ΜΠρ Λαρ (Ασφ.μ.) 679/2005

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου - Ευρωπαϊκή οδηγία - Ασφαλιστικά μέτρα -.

 

Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας και μίσθωση έργου. Συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου που καλύπτουν πάγιες και τακτικές ανάγκες θεωρούνται ως μια ενιαία σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου. Αν οι μη ενσωματωθέντες στο εσωτερικό δίκαιο κανόνες της ευρωπαϊκής οδηγίας είναι σαφείς και ορισμένοι, δεκτικοί απευθείας εφαρμογής, οι ιδιώτες μπορούν να την επικαλεστούν έναντι του κράτους, ενώ αν δεν είναι σαφείς και επαρκείς μπορούν να ζητήσουν από το κράτος- μέλος αποζημίωση. Ευρωπαϊκή Οδηγία ως προς τη διάρκεια των συμβάσεων εργασίας. Καθορισμός με προεδρικό διάταγμα αντικειμενικών λόγων που δικαιολογούν τη χωρίς περιορισμό σύναψη ή ανανέωση συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου. Αντίκειται στην κοινοτική οδηγία η αναγνώριση, ως αντικειμενικών, και λόγων που από την φύση τους δεν δικαιολογούν την κατάρτιση σύμβασης εργασίας ορισμένου χρόνου. Οι υπηρεσίες που προσέφεραν οι αιτούσες, εργαζόμενες κανονικά σύμφωνα με το απαιτούμενο ωράριο, για τη λειτουργία του καθ ου υπαγομένου στο δημόσιο τομέα και εποπτευόμενου από το Υπουργείο Γεωργίας, Ν.Π.Ι.Δ., κάλυπταν διαρκείς και πάγιες ανάγκες του και όχι πρόσκαιρες, δεδομένου ότι αυτό δεν λειτουργούσε εποχιακά αλλά κάθε έτος και για όλο το έτος και ούτε οι αιτούσες προσλαμβάνονταν κάθε φορά για να αντιμετωπιστεί κάποιο έκτακτο ή απρόβλεπτο γεγονός. Ο χρονικός περιορισμός των διαδοχικών αυτών συμβάσεων εργασίας δεν δικαιολογείται ούτε από την φύση των υπηρεσιών που παρείχαν οι αιτούσες, ούτε από τη φύση των καλυπτόμενων από την εργασία τους αναγκών του καθ ου η αίτηση, οι δε ως άνω συμβάσεις ήταν συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου και κατ' επίφαση μόνο φέρονται ως συμβάσεις έργου και για το λόγο επιπλέον ότι ο τόπος όπου οι αιτούσες παρείχαν τις υπηρεσίες τους, καθώς και ο χρόνος που τις παρείχαν προσδιορίζονταν από τον καθ ου και οι διάδικοι δεν απέβλεπαν μόνο στο αποτέλεσμα (ανεξαρτήτως χρόνου). Επομένως οι συμβάσεις αυτές είναι άκυρες ως προς τον χρονικό αυτό περιορισμό και συνιστούν μία ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. Η απαγόρευση της σύναψης σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου που επιβάλλει ο Ν. 2190/1994, έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την προαναφερόμενη οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και συνεπώς δεν μπορεί να αποκλείσει την εφαρμογή των άρθρων 1 και 8 του Ν. 2112/1920, στην συγκεκριμένη περίπτωση, αφού συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις εφαρμογής του. Νόμιμη αίτηση ασφαλιστικών μέτρων με την οποία ζητείται όπως ο εργοδότης αποδέχεται, προσωρινά, τις υπηρεσίες του εργαζόμενου.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

   Αριθμός απόφασης 679/2005 (Ασφ. μ)

