ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΜονΔΠρΑθ 502/2019

 

ΕΦΚΑ - Περικοπές συντάξεων - Αντισυνταγματικότητα ρύθμισης- Δικαστικοί λειτουργοί -.

 

Αντίκεινται στο Σύνταγμα και στο Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ οι περικοπές στις συντάξεις των συνταξιούχων των φορέων υποχρεωτικής κύριας και επικουρικής ασφάλισης που επήλθαν με τους ν. 4051/2012 και 4093/2012 και ως εκ τούτου είναι ανίσχυρες και μη εφαρμοστέες. Κρίθηκε ότι παρανόμως περικόπηκε η σύνταξη που έλαβε ο προσφεύγων-ενάγων από τον ΕΦΚΑ. Τροποποίηση των ένδικων σημειωμάτων συντάξεων.

 

 

 

Αριθμός Απόφασης 502/2019

 

ΤΟ

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Τμήμα 2ο Μονομελές

 

    σ υ ν ε δ ρ ί α σ ε δημόσια στο ακροατήριό του στις 17 Απριλίου 2018 με δικαστή τον ’γγελο Σκουρλή, Πρωτοδίκη Δ.Δ. και γραμματέα τον Ιορδάνη Ιορδάνογλου, δικαστικό υπάλληλο,

 

    γ ι α να δικάσει την προσφυγή - αγωγή με ημερομηνία κατάθεσης 29.9.2017, καθώς και την με ημερομηνία κατάθεσης 3.4.2018 παρεμπίπτουσα αγωγή

 

    τ ο υ …, κατοίκου Χαλανδρίου Αττικής (οδός …), ο οποίος δεν παραστάθηκε

 

    κ α τ ά του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (ν.π.δ.δ.) με την επωνυμία «Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης» (Ε.Φ.Κ.Α.), το οποίο εκπροσωπείται από το Διοικητή του και παραστάθηκε με δήλωση, κατ’ άρθρο 133 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ., της πληρεξούσιας δικηγόρου Αγγελικής Παρασκευά

 

 

Το Δικαστήριο αφού μελέτησε  τα σχετικά έγγραφα

Σκέφθηκε κατά το νόμο

 

 

    1. Επειδή, με την κρινόμενη προσφυγή - αγωγή, για την μεν πρώτη από τις οποίες καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (βλ. τα 3150727 και 6029233 σειράς Α΄ ειδικά έντυπα παραβόλου), ο προσφεύγων - ενάγων, πρώην δικαστικός λειτουργός και συνταξιούχος του Τομέα Ασφάλισης Νομικών (Τ.Α.Ν.) του Ε.Φ.Κ.Α., ζητεί, κατά το μέρος που το κρινόμενο ένδικο βοήθημα ασκείται ως προσφυγή, να τροποποιηθούν τα συναφή (άρθρο 122 παρ. 2 εδ. α΄ του Κ.Δ.Δ.) εκκαθαριστικά σημειώματα συντάξεων, που εξέδωσε το καθ’ ού - εναγόμενο κατά τους μήνες Ιούνιο του έτους 2015 έως το μήνα Σεπτέμβριο του έτους 2017, βάσει των οποίων διενεργήθηκαν στο ποσό της καταβαλλόμενης από το Τ.Α.Ν. σύνταξης περικοπές και μειώσεις λόγω της εφαρμογής των, κατά τους ισχυρισμούς του, αντικείμενων στο Σύνταγμα και το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), διατάξεων του άρθρου 6 του ν. 4051/2012 (Α΄ 40) και του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.5 του ν. 4093/2012 (Α΄ 222). Περαιτέρω, κατά το μέρος που το κρινόμενο ένδικο βοήθημα ασκείται ως αγωγή, ζητείται, μετά το νόμιμο περιορισμό του αιτήματος με το κατατεθέν υπόμνημα, να υποχρεωθεί το εναγόμενο ν.π.δ.δ. να καταβάλει στον προσφεύγοντα - ενάγοντα, ως αποζημίωση, κατ’  εφαρμογή των άρθρων 105 και 106 του Εισ.Ν.Α.Κ., νομιμοτόκως από το χρόνο επίδοσης της αγωγής, το ποσό των 3.424,47 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί στις ως άνω διενεργηθείσες στην σύνταξή του Τ.Α.Ν. περικοπές, κατά το χρονικό διάστημα από 1.6.2015 έως 30.9.2017, λόγω εφαρμογής των προαναφερόμενων διατάξεων των νόμων 4051/2012 και 4093/2012.

