ΜΠρΠειρ 5636/2003

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Ιδιωτική ασφάλιση - Ασφάλιση σκαφών κατά θαλάσσιων κινδύνων - Σύμβαση θαλάσσιας ασφάλισης - Εφαρμοστέο δίκαιο - Αγγλικό δίκαιο - Οροι ασφαλιστηρίου συμβολαίου - Αρχή διαφάνειας συμβατικών όρων - Γλώσσα συμβολαίου - Θαλάσσιο συμβεβηκός - Ασφαλιστική κάλυψη - Χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης -.

 

Αρχή της αυτονομίας της βούλησης ως προς την υποβολή μιας σύμβασης, που αναφέρεται σε διεθνή συναλλαγή, στο δίκαιο ορισμένης Πολιτείας. Η αυτονομία αυτή δεν είναι απόλυτη, με την έννοια ότι δεν μπορεί να επιλεγεί δίκαιο προς το οποίο δεν συνδέεται κάποιο από τα στοιχεία της σύμβασης, έστω και χαλαρά. Αξία έχει η ύπαρξη του συνδέσμου και όχι η εγγύτητα αυτού. Στους κλάδους του εμπορίου, των μεταφορών και των ασφαλίσεων, η υπαγωγή στο αγγλικό δίκαιο είναι εύλογη και φυσική. Επομένως, ένας εσωτερικός σύνδεσμος μιας τέτοιας σύμβασης με το Αγγλικό δίκαιο δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί απαράδεκτος. Η επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ειδικότερης δικαιοπρακτικής ρύθμισης, κατά την σύναψη της βασικής έννομης σχέσης (π.χ. σύμβαση θαλάσσιας ασφάλισης) αλλά και μεταγενέστερα (μετασυμβατικός καθορισμός του εφαρμοστέου δικαίου), με την επίκληση διατάξεων του δικαίου αυτού, ακόμη και σιωπηρά, με το να μην αντιλέγει κανένα μέρος σε μια τέτοια επίκληση. Στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο είναι δυνατό να περιλαμβάνονται έντυποι όροι εκ των προτέρων διατυπωμένοι για απροσδιόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων όπως είναι αυτοί του Ινστιτούτου Ασφαλιστών του Λονδίνου της 1-11-1985 με την κωδικοποιημένη ονομασία Institute Yacht Clauses, στην περίπτωση ασφάλισης σκαφών κατά των θαλάσσιων κινδύνων. Οι γενικοί αυτοί όροι έχουν την ίδια νομική αξία και σημασία, με τους ειδικούς όρους και το περιεχόμενο του ασφαλιστηρίου, είναι δε υποχρεωτικοί, έστω και αν δεν καλύπτονται με την υπογραφή των συμβαλλομένων, αρκεί να γίνεται σαφής παραπομπή σε αυτούς στη σύμβαση θαλάσσιας ασφάλισης, διότι θεωρούνται αναπόσπαστο μέρος αυτής. Οι όροι αυτοί πρέπει να επισημανθούν, και μάλιστα κατά τρόπο ρητό, από την ασφαλιστική εταιρεία, που αντιμετωπίζεται ως «προμηθευτής», προς τον ασφαλισμένο, ο οποίος αντιμετωπίζεται ως «καταναλωτής», κατά τη σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης, και συγκεκριμένα ότι η σύμβαση πρέπει να καταρτισθεί με τους προτεινόμενους όρους. Ρητή επισήμανση σημαίνει ρητή παραπομπή σε αυτούς και όχι παράθεση και ανάλυση του κειμένου των όρων συναλλαγής στην ασφαλιστική σύμβαση. Ο ασφαλιστής, ως εκ της αρχής της διαφάνειας των συμβατικών όρων που δεν αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης, πρέπει να εξασφαλίσει στον εναγόμενο τη δυνατότητα να λάβει πραγματική γνώση του περιεχομένου των όρων, ο δε ασφαλισμένος να λάβει γνώση αυτών, και αυτό επιτυγχάνεται με την διατύπωση του συνόλου των όρων (γενικών και ειδικών) του ασφαλιστηρίου συμβολαίου στην ίδια γλώσσα και κατά προτίμηση, σε γλώσσα την οποία γνωρίζει ο ασφαλισμένος, διαφορετικά οι όροι αυτοί δεν δεσμεύουν τον ασφαλισμένο, εφόσον τους αγνοούσε ανυπαίτια. Η εισροή υδάτων στο πλοίο ή σε εξάρτημα αυτού, από αιτία που δεν μπορούσε να προβλεφθεί, σύμφωνα με την συνήθη πορεία των πραγμάτων, έχει κριθεί κατά το αγγλικό δίκαιο, ότι αποτελεί τεκμήριο καλυπτόμενου ασφαλιστικά θαλάσσιου συμβεβηκότος (peril of the sea). Κατά το αγγλικό δίκαιο που επιλέχθηκε από τα συμβαλλόμενα μέρη να διέπει την βασική συμβατική σχέση τους δεν προβλέπεται χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης για αθέτηση συμβατικής υποχρέωσης, ήτοι για επίδειξη αντισυμβατικής συμπεριφοράς, όταν αυτή δεν προσλαμβάνει τον χαρακτήρα της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς με την προσβολή κάποιου ιδιωτικού δικαιώματος του δανειστή.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

 Αριθμός αποφάσεως 5636/2003

 491/2003

 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 (Τακτική διαδικασία)

 

 Αποτελούμενο από τον Δικαστή Σωκράτη Γαβαλά, Πρωτοδίκη, τον οποίον όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου του Πρωτοδικείου Πειραιώς και από την Γραμματέα Ειρήνη Βασιλειάδη.

 Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 21-10-2003 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 ΤΟΥ ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ-ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: Γ.Ζ., κατοίκου Αθηνών, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Ιωάννη Ζουμπούλη.