   Πρόεδρος: Χάιδω Μπάρτζια

   Δικηγόροι: Θωμάς Παπαλιάγκας, Γραμματή Κούκου

   Από τις διατάξεις των άρθρων 648 ΑΚ και 6 του Ν. 765/1943, που κυρώθηκε με την 324/1946 Π.Υ.Σ. και διατηρήθηκε σε ισχύ με το άρθρο 38 ΕισΝΑΚ, προκύπτει ότι η σύμβαση εξαρτημένης εργασίας υπάρχει όταν κατά τους όρους της σχετικής συμφωνίας των μερών οι συμβαλλόμενοι αποβλέπουν στην εργασία που συμφωνήθηκε να παρέχει ο μισθωτής και οι παρεχόμενες από τον συμβληθέντα εργοδότη οδηγίες αναφορικά με τον τρόπο, τον τόπο και το χρόνο παροχής της εργασίας είναι δεσμευτικές για τον εργαζόμενο, ο οποίος είναι υποχρεωμένος να τις ακολουθεί και να δέχεται την άσκηση ελέγχου για τη διαπίστωση της συμμόρφωσής τους προς αυτές και της επιμελούς και συμφώνως προς τις οδηγίες εκτελέσεως της εργασίας που του έχει ανατεθεί. Η παραπάνω σύμβαση διακρίνεται από τη σύμβαση μίσθωσης έργου (681 ΑΚ) που αποσκοπεί στην επίτευξη του συμφωνηθέντος τελικού αποτελέσματος, η πραγμάτωση του οποίου συνεπάγεται την αυτόματη λύση της σύμβασης (ΑΠ 43/1997 ΔΕΝ 53. 945, ΑΠ 1947/1995 ΔΕΝ 53/1952). Ο χαρακτηρισμός της συμβάσεως γίνεται μετά από εκτίμηση όλων των περιστάσεων, από το Δικαστήριο, ανεξάρτητα από την ονομασία που έδωσαν σ' αυτήν τα συμβληθέντα μέρη (ΕφΑΘ 160/1998 ΕλλΔνη 39. 630) με βασικό κριτήριο τη νομική προσωπική εξάρτηση του μισθωτού (ΑΠ 177/1999 ΕλλΔνη 40. 1056) και σύμφωνα με το όλο περιεχόμενο της συμβάσεως, ερμηνευόμενο όπως απαιτεί η καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη (ΕφΑΘ 9157/1998 ΕλλΔνη 40. 1144), ενώ δεν είναι προσδιοριστικό στοιχείο της συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας ο τρόπος προσδιορισμού και καταβολής στο μισθωτή του μισθού (ΑΠ 127/1998 ΔΕΝ 56. 192), ούτε χαρακτηρίζεται η σύμβαση ως εξαρτημένης εργασίας ή όχι μόνον από άλλα δευτερεύοντα στοιχεία π.χ. ασφάλιση, έκδοση δελτίων παροχής υπηρεσιών κλπ (ΑΠ 43/1997 ΔΕΝ 53. 945). Εξάλλου οι διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου θεωρούνται ως μια ενιαία σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, αν η συνομολόγηση του ορισμένου χρόνου σ' αυτές δεν δικαιολογείται από τη φύση της συμβάσεως ή τις ανάγκες της επιχειρήσεως, όπως είναι μεταξύ άλλων και όταν η εκτελούμενη εργασία ικανοποιεί πάγιες και τακτικές ανάγκες της (Βλαστός, Ατομ. Εργατ. Δικ. παρ. 1132-1136, Ντάσιος Εργ. Δικ. Δικ. Έκδοση 1980, σελ. 397, ΕφΘεσ. 1989/1997 σελ. 1042).

   Περαιτέρω από το άρθρο 249 παρ. 1, 3 της Ενοποιημένης απόδοσης της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (πρώην άρθρο 189 παρ. 1, 3) προκύπτει σαφώς ότι οι Οδηγίες που εκδίδουν προς εκπλήρωση των καθηκόντων τους τα αρμόδια όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο από κοινού με το Συμβούλιο, το Συμβούλιο ή η Επιτροπή) αποτελούν παράγωγο κοινοτικό δίκαιο και δεσμεύουν κάθε κράτος - μέλος της Ένωσης, στο οποίο απευθύνονται όσον αφορά το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, αλλά αφήνουν την επιλογή του τύπου και των μέσων στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών. Έτσι, οι Οδηγίες απευθύνονται όχι απευθείας στους ιδιώτες θεσπίζοντας δικαιώματα και υποχρεώσεις τους, αλλά μόνον προς τα κράτη - μέλη της Ε.Ε, αφού μόνον αυτά έχουν τη δυνατότητα να λάβουν τα μέτρα με τα οποία θα καταστεί εφικτή η επίτευξη του επιδιωκόμενου αποτελέσματος. Το κράτος - μέλος που είναι αποδέκτης της Οδηγίας έχει την υποχρέωση να πραγματοποιήσει το αποτέλεσμα αυτό μέσα στην τασσόμενη προθεσμία, με μέσα και τύπο, όμως, τα οποία το ίδιο θα επιλέξει (Νόμο, Προεδρικό Διάταγμα, Υπουργική Απόφαση και εν γένει κανόνες δικαίου της εθνικής έννομης τάξεως). Αν η Οδηγία περιέχει κανόνες σαφείς και ορισμένους, που δεν έχουν μεταφερθεί στο εθνικό δίκαιο, δεκτικούς απευθείας εφαρμογής, δηλαδή οι διατάξεις της είναι χωρίς αιρέσεις, επιφυλάξεις, περιθώριο επιλογής και επαρκώς ακριβείς, ώστε να καθίσταται δυνατό στα Εθνικά Δικαστήρια να προσδιορίζουν το ακριβές περιεχόμενο του δικαιώματος, τον δικαιούχο και τον υπόχρεο αυτού, καθώς και τον τρόπο άσκησής του, τότε υπάρχει η δυνατότητα στους ιδιώτες να την επικαλεστούν έναντι του κράτους (κάθετη ισχύς Οδηγίας). Σε περίπτωση που οι διατάξεις της Οδηγίας δεν είναι σαφείς, επαρκείς και ανεπιφύλακτες και επομένως δεν μπορούν να εφαρμοσθούν, οι ιδιώτες μπορούν να προσφύγουν στα εθνικά δικαστήρια και να ζητήσουν από το κράτος- μέλος αποζημίωση για τη ζημία που υπέστησαν λόγω της μη μεταφοράς της Οδηγίας στο εσωτερικό δίκαιό του. Ο εθνικός νομοθέτης δεν έχει την εξουσία να μεταβάλει τις διατάξεις της Οδηγίας, διότι τότε παραβιάζει το κοινοτικό δίκαιο, το οποίο υπερισχύει κάθε άλλης αντίθετης διάταξης του εσωτερικού δικαίου, κατ' άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, βάσει του οποίου η Ελλάδα προσχώρησε στις ευρωπαϊκές κοινότητες από 1-1-1981 δυνάμει της από 28-5-1979 συνθήκης προσχωρήσεως της Ελλάδος στην Ε.Ο.Κ., που κυρώθηκε με το ν. 945/1979 (ΟλΑΠ 23/1998 ΕλλΔνη 39. 793, ΑΠ 1330/2000 ΕλλΔνη 43. 387), ακόμη και του Συντάγματος κατά τα άρθρα 2. 10 (πρώην 5) της Ενοποιημένης Απόδοσης της Συνθήκης περί ιδρύσεως της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΔΕΚ 6/64 Da Costa - ENEL II, 2, ΔΕΚ 34/73 Frateli variola S.p.A Administration delle Firanzie dell Italia 88 4. Κ, Κεραμεύς «Σύνταγμα, Εθνικός Δικαστής και Κοινοτικό Δίκαιο έναντι του Δικαίου των Κρατών - μελών», Μ. Σταθόπουλος «Οικονομική Ελευθερία, οικονομικό σύστημα και Σύνταγμα», σελ. 531 επ.).

