ΜΠρΗρ. 225/2004

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

ΑΤΕ - Οφειλές αγροτών - Επανακαθορισμός οφειλής - Δικαίωμα επιλογής ρύθμισης-.

 

Με την απόφαση αυτή το Δικαστήριο δέχτηκε ότι υπάγονται στον Ν. 2789/2000 οι οφειλές των κατά κύριο επάγγελμα αγροτών προς την Α.Τ.Ε. που είχαν ρυθμιστεί καθ' οιονδήποτε τρόπο, απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς της ΑΤΕ περί του αντιθέτου, την υποχρέωσε δε να προβεί στον επανακαθορισμό των οφειλών του ενάγοντα αγρότη σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

   ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

   ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

   Σύμφωνα με το άρθρο 30 § 1 του ν. 2789/2000 (έναρξη ισχύος από 11-2-2000), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 42 του ν. 2912/2001 (έναρξη ισχύος από 9-5-2001, ΦΕΚ Α' 94), «κατ' εξαίρεση των κειμένων διατάξεων, η υφιστάμενη συνολική οφειλή από κάθε είδους συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων, που έχουν συνομολογηθεί με πιστωτικά ιδρύματα και οι σχετικές συμβάσεις έχουν καταγγελθεί ή, προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών, έχουν κλείσει οριστικά ή, αν δεν συντρέχει τέτοια περίπτωση, η απαίτηση έχει καταστεί εν όλω ή εν μέρει ληξιπρόθεσμη και απαιτητή κατά τη σύμβαση ή το νόμο, μέχρι 31-12-2000 δεν δύναται να υπερβεί τα παρακάτω πολλαπλάσια του κατά περίπτωση ληφθέντος κεφαλαίου ή του αθροίσματος κεφαλαίων των περισσότερων δανείων ή, προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών, του ποσού της οφειλής όπως αυτή διαμορφώθηκε ένα έτος μετά τη λήψη του ποσού της τελευταίας πιστώσεως δανείου, προσαυξημένων των ποσών αυτών με συμβατικούς τόκους μέχρι το 50 % του ληφθέντος κεφαλαίου κατ' ανώτατο όριο. Προκειμένου για τον καθορισμό της βάσης υπολογισμού της οφειλής μετά την προσαύξηση των συμβατικών τόκων, τυχόν υπερβάλλον ποσό πέραν του 50% του ληφθέντος κεφαλαίου δεν υπολογίζεται πριν πολλαπλασιασθεί κατά περίπτωση : α) το τετραπλάσιο, εάν οι σχετικές συμβάσεις έχουν συναφθεί μέχρι τις 31-12-1985, ή προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών, η λήψη της τελευταίας πιστώσεως δανείου έγινε μέχρι την ημερομηνία αυτήν, β) το τριπλάσιο, εάν τα άνω περιστατικά συνέβησαν μετά την υπό (α) ημερομηνία και μέχρι 31-12-1990, γ) το διπλάσιο, εάν συνέβησαν μετά την υπό (β) ημερομηνία και μέχρι τις 31-12-2000. Σε κάθε περίπτωση, στο ποσό που λαμβάνεται ως βάση, σύμφωνα με τα παραπάνω, δεν υπολογίζονται τόκοι εξ ανατοκισμού. Εξάλλου, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του ως άνω νόμου, όπως το πρώτο εδάφιο της αντικαταστάθηκε με το άρθρο 42 § 1 του Ν. 2912/2001, «όλες οι καταβολές που έχουν γίνει οποτεδήποτε ή, προκειμένου περί αλληλόχρεων λογαριασμών, μετά από τη λήψη ποσού της οφειλής όπως αυτή διαμορφώθηκε ένα έτος μετά τη λήψη του ποσού της τελευταίας πιστώσεως δανείου, υπό των οφειλετών ή τρίτων χάριν αυτών, αφαιρούνται από τη συνολική οφειλή όπως αυτή θα προσδιοριστεί σύμφωνα με την παράγραφο 1 του