 ΚΑΘΗΣ Η ΚΛΗΣΗ-ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ: Της εταιρείας με την επωνυμία "C.G.U. INTERNATIONAL INSURANCE PLC.", (πρώην "COMMERCIAL UNION ASSURANCE COMPANY PLC."), που εδρεύει στο Λονδίνο Μ. Βρεττανίας και διατηρεί νόμιμα υποκατάστημα στην Ελλάδα, νόμιμα εκπροσωπούμενης, που εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της ’γγελο Ροντήρη.

 Ο ενάγων ζήτησε να γίνει δεκτή η από 9-2-2000 αγωγή του, που κατατέθηκε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών με αριθμό 9149/2000 και προσδιορισθείσα για την 6-6-2001 συζητήθηκε.

 Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 6110/2002 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, η οποία κήρυξε εαυτό αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του παρόντος αρμοδίου τμήματος Ναυτικών Διαφορών.

 Ήδη ο καλών-ενάγων επαναφέρει την υπόθεση προς νέα συζήτηση με την από 21-1-2003 κλήση του, που κατατέθηκε με αριθμό 491/2003, προσδιορίστηκε για την παραπάνω δικάσιμο και γράφτηκε στο πινάκιο.

 Κατά την συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στις προτάσεις τους.

 ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ

 ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Όπως προκύπτει από την διάταξη του άρθρου 25 Α.Κ., οι ενοχές από σύμβαση ρυθμίζονται από το δίκαιο στο οποίο έχουν υποβληθεί τα μέρη. Με την διάταξη αυτή καθιερώνεται η αρχή της αυτονομίας της βούλησης ως προς την υποβολή μιας σύμβασης, που αναφέρεται σε διεθνή συναλλαγή, στο δίκαιο ορισμένης Πολιτείας. Η αυτονομία, όμως, αυτή δεν είναι απόλυτη, με την έννοια ότι δεν μπορεί να επιλεγεί δίκαιο προς το οποίο δεν συνδέεται κάποιο από τα στοιχεία της σύμβασης, έστω και χαλαρά. Δηλαδή, δεν έχει σημασία αν ο σύνδεσμος, κρινόμενος αντικειμενικά, είναι πολύ ασθενέστερος από τους συνδέσμους, που παρουσιάζει η σύμβαση με άλλα δίκαια, διότι αξία έχει η ύπαρξη του συνδέσμου και όχι η εγγύτητα αυτού (Έλλη Κρίσπη-Νικολετοπούλου: Ενοχαί εκ συμβάσεως, κατά το Ιδιωτικόν Διεθνές Δίκαιον, σελ. 61-62). ’λλωστε, υπάρχει η τάση για μέγιστη δυνατή διεύρυνση της έννοιας του συνδέσμου, ώστε να διευρύνεται και ο κύκλος των δικαίων, μεταξύ των οποίων μπορεί να γίνει η επιλογή. Όπως, μάλιστα, παρατηρείται σχετικά, σε ορισμένους κλάδους του εμπορίου, των μεταφορών, αλλά και των ασφαλίσεων, υπάρχει η τάση για διεθνή τυποποίηση ή ενοποίηση, ο σκοπός, δε, επιτυγχάνεται εκτός από τις διεθνείς συμβάσεις, με την υποβολή των σπουδαιότερων τύπων των σχετικών συμβάσεων στο ίδιο δίκαιο, ανεξάρτητα από την ιθαγένεια ή κατοικία των συμβαλλομένων ή του τόπου σύναψης ή εκτέλεσης της σύμβασης. Στους πιο πάνω κλάδους του εμπορίου, των μεταφορών και των ασφαλίσεων, η υπαγωγή στο αγγλικό δίκαιο είναι εύλογη και φυσική. Επομένως, ένας εσωτερικός σύνδεσμος μιας τέτοιας σύμβασης με το Αγγλικό δίκαιο δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί απαράδεκτος (Ε. Κρίσπη-Νικολετοπούλου, ο.π. σελ. 65 - βλ. σημ. 25). Η πιο πάνω τάση έχει ήδη κατοχυρωθεί με το άρθρο 3 § 1 της Κοινοτικής Σύμβασης της Ρώμης του 1980 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές», πού κυρώθηκε με το Ν. 1792/1988, με το οποίο θεσπίζεται η απόλυτη ελευθερία των συμβαλλομένων για την επιλογή του εφαρμοστέου στη σύμβαση δικαίου. Και είναι μεν αληθές ότι ικανός αριθμός συμβάσεων, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ασφαλιστικές εξαιρείται του πεδίου εφαρμογής της πιο πάνω Κοινοτικής Σύμβασης της Ρώμης (αρθρ. 1 § 3) και, ως εκ τούτου, εξακολουθούν να υπάγονται στον κανόνα του άρθρου 25 Α.Κ. η εξαίρεση, όμως, αυτή έγινε (ειδικά για τις ασφαλιστικές συμβάσεις) για το λόγο ότι αποτελούν το αντικείμενο ειδικότερων συμφωνιών και συμβάσεων στα πλαίσια των προσπαθειών εναρμόνισης των δικαίων των Κρατών-Μελών της Ε.