ΜΠρΑθ 213/2012

 

Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου - Σύμβαση κατάρτισης-απόκτησης εργασιακής εμπειρίας ορισμένου χρόνου -.

 

 

Κρίθηκε ότι οι ενάγοντες συνδέονται με το εναγόμενο Δημόσιο με την έννομη σχέση της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και όχι με αυτή της σύμβασης κατάρτισης-απόκτησης εργασιακής εμπειρίας ορισμένου χρόνου, η οποία καταρτίσθηκε με πρόθεση καταστρατήγησης της διάταξης του άρθρου 8 παρ. 3 του ν. 2112/1920 και ως εκ τούτου οι καταρτισθείσες συμβάσεις δεν μπορούν να εξαιρεθούν από την οδηγία 1999/70/ΕΚ. Κρίθηκε επίσης ότι η εργασία των εναγόντων παρεχόταν υπό συνθήκες εξαρτημένης εργασίας και εφόσον στην πραγματικότητα οι ανάγκες που κάλυπταν ήταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, και ότι επομένως δεν υφίστατο αντικειμενικός λόγος για την ανανέωση των «ορισμένου χρόνου» συμβάσεων ή σχέσεων τους. Τέτοια δε, χωρίς αντικειμενικό λόγο, ανανέωση συνιστά κατάχρηση, και σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 5 Π.Δ. 164/2004. Αναγνωρίσθηκε ότι οι ενάγοντες συνδέονται με το εναγόμενο με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, καθώς και η ακυρότητα της καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας τους που συνέβη μετά τη λήξη των συμβάσεων για τον καθένα. Το εναγόμενο υποχρεούται να επαναπροσλάβει τους ενάγοντες και να αποδέχεται τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες τους, καταβάλλοντος τις αντίστοιχες αποδοχές τους, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό κηρυσσομένης της απόφασης ως προς την τελευταία διάταξη προσωρινά εκτελεστής.

 

 

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

 

 

Αριθμός Αποφάσεως 213/2012

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

 

 

Αποτελούμενο από το Δικαστή Παναγιώτη Λεβενιώτη, Πρωτοδίκη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Πρωτοδικείου και τη Γραμματέα Αικατερίνη Σπυροπούλου.

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 24/11/2011 για να δικάσει την υπόθεση, μεταξύ:

 

Των εναγόντων: 1. , κατοίκου Αγίας Παρασκευής Αττικής, 2. , κατοίκου Σερρών, ως προς την οποία έγινε παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής, 3. , κατοίκου Αγίας Παρασκευής Αττικής, 4. , κατοίκου Γαλατσίου Αττικής, 5. , κατοίκου Αγίας Παρασκευής Αττικής, 6. , κατοίκου Σερρών, ως προς την οποία έγινε παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής, 7. , κατοίκου Μαγούλας Αττικής, 8. , κατοίκου Θεσσαλονίκης, 9. , κατοίκου Θεσσαλονίκης, ως προς την οποία έγινε παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής, 10 , κατοίκου Θεσσαλονίκης, ως προς την οποία έγινε παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής και 11. , κατοίκου Θεσσαλονίκης, ως προς την οποία έγινε παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής, τους οποίους εκπροσώπησε η πληρεξούσια δικηγόρος τους Μαργετίνα Στεφανάτου.

 

Του εναγομένου: Ελληνικού Δημοσίου, που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα (οδός Καραγεώργη Σερβίας, αρ. 10) και εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών, το οποίο εκπροσωπήθηκε από την πληρεξούσια δικηγόρο του Παρασκευή Κοντοπούλου.

 

Οι ενάγοντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 19-02-2010 αγωγή τους, που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου με γενικό αριθμό καταθέσεως 65072/2010 και αριθμό καταθέσεως δικογράφου 1866/2010, προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 06-04-2011 και γράφτηκε στο πινάκιο. Κατά τη δικάσιμο εκείνη η συζήτηση

 

της υποθέσεως αναβλήθηκε για τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και γράφτηκε στο πινάκιο.

 

Κατά τη συζήτηση της ως άνω υποθέσεως οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, αφού ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους, ζήτησαν να γίνουν δεκτά, όσα αναφέρονται στα πρακτικά και στις προτάσεις τους.

 

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗΝ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

 

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

 

Κατά τη διάταξη των άρθρου 294 εδ.α και 295 παρ.1 εδ.α ΚΠολΔ, ο ενάγων μπορεί να παραιτηθεί από το δικόγραφο της αγωγής χωρίς συναίνεση του εναγομένου πριν αυτός προχωρήσει στην προφορική συζήτηση της ουσίας της υπόθεσης. Η παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής έχει ως αποτέλεσμα ότι η αγωγή θεωρείται πως δεν ασκήθηκε. Στην προκειμένη περίπτωση, με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου τους στο ακροατήριο (βλ. τα πρακτικά) οι υπ' αριθ. 2, 6, 9, 10 και 11 των εναγόντων παραιτούνται από το δικόγραφο της υπό κρίση αγωγής. Κατά συνέπεια, η αγωγή ως προς αυτές θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε.

 

 

Από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 648 επ ΑΚ και 6 ν. 765/1943, που κυρώθηκε με την 324/1946 ΠΥΣ και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 38 ΕισΝΑΚ. προκύπτει ότι σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, στην οποία και μόνον εφαρμόζονται οι διατάξεις του εργατικού δικαίου, υπάρχει όταν οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην παροχή της εργασίας του μισθωτού για ορισμένο ή αόριστο χρόνο με μισθό, ανεξαρτήτως του τρόπου με τον οποία καθορίζεται και καταβάλλεται αυτός, χωρίς ευθύνη του μισθωτού για την επίτευξη ορισμένου αποτελέσματος, και ακόμη όταν ο μισθωτός τελεί σε εξάρτηση από τον εργοδότη του, η οποία εκδηλώνεται με το δικαίωμα του τελευταίου να ασκεί έλεγχο και εποπτεία ως προς τον τρόπο, τόπο και χρόνο παροχής της εργασίας και την επιμελή εκτέλεση της και με την υποχρέωση του πρώτου να συμμορφώνεται στις αναγκαίες εντολές ή οδηγίες του εργοδότη. Από το συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων 648 και 649 ΑΚ προκύπτει, ότι σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου υπάρχει, όταν οι συμβαλλόμενοι δεν έχουν συμφωνήσει ορισμένη διάρκεια για την παροχή της εργασίας, ούτε η χρονική αυτή διάρκεια συνάγεται από το είδος και το σκοπό της εργασίας. Αντίθετα, η σύμβαση εργασίας είναι ορισμένου χρόνου, όταν συνομολογείται η διάρκεια αυτής μέχρις ορισμένου χρονικού σημείου ή μέχρι της επελεύσεως ορισμένου μέλλοντος και βέβαιου γεγονότος ή της εκτελέσεως ορισμένου έργου, μετά την περάτωση του οποίου ή την επέλευση του βέβαιου γεγονότος ή του χρονικού σημείου, παύει να ισχύει αυτοδικαίως. Επομένως, η διάρκεια της συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου είναι σαφώς καθορισμένη είτε γιατί συμφωνήθηκε, ρητά ή σιωπηρά, είτε γιατί προκύπτει από το είδος και το σκοπό της σύμβασης εργασίας. Χαρακτηριστικό της σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου είναι, ότι τα μέρη γνωρίζουν επακριβώς τα χρονικό σημείο της λήξης. Η σύμβαση αυτή παύει αυτοδικαίως, σύμφωνα με το άρθρο 669 παρ. 1 ΑΚ, όταν λήξει ο χρόνος για τον οποίο συνομολογήθηκε, χωρίς να χρειάζεται καταγγελία της και καταβολή αποζημιώσεως. Επί συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας μαθητευομένου, η οποία υφίσταται, όταν ο μαθητευόμενος μισθωτός παρέχει εργασία σε επιχείρηση ή εκμετάλλευση, επιδιώκοντας παραλλήλως την απόκτηση γνώσεων ή ικανότητας σε ορισμένη ειδικότητα ή επάγγελμα η εκμάθηση τέχνης εκ μέρους του επέρχεται ως αυτόματη συνέπεια της εφαρμογής της συμβάσεως και εντός των πλαισίων της συνήθους λειτουργίας αυτής, εν αντιθέσει προς τη γνήσια σύμβαση μαθητείας, στην οποία προέχει η εκπαίδευση του μαθητευομένου, η παρά του οποίου παροχή εργασίας γίνεται στα πλαίσια της εκπαιδεύσεώς του και για την καλύτερη κατανόηση του αντικειμένου της τέχνης ή του επαγγέλματος και όχι προς τον σκοπό αποδόσεως παραγωγικού έργου. Λόγω δε της προαναφερομένης φύσεώς της, επί της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας μαθητευομένου εφαρμόζονται τόσον οι γενικές όσον και οι ειδικές διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας (βλ. ΕφΑΘ 6627/2004, ΕλλΔνη 2005, 554, επίσης ΑΠ 2052/1990 ΔΕΝ 48, 17), Εξάλλου, κύριος σκοπός στη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας είναι η παροχή εργασίας από το μισθωτό και σ' αυτό αποβλέπουν οι συμβαλλόμενοι. Κατά τούτο διαφέρει η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας από τη σύμβαση μαθητείας (βλ. ΕφΑΘ 6627/2004. ό.π., πρβλ. ΑΠ 1268/1988 ΔΕΝ 45, 603} με την οποία επιδιώκεται κυρίως η εκπαίδευση και ειδίκευση του μαθητευόμενου, στοιχεία τα οποία προσδίδουν σ' αυτή την έννομη σχέση την ιδιοτυπία της. Έτσι, βασικό στοιχείο της διάκρισης είναι το αν οι συμβαλλόμενοι απέβλεψαν κυρίως στην παροχή υπηρεσιών ή στην προαγωγή του ατομικού οφέλους του μαθητευόμενου με την εκπαίδευση και ειδίκευση του (ΟλΑΠ 19/1987 ΝοΒ 36. 83. ΕφΑΘ 5386/1996 ΔΕΝ 53, 957, ΕφΑΘ 6627/2004, ό.π,}. Ο δε ορθός νομικός χαρακτηρισμός μιας σχέσεως ως εξαρτημένης εργασίας αποτελεί κατ' εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας των δικαστηρίων, τα οποία μετά από εκτίμηση όλων των συγκεκριμένων περιστάσεων κρίνουν με ποια συγκεκριμένη νομική σχέση συνδέεται ο μισθωτός με τον εργοδότη του, ανεξάρτητα από το νομικό χαρακτήρα που έδωσαν τα συμβαλλόμενα μέρη στη συνδέουσα αυτά σχέση (ΟλΑΠ 18/2003, ΟλΑΠ 19/2009. ΟλΑΠ 20/2009. ΑΠ 1290/2010, ΑΠ 556/201 0, ΑΠ 1259/2009, ΑΠ 797/2008, ΑΠ 1618/2003).