παρόντος. Το αυτό ισχύει και για τα εισπραχθέντα από τα πιστωτικά ιδρύματα ποσά από διαδικασίες ατομικής ή συλλογικής εκτέλεσης, τηρουμένων κατά τα λοιπά των διατάξεων του ΚΠολΔ.». Συνεπώς, με το άρθρο 30 του Ν. 2789/2000, όπως αυτό τροποποιήθηκε αρχικά με το άρθρο 47 του Ν. 2873/2000 και στη συνέχεια με το άρθρο 42 του Ν. 2912/2001, εγκαθιδρύθηκε υποχρέωση των πιστωτικών ιδρυμάτων για τον επανακαθορισμό των προς αυτά οφειλών, από κάθε είδους συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων, που έχουν καταγγελθεί ή λήξει ως και την 31-12-2000, ώστε η εκάστοτε προς αυτά συνολική οφειλή, όπως αυτή είχε διαμορφωθεί είτε με βάση τις ισχύουσες συμφωνίες, είτε με βάση τελεσίδικες αποφάσεις, (άρθρο 42 § 3 του Ν. 2912/2001), να μην υπερβαίνει ορισμένα πολλαπλάσια του κατά περίπτωση ληφθέντος κεφαλαίου ή του αθροίσματος κεφαλαίων των περισσότερων δανείων, που περιοριστικά καθορίζει ο ίδιος νόμος. Ενόψει των παραπάνω ποσοτικών ορίων, το άρθρο 30 § 4 του Ν. 2789/2000 καθιερώνει ειδικότερα διαδικασία υποβολής των απαιτήσεων των πιστωτικών ιδρυμάτων σε αναπροσαρμογή ή «επαναρρύθμιση» (άρθρο 42 παρ. 6 του Ν. 2912/2001), διαδικασία που κινείται με την υποβολή σχετικής αιτήσεως από τον εκάστοτε οφειλέτη και λήγει με τη γνωστοποίηση από το πιστωτικό ίδρυμα του ύψους της επανακαθοριζόμενης οφειλής κατά κεφάλαιο και τόκους, όπως αυτή θα διαμορφωθεί με εφαρμογή του άρθρου 30 §§ 1 και 2 του Ν. 2789/2000 (άρθρο 30 § 5 Ν. 2789/2000, βλ. Σχινά «Ρυθμίσεις παλαιών οφειλών υπό του άρθρου 30 Ν. 2789/2000 και του άρθρου 42 Ν. 2912/2001, ΕΕμπΔ 2001.616 επ.). Προφανής σκοπός της καθιερούμενης αυτής υποχρεώσεως των τραπεζικών ιδρυμάτων, για τον επανακαθορισμό των απαιτήσεων τους, είναι η αντιμετώπιση του φαινομένου της υπέρμετρης και επικίνδυνης για τους οφειλέτες διογκώσεως των προς τα πιστωτικά ιδρύματα οφειλών τους, ενόψει των υψηλών επιτοκίων και των υπό το ισχύον καθεστώς παράνομων ανατοκισμών κατά τις χρονικές περιόδους, στις οποίες αναφέρεται η σχετική ρύθμιση (βλ. Ψυχομάνη «Τραπεζικό δίκαιο», εκδ. 2001, σελ. 120-121, Γέσιου-Φαλτσή, γνωμοδότηση, ΕλΔνη 44.103, ΜΠΠειρ 2891/2003 ΝΟΜΟΣ). Ως «υφιστάμενη συνολική οφειλή», κατά την ανωτέρω ρύθμιση, νοείται η οφειλή, η οποία περιλαμβάνει κεφάλαιο και κάθε άλλο ποσό παρεπόμενο τούτου, όπως τόκους συμβατικούς και υπερημερίας, όχι όμως και τόκους εξ ανατοκισμού, διότι αυτοί, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 30 § 1 Ν. 2789/2000, δεν λαμβάνονται υπόψη, έξοδα δικαστικά και πάσης άλλης φύσεως, προμήθειες, επιβαρύνσεις κλπ. (βλ. ΜΠΗρ 313/2003 αδημ., Σχινά ο.π.). Περαιτέρω, σύμφωνα με την παράγραφο 8 του άρθρου 30 του ως ιδίου νόμου, «οι διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν επηρεάζουν όσα είτε κρίθηκαν, οποτεδήποτε, τελεσίδικα, εκτός αν εκκρεμούν κατά την ημερομηνία ψήφισης του παρόντος στον Αρειο Πάγο, είτε ρυθμίστηκαν με διάταξη νόμου ή με συμβιβασμό, αναγνώριση χρέους ή άλλη συμφωνία μεταξύ των πιστωτικών ιδρυμάτων και οφειλετών για συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος και οι σχετικές συμφωνίες εξακολουθούν να δεσμεύουν τα μέρη ... Κατ' εξαίρεση , προκειμένου περί οφειλών κατά κύριο επάγγελμα αγροτών από την Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος ΑΕ. που έχουν ρυθμιστεί με οποιονδήποτε τρόπο και οι ρυθμίσεις αυτές εξακολουθούν να ισχύουν κατά τη δημοσίευση του παρόντος, παρέχεται η ευχέρεια στους οφειλέτες, με γραπτή δήλωση τους προς την τράπεζα, να επιλέξουν είτε την εξακολούθηση εφαρμογής της υφιστάμενης ρύθμισης είτε την υπαγωγή τους στην παράγραφο 1 του παρόντος. Το δικαίωμα της επιλογής πρέπει να ασκηθεί εντός τριών μηνών από τη δημοσίευση του παρόντος, διαφορετικά εξακολουθεί να ισχύει η ρύθμιση". Με το άρθρο 42 παρ. 4 του Ν. 2912/2001 ορίστηκε ότι «η προβλεπόμενη στην παράγραφο 8 του παραπάνω άρθρου προθεσμία για την άσκηση του δικαιώματος επιλογής εκ μέρους των κατά κύριο επάγγελμα αγροτών παρατείνεται αφότου έληξε μέχρι 30-9-2001". Ο ανωτέρω νόμος στην παράγραφο 8 εισάγει εξαιρετικό δίκαιο, παρέχοντας την ευχέρεια στους αγρότες, που οφείλουν ποσά που έχουν ρυθμιστεί με άλλο τρόπο από την Αγροτική Τράπεζα, να επιλέξουν αυτοί, σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται, αν θα ρυθμιστούν με βάση το Ν. 2789/2000 ή θα εξακολουθήσει να ισχύει η παλαιά ρύθμιση. Είναι φανερό ότι ο νομοθέτης θέλησε, εν προκειμένω, να λάβει μέριμνα και να αντιμετωπίσει ευνοϊκά το πρόβλημα των οφειλών μιας ευαίσθητης κοινωνικής ομάδας, όπως οι αγρότες, που έχουν σημαντικό μερίδιο προσφοράς στην οικονομία της χώρας και τα έσοδα των οποίων εξαρτώνται από αστάθμητους παράγοντες και κατά συνέπεια δεν είναι λίγες οι φορές που αδυνατούν να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις τους, που πηγάζουν από δανειακές συμβάσεις με την Αγροτική Τράπεζα, αναγκάζοντας τους να συνάπτουν εκ νέου δανειακές συμβάσεις με αποτέλεσμα η κατάσταση αυτή να διαιωνίζεται. Εξάλλου, στην παράγραφο 9 περίπτωση α' του ιδίου άρθρου, όπως τροποπ. με το άρθρο 42 § 5 του Ν. 2912/2001, ορίζεται ότι «δεν υπάγονται στις ρυθμίσεις του παρόντος άρθρου οφειλές επιχειρήσεων για τις οποίες έχουν εκδοθεί ατομικές ή γενικές υπουργικές αποφάσεις για τη ρύθμιση τους με ειδικούς όρους, και εφόσον έχουν υπογραφεί οι σχετικές συμβάσεις, όπου αυτές απαιτούνται». Ως «επιχείρηση» δε νοείται το σύνολο πραγμάτων, δικαιωμάτων και πραγματικών καταστάσεων ή σχέσεων (λ.χ. κινητά, ακίνητα, απαιτήσεις, πελατεία, καλή φήμη, εμπορικά απόρρητα, εμπορική πίστη, τέχνη, δίκτυο λειτουργίας, διαφήμιση, τεχνογνωσία, εφευρέσεις κ.λπ.), τα οποία έχουν οργανωθεί σε οικονομική ενότητα από τον φορέα τους (φυσικό ή νομικό πρόσωπο) για την επίτευξη κερδοσκοπικού σκοπού (ΑΠ 5/2002 ΕλΔνη 44.182, ΑΠ 730/2002 ΕλΔνη 43.1603, ΑΠ 109/1997 ΕλΔνη 39.96, ΑΠ 412/1990 ΕΕμπΔ 43.48, ΕΑ 3916/2003 ΔΕΕ 2003.1049, ΕΑ 9675/1999 ΕλΔνη 41.1394, ΕΑ 5460/1998 ΕλΔ 39.1401, ΕΠειρ 702/1994 ΕλΔ 36.677). Από τη γραμματική διατύπωση, συνεπώς, της τελευταίας αυτής διάταξης (άρθρο 30 § 9 περ. α') συνάγεται ότι στην ρύθμιση του άρθρου 30 § 1 Ν. 2789/2000 δεν υπάγονται οι οφειλές, μόνο