 

    2. Επειδή, περαιτέρω, με την κρινόμενη παρεμπίπτουσα αγωγή ζητείται να υποχρεωθεί το εναγόμενο ν.π.δ.δ. να καταβάλει στον προσφεύγοντα - ενάγοντα, νομιμοτόκως, ποσό 1.350,72 ευρώ, το οποίο, κατά τους ισχυρισμούς του, αντιστοιχεί στα επιμέρους ποσά μη νόμιμων παρακρατήσεων και περικοπών που εξακολούθησαν να διενεργούνται στην καταβαλλόμενη σύνταξή του από το Τ.Α.Ν., το χρονικό διάστημα μετά την άσκηση της προσφυγής - κύριας αγωγής και συγκεκριμένα από 1.11.2017 έως τη συζήτηση της στο ακροατήριο την παρούσα δικάσιμο (17.4.2018). Με το περιεχόμενο αυτό η παρεμπίπτουσα αυτή αγωγή, αντικείμενο της οποίας αποτελεί, σύμφωνα με το άρθρο 77 παρ. 1 εδαφ. β΄ του Κ.Δ.Δ., το αιτούμενο ποσό, ως συμπληρωματική της αρχικής παροχής, λόγω διεύρυνσης της αρχικής αξίωσης του ενάγοντος μετά το χρόνο κατάθεσης της προσφυγής - αγωγής, παραδεκτώς ασκείται εν προκειμένω, δοθέντος ότι έλαβε χώρα επίδοση αυτής προς το εναγόμενο ν.π.δ.δ. στις 4.4.2018, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 77 παρ. 2 και 114 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ. (βλ. την με αριθ. 8847/4.4.2018 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών …). Ενόψει τούτου, εξάλλου, η κρινόμενη παρεμπίπτουσα αγωγή, για την οποία (όπως και για την κύρια) δεν απαιτείται η καταβολή τέλους δικαστικού ενσήμου σύμφωνα με το άρθρο 274 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ., πρέπει να συνεκδικαστεί με την προσφυγή -  αγωγή, λόγω συνάφειας κατά τα άρθρα 125 και 122 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ.

 

    3. Επειδή, περαιτέρω, νομίμως εχώρησε η συζήτηση της υπόθεσης παρά την απουσία του προσφεύγοντος - ενάγοντος, ο οποίος κλητεύθηκε νομίμως και εμπροθέσμως για να παραστεί κατά την παρούσα δικάσιμο, όπως προκύπτει από το από 21.12.2017 αποδεικτικό κλήτευσης του Αστυφύλακα …. Κατόπιν των ανωτέρω, τα κρινόμενα ένδικα βοηθήματα πρέπει να εξετασθούν, περαιτέρω, κατ’ ουσία.

 