   Εξάλλου με την Οδηγία 1999/70/ΕΚ του συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 28-6-1999, η οποία αποσκοπεί στην υλοποίηση της συμφωνίας πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη μεταξύ διεπαγγελματικών οργανώσεων γενικού χαρακτήρα, επιδιώκεται αφενός μεν η βελτίωση της ποιότητας της εργασίας ορισμένου χρόνου με τη διασφάλιση της εφαρμογής της αρχής της μη διάκρισης μεταξύ εργαζομένων ορισμένου χρόνου και εργαζομένων αορίστου χρόνου και αφετέρου η καθιέρωση ενός πλαισίου για να αποτραπεί η κατάχρηση που προκαλείται από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή εργασιακών σχέσεων ορισμένου χρόνου (παράρτημα, ρήτρα 1). Ειδικότερα όσον αφορά το δεύτερο από τους παραπάνω στόχους, προβλέπεται ότι για να αποτραπεί η κατάχρηση που μπορεί να προκύψει από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, τα κράτη - μέλη, ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα, για την πρόληψη των καταχρήσεων λαμβάνουν ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα μέτρα: α) αντικειμενικούς λόγους που να δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας, β) τη μέγιστη συνολική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου και γ) τον αριθμό των ανανεώσεων τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας (ρήτρα 5 παρ. 1). Επίσης, κατά τη διάταξη της παρ. 1 της ρήτρας 8 του ίδιου παραρτήματος τα κράτη - μέλη ή και οι κοινωνικοί εταίροι μπορούν να διατηρήσουν ή να εισαγάγουν ευνοϊκότερες διατάξεις για τους εργαζόμενους από τις διατάξεις της παρούσας συμφωνίας. Η παραπάνω συμφωνία -πλαίσιο εφαρμόζεται, κατά ρητή επιταγή της (παράρτημα, ρήτρα 2 παρ. 1), σε όλους τους εργαζόμενους με σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου, με εξαίρεση : α) τις σχέσεις βασικής επαγγελματικής κατάρτισης και τα συστήματα μαθητείας και β) τις συμβάσεις ή τις σχέσεις εργασίας που έχουν συναφθεί στο πλαίσιο ενός ειδικού δημοσίου ή από το δημόσιο υποστηριζόμενου προγράμματος κατάρτισης, ένταξης και επαγγελματικής επανεκπαίδευσης, στις οποίες τα κράτη - μέλη μπορούν να αποφασίζουν ότι δεν εφαρμόζεται η συμφωνία πλαίσιο.

   Επομένως, εφόσον στις παραπάνω εξαιρέσεις δεν περιλαμβάνονται οι ιδιωτικού δικαίου συμβάσεις ορισμένου χρόνου που συνάπτονται με το Δημόσιο, τους ΟΤΑ ή με ΝΠΔΔ, οι προστατευτικές διατάξεις της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της ΕΕ βρίσκουν εφαρμογή και στις περιπτώσεις αυτές. Εξάλλου, με το άρθρο 2 της ως άνω Οδηγίας επιβλήθηκε στα κράτη - μέλη η υποχρέωση να θέσουν σε ισχύ τις νομοθετικές, κανονιστικές και διοικητικές διατάξεις που είναι απαραίτητες για να συμμορφωθούν με αυτήν το αργότερο στις 10-7-2001 και σε κάθε περίπτωση μέχρι τις 10-7-2002.