επιχειρήσεων, υπό την παραπάνω έννοια, για τις οποίες έχουν εκδοθεί ατομικές ή γενικές υπουργικές αποφάσεις που τις ρυθμίζουν. Η εν λόγω απαγόρευση δεν αφορά οφειλές ιδιωτών και δη κατά κύριο επάγγελμα αγροτών, που ασκούν τη δραστηριότητα τους όχι με την μορφή της επιχείρησης. Αν ήταν τέτοια η βούληση του νομοθέτη θα το όριζε ειδικά, όπως έπραξε στην περίπτωση δ' εδάφιο β' της ίδιας παραγράφου, μετά την συμπλήρωση της με το άρθρο 42 § 9 του Ν. 2912/2001, όπου αναφέρεται σε εγγυήσεις «ιδιωτών». Προς τη γραμματική ερμηνεία της εν λόγω διάταξης συνάδει και ο σκοπός του νομοθέτη, ειδικά όσον αφορά τους αγρότες, τους οποίους, όπως προαναφέρθηκε, θέλησε να αντιμετωπίσει ευνοϊκότερα από άλλες κατηγορίες οφειλετών. Εξάλλου, από την αντιπαραβολή της διατύπωσης του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 8 του άρθρου 30 Ν. 2789/2000 με το τέταρτο εδάφιο της ίδιας παραγράφου, που αφορά τους κατά κύριο επάγγελμα αγρότες, προκύπτει ότι με το μεν πρώτο εδάφιο εισάγεται εξαίρεση από την εφαρμογή του νόμου αυτού για τις οφειλές που ρυθμίστηκαν είτε «με διάταξη νόμου ή με συμβιβασμό, αναγνώριση χρέους ή άλλη συμφωνία μεταξύ των πιστωτικών ιδρυμάτων και οφειλετών», ενώ στο τέταρτο εδάφιο γίνεται λόγος για οφειλές «που έχουν ρυθμιστεί με οποιονδήποτε τρόπο». Ενώ δηλαδή στο πρώτο εδάφιο ο νομοθέτης καθορίζει συγκεκριμένα και περιοριστικά τα είδη των ρυθμίσεων (των οφειλών), που δεν εμπίπτουν στο πεδίο του Ν. 2789/2000, στο τέταρτο εδάφιο αναφέρεται γενικά για οφειλές αγροτών που έχουν ρυθμιστεί με «οποιονδήποτε τρόπο», με την έννοια ότι η ρύθμιση αυτή μπορεί να έχει προκύψει είτε με έναν από τους ανωτέρω τρόπους (διάταξη νόμου, συμβιβασμό, αναγνώριση χρέους, συμφωνία πιστωτικού ιδρύματος και οφειλέτη) είτε με έναν οποιονδήποτε άλλο τρόπο, ακόμη και με ατομική ή γενική υπουργική απόφαση. Πέραν τούτων, επειδή η παράγραφος 9 του άρθρου 30 Ν. 2789/2000 εισάγει εξαίρεση από τον κανόνα της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού δεν είναι δυνατό να ερμηνευτεί διασταλτικά έτσι, ώστε να στην έννοια της λέξεως «επιχειρήσεις» να συμπεριληφθούν και φυσικά πρόσωπα που δεν είναι φορείς κάποιας επιχείρησης, υπό την έννοια με την οποία προσδιορίστηκε ανωτέρω η «επιχείρηση». Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 70 ΚΠολΔ, είναι δυνατή η άσκηση αναγνωριστικής αγωγής και για την άρση της αβεβαιότητας ως προς την έννοια νομικής διάταξης, εφόσον όμως το νομικό ζήτημα, του οποίου η επίλυση ζητείται, συνδέεται με συγκεκριμένη έννομη σχέση, η οποία, ως και τα πραγματικά περιστατικά τα παραγωγικά της έννομης συνέπειας που απορρέει από αυτή και της οποίας ζητείται κατά την έννοια που δίνεται στη νομική διάταξη αναγνώριση, αναφέρονται στο δικόγραφο της αγωγής, γιατί αλλιώς , χωρίς την αναφορά αυτή, απολήγει η αγωγή σε αίτηση για παροχή γνωμοδότησης από το δικαστήριο της έννοιας του νόμου και είναι απαράδεκτη (ΑΠ 989/96 ΕλΔνη 39.813, Νίκος σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ, υπό άρθρο 70 αρ. 1, Βαθρακοκοίλης, υπό άρθρο 70 αρ. 10).

