ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΜονΔΠρΑθ 506/2019

 

Αστική ευθύνη νπδδ - ΕΦΚΑ - Περικοπές συντάξεων - Αντισυνταγματικότητα ρύθμισης- Δικαστικοί λειτουργοί -.

 

Συνταγματικός ο περιορισμός της κύριας σύνταξης της ενάγουσας που επήλθε με τους νόμους 3863/2010 και 3865/2010. Ως προς τον εν λόγω περιορισμό δεν θεμελιώνεται ευθύνη του εναγόμενου Ταμείου προς αποζημίωση ούτε κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού. Οι μειώσεις που επήλθαν στην σύνταξη της ενάγουσας, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 6 του Ν. 4051/2012 και του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.5 περ. 1 του Ν. 4093/2012, είναι αντίθετες στο Σύνταγμα και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Στοιχειοθετείται ευθύνη του εναγόμενου Ταμείου προς αποζημίωση της ενάγουσας.

 

 

 

Αριθμός Απόφασης 506/2019

 

ΤΟ

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Τμήμα 2ο Μονομελές

 

   σ υ ν ε δ ρ ί α σ ε δημόσια στο ακροατήριο του στις 22 Μαϊου 2018 με δικαστή τον ’γγελο Σκουρλή, Πρωτοδίκη Δ.Δ. και γραμματέα τη Μαρία Σκουλά, δικαστικό υπάλληλο,

 

    γ ι α να δικάσει την αγωγή με ημερομηνία κατάθεσης 9.11.2017, καθώς και την με ημερομηνία κατάθεσης 3.5.2018 παρεμπίπτουσα αγωγή

 

    τ η ς …, κατοίκου Αγίας Παρασκευής Αττικής (οδός …), η οποία δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο, αλλά λογίζεται ότι παραστάθηκε με δήλωση, κατ’ άρθρο 133 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ., που υπογράφει η ίδια

 

    κ α τ ά του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (ν.π.δ.δ.) με την επωνυμία «Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης» (Ε.Φ.Κ.Α.), το οποίο εκπροσωπείται από το Διοικητή του και παραστάθηκε με δήλωση, κατ’ άρθρο 133 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ., του πληρεξούσιου δικηγόρου Κωνσταντίνου Φανού

 

 

Το Δικαστήριο αφού μελέτησε  τα σχετικά έγγραφα

Σκέφθηκε κατά το νόμο

 

 

    1. Επειδή, με την κρινόμενη κύρια αγωγή ζητείται να υποχρεωθεί το εναγόμενο ν.π.δ.δ. να καταβάλει στην ενάγουσα, πρώην δικαστική λειτουργό και συνταξιούχο του Τομέα Ασφάλισης Νομικών (Τ.Α.Ν.) του Ε.Φ.Κ.Α., κατ’ ευθεία εφαρμογή συνταγματικών και υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεων, άλλως κατ’  εφαρμογή των άρθρων 105 και 106 του Εισ.Ν.Α.Κ., άλλως σύμφωνα με τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, νομιμοτόκως από το χρόνο επίδοσης της αγωγής, το ποσό των 4.591,31 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στις διενεργηθείσες στην σύνταξη του Τ.Α.Ν. περικοπές, κατά το χρονικό διάστημα από 1.10.2013 έως 30.11.2017, λόγω της εφαρμογής των, κατά τους ισχυρισμούς της, αντικείμενων στο Σύνταγμα και το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), διατάξεων των νόμων 4051/2012 και 4093/2012, καθώς και της παρακράτησης της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων των ν. 3863/2010 και 3865/2010.

 

    2. Επειδή, περαιτέρω, με την κρινόμενη παρεμπίπτουσα αγωγή ζητείται να υποχρεωθεί το εναγόμενο ν.π.δ.δ. να καταβάλει στην ενάγουσα, νομιμοτόκως, ποσό 571,62 ευρώ, το οποίο, κατά τους ισχυρισμούς της, αντιστοιχεί στα επιμέρους ποσά μη νόμιμων παρακρατήσεων και περικοπών που εξακολούθησαν να διενεργούνται στην καταβαλλόμενη σύνταξή της από το Τ.Α.Ν. το χρονικό διάστημα μετά την άσκηση της κύριας αγωγής και ειδικότερα από 1.12.2017 και έως τη συζήτηση της στο ακροατήριο στην παρούσα δικάσιμο (22.5.2018). Με το περιεχόμενο αυτό η παρεμπίπτουσα αυτή αγωγή, αντικείμενο της οποίας αποτελεί, σύμφωνα με το άρθρο 77 παρ. 1 εδαφ. β΄ του Κ.Δ.Δ., το αιτούμενο ποσό, ως συμπληρωματική της αρχικής παροχής, λόγω διεύρυνσης της αρχικής αξίωσης της ενάγουσας μετά το χρόνο κατάθεσης της κύριας αγωγής, παραδεκτώς ασκείται εν προκειμένω, δοθέντος ότι έλαβε χώρα επίδοση αυτής προς το εναγόμενο ν.π.δ.δ. στις 4.5.2018, σύμφωνα τα οριζόμενα στο άρθρο 77 παρ. 2 και 114 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ. (βλ. την με αριθ. 4656Δ΄/4.5.2018 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών Καλλιόπης Ελευθερίου Κονδυλάκη). Ενόψει τούτου, εξάλλου, η κρινόμενη παρεμπίπτουσα αγωγή, για την οποία (όπως και για την κύρια) δεν απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου κατά το άρθρο 274 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ., πρέπει να συνεκδικαστεί με την κρινόμενη κύρια αγωγή, λόγω συνάφειας κατά τα άρθρα 125 και 122 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ. και να εξετασθεί από κοινού με αυτήν, περαιτέρω, κατ’ ουσία.