 

 

Περαιτέρω με την κοινοτική οδηγία 1999/707ΕΚ, που εκδόθηκε από το Συμβούλιο της EE στις 26 Ιουνίου 1999, επιδιώχθηκε η υλοποίηση της συμφωνίας-πλαισίου, για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP. Οι ρυθμίσεις της αναφέρονται σε όλους τους εργαζομένους με σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου, ανεξάρτητα αν απασχολούνται στον ιδιωτικό ή το δημόσιο τομέα, κατά τη νομοθεσία κάθε κράτους μέλους. Αποσκοπεί αφενός στη διασφάλιση της αρχής της μη διάκρισης, όσον αφορά τις συνθήκες απασχόλησης των εργαζομένων με σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου, έναντι των εργαζομένων με σύμβαση ή σχέση εργασίας αορίστου χρόνου και αφετέρου στην καθιέρωση ενός ελάχιστου αναγκαίου ρυθμιστικού πλαισίου για την αποφυγή κατάχρησης που προκαλείται από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου. Στηρίζεται στην παραδοχή ότι οι συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου αποτελούν τη γενική μορφή των σχέσεων εργασίας αναγνωρίζοντας, ωστόσο, ότι οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου αποτελούν χαρακτηριστικό της απασχόλησης σε ορισμένους τομείς ή για ορισμένα επαγγέλματα και δραστηριότητες. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με τη συμφωνία πλαίσιο που έχει ενσωματώσει η εν λόγω οδηγία, το ευεργέτημα της σταθερότητας της απασχόλησης θεωρείται μείζον στοιχείο της προστασίας των εργαζομένων, ενώ μόνο σε ορισμένες περιστάσεις μπορούν οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου να ανταποκριθούν στις ανάγκες τόσο των εργοδοτών, όσο και των εργαζομένων (απόφαση ΔΕΚ 0-212 Κ. Αδενέλερ, σκέψεις 61. 62 και 63). Όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα για την πρόληψη των καταχρήσεων, τα κράτη μέλη, σύμφωνα με την παρ. 1 της ρήτρας 5 της ενσωματωμένης στην οδηγία συμφωνίας-πλαισίου, αφού ληφθούν υπόψη οι ανάγκες ειδικών τομέων ή κατηγοριών εργαζομένων, λαμβάνουν ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα μέτρα, θεσπίζοντας κανόνες που καθορίζουν: α) αντικειμενικούς λόγους που να δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας β) τη μέγιστη συνολική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, γ) τον αριθμό των ανανεώσεων τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας. Σύμφωνα δε με την παρ.2 της ρήτρας 5, ο εθνικός νομοθέτης μπορεί να καθορίζει, όταν χρειάζεται, υπό ποιες συνθήκες οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου: α) θεωρούνται διαδοχικές β) χαρακτηρίζονται συμβάσεις ή σχέσεις αορίστου χρόνου, Η προθεσμία για την ενσωμάτωση της οδηγίας αυτής στην ελληνική έννομη τάξη έληξε, μετά από παράταση, κατά το άρθρο 2 εδάφιο β' αυτής, στις 10.7.2002. Η μεταφορά της στην ελληνική έννομη τάξη έγινε εκπρόθεσμα, αναφορικά με τους εργαζομένους στον ζωτικό τομέα, στις 2.4.2003 με το ΠΔ 81/2003 και ως προς τους εργαζομένους στο δημόσιο τομέα στις 19.7.2004, με το ΠΔ 164/2004. Ωστόσο, στην ελληνική έννομη τάξη, όχι μόνο πριν από τη μεταφορά της εν λόγω οδηγίας, αλλά και πριν από την ημερομηνία που έπρεπε να μεταφερθεί, η καταστρατήγηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων, με την καταχρηστική επιλογή της σύμβασης ορισμένου χρόνου, αντί αορίστου χρόνου που αντικειμενικά δικαιολογείται, αντιμετωπίζεται βασικά με το άρθρο 8 παρ. 3 του Ν. 2112/1920, σε συνδυασμό με τα άρθρα 281, 671 ΑΚ, 25 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος (ΟλΑΠ 18/2006). Το ως άνω άρθρο 8 παρ. 3 του Ν. 2112/1920, ορίζει ότι «Αι διατάξεις του νόμου τούτου (για την εργασία αορίστου χρόνου) εφαρμόζονται ωσαύτως και επί συμβάσεων εργασίας με ωρισμένην χρονικήν διάρκειαν, εάν ο καθορισμός της διαρκείας ταύτης δεν δικαιολογείται εκ της φύσεως της συμβάσεως, αλλ' ετέθη σκοπίμως προς καταστρατήγηση των περί υποχρεωτικής καταγγελίας της υπαλληλικής συμβάσεως διατάξεων του παρόντος νόμου». Οι προαναφερόμενες διατάξεις, που εφαρμόζονται για όλους τους εργαζομένους με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου, ανεξάρτητα αν απασχολούνται στον ιδιωτικό ή το δημόσιο τομέα και καθιερώνουν «ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο» του εθνικού μας δικαίου, για την αποτροπή και αντιμετώπιση καταχρήσεων, κατά την έννοια της ρήτρας-πλαισίου που ενσωματώθηκε στην εν λόγω οδηγία, παρέχουν προστασία στους εργαζομένους από τις καταχρήσεις του είδους που προαναφέρθηκαν, με το να καθιερώνουν την αρχή ότι ο χαρακτηρισμός που έδωσαν στη σύμβαση οι συμβαλλόμενοι δεν είναι δεσμευτικός, αλλά ο ορθός χαρακτηρισμός της σύμβασης εργασίας, ως σύμβασης ορισμένου ή αορίστου χρόνου, δίδεται από το δικαστήριο από τη φύση της συγκεκριμένης σύμβασης. Μάλιστα, η προστασία αυτή είναι πληρέστερη εκείνης της οδηγίας, αφού κατά την εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων του εθνικού δικαίου έχει παγιωθεί η ερμηνεία ότι μπορεί η σύμβαση να θεωρηθεί αορίστου χρόνου, έστω και αν μία μόνο σύμβαση που προσχηματικά ονομάσθηκε ορισμένου χρόνου καταρτίσθηκε. Εξάλλου, η ανωτέρω οδηγία, η οποία δεν προβλέπει αμέσου εφαρμογής ειδικές κυρώσεις σε περιπτώσεις καταχρήσεων του είδους που προαναφέρθηκαν, αφήνει στις εθνικές αρχές τη λήψη των πρόσφορων μέτρων για την αντιμετώπιση τέτοιων καταστάσεων, τα οποία πρέπει να είναι όχι μόνο αναλογικά, αλλά και αρκούντως αποτελεσματικά και αποτρεπτικά για να εξασφαλίσουν την πλήρη αποτελεσματικότητα των κανόνων που θεσπίσθηκαν κατ' εφαρμογή της συμφωνίας-πλαισίου. Εντούτοις, μετά τη λήξη της προθεσμίας μεταφοράς της εν λόγω οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιο, τα εθνικά δικαστήρια οφείλουν, στο μέτρο του δυνατού, να ερμηνεύουν το εσωτερικό δίκαιο, υπό το φως του κείμενου και του σκοπού της, προκειμένου να επιτευχθούν τα επιδιωκόμενα από αυτήν αποτελέσματα, προκρίνοντας την ερμηνεία των εθνικών κανόνων που είναι η πλέον σύμφωνα προς το σκοπό αυτό για να καταλήξουν έτσι σε λύση συμβατή προς τις διατάξεις της εν λόγω οδηγίας. Επίσης, δεν επιτρέπεται να εφαρμόσουν εθνική νομοθεσία η οποία αντίκειται προς τους σκοπούς της οδηγίας (ΔΕΚ. υπόθεση 0-212 Κ. Αδενέλερ σκέψεις 108, 124 και αποφάσεις 1, 3 και 4), Συνεπώς, η σύμφωνη προς την ανωτέρω οδηγία ερμηνεία της διάταξης του άρθρου 8 -παρ. 3 του Ν 2112/1920, οδηγεί στο ερμηνευτικό πόρισμα, ότι για τις συμβάσεις που ήταν ενεργές την 10.7.2002 ή καταρτίσθηκαν μετά από την ημερομηνία αυτή έως τουλάχιστο την 10.7.2004, ημέρα της έναρξης ισχύος του προαναφερόμενου ΠΔ 164/2004, δεν αποκλείεται να θεωρηθεί ως αορίστου χρόνου μια σύμβαση εργασίας, η οποία χαρακτηρίσθηκε από τα μέρη σύμβαση ορισμένου χρόνου, εάν ο καθορισμός ορισμένης διάρκειας αυτής δεν δικαιολογείται από τη φύση της εργασίας, έστω και αν η σύναψη της για ορισμένη μόνο διάρκεια προβλέπεται από το νόμο οπότε, όπως είχεν ομολογηθεί πριν υπό την υποχρέωση μεταφοράς της οδηγίας, δεν επιτρεπόταν τέτοιος αναχαρακτηρισμός της (ΟΛΑΠ 1807/1986).