Ε. (Ζ. Παπασιώπη-Πασιά: Η Κοινοτική Σύμβαση της Ρώμης του 1980 σελ. 13, 16 και 17 σημ. 32). Η επιλογή του εφαρμοστέου δικαίου μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ειδικότερης δικαιοπρακτικής ρύθμισης, κατά την σύναψη της βασικής έννομης σχέσης (π.χ. σύμβαση θαλάσσιας ασφάλισης) αλλά και μεταγενέστερα (μετασυμβατικός καθορισμός του εφαρμοστέου δικαίου), με την επίκληση διατάξεων του δικαίου αυτού, ακόμη και σιωπηρά, με το να μην αντιλέγει κανένα μέρος σε μια τέτοια επίκληση (Ζ. Παπασιώπη-Πασιά: ο.π. σελ. 9 επ. και σελ. 23, Δ. Ευρυγένης: Ι.Δ.Δ.Δ. εκδ. 1968 § 136, σελ. 175, μελέτη του ίδιου σε Αρμ. 24. 1066, Γ. Μαριδάκης: Ιδ.Δ.Δ. εκδ. β', τομ. Β' σελ. 28 σημ. 17)". Περαιτέρω, είναι δυνατό να περιλαμβάνονται στο ασφαλιστήριο συμβόλαιο έντυποι όροι εκ των προτέρων διατυπωμένοι για απροσδιόριστο αριθμό μελλοντικών συμβάσεων όπως είναι αυτοί του Ινστιτούτου Ασφαλιστών του Λονδίνου της 1-11-1985 με την κωδικοποιημένη ονομασία Institute Yacht Clauses, στην περίπτωση ασφάλισης σκαφών κατά των θαλάσσιων κινδύνων. Οι γενικοί αυτοί όροι έχουν την ίδια νομική αξία και σημασία, με τους ειδικούς όρους και το περιεχόμενο του ασφαλιστηρίου, είναι, δε, υποχρεωτικοί, έστω και αν δεν καλύπτονται με την υπογραφή των συμβαλλομένων αρκεί να γίνεται σαφής παραπομπή σε αυτούς στη σύμβαση θαλάσσιας ασφάλισης, διότι θεωρούνται αναπόσπαστο μέρος αυτής (Αναστασιάδης: Εμπ. Δ.Τ.Α. § 1, 3, 218 σημ. 8, Α.Π. 840/1978 ΝοΒ 26. 682, Α.Π. 449/1964 ΝοΒ 12. 678, Εφ.ΑΘ. 4038/1984 Ε.Εμπ.Δ. 26, 265, Εφ.ΓΙειρ. 815/2000 ΕΝΔ 29. 166, Εφ.Πειρ. 564/1986 Ε.Εμπ.Δ. Μ. 620). Οι όροι αυτοί, οι οποίοι έχουν το χαρακτήρα γενικών όρων, πρέπει να επισημανθούν, και μάλιστα κατά τρόπο ρητό, από την ασφαλιστική εταιρεία που αντιμετωπίζεται ως «προμηθευτής» προς τον ασφαλισμένο, ο, οποίος αντιμετωπίζεται ως «καταναλωτής», κατά τη σύναψη της ασφαλιστικής σύμβασης, και συγκεκριμένα ότι η σύμβαση πρέπει να καταρτισθεί με τους προτεινόμενους όρους καθώς ο ασφαλισμένος, ως καταναλωτής εμπίπτει στις προστατευτικές διατάξεις του - Ν. 2251/1994 «Περί προστασίας των καταναλωτών». Ρητή επισήμανση σημαίνει ρητή παραπομπή σε αυτούς και όχι παράθεση και"" ανάλυση του κειμένου των όρων συναλλαγής στην ασφαλιστική σύμβαση. Έτσι, ο ασφαλιστής πρέπει να εξασφαλίσει στον εναγόμενο τη δυνατότητα να λάβει πραγματική γνώση του περιεχομένου τους, ο δε ασφαλισμένος να λάβει γνώση αυτών (Α.Π. 843/2001 Ελλ.Δνη 43 (2002) 751), και αυτό επιτυγχάνεται με την διατύπωση του συνόλου των όρων (γενικών και ειδικών) του ασφαλιστηρίου συμβολαίου στην ίδια γλώσσα και, κατά προτίμηση, σε γλώσσα, την οποία γνωρίζει ο ασφαλισμένος. Η υποχρέωση αυτή του ασφαλιστή απορρέει από την αρχή της διαφάνειας των συμβατικών όρων, που δεν αποτέλεσαν αντικείμενο διαπραγμάτευσης (Principle of clarity, transparezgebot) [βλ. Μεντή, ΓΟΣ (2000), 65 επ., Borges Inhaltskontrolle (2000), 125 επ., Ηeinrichs, Fs Trinkner (1995), 157 επ., ν. Hoyningen-Juene, FS Trinkner (1995), 179 επ., Βernreuther, BB 1993, 1823 επ., Pflug, Die AG 1992, i επ., 1 Lindacher Der topos der Transparenz, Vortrage (1991)]. Η ως άνω αρχή διακηρύσσεται γενικά στην 20η αιτιολογική σκέψη, του Προοιμίου της Οδηγίας 93/13 και θεμελιώνεται στα άρθρα 4 II (τελ.εδ.) («εφόσον οι ρήτρες αυτές είναι διατυπωμένες, κατά τρόπο σαφή και κατανοητό»), (βλ. σχετ. Micklitz Zeup 1993. 528) και ιδίως 5 εδ. 1 της Οδηγίας. Η αρχή αυτή αποτελεί έκφραση του λεγόμενου «πρότυπου πληροφόρησης» (Information model), το οποίο διατρέχει το σύνολο της κοινοτικής νομοθεσίας για τους καταναλωτές [Νassall, JZ 1995. 692 επ. (υπό VI και C)] και προωθείται ιδιαίτερα από τη Νομολογία του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων [Dreher JZ 1997. 