 

    3. Επειδή, στο άρθρο 38 του ν. 3863/2010 με τίτλο «Νέο Ασφαλιστικό Σύστημα και συναφείς διατάξεις, ρυθμίσεις στις εργασιακές σχέσεις» (Α΄ 115), ως ίσχυε κατά το κρίσιμο εν προκειμένω χρονικό διάστημα, ήτοι μετά την αναπροσαρμογή των σχετικών ποσοστών παρακράτησης της παρ. 2 αυτού, δυνάμει της διάταξης του άρθρου 44 παρ. 10 του ν. 3986/2011 (Α΄ 152), ορίζεται ότι «1. Από 1.8.2010 θεσπίζεται Εισφορά Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΑΣ) η οποία τηρείται σε λογαριασμό με οικονομική και λογιστική αυτοτέλεια, στο Ασφαλιστικό Κεφάλαιο Αλληλεγγύης Γενεών (ΑΚΑΓΕ) το οποίο συστάθηκε με τις διατάξεις του άρθρου 149 του ν. 3655/2008 (ΦΕΚ 58 Α΄). Σκοπός του Λογαριασμού είναι η κάλυψη ελλειμμάτων των κλάδων κύριας σύνταξης Φ.Κ.Α., καθώς και η χρηματοδότηση του Προγράμματος “Πρόγραμμα κατ’ οίκον φροντίδας συνταξιούχων”. 2. Η Εισφορά Αλληλεγγύης Συνταξιούχων παρακρατείται μηνιαία κατά την καταβολή της σύνταξης από τις συντάξεις κύριας ασφάλισης των συνταξιούχων του Δημοσίου, NAT και των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης (Φ.Κ.Α.) αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης υπολογίζεται στο συνολικό ποσό της σύνταξης και καθορίζεται ως εξής: α. Για συντάξεις από 1.400,01 € έως 1.700,00 €, ποσοστό 3% β. Για συντάξεις από 1.700,01 € έως 2.000,00 €, ποσοστό 6% γ. Για συντάξεις από 2.000,01 € έως 2.300,00 €, ποσοστό 7% δ. Για συντάξεις από 2.300,01 € έως 2.600,00 €, ποσοστό 9% ε. Για συντάξεις από 2.600,01 € έως 2.900,00 €, ποσοστό 10% στ. Για συντάξεις από 2.900,01 € έως 3.200,00 €, ποσοστό 12% ζ. Για συντάξεις από 3.200,01 € έως 3.500,00 €, ποσοστό 13% η. Για συντάξεις από 3.500,01 € και άνω, ποσοστό 14% 3.α. Για την πρώτη κατηγορία το ποσό της σύνταξης μετά την παρακράτηση της εισφοράς δεν μπορεί να υπολείπεται των χιλίων τετρακοσίων ευρώ (1.400 €). β. … γ. ... δ. … ε. ... 4. Τα ποσά που παρακρατούνται με ευθύνη του Δημοσίου, του NAT και των Φ.Κ.Α. αποδίδονται στο Λογαριασμό του ΑΚΑΓΕ το αργότερο μέχρι το τέλος του επομένου, από την παρακράτηση, μήνα. 5. Η οικονομική και λογιστική λειτουργία του Λογαριασμού της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων είναι η ίδια με αυτή που ισχύει για το Α.Κ.Α.Γ.Ε.. Τα κεφάλαια του Λογαριασμού επενδύονται στο Κοινό Κεφάλαιο Τραπέζης Ελλάδος. 6. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης καθορίζεται η διαδικασία: α) απόδοσης της εισφοράς στο Λογαριασμό και β) η διαδικασία μεταφοράς των ποσών στους Φ.Κ.Α.. Με όμοια απόφαση καθορίζεται το ύψος του ποσού που απαιτείται κάθε φορά για κάλυψη του ελλείμματος του κλάδου κύριας σύνταξης. 7. Μετά την 1.1.2015 τα ποσά της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων μεταφέρονται στο Α.Κ.Α.Γ.Ε. και αποτελούν έσοδο του Ασφαλιστικού Κεφαλαίου Αλληλεγγύης Γενεών». Εξάλλου, όμοια με την ανωτέρω ρύθμιση περιελήφθη και στο άρθρο 11 του ν. 3865/2010, με τον τίτλο «Μεταρρύθμιση Συνταξιοδοτικού Συστήματος του Δημοσίου και συναφείς διατάξεις» (Α΄ 120).

