ΜΠρ (ΑσφΜ) Ηρακλ 898/2013

Παραγραφή αξιώσεων κατά ΝΠΔΔ - Τοκοχρεωλυτικό δάνειο - Δικηγόροι - Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης - Ταμείο Νομικών - Παρέμβαση Δικηγορικού Συλλόγου - Έλλειψη έννομου συμφέροντος - Ανακοπή -.

 

Σύναψη τοκοχρεολυτικού δανείου δικηγόρου με το Ταμείο Νομικών. Καταγγελία σύμβασης. Απόρριψη πρόσθετης παρέμβασης του Δικηγορικού Συλλόγου λόγω έλλειψης άμεσου έννομου συμφέροντος. Η ατομική ειδοποίηση δεν εξομοιώνεται με επιταγή προς πληρωμή και δεν αποτελεί πράξη εκτέλεσης που προσβάλλεται με ανακοπή. Προνομιακή παραγραφή αξιώσεων έναντι ΝΠΔΔ. Εξαίρεση των ασφαλιστικών οργανισμών από την εφαρμογή του ΝΔ 496/1974 και κατά συνέπεια και από τις διατάξεις του σχετικά με την παραγραφή. Κρίθηκε ότι οι δύο πρώτες τοκοχρεολυτικές δόσης έχουν υποπέσει στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 250 περ. 15 ΑΚ που συμπληρώθηκε την 1.1.2008. Οι λοιπές δόσεις επειδή έως την ισχύ του Ν. 3655/2008 δεν είχαν παραγραφεί καταλαμβάνονται πλέον από την εικοσαετή παραγραφή του άρθρου 137 παρ. 1 του Ν. 3655/2008 που αρχίζει από τη λήξη του οικονομικού έτους εντός του οποίου έγινε η βεβαίωσή τους.

 

 

Αριθμός απόφασης 898/533/2013

 

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ

 

(Διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων)

 

 

 

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Αικατερίνη Ντόκα, Πρόεδρο Πρωτοδικών, η οποία ορίστηκε μετά από κλήρωση σύμφωνα με το νόμο, χωρίς τη σύμπραξη Γραμματέως.

 

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του στο Ηράκλειο στις 21 Ιουνίου 2013, για να δικάσει τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης Γ.Α ΑΣΦ/533/23.4.2013 αίτηση αναστολής εκτέλεσης μεταξύ:

 

ΤΗΣ ΑΙΤΟΥΣΑΣ - ΥΠΕΡ ΗΣ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: , δικηγόρου Ηρακλείου, η οποία παραστάθηκε αυτοπροσώπως.

 

ΤΩΝ ΚΑΘ' ΩΝ Η ΑΙΤΗΣΗ - ΚΑΘ1 ΩΝ Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ: 1] Του ΝΠΔΔ με την επωνυμία ΕΝΙΑΙΟ ΤΑΜΕΙΟ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΑ ΑΠΑΣΧΟΛΟΥΜΕΝΩΝ - ΤΟΜΕΑΣ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΝΟΜΙΚΩΝ (Ε.Τ.ΑΑ -Τ.Α.Ν.), που εκπροσωπείται νόμιμα, ως καθολικού διαδόχου του ΝΠΔΔ με την επωνυμία ΤΑΜΕΙΟ ΝΟΜΙΚΩΝ, το οποίο παραστάθηκε διά του πληρξεουσίου του δικηγόρου του ΔΣ Ηρακλείου Ζαχαρία Καλογιαννάκη, 2] του Ελληνικού Δημοσίου, νομίμως εκπροσωπούμενο από τον Υπουργό Οικονομικών και στην προκειμένη περίπτωση από τον Προϊστάμενο της Β Δ.Ο.Υ. Ηρακλείου, που παραστάθηκε διά του δικαστικού αντιπροσώπου του Ν.Σ.Κ. Στέφανου Πετροπουλάκου.

 

ΤΟΥ ΠΡΟΣΘΕΤΩΣ ΠΑΡΕΜΒΑΙΝΟΝΤΟΣ : ΝΠΔΔ με την επωνυμία «Δικηγορικός   Σύλλογος Ηρακλείου», που εδρεύει στο Ηράκλειο και εκπροσωπείται νόμιμα, το οποίο παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου του δικηγόρου Γιάννη Λεβέντη.

 

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης οι διάδικοι, οι οποίοι παραστάθηκαν όπως ανωτέρω αναφέρεται, ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν να γίνουν δεκτοί.

 

 