    4. Επειδή, προς εφαρμογή του εγκριθέντος κατά το έτος 2012 δεύτερου «Μνημονίου Συνεννόησης» (ν. 4046/2012), και σε συνέχεια προηγούμενων νόμων (3845/2010, 3863/2010, 3986/2011, 3996/2011 και 4024/2011), με τους οποίους είχαν ήδη κατά περίπτωση περικοπεί μισθοί και συντάξεις και είχαν επιβληθεί η Εισφορά Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (Ε.Α.Σ.) και η Ειδική Εισφορά Συνταξιούχων Επικουρικής Ασφάλισης, ακολούθησαν την ίδια χρονιά, δύο ακόμη νομοθετήματα με αντικείμενο την περαιτέρω περιστολή κυρίων και επικουρικών συντάξεων. Ειδικότερα, με το άρθρο 6 του ν. 4051/2012 με τίτλο «Ρυθμίσεις συνταξιοδοτικού περιεχομένου και άλλες επείγουσες ρυθμίσεις εφαρμογής του Μνημονίου Συνεννόησης του ν. 4046/2012» (Α΄ 40) μειώθηκαν αναδρομικά, από 1.1.2012, κατά 12% οι μηνιαίες κύριες συντάξεις που υπερβαίνουν το ποσό των 1.300 ευρώ και οι επικουρικές συντάξεις, με κλιμάκωση του ποσοστού μειώσεως (10%, 15% και 20%) αναλόγως του ύψους αυτών και με κατοχύρωση κατώτατου ορίου ποσού 200 ευρώ, ενώ, στη συνέχεια, ακολούθησε ο ν. 4093/2012 (Α΄ 222), με το άρθρο πρώτο του οποίου, αφενός μειώθηκαν εκ νέου, σε ποσοστό από 5% έως και 20%, οι από οποιαδήποτε πηγή και για οποιαδήποτε αιτία συντάξεις, που υπερβαίνουν αθροιστικώς τα 1.000 ευρώ, αφετέρου καταργήθηκαν πλέον για όλους τους συνταξιούχους τα επιδόματα και δώρα Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας. Στις αιτιολογικές εκθέσεις των εν λόγω διατάξεων δεν μνημονεύονται καθόλου οι προηγηθείσες περικοπές, η δε λήψη των νέων μέτρων αιτιολογείται με γενική αναφορά στις «δημοσιονομικές ανάγκες της χώρας», στη «δυσμενή οικονομική κατάσταση συγκεκριμένων ασφαλιστικών φορέων» και στην ανάγκη «να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα όλων των φορέων κοινωνικής ασφάλισης…». Στο δεύτερο αυτό Μνημόνιο προβλεπόταν σχετικώς ότι «για την πορεία δημοσιονομικής προσαρμογής του προγράμματος» και ενόψει «των συνεχών προβλημάτων της Ελλάδας με τη φορολογική συμμόρφωση» θα χρειαζόταν η λήψη «επιπρόσθετων μέτρων», ότι «το μεγαλύτερο μέρος της προσαρμογής θα επιτυγχανόταν μέσω περικοπών δαπανών που θα αποσκοπούσαν στη μόνιμη μείωση του μεγέθους του κράτους», ότι «πολλές από αυτές τις περικοπές θα έπρεπε να αφορούν τις κοινωνικές μεταβιβάσεις» και ότι «η μεγάλη εναπομείνασα δημοσιονομική προσαρμογή θα έπρεπε κατ’ ανάγκη να περιλαμβάνει περαιτέρω προσαρμογές των συντάξεων … με τρόπο που να προστατεύονται οι χαμηλοσυνταξιούχοι…» (βλ. ΣτΕ Ολομ. 2287/2015).

 