 

 

Περαιτέρω, εμπόδιο για την εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 8 παρ. 3 του Ν. 2112/1920, σε συνδυασμό με τις λοιπές διατάξεις του ΑΚ και του Συντάγματος που προαναφέρθηκαν, δεν αποτελούν οι διατάξεις του άρθρου 103 του Συντάγματος. Ειδικότερα, με τις διατάξεις των παραγράφων 7 και 8 αυτού α) παρέχεται η δυνατότητα πρόσληψης προσωπικού με ιδιωτικού δικαίου σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου από το δημόσιο, τα ΝΠΔΔ, τους ΟΤΑ και από τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, σε μη νομοθετημένες θέσεις για την κάλυψη απρόβλεπτων, πρόσκαιρων ή επειγουσών αναγκών, αλλά και η πρόσληψη με σύμβαση ιδιωτικού δίκαιου ορισμένου ή αορίστου χρόνου για την πλήρωση νομοθετημένων οργανικών θέσεων, β) απαγορεύεται η μετατροπή από το νόμο των συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, η απαγόρευση ,όμως αυτή αναφέρεται σε συμβάσεις ορισμένου χρόνου που έγιναν πράγματι για την κάλυψη πρόσκαιρων, απρόβλεπτων ή επειγουσών αναγκών, οπότε μόνο επιτρέπεται και η σύναψη σύμβασης ορισμένου χρόνου και δεν αναφέρεται και σε συμβάσεις που έγιναν για την απασχόληση σε μη νομοθετημένες οργανικές θέσεις, για την κάλυψη όχι τέτοιων αναγκών, αλλά πάγιων και διαρκών αναγκών, οπότε η σύναψη τους για ορισμένη χρονική διάρκεια έγινε προς καταστρατήγηση των διατάξεων που ορίζουν πότε επιτρέπονται οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου, γ) στην περίπτωση πρόσληψης προσωπικού για κάλυψη δήθεν απρόβλεπτων, πρόσκαιρων ή επειγουσών αναγκών, πλην για την κάλυψη παγίων και διαρκών αναγκών, εξ αντιδιαστολής δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις αυτές και οι νόμοι που εκδόθηκαν κατ' επιταγή αυτών, αλλά οι διατάξεις που καλύπτουν τις συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου. Επομένως, από την απαγόρευση «μετατροπής» των συμβάσεων ορισμένου σε αορίστου χρόνου δεν συνάγεται και απαγόρευση για την αναγνώριση του πραγματικού χαρακτήρα ορισμένης σχέσης, που δεν είναι «μετατροπή» αλλά ορθός χαρακτηρισμός της έννομης σχέσης κατά τη δικαστική διαδικασία ή τη διοικητική διαδικασία υπό τον έλεγχο του ΑΣΕΠ (ΟλΑΠ 18/2006). Να σημειωθεί δε ότι, αντίθετα έκρινε η ΟΑΑΠ στις υπ' αριθ. 19/2007 και 20/2007 αποφάσεις της, πλην όμως ήδη η νεώτερη νομολογία της Ολομέλειας του ΑΠ μετέβαλε άποψη (ΟλΑΠ 7/2011, ΝοΒ 2011, 961). Επιπροσθέτως, ο ορθός χαρακτηρισμός της σχέσης ως αορίστου χρόνου, προκειμένου να αποκλεισθεί η εφαρμογή διατάξεων που έρχονται σε αντίθεση προς τους σκοπούς της ανωτέρω οδηγίας, δεν προσκρούει στη συνταγματική επιταγή της πρόσληψης στο δημόσιο τομέα με σύμβαση αορίστου χρόνου μόνο σε οργανικές θέσεις, καθώς και με διαγωνισμό ή επιλογή, υπό τους όρους του νόμου, εφόσον η οδηγία αναφέρεται όχι μόνο σε συμβάσεις εργασίας που καταρτίσθηκαν εγκύρως, αλλά και σε σχέσεις εργασίας, στις πραγματικές δηλαδή εργασιακές σχέσεις που υπάρχουν, έστω και αν δεν έχει συναφθεί έγκυρη σύμβαση εργασίας, ως προς τις οποίες επίσης είναι εφαρμοστέα η διάταξη του άρθρου 8 παρ. 3 του Ν. 21 12/1920.

 

 

Περαιτέρω, με ερμηνεία σύμφωνη με την εν λόγω οδηγία, πρέπει να θεωρηθεί ότι είναι εφαρμοστέες, ως προς το δημόσιο, τους ΟΤΑ και τα άλλα ΝΠΔΔ, και οι διατάξεις των άρθρων 46 περ. δ' και 53 του ΠΔ 410/1985, που επιβάλλουν την ύπαρξη σπουδαίου λόγου για τη λύση της υπαλληλικής σχέσης με καταγγελία της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου. Τέλος, τον ορθό χαρακτηρισμό της σχέσης εργασίας ως αορίστου χρόνου και σε περιπτώσεις που καταρτίσθηκε σύμβαση ορισμένου χρόνου, χωρίς αυτή να δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους, αποκλειόμενο από τις προϋποθέτει ως μη ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις και το ΠΔ 164/2004, με το οποίο ενσωματώθηκε η ανωτέρω οδηγία στην ελληνική έννομη τάξη. Οι μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 11 του εν λόγω ΠΔ ορίζουν τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες διαδοχικές συμβάσεις εργασίας, που σχετίζονται με την εξυπηρέτηση παγίων και διαρκών αναγκών, οι οποίες έχουν συναφθεί πριν από την έναρξη ισχύος του και είναι ενεργές κατ' αυτήν ή κατά το χρονικό διάστημα των τελευταίων τριών μηνών πριν από αυτήν, συνιστούν εφεξής σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου και έτσι αναγνωρίζουν τον αληθινό χαρακτήρα των σχετικών συμβάσεων και δεν μετατρέπουν αυτές από ορισμένου σε αορίστου χρόνου, αφού τέτοια μετατροπή θα ήταν συνταγματικά ανεπίτρεπτη. Ωστόσο, συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας που ήταν ενεργές ή καταρτίσθηκαν πριν από την ισχύ του εν λόγω ΠΔ μετά δε την 10.7.2002. ημέρα έως την οποία έπρεπε να ενσωματωθεί στην ελληνική έννομη τάξη η εν λόγω οδηγία, καταλαμβανόταν ήδη από τις προστατευτικές διατάξεις του άρθρου 8 παρ. 3 του Ν. 2112/1920, σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 281, 671 ΑΚ, 25 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος, δεν είναι δε επιτρεπτή, σύμφωνα με την οδηγία αυτή, η χειροτέρευση της θέσης των εργαζομένων και συνεπώς εξακολουθούν αυτές να διέπονται από το ευνοϊκότερο καθεστώς των εν λόγω διατάξεων και να μην περιορίζεται η αναγνώριση της σχέσης ως αορίστου χρόνου μόνο για το μετά την έναρξη της ισχύος του ΠΔ 164/2004 χρονικό διάστημα, ούτε να εξαρτάται ο χαρακτηρισμός αυτός από προϋποθέσεις που δεν προβλέπονταν πριν από αυτήν. Η πρόβλεψη, εξάλλου, ότι μεσολαβεί για την αναγνώριση της σχέσης ως αορίστου χρόνου διοικητική διαδικασία, δεν μπορεί να αποκλείσει στα δικαστήρια, κατά την άσκηση του υπαγορευόμενου από το Σύνταγμα δικαιοδοτικού τους έργου, την έρευνα της ύπαρξης των προϋποθέσεων που προσδίδουν στη σχετική σύμβαση ή σχέση το χαρακτήρα σύβασης ή σχέσης εργασίας αορίστου χρόνου (ΟλΑΠ 18/2006). Τα άρθρα δε 5, 6 και 7 του Π.Δ. 164/2004 περιλαμβάνουν τις ακόλουθες ρυθμίσεις: «Αρθρο 5 (Διαδοχικές συμβάσεις) 1. Απαγορεύονται οι διαδοχικές συμβάσεις, που καταρτίζονται και εκτελούνται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, εφόσον μεταξύ των συμβάσεων αυτών μεσολαβεί χρονικό διάστημα μικρότερο των τριών μηνών. 2 Η κατάρτιση των συμβάσεων αυτών επιτρέπεται κατ' εξαίρεση, εφόσον δικαιολογείται, από  αντικειμενικούς  λόγους. Αντικειμενικός λόγος υφίσταται, όταν οι επόμενες της αρχικής συμβάσεως συνάπτονται για την εξυπηρέτηση ειδικών ομοειδών αναγκών που σχετίζονται ευθέως και αμέσως με τη μορφή ή το είδος ή τη δραστηριότητα της επιχείρησης. 3. Η σύναψη διαδοχικών συμβάσεων γίνεται εγγράφως και οι λόγοι που την δικαιολογούν αναφέρονται ρητώς στη σύμβαση, εφόσον δεν προκύπτουν ευθέως από αυτήν. Κατ' εξαίρεση, ο έγγραφος τύπος δεν απαιτείται, όταν η ανανέωση της σύμβασης, λόγω του ευκαιριακού χαρακτήρα της απασχόλησης, δεν έχει διάρκεια μεγαλύτερη του ενός μηνός, εκτός αν ο έγγραφος τύπος προβλέπεται ρητά από άλλη διάταξη. Αντίγραφο της σύμβασης παραδίδεται στον εργαζόμενο εντός πέντε (5) εργασίμων ημερών από την έναρξη της απασχόλησης του, 4. Σε κάθε περίπτωση, ο αριθμός των διαδοχικών συμβάσεων δεν επιτρέπεται να είναι μεγαλύτερος των τριών, με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου 2 του επόμενου άρθρου. Αρθρο 6 (Ανώτατη διάρκεια συμβάσεων) 1. Συμβάσεις που καταρτίζονται διαδοχικώς και εκτελούνται μεταξύ του ίδιου εργοδότη και του ίδιου εργαζόμενου με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, απαγορεύεται να υπερβαίνουν τους είκοσι τέσσερις (24) μήνες σε συνολικό χρόνο διάρκειας της απασχόλησης, είτε συνάπτονται κατ' εφαρμογήν του προηγούμενου άρθρου είτε συνάπτονται κατ' εφαρμογήν άλλων διατάξεων της κειμένης νομοθεσίας 2. Συνολικός χρόνος διάρκειας απασχόλησης άνω των είκοσι τεσσάρων (24) μηνών επιτρέπεται μόνον σε περιπτώσεις ειδικών, από τη φύση και το είδος της εργασίας τους, κατηγοριών εργαζομένων που προβλέπονται από την κείμενη νομοθεσία, όπως, ιδίως, διευθυντικά στελέχη, εργαζόμενοι που προσλαμβάνονται στο πλαίσιο συγκεκριμένου ερευνητικού ή οιουδήποτε επιδοτούμενου ή χρηματοδοτούμενου προγράμματος, εργαζόμενοι που προσλαμβάνονται για την πραγματοποίηση έργου σχετικού με την εκπλήρωση υποχρεώσεων που απορρέουν από συμβάσεις με διεθνείς οργανισμούς. Αρθρο 7 (Συνέπειες παραβάσεων) 1. Οποιαδήποτε σύμβαση συνάπτεται κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 5 και 6 του παρόντος διατάγματος είναι αυτοδικαίως άκυρη. 2. Σε περίπτωση που η άκυρη σύμβαση εκτελέσθηκε, εν όλω ή εν μέρει, καταβάλλονται στον εργαζόμενο τα οφειλόμενα βάσει αυτής χρηματικά ποσά, τυχόν δε καταβληθέντα δεν αναζητούνται. Ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα, για το χρόνο που εκτελέσθηκε η άκυρη σύμβαση εργασίας, να λάβει ως αποζημίωση το ποσό το οποία δικαιούται ο αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου σε περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεως του. Εάν οι άκυρες συμβάσεις είναι περισσότερες, ως χρόνος για τον υπολογισμό της αποζημίωσης λαμβάνεται η συνολική διάρκεια απασχόλησης με βάση τις άκυρες συμβάσεις. Τα χρηματικά ποσά που καταβάλλονται από τον εργοδότη στον εργαζόμενο καταλογίζονται στον υπαίτιο, 3. Όποιος παράβαινε τις διατάξεις των άρθρων 5 και 6 του παρόντος διατάγματος τιμωρείται με φυλάκιση (άρθρο 5 Ν. 1338/1983, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 6 παρ 6 του Ν. 1440/1984). Αν το αδίκημα διαπράχθηκε από αμέλεια, ο υπαίτιος τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους. Η ίδια παράβαση στοιχειοθετεί παράλληλα και σοβαρό πειθαρχικό παράπτωμα». Σχετικά με τις πάγιες διατάξεις του Π.Δ. 194/2004 έχει κρίνει το ΔΕΚ ότι με το Π.Δ. 164/2004 φαίνεται κατ' αρχήν να ενισχύεται η πρόληψη των καταχρήσεων, αφού υιοθετείται τόσο το κριτήριο του αντικειμενικού λόγου ανανέωσης της σύμβασης ή σχέσης εργασίας ορισμένου χρόνου όσο και το όριο του ανώτατου αριθμού διαδοχικών συμβάσεων και της ανώτατης χρονικής διάρκειας τέτοιων συμβάσεων και ότι αν και υιοθετούνται -υπαλλακτικά και όχι σωρευτικά- όλα τα μέτρα που πρόβλεπε, και η ρήτρα 5 της συμφωνίας πλαισίου, ωστόσο προβλέπονται κυρώσεις αμφίβολης αποτελεσματικότητας (απόφαση της 23ηςΑπριλίου 2009 στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις 0-379/2007, 0-379/2007, 0-380/2007, Αγγελιδάκη κλπ, αδημ.). Στην περίπτωση επομένως που θα διαπιστωθεί κατάχρηση, παρά τη χρήση των μέτρων αυτών, τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 8 παρ, 3 του Ν. 21 12/1920, μη εμποδιζόμενης της εφαρμογής του από το άρθρο 103 του Συντάγματος, το οποίο, όπως προεκτέθηκε, δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαγορεύει απολύτως τη θεώρηση των συμβάσεων ως αορίστου χρόνου, μέχρι τη λήψη άλλων πράγματι αποτελεσματικών μέτρων (πλην της θεώρησης των συμβάσεων ως αορίστου χρόνου) για την πρόληψη της κατάχρησης που προκύπτει από τη χρήση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου και την εξάλειψη των συνεπειών από την παραβίαση κοινοτικού δικαίου σε περίπτωση που αυτή λάβει χώρα.