167 επ. (170 επ.) Wolf Horn/Lindacher, Rili Art 5 Rdnr 1 EuGH, EuZW 1990, 222 επ.] και αποσκοπεί στην ενίσχυση της αυτοευθύνης του καταναλωτή, με την παροχή σ' αυτόν προστασίας, πρωταρχικά, μέσα από ένα επίπεδο πληροφόρησης, που θα τον καθιστά υπεύθυνο φορέα λήψης αποφάσεων [Bunte, FS Schimansky (1999) 27]. Συνεπώς, κατ' άρθρο 2 § 1 του Ν. 2251/1994, οι γενικοί όροι αυτοί, κατά τα παραπάνω, δεν δεσμεύουν τον ασφαλισμένο, εφόσον τους αγνοούσε, ανυπαίτια. Επιπλέον, η υποχρέωση αυτή του ασφαλιστή καθιερώνεται και από τις διατάξεις των άρθρων 2 § 4, που ορίζει: «όταν η σύμβαση διέπεται από γενικούς ή ειδικούς όρους (ασφαλιστικούς), ο ασφαλιστής οφείλει να μνημονεύσει τούτο στο τμήμα του ασφαλιστηρίου, που αναγράφονται τα εξατομικευμένα στοιχεία της σύμβασης και να τους παραδώσει στον ασφαλισμένο μαζί με το ασφαλιστήριο» και § 8, που ορίζει: «όλοι οι όροι του ασφαλιστηρίου πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τα εύλογα συμφέροντα του λήπτη της ασφάλισης και του ασφαλισμένου και να γράφονται με σαφήνεια και με ευδιάκριτα στοιχεία». Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ανάμεσα στον ενάγοντα, με την ιδιότητα του ιδιοκτήτη του με λεπτομέρεια περιγραφόμενου στην κρινόμενη αγωγή ταχύπλοου σκάφους και στην ασφαλιστική εταιρεία (εναγόμενη), καταρτίσθηκε σύμβαση θαλάσσιας ασφάλισης, εκδοθέντος του με αριθμό 8433 ασφαλιστήριου συμβολαίου της εναγομένης, για το χρονικό διάστημα από 7-8-1997 μέχρι 7-8-1998 στην εμπρόσθια όψη του πιο πάνω ασφαλιστηρίου συμβολαίου υπάρχει η ένδειξη «ΠΡΟΣΟΧΗ - Για να γνωρίζετε την έκταση της καλύψεως που σας προσφέρει το ασφαλιστήριο, είναι απαραίτητο να διαβάσετε, με προσοχή, τους γενικούς και ειδικούς όρους του παρόντος», χωρίς ωστόσο να γίνεται ρητή παραπομπή σε αυτούς, όπως ορίζει ο Νόμος Α.Π. 843/2001 και κατά τον τρόπο που αναγράφεται στο ξενόγλωσσο κείμενο. Πέραν της ένδειξης αυτής, η οποία είναι διατυπωμένη στην ελληνική γλώσσα, το περιεχόμενο του ασφαλιστηρίου συμβολαίου είναι συντεταγμένο, εξ ολοκλήρου στην αγγλική γλώσσα, τόσο ως προς τους ειδικούς όρους και ως προς τους γενικούς όρους αυτού, εκτός από τον όρο που καθιδρύει την διεθνή δωσιδικία για τα Δικαστήρια του Πειραιώς: «Για την εκδίκαση οποιασδήποτε διαφοράς, που μπορεί να προκύψει από το παρόν ασφαλιστήριο και τα δύο μέρη υποβάλλονται, με το παρόν στην αποκλειστική αρμοδιότητα και δωσιδικία των Δικαστηρίων του Πειραιά». Το γεγονός αυτό συνομολογεί, άλλωστε, και η εναγόμενη, με τις προτάσεις, τις οποίες κατέθεσε, νομότυπα και εμπρόθεσμα (σελ. 7, στ. 15ος-190ς), προβάλλοντας τον ισχυρισμό ότι ο ενάγων δεν ζήτησε μετάφραση των εντύπων γενικών όρων. Όμως, με δεδομένα: (α) την ιθαγένεια του ενάγοντος (Έλληνας), (β) τον τόπο σύναψης της σύμβασης αλλά και εκτέλεσης αυτής (Ελλάδα), (γ) το νόμισμα, στο οποίο καταβάλλεται το ασφάλισμα (δραχμές), (δ) τα ασφαλιζόμενα ποσά (και αυτά σε δραχμές), (ε) τη σημαία του σκάφους, (ελληνική), (στ) τους πλόες στα ελληνικά θαλάσσια ύδατα (εσωτερικοί πλόες), αλλά και την ανεπάρκεια του ενάγοντος ως προς την κατανόηση της αγγλικής γλώσσας (και ειδικά τεχνικών-ασφαλιστικών εννοιών, δυσχερώς κατανοητών από οποιονδήποτε και πολύ περισσότερο από τον ενάγοντα), στοιχεία που δεν αμφισβητούνται από την εναγόμενη και τα οποία συγκροτούν ισχυρότερο σύνδεσμο της συγκεκριμένης έννομης σχέσης με την ελληνική έννομη τάξη απ' ότι με την αγγλική, καθώς και με όσα αναπτύχθηκαν παραπάνω, η εναγομένη έπρεπε να είχε μεριμνήσει, προκειμένου να είναι μεταφρασμένο το σύνολο του ασφαλιστηρίου συμβολαίου στην ελληνική γλώσσα, ακόμη και αν δεν το είχε ζητήσει ο ενάγων-ασφαλισμένος, έτσι ώστε να είναι κατανοητοί τόσο οι ειδικοί, όσο και οι γενικοί όροι της συγκεκριμένης σύμβασης και, κατ' επέκταση, σαφείς και συγκεκριμένες οι υποχρεώσεις του ενάγοντος ως ασφαλισμένο έναντι της ασφαλίστριας εναγομένης. Συνεπώς, οι όροι αυτοί δεν δεσμεύουν τον ενάγοντα, αφού τους αγνοούσε ανυπαίτια.