   Περαιτέρω με τα άρθρα 1 και 8 παρ. 3 του Ν. 2112/1920, όπως αυτός τροποποιήθηκε με τον Ν. 4538/1930 και ερμηνεύθηκε αυθεντικά με το άρθρο 11 του ΑΝ 547/1937, αναγνωρίζεται το δικαίωμα των υπαλλήλων που συνδέονται με τον εργοδότη τους με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου να τύχουν της προστασίας των διατάξεων του νόμου αυτού για την καταγγελία των συμβάσεων εργασία τους (έγγραφη καταγγελία, καταβολή αποζημίωσης), εφόσον ο καθορισμός των συμβάσεων εργασίας τους με ορισμένη χρονική διάρκεια δεν δικαιολογείται από τη φύση της σύμβασης, αλλά τέθηκε σκοπίμως προς καταστρατήγηση των διατάξεων για την υποχρεωτική καταγγελία της υπαλληλικής σύμβασης. Από τη διάταξη αυτή, που αποτελεί «ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο» του εθνικού μας δικαίου για την πρόληψη και αποφυγή της κατάχρησης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στη ρήτρα 5 της συμφωνίας πλαισίου (βλ. Φ. Δερμιτζάκη, Η ρήτρα 5 της συμφωνίας - πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου και ενσωμάτωσή της στο ελληνικό δίκαιο, ΕΕργΔ 62. 655), προκύπτει ότι η έλλειψη ενός αντικειμενικού λόγου που να δικαιολογεί τη σύναψη διαδοχικών συμβάσεων εργασίας έχει ως αποτέλεσμα την ακυρότητα ως προς τον καθορισμό ορισμένης διάρκειας της σύμβασης (ΑΚ 174) και θεωρείται ότι καταρτίσθηκε ενιαία σύμβαση αορίστου χρόνου, στην οποία η απόλυση του μισθωτού δεν είναι δυνατόν να λάβει χώρα, χωρίς καταγγελία και καταβολή της νόμιμης αποζημίωσης (ΑΠ 1629/1981 ΕεργΔ 41. 230, Δ. Ζερδέλης, Το δίκαιο της καταγγελίας, σελ. 516).

   Τέλος, με το ΠΔ 81/2003, που σύμφωνα με την ακροτελεύτια διάταξη που ισχύει από τη δημοσίευση του στη ΕτΚ, δηλ. από την 2-4-2003 και δεν έχει αναδρομική ενέργεια, προσαρμόσθηκε η ελληνική νομοθεσία προς τις διατάξεις της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28-6-1999, προβλέποντας ενδεικτικά στο άρθρο 5 αυτού «αντικειμενικούς» λόγους που δικαιολογούν τη σύναψη διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, χωρίς να μετατρέπεται η σύμβαση εργασίας σε αορίστου χρόνου, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και εκείνο της επιβολής της σύναψης της σύμβασης για ορισμένο χρόνο από διάταξη νόμου ή από κανονιστική διάταξη, όπως για παράδειγμα συμβαίνει με διατάξεις του ΠΔ 410/1988 και με τη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 2 Ν. 2190/1994, που απαγορεύουν την μετατροπή των ιδιωτικού δικαίου συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε αορίστου χρόνου, εφόσον συνάπτονται από το Δημόσιο, τους ΟΤΑ ή τα ΝΠΔΔ, επισείοντας μάλιστα και ποινικές κυρώσεις σε βάρος των κατά περίπτωση αρμοδίων οργάνων τους για την πρόσληψη του προσωπικού (άρθρο 73 ΠΔ 410/1988). Σημειωτέον ότι κατά την νομοπαρασκευαστική επεξεργασία του σχεδίου του ΠΔ 81/2003 από το Ε' Τμήμα του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε ότι το εδάφιο κατά το οποίο συντρέχει αντικειμενικός λόγος που επιτρέπει τη χωρίς περιορισμό ανανέωση συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου «αν η σύναψη σύμβασης για ορισμένο χρόνο επιβάλλεται από διάταξη νόμου ή κανονιστική διάταξη», είναι νόμιμο υπό την προϋπόθεση ότι η σχετική πρόβλεψη του νόμου ή της κανονιστικής διάταξης δικαιολογείται από ένα από τους ουσιαστικούς αντικειμενικούς λόγους που θεσπίζονται με τις λοιπές διατάξεις της ίδιας παραγράφου» (βλ. Πρακτικό Συμβουλίου Επικρατείας 574/2002. Τμ. Ε. ΕεργΔ 62. 61).