    5. Επειδή, οι τελευταίες ως άνω διατάξεις ψηφίστηκαν, όταν είχε πλέον παρέλθει διετία από τον πρώτο αιφνιδιασμό της οικονομικής κρίσης και αφού εν τω μεταξύ είχαν σχεδιασθεί και ληφθεί τα βασικά μέτρα για την αντιμετώπισή της. Επομένως, κατά την επιχειρηθείσα με τις διατάξεις αυτές νέα, για πολλοστή φορά, περικοπή συνταξιοδοτικών παροχών της ίδιας ομάδας θιγομένων, ο νομοθέτης δεν δικαιολογείτο πλέον να προχωρήσει στην ψήφιση των σχετικών ρυθμίσεων χωρίς ειδική έρευνα του αντικειμένου αυτών, αλλά όφειλε, κατά τα προεκτεθέντα, να προβεί σε εμπεριστατωμένη μελέτη, προκειμένου να διαπιστώσει και να αναδείξει τεκμηριωμένα ότι η λήψη των συγκεκριμένων μέτρων ήταν συμβατή με τις σχετικές συνταγματικές δεσμεύσεις, τις απορρέουσες, μεταξύ άλλων, από τον θεσμό της κοινωνικής ασφάλισης, τις αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας και την προστασία της αξίας του ανθρώπου. Ειδικότερα, στο πλαίσιο της μελέτης αυτής, όφειλε, καταρχάς, ο νομοθέτης να προβεί σε συνολική εκτίμηση των παραγόντων που προκάλεσαν το πρόβλημα το οποίο επικαλείται ως προς τη βιωσιμότητα των ασφαλιστικών οργανισμών (και, μάλιστα, ενός εκάστου εξ αυτών, ενόψει της διοικητικής και οικονομικής του αυτοτέλειας), και, ενόψει των παραγόντων αυτών - όπως είναι η μείωση της αξίας, μέσω του PSI (ν. 4050/2012), των διαθεσίμων κεφαλαίων των εν λόγω οργανισμών, κυρίως δε, η παρατεινόμενη ύφεση και η συνακόλουθη αύξηση της ανεργίας, στις οποίες ουσιωδώς συμβάλλει η πτώση του βιοτικού επιπέδου μεγάλων κατηγοριών του πληθυσμού συνεπεία μέτρων αντίστοιχων με τα επίδικα (μειώσεις συντάξεων και μισθών) ή φορολογικών επιβαρύνσεων - να κρίνει για την προσφορότητα των επίδικων αυτών μέτρων. Τούτο δε ενόψει και της διαπίστωσης του ότι τα αντίστοιχα μέτρα που είχε λάβει μέχρι τότε (μειώσεις συντάξεων και μισθών) δεν είχαν αποδώσει τα αναμενόμενα και ότι η οικονομική ύφεση είχε ενταθεί με ρυθμούς που είχαν ανατρέψει τις αρχικές προβλέψεις. Ακόμη δε κι αν τα επίδικα μέτρα κρίνονταν πρόσφορα, κατά τα ανωτέρω, ο νομοθέτης έπρεπε περαιτέρω να μελετήσει και να αποφανθεί αιτιολογημένα για την αναγκαιότητά τους, εξετάζοντας την ύπαρξη τυχόν εναλλακτικών επιλογών και συγκρίνοντας τα οφέλη και τα μειονεκτήματα της καθεμιάς για τους επιδιωκόμενους δημόσιους σκοπούς (δημοσιονομική προσαρμογή, βιωσιμότητα των ασφαλιστικών οργανισμών, διασφάλιση ικανοποιητικού, κατά το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, επιπέδου ζωής των ασφαλισμένων). Τέλος, εφόσον, πάντως, κατόπιν των ανωτέρω, ο νομοθέτης επέλεγε, όπως εν προκειμένω, να προβεί σε συγκεκριμένες περικοπές συντάξεων (επιλογή, καταρχήν, δικαστικώς ανέλεγκτη), όφειλε προηγουμένως να εξετάσει με τρόπο επιστημονικό και δικαστικά ελέγξιμο, αν οι επιπτώσεις των περικοπών τούτων στο βιοτικό επίπεδο των θιγομένων, αθροιζόμενες με τις επιπτώσεις από τα ήδη ληφθέντα γενικά μέτρα αντιμετώπισης της κρίσης (όπως οι αλλεπάλληλες, κατά τα εκτεθέντα, φορολογικές επιβαρύνσεις) και