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

Οι αξιώσεις από δάνειο υπόκεινται στη γενική εικοσαετή παραγραφή του άρθρου 249 ΑΚ. Κατά τις διατάξεις των άρθρων 250 περ. 15 και 253 ΑΚ. ο χρόνος παραγραφής των τόκων και των χρεολύτρων είναι πενταετής και αρχίζει με τη λήξη του έτους, εντός του οποίου γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική της επιδίωξη. Χρεόλυτρο κατά την έννοια του δεύτερου των άρθρων τούτων, είναι το αποδιδόμενο μέρος του οφειλομένου κεφαλαίου, το οποίο καταβάλλεται, είτε χωριστά, είτε κατόπιν άθροισης και των τόκων, οπότε σχηματίζεται το τοκοχρεόλυτρο. Όταν ο δανειστής έχει το δικαίωμα, σύμφωνα με τους όρους της δανειακής σύμβασης, να την καταγγείλει πρόωρα, αν δεν πληρωθούν οι δόσεις, τότε όλες οι οφειλόμενες περιοδικές δόσεις του δανείου, που αφορούν χρεόλυτρο ή τοκοχρεόλυτρο ή τόκο, γίνονται απαιτητές. Με την καταγγελία η σύμβαση του δανείου λύεται και επομένως ενεργοποιείται ο συμβατικός όρος που παρέχει στο δανειστή το δικαίωμα να αξιώσει την άμεση πληρωμή από τον οφειλέτη ολοκλήρου του οφειλομένου κεφαλαίου, καθώς και τους τόκους υπερημερίας από την καταγγελία. Το δάνειο συνεπώς είναι τοκοχρεωλυτικό, με την έννοια ότι έχει συνομολογηθεί η εξόφληση του με την καταβολή είτε χρεολύτρων και τόκων χωριστά, είτε ενιαίων τοκοχρεολύτρων, υπό την αίρεση της εμπρόθεσμης και προσήκουσας καταβολής των δόσεων. Μόνον όμως όταν η αίρεση πληρωθεί και καταγγελθεί το δάνειο δεν οφείλονται πλέον δόσεις, αλλά ολόκληρο το μέχρι τότε ανεξόφλητο κεφάλαιο και η αξίωση του δανειστή προς απόδοση του δανείου υπόκειται στη συνήθη εικοσαετή παραγραφή, ενώ αν δεν γίνει καταγγελία, η αξίωση των περιοδικών δόσεων, αφού αυτές διατηρούν την αυθυπαρξία τους, υπόκειται στην πενταετή παραγραφή (Α.Π. 747, 751/2012, 1455/2007, Α.Π. 637/1997, δημ. σε ΤΝΠ της Νόμος).

 

 