 

    4. Επειδή, όπως κρίθηκε με τις 2287 - 2290/2015 αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την εμφάνιση της οξύτατης δημοσιονομικής κρίσης στις αρχές του έτους 2010, ο νομοθέτης, εκτιμώντας ότι υφίστατο άμεσος κίνδυνος κατάρρευσης της οικονομίας και χρεοκοπίας της Χώρας και ότι ο μόνος τρόπος για να αντιμετωπισθεί η κατάσταση ήταν η προσφυγή στη χρηματοδοτική υποστήριξη από τα κράτη της Ευρωζώνης και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, έλαβε, έναντι της υποστήριξης αυτής, κυριαρχικώς, σειρά μέτρων περιστολής των δημοσίων δαπανών, μεταξύ των οποίων και η διενέργεια περικοπών και μειώσεων συνταξιοδοτικών παροχών των συνταξιοδοτούμενων από τους φορείς υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης. Οι περικοπές και οι μειώσεις αυτές, οι οποίες ξεκίνησαν από τα επιδόματα εορτών και αδείας των οργανισμών κύριας ασφάλισης (άρθρο τρίτο παρ. 10 - 14 του ν. 3845/2010, Α΄ 65), συνεχίσθηκαν δε σε σύντομο χρονικό διάστημα με την εισφορά αλληλεγγύης των συνταξιούχων κύριας ασφάλισης (άρθρο 38 του ν. 3863/2010, Α΄ 115), την εν συνεχεία αναπροσαρμογή και τη συμπλήρωση της εισφοράς αυτής και την επέκτασή της στην επικουρική ασφάλιση (άρθρο 44 παρ. 10 - 13 του ν. 3986/2011), καθώς και τις μειώσεις στις συντάξεις των κάτω των 55 ετών συνταξιούχων και στις κύριες και επικουρικές συντάξεις που υπερβαίνουν, αντιστοίχως, τα 1200 και τα 150 ευρώ (άρθρο 2 παρ. 1 - 5 του ν. 4024/2011, Α΄ 226), εντάσσονται στις δέσμες μέτρων που έχουν ως βάση τις προβλέψεις του πρώτου «Μνημονίου» και του πρώτου «Μεσοπροθέσμου Πλαισίου» και συνιστούν, κατά τα προεκτεθέντα, μέτρα «άμεσης απόδοσης» για την εξεύρεση πόρων προς αντιμετώπιση της έκτακτης ανάγκης στην οποία βρέθηκε η Χώρα. Με τα δεδομένα αυτά, οι εν λόγω περικοπές, έχοντας αποφασισθεί υπό την πίεση των ως άνω όλως εξαιρετικών περιστάσεων και επιβαλλόμενες, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, για την άμεση αντιμετώπιση της κρίσης, δεν παραβιάζουν τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ.1, 4 παρ.1 και 5, 22 παρ.5, 25 παρ.1 και 4 και 106 παρ.1 του Συντάγματος. Ειδικότερα, οι πιο πάνω περικοπές, ενόψει του ύψους και των εν γένει χαρακτηριστικών τους, καθώς και των συνθηκών υπό τις οποίες θεσπίσθηκαν, ούτε στην αρχή της αναλογικότητας αντίκεινται, καθώς δεν παρίστανται, πάντως, απρόσφορες ή μη αναγκαίες να υπηρετήσουν το δημόσιο σκοπό για τον οποίο επιβλήθηκαν, ούτε τον πυρήνα του δικαιώματος στην κοινωνική ασφάλιση προσβάλλουν, καθώς δεν υφίστανται σοβαρές ενδείξεις ότι θίγουν το εγγυημένο από το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος ελάχιστο επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης των συνταξιούχων. Ενόψει, άλλωστε, των ανωτέρω συνθηκών της θέσπισής τους, δεν απαιτείτο περαιτέρω εκτίμηση των επιπτώσεών τους από το νομοθέτη. Τέλος, δεν δύναται να γεννηθεί ζήτημα παραβίασης της αρχής της προστατευόμενης εμπιστοσύνης, δεδομένου ότι τα ληφθέντα μέτρα επιβλήθηκαν, όπως αναφέρθηκε, ενόψει έκτακτων και απροβλέπτων συνθηκών και είχαν επείγοντα χαρακτήρα. Κατόπιν αυτών, οι πιο πάνω διατάξεις, κατά το μέρος που επιβάλλονται με αυτές οι εν λόγω περικοπές και μειώσεις, είναι, από των ανωτέρω απόψεων, συμβατές με το Σύνταγμα. Τέλος, οι περικοπές που θεσπίσθηκαν με τις ανωτέρω διατάξεις, δεν αντίκεινται ούτε στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., εφόσον, υπό τα ανωτέρω δεδομένα, δεν κλονίζεται η δίκαιη ισορροπία μεταξύ του γενικού συμφέροντος που τις υπαγόρευσε και των περιοριζόμενων με αυτές περιουσιακών δικαιωμάτων.