   Επομένως, απλά και μόνο το γεγονός ότι διάταξη νόμου ή κανονιστική διάταξη απαγορεύει τη σύναψη συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας αορίστου χρόνου ή τη μετατροπή των διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε αορίστου χρόνου δεν αποτελεί αντικειμενικό λόγο κατά την έννοια της ρήτρας 5 παρ. 1α του Παραρτήματος (συμφωνίας Πλαισίου) της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της ΕΕ, που να δικαιολογεί την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας και, κατ' ακολουθία, η αποδοχή της αντίθετης άποψης έρχεται σε ευθεία αντίθετη τόσο με το γράμμα (ρήτρα 5 παρ. 1 α΄), όσο και με το πνεύμα και τη φιλοσοφία της Συμφωνίας, όπως αποτυπώνονται στο προοίμιό της (βλ. σχετικά Ν. Γαβαλά, Οι συμβάσεις Ορισμένου Χρόνου μετά το ΠΔ 81/2003, ΕΕργΔ 62, 641 επ. 646). Ειδικότερα με το άρθρο 4 του παραπάνω ΠΔ 81/2003 που εκδόθηκε για την προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσίας στην παραπάνω Οδηγία (1999/70), θεσπίσθηκε η αρχή της μη διάκρισης, δηλαδή της μη επιτρεπόμενης δυσμενέστερης αντιμετώπισης των εργαζομένων με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου έναντι συγκρίσιμων εργαζομένων αορίστου χρόνου, ενώ με το άρθρο 5 του ίδιου Π.Δ θεσπίσθηκαν κανόνες προστασίας των εργαζομένων και αποφυγής καταστρατηγήσεων σε βάρος τους και ορίσθηκαν στην παράγραφο 1 εδ.   Α΄ του πιο πάνω άρθρου ως αντικειμενικοί λόγοι που δικαιολογούν τη χωρίς περιορισμό σύναψη ή ανανέωση συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου ενδεικτικά οι ακόλουθοι : 1) Οι συνδεόμενοι με τη μορφή, το είδος ή τη δραστηριότητα του εργοδότη ή της επιχείρησης, 2) οι αφορώντες ειδικούς λόγους ή ανάγκες εφόσον τα στοιχεία αυτά προκύπτουν αμέσως ή εμμέσως από τη σύμβαση εργασίας (π.χ. προσωρινή αναπλήρωση μισθωτού, εκτέλεση εργασιών παροδικού χαρακτήρα, προσωρινή σώρευση εργασίας εκπαίδευσης ή κατάρτισης μισθωτού, διευκόλυνση μετάβασης του εργαζομένου σε συναφή απασχόληση, πραγματοποίηση συγκεκριμένου έργου ή προγράμματος ή συνδεόμενη με συγκεκριμένο γεγονός), 3) είναι αποτέλεσμα δικαστικού συμβιβασμού, 4) επιβάλλεται από διάταξη νόμου ή κανονιστική διάταξη, 5) αν εξυπηρετεί την υποβολή σε δοκιμασία, 6) ο εργαζόμενος αμείβεται από πιστώσεις του κρατικού προϋπολογισμού ΝΠΔΔ που προορίζονται για εργασία ορισμένου χρόνου, 7) η ανάγκη της εκμετάλλευσης για παροχή εργασίας υφίσταται μόνο προσωρινά, 8) η ιδιομορφία της εργασιακής σχέσης ή οι κείμενοι στο πρόσωπο του εργαζομένου λόγοι δικαιολογούν την ορισμένη διάρκεια, 9) πρόκειται για διευθυντικά στελέχη ή ειδικό επιστημονικό προσωπικό, 10) πρόκειται για απασχολήσεις εποχιακού χαρακτήρα ή κάλυψης εποχιακών αναγκών.

   Από την προαναφερθείσα πολλαπλή απαρίθμηση της διάταξης του άρθρου 5 παρ. 1 εδ. α του ΠΔ 81/2003 συνάγεται ότι η κατάρτιση ή ανανέωση συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου επιτρέπεται σε κάθε περίπτωση κατά την οποία η ορισμένη διάρκεια της σύμβασης εργασίας δικαιολογείται από όλους τους αντικειμενικούς λόγους που έχει δεχθεί η νομολογία των Ελληνικών Δικαστηρίων, δηλ. εξαρτημένους από το είδος ή τη φύση της παρεχόμενης εργασίας ή το είδος ή τις ανάγκες της επιχείρησης ή ακόμα από τις ανάγκες ή το συμφέρον του μισθωτού. Όμως, η προαναφερθείσα διάταξη υπερβαίνει τους παρακάτω αντικειμενικούς λόγους διευρύνοντας τη δυνατότητα σύναψης συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου και αναγνωρίζει ως αντικειμενικούς και λόγους οι οποίοι, από τη φύση τους, δεν δικαιολογούν την κατάρτιση συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου, όπως π.χ. ότι ο εργαζόμενος αμείβεται από πιστώσεις του κρατικού προϋπολογισμού ή προϋπολογισμού ΝΠΔΔ, ή η σύναψη της σύμβασης για ορισμένο χρόνο επιβάλλεται από οποιαδήποτε διάταξη νόμου ή κανονιστική διάταξη, όπως συμβαίνει με τη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 1, 2 ν. 2190/1994, που επιτάσσει την απασχόληση προσωπικού από το Δημόσιο και τα ΝΠΔΔ για πρόσκαιρες απρόβλεπτες και επείγουσες ανάγκες μόνο με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου και απαγορεύει τη μετατροπή τους σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, η οποία περιλαμβάνεται ήδη, με παρεμφερή διατύπωση στο άρθρο 103 παρ. 8 του ισχύοντος Συντάγματος.