Περαιτέρω, με το άρθρο 17 του ΕισΝΑΚ καταργήθηκε κάθε γενική ή ειδική διάταξη για παραγραφή, διατηρήθηκαν δε μόνο οι διατάξεις που τι αφορούσαν το Δημόσιο, καθώς και εκείνες με τις οποίες είχε επεκταθεί σε ΝΠΔΔ, η εφαρμογή των για την παραγραφή διατάξεων που αφορούσαν το Δημόσιο. Έτσι, μετά την εισαγωγή του ΑΚ καθόσον αφορά τα ΝΠΔΔ, εφαρμόζονταν για την παραγραφή κατά κανόνα μεν οι κοινές διατάξεις του ΑΚ, εξαιρετικώς δε οι διατάξεις που αφορούσαν το Δημόσιο, εφόσον επρόκειτο για νομικό πρόσωπο στο οποίο είχε επεκταθεί η εφαρμογή των σχετικών διατάξεων που αφορούσαν το Δημόσιο, ή τυχόν μεταγενέστερες του ΑΚ ειδικές διατάξεις. Επακολούθησε το Ν.Δ. 321/1969 "περί Κωδικός Δημοσίου Λογιστικού", με το άρθρο 101 του οποίου οριζόταν ότι "Δια Β.Δ/των προκαλουμένων υπό του Υπουργού των Οικονομικών και του αρμοδίου κατά περίπτωσιν Υπουργού δύναται αϊ διατάξεις του παρόντος Ν.Δ/τος να επεκτείνονται, εν όλω ή εν μέρει, και επί Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, επιτρεπομένης της τροποποιήσεως των επί τω τέλει τη προσαρμογής αυτών προς τας ιδιομορφίας εκάστης κατηγορίας ή εκάστου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου". Με βάση την εξουσιοδότηση αυτή εκδόθηκε το Β.Δ. 776/72 με το οποίο επεκτάθηκαν στα ΝΠΔΔ οι διατάξεις των άρθρων 5, 6, 8, 9, 13, 14, 15, 16, 17, 21, 45, 46, 48 και 50 του άνω Ν.Δ/τος, όπως συγχρόνως τροποποιήθηκαν ή συμπληρώθηκαν ειδικώς για τα ΝΠΔΔ, από τις οποίες όμως καμία δεν αφορά παραγραφή αξιώσεων. Σημειωτέον ότι και κατά το άρθρο 101 Ν.Δ. 321/1969, καθόσον αφορά την παραγραφή αξιώσεων κατά ή υπέρ ΝΠΔΔ, εξακολούθησε να ισχύει το προηγούμενο νομικό καθεστώς. Εκδόθηκε όμως το άνω Ν.Δ. 496/74, το οποίο με τα άρθρα 44 επ. ρυθμίζει τα της παραγραφής αξιώσεων κατά και υπέρ ΝΠΔΔ και του οποίου η ισχύς άρχισε από 1 Ιανουαρίου 1977, με εξαίρεση ορισμένες διατάξεις, η ισχύς των οποίων άρχισε από τη δημοσίευση του, οι οποίες όμως δεν αφορούν την παραγραφή. Ειδικότερα, η διάταξη του άρθρο 44 του ν.δ. 496/1974 περί Λογιστικού των ν.π.δ.δ. ορίζει ότι "παν χρέος προς το ν.π. παραγράφεται, εφόσον δεν ορίζεται άλλως υπό των διατάξεων του παρόντος, μετά πέντε έτη από της λήξεως του οικονομικού έτους εντός του οποίου εβεβαιώθη" (παρ. 1 εδ. α). Χρέη προς το ν.π. α)... β)... γ) εκ συμβάσεων και διατάξεων τελευταίας βουλήσεως περιλαμβανομένων και των περιοδικών παροχών, υπόκεινται εις εικοσαετή παραγραφήν, αρχομένην από της λήξεως του οικονομικού έτους, εντός του οποίου εβεβαιώθησαν ( παρ.2 ). Η διάταξη δε του άρθρου 56 παρ. 2 του ίδιου ν.δ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο του ν. 578/1977, ορίζει ότι "Δια Προεδρικών Διαταγμάτων εκδιδομένων μέχρις 30ης Νοεμβρίου  1977 δύνανται να εξαιρώνται εκ των διατάξεων του παρόντος, εν όλω ή εν μέρει και έτερα (πλην των αναφερομένων στην παρ. 1) ν.π.δ.δ,.Τα ως άνω Διατάγματα επιτρέπεται όπως καταργούνται κατά την αυτήν διαδικασίαν, αν εκλείψουν οι λόγοι δι' ούς ταύτα εξεδόθησαν". Από την τελευταία διάταξη προκύπτει ότι στην περίπτωση εξαίρεσης ΝΠΔΔ από την εφαρμογή όλων των διατάξεων του ν.δ. 496/1974, δεν υπάρχει δυνατότητα εφαρμογής αυτού και συνεπώς, καθόσον αφορά ειδικότερα την παραγραφή των κατ' αυτού ή υπέρ αυτού αξιώσεων, εξακολούθησε να ισχύει το προηγούμενο νομικό καθεστώς. Περαιτέρω, με τις διαχρονικού δικαίου μεταβατικές διατάξεις των άρθρων 54 και 55 του Διατάγματος αυτού ορίζονται τα ακόλουθα: "Αρθρο 54. Αι διατάξεις του παρόντος περί του χρόνου παραγραφής  εφαρμόζονται  επί  των από της θέσεως του εν ισχύι γεγεννημένων αξιώσεων Αρθρο 55.Ειδικαί διατάξεις   των   νομικών προσώπων, που ρυθμίζουν τα του χρόνου της παραγραφής εν γένει χρεών προς το νομικό πρόσωπο ή χρεών τούτου, εξακολουθούν ισχύουσαι". Από τις άνω διαχρονικού δικαίου διατάξεις συνάγεται ότι για τις αξιώσεις που γεννήθηκαν  μετά την 1.1.1977 ως προς το χρόνο της παραγραφής, εξακολουθεί να εφαρμόζεται το προηγούμενο καθεστώς, δηλαδή είτε οι γενικές διατάξεις του Αστικού Κώδικα, είτε τυχόν ειδικές διατάξεις. Κατ' εφαρμογή της παρεχόμενης από την παρ. 2 του άρθρου 56 του ν.δ. 496/1974 εξουσιοδότησης εκδόθηκε το Π.Δ. 437/1977, το άρθρο μόνο του οποίου ορίζει ότι  "εξαιρούνται  της  εφαρμογής του  Ν.Δ. 496/1974  οι  Ασφαλιστικοί Οργανισμοί οι υπαγόμενοι εις την εποπτείαν του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η εξαίρεση είναι καθολική και επομένως καταλαμβάνει και τις περί παραγραφής ως άνω διατάξεις του ν.δ. 496/1974, οι οποίες δεν επανήλθαν σε ισχύ με το άρθρο μόνο του Π.Δ. 305/1985 (ΑΠ. 1645/2010, Α.Π. 1831/2006, Α.Π. 1706/1983).

 

 

Με τον ν. 4114/1960 κυρώθηκε ο Κώδικας του Ταμείου Νομικών, το οποίο εποπτευόταν αρχικώς από τον Υπουργό Δικασιοσύνης (άρθρο 2 παρ. 1 του ν.δ. 4141/1960) και ακολούθως, με το άρθρο 36 παρ. 7 του ν.δ. 1/1968 υπήχθη στην εποπτεία του Υπουργείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Συνεπώς, κατ' εφαρμογή του άρθρου μόνου του Π.Δ. 437/1977 εξαιρέθηκε τούτο ολοσχερώς της εφαρμογής των διατάξεων του ν.δ. 496/1974 και επομένως και εκείνης του άρθρου 44 που ορίζει τα της παραγραφής των αξιώσεων Ν.Π.Δ.Δ., δεδομένου δε ότι στο καταστατικό του δεν περιλαμβάνονταν ειδικές διατάξεις για την παραγραφή των αξιώσεων του, εφαρμογή είχαν οι κοινές περί παραγραφής διατάξεις του Α.Κ. (ΑΠ 663/2011, δημ. σε ΤΝΠ της ΝΟΜΟΣ).