συνδυαζόμενες με τις ευρύτερες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες της διανυόμενης έκτακτης περιόδου (κόστος αγαθών και υπηρεσιών, περικοπές παροχών υγείας, ανεργία και επίδρασή της στο οικογενειακό εισόδημα, έκταση και περιεχόμενο δανειοληπτικών υποχρεώσεων), οδηγούν σε ανεπίτρεπτη μείωση του επιπέδου ζωής των συνταξιούχων κάτω του ορίου εκείνου που συνιστά, κατά τα προεκτεθέντα, τον πυρήνα του κοινωνικοασφαλιστικού τους δικαιώματος. Από κανένα όμως στοιχείο δεν προκύπτει ότι ως προς τα ανωτέρω ζητήματα έλαβε χώρα εν προκειμένω τέτοια μελέτη. Πέραν δε τούτου, δεν προκύπτει ούτε ότι ελήφθησαν υπόψη οι κρίσιμες ως άνω συνταγματικές παράμετροι. Διότι, όπως συνάγεται από τις οικείες προπαρασκευαστικές εργασίες, μόνο κριτήριο για τη θέσπιση των σχετικών μέτρων απετέλεσε η συμβολή τους στη μείωση των δημοσίων δαπανών και τη «δημοσιονομική προσαρμογή». Ακόμη δε και η αναφορά στην «δυσμενή οικονομική κατάσταση» των ασφαλιστικών οργανισμών, ως βασικής αιτίας του προβλήματος, γίνεται αορίστως, είτε για όλους τους οργανισμούς συλλήβδην, είτε για κάποιους μη κατονομαζόμενους, χωρίς να εκτιμάται συγκεκριμένα η κατάσταση καθενός από αυτούς (ενόψει της οικονομικής αυτοτέλειάς τους και των επιβαλλόμενων, αναλόγως, διαφοροποιήσεων) και χωρίς να αναφέρεται αν και πώς συνέβαλε το κράτος, κατά τη συνταγματική του υποχρέωση, στη διασφάλιση της βιωσιμότητάς τους. ’λλωστε, αντιθέτως προς όσα εκτίθενται παραπάνω ως προς τις υποχρεώσεις του κράτους για την κοινωνική ασφάλιση, οι επίμαχες νομοθετικές ρυθμίσεις διέπονται από την, υπό το «νέο ασφαλιστικό σύστημα», συνταγματικώς μη ανεκτή αντίληψη ότι το κράτος ρυθμίζει απλώς και οργανώνει την κοινωνική ασφάλιση χωρίς και να υποχρεούται να συμμετέχει στη χρηματοδότηση των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης ή ότι η υποχρέωση αυτή μπορεί να αναπληρώνεται με παροχές προνοιακού χαρακτήρα, καθώς και ότι η διασφάλιση της βιωσιμότητας των εν λόγω οργανισμών απόκειται στους ίδιους τους ασφαλισμένους, συναρτώμενη, προεχόντως ή και αποκλειστικώς, με τη μαθηματική σχέση μεταξύ καταβαλλόμενων εισφορών και χορηγούμενων παροχών. Κατόπιν τούτων, οι ανωτέρω διατάξεις των νόμων 4051 και 4093/2012 αντίκεινται στις προπαρατεθείσες συνταγματικές διατάξεις και είναι, ως εκ τούτου, ανίσχυρες και μη εφαρμοστέες. Επιπλέον, υπό τα ανωτέρω δεδομένα, με τις ως άνω διατάξεις και την επέμβαση που επέρχεται μέσω αυτών στα δικαιώματα των ενδιαφερομένων, κλονίζεται η δίκαιη ισορροπία μεταξύ του γενικού συμφέροντος που τις υπαγόρευσε και των περιουσιακών δικαιωμάτων των θιγόμενων συνταξιούχων, καθώς παραβιάστηκε ο πυρήνας του συνταξιοδοτικού τους δικαιώματος (Ε.Δ.Δ.Α., Khoniakina κατά Γεωργίας, ό.π., σκ. 71) και αναγκάστηκαν αυτοί να υποστούν ένα υπερβολικό ατομικό βάρος (Ε.Δ.Δ.Α., Khoniakina κατά Γεωργίας, σκ.72), και ως εκ τούτου, με τις εν λόγω διατάξεις παραβιάζεται και το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. (βλ. ΣτΕ Ολομ. 2287/2015).