 

    5. Επειδή, περαιτέρω, προς εφαρμογή του εγκριθέντος κατά το έτος 2012 δεύτερου «Μνημονίου Συνεννόησης» (ν. 4046/2012, Α΄ 28), ακολούθησαν κατά το ίδιο αυτό έτος, δύο νομοθετήματα με αντικείμενο την περαιτέρω, μετά τις προαναφερόμενες διαδοχικές περικοπές, περιστολή των κυρίων και επικουρικών συντάξεων. Ειδικότερα, με το άρθρο 6 του ν. 4051/2012 με τίτλο «Ρυθμίσεις συνταξιοδοτικού περιεχομένου και άλλες επείγουσες ρυθμίσεις εφαρμογής του Μνημονίου Συνεννόησης του ν. 4046/2012» (Α΄ 40) μειώθηκαν αναδρομικά, από 1.1.2012, κατά 12% οι μηνιαίες κύριες συντάξεις που υπερβαίνουν το ποσό των 1.300 ευρώ και οι επικουρικές συντάξεις, με κλιμάκωση του ποσοστού μειώσεως (10%, 15% και 20%) αναλόγως του ύψους αυτών και με κατοχύρωση κατώτατου ορίου ποσού 200 ευρώ, ενώ, στη συνέχεια, ακολούθησε ο ν. 4093/2012 (Α΄ 222), με το άρθρο πρώτο του οποίου, αφενός μειώθηκαν εκ νέου, σε ποσοστό από 5% έως και 20%, οι από οποιαδήποτε πηγή και για οποιαδήποτε αιτία συντάξεις, που υπερβαίνουν αθροιστικώς τα 1.000 ευρώ, αφετέρου καταργήθηκαν πλέον για όλους τους συνταξιούχους τα επιδόματα και δώρα Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας. Στις αιτιολογικές εκθέσεις των εν λόγω διατάξεων δεν μνημονεύονται καθόλου οι προηγηθείσες περικοπές, η δε λήψη των νέων μέτρων αιτιολογείται με γενική αναφορά στις «δημοσιονομικές ανάγκες της χώρας», στη «δυσμενή οικονομική κατάσταση συγκεκριμένων ασφαλιστικών φορέων» και στην ανάγκη «να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα όλων των φορέων κοινωνικής ασφάλισης…». Στο δεύτερο αυτό Μνημόνιο προβλεπόταν σχετικώς ότι «για την πορεία δημοσιονομικής προσαρμογής του προγράμματος» και ενόψει «των συνεχών προβλημάτων της Ελλάδας με τη φορολογική συμμόρφωση» θα χρειαζόταν η λήψη «επιπρόσθετων μέτρων», ότι «το μεγαλύτερο μέρος της προσαρμογής θα επιτυγχανόταν μέσω περικοπών δαπανών που θα αποσκοπούσαν στη μόνιμη μείωση του μεγέθους του κράτους», ότι «πολλές από αυτές τις περικοπές θα έπρεπε να αφορούν τις κοινωνικές μεταβιβάσεις» και ότι «η μεγάλη εναπομείνασα δημοσιονομική προσαρμογή θα έπρεπε κατ’ ανάγκη να περιλαμβάνει περαιτέρω προσαρμογές των συντάξεων … με τρόπο που να προστατεύονται οι χαμηλοσυνταξιούχοι…» (βλ. ΣτΕ Ολομ. 2287/2015).

 