 

Το εν λόγω Ταμείο εντάχθηκε στο Ενιαίο Ταμείο Ανεξάρτητα Απασχολουμένων, που συνεστήθη με το άρθρο 25 του ν. 3655/2008 και υπάγεται στην εποπτεία του Υπουργείου Απασχόλησης και Κοινωνικών Υπηρεσιών. Με το άρθρο 137 παρ.1 εδ. δ του Ν. 3655/2008, που ρυθμίζει την παραγραφή απαιτήσεων υπέρ και κατά των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης και ισχύει από 3.4.2008 ορίζεται ότι : «Κάθε απαίτηση των ΦΚΑ παραγράφεται, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, μετά πέντε (5) έτη από τη λήξη του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο βεβαιώθηκε και κατέστη ληξιπρόθεσμη. Εάν η βεβαίωση του χρέους έγινε πριν αυτό καταστεί ληξιπρόθεσμο, ολικά ή μερικά, η παραγραφή αρχίζει από τη λήξη του οικονομικού έτους κατά το οποίο αυτό κατέστη ληξιπρόθεσμο. Για τα παρακάτω χρέη προς τους ΦΚΑ ισχύει η εικοσαετής παραγραφή, που αρχίζει από τη λήξη του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο βεβαιώθηκαν, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά από ειδικές διατάξεις που αφορούν τους ΦΚΑ και τους εντασσόμενους σε αυτούς φορείς, κλάδους ή λογαριασμούς: Απαιτήσεις από μη καταβληθείσες ασφαλιστικές εισφορές, β. Απαιτήσεις από τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις, εκτός αυτών που προέρχονται από πρόστιμα ή χρηματικές ποινές, καθώς και από έξοδα και τέλη που επιβάλλονται με την ίδια απόφαση με την οποία επιβλήθηκαν τα πρόστιμα ή οι χρηματικές ποινές, που υπάγονται στην ως άνω πενταετή παραγραφή, γ. Απαιτήσεις από άπιστη διαχείριση που δημιουργούνται από τη διαπίστωση ελλειμμάτων στις διαχειρίσεις των υπολόγων κατά τους ορισμούς και τη διαδικασία των διατάξεων της κείμενης νομοθεσίας, δ. Απαιτήσεις από χρηματικές αξιώσεις του Φορέα που προέρχονται από συναφθείσα σύμβαση, ε. Απαιτήσεις που δημιουργούνται από συμβάσεις και διατάξεις τελευταίας βούλησης, στ. Απαιτήσεις από περιοδικές παροχές, ζ. Απαιτήσεις από καταλογισμούς που επιβλήθηκαν από οποιαδήποτε αρμόδια κατά Διοικητική Αρχή.».

 

 

Στην  προκειμένη περίπτωση, η αιτούσα εκθέτει ότι με τον δικαιοπάροχο του πρώτου των καθ' ων ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «Ταμείο Νομικών» συνήψε την από 2.10.2000 σύμβαση δανείου, ποσού 1 .500.000 δραχμών κατά τους αναφερόμενους στη σύμβαση όρους, εξοφλητέο σε δέκα ισόποσες εξαμηνιαίες δόσεις, αρχής γενομένης από την 2.4.2002. Ότι το Μάιο του 2012 το πρώτον οχλήθηκε από το ως άνω ν.π.δ.δ. για την καταβολή της οφειλής της από το εν λόγω δάνειο, ποσού 4.900,70 ευρώ, πλέον τόκων υπερημερίας, ζητεί δε, με την υπό κρίση αίτηση της, να ανασταλεί η επικείμενη σε βάρος της αναγκαστική εκτέλεση που επισπεύδεται με βάση τη με αρ. 1148/21.9.2012 απόφαση καταλογισμού οφειλής προς είσπραξη του Διευθυντή του Οικονομικού του Τ.Α.Ν., την υπ' αριθμ. /25.2.2013 ταμειακή βεβαίωση και τη βάσει αυτής εκδοθείσα με αρ. /26.2.2013 ατομική ειδοποίηση χρεών του Προϊσταμένου της Β Δ.Ο.Υ. Ηρακλείου, με τις οποίες βεβαιώνεται σε βάρος της το ποσό των 8.963,23 ευρώ, μέχρι την έκδοση απόφασης επί της από 2.4.2013 ανακοπής της. Η αίτηση αρμοδίως εισάγεται προς συζήτηση κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων των άρθρων 686 επ ΚΠολΔ σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 73 παρ. 3 ΚΕΔΕ, ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, έχοντος δικαιοδοσία, καθώς η απαίτηση, για την οποία επισπεύδεται εκτέλεση, σύμφωνα με τις διατάξεις του ΚΕΔΕ, στηρίζεται σε έννομη σχέση ιδιωτικού δικαίου (ΑΕΔ 18/93 Δ 25-873 και 5/89 και 8/89 ΔΦΝ 1989 τευχ. 940, 762 επ. και 941-942, 829 επ. αντίστοιχα, ΑΠ 1320/2002 δημ. σε ΤΝΠ της ΝΟΜΟΣ). Ο ισχυρισμός του δεύτερου καθ' ου περί κατά τόπο αναρμοδιότητας του παρόντος δικαστηρίου, λόγω ύπαρξης έγγραφης συμφωνίας περί αποκλειστικής αρμοδιότητας των δικαστηρίων Αθηνών, για την επίλυση κάθε διαφοράς από τη συναφθείσα μεταξύ της αιτούσας  και  της πρώτηςτων καθ' ών σύμβασης δανείου, κρίνεται απορριπτέος, καθώς τόπος αναγκαστικής εκτέλεσης είναι η κατοικία της αιτούσας στο Ηράκλειο Κρήτης και σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 683 παρ. 4 ΚΠολΔ, τα ασφαλιστικά μέτρα διατάσσονται και από το καθ' ύλην αρμόδιο δικαστήριο που βρίσκεται πλησιέστερα προς τον τόπο που πρόκειται να εκτελεστούν. Η ειδική αυτή δωσιδικία ισχύει παράλληλα με τις λοιπές δωσιδικίες του ΚΠολΔ και δεν αποκλείεται, ακόμη και αν έχει συμφωνηθεί παρέκταση αρμοδιότητας κατ' αρθ. 42-44 ΚΠολΔ (Κράνης σε ΕρμΚΠολΔ Κεραμέως-Κονδύλη -Νίκα, εκδ. 2000, αρθ. 683, αρ. 6, σελ. 1331, ΜονΠρωτΧαλκ 53/1991 ΕλλΔνη 1991.1385,). Η αίτηση είναι τυπικά δεκτή και νόμιμη, στηριζόμενη στα άρθρα 2 παρ.2, 73, 75 και 89 του ΚΕΔΕ (ν.δ 356/1974), σε συνδυασμό με το άρθρο 938 ΚΠολΔ και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω κατ ουσίαν.