 

    6. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: O προσφεύγων - ενάγων, πρώην δικαστικός λειτουργός των διοικητικών δικαστηρίων και ασφαλισμένος, μεταξύ άλλων, του πρώην Ενιαίου Ταμείου Ανεξάρτητα Απασχολουμένων - Τομέας Ασφάλισης Νομικών (ΕΤΑΑ-ΤΑΝ) και ήδη Ε.Φ.Κ.Α., συνταξιοδοτήθηκε από το εναγόμενο ταμείο λαμβάνοντας κύρια σύνταξη γήρατος από 1.7.2013, μικτού μηνιαίου ποσού 388,19 ευρώ, δυνάμει της …/15.7.2014 πράξης απονομής σύνταξης του Διευθυντή Παροχών του Ε.Τ.Α.Α. - Τ.Α.Ν. και εν συνεχεία ποσού 974,79 ευρώ, βάσει της 44/20.1.2017 πράξης του Διευθυντή, με την οποία αναθεωρήθηκε η αρχική πράξη απονομής σύνταξης. Επί των ως άνω ποσών σύνταξης κατά το χρονικό διάστημα από 1.6.2015 έως 30.9.2017 και ακολούθως από 1.11.2017 έως 17.4.2018 διενεργήθηκαν οι περικοπές - μειώσεις αφενός του ν. 4051/2012 ανερχόμενες στο συνολικό ποσό των 1.060,78 ευρώ και 426,66 ευρώ αντίστοιχα, αφετέρου του ν. 4093/2012 για τα ανωτέρω διαστήματα ανερχόμενες σε συνολικό ποσό 2.363,69 ευρώ και 920,64 ευρώ αντίστοιχα (βλ. σχετικά μηνιαία ενημερωτικά σημειώματα συντάξεων μηνών Ιουνίου 2015 έως Απριλίου 2018, καθώς και την έκθεση απόψεων του εναγόμενου Ε.Φ.Κ.Α.).

 

    7. Επειδή, ήδη, με την κρινόμενη προσφυγή - αγωγή ο προσφεύγων - ενάγων ζητεί αφενός να τροποποιηθούν τα προαναφερόμενα ενημερωτικά σημειώματα συντάξεων, που εξέδωσε το καθ’ ού - εναγόμενο κατά τους μήνες Ιούνιο του έτους 2015 έως και Σεπτέμβριο του έτους 2017, βάσει των οποίων διενεργήθηκαν στο ποσό της καταβαλλόμενης από το Τ.Α.Ν. σύνταξής του οι προαναφερόμενες μειώσεις κατόπιν εφαρμογής των, κατά τους ισχυρισμούς του, αντικείμενων στο Σύνταγμα και το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Σ.Δ.Α.), διατάξεων του άρθρου 6 του ν. 4051/2012 (Α΄ 40) και του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.5 του ν. 4093/2012 (Α΄ 222), αφετέρου, δε, να υποχρεωθεί το καθ’ ού - εναγόμενο να του καταβάλει ποσό 3.424,47 ευρώ (1.060,78 + 2.363,69 ευρώ), νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, το οποίο αντιστοιχεί στις διενεργηθείσες στην σύνταξή του περικοπές, κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα, λόγω της εφαρμογής των προαναφερόμενων διατάξεων. Περαιτέρω, με την κρινόμενη παρεμπίπτουσα αγωγή ζητεί να του καταβληθεί, νομιμοτόκως, συμπληρωματική παροχή, που προέκυψε λόγω διεύρυνσης του αρχικώς προβληθέντος αιτήματος, κατά το διάστημα μετά την άσκηση της προσφυγής - αγωγής, ήτοι από 1.11.2017 έως 17.4.2018, συνολικού ύψους 1.350,72 ευρώ (430,08 ευρώ + 920,64 ευρώ + 207,24 ευρώ).

 

    8. Επειδή, εξάλλου, ο εναγόμενος ασφαλιστικός φορέας, με την …/3.4.2018 έκθεση απόψεών και το από 13.4.2018 υπόμνημά του, συνομολογεί τη διενέργεια των ανωτέρω περικοπών - μειώσεων, δυνάμει των νόμων 4051/2012 και 4093/2012, υποστηρίζει δε σχετικώς ότι έχει αποσταλεί ερώτημα προς το εποπτεύον Υπουργείο, αναφορικά με την εφαρμογή των 2287 - 2288/2015 αποφάσεων της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, ότι πάντως οι δικαστικές αυτές αποφάσεις έχουν ισχύ μεταξύ των προσώπων που ήταν διάδικοι στις συγκεκριμένες δίκες και ότι οι σχετικές κρατήσεις διενεργούνται στις συντάξεις βάσει διατάξεων νόμων, που εξακολουθούν να ισχύουν.