    6. Επειδή, οι τελευταίες ως άνω διατάξεις ψηφίστηκαν, όταν είχε πλέον παρέλθει διετία από τον πρώτο αιφνιδιασμό της οικονομικής κρίσης και αφού εν τω μεταξύ είχαν σχεδιασθεί και ληφθεί τα βασικά μέτρα για την αντιμετώπισή της. Επομένως, κατά την επιχειρηθείσα με τις διατάξεις αυτές νέα, για πολλοστή φορά, περικοπή συνταξιοδοτικών παροχών της ίδιας ομάδας θιγομένων, ο νομοθέτης δεν δικαιολογείτο πλέον να προχωρήσει στην ψήφιση των σχετικών ρυθμίσεων χωρίς ειδική έρευνα του αντικειμένου αυτών, αλλά όφειλε, κατά τα προεκτεθέντα, να προβεί σε εμπεριστατωμένη μελέτη, προκειμένου να διαπιστώσει και να αναδείξει τεκμηριωμένα ότι η λήψη των συγκεκριμένων μέτρων ήταν συμβατή με τις σχετικές συνταγματικές δεσμεύσεις, τις απορρέουσες, μεταξύ άλλων, από τον θεσμό της κοινωνικής ασφάλισης, τις αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας και την προστασία της αξίας του ανθρώπου. Ειδικότερα, στο πλαίσιο της μελέτης αυτής, όφειλε, καταρχάς, ο νομοθέτης να προβεί σε συνολική εκτίμηση των παραγόντων που προκάλεσαν το πρόβλημα το οποίο επικαλείται ως προς τη βιωσιμότητα των ασφαλιστικών οργανισμών (και, μάλιστα, ενός εκάστου εξ αυτών, ενόψει της διοικητικής και οικονομικής του αυτοτέλειας), και, ενόψει των παραγόντων αυτών - όπως είναι η μείωση της αξίας, μέσω του PSI (ν. 4050/2012), των διαθεσίμων κεφαλαίων των εν λόγω οργανισμών, κυρίως δε, η παρατεινόμενη ύφεση και η συνακόλουθη αύξηση της ανεργίας, στις οποίες ουσιωδώς συμβάλλει η πτώση του βιοτικού επιπέδου μεγάλων κατηγοριών του πληθυσμού συνεπεία μέτρων αντίστοιχων με τα επίδικα (μειώσεις συντάξεων και μισθών) ή φορολογικών επιβαρύνσεων - να κρίνει για την προσφορότητα των επίδικων αυτών μέτρων. Τούτο δε ενόψει και της διαπίστωσης του ότι τα αντίστοιχα μέτρα που είχε λάβει μέχρι τότε (μειώσεις συντάξεων και μισθών) δεν είχαν αποδώσει τα αναμενόμενα και ότι η οικονομική ύφεση είχε ενταθεί με ρυθμούς που είχαν ανατρέψει τις αρχικές προβλέψεις. Ακόμη δε κι αν τα επίδικα μέτρα κρίνονταν πρόσφορα, κατά τα ανωτέρω, ο νομοθέτης έπρεπε περαιτέρω να μελετήσει και να αποφανθεί αιτιολογημένα για την αναγκαιότητά τους, εξετάζοντας την ύπαρξη τυχόν εναλλακτικών επιλογών και συγκρίνοντας τα οφέλη και τα μειονεκτήματα της καθεμιάς για τους επιδιωκόμενους δημόσιους σκοπούς (δημοσιονομική προσαρμογή, βιωσιμότητα των ασφαλιστικών οργανισμών, διασφάλιση ικανοποιητικού, κατά το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, επιπέδου ζωής των ασφαλισμένων). Τέλος, εφόσον, πάντως, κατόπιν των ανωτέρω, ο νομοθέτης επέλεγε, όπως εν προκειμένω, να προβεί σε συγκεκριμένες περικοπές συντάξεων (επιλογή, καταρχήν, δικαστικώς ανέλεγκτη), όφειλε προηγουμένως να εξετάσει με τρόπο επιστημονικό και δικαστικά ελέγξιμο, αν οι επιπτώσεις των περικοπών τούτων στο βιοτικό επίπεδο των θιγομένων, αθροιζόμενες με τις επιπτώσεις από τα ήδη ληφθέντα γενικά μέτρα αντιμετώπισης της κρίσης (όπως οι αλλεπάλληλες, κατά τα εκτεθέντα, φορολογικές επιβαρύνσεις) και συνδυαζόμενες με τις ευρύτερες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες της διανυόμενης έκτακτης περιόδου (κόστος αγαθών και υπηρεσιών, περικοπές παροχών υγείας, ανεργία και επίδρασή της στο οικογενειακό εισόδημα, έκταση και περιεχόμενο δανειοληπτικών υποχρεώσεων), οδηγούν σε ανεπίτρεπτη μείωση του επιπέδου ζωής των συνταξιούχων κάτω του ορίου εκείνου που συνιστά, κατά τα προεκτεθέντα, τον πυρήνα του κοινωνικοασφαλιστικού τους δικαιώματος. Από κανένα όμως στοιχείο δεν προκύπτει ότι ως προς τα ανωτέρω ζητήματα έλαβε χώρα εν προκειμένω τέτοια μελέτη. Πέραν δε τούτου, δεν προκύπτει ούτε ότι ελήφθησαν υπόψη οι κρίσιμες ως άνω συνταγματικές παράμετροι. Διότι, όπως συνάγεται από τις οικείες προπαρασκευαστικές εργασίες, μόνο κριτήριο για τη θέσπιση των σχετικών μέτρων απετέλεσε η συμβολή τους στη μείωση των δημοσίων δαπανών και τη «δημοσιονομική προσαρμογή». Ακόμη δε και η αναφορά στην «δυσμενή οικονομική κατάσταση» των ασφαλιστικών οργανισμών, ως βασικής αιτίας του προβλήματος, γίνεται αορίστως, είτε για όλους τους οργανισμούς συλλήβδην, είτε για κάποιους μη κατονομαζόμενους, χωρίς να εκτιμάται συγκεκριμένα η κατάσταση καθενός από αυτούς (ενόψει της οικονομικής αυτοτέλειάς τους και των επιβαλλόμενων, αναλόγως, διαφοροποιήσεων) και χωρίς να αναφέρεται αν και πώς συνέβαλε το κράτος, κατά τη συνταγματική του υποχρέωση, στη διασφάλιση της βιωσιμότητάς τους. ’λλωστε, αντιθέτως προς όσα εκτίθενται παραπάνω ως προς τις υποχρεώσεις του κράτους για την κοινωνική ασφάλιση, οι επίμαχες νομοθετικές ρυθμίσεις διέπονται από την, υπό το «νέο ασφαλιστικό σύστημα», συνταγματικώς μη ανεκτή αντίληψη ότι το κράτος ρυθμίζει απλώς και οργανώνει την κοινωνική ασφάλιση χωρίς και να υποχρεούται να συμμετέχει στη χρηματοδότηση των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης ή ότι η υποχρέωση αυτή μπορεί να αναπληρώνεται με παροχές προνοιακού χαρακτήρα, καθώς και ότι η διασφάλιση της βιωσιμότητας των εν λόγω οργανισμών απόκειται στους ίδιους τους ασφαλισμένους, συναρτώμενη, προεχόντως ή και αποκλειστικώς, με τη μαθηματική σχέση μεταξύ καταβαλλόμενων εισφορών και χορηγούμενων παροχών. Κατόπιν τούτων, οι ανωτέρω διατάξεις των νόμων 4051 και 4093/2012 αντίκεινται στις προπαρατεθείσες συνταγματικές διατάξεις και είναι, ως εκ τούτου, ανίσχυρες και μη εφαρμοστέες. Επιπλέον, υπό τα ανωτέρω δεδομένα, με τις ως άνω διατάξεις και την επέμβαση που επέρχεται μέσω αυτών στα δικαιώματα των ενδιαφερομένων, κλονίζεται η δίκαιη ισορροπία μεταξύ του γενικού συμφέροντος που τις υπαγόρευσε και των περιουσιακών δικαιωμάτων των θιγόμενων συνταξιούχων, καθώς παραβιάστηκε ο πυρήνας του συνταξιοδοτικού τους δικαιώματος (Ε.Δ.Δ.Α., Khoniakina κατά Γεωργίας, ό.π., σκ. 71) και αναγκάστηκαν αυτοί να υποστούν ένα υπερβολικό ατομικό βάρος (Ε.Δ.Δ.Α., Khoniakina κατά Γεωργίας, σκ.72), και ως εκ τούτου, με τις εν λόγω διατάξεις παραβιάζεται και το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. (βλ. ΣτΕ Ολομ. 2287/2015).