 

 

Από τη διάταξη του άρθρου 80 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τη διάταξη του αρθρ. 68 ΚΠολΔ που ορίζει ότι δικαστική προστασία έχει δικαίωμα να ζητήσει όποιος έχει άμεσο έννομο συμφέρον, προκύπτει ότι αναγκαία διαδικαστική προϋπόθεση για την άσκηση πρόσθετης παρέμβασης είναι η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος στο πρόσωπο του παρεμβαίνοντος, το οποίο υφίσταται όταν μ' αυτή μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης. Πρέπει όμως ο παρεμβαίνων τόσο ως προς το δικαίωμα του όσο και ως προς τη δημιουργία σε βάρος του υποχρέωσης να απειλείται από τη δεσμευτικότητα, την εκτελεστότητα ή ανάλογα από τις τυχόν αντανακλαστικές συνέπειες της απόφασης που θα εκδοθεί. Δεν αρκεί για την άσκηση πρόσθετης παρέμβασης το γεγονός ότι σε εκκρεμή μεταξύ άλλων δίκη πρόκειται να λυθεί νομικό ζήτημα που θα ωφελήσει ή θα βλάψει τον προσθέτως παρεμβαίνοντα σε συναφή διαφορά του με κάποιον από τους διαδίκους ή τρίτο, που είναι ή πρόκειται να καταστεί επίδικη, αλλά απαιτείται η έκβαση της δίκης στην οποία παρεμβαίνει, να θίγει από την άποψη του κρινόμενου νομικού ή πραγματικού ζητήματος τα έννομα συμφέροντα του. Επομένως τέτοιο έννομο συμφέρον για την άσκηση πρόσθετης παρέμβασης δεν υφίσταται για το νομικό πρόσωπο δικηγορικού συλλόγου που επικαλείται για τη θεμελίωση του τον κίνδυνο να επηρεασθούν δυσμενώς τα συμφέροντα των μελών του από την επίλυση ζητήματος σε εκκρεμή μεταξύ άλλων δίκη, ή από το εν γένει ενδιαφέρον του για την προάσπιση της αξιοπρέπειας των μελών του (ΟλομΑΠ 11/2011, ΝοΒ 2011.1567, ΕλλΔνη 2011.1316). Στην προκειμένη υπόθεση, κατά την έναρξη της επ' ακροατηρίου συζήτησης, το ν.π.δ.δ. με την επωνυμία «Δικηγορικός Σύλλογος Ηρακλείου», νομίμως εκπροσωπούμενο, άσκησε πρόσθετη παρέμβαση υπέρ της αιτούσας, που είναι μέλος του, επικαλούμενο ως έννομο συμφέρον του την προάσπιση της εν γένει αξιοπρέπειας και αξιοπιστίας του δικηγορικού σώματος και του συνόλου των μελών του, καθώς στην ίδια κατάσταση με την αιτούσα βρίσκονται και άλλα μέλη του. Η πρόσθετη παρέμβαση κρίνεται απορριπτέα ως απαράδεκτη, διότι σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, δε στοιχειοθετείται άμεσο έννομο συμφέρον του «Δικηγορικού Συλλόγου Ηρακλείου», αφού η έκβαση της παρούσας δίκης δεν μπορεί να θίξει με τη δεσμευτικότητα, την εκτελεστότητα ή με αντανακλαστικές συνέπειες της απόφασης που θα εκδοθεί δικαίωμα του και γενικότερα επηρεάσει δυσμενώς με οποιονδήποτε τρόπο τη νομική του θέση.