 Κατά τη διάταξη του άρθρου 1 του Ν. ΜARINE INSURANCE ACT 1906 σύμβαση θαλάσσιας ασφάλισης είναι η σύμβαση εκείνη, όπου ο ασφαλιστής αναλαμβάνει την υποχρέωση να αποζημιώσει τον σφαλισμένο, κατά τον τρόπο και στην έκταση που συμφωνήθηκε, μεταξύ τους, εναντίον των κινδύνων που συνδέονται με την θαλάσσια--περιπέτεια. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 3 § 1 του ίδιου πιο πάνω νόμου «κάθε νόμιμη θαλάσσια περιπέτεια μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο της σύμβασης θαλάσσιας ασφάλισης και σαν τέτοια εννοείται η έκθεση οποιουδήποτε πλοίου στους κινδύνους της θάλασσας. Τέτοιο συμφέρον καλείται ασφαλιστικό».

 Κατά τις παραπάνω διατάξεις εισάγεται η έννοια του θαλάσσιου συμβεβηκότος (peril of the sea), η οποία εμπεριέχει, σύμφωνα με το αγγλικό δίκαιο, το στοιχείο της αβεβαιότητας και του απρόβλεπτου. Οφείλει τη γένεση του στη θάλασσα, αλλά δεν είναι ο,τιδήποτε συμβαίνει, εξαιτίας της αναπόφευκτης δράσης των ανέμων και των κυμάτων, που μπορεί να έχει ως συνέπεια ζημίες, που χαρακτηρίζονται ως συνήθης φθορά. Το "θαλάσσιο συμβεβηκός" δεν είναι αναγκαίο να έχει τον χαρακτήρα του εξαιρετικού συμβάντος, που προσεγγίζει την ανώτερη βία, προκειμένου να καλυφθεί ασφαλιστικά (Τempleman on Marine Insurance, 6th Edition, σελ. 134). Έτσι, η εισροή υδάτων στο πλοίο ή σε εξάρτημα αυτού, από αιτία που δεν μπορούσε να προβλεφθεί, σύμφωνα με την συνήθη πορεία των πραγμάτων, έχει κριθεί, κατά το αγγλικό δίκαιο ότι αποτελεί τεκμήριο καλυπτόμενου ασφαλιστικά θαλάσσιου συμβεβηκότος (Canada Rice Mills Ltd n. Union Marine and General Insurance Co Ltd).

 Τέλος, στην αγγλική έννομη τάξη, κατά την οποία, άλλωστε, κρίνεται το δικαίωμα για χρηματική θεοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, αφού αυτό επιλέχθηκε από τα συμβαλλόμενα μέρη να διέπει την βασική συμβατική σχέση τους, η αποκατάσταση μη περιουσιακής ζημίας προβλέπεται κατ' αρχήν για τις σωματικές βλάβες, διακρινόμενη σε: (α) Ηθική βλάβη με στενή έννοια (damages for pain and suffering = αποζημίωση για οδύνη και πρόκληση δεινών), (β) στέρηση απόλαυσης της ζωής (loss of amenities of life = απώλεια των αβροτήτων της . ζωής και (γ) απώλεια φυσιολογικής προσδοκίας διάρκειας ζωής (loss of normal expectation of life) (V. Harvey Mc Gregor: International Encyclopedia of Comparative Law Vol. XI Torts, Personal Injury and death, chap. 9 Now 161 έως 163). Πρόσφατα, (α) με νόμο, που τέθηκε, σε ισχύ την 1-1-1990 που προστατεύει τον ιδιωτικό βίο από την χρήση ή διάδοση προσωπικών πληροφοριών, μέσω του τύπου, των ραδιοτηλεοπτικών μέσων, των δεδομένων ηλεκτρονικής πληροφόρησης και κάθε άλλου είδους οπτικοακουστικού μέσου, (β) με την Defamation Act 1996, Harassment Act Paparazzi και (γ) το νέο νόμο του 1998, ουσιαστικά, «προβλέπεται» επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, οσάκις δεν υπάρχει εύλογη πεποίθηση ότι μία δημοσίευση προσωπικού δεδομένου θα εξυπηρετήσει το δημόσιο συμφέρον. Έτσι, εμφανίζονται κάποιες μορφές κυρώσεων που είναι οι (α) επιβαρυντικές ή επιδεινωτικές (aggravated damages), οι οποίες παρέχονται ως προσθήκη στην κοινή αξίωση αποκατάστασης σε αγωγές από αδικοπραξία για επίθεση, δυσφήμιση, άδικη φυλάκιση, δόλια άσκηση ποινικής δίωξης (Μc Gregor: ο.π. § 61. 207), ενώ έχουν υποστεί δραστικό περιορισμό (περίπτωση Rookes κατά Barnard (1964) Ι Α11. Ε.R. 367), και (β) παραδειγματικές αποζημιώσεις, οι οποίες επιδικάζονται μόνο: (1) με ρητή νομοθετική εξουσιοδότηση, (2) για αυθαίρετες υπερβάσεις αρμοδιότητας από κρατικούς υπαλλήλους και (3) όταν η αδικοπρακτική συμπεριφορά διεπόταν από τον υπολογισμό ότι το κέρδος, που θα ανέκυπτε υπερβαίνει την αναμενόμενη υποχρέωση προς αποκατάσταση της ζημίας. Κατ' ακολουθίαν των παραπάνω, η ιδιωτική απότιση έχει καταργηθεί, κατά μεγάλο μέρος και εκεί που υφίσταται εξαίρεση διατηρείται είτε για ιστορικούς λόγους, είτε διότι στηρίζεται σ' εσφαλμένο νομικό χαρακτηρισμό (Johannes Kondgen Hafrpflichtfunktionen und Immaterialschaden, σελ. 106-112). Σε κάθε όμως περίπτωση, δεν προβλέπεται χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης για αθέτηση συμβατικής υποχρέωσης, ήτοι για επίδειξη αντισυμβατικής συμπεριφοράς, όταν αυτή δεν προσλαμβάνει τον χαρακτήρα της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς, με την προσβολή κάποιου ιδιωτικού δικαιώματος του δανειστή. Έτσι, οποιαδήποτε αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης είναι μη νόμιμη και ως τέτοια απορριπτέα, όταν περιορίζεται μέσα στο «αμιγώς» συμβατικό πλαίσιο, κατά το αγγλικό δίκαιο.

 Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο ενάγων εκθέτει ότι το αναφερόμενο σκάφος, το οποίο ανήκει στην αποκλειστική κυριότητα, νομή και κατοχή του, ενώ αυτό έπλεε στον όρμο του Πόρτο Ράφτη, κατά το χρόνο και κάτω από τις συνθήκες, που περιγράφονται στην κρινόμενη αγωγή, υπέστη τη με λεπτομέρεια περιγραφόμενη ζημία και συγκεκριμένα στη μηχανή αυτού. Ότι, για αποκατάσταση της ζημίας αυτού, αναγκάσθηκε να δαπανήσει το ποσό των 5.479,4 Ευρώ, προς απόκτηση άλλης μηχανής, μεταφορά αυτής από Γερμανία σε Ελλάδα και τοποθέτηση στο σκάφος. Ότι η εναγόμενη, ως ασφαλίσασα το σκάφος εταιρεία, αρνείται να καταβάλει το πιο πάνω ποσό στον ενάγοντα. Ότι, εξαιτίας της συμπεριφοράς αυτής της εναγομένης, ο ενάγων υπέστη θλίψη και άγχος και εν γένει ηθική βλάβη για την ικανοποίηση της οποίας απαιτείται το ποσό των 50.000 δραχμών (ή 146,7 Ευρώ). Ζητεί να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το ποσό των 5.626,1 Ευρώ, νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής, με απόφαση που να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, και να καταδικασθεί στην δικαστική δαπάνη του.

 Με αυτό το περιεχόμενο και αίτημα, η κρινόμενη αγωγή, παραδεκτά, εισάγεται, προκειμένου να συζητηθεί, κατά την προσήκουσα τακτική διαδικασία, (άρθρα 1-465 Κ.Πολ.Δ.), ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο καθίσταται καθ' ύλην αρμόδιο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 7, 9, 10 και 14 § 2 Κ.Πολ.Δ., αλλά και κατά τόπο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 51 § 1, 3 και 6 του Ν. 2172/1993, ενώ, συγχρόνως, έχει καθιδρυθεί και διεθνής δικαιοδοσία υπέρ του Δικαστηρίου τούτου, με ρητή συμφωνία των διαδίκων, κατά τα ανωτέρω εκτιθέμενα, είναι, δε, νόμιμη, καθώς στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 1 και 3 § 1 του Ν. ΜARINE INSURANCE ACT 1906, 345, 346, 361 Α.Κ., εκτός από το αίτημα για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, σύμφωνα με τα παραπάνω εκτιθέμενα, καθώς και στις διατάξεις των άρθρων 176, 907 και 908 § 1. Πρέπει, συνεπώς, να εξετασθεί περαιτέρω, ως προς την ουσιαστική βασιμότητα αυτής, δεδομένου ότι έχει καταβληθεί το ανάλογο τέλος δικαστικού ενσήμου, με τις υπέρ τρίτων προσαυξήσεις όπως προκύπτει από τα υπ' αριθμόν 071644, 008948 δελτία δικαστικού ενσήμου με τα επικολλημένα σε αυτά ένσημα του Τ.Ν. και Τ.Π.Δ.Π.

 Η εναγόμενη, κατά τη συζήτηση της υπόθεσης και με τις προτάσεις, τις οποίες κατάθεσε, νομότυπα και εμπρόθεσμα, ισχυρίζεται ότι: (α) η ζημία, που προκλήθηκε, οφείλεται σε φθορά, λόγω της πολυχρησίας του σκάφους και της πλημμελούς συντήρησης αυτού από την πλευρά του ενάγοντος, ήτοι σ' έλλειψη επαρκούς επιμέλειας, (β) ότι δεν καλύπτονται από την ασφαλιστική σύμβαση τα ποσά για το έξτρα βάρος μεταφοράς του ποδιού από την Ελλάδα στη Γερμανία και αντίστροφα, (γ) ότι το ποσό της προσφοράς ανερχόταν σε 1.217.363 δραχμές, αφαιρουμένου ποσού 852.154 δραχμών, (δ) ότι, επιπλέον, πρέπει να αφαιρεθεί ποσό 100.000 δρχ., ως αφαιρετέα απαλλαγή. Οι με στοιχ. (α) και (δ) ισχυρισμοί της εναγομένης συνιστούν γνήσιες, μη αυτοτελείς ουσιαστικές και ανατρεπτικές ενστάσεις, από τις οποίες η πρώτη είναι νόμιμη, καθώς στηρίζεται στην διάταξη του άρθρου 55 § 2 περ. γ', του Ν. ΜΑRINE INSURANCE ACT 1906, όπως και η δεύτερη, καθώς στηρίζεται στη διάταξη του άρθρου 67 του Ν. ΜΑRINE INSURANCE ACT 1906. Πρέπει, συνεπώς, να εξετασθούν, περαιτέρω, ως προς την ουσιαστική βασιμότητα τους. Οι υπόλοιποι ισχυρισμοί της εναγομένης συνιστούν αιτιολογημένη άρνηση της κρινόμενης αγωγής.