   Στην προκειμένη περίπτωση οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι είναι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι του Β. Κ., ο οποίος ήταν κατά κύριο επάγγελμα αγρότης και ως τέτοιος έλαβε από την εναγομένη, κατά το χρονικό διάστημα από το 1982 έως το 1984, τα δάνεια που αναλυτικά αναφέρουν στην αγωγή τους, συνολικού ύψους 1.771.000 δρχ. Ότι με την από 25-9-2001 αίτηση τους προς την εναγομένη τράπεζα ζήτησαν την επαναρύθμιση των οφειλών του, σύμφωνα με το νόμο 2789/2000, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 42 του Ν. 2912/2001. Ότι η εναγομένη τους απάντησε ότι οι οφειλές του κληρονομουμένου από τα παραπάνω δάνεια δεν εμπίπτουν στις διατάξεις του ανωτέρω νόμου, διότι είχαν ρυθμιστεί με την υπ' αρ. 1173/1989 απόφαση της Επιτροπής Τιμών και Εισοδημάτων και τους ενημέρωσε ότι το ποσό που οφείλουν ακόμη ανέρχεται σε 15.000.000 δρχ. Ότι η οφειλή τους από τα πιο πάνω δάνεια εμπίπτει στο Ν. 2789/2000 και ανέρχεται σύμφωνα με τους υπολογισμούς τους σε μικρότερο ποσό από αυτό που ζητεί η εναγομένη, ήτοι σε 4.301.185 δρχ. ή 12.625 ευρώ, χωρίς να συμπεριληφθούν οι τόκοι για το διάστημα από 9-5-2001 και εντεύθεν. Ζητούν δε να αναγνωριστεί ότι η συνολική οφειλή τους προς την εναγομένη, μέχρι τις 9-5-2001, ανέρχεται σε 12.625 ευρώ, ως υπαγόμενη στη ρύθμιση του Ν. 2789/2000, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 42 του Ν. 2912/2001, και να καταδικαστεί η εναγομένη στα δικαστικά τους έξοδα. Με τέτοιο περιεχόμενο και αίτημα η κρινόμενη αγωγή αρμοδίως εισάγεται στο Δικαστήριο αυτό (άρθρα 14 § 2, 33 ΚΠολΔ) για να συζητηθεί κατά την τακτική διαδικασία. Είναι νόμιμη, σύμφωνα και με όσα εκτέθηκαν στην ανωτέρω μείζονα σκέψη, και στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 806, 1710, 1813, 1820, 1846, 1850, 1884, 1885 ΑΚ, 70, 176 ΚΠολΔ, 30 §§ 1, 2, 8 Ν. 2789/2000, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 42 του Ν. 2912/2001. Πρέπει, επομένως, να εξεταστεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