 

Από την επ' ακροατηρίου κατάθεση της μάρτυρος , που εξετάσθηκε με την επιμέλεια της αιτούσας και τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν πιθανολογήθηκαν τα εξής : Στις 2.10.2000 η αιτούσα συνήψε με το ΝΠΔΔ με την επωνυμία «ΤΑΜΕΙΟ ΝΟΜΙΚΩΝ», του οποίου το πρώτο των καθ' ων κατέστη καθολικός διάδοχος, δυνάμει του άρθρου 25 του Ν. 3655/2008, σύμβαση δανείου  για  επαγγελματική  εγκατάσταση,  ποσού 1.500.000 δραχμών, ήτοι 4.402,04 ευρώ, σύμφωνα με το άρθρο 43 παρ.2 του Ν. 2721/1999, την κατ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθείσα υπ' αριθμ. πρωτ. 914/9.3.2000 ΚΥΑ και την υπ' αριθμ. 3960/27.9.2000 απόφαση του ΔΣ του Ταμείου Νομικών. Η διάρκεια αποπληρωμής του δανείου ορίσθηκε σε δέκα ισόποσες εξαμηνιαίες τοκοχρεολυτικές δόσεις, ποσού 166.990 δραχμών (ήδη 490,07 ευρώ), καταβαλλομένων την 2.4.2002, την 2.10.2002, την 2.4.2003, την 2.10.2003, την 2.4.2004, την 2.10.2004, την 2.4.2005, την 2.10.2005, την 2.4.2006 και την 2.10.2006. Σύμφωνα με ρητούς όρους της σύμβασης, σε περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής οποιασδήποτε δόσης ή μέρους αυτής ή και των τόκων, ο δανειολήπτης θα χρεώνεται χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση, όχληση ή επιταγή προς πληρωμή για τα καθυστερούμενα ποσά, από την ημέρα της  καθυστέρησης μέχρι την εξόφληση, με το νόμιμο τόκο υπερημερίας, ενώ σε περίπτωση καθυστέρησης δύο ή περισσότερων δόσεων, το «Ταμείο Νομικών» δικαιούται να κηρύξει ληξιπρόθεσμο και απαιτητό ολόκληρο το οφειλόμενο υπόλοιπο ποσό του δανείου με τους τόκους υπερημερίας και να επιδιώξει την είσπραξη του. Η αιτούσα έλαβε το ποσό του δανείου, δεν κατέβαλε όμως καμία από τις οφειλόμενες τοκοχρεολυτικές δόσεις. Στις 21.3.2012 απεστάλη στην αιτούσα από τον Διευθυντή Οικονομικού του πρώτου των καθ'ων, ως διαδόχου του «Ταμείου Νομικών» το με αρ. 10719/21.3.2012 έγγραφο, με το οποίο της ζητείτο να εξοφλήσει το δάνειο της, ποσού 4.900,70 ευρώ, μετά των αναλογούντων τόκων υπερημερίας, άλλως θα ακολουθείτο η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης κατά τις διατάξεις του ΚΕΔΕ. Ακολούθως, με την υπ' αριθμ.1148/21.9.2012 απόφαση καταλογισμού οφειλής ο Διευθυντής Οικονομικού του TAN καταλόγισε στην αιτούσα οφειλή, συνολικού ποσού 8.963,23 ευρώ, και ειδικότερα για κεφάλαιο του ως άνω δανείου, ποσού 4,900,70 ευρώ και για τόκους ποσού 4.062,53 ευρώ, ενώ η ως άνω καταλογιστή πράξη εστάλη στην αρμόδια Β Δ.ΟΥ. Ηρακλείου, εκδόθηκε η με αρ. 1621/25.2.2013 ταμειακή βεβαίωση του προϊσταμένου αυτής και εστάλη στην αιτούσα η με αρ. 793/26.2.2013 ατομική ειδοποίηση χρεών. Η τελευταία άσκησε την από 2.4.2013 με αρ. καταθ. 3864/2013 ανακοπή, ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών, ζητώντας την ακύρωση των ανωτέρω πράξεων, παράλληλα δε άσκησε την ένδικη αίτηση με την οποία ζητεί την αναστολή εκτέλεσης της ως άνω καταλογιστής πράξης. Ωστόσο, η ανακοπή, κατά το μέρος που βάλλει κατά της με αρ. 793/26.2.2013 ατομικής ειδοποίησης πιθανολογείται ότι θα απορριφθεί ως απαράδεκτη, διότι η ατομική ειδοποίηση δεν εξομοιώνεται με επιταγή προς πληρωμή, δεν έχει εκτελεστό, αλλά πληροφοριακό χαρακτήρα και, συνεπώς, δεν αποτελεί πράξη της εκτέλεσης που προσβάλλεται με ανακοπή. Κατά τα λοιπά η ανακοπή ασκήθηκε παραδεκτά και εμπρόθεσμα, κατ' άρθρο 75 και 89 του ΚΕΔΕ (νδ 356/1974 περί Κωδικός Εισπράξεως Δημοσίων Εσόδων) και 933, 934 ΚΠολΔ.

 

 