 

 

Περαιτέρω ως εργοδότης θεωρείται, κατά την επιστήμη του Εργατικού Δικαίου, ελλείψει γενικού νομοθετικού ορισμού της εννοίας αυτού, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, στην υπηρεσία ταυ οποίου διατελεί, με σχέση εξηρτημένης εργασίας, άλλο φυσικό πρόσωπο, το οποίο του παρέχει την εργασία αυτή και όχι απαραιτήτως το πρόσωπο εκείνο το οποίο προέβη στην πρόσληψη του (βλ. σχετικά ΑΠ 1290/2010, ΑΠ 873/2009, ΕΕμπΔ 2009, 822, ΕφΑΘ 3479/2007, ΔΕΕ 2008, 236, ΕφΠειρ 714/1999. δημοσίευση ΝΟΜΟΣ, επίσης Σχέδιο Κωδ. Εργασίας 1973, αριθμ. 8, Καποδίστρια, ΕρμΑΚ αρθρ, 648, αριθμ. 25, Γεωργιάδη -Σταθόπουλου, ΑΚ αρθρ. 648 εδ. 36, Δεληγιάννη, Μαθ. Εργατικού Δικαίου, σ. 234, Καλομοίρη, Βασικαί έννοιαι Ελληνικού Εργατικού Δικαίου, σ, 49, Στυλ, Βλαστού, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, παρ. 301 επ.). Επομένως, ο «αντισυμβαλλόμενος» του εργαζομένου στη σύμβαση εξηρτημένης εργασίας, δεν σημαίνει πάντοτε ότι είναι ο εργοδότης, αλλά θα πρέπει στο πρόσωπο αυτού να συγκεντρώνονται όλα τα στοιχεία που προσδιορίζουν την έννοια αυτού, όπως προαναφέρθηκαν. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 23 παρ. 2 της Οικουμενικής Διακήρυξης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, «όλοι χωρίς καμία διάκριση, έχουν δικαίωμα ίσης αμοιβής για ίση εργασία». Με το άρθρο 7 του Διεθνούς Συμφώνου των Ηνωμένων Εθνών για τα Οικονομικά, Κοινωνικά και Μορφωτικά Δικαιώματα (19.12.1966), που κυρώθηκε με το ν. 1532/1985, αναγνωρίζεται το «... δικαίωμα κάθε προσώπου να απολαμβάνει δίκαιους και ευνοϊκούς όρους εργασίας, οι οποίοι να εξασφαλίζουν ειδικότερα αμοιβή που παρέχει σε όλους τους εργαζομένους, σαν ελάχιστο όριο: ένα μισθό δίκαιο και αμοιβή ίση με την αξία της εργασίας χωρίς καμιά διάκριση...». Περαιτέρω, με το άρθρο 4του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Χάρτη του Συμβουλίου της Ευρώπης (18.10.1961), που κυρώθηκε με το ν. 1426/1984, καθιερώνεται υποχρέωση αναγνώρισης του δικαιώματος των εργαζομένων για ίση αμοιβή για εργασία ίσης αξίας. Το αυτό δικαίωμα κατοχυρώνεται και με την υπ' αριθμ. 111 Διεθνή Σύμβαση Εργασίας της 4.6.1958 της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας, που κυρώθηκε με το ν. 1424/1984. Περαιτέρω, με το άρθρο 119 Συνθ. Ε.Κ. (ήδη άρθρο 141 Συνθ. Ε.Κ.), το οποίο, σύμφωνα με πάγια νομολογία του Δ.Ε.Κ. έχει υπερνομοθετική ισχύ και άμεσο αποτέλεσμα, κατοχυρώνεται η αρχή της ισότητας της αμοιβής μεταξύ ανδρών και γυναικών για όμοια εργασία ή εργασία της αυτής αξίας. Επιπρόσθετα, και το άρθρο 2 της 100 Διεθνούς Σύμβασης Εργασίας και οι με αριθμ. 75/117 και 76/207 οδηγίες του Συμβουλίου της Ε.Ε. αναφέρονται στην ίση αμοιβή για όμοια εργασία.