 

    7. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: Η ενάγουσα, πρώην δικαστική λειτουργός των διοικητικών δικαστηρίων και ασφαλισμένη, μεταξύ άλλων, του πρώην Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων - Τομέας Ασφάλισης Νομικών (ΕΤΑΑ-ΤΑΝ) και ήδη Ε.Φ.Κ.Α., συνταξιοδοτήθηκε από το εναγόμενο ταμείο λαμβάνοντας κύρια σύνταξη γήρατος από 8.6.2012, μικτού μηνιαίου ποσού 318,38 ευρώ, δυνάμει της ./22.4.2013 πράξης απονομής σύνταξης του Διευθυντή Παροχών του Ε.Τ.Α.Α. - Τ.Α.Ν.. Επί του ως άνω ποσού σύνταξης παρακρατήθηκε η προβλεπόμενη στο άρθρο 38 του ν. 3863/2010 Εισφορά Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (Ε.Α.Σ.), κατά το χρονικό διάστημα από 1.10.2013 έως 30.11.2017, αντιστοιχούσα σε ποσό 2.184,03 ευρώ και ακολούθως κατά το διάστημα από 1.12.2017 έως 22.5.2018 σε ποσό 267,42 ευρώ και περαιτέρω εφαρμόστηκαν οι περικοπές - μειώσεις αφενός του ν. 4051/2012 για τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα, ανερχόμενες στο συνολικό ποσό των 735,18 ευρώ και 96,96 ευρώ αντίστοιχα, αφετέρου του ν. 4093/2012 για τα διαστήματα από 1.6.2013 έως 30.11.2017 και από 1.12.2017 έως 22.5.2018, ανερχόμενες σε συνολικό ποσό 1.716,67 ευρώ και 207,24 ευρώ αντίστοιχα (βλ. σχετικά μηνιαία ενημερωτικά σημειώματα συντάξεων μηνών Ιουνίου 2013 έως Μαΐου 2018, καθώς και την έκθεση απόψεων του εναγόμενου Ε.Φ.Κ.Α.).