 Από την εκτίμηση της εξέτασης του Δ. Μ. ο οποίος εξετάσθηκε, ενόρκως, στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, με επιμέλεια της καθής η κλήση-εναγομένης, και η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, καθώς και από το σύνολο των εγγράφων, τα οποία οι διάδικοι, νόμιμα, προσκομίζουν και επικαλούνται, όπως αυτά διαριθμούνται και κατονομάζονται στις προτάσεις τους, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν είτε σαν αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο Γ. Ζ. (καλών-ενάγων) είναι αποκλειστικός κύριος, νομέας και κάτοχος ενός πλαστικού - μηχ/του - ταχύπλοου σκάφους, με όνομα «Β» νηολογημένου στα νηολόγια Πειραιώς, με αριθμό ....-Ε, εργοστασίου κατασκευής SEALINER, μήκους ολικού 5,89, τύπου μηχανής VOLVO-RENTA. Το σκάφος αυτό είχε ασφαλίσει η ασφαλιστική εταιρία, με την επωνυμία "C.G.U. INTERNATIONAL INSURANCE PLC.", μετονομασθείσα ήδη σε "COMMERCIAL UNION ASSURANCE COMPANY PLC.", με έδρα στο Λονδίνο και υποκατάστημα στην Αθήνα για 12 ημερολογιακούς μήνες από 26-8-1997 μέχρι την 26-8-1998 με το υπ' αριθμόν 8433R ασφαλιστήριο συμβόλαιο, το οποίο εκδόθηκε από την ασφαλιστική εταιρεία και παραδόθηκε στον ενάγοντα, από τον ασφαλιστικό πράκτορα Ι. Γ., ο οποίος και υπέγραψε σε αυτό, με την ένδειξη «εξωφλήθη» και χρόνο την 22-8-1997. Συγκεκριμένα, είχε καλυφθεί ασφαλιστικά το «σώμα» (σκαρί) του σκάφους, ο εξοπλισμός, η κύρια μηχανή και η βοηθητική λέμβος για το ποσό των 6.500.000 δραχμών, πέραν της ασφαλιστικής κάλυψης για την αστική ευθύνη προς τρίτους μέχρι του ποσού των 9.000.000 δρχ., καθώς και για ζημίες προκαλούμενες από ή σε σκιέρ για το ποσό των 7.000.000 δρχ. Στις 18 Ιουλίου του έτους 1998, το μεσημέρι, και με κανονικές καιρικές συνθήκες, ο ενάγων καθέλκυσε το σκάφος του, στο λιμάνι του Πόρτο Ράφτη Αττικής και ανοίχθηκε στον όρμο αυτού, προκειμένου να δοκιμάσει αυτό. Κατά την επιστροφή του περί τις 19.00 το απόγευμα, ευρισκόμενος στο λιμάνι, άκουσε κάποιο μηχανικό θόρυβο και, αιφνιδίως, έπαυσε να λειτουργεί η μηχανή. Τότε, έλεγξε, με την μάσκα του, τα ύφαλα του σκάφους, το πόδι και την έλικα της μηχανής, χωρίς ωστόσο να διαπιστώσει κάτι το εμφανές. Μετά, δε, από ρυμούλκηση του σκάφους από τη λέμβο «’γιος Ραφαήλ», κατόπιν αποστολής αυτού από το Λιμεναρχείο Πόρτο Ραφή, στο λιμάνι, και συγκεκριμένα, στις 19-7-1998, κάλεσε το μηχανικό Ι. Ε., με σκοπό να ελέγξει την μηχανή αυτού, ο οποίος και του συνέστησε να βγάλει το σκάφος έξω από την θάλασσα. Πραγματικά, στις 27-7-1998, το πόδι της μηχανής επιθεωρήθηκε από το μηχανικό, ο οποίος είχε επιθεωρήσει το σκάφος, περί τα τέλη Απριλίου του έτους 1998, προβαίνοντας σε συντήρηση (Service) της μηχανής, εργασία για την οποία εισέπραξε το ποσό των 59.000 δραχμών (βλ. την με αριθμό 680/28-4-1998 απόδειξη του Μηχανικού). Αυτός έλυσε τη μηχανή και την μετέφερε στο συνεργείο του, στην Αργυρόπολη Αττικής. Ο ενάγων προέβη σε δήλωση ατυχήματος, στις 31 Ιουλίου 1998, προς την ασφαλιστική εταιρεία, ενώ, αργότερα, στις 17 Αυγούστου 1998, συνέταξε, προς τούτο, υπεύθυνη δήλωση ατυχήματος. Στις 3 Ιουλίου 1998, ο Δ.Α. Μ., Πραγματογνώμονας, διορισμένος, αυθημερόν, από την εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία, επιθεώρησε τη μηχανή του σκάφους και διαπίστωσε προφανή εμπλοκή των μηχανισμών του ποδιού της μηχανής, πρότεινε δε, αλλαγή του συνόλου των σκουριασμένων μηχανισμών (γρανάζια άνω και κάτω μέρους, χώνος, γλύστρα, άξονας έλικος) ενώ εκτίμησε το κόστος αγοράς των αναγκαίων ανταλλακτικών στο ποσό των 1.067.363 δραχμών και της εργασίας επισκευής στο ποσό των 150.000 δραχμών ήτοι συνολικού ποσού 1.217.363 δραχμών. Ο ως άνω πραγματογνώμονας εκτίμησε, ως αίτιο της ζημίας, την πλημμελή συντήρηση του ποδιού (φθορά των τσιμουχών, συνεπεία της παλαιότητας αυτών) από την πλευρά του ενάγοντος ως εκ τούτου, πρότεινε την μη καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης από την εναγομένη. Κατόπιν τούτων, ο ενάγων μετέφερε τμήμα της μηχανής στη Γερμανία, στον οίκο (εργασιακό συγκρότημα τεχνιτών της κατασκευής λέμβων και του επιτηδεύματος του μηχανικού οχημάτων) ΗELLER, προς