 

    9. Επειδή, με βάση τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά και τις διατάξεις που παρατέθηκαν και ερμηνεύθηκαν στις σκέψεις 4 και 5 της παρούσας, σύμφωνα με τις οποίες είναι αντισυνταγματικές οι περικοπές συντάξεων των συνταξιούχων των φορέων υποχρεωτικής κύριας και επικουρικής ασφάλισης, οι οποίες έλαβαν χώρα κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 6 του Ν. 4051/2012 και του ’ρθρου Πρώτου παράγραφος ΙΑ υποπαράγραφος ΙΑ.5 παρ. 1 του ν. 4093/2012, όπως οι επίμαχες, το Δικαστήριο κρίνει ότι παρανόμως περικόπηκε η σύνταξη που έλαβε ο προσφεύγων - ενάγων από τον Ε.Φ.Κ.Α., κατά τα χρονικά διαστήματα από 1.7.2015 έως 30.9.2017 και ακολούθως από 1.11.2017 έως 17.4.2018 (βλ. σκέψη 26 της 2287/2015 απόφασης της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας περί του χρόνου έναρξης των αποτελεσμάτων της εν λόγω απόφασης) και πρέπει, συνεπώς, για το λόγο αυτό, βασίμως προβαλλόμενο, να τροποποιηθούν τα ένδικα σημειώματα συντάξεων, ως προς το εν λόγω μέρος, κατά μερική παραδοχή της σωρευόμενης προσφυγής. Περαιτέρω, όσον αφορά τη σωρευόμενη αγωγή, καθώς και την κρινόμενη παρεμπίπτουσα αγωγή, με βάση την παραπάνω παραδοχή, το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει αντίστοιχα να υποχρεωθεί το καθ’ ού - εναγόμενο να επανορθώσει τη ζημία του προσφεύγοντος - ενάγοντος, ο οποίος δικαιούται συνολικά για το χρονικό διάστημα από 1.7.2015 έως 17.4.2018, ήτοι μετά τη δημοσίευση της 2287/2015 απόφασης της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας στις 10.6.2015 (βλ. σκέψη 26 της απόφασης αυτής) τα ποσά που αντιστοιχούν α) στις διενεργηθείσες με βάση το άρθρο 6 του ν. 4051/2012 περικοπές, ποσού 1.033,97 ευρώ για το διάστημα από 1.7.2015 έως 30.9.2017 (26,81 ευρώ x 20 μήνες και 71,11 ευρώ x 7 μήνες) και ποσού 426,66 ευρώ για το διάστημα από 1.11.2017 έως 17.4.2018 (71,11 ευρώ x 6 μήνες) και β) τις διενεργηθείσες με βάση το άρθρο πρώτο του ν. 4093/2012 μειώσεις, για το διάστημα από 1.7.2015 έως 30.9.2017, ποσού 2.302,28 ευρώ (61,41 x 20 μήνες και 153,344 x 7 μήνες) και για το διάστημα από 1.11.2017 έως 17.4.2018 ποσού 920,64 ευρώ (153,44 ευρώ x 6 μήνες), ήτοι συνολικά ποσό 3.336,25 ευρώ όσον αφορά την κύρια αγωγή και ποσό 1.347,3 ευρώ όσον αφορά την παρεμπίπτουσα αγωγή. Τα ποσά αυτά πρέπει να καταβληθούν στον προσφεύγοντα - ενάγοντα, νομιμοτόκως, με επιτόκιο 6%, σύμφωνα με το άρθρο 21 του Κώδικα των Νόμων περί Δικών του Δημοσίου (κ.δ. της 26-6/10-7-1944), από την επίδοση της κύριας και παρεμπίπτουσας αγωγής στις 2.10.2017 και 4.4.2018 αντίστοιχα (βλ. τις εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών …).