 

    8. Επειδή, ήδη, με την κρινόμενη κύρια αγωγή η ενάγουσα ζητεί να υποχρεωθεί το εναγόμενο να της καταβάλει ποσό 4.591,31 ευρώ (2.139,46 + 735,18 ευρώ + 1.716,67 ευρώ), νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, το οποίο αντιστοιχεί στις διενεργηθείσες στην σύνταξή της περικοπές, κατά το χρονικό διάστημα από 1.6.2013 έως 30.11.2017, λόγω της εφαρμογής των, κατά τους ισχυρισμούς της, αντικείμενων στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 5, 22 παρ. 5, 25 παρ. 1 και 4 του Συντάγματος και το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.) προαναφερόμενων διατάξεων των νόμων 4051/2012 και 4093/2012 και της παρακράτησης της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων των ν. 3863/2010 και 3865/2010, ενώ με την κρινόμενη παρεμπίπτουσα αγωγή ζητεί να της καταβληθεί, νομιμοτόκως, συμπληρωματική παροχή, που προέκυψε λόγω διεύρυνσης του αρχικώς προβληθέντος αιτήματος, κατά το διάστημα μετά την άσκηση της κύριας αγωγής και ειδικότερα από 1.12.2017 έως 22.5.2018, συνολικού ύψους 571,62 ευρώ (267,42 ευρώ + 96,96 ευρώ + 207,24 ευρώ). Επικουρικά, δε, ζητεί να της καταβληθούν τα ανωτέρω ποσά κατά τις διατάξεις περί αποζημιωτικής ευθύνης των άρθρων 105 και 106 του Εισ.Ν.Α.Κ., άλλως κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού.

 

    9. Επειδή, εξάλλου, ο εναγόμενος ασφαλιστικός φορέας, με την …/17.5.2018 έκθεση απόψεών και το από 24.5.2018 υπόμνημά του, συνομολογεί τη διενέργεια των ανωτέρω περικοπών - μειώσεων, δυνάμει των νόμων 4051/2012 και 4093/2012, καθώς και της παρακράτησης της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων, δυνάμει της διάταξης του άρθρου 38 του ν. 3863/2010, υποστηρίζει δε σχετικώς ότι έχει αποσταλεί ερώτημα προς το εποπτεύον Υπουργείο, αναφορικά με την εφαρμογή των 2287 - 2288/2015 αποφάσεων της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, ότι πάντως οι δικαστικές αυτές αποφάσεις έχουν ισχύ μεταξύ των προσώπων που ήταν διάδικοι στις συγκεκριμένες δίκες και ότι οι σχετικές κρατήσεις διενεργούνται στις συντάξεις βάσει διατάξεων νόμων, που εξακολουθούν να ισχύουν.

 

    10. Επειδή, με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με τις διατάξεις που προεκτέθηκαν και ερμηνεύθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, οι ισχυρισμοί της ενάγουσας περί παραβίασης των προαναφερόμενων συνταγματικών διατάξεων από τις διατάξεις των άρθρων 38 του ν. 3863/2010 και 11 του ν. 3865/2010 πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Τούτο διότι, όπως κρίθηκε, η επιβληθείσα με τις ως άνω διατάξεις Εισφορά Αλληλεγγύης Συνταξιούχων, ως εντασσόμενη σε μία ευρύτερη δέσμη περικοπών και μειώσεων των συνταξιοδοτικών παροχών των φορέων υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης, ως μέτρων «άμεσης απόδοσης» για την εξεύρεση πόρων προς αντιμετώπιση της έκτακτης ανάγκης στην οποία βρέθηκε η Χώρα, συνεπεία της εμφάνισης της οξύτατης δημοσιονομικής κρίσης στις αρχές του έτους 2010, είναι, ενόψει των εν γένει χαρακτηριστικών του και των συνθηκών υπό τις οποίες επιβλήθηκε, συμβατή με τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 5, 21 παρ. 1 και 22 παρ. 5 του Συντάγματος και δεν αντίκειται στην αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης και της αναλογικότητας, ούτε στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. (βλ. ΣτΕ Ολομ. 2287 - 2290/2015). Υπό τα ανωτέρω δεδομένα, ο περιορισμός της κύριας σύνταξης της ενάγουσας, κατ’ εφαρμογή των ως άνω διατάξεων των νόμων 3863/2010 και 3865/2010, κατά το χρονικό διάστημα από 1.10.2013 έως 22.5.2018, ήταν συνταγματικός και νόμιμος και συνεπώς δεν στοιχειοθετείται, εν προκειμένω, ούτε αδικοπρακτική ευθύνη του εναγόμενου ταμείου, απορριπτομένων ως αβασίμων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών, ενώ ομοίως, ως αβάσιμες, πρέπει να απορριφθούν, κατά το μέρος αυτό οι κρινόμενες αγωγές και κατά την επικουρική τους βάση (άρθρα 904 επ. του Α.Κ.), διότι, όπως έγινε δεκτό, ο επίμαχος περιορισμός της κύριας σύνταξης της ενάγουσας δεν έγινε χωρίς νόμιμη αιτία, και ως εκ τούτου, δεν θεμελιώνεται ευθύνη του εναγόμενου ταμείου προς αποζημίωση ούτε κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού (πρβλ. ΣτΕ 3499/2014, 318, 217/2012).

