ΜΠρΑθ 3237/2005

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Εργαστήριο ελευθέρων σπουδών - Διακοπή λειτουργίας τμήματος μεσούσης διδακτικής περιόδου - Αδικαιολόγητος πλουτισμός - Χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης -.

 

 

Εγγραφή του ενάγοντος σε τμήμα εργαστηρίου ελευθέρων σπουδών ραδιοτηλεοπτικών επαγγελμάτων, τριετούς φοιτήσεως, καταβολή διδάκτρων πρώτου έτους και φοίτηση. Διακοπή λειτουργίας του τμήματος κατά το δεύτερο και τρίτο διδακτικό έτος. Απορρίπτεται ως μη νόμιμη η αγωγή κατά τη βάση της, που στηρίζεται στις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού, διότι η αιτία για την οποία δόθηκε ο πλουτισμός επακολούθησε, αφού κατά το πρώτο διδακτικό έτος η εναγομένη του παρείχε τις υπηρεσίες της, ο δε ενάγων κατέβαλλε τη συμφωνηθείσα αμοιβή της. Οι νόμιμοι εκπρόσωποι της εναγομένης, οι οποίοι δεν προέβησαν στην διακοπή της λειτουργίας του ανωτέρω τμήματος κατά την έναρξη του διδακτικού έτους, αλλά προχώρησαν στη λειτουργία του, χωρίς προηγουμένως να ενημερώσουν τους σπουδαστές για το ενδεχόμενο της διακοπής της λειτουργίας του, την οποία (λειτουργία) και διέκοψαν μεσούσης της διδακτικής περιόδου, ενήργησαν κατά παράβαση των χρηστών ηθών, καθ’ όσον μπορούσαν να προβλέψουν κατά την έναρξη του (διδακτικού έτους) ότι η λειτουργία του θα διακοπεί για οικονομικούς λόγους. Συνεπεία της αδικοπραξίας των νομίμων εκπροσώπων της εναγομένης ο ενάγων υπέστη ηθική βλάβη και δικαιούται ευλόγου χρηματικής ικανοποιήσεως, την οποία το Δικαστήριο καθορίζει στο ποσό των 15.000 ευρώ.

 

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

   ΑΠΟΦΑΣΗ 3237/05

   ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

   ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

 

   ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Αλεξία - Ελένη Ντόρλη, Πρωτοδίκη, που ορίσθηκε από τον Πρόεδρο της τριμελούς διοικήσεως του Πρωτοδικείου και από τη Γραμματέα Μαρία Παπαθανασίου.

   ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριό του στις 17-2-2005, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

   ΤΟΥ ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ - ΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Μ. Σ. του Α. κατοίκου Λεμεσού Κύπρου, ο οποίος παραστάθηκε μετά της πληρεξούσιας δικηγόρου του Αννας Πλευρή.

   ΤΗΣ ΕΝΑΓΟΜΕΝΗΣ - ΚΑΘ’ΗΣ Η ΚΛΗΣΗ: Εταιρείας Περιορισμένης Ευθύνης με την επωνυμία «Α. Σ. ΕΠΕ», η οποία εκπροσωπείται νόμιμα και εδρεύει στο Μαρούσι Αττικής (οδός Θ. αριθ. * και Αστροναυτών), η οποία παραστάθηκε δια της πληρεξούσιας δικηγόρου της Αικατερίνης Ραμποτά.

   Ο ενάγων ζήτησε να γίνει δεκτή η αγωγή του, που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου με αριθμό 3581/2002, προσδιορίστηκε η 16-10-2003 οπότε και ματαιώθηκε. Ηδη φέρεται προς συζήτηση με την από 17-10-2003 κλήση του κυλούντος ενάγοντος που κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου με αριθμό 1278/2003 προσδιορίστηκε δικάσιμος η ανωτέρω και γράφτηκε στο πινάκιο.

   ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΖΗΤΗΣΗ της υποθέσεως στο ακροατήριο οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και τις προτάσεις τους.

    ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

    ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

   Ο καλών - ενάγων με την από 17-10-2003 (αριθ. κατάθ. 1278/2003) κλήση του νομίμως φέρει προς συζήτηση την από 10-4-2002 (αριθ. κατάθ. 3581/2002) αγωγή του η συζήτηση της οποίας ματαιώθηκε κατά τη δικάσιμο της 16-10-2002.