Επιπλέον, με τη ρήτρα 1 της Οδηγίας 1999/70/Ε.Κ. «σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη ΟΕ8, την ΙΙΝΙΟΕ και το ΟΕΕΡ», ορίζεται μεταξύ άλλων ως σκοπός της Οδηγίας «... η βελτίωση της ποιότητας της εργασίας ορισμένου χρόνου με τη διασφάλιση της εφαρμογής της μη διάκρισης». Περαιτέρω, με τη ρήτρα 4 της Οδηγίας ορίζεται ότι «Γ. όσον αφορά τις συνθήκες απασχόλησης, οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται δυσμενώς σε σχέση με τους αντίστοιχους εργαζομένους αορίστου χρόνου μόνο επειδή έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου, εκτός αν αυτό δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους», «4. Η απαιτούμενη περίοδος προϋπηρεσίας σε σχέση με τις ιδιαίτερες συνθήκες απασχόλησης θα είναι η ίδια για τους εργαζομένους ορισμένου χρόνου όπως και για τους εργαζομένους αορίστου χρόνου, εκτός από την περίπτωση που δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους διαφορετική διάρκεια της περιόδου προϋπηρεσίας». Οι ρυθμίσεις των ρητρών αυτών είναι επαρκώς ακριβείς, ανεπιφύλακτες (απροϋπόθετες και πλήρεις) και κατά συνέπεια παρήγαγαν άμεσο αποτέλεσμα ακόμη και πριν από την ενσωμάτωση τους στο εθνικό δίκαιο. Εξάλλου, η αρχή της μη διάκρισης των εργαζομένων ορισμένου χρόνου έναντι των εργαζομένων αορίστου χρόνου αποτελεί υποπερίπτωση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, ως γενικής αρχής του κοινοτικού δικαίου, που, όπως αναφέρθηκε ήδη, παράγει άμεσο αποτέλεσμα. Στον όρο "συνθήκες-όρους απασχόλησης" πρέπει να γίνει δεκτό ότι συμπεριλαμβάνεται οποιοδήποτε ζήτημα πάνω στο οποίο μπορεί να ανακύψει θέμα διάκρισης, τόσο σε επίπεδο ατομικών όσο και σε επίπεδο συλλογικών σχέσεων εργασίας. Από τη σκοπιά των ατομικών εργασιακών σχέσεων αφορά, επομένως, σε κάθε είδους αμοιβές, δηλαδή στο μισθό, τα επιδόματα, τις παροχές σε είδος, τις οικειοθελείς παροχές, στη χορήγησης αδειών, κάθε είδους δικαιώματα κλπ». Δε δικαιολογείται, εξάλλου, διαφορετική μεταχείριση (δε συνιστά δηλαδή αντικειμενικό λόγο διάκρισης) μεταξύ των εργαζομένων με σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου και των εργαζομένων με σχέση εργασίας αορίστου χρόνου εκ μόνου του γεγονότος ότι η διαφορετική αυτή μεταχείριση προβλέπεται από γενικό και αφηρημένο εθνικό κανόνα δικαίου, όπως είναι ο νόμος ή η συλλογική σύμβαση. Επιπρόσθετα, δεν επιτρέπεται διαφορετική μεταχείριση της προϋπηρεσίας με συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου σε σχέση με την προϋπηρεσία με συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου. Παροχές, λοιπόν, που συναρτώνται με το συνολικό χρόνο προϋπηρεσίας, όπως για παράδειγμα ο μισθός ή το ημερομίσθιο του εργαζομένου, που υπολογίζεται βάσει του συνολικού χρόνου προϋπηρεσίας, οι ημέρες της ετήσιας άδειας, που επίσης υπολογίζονται αναλόγως του συνολικού χρόνου προϋπηρεσίας, κλπ, δεν επιτρέπεται να διαφοροποιούνται εκ του λόγου ότι η προϋπηρεσία έλαβε χώρα με συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου και όχι με συμβάσεις αορίστου χρόνου (συναφώς Φ.  Δερμιτζάκη, Η απαγόρευση διάκρισης των εργαζομένων ορισμένου χρόνου έναντι των αντίστοιχων εργαζομένων αορίστου χρόνου, Σκέψεις με αφορμή την απόφαση του Δ.Ε.Κ. της 13η Σεπτεμβρίου 2007 στην υπόθεση 0-307/05 (Yolanda Del Cerro Alonso κατά Osakidetza Servicio Vasco de Salud, ΕΕΔ 2008, σελ. 81 επομ.).

 

 

Στην προκειμένη περίπτωση με την υπό κρίση αγωγή τους, οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι παρείχαν τις υπηρεσίες τους στο εναγόμενο «Ελληνικό Δημόσιο» με συμβάσεις, που συνήφθησαν μέσω του ΟΑΕΔ και που ναι μεν επιγράφονταν ως κατάρτισης-απόκτησης εργασιακής εμπειρίας ορισμένου χρόνου, όμως, ήταν κατ' ουσίαν συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου με το εναγόμενο που δεν δικαιολογούνταν ως τέτοιες, κατά τα ειδικότερα στις αγωγές αναφερόμενα. Ότι επιπλέον το εναγόμενο δεν τους κατέβαλε τις αποδοχές που κατέβαλε στο μόνιμο προσωπικό που εκτελούσαν ίσης αξίας εργασία, κατά παράβαση της αρχής της ισότητας. Ζητούν δε, να αναγνωρισθεί ότι συνδέονται με το εναγόμενο με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, ότι σε περίπτωση που μετά τη λήξη των φαινομενικά ορισμένου χρόνου συμβάσεων τους το εναγόμενο παύσει να αποδέχεται τις υπηρεσίες τους και να τους καταβάλλει τις νόμιμες αποδοχές τους, θα είναι άκυρη η καταγγελία των συμβάσεων τους από αυτό και να υποχρεωθεί αυτό να τους επαναπροσλάβει , να αποδέχεται τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες τους και να καταβάλει τις νόμιμες αποδοχές τους, επικουρικά δε να τους καταβληθεί η νόμιμη αποζημίωση απόλυσης, να υποχρεωθεί το εναγόμενο να τους καταβάλλει τις νόμιμες αποδοχές που κατέβαλε και σε άλλους εργαζομένους που εκτελούσαν παρόμοια εργασία με αυτή που εκτελούσαν αυτοί, να απαγγελθεί χρηματική ποινή ύψους 300 ευρώ σε βάρος του εναγομένου για κάθε ημέρα άρνησης αποδοχής της εργασίας τους ως μέσο εκτέλεσης της εκδοθησομένης απόφασης, να κηρυχθεί η εκδοθησόμενη απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να επιβληθεί η δικαστική δαπάνη τους σε βάρος του εναγομένου.

 

 

Με το περιεχόμενο αυτό η αγωγή αρμοδίως εισάγεται για να συζητηθεί ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, κατά τη διαδικασία των εργατικών διαφορών, και είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις προπαρατεθείσες διατάξεις. Περαιτέρω, ενόψει των διατάξεων των άρθρων 20 παρ. 1, 26 παρ. 3, 94 παρ, 4 και 95 παρ, 5 του ισχύοντος Συντάγματος, 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου αυτής, 2 παρ, 3 και 14 παρ, 1 του με το Ν. 2462/1997 κυρωθέντος Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα, καθώς και του Ν. 3068/2002, ο οποίος εκδόθηκε σε εκτέλεση του άρθρου 05 παρ. δ του Συντάγματος, σύμφωνα με τις οποίες επιτρέπεται κατά του Δημοσίου, των ΟΤΑ και των ΝΠΔΔ η αναγκαστική εκτέλεση, ανεξάρτητα από το είδος του εκτελεστού τίτλου που αποτελεί το θεμέλιο αυτής, πρέπει να θεωρηθεί ως μη ισχύουσα η διάταξη του άρθρου 909 αριθ. 1 ΚΠολΔ, σύμφωνα με την οποία δεν διατάσσεται προσωρινή εκτέλεση κατά του Δημοσίου (ΟλομΕΣ πρακτικά της 6ης- και 7ης γενικής συνεδρίασης της 12.3.2003 και 19.3.2003). Συνεπώς είναι νόμιμο και το αίτημα για προσωρινή εκτελεστότητα της εκδοθησόμενης απόφασης. Πρέπει κατ' ακολουθίαν να εξετασθεί ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

 

 