εξέταση αυτού, ο οίκος αυτός, ο οποίος είναι αναγνωρισμένο κέντρο κατάρτισης του DMYV, διαπίστωσε βλάβη στο κιβώτιο ταχυτήτων, προκαλούμενη από το ότι έσπασε ένα πλευρικό δόντι, προφανώς, από πρόσκρουση με κάποιο άγνωστο, ωστόσο, αντικείμενο, που επέπλεε στη θάλασσα, ενώ, συγχρόνως, επεσήμανε την καλή κατάσταση στην οποία βρισκόταν το τμήμα κάτω του ύδατος (της μηχανής), τονίζοντας, μάλιστα, ότι δεν ήταν σκουριασμένοι οι οδοντωτοί τροχοί, σε αντίθεση με τον ισχυρισμό της εναγομένης και τις επισημάνσεις του δικού της τεχνικού συμβούλου. Κατ' ακολουθίαν των παραπάνω, η αιφνίδια παύση της λειτουργίας της μηχανής δεν οφείλεται σε φθορά των τσιμουχών, λόγω παλαιότητας του, αλλά σε πρόσκρουση με κάποιο αντικείμενο, από την οποία έσπασε το πλευρικό δόντι, απορριπτόμενου του σχετικού ισχυρισμού της εναγομένης ως κατ' ουσίαν αβασίμου. Περαιτέρω, ο ενάγων αναγκάστηκε να δαπανήσει τα ακόλουθα ποσά, εξαιτίας της βλάβης της μηχανής: (α) ποσό 132.000 δρχ., για αεροπορική μετάβαση αυτού από Αθήνα-Ντύσελντορφ-Μόναχο και πάλι σε Αθήνα (βλ. εισιτήριο με αριθμ. 22094397286911 της εταιρείας Lufthansa, την 29-8-1998, (β) ποσό 24.500 δρχ. (βλ. τη με αριθ. 054634 απόδειξη πληρωμής της ίδιας ως άνω εταιρείας) για το επιπλέον βάρος της μηχανής. Οι δαπάνες αυτές κρίνονται αναγκαίες και συνέχονται, αιτιωδώς με την επελθούσα ζημία, αφού υπήρχε έντονη αμφισβήτηση για το πιθανό αίτιο της βλάβης της μηχανής του σκάφους και την αξίωση του ενάγοντος κατά της ασφαλιστικής εταιρείας. Επιπλέον, κατέβαλε τα ακόλουθα ποσά: (γ) ποσό 1.538.660 δραχμών για απόκτηση ποδιού της μηχανής Volvo Penta από την γερμανική εταιρεία "Βoote Heller" (βλ. το με αρ. ΔΕ 122036359/2-9-1998 τιμολόγιο αυτής), (δ) ποσό 45.448 δραχμών για την αεροπορική μεταφορά του έξτρα βάρους του αποκτηθέντος νέου ποδιού με την αεροπορική εταιρεία Lufthansa Cargo από Κολωνία Αθήνα (βλ. τη με αριθμ. 020-79813812 απόδειξη πληρωμής της τελευταίας), (ε) ποσό 8.500 δραχμών για περισυλλογή και παράδοση του ποδιού της μηχανής στον ενάγοντα (βλ. το με αριθμό 080695/3-9-1998 τιμολόγιο Π.Υ.Δ. της εταιρείας: «Ελληνικά Κέντρα Εμπορευμάτων Α.Ε.», (στ) ποσό 70.800 δρχ. για εξαγωγή, λύσιμο και επανατοποθέτηση του ποδιού της μηχανής (βλ. τη με αριθμ. 762/4-9-1998 διπλότυπη απόδειξη παροχής υπηρεσιών της ατομικής επιχείρησης: «Ι. Γ. Ε. - Συνεργείο μηχανών θαλάσσης». Έτσι, ο ενάγων από την πιο πάνω αιτία, αναγκάσθηκε να δαπανήσει συνολικά το ισόποσο των 1.819.908 δρχ. σε 5.340,8 Ευρώ. Από το πιο πάνω ποσό θα πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό των 100.000 δρχ. (ή 293,47 Ευρώ) ως αφαιρετέα απαλλαγή, και αποδοχή του σχετικού ισχυρισμού της εναγομένης ως ουσιαστικά βάσιμου, αφού είχε ορισθεί ως απαλλαγή της ασφαλίστριας εταιρείας το πιο πάνω ποσό. Κατ' ακολουθίαν των παραπάνω, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή, κατά ένα μέρος αυτής, ως κατ' ουσίαν βάσιμη, και, δη, κατά το ποσό των 5.047,33 Ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Η παρούσα δεν πρέπει να κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, αφού δεν συντρέχει κάποια από τις περιπτώσεις του άρθρου 908 § 1 Κ.Πολ.Δ. (ζημία από τον ενάγοντα, λόγω καθυστέρησης στην εκτέλεση κ.λπ.), με δεδομένη την φερεγγυότητα και την οικονομική επιφάνεια της εναγόμενης ασφαλιστικής εταιρείας. Τέλος, η δικαστική δαπάνη του ενάγοντος, κατ' αποδοχήν του σχετικού αιτήματος του, πρέπει να επιβληθεί σε βάρος της ενάγουσας, καθώς η τελευταία ηττήθηκε, στην παρούσα δίκη, σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 176 Κ.Πολ.Δ.

 ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

 Δέχεται την αγωγή κατά ένα μέρος αυτής.

 Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των πέντε χιλιάδων σαράντα επτά Ευρώ και τριάντα τριών λεπτών (5.047,33 Ευρώ) με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.

 Επιβάλλει σε βάρος της ενάγουσας την δικαστική δαπάνη του ενάγοντος, την οποία ορίζει σε 200 Ευρώ.

 Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε , στον Πειραιά, στις 31-12-2003, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων αυτών.