   Ο ενάγων στην υπό κρίση αγωγή του κατ’ εκτίμηση του δικογράφου εκθέτει ότι τον Ιούλιο του έτους 2000 προσήλθε με τον πατέρα του στο εργαστήριο ελευθέρων σπουδών ραδιοτηλεοπτικών επαγγελμάτων, που διατηρεί η εναγομένη στο Μαρούσι Αττικής εκδηλώνοντας ενδιαφέρον να φοιτήσει στο τμήμα της ενδυματολογίας υπάλληλος της εναγόμενης τον διαβεβαίωσε ότι η διάρκεια του τμήματος ενδυματολογίας είναι τριετής και ότι το κόστος των διδάκτρων θα ανερχόταν για το πρώτο έτος ήτοι 2000-2001 στο ποσό των 3.081,44 ευρώ. Ότι μετά τις ανωτέρω διαβεβαιώσεις πείστηκε και εγγράφηκε στον ανωτέρω τμήμα καταβάλλοντας ως προκαταβολή το ποσό των 586,94 ευρώ. Ότι για την παρακολούθηση των μαθημάτων του ανωτέρω τμήματος κατέβαλε το χρονικό διάστημα από Σεπτέμβριο του έτους 2000 έως και Ιούνιο του 2001 ως δίδακτρα το ποσό των 3.081,44 ευρώ. Επίσης κατέβαλε το ποσό των 8.804,11 ευρώ για την μίσθωση ακινήτου στην Ελλάδα, για δαπάνες συνήθους χρήσης του μισθίου και έξοδα διατροφής όπως αναλυτικώς περιγράφονται στο δικόγραφο της αγωγής καθώς και το ποσό των 1.698,24 ευρώ για οκτώ αεροπορικές μετακινήσεις από την Κύπρο, που είναι ο τόπος της κύριας κατοικίας του, στην Αθήνα και το αντίθετο. Ότι από υπαιτιότητα της εναγόμενης το ανωτέρω τμήμα δεν λειτούργησε κατά το δεύτερο και τρίτο διδακτικό έτος για το λόγο αυτό κατ’άρθρο 382 Α.Κ. επικαλούμενος τα δικαιώματα του άρθρου 380 Α.Κ. ζητεί την καταβολή των ανωτέρω ποσών ήτοι συνολικά το ποσό των 13.583,79 ευρώ κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Περαιτέρω ισχυριζόμενος ότι αν και οι νόμιμοι εκπρόσωποι της εναγομένης γνώριζαν ότι το ανωτέρω τμήμα δεν θα λειτουργήσει τα επόμενα δύο έτη προέβησαν στην εγγραφή του κατά παράβαση των χρηστών ηθών. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητεί να του επιδικαστεί ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης, που υπέστη από την αδικοπραξία των νομίμων εκπροσώπων της εναγομένης το ποσό των 30.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινώς εκτελεστή και να καταδικαστεί η εναγομένη στα δικαστικά του έξοδα.

   Η αγωγή εισάγεται προς συζήτηση ενώπιον του αρμοδίου καθ’ ύλην και κατά τόπον Δικαστηρίου (άρθρα 14 παρ. 2 και 25 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ) κατά την προκειμένη τακτική διαδικασία. Ωστόσο, είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη κατά τη βάση της, που στηρίζεται στις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού, διότι η αιτία για την οποία δόθηκε ο πλουτισμός επακολούθησε, αφού κατά τα εκτιθέμενα σε αυτή κατά το διδακτικό έτος 2000-2001 η εναγομένη του παρείχε τις υπηρεσίες της, ο δε ενάγων κατέβαλλε τη συμφωνηθείσα αμοιβή της. Περαιτέρω η αγωγή είναι νόμιμη κατά τη βάση της αδικοπραξίας και στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων 346,914,919,932 Α.Κ., 176,907 και 908 Κ.Πολ.Δ. Επομένως η αγωγή κατά το μέρος, που κρίθηκε νόμιμη, πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω και ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι καταβλήθηκε το απαιτούμενο τέλος δικαστικού ενσήμου με τις νόμιμες προσαυξήσεις υπέρ τρίτων, όπως τούτο προκύπτει από το υπ’ αριθ. 10399866/2005 διπλότυπο είσπραξης της ΙΘ’ Δ.Ο.Υ. Αθηνών, το υπ’ αριθ. 917/20056 γραμμάτιο είσπραξης του ΤΠΔΑ και το υπ’ αριθ. 502910/2005 γραμμάτιο του Τ.Ν., που προσκομίζει ο ενάγων.

   Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης τούτου από τα έγγραφα τα οποία επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι τα οποία λαμβάνονται υπόψη, είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια από τις ομολογίες των διαδίκων όπου ειδικώς και περιοριστικώς αναφέρονται κατωτέρω αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων περί τον Ιούλιο του έτους 2000 προσήλθε με τον πατέρα του στο εργαστήριο ελευθέρων σπουδών ραδιοτηλεοπτικών επαγγελμάτων, που διατηρεί η εναγομένη εκδηλώνοντας ενδιαφέρον φοίτησης για το τμήμα της ενδυματολογίας. Η υπάλληλος της εναγόμενης τον διαβεβαίωσε ότι στο ανωτέρω εργαστήριο ελευθέρων σπουδών λειτουργεί τμήμα ενδυματολογίας, η διάρκεια του οποίου είναι τριετής και ότι το κόστος των διδάκτρων θα ανερχόταν για το πρώτο έτος ήτοι 2000-2001 στο ποσό των 3.081,44 ευρώ. Ο ενάγων πεισθείς στις διαβεβαιώσεις της προστηθείσας υπαλλήλου της εναγομένης ενεγράφη στο τμήμα της ενδυματολογίας για το διδακτικό έτος 2000 - 2001 καταβάλλοντας ως προκαταβολή το ποσό των 586,94 ευρώ. Μάλιστα μετά από αίτησή του, του χορηγήθηκε και η υπό χρονολογία 4-9-2000 βεβαίωση του διευθυντή του ανωτέρω τμήματος Ι. Κ, στην οποία αναφέρεται ότι η φοίτηση του τμήματος είναι τριετής. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι οι νόμιμοι εκπρόσωποι του εργαστηρίου προέβησαν στην λειτουργία του ανωτέρω τμήματος παρότι από τον Σεπτέμβριο του έτους 2000 ο αριθμός των εγγεγραμένων σπουδαστών ήταν μικρότερος του προβλεπόμενου. Ειδικότερα όπως προκύπτει από την κατάθεση της μάρτυρας ανταπόδειξης εγγράφηκαν δεκαοκτώ σπουδαστές αντί των τριάντα, που ήταν ο προβλεπόμενος αριθμός. Επίσης οι νόμιμοι εκπρόσωποι του εργαστηρίου προέβησαν στη λειτουργία του ανωτέρω τμήματος παρότι γνώριζαν ότι η απώλεια των εσόδων από τη μη επίτευξη του προβλεπόμενου αριθμού σπουδαστών δεν ηδύνατο να αντιμετωπιστεί με περαιτέρω αύξηση των διδάκτρων. Για το λόγο αυτό στον ισολογισμό της εταιρικής χρήσης του έτους 2000 διαπιστώθηκε ότι το παθητικό της εταιρείας υπερέβαινε το ποσό των 26.000.000 δραχμών, ενώ κατά την εταιρική χρήση του έτους 2001 το ύψος του παθητικού θα ανερχόταν στο ποσό των 45.620.491 δραχμών, γεγονός το οποίο ομολογεί άλλωστε με τις προτάσεις της και η εναγόμενη. Επομένως οι νόμιμοι εκπρόσωποι της εναγομένης, οι οποίοι δεν προέβησαν στην διακοπή της λειτουργίας του ανωτέρω τμήματος κατά την έναρξη του διδακτικού έτους 2000-2001, αλλά προχώρησαν στη λειτουργία του χωρίς προηγουμένως να ενημερώσουν τους σπουδαστές για το ενδεχόμενο της διακοπής της λειτουργίας του την οποία (λειτουργία) διέκοψαν μεσούσης της διδακτικής περιόδου, ενήργησαν κατά παράβαση των χρηστών ηθών (919 Α.Κ.) καθ’ όσον μπορούσαν να προβλέψουν κατά την έναρξη του (διδακτικού έτους) ότι η λειτουργία του θα διακοπεί για οικονομικούς λόγους. Συνεπεία της αδικοπραξίας των νομίμων εκπροσώπων της εναγομένης ο ενάγων υπέστη ηθική βλάβη λόγω της στεναχώριας, που δοκίμασε από την διακοπή των σπουδών του και της αποτυχημένης προσπάθειάς του να συνεχίσει τις σπουδές στην Ιταλία, διότι την περίοδο εκείνη δεν λειτουργούσε άλλο τμήμα ενδυματολογίας στην Ελλάδα. Επομένως δικαιούται ευλόγου χρηματικής ικανοποιήσεως, την οποία το Δικαστήριο καθορίζει στο ποσό των 15.000 ευρώ, λαμβάνοντας προς τούτο υπόψη του (ΑΠ 1003/1999 ΕλλΔ/νη 40.1705, ΑΠ 350/1999 ΕλλΔ/νη 40,515) τον βαθμό του πταίσματος της εναγομένης, το μέγεθος της προσβολής και της ζημίας του ενάγοντος, καθώς και την κοινωνικοοικονομική θέση και κατάσταση των διαδίκων, εκ των οποίων ο ενάγων, εργάζεται πλέον ως πωλητής, η δε εναγομένη είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω η αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Το παρεπόμενο αίτημα περί κηρύξεως της απόφασης προσωρινώς εκτελεστής πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτό, διότι το Δικαστήριο κρίνει ότι ο ενάγων θα υποστεί βλάβη από την επιβράδυνση της εκτέλεσης. Τέλος, η εναγόμενη λόγω της εν μέρει ήττας της πρέπει να καταδικαστεί σε μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό (άρθρο 178 Κ.Πολ.Δ).

   ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

   ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’αντιμωλία των διαδίκων.

   ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ότι κρίθηκε απορριπτέο στο σκεπτικό.

   ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

   ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των δεκαπέντε χιλιάδων (15.000) ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.

   ΚΗΡΥΣΣΕΙ την απόφαση εν μέρει προσωρινώς εκτελεστή για το ποσό των δέκα χιλιάδων (10.000) ευρώ.

   ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ την εναγομένη στην πληρωμή μέρους των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος το ύψος των οποίων ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων πενήντα (450) ευρώ.

   ΚΡΙΘΗΚΕ αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του στην Αθήνα σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στις 16-8-2005.