Από την περιεχόμενη στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου ένορκη κατάθεση του μάρτυρα των εναγόντων που εξετάσθηκε στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση σε συνδυασμό με όλα έγγραφα που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Οι ενάγοντες προσλήφθηκαν από τον ΟΑΕΔ στα πλαίσια του προγράμματος απόκτησης εργασιακής εμπειρίας ανέργων στις υπηρεσίες και φορείς του Δημόσιου, των ΝΠΔΔ, των ΟΤΑ και του ευρύτερου Δημόσιου Τομέα, με συμβάσεις που είχαν τίτλο «Συμφωνητικά Συνεργασίας». Ωστόσο πραγματικός εργοδότης τους καθ' όλη τη διάρκεια της απασχόλησης τους ήταν το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, το οποίο τους τοποθέτησε στις υπηρεσίες του και συγκεκριμένα: τους 1ο , 3η και 5η στη Δ.Ο.Υ. Αγίας Παρασκευής Αττικής, την 4η στη Δ.Ο.Υ. Κ' Αθηνών, την 7η στη Δ.Ο.Υ. Ελευσίνας και την 8η στο ΣΤ' Τελωνείο Επίβλεψης Συγκροτημάτων Θεσσαλονίκης (ΤΕΣ), όπου μέσω των αρμοδίων οργάνων του όριζε και ήλεγχε μέσω των εκπροσώπων των φορέων αυτού τα καθήκοντα των εναγόντων. Ειδικότερα αποδείχθηκε ότι οι ενάγοντες απασχολήθηκαν ως διοικητικοί υπάλληλοι κατά τα χρονικά διαστήματα: α) ο 1ος από 29.6.2007 έως 31.12.2008 και από 23.2.2009 έως 23-8-2010, β) η 3η εξ αυτών κατά τα χρονικά διαστήματα από 29.6.2007 έως 31.12.2008 και από 13.3.2009 έως 13.9.2010, γ} η 4η εξ αυτών κατά τα χρονικά διαστήματα από 28.6.2007 έως 27.12.2008 και από 24.2.2009 έως 24.8.2010, δ) η 5η εξ αυτών κατά τα χρονικά διαστήματα από 1 1.6. 2007 έως 10.12.2008 και από 23.2.2009 έως 23.8.2010, ε) η 7η εξ αυτών κατά τα χρονικά διαστήματα από 22.5.2007 έως 22.1 1.2008 και από 13.1.2009 έως 13.7.2010, άπαντες οι παραπάνω με αντικείμενο την αρχειοθέτηση φορολογικών δηλώσεων, την έκδοση εκκαθαριστικών σημειωμάτων, τη σφράγιση και καταχώριση ιδιωτικών συμφωνητικών, την συναλλαγή με το κοινό κλπ. και στ) η 8η εξ αυτών κατά τα χρονικά διαστήματα από 15.2.2007 έως 10.9.2008 και από 29.12.2008 έως 28.6.2010, εντασσόμενη στο Τμήμα Διοικητικής Υποστήριξης και στο Τμήμα Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης με αντικείμενο την ταξινόμηση παραστατικών εκτελωνισμού καυσίμων, τη διασταύρωση και τον επανέλεγχο εξοφλημένων παραστατικών, την αρχειοθέτηση κλπ., καλύπτοντας όλοι τους πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εναγομένου. Συνεπώς, μολονότι οι ενάγοντες προσλήφθηκαν με σκοπό την απόκτηση εργασιακής εμπειρίας, στην πραγματικότητα απασχολήθηκαν από το εναγόμενο για την κάλυψη συνήθων, τρεχουσών και απολύτως τακτικών, προβλέψιμων και υπαρχουσών αναγκών αυτού, μόνιμης, διαρκούς και πάγιας προοπτικής, συναρτημένες και σχετικές προς τις ανάγκες που εξυπηρετεί παράλληλα και το μόνιμο προσωπικό των υπηρεσιών του. Κατ' ακολουθίαν, κάλυπταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες του εναγομένου, απασχολούμενοι σε θέσεις μονίμων υπαλλήλων υπό τις εντολές. Και οδηγίες αυτού και των οργάνων του, που ασκούσαν εποπτεία και καθόριζαν τον τόπο, τον τρόπο και το χρόνο της εργασίας τους, υποχρεούμενοι να συμμορφώνονται με αυτούς και να δέχονται τον έλεγχο, τόσο για την τήρηση των εντολών και οδηγιών όσο και για την επιμελή εκτέλεση της εργασίας, προσερχόμενοι στα καθήκοντα τους καθημερινά σε συγκεκριμένο ωράριο, όπως και οι μόνιμοι υπάλληλοι του εναγομένου. Το τελευταίο, αποσκοπούσε σε αυτή καθεαυτή την απασχόληση των εναγόντων για την κάλυψη των πάγιων και διαρκών αναγκών του, δεδομένου ότι το μόνιμο προσωπικό του δεν επαρκεί για την κάλυψη των αναγκών του και όχι στην παροχή εκπαίδευσης προς αυτούς, ώστε η παροχή εργασίας από τους ενάγοντες να γίνεται για τις ανάγκες της εκπαίδευσης και της εξοικείωσης τους με το αντικείμενο του επαγγέλματος τους. Εξάλλου δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι η μακροχρόνια απασχόληση τους είχε σκοπό μόνον την επαγγελματική τους κατάρτιση, την μαθητεία, την ένταξη ή την επανεκπαίδευσή τους επί ενός αντικειμένου ευκόλως κατανοητού. Συνεπώς, οι ενάγοντες συνδέονται με το εναγόμενο με την έννομη σχέση της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου με όλες τις περαιτέρω συνέπειες (π.χ. μισθολογικές, ασφαλιστικές, συνταξιοδοτικές κλπ) του στοιχείου της εξάρτησης και όχι της συμβάσεως κατάρτισης-απόκτησης εργασιακής εμπειρίας ορισμένου χρόνου, η οποία καταρτίσθηκε με πρόθεση καταστρατήγησης της διάταξης του άρθρου 8 παρ. 3 του Ν. 2112/1920, που επιτελεί τους σκοπούς της κοινοτικής οδηγίας 1999/70/ΕΚ. Συνεπώς, με βάση όσα ανωτέρω εκτέθηκαν, οι καταρτισθείσες συμβάσεις στις οποίες προέχει το στοιχείο παροχής εργασίας, δεν

δύνανται να εξαιρεθούν από την οδηγία 1999/70/ΕΚ. Περαιτέρω, δεδομένου ότι η εργασία των εναγόντων παρεχόταν υπό συνθήκες εξαρτημένης εργασίας και εφόσον στην πραγματικότητα οι ανάγκες που κάλυπταν ήταν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, δεν υφίστατο αντικειμενικός λόγος για την ανανέωση των «ορισμένου χρόνου» συμβάσεων ή σχέσεων τους, τέτοια δε, χωρίς αντικειμενικό λόγο, ανανέωση συνιστά κατάχρηση, και σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 5 Π.Δ. 164/2004, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, καθότι, εκτός ότι συνήφθησαν για τους ενάγοντες δύο διαδοχικές συμβάσεις, χωρίς αντικειμενικό λόγο η συνολική διάρκεια αυτών των συμβάσεων υπερέβαινε τους 24 μήνες. Εφόσον λοιπόν για τους ενάγοντες δυνάμει των ως άνω διατάξεων σημειώθηκε κατάχρηση ακόμα και κατά την έννοια του Π.Δ. 164/2004, πρέπει κατά τα προεκτεθέντα, να εξαλειφθεί. Για την εξάλειψη της κατάχρησης αυτής, στην περίπτωση που αυτή λάβει χώρα παρά τις σχετικές απαγορεύσεις, δεν επαρκούν οι προβλεπόμενες στο άρθρο 7 Π.Δ. 164/2004 έννομες συνέπειες-κυρώσεις. Για την εξάλειψη της κατάχρησης αυτής θα πρέπει, κατά τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, να τύχει εφαρμογής το άρθρο 8 παρ. 3 του Ν.

2112/1920, χωρίς την εφαρμογή του οποίου - ελλείψει άλλου αποτελεσματικού προς τούτο μέτρου - δεν είναι δυνατή η εξάλειψη της. Κατ' ακολουθία, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή ως προς το πρώτο αίτημα της ως βάσιμες κατ' ουσία, να αναγνωρισθεί ότι οι ενάγοντες συνδέονται με το εναγόμενο με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας τους που συνέβη μετά τη λήξη των δευτέρων για τον καθένα προαναφερόμενων συμβάσεων και να υποχρεωθεί το εναγόμενο να επαναπροσλάβει τους ενάγοντες και να αποδέχεται τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες τους, καταβάλλοντος τις αντίστοιχες αποδοχές τους, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό κηρυσσομένης της απόφασης ως προς την τελευταία διάταξη προσωρινά εκτελεστής, καθώς συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι προς τούτο, αφού διαφορετικά οι ενάγοντες μέχρι την επέλευση της τελεσιδικίας θα αποστερούνται του τακτικού τους μισθού, που αποτελεί και το μοναδικό μέσο βιοπορισμού τους, ενόψει μάλιστα και των επικρατουσών, όχι ευνοϊκών στην αγορά εργασίας σήμερα, συνθηκών. Περαιτέρω, κατά σύμφωνα με τα προαναφερόμενα «Συμφωνητικά Συνεργασίας» που είχαν υπογραφεί, η αμοιβή των εναγόντων για κάθε ημέρα απασχόλησης τους και συνολικά όχι πλέον των 20 ημερών ανά μήνα καθορίστηκε σε α) 30 ευρώ ανά ημέρα μικτά για τους πτυχιούχους ΑΕΙ και ΤΕΙ ή ισότιμων τίτλων σπουδών και συνολικά 600 ευρώ για τις 20 ημέρες που απασχολούταν ανά μήνα και β) 25 ευρώ ανά ημέρα μικτά για τους διπλωματούχους των ΙΕΚ και για τους αποφοίτους TEA, ΕΠΑ, TEE Β' Κύκλου και Λυκείου Γενικής Εκπαίδευσης ή ισότιμων τίτλων σπουδών και συνολικά 500 ευρώ για τις 20 ημέρες που απασχολούταν ανά μήνα.

 

 

Όμως σύμφωνα με τις Εθνικές Γενικές Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας των ετών 2006-2007 και 2008-2009 βάσει των οποίων θα έπρεπε τουλάχιστον να αμείβονται, οι μηνιαίες αποδοχές τους, λαμβανομένης υπόψη και της προϋπηρεσίας και της οικογενειακής κατάστασης τους, θα διαμορφώνονταν ως εξής:

 

Για το έτος 2007: α) Από 01-09-2006 μέχρι 30-04-2007 ο άγαμος με προϋπηρεσία 0-3 χρόνια λάμβανε 625,97 ευρώ και ο έγγαμος με προϋπηρεσία 0-3 χρόνια λάμβανε 688,56 ευρώ και β) Από 01-05-2007 μέχρι 31-12-2007 ο άγαμος με προϋπηρεσία 0-3 χρόνια λάμβανε 657,89 ευρώ και ο έγγαμος με προϋπηρεσία 0-3 χρόνια λάμβανε 723,68 ευρώ.

