 3 του ν. 2362/1995, το οποίο εφαρμόζεται αποκλειστικά σε αξιώσεις ιδιωτών έναντι του Δημοσίου, αλλά το άρθρο 137 του ν. 3655/2008, στο οποίο προβλέπεται πενταετής παραγραφή των αξιώσεων ασφαλισμένων κατά φορέων κοινωνικής ασφάλισης. Περαιτέρω, το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι εξαιτίας των ανωτέρω παράνομων ενεργειών του εναγομένου, η ενάγουσα απώλεσε μέρος των συνταξιοδοτικών της παροχών, κρίνει ότι αυτή υπέστη και ηθική βλάβη προς αποκατάσταση της οποίας πρέπει να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγομένου να της καταβάλει εύλογη χρηματική ικανοποίηση ύψους 200 ευρώ, νομιμοτόκως από της επιδόσεως (29.6.2018) κατά μερική παραδοχή του σχετικού αιτήματος της αγωγής.

 

12. Επειδή, κατ’ ακολουθία  των ανωτέρω η κρινόμενη αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή, να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των 2.630 ευρώ νομιμοτόκως από της επιδόσεως (29.6.2018) και να συμψηφιστούν τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων λόγω μερικής νίκης και ήττας αυτών (άρθρο 275 παρ. 1 του Κ.Διοικ.Δικ)

 

 

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

 

 

Δέχεται εν μέρει την αγωγή.

 

Αναγνωρίζει την υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει στην ενάγουσα, για την αναφερόμενη στο ιστορικό αιτία, το συνολικό ποσό των δύο χιλιάδων εξακοσίων τριάντα ευρώ (2.630) νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής (29.6.2018).

 

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.

 

Η απόφαση δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου στην Αθήνα στις 11.12.2018

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΕΛΕΝΗ ΑΥΓΟΥΣΤΗ                 ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ ΤΣΟΥΝΑΚΗ

 

Ακριβές αντίγραφο

 

Αθήνα ……………………..

Ο Προϊστάμενος του 6ου Τμήματος