  Από τα νομίμως επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, αποδεικνύονται τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: Οι ενάγοντες είναι κληρονόμοι του Β. Κ. του Β., ο οποίος απεβίωσε χωρίς ν' αφήσει διαθήκη στις 6-6-1995. η μεν πρώτη ως σύζυγος αυτού από νόμιμο γάμο κατά το 1/4 εξ αδιαιρέτου και οι λοιποί ενάγοντες ως παιδιά του κατά τα 3/4 εξ αδιαιρέτου, κατ' ισομοιρίαν. Ο ανωτέρω κληρονομούμενος, όσο ζούσε, ήταν κατά κύριο επάγγελμα αγρότης, χωρίς να ασκεί κανενός είδους επιχείρηση, και είχε συνάψει με την εναγομένη τράπεζα τις εξής δανειακές συμβάσεις για τις γεωργικές και κτηνοτροφικές ανάγκες του επαγγέλματος του : 1) στις 7-10-1982 τη με αρ. 1615 σύμβαση, ποσού 238.000 δρχ., για την κατασκευή ξηραντηρίου, με τελευταία δόση αποπληρωμής την 31-10-1987, 2)στις 20-10-1982 τη με αρ. 1682 σύμβαση, ποσού 80.000 δρχ., για βαθιά άροση των αγροτεμαχίων του, με τελευταία δόση αποπληρωμής την 31-10-1990, 3) στις 20-1-1983 τη με αρ. 59 σύμβαση, ποσού 43.000 δρχ., για αγορά αρδευτικών ειδών, με τελευταία δόση αποπληρωμής την 30-9-1987, 4) στις 8-6-1983 τη με αρ. 926 σύμβαση, ποσού 80.000 δρχ., για κατασκευή οψιγιά σταφίδας, με τελευταία δόση αποπληρωμής την 30-9-1987, 5) στις 15-7-1983 τη με αρ. 217 σύμβαση, ποσού 700.000 δρχ. για την κατασκευή ποιμνιοστασίου, με τελευταία δόση αποπληρωμής την 30-9-1989, 6) στις 11-10-1983 τη με αρ. 254 σύμβαση, ποσού 270.000 δρχ., για την αποπεράτωση ποιμνιοστασίου, με τελευταία δόση αποπληρωμής την 30-9-1991, και 7) στις 16-1-1984 τη με αρ. 278 σύμβαση, ποσού 360.000 δρχ. , για την αγορά αιγοπροβάτων, με τελευταία δόση αποπληρωμής την 30-9-1988. Οι οφειλές από τις ανωτέρω δανειακές συμβάσεις κατέστησαν ληξιπρόθεσμες και ο οφειλέτης Β. Κ. συνήψε με την εναγομένη τράπεζα την υπ' αρ. 123/25-11-1994 πρόσθετη δανειστική σύμβαση ρύθμισης οφειλών , κατόπιν της με αρ. 1996/1994 απόφασης της Επιτροπής Τιμών και Εισοδημάτων για την απαλλαγή των κτηνοτρόφων από μέρος των τόκων και των ληξιπρόθεσμων οφειλών τους μέχρι 31-12-1991, με βάση την οποία εκδόθηκε η με αρ. πρωτ. 320981/2-3-1994 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας. Σύμφωνα με τους όρους της ρυθμιστικής αυτής σύμβασης η οφειλή του Β. Κ. καθορίστηκε σε 14.452.499 δραχμές. Συμφωνήθηκε δε ότι μέρος της οφειλής εκ δρχ. 3.109.624 δρχ. θα κάλυπτε το ελληνικό δημόσιο και το υπόλοιπο εκ δρχ. 11.342.875 δρχ. έπρεπε να καταβάλλει ο οφειλέτης, σε οκτώ δόσεις, η τελευταία, των οποίων έληγε στις 31-12-2003. Η ρύθμιση δηλαδή αυτή ίσχυε κατά το χρόνο δημοσίευσης του Ν. 2789/2000 στις 11-2-2000, οπότε δόθηκε η ευχέρεια στους αγρότες να επιλέξουν είτε την εξακολούθηση της υφιστάμενης ρύθμισης είτε την υπαγωγή τους στη διάταξη του άρθρου 30 § 1 του νόμου αυτού, εφόσον τηρούσαν την διαδικασία που όριζε η παράγραφος 8 του ιδίου άρθρου. Πράγματι, οι ενάγοντες, ως κληρονόμοι του Β.  