   Επομένως, κατά τα προεκτεθέντα, η διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 εδ. α΄ του ΠΔ 81/2003 κατά το μέρος της που αναγνωρίζει ως αντικειμενικούς και λόγους που από την φύση τους δεν δικαιολογούν την κατάρτιση συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου αντίκειται στην προαναφερθείσα 1999/70 Κοινοτική Οδηγία, η οποία ενσωματωθείσα με το ΠΔ 81/2003 στην εσωτερική έννομη τάξη υπερισχύει κάθε άλλης αντίθετης διάταξης (νόμου και Συντάγματος) του εσωτερικού μας δικαίου (βλ. μελέτη Λευκής Κιοσσέ Παυλίδου σε ΔΕΕ 12/2003 σελ. 1309 επ. με θέμα η οδηγία 1999/70/ΕΚ και το ΠΔ 81/2003, όπου και παραπομπή σε πρόσφατη νομολογία για τις συμβάσεις ορισμένου χρόνου, ΕφΘρ 315/2004 αδημ, ΕφΑθ 6886/2004 αδημ. προσκομιζόμενες).

   Στην προκειμένη περίπτωση, με την κρινόμενη αίτηση οι αιτούσες εκθέτουν ότι με διαδοχικές συμβάσεις, οι οποίες κατ' επίφαση ονομάσθηκαν από το καθού «συμβάσεις έργου», ενώ στην πραγματικότητα ήταν «συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου», προσελήφθησαν από το καθού η αίτηση στις 26-3-2002 η πρώτη αιτούσα, την 1-8-2001 η δεύτερη και 15-7-2002 η τρίτη αντίστοιχα και από τότε προσέφεραν σ' αυτό τις υπηρεσίες τους σ' αυτό χωρίς διακοπή, με την ιδιότητα που αναφέρουν στην αίτηση και μέχρι τις 24-8-2004 η πρώτη, 11-10-2004 η δεύτερη και η τρίτη, κατόπιν ανανεώσεως των συμβάσεων τους κατά τους χρόνους που αναφέρονται στην αίτηση, καλύπτοντας πάγιες και διαρκείς ανάγκες του και ότι το καθού αρνείται να αποδεχθεί την εργασία τους, κατά τους ισχυρισμούς του, λόγω περάτωσης του έργου και λήξεως του συμφωνημένου χρόνου αντίστοιχα. Ζητούν δε επικαλούμενες την ύπαρξη επείγουσας περίπτωσης και εννόμου συμφέροντος να υποχρεωθεί το καθού να αποδέχεται, προσωρινά, τις προσφερόμενες σ' αυτό υπηρεσίες των μέχρι και την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της κύριας αγωγής τους και να απειληθεί σε περίπτωση μη συμμορφώσεως του χρηματική ποινή 100 Ευρώ για κάθε μια από αυτές για κάθε ημέρα που δεν θα αποδέχεται τις υπηρεσίες τους. Με το περιεχόμενο και αίτημα αυτό η αίτηση παραδεκτώς και αρμοδίως καθύλη και κατά τόπο εισάγεται προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου κατά την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων των άρθρων 686 επ. του ΚΠολΔ και σύμφωνα με όσα διαλαμβάνονται στην μείζονα σκέψη είναι νόμιμη. Στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων που μνημονεύθηκαν σ' αυτήν (μείζονα σκέψη) και σ' εκείνες των άρθρων 731, 732 και 947 παρ. 1 του ΚΠολΔ. Δεν αντίκειται δε στη διάταξη του άρθρου 692 παρ. 4 του ΚΠολΔ, διότι με την τυχόν παραδοχή αυτής δεν επέρχεται πλήρης ικανοποίηση του δικαιώματος των αιτουσών, καθόσον το αιτούμενο ασφαλιστικό μέτρο διατάσσεται για την προσωρινή ρύθμιση της καταστάσεως που ανέκυψε από την επικαλούμενη παράνομη συμπεριφορά του καθού η αίτηση - εργοδότη, η οποία επιφέρει επαχθείς συνέπειες για τον εργαζόμενο και δεν δημιουργεί αμετάκλητη κατάσταση (πρβλ. ΑΠ 1497/2000 ΕλλΔνη 42. 681, ad hoc ΜΠρΘεσ. 12551/1996 ΕλλΔνη 38. 175, ΜΠρΑθ 3378/1995 ΕΕργΔ 54. 872, Π. Τζίφρας Ασφ. Μέτρα 1985. 367, Κ. Μπέης Δ. 12. 140, Λ. Ντάσιου ο.π. τομ. Α΄ ΙΙ σελ. 952). Επομένως πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.-