Με τον πρώτο λόγο ανακοπής, η αιτούσα ισχυρίζεται ότι ουδέποτε έλαβε χώρα καταγγελία της δανειακής σύμβασης, με αποτέλεσμα η αξίωση του πρώτου καθ' ου για καταβολή των περιοδικών τοκοχρεολυτικών δόσεων, που διατηρούν την αυθυπαρξία τους, να έχει παραγραφεί, λόγω παρέλευσης πενταετίας από το χρόνο καταβολής των δόσεων, συνακόλουθα δε να έχουν παραγραφεί και οι συμβατικοί τόκοι, καθώς και οι τόκοι υπερημερίας, ως παρεπόμενες αξιώσεις. Ο λόγος αυτός πιθανολογείται ότι θα γίνει εν μέρει δεκτός ως νομικά και ουσιαστικά βάσιμος. Ειδικότερα, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη της απόφασης, καταρχήν, μέχρι την ισχύ του Ν 3655/2008, οι αξιώσεις του «Ταμείου Νομικών» για καταβολή των τοκοχρεολυτικών δόσεων από τη σύμβαση δανείου που είχε συνάψει με την αιτούσα, ενόψει του ότι η εν λόγω σύμβαση ουδέποτε καταγγέλθηκε, υπόκειντο στην πενταετή παραγραφή, κατ' αρθ. 250 περ. 15 ΑΚ. Τούτο διότι με το άρθρο μόνο του π.δ. 437/1977 εξαιρέθηκαν όλων των διατάξεων του ν.δ. 496/1974 οι ασφαλιστικοί οργανισμοί που υπάγονταν στην εποπτεία Υπουργείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων, μεταξύ δε αυτών και το Νομικών, που υπήχθη στην εποπτεία του Υπουργείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων με το άρθρο 36 παρ. 7 του ν.δ. 1/1968. Επομένως, δεν τυγχάνει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 44 του ν.δ. 496/1974, που ρυθμίζει την παραγραφή των αξιώσεων κατά και υπέρ των ΝΠΔΔ. Ούτε το ν.δ. 4114/1960 «περί Κώδικα Ταμείου Νομικών» περιείχε διάταξη που να ρυθμίζει διαφορετικά το θέμα της παραγραφής των απαιτήσεων του Ταμείου, με αποτέλεσμα να εφαρμόζονται οι γενικές διατάξεις του Αστικού Κώδικα και ειδικότερα, κατά τα ως άνω εκτιθέμενα, η διάταξη του άρθρου 250 περ. 15 ΑΚ. Ωστόσο, μετά την ισχύ του Ν. 3655/2008 (ΦΕΚ Α 58/3.4.2008), οι σχετικές αξιώσεις του πρώτου καθ' ου, που υπεισήλθε στη θέση του «Ταμείου Νομικών», για την καταβολή των τοκοχρεολυτικών δόσεων, που δεν είχαν ήδη παραγραφεί, ενόψει του ότι έκαστη αξίωση είναι αυτοτελής, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, παραγράφονται πλέον μετά εικοσαετία από τη λήξη του οικονομικού έτους εντός του οποίου έγινε η εν στενή έννοια βεβαίωση αυτών.

 

Στην προκειμένη περίπτωση, επομένως, μόνο οι δύο πρώτες τοκοχρεολυτικές δόσεις, ποσού 490,07 ευρώ εκάστης, που έπρεπε να καταβληθούν την 2.4.2002 και την 2.10.2002 έχουν υποπέσει στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 250 περ. 15 ΑΚ, που συμπληρώθηκε την 1.1.2008. Οι λοιπές όμως δόσεις, ενόψει του ότι έως την ισχύ του Ν. 3655/2008 (3.4.2008) δεν είχαν παραγραφεί, καταλαμβάνονται πλέον από την εικοσαετή παραγραφή του άρθρου 137 παρ. 1 του Ν. 3655/2008, που αρχίζει από τη λήξη του οικονομικού έτους εντός του οποίου έγινε η βεβαίωση αυτών. Κατ ακολουθίαν τούτων, πιθανολογείται ότι θα ακυρωθούν εν μέρει οι ανακοπτόμενες πράξεις για το ποσό των δύο πρώτων δόσεων, ήτοι για το ποσό των 980,14 ευρώ, μετά των αναλογούντων τόκων ποσού 1015,78 ευρώ (σύμφωνα με την από 28.9.2012 κατάσταση οφειλής που προσκομίζει το πρώτο των καθ' ων), ήτοι συνολικά για το ποσό των 1.995,92 ευρώ.

 

 

Με το δεύτερο λόγο ανακοπής, η αιτούσα ισχυρίζεται ότι η αξίωση του πρώτου καθ' ου ασκείται καταχρηστικώς, διότι επί δώδεκα έτη αδράνησε, χωρίς εύλογη αιτία, ότι ουδέποτε την όχλησε για την αποπληρωμή των ληξιπρόθεσμων τοκοχρεολυτικών δόσεων, δεν κατήγγειλε τη σύμβαση δανείου, ούτε επιχείρησε να εισπράξει την απαίτηση του από τον αναδιανεμητικό λογαριασμό του Δικηγορικού Συλλόγου Ηρακλείου, όπως είχε τη δυνατότητα, σύμφωνα με ρητό όρο της συναφθείσας σύμβασης. Με αυτό το περιεχόμενο ο ως άνω λόγος πιθανολογείται ότι θα απορριφθεί ως απαράδεκτος λόγω νομικής αοριστίας. Ειδικότερα, μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου (εν προκειμένω δέκα ετών) και όταν ακόμη δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκηση αυτού, γιατί διαφορετικά αυτή δεν θα διέφερε από τη σιωπηρά παραίτηση από το δικαίωμα ή από το θεσμό της παραγραφής, αλλά απαιτείται να συντρέχουν προσθέτως ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του οφειλέτη, ενόψει των οποίων και της αδρανείας του δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε επί μακρό χρόνο, να επιφέρει δυσμενείς για τα συμφέροντα του υπόχρεου επιπτώσεις και να εξέρχεται των ορίων που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ (ΑΠ Ολ 7/2002 ΕλλΔνη 43,681, ΑΠ Ολ 8/2001 ΕλλΔνη 42,382, ΑΠ 205/2001 ΕλλΔνη 42,1571), στοιχεία που δε διαλαμβάνονται εν προκειμένω. Εξάλλου, για την κατάφαση της συνδρομής του στοιχείου των δυσμενών επιπτώσεων δεν αρκεί η αναφορά σε αυτές που θα προέκυπταν ούτως ή άλλως από αυτή καθαυτή την ικανοποίηση του δικαιώματος, λ.χ. από την αναγκαία προς εξόφληση του δικαιούχου περιουσιακή διάθεση, αλλά απαιτείται η συνδρομή και άλλων περιστάσεων που επιδρούν ουσιωδώς στην οικονομική κατάσταση του οφειλέτη (πρβλ. ΑΠ 1512/2006 Αρμ 2007,399, ΕφΔωδ 245/2005 ΝΟΜΟΣ).