Κ., υπεισερχόμενοι σε όλες τις υποχρεώσεις του κατά το λόγο της κληρονομικής τους μερίδας, στις 25-9-2001, δηλαδή εντός της προθεσμίας που όριζε η παράγραφος 8 του άρθρου 30 του Ν. 2789/2000 (ως αντικ. με το άρθρο 42 του Ν. 2912/2001) υπέβαλαν στην εναγομένη γραπτή δήλωση τους, με την οποία ζητούσαν να υπαχθούν στις διατάξεις του Ν. 2789/2000 και να γίνει επαναρύθμιση της οφειλής τους. Με την υπ' αρ. πρωτ. 116/17-1-2003 επιστολή της η εναγομένη απάντησε στους ενάγοντες ότι η οφειλή του κληρονομούμενου συζύγου και πατέρα τους δεν μπορεί να υπαχθεί στις διατάξεις αυτού του νόμου, διότι έχει ήδη ρυθμιστεί με την προαναφερομένη υπ' αρ. 123/1994 σύμβαση, που υπεγράφη μετά την υπ' αρ. 32098/1994 υπουργική απόφαση. Πλην όμως, σύμφωνα με την ερμηνεία του Δικαστηρίου αυτού για την έννοια της διάταξης της παραγράφου 9 περ. α' του άρθρου 30 του Ν. 2789/2000, συνέτρεχαν όλες οι προϋποθέσεις, που ορίζει ο νόμος αυτός για να υπαχθεί η οφειλή των εναγόντων στις διατάξεις του, αφού α) επρόκειτο για οφειλή κατά κύριο επάγγελμα αγρότη (του Β. Κ.) προς την Αγροτική Τράπεζα, β) είχε ρυθμιστεί ήδη με άλλο τρόπο (με υπουργική απόφαση κατόπιν απόφασης της Επιτροπής Τιμών και Εισοδημάτων), γ) η ρύθμιση αυτή ίσχυε κατά τη δημοσίευση του Ν. 2789/2000 και δ) οι οφειλέτες υπέβαλαν γραπτή δήλωση επιλογής προς την τράπεζα εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας (που έληγε στις 30-9-2001). Σύμφωνα λοιπόν και με όσα διαλαμβάνονται στη μείζονα σκέψη της παρούσας, η συγκεκριμένη οφειλή, αφού δεν είναι οφειλή επιχείρησης, αλλά ιδιώτη-φυσικού προσώπου που δεν είναι φορέας επιχείρησης, δεν υπάγεται στην εξαίρεση της παραγράφου 9 του άρθρου 30 Ν. 2789/2000, και τα όσα ισχυρίζεται με τις προτάσεις της η εναγομένη τράπεζα κρίνονται αβάσιμα. Επόμενος, η οφειλή των εναγόντων εμπίπτει στο πεδίο ρύθμισης του άρθρου 30 του Ν. 2789/2000, ως τροπ. με το άρθρο 42 Ν. 2912/2001, και μέχρι την 9-5-2001, χρόνος που θεωρείται κρίσιμος για τον επαναπροσδιορισμό της συνολικής οφειλής, ανέρχεται σε : 238.000 + 80.000 + 43.000 + 80.000 - 700.000 + 270.000 + 360.000 = 1.771.000 δρχ. το άθροισμα κεφαλαίων των παραπάνω δανείων + προσαύξηση με τόκους έως το 50%, 885.500 δρχ. = 2.656.500 δρχ. Χ 4 =10.626.000 δρχ. - 6.324.185 δρχ., οι καταβολές που έχουν γίνει, τις οποίες δεν αμφισβήτησε η εναγομένη = 4.301.815 δρχ. ή 12.625 ευρώ. Τους υπολογισμούς αυτούς σημειωτέον ότι η εναγομένη τράπεζα δεν τους αμφισβητεί. Ενόψει των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή η αγωγή και ουσιαστικά βάσιμη και να αναγνωριστεί ότι η επίδικη οφειλή των εναγόντων προς την εναγομένη τράπεζα, η οποία απορρέει από τις πιο πάνω δανειακές συμβάσεις, υπάγεται στις διατάξεις του άρθρου 30 του Ν. 2789/2000, όπως τροπ. με το άρθρο 42 Ν. 2912.2001 και ανέρχεται μέχρι τις 9-5-2001 σε 12.625 ευρώ. Τα δικαστικά έξοδα των εναγόντων πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εναγομένης, λόγω της ήττας της, όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό (άρθρο 176 ΚΠολΔ).

   ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

   ΔΙΚΑΖΕΙ κατ' αντιμωλία των διαδίκων.

   ΔΕΧΕΤΑΙ την αγωγή.

   ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η οφειλή των εναγόντων προς την εναγομένη, η οποία απορρέει από τις εξής δανειακές συμβάσεις : 1) τη με αρ. 1615/7-10-1982 σύμβαση, ποσού 238.000 δρχ. , 2) τη με αρ. 1682/20-10-1982 σύμβαση, ποσού 80.000 δρχ., 3) τη με αρ. 59/20-1-1983 σύμβαση, ποσού 43.000 δρχ., 4) τη με αρ. 926/8-6-1983 σύμβαση, ποσού 80.000 δρχ., 5) τη με αρ. 217/15-7-1983 σύμβαση, ποσού 700.000 δρχ., 6) τη με αρ. 254/11-10-1093 σύμβαση, ποσού 270.000 δρχ. και 7)τη με αρ. 278/16-1-1984 σύμβαση, ποσού 360.000 δρχ., υπάγεται στις διατάξεις του άρθρου 30 του Ν. 2789/2000, όπως τροπ. με το άρθρο 42 Ν. 2912/2001, και ανέρχεται μέχρι τις 9-5-2001 σε δώδεκα χιλιάδες εξακόσια είκοσι πέντε (12.625) ευρώ.

   ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα των εναγόντων σε βάρος της εναγομένης, τα οποία ορίζει σε πεντακόσια (500) ευρώ.

   Κρίθηκε κλπ.