   Από τις ένορκες καταθέσεις στο ακροατήριο των μαρτύρων Κ.Κ.και Α. Χ., τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν καθώς και από την όλη γενικά την αποδεικτική διαδικασία πιθανολογήθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Το καθού η αίτηση Ν.Π.Ι.Δ. συστήθηκε με το άρθρο 3 του Ν. 1845/1989, υπάγεται, σύμφωνα με αυτό, στο δημόσιο τομέα εποπτευόμενο από το Υπουργείο Γεωργίας. Είναι αρμόδιο για τη διεξαγωγή της αγροτικής έρευνας, την ανάπτυξη της τεχνολογίας και της τεχνογνωσίας καθώς και την εισήγηση στο Υπουργό Γεωργίας, την κατά τομέα δραστηριότητα της αγροτικής έρευνας και τεχνολογίας, που είναι αναγκαία για την αγροτική ανάπτυξη της χώρας. Σύμφωνα με το άρθρο 4 παρ. 1 εδ. β΄ του παραπάνω νόμου αναλαμβάνει τη διεξαγωγή των ερευνητικών προγραμμάτων του Υπουργείου Γεωργίας. Με την Υ.Α. 288611 (ΦΕΚ 530, τεύχος Β, 21-8-1990 μεταφέρθηκαν στο καθού η αίτηση τα ιδρύματα του Υπουργείου Γεωργίας, μεταξύ δε αυτών και το Ινστιτούτο Χαρτογράφησης και Ταξινόμησης Εδαφών Λάρισας, στο οποίο, κατά τα παρακάτω, απασχολούνται και οι αιτούσες.

   Περαιτέρω πιθανολογήθηκε ότι δυνάμει διαδοχικών και συνεχών γραπτών «συμβάσεων έργου», που συνήψαν οι αιτούσες με τον εκάστοτε νόμιμο εκπρόσωπο του καθού, κατά το χρονικό διάστημα από 26-3-2002 έως 24-8-2004 η πρώτη αιτούσα, 1-8-2001 έως 11-10-2004 η δεύτερη και 15-7-2002 έως 11-10-2004 η τρίτη, οι αιτούσες προσλαμβάνονταν για να εργαστούν στο καθού: α) η πρώτη ως υπάλληλος του κλάδου ΔΕ Διοικητικού στο Ινστιτούτο Χαρτογράφησης και Ταξινόμησης Εδαφών και οι δραστηριότητές της αφορούν τα υλοποιούμενα από την υπηρεσία του καθού προγράμματα του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων που σχετίζονται με διενεργούμενους ελέγχους στις δηλώσεις Ολοκληρωμένου Συστήματος Διαχείρισης Εκμεταλλεύσεων (ΟΣΔΕ) με χρήση Γεωγραφικών Συστημάτων Εντοπισμού (GPS), χρήση Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών (GIS), χρήση Ηλεκτρονικού Υπολογιστή (Η/Υ) και ταξινόμηση δειγμάτων βάμβακος (βλ. υπ' αριθμ. .../2004 βεβαίωση προϋπηρεσίας του καθού η αίτηση, επίσης και από 26-3-2002, 14-6-2002, 2-1-2003, 17-4-2003, 12-6-2003, 6-8-2003, 2-1-2004, 6-2-2004, 7-3-2004, 24-6-2004 προσκομιζόμενα με επίκληση σχετικά συμφωνητικά), β) η δεύτερη ως υπάλληλος ΔΕ Διοικητικού - Γεωγραφικά Πληροφοριακά Συστήματα στο Ινστιτούτο Χαρτογράφησης και Ταξινόμησης Εδαφών και οι δραστηριότητές της αφορούν τα υλοποιούμενα από την υπηρεσία του καθού προγράμματα του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων που σχετίζονται με διενεργούμενους ελέγχους στις δηλώσεις Ολοκληρωμένου Συστήματος Διαχείρισης Εκμεταλλεύσεων (ΟΣΔΕ) με χρήση Γεωγραφικών Συστημάτων Εντοπισμού (GPS), χρήση Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών (GIS), χρήση Ηλεκτρονικού Υπολογιστή (Η/Υ) και επεξεργασία δορυφορικών εικόνων (βλ. υπ' αριθμ. πρωτ. .../2004 βεβαίωση προϋπηρεσίας του καθού η αίτηση καθώς επίσης και από 1-8-2001, 2-1-2002, 1-4-2002, 14-6-2002, 2-1-2003, 17-4-2003, 12-6-2003, 6-8-2003 και 2-1-2004 ιδιωτικά συμφωνητικά μίσθωσης έργου και υπ' αριθμ. 472/10-2-2004 απόφαση του καθού η αίτηση) και γ) η τρίτη ως υπάλληλος του ΤΕΧΝΟΛΟΓΟΣ ΓΕΩΠΟΝΟΣ (ΦΠ) στο ινστιτούτο χαρτογράφησης και Ταξινόμησης Εδαφών και οι δραστηριότητές της αφορούν τα υλοποιούμενα από την υπηρεσία του καθού προγράμματα του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων που σχετίζονται με διενεργούμενους ελέγχους στις δηλώσεις Ολοκληρωμένου Συστήματος Διαχείρισης Εκμεταλλεύσεων (ΟΣΔΕ) με χρήση Γεωγραφικών Συστημάτων Εντοπισμού (GPS), χρήση Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών (GIS), χρήση Ηλεκτρονικού Υπολογιστή (Η/Υ) και επεξεργασία δορυφορικών εικόνων καθώς και στην ταξινόμηση δειγμάτων βάμβακος (βλ. υπ' αριθμ. πρωτ. .../2004 βεβαίωση προϋπηρεσίας του καθού η αίτηση καθώς επίσης και από 15-7-2002, 1-11-2002, 2-1-2003, 18-3-2003, 12-6-2003, 1-9-2003 και 2-1-2004 ιδιωτικά συμφωνητικά μίσθωσης έργου και υπ' αριθμ. 469/2004 απόφαση του καθού η αίτηση). Οι αιτούσες καθ' όλη τη διάρκεια αυτών εργάζονταν κανονικά σύμφωνα με το απαιτούμενο ωράριο, για τη λειτουργία του καθού και εργάσθηκαν καθ' όλο το προαναφερόμενο διάστημα εκάστη εξ' αυτών αντίστοιχα, χωρίς διακοπή. Έτσι η λειτουργία του καθού συνδέεται άμεσα και με την εργασία των αιτουσών, δεδομένου ότι δεν λειτουργούσε εποχιακά αλλά κάθε έτος και για όλο το έτος. Οι υπηρεσίες συνεπώς που προσέφεραν οι αιτούσες κάλυπταν διαρκείς και πάγιες ανάγκες του καθού και όχι πρόσκαιρες, ούτε κάθε φορά προσλαμβάνονταν για να αντιμετωπιστεί κάποιο έκτακτο ή απρόβλεπτο γεγονός, όπως άλλωστε πιθανολογήθηκε από και τις καταθέσεις των μαρτύρων και τις προαναφερόμενες βεβαιώσεις προϋπηρεσίας του καθού η αίτηση, στις οποίες η αρμόδια Διευθύντρια βεβαιώνει ότι οι αιτούσες κάλυπταν πάγιες, διαρκείς και λειτουργικές ανάγκες της υπηρεσίας του.