 

    11. Επειδή, περαιτέρω, σύμφωνα με όσα έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στην πέμπτη σκέψη της παρούσας απόφασης, οι μειώσεις που επήλθαν στην σύνταξη της ενάγουσας, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 6 του Ν. 4051/2012 και του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.5 περ. 1 του Ν. 4093/2012, είναι αντίθετες στο Σύνταγμα και το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. και, συνεπώς, μη νομίμως περικόπηκε, κατά τα αντίστοιχα ποσά, η σύνταξη που έλαβε η ενάγουσα, κατά το χρονικό διάστημα από 1.6.2013 έως 30.11.2017 και ακολούθως από 1.12.2017 έως 22.5.2018, από τον Ε.Φ.Κ.Α., κατά τα βασίμως προβαλλόμενα από την ίδια. Ως εκ τούτου, στοιχειοθετείται ευθύνη του εναγόμενου, το οποίο προέβη στην επιβολή των επίμαχων περικοπών δυνάμει αντισυνταγματικών προς τούτο διατάξεων, να επανορθώσει τη ζημία της ενάγουσας, η οποία δικαιούται συνολικά για το χρονικό διάστημα από 1.7.2015 έως 22.5.2018, ήτοι μετά τη δημοσίευση της 2287/2015 απόφασης της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας στις 10.6.2015 (βλ. σκέψη 26 της απόφασης αυτής), τα ποσά που αντιστοιχούν α) στις διενεργηθείσες με βάση το άρθρο 6 του ν. 4051/2012 περικοπές, ποσού 468,64 ευρώ για το διάστημα από 1.7.2015 έως 30.11.2017 (16,16 ευρώ x 29 μήνες) και ποσού 96,96 ευρώ για το διάστημα από 1.12.2017 έως 22.5.2018 (16,16 ευρώ x 6 μήνες) και β) τις διενεργηθείσες με βάση το άρθρο πρώτο του ν. 4093/2012 μειώσεις, για το διάστημα από 1.7.2015 έως 30.11.2017, ποσού 1.001,66 ευρώ (34,54 x 29 μήνες) και για το διάστημα από 1.12.2017 έως 22.5.2018 ποσού 207,24 ευρώ, ήτοι συνολικά ποσό 1.470,3 ευρώ όσον αφορά την κύρια αγωγή και ποσό 304,2 ευρώ όσον αφορά την παρεμπίπτουσα αγωγή. Τα ποσά αυτά πρέπει να καταβληθούν στην ενάγουσα, νομιμοτόκως, με επιτόκιο 6%, σύμφωνα με το άρθρο 21 του Κώδικα των Νόμων περί Δικών του Δημοσίου (κ.δ. της 26-6/10-7-1944), από την επίδοση της κύριας και παρεμπίπτουσας αγωγής στις 10.11.2017 και 4.5.2018 αντίστοιχα (βλ. τις εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών …).

 

    12. Επειδή, κατ’ ακολουθία, οι κρινόμενες κύρια και παρεμπίπτουσα αγωγή πρέπει να γίνουν εν μέρει δεκτές, να υποχρεωθεί το εναγόμενο να καταβάλλει στην ενάγουσα ποσό 1.470,3 ευρώ για την κύρια αγωγή, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής σε αυτό (10.11.2017) έως την εξόφληση, και ποσό 304,2 ευρώ για την παρεμπίπτουσα αγωγή, ομοίως νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής (4.5.2018) έως την εξόφληση. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφισθούν μεταξύ των διαδίκων, λόγω της μερικής ήττας και νίκης αυτών (άρθρο 275 παρ.1 του Κ.Δ.Δ.).

 

 

        ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ 

 

 

      -Συνεκδικάζει την από 9.11.2017 (αρ. εισ. …/2017) κύρια αγωγή και την από 3.5.2018 (αρ. εισ. …/2018) παρεμπίπτουσα αγωγή.

 

      -Δέχεται εν μέρει την κύρια αγωγή.

 

      -Υποχρεώνει τον Ε.Φ.Κ.Α. να καταβάλλει στην ενάγουσα ποσό χιλίων τετρακοσίων εβδομήντα ευρώ και τριών λεπτών (1.470,3 ευρώ) νομιμοτόκως (με επιτόκιο 6% ετησίως) από την επίδοση της αγωγής σε αυτόν (10.11.2017) έως την εξόφληση.

 

      -Δέχεται εν μέρει την παρεμπίπτουσα αγωγή.

 

      -Υποχρεώνει τον Ε.Φ.Κ.Α. να καταβάλλει στην ενάγουσα ποσό τριακοσίων τεσσάρων ευρώ και δύο λεπτών (304,2 ευρώ) νομιμοτόκως (με επιτόκιο 6% ετησίως) από την επίδοση της αγωγής σε αυτόν (4.5.2018) έως την εξόφληση.

 

      -Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.

 

    Η απόφαση δημοσιεύθηκε στην Αθήνα στο ακροατήριο του Δικαστηρίου κατά την έκτακτη δημόσια συνεδρίαση της 21.01.2019. 

   

          Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

      ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΚΟΥΡΛΗΣ                              ΜΑΡΙΑ ΣΚΟΥΛΑ