 

    10. Επειδή, κατ’ ακολουθία, η σωρευόμενη προσφυγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και να τροποποιηθούν τα προσβαλλόμενα σημειώματα συντάξεων, κατά το μέρος με το οποίο μειώθηκε η σύνταξη γήρατος που έλαβε ο προσφεύγων - ενάγων, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 6 του Ν. 4051/2012 και του ’ρθρου Πρώτου παράγραφος ΙΑ υποπαράγραφος ΙΑ.5 παρ. 1 του ν. 4093/2012 και αφορούν τους μήνες Ιούλιο του έτους 2015 έως Σεπτέμβριο του έτους 2017 και Νοέμβριο έως και Απρίλιο του έτους 2018. Ακολούθως, η σωρευόμενη κύρια και συνεκδικαζόμενη παρεμπίπτουσα αγωγή πρέπει να γίνουν εν μέρει δεκτές, να υποχρεωθεί το καθ’ ού -εναγόμενο να καταβάλλει στον προσφεύγοντα - ενάγοντα ποσό 3.336,25 ευρώ για την κύρια αγωγή, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής σε αυτό (2.10.2017) έως την εξόφληση και ποσό 1.347,3 ευρώ για την παρεμπίπτουσα αγωγή, ομοίως νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής (4.4.2018) έως την εξόφληση. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφισθούν  μεταξύ των διαδίκων, λόγω της μερικής ήττας και νίκης αυτών (άρθρο 275 παρ.1 του Κ.Δ.Δ.).

 

 

        ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ 

 

 

      -Συνεκδικάζει την από 29.9.2017 (αρ. εισ. ΑΓΠΡ 9759/2017) προσφυγή - αγωγή και την από 3.4.2018 (αρ. εισ. ΠΑΓ 3175/2018) παρεμπίπτουσα αγωγή.

 

      -Δέχεται εν μέρει την σωρευόμενη προσφυγή.

 

      - Ακυρώνει τα προσβαλλόμενα σημειώματα συντάξεων, που εξέδωσε το Ε.Τ.Α.Α. - Τ.Α.Ν. (ήδη Ε.Φ.Κ.Α.) για τους μήνες Ιούλιο του έτους 2015 έως Σεπτέμβριο του έτους 2017 και Νοέμβριο έως Απρίλιο του έτους 2018, κατά το μέρος με το οποίο μειώθηκε η σύνταξη γήρατος που έλαβε ο προσφεύγων - ενάγων, κατ' εφαρμογή του άρθρου 6 του Ν. 4051/2012 και του ’ρθρου Πρώτου παράγραφος ΙΑ υποπαράγραφος ΙΑ.5 παρ. 1 του ν. 4093/2012. 

 

      -Διατάσσει την απόδοση του παραβόλου στον προσφεύγοντα - ενάγοντα.

 

      -Δέχεται εν μέρει την σωρευόμενη κύρια αγωγή.

 

      -Υποχρεώνει τον Ε.Φ.Κ.Α. να καταβάλει στον προσφεύγοντα - ενάγοντα ποσό τριών χιλιάδων τριακοσίων τριάντα έξι ευρώ και είκοσι πέντε λεπτών (3.336,25 ευρώ), νομιμοτόκως (με επιτόκιο 6% ετησίως) από την επίδοση της αγωγής σε αυτόν (2.10.2017) έως την εξόφληση.

 

      -Δέχεται εν μέρει την παρεμπίπτουσα αγωγή.

 

      -Υποχρεώνει τον Ε.Φ.Κ.Α. να καταβάλλει στον προσφεύγοντα - ενάγοντα ποσό χιλίων τριακοσίων σαράντα επτά ευρώ και τριών λεπτών (1.347,3 ευρώ) νομιμοτόκως (με επιτόκιο 6% ετησίως) από την επίδοση της αγωγής σε αυτόν (4.4.2018) έως την εξόφληση.

 

      -Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.

 

    Η απόφαση δημοσιεύθηκε στην Αθήνα στο ακροατήριο του Δικαστηρίου κατά την έκτακτη δημόσια συνεδρίαση της 21.01.2019. 

 

          Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                       Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

      ΑΓΓΕΛΟΣ ΣΚΟΥΡΛΗΣ                      ΙΟΡΔΑΝΗΣ ΙΟΡΔΑΝΟΓΛΟΥ