 

 

Με τον τρίτο και τελευταίο λόγο ανακοπής η αιτούσα ισχυρίζεται ότι οι ανακοπτόμενες πράξεις πρέπει να ακυρωθούν διότι είναι αόριστες, καθώς δεν προσδιορίζεται το είδος και η αιτία έκαστης οφειλής, το χρονικό διάστημα επιβολής των συμβατικών τόκων και των τόκων υπερημερίας, ούτε το ποσοστό αυτών, με συνέπεια να υφίσταται ουσιαστική βλάβη της. Ο λόγος αυτός είναι νόμιμος στηριζόμενος στις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 2 και 73 περ. 2α του 10 ΚΕΔΕ και 924 ΚΠολΔ, πιθανολογείται όμως ότι θα απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθώς στις ως άνω πράξεις αφενός γίνεται διαχωρισμός του κεφαλαίου, ποσού 4.900,70 ευρώ, και των οφειλόμενων τόκων, ποσού 4.062,53 ευρώ, αφετέρου ο χρόνος καταβολής έκαστης δόσης του κεφαλαίου και το ύψος των συμβατικών τόκων και των" τόκων υπερημερίας επί έκαστης δόσης ρυθμίζονταν βάσει των συμβατικών όρων ΰθι των σχετικών εκδοθέντων υπουργικών αποφάσεων (ΚΥΑ 914/2.3.2000 nod τροποποιήθηκε με την ΥΑ Β/10041/26594/4988 ΦΕΚ Β 425/5.3.2004), τΜ^ εκδόθηκαν κατ' εξουσιοδότηση του άρθρου 42 του Ν. 2721/1999. Επομένως ly αιτούσα ήταν σε θέση να ελέγξει το ακριβές ύψος και την αιτία της οφειλής της, με αποτέλεσμα να μη πιθανολογείται ουσιαστική βλάβη της από τον μη ειδικότερο προσδιορισμό της εκ των τόκων οφειλής της.

 

 

Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον πιθανολογήθηκε ότι θα γίνει εν μέρει δεκτός ο πρώτος λόγος της ένδικης ανακοπής, καθώς και ότι η αιτούσα θα υποστεί βλάβη από την εκτέλεση ως προς το μέρος αυτό, πρέπει η ένδικη αίτηση να γίνει εν μέρει δεκτή ως βάσιμη κατ' ουσίαν, να ανασταλεί εν μέρει η εκτέλεση της με αριθμ. 1148/21.9.2012 απόφασης καταλογισμού οφειλής του Διευθυντή Οικονομικού του TAN και της με αρ. 1621/25.2.2013 ταμειακής βεβαίωσης του Προϊσταμένου της Β Δ.ΟΥ. Ηρακλείου ως προς το ποσό των 1.995,92 ευρώ, μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση επί της ασκηθείσας ανακοπής και υπό τον όρο συζήτησης αυτής κατά την ορισθείσα δικάσιμο της 19.3.2014. Τέλος τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων πρέπει να συμψηφισθούν λόγω της δυσχέρειας στην ερμηνεία των εφαρμοζόμενων κανόνων δικαίου (αρθ. 179 τελ. εδ ΚΠολΔ).

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων την αίτηση και την ασκηθείσα προφορικώς κατά τη συζήτηση πρόσθετη παρέμβαση.

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την πρόσθετη παρέμβαση

 

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αίτηση.

 

ΑΝΑΣΤΕΛΛΕΙ εν μέρει την εκτέλεση της με αριθμ. 1148/21.9.2012 απόφασης καταλογισμού οφειλής του Διευθυντή Οικονομικού του TAN και της με αρ. 1621/25.2.2013 ταμειακής βεβαίωσης του Προϊσταμένου της Β Δ.Ο.Υ. Ηρακλείου ως προς το ποσό των 1.995,92 ευρώ, μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση επί της με αριθμό κατάθεσης 3864/2013 ανακοπής, που άσκησε η αιτούσα ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αθηνών, υπό τον όρο συζήτησης της ανακοπής της κατά την ορισθείσα δικάσιμο της 19.3.2014.

 

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολο τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.

 

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια Συνεδρίαση στο ακροατήριο του στο Ηράκλειο στις 26 Ιουλίου 2013, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, με τη σύμπραξη της Γραμματέως Ιωάννας Στειακάκη.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