   Εξάλλου ο χρονικός περιορισμός των διαδοχικών αυτών συμβάσεων εργασίας δεν δικαιολογείται ούτε από την φύση των υπηρεσιών που παρείχαν οι αιτούσες, ούτε από τη φύση των καλυπτόμενων από την εργασία τους αναγκών του καθού η αίτηση, οι δε ως άνω συμβάσεις ήταν συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου και κατ' επίφαση μόνο φέρονται ως συμβάσεις έργου και για το λόγο επιπλέον ότι ο τόπος όπου οι αιτούσες παρείχαν τις υπηρεσίες τους καθώς και ο χρόνος που τις παρείχαν προσδιορίζονταν από τον καθού και οι διάδικοι δεν απέβλεπαν μόνο στο αποτέλεσμα (ανεξαρτήτως χρόνου). Επομένως οι συμβάσεις αυτές, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στην μείζονα σκέψη της παρούσας είναι άκυρες ως προς τον χρονικό αυτό περιορισμό και συνιστούν μία ενιαία σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου. Η απαγόρευση της σύναψης σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου που επιβάλλει ο Ν. 2190/1994, την οποία επικαλείται το καθού, έρχεται σε ευθεία αντίθεση με την προαναφερόμενη οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και συνεπώς δεν μπορεί να αποκλείσει την εφαρμογή των άρθρων 1 και 8 του Ν. 2112/1920, στην συγκεκριμένη περίπτωση, αφού συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις εφαρμογής του. (βλ. Ad hoc ΕφΚρ 446/2002 αδημ. προσκομιζόμενη).

   Συνεπώς πρέπει η αίτηση να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη, να υποχρεωθεί το καθού η αίτηση να αποδέχεται προσωρινά τις υπηρεσίες των αιτουσών, όπως και προηγουμένως, μέχρι την έκδοση τελεσίδικης απόφασης επί της κύριας αγωγής του (άρθρο 698 παρ. 1 περ. α του ΚΠολΔ). Τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολό τους μεταξύ των διαδίκων γιατί στην προκειμένη περίπτωση η ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν είναι ιδιαίτερα δυσχερής (άρθρο 179 ΚΠολΔ).