Για τα έτη 2008 - 2010 : α) Από 01-01-2008 μέχρι 31-08-2008 ο άγαμος με προϋπηρεσία 0-3 χρόνια λάμβανε 680,59 ευρώ και ο έγγαμος με προϋπηρεσία 0-3 χρόνια λάμβανε 748,65 ευρώ β) Από 01-09-2008 μέχρι 30-04-2009 ο άγαμος με προϋπηρεσία 0-3 χρόνια λάμβανε 701,00 ευρώ και ο έγγαμος με προϋπηρεσία 0-3 χρόνια λάμβανε 771,11 ευρώ και γ) Από 01-05-2009 μέχρι σήμερα ο άγαμος με προϋπηρεσία 0-3 χρόνια λάμβανε 739,56 ευρώ και ο έγγαμος με προϋπηρεσία 0-3 χρόνια λάμβανε 813,52 ευρώ. Έτσι: 1) Ο πρώτος ενάγων, ανήκων στην κατηγορία ΠΕ, λάμβανε 600 ευρώ μηνιαίως, μη έχοντας υπερβεί τις 20 ημέρες εργασίας ανά μήνα, (30 ευρώ χ 20 ημέρες) καθ' όλο το χρονικό διάστημα που εργάστηκε. Δεδομένου ότι είναι άγαμος το εναγόμενο θα έπρεπε να του καταβάλει μηνιαία:

α) Από 29-06-2007 μέχρι 31-12-2007 το ποσό των 657,89 ευρώ, ήτοι 57,89 ευρώ επιπλέον ανά μήνα και συνολικά 347,34 ευρώ διαφορά (57,89 ευρώ χ 6 μήνες), β) Από 01-01-2008 μέχρι 3 1-08-2008 το ποσό των 680,59 ευρώ, ήτοι 80,59 ευρώ επιπλέον ανά μήνα και συνολικά 644,72 ευρώ διαφορά (80,59 ευρώ χ 8 μήνες), γ) Από 01-09-2008 μέχρι 31-12-2008 και από 23-02-2009 μέχρι 30-04-2009 το ποσό των 701,00 ευρώ, ήτοι 101,00 ευρώ επιπλέον ανά μήνα και συνολικά 639,66 ευρώ διαφορά (101,00 ευρώ χ 6173 μήνες), δ) Από 01-05-2009 μέχρι 23-08-2010 το ποσό των 739,56 ευρώ, ήτοι 139,56 ευρώ επιπλέον ανά μήνα και συνολικά 2.232,96 ευρώ διαφορά (139,56 ευρώ χ 16 μήνες), ε) Επίδομα αδείας 2007 328,94 ευρώ, στ) Αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2007 το ποσό των 514,73 ευρώ, ζ) Δώρο Πάσχα 2008 το ποσό των 340,29 ευρώ, η) Επίδομα αδείας 2008 340,29 ευρώ, θ) Δώρο Χριστουγέννων 2008 το ποσό των 680,59 ευρώ ι) Αναλογία Δώρου Πάσχα 2009 το ποσό των 201,42 ευρώ, ια) Επίδομα αδείας 2009 το ποσό των 369,79 ευρώ, ιβ) Δώρο Χριστουγέννων 2009 το ποσό των 739,56 ευρώ, ιγ) Δώρο Πάσχα 2010 το ποσό των 369,78 ευρώ, ιδ) Επίδομα αδείας 2010 το ποσό των 369,78 ευρώ, ιε) Αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2010 357,94 ευρώ. Συνεπώς, αθροίζοντας τα παραπάνω ποσά, το εναγόμενο του οφείλει για τις αιτίες αυτές το συνολικό ποσό των 8.477,79 ευρώ.

2) Η τρίτη από τους ενάγοντες , λάμβανε 600 ευρώ μηνιαίως, ανήκουσα στην κατηγορία ΠΕ, μη έχοντας υπερβεί τις 20 ημέρες εργασίας ανά μήνα, (30 ευρώ χ 20 ημέρες) κατά το χρονικό διάστημα που εργάστηκε. Δεδομένου ότι είναι άγαμη το εναγόμενο θα έπρεπε να της καταβάλει μηνιαία:

α) Από 29-06-2007 μέχρι 31-12-2007 το ποσό των 657,89 ευρώ, ήτοι 57,89 ευρώ επιπλέον ανά μήνα και συνολικά 347,34 ευρώ διαφορά (57,89 ευρώ χ 6 μήνες), β) Από 01-01-2008 μέχρι 31-08-2008 το ποσό των 680,59 ευρώ, ήτοι 80,59 ευρώ επιπλέον ανά μήνα και συνολικά 644,72 ευρώ διαφορά (80,59 ευρώ χ 8 μήνες), γ) Από 01-09-2008 μέχρι 31-12-2008 και από 13-03-2009 μέχρι 30-04-2009 το ποσό των 701,00 ευρώ, ήτοι 101,00 ευρώ επιπλέον ανά μήνα και συνολικά 555,50 ευρώ διαφορά (101,00 ευρώ χ 5,5 μήνες), δ) Από 01-05-2009 μέχρι 13-09-2010 το ποσό των 739,56 ευρώ, ήτοι 139,56 ευρώ επιπλέον ανά μήνα και συνολικά 2.302,74 ευρώ διαφορά (139,56 ευρώ χ 16,5 μήνες), ε) Επίδομα αδείας 2007 328,94 ευρώ, στ) Αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2007 το ποσό των 514,73 ευρώ, ζ) Δώρο Πάσχα 2008 το ποσό των 340,29 ευρώ, η) Επίδομα αδείας 2008 340,29 ευρώ, θ) Δώρο Χριστουγέννων 2008 το ποσό των 680,59 ευρώ, ι) Αναλογία Δώρου Πάσχα 2009 το ποσό των 140,19 ευρώ, ια) Επίδομα αδείας 2009 το ποσό των 369,79 ευρώ, ιβ) Δώρο Χριστουγέννων 2009 το ποσό των 739,56 ευρώ, ιγ) Δώρο Πάσχα 2010 το ποσό των 369,78 ευρώ, ιδ) Επίδομα αδείας 2010 το ποσό των 369,78 ευρώ, ιε) Αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2010 423,02 ευρώ. Συνεπώς, αθροίζοντας τα παραπάνω ποσά, το εναγόμενο της οφείλει για τις αιτίες αυτές το συνολικό ποσό των 8.467,26 ευρώ.

3) Η τέταρτη από τους ενάγοντες, , λάμβανε 500 ευρώ μηνιαίως, ανήκουσα στην κατηγορία ΔΕ, μη έχοντας υπερβεί τις 20 ημέρες εργασίας ανά μήνα, (25 ευρώ χ 20 ημέρες) κατά το χρονικό διάστημα που εργάστηκε. Δεδομένου ότι είναι άγαμη το εναγόμενο θα έπρεπε να της καταβάλει μηνιαία:

α) Από 28-06-2007 μέχρι 31-12-2007 το ποσό των 657,89 ευρώ, ήτοι 157,89 ευρώ επιπλέον ανά μήνα και συνολικά 947,34 ευρώ διαφορά (157,89 ευρώ χ 6 μήνες), β)

Από 01-01-2008 μέχρι 31-08-2008 το ποσό των 680,59 ευρώ, ήτοι 180,59 ευρώ επιπλέον ανά μήνα και συνολικά 1.444,72 ευρώ διαφορά (180,59 ευρώ χ 8 μήνες), γ) Από 01-09-2008 μέχρι 27-12-2008 και από 24-02-2009 μέχρι 30-04-2009 το ποσό των 701,00 ευρώ, ήτοι 201,00 ευρώ επιπλέον ανά μήνα και συνολικά 1.206,00 ευρώ διαφορά (201,00 ευρώ χ 6 μήνες), δ) Από 01-05-2009 μέχρι 24-08-2010 το ποσό των 739,56 ευρώ, ήχοι 239,56 ευρώ επιπλέον ανά μήνα και συνολικά 3.832,96 ευρώ διαφορά (239,56 ευρώ χ 16 μήνες), ε) Επίδομα αδείας 2007 το ποσό των 328,94 ευρώ, στ) Αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2007 το ποσό των 517,89 ευρώ, ζ) Δώρο Πάσχα 2008 το ποσό των 340,29 ευρώ, η) Επίδομα αδείας 2008 340,29 ευρώ, θ) Δώρο Χριστουγέννων 2008 το ποσό των 680,59 ευρώ-Αναλογία Δώρου Πάσχα 2009 το ποσό των 192,77 ευρώ, ια) Επίδομα αδείας 2009 το ποσό των 369,79 ευρώ, ιβ) Δώρο Χριστουγέννων 2009 το ποσό των 739,56 ευρώ, ιγ) Δώρο Πάσχα 2010 το ποσό των 369,78 ευρώ, ιδ) Επίδομα αδείας 2010 το ποσό των 369,78 ευρώ, ιε) Αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2010 το ποσό των 357,94 ευρώ.

Συνεπώς, αθροίζοντας τα παραπάνω ποσά, το εναγόμενο της οφείλει για τις αιτίες αυτές το συνολικό ποσό των 12.038,64 ευρώ.

4) Η πέμπτη από τους ενάγοντες, , λάμβανε 600 ευρώ μηνιαίως, ανήκουσα στην κατηγορία ΠΕ, μη έχοντας υπερβεί τις 20 ημέρες εργασίας ανά μήνα, (30 ευρώ χ 20 ημέρες) κατά το χρονικό διάστημα που εργάστηκε. Δεδομένου ότι είναι άγαμη το εναγόμενο θα έπρεπε να της καταβάλει μηνιαία:

α) Από 11-06-2007 μέχρι 31-12-2007 το ποσό των 657,89 ευρώ, ήτοι 57,89 ευρώ επιπλέον ανά μήνα και συνολικά 376,28 ευρώ διαφορά (57,89 ευρώ χ 6,5 μήνες), β) Από 01-01-2008 μέχρι 31-08-2008 το ποσό των 680,59 ευρώ, ήτοι 80,59 ευρώ επιπλέον ανά μήνα και συνολικά 644,72 ευρώ διαφορά (80,59 ευρώ χ 8 μήνες), γ) Από 01-09-2008 μέχρι 10-12-2008 και από 23-02-2009 μέχρι 30-04-2009 το ποσό των 701,00 ευρώ, ήτοι 101,00 ευρώ επιπλέον ανά μήνα και συνολικά 606,00 ευρώ διαφορά (101,00 ευρώ χ 6 μήνες), δ) Από 01-05-2009 μέχρι 23-08-2010 το ποσό των 739,56 ευρώ, ήτοι 139,56 ευρώ επιπλέον ανά μήνα και συνολικά 2.232,96 ευρώ διαφορά (139,56 ευρώ χ 16 μήνες), ε) Επίδομα αδείας 2007 328,94 ευρώ, στ) Αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2007 το ποσό των 564,73 ευρώ, ζ) Δώρο Πάσχα 2008 το ποσό των 340,29 ευρώ, η) Επίδομα αδείας 2008 340,29 ευρώ, θ) Δώρο Χριστουγέννων 2008 το ποσό των 680,59 ευρώ, ι) Αναλογία Δώρου Πάσχα 2009 το ποσό των 201,42 ευρώ, ια) Επίδομα άδειας 2009 το ποσό των 369,79 ευρώ, ιβ) Δώρο Χριστουγέννων 2009 το ποσό των 739,56 ευρώ, ιγ) Δώρο Πάσχα 2010 το ποσό των 369,78 ευρώ, ιδ) Επίδομα αδείας 2010 το ποσό των 369,78 ευρώ, ιε) Αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2010 357,94 ευρώ. Επομένως, η συνολική οφειλή του εναγομένου προς αυτή ανέρχεται σε 8.523,07 ευρώ

5)Η έβδομη από τους ενάγοντες, , λάμβανε 600 ευρώ μηνιαίως, ανήκουσα στην κατηγορία ΠΕ, μη έχοντας υπερβεί τις 20 ημέρες εργασίας ανά μήνα, (30 ευρώ χ 20 ημέρες) κατά το χρονικό διάστημα που εργάστηκε. Δεδομένου ότι είναι άγαμη το εναγόμενο θα έπρεπε να της καταβάλει μηνιαία:

α) Από 22-05-2007 μέχρι 31-12-2007 το ποσό των 657,89 ευρώ, ήτοι 57,89 ευρώ επιπλέον ανά μήνα και συνολικά 434,17 ευρώ διαφορά (57,89 ευρώ χ 7,5 μήνες), β) Από 01-01-2008 μέχρι 3 1-08-2008 το ποσό των 680,59 ευρώ, ήτοι 80,59 ευρώ επιπλέον ανά μήνα και συνολικά 644,72 ευρώ διαφορά (80,59 ευρώ χ 8 μήνες), γ) Από 01-09-2008 μέχρι 22-11-2008 και από 13-01-2009 μέχρι 30-04-2009 το ποσό των 701,00 ευρώ, ήτοι 101,00 ευρώ επιπλέον ανά μήνα και συνολικά 656,50 ευρώ διαφορά (101,00 ευρώ χ 6,5 μήνες), δ) Από 01-05-2009 μέχρι 13-07-2010 το ποσό των 739,56 ευρώ, ήτοι 139,56 ευρώ επιπλέον ανά μήνα και συνολικά 2.023,62 ευρώ διαφορά (139,56 ευρώ χ 14,5 μήνες), ε) Επίδομα αδείας 2007 328,94 ευρώ, στ) Αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2007 το ποσό των 619,99 ευρώ, ζ) Δώρο Πάσχα 2008 το ποσό των 340,29 ευρώ, η) Επίδομα αδείας 2008 340,29 ευρώ, θ) Αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2008 το ποσό των 592,93 ευρώ, ι) Αναλογία Δώρου Πάσχα 2009 το ποσό των 310,00 ευρώ, ια) Επίδομα αδείας 2009 το ποσό των 369,79 ευρώ, ιβ) Δώρο Χριστουγέννων 2009 το ποσό των 739,56 ευρώ, ιγ) Δώρο Πάσχα 2010 το ποσό των 369,78 ευρώ, ιδ) Επίδομα αδείας 2010 το ποσό των 369,78 ευρώ, ιε) Αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2010 233,10 ευρώ.

Συνεπώς, αθροίζοντας τα παραπάνω ποσά, το εναγόμενο της οφείλει για τις αιτίες αυτές το συνολικό ποσό των 8.373,46 ευρώ.

6) Η 8η από τους ενάγοντες, , λάμβανε 500 ευρώ μηνιαίως, ανήκουσα στην κατηγορία ΔΕ, μη έχοντας υπερβεί τις 20 ημέρες εργασίας ανά μήνα, (25 ευρώ χ 20 ημέρες) κατά το χρονικό διάστημα που εργάστηκε. Δεδομένου ότι είναι έγγαμη το εναγόμενο θα έπρεπε να της καταβάλει μηνιαία:

α) Από 15-02-2007 μέχρι 30-04-2007 το ποσό των 688,56 ευρώ, ήτοι 188,56 ευρώ επιπλέον ανά μήνα και συνολικά 471,40 ευρώ διαφορά ( 1 88,56 χ 2,5 μήνες), β) Από 01-05-2007 μέχρι 31-12-2007 το ποσό των 723,68 ευρώ, ήτοι 223,68 ευρώ επιπλέον ανά μήνα και συνολικά 1.789,44 ευρώ διαφορά (223,68^ ευρώ χ 8 μήνες), γ) Από 01-01-2008 μέχρι 31-08-2008 το ποσό των 748,65 ευρώ, ήτοι 248,65 ευρώ επιπλέον ανά μήνα και συνολικά 1.989,20 ευρώ διαφορά (248,65 ευρώ χ 8 μήνες), δ) Από 01-09-2008 μέχρι 10-09-2008 και από 29-12-2008 μέχρι 30-04-2009 το ποσό των 771,11 ευρώ, ήτοι 271,11 ευρώ επιπλέον ανά μήνα και συνολικά 1.219,99 ευρώ διαφορά (271,11 ευρώ χ 4,5 μήνες), ε) Από 01-05-2009 μέχρι 28-06-2010 το ποσό των 813,52 ευρώ, ήτοι 313,52 ευρώ επιπλέον ανά μήνα και συνολικά 4.389,28 ευρώ διαφορά (313,52 ευρώ χ 14 μήνες), στ) Επίδομα αδείας 2007 το ποσό των 344,28 ευρώ, ζ) Δώρο Χριστουγέννων 2007 το ποσό των 688,56 ευρώ, η) Δώρο Πάσχα 2008 το ποσό των 374,32 ευρώ, θ) Επίδομα αδείας 2008 374,32 ευρώ, ι) Αναλογία Δώρου Χριστουγέννων 2008 το ποσό των 431,82 ευρώ, ια) Δώρο Πάσχα 2009 το ποσό των 385,55 ευρώ, ιβ) Επίδομα αδείας 2009 το ποσό των 406,76 ευρώ, ιγ) Δώρο Χριστουγέννων 2009 το ποσό των 813,52 ευρώ, ιδ) Δώρο Πάσχα 2010 το ποσό των 406,76 ευρώ, ιε) Επίδομα αδείας 2010 το ποσό των 406,76 ευρώ, ιστ) Αναλογία δώρου Χριστουγέννων 2010 το ποσό των 201,75 ευρώ.

Συνεπώς, αθροίζοντας τα παραπάνω ποσά, το εναγόμενο της οφείλει για τις αιτίες αυτές το συνολικό ποσό των 14.693,71 ευρώ.

 

 

Κατά συνέπεια, πρέπει η αγωγή να γίνει δεκτή και ως προς το δεύτερο αίτημα της και να υποχρεωθεί το εναγόμενο να καταβάλλει στους ενάγοντες τα προαναφερόμενα ποσά, με το νόμιμο τόκο από την ημερομηνία που κάθε επιμέρους ποσό έγινε απαιτητό, κηρυσσομένης της απόφασης προσωρινά εκτελεστής, καθώς συντρέχουν εξαιρετικοί λόγοι προς τούτο, αφού η καθυστέρηση στην εκτέλεση θα τους προκαλέσει ζημία, δεδομένου ότι στερούνται οποιουδήποτε άλλου βιοποριστικού μέσου. Τέλος πρέπει να συμψηφισθεί η δικαστική δαπάνη των διαδίκων, ενόψει της ιδιαίτερης δυσχέρειας της ερμηνείας των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν (άρθρο 179 ΚΠολΔ).

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

 

Θεωρεί την αγωγή ως μη ασκηθείσα ως προς τους 2η, 6η, 9η, 10η και 11η των εναγόντων.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή ως προς τους λοιπούς ενάγοντες.

 

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι οι υπ' αριθ. 1, 3, 4, 5, 7 και 8 ενάγοντες συνδέονται με το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου από την ημερομηνία σύναψης της πρώτης συμβάσεώς τους.

 

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την ακυρότητα της καταγγελίας των συμβάσεων εργασίας των ως άνω εναγόντων.

 

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ το εναγόμενο να επαναπροσλάβει τους ως άνω ενάγοντες, να αποδέχεται τις προσηκόντως προσφερόμενες υπηρεσίες τους και να τους απασχολεί στη θέση, την ειδικότητα και με τις αποδοχές που αντιστοιχούν εκ του νόμου με αυτή την υπηρεσιακή ένταξη και εξέλιξη, λαμβανομένων υπόψη και των λοιπών τυπικών τους προσόντων.

 

Υποχρεώνει το εναγόμενο να καταβάλλει στους ενάγοντες τα εξής ποσά:

 

Στον 1°, , ποσό 8.477,79 ευρώ. Στην 3η, , ποσό 8.467,26 ευρώ. Στην 4η, , ποσό 12.038,64 ευρώ. Στην 5η, , ποσό 8.523,07 ευρώ. Στην 7η, , ποσό 8.373,46 ευρώ. Στην 8η, , ποσό 14.693,71 ευρώ.

 

Απαγγέλει σε βάρος του εναγομένου χρηματική ποινή ύψους 100 ευρώ για κάθε ημέρα μη αποδοχής των υπηρεσιών των εναγόντων.

 

ΚΗΡΥΣΣΕΙ τις ανωτέρω καταψηφιστικές διατάξεις προσωρινά εκτελεστές.

 

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τη δικαστική δαπάνη των διαδίκων στο σύνολό της.

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στην Αθήνα στις 25-01-2012.

 

 

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

A