ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΜονΕφΠατρών 65/2021

 

ΕΦΚΑ - Ταμείο Νομικών - Δάνειο - Παραγραφή αξιώσεων για τόκους -.

 

Εξαίρεση του πρώην Ταμείου Νομικών της εφαρμογής των διατάξεων του ν.δ. 496/1974 και επομένως και εκείνης που ορίζει τα της παραγραφής των αξιώσεων των νπδδ, δεδομένου δε ότι στο καταστατικό του δεν περιλαμβάνονται ειδικές διατάξεις για την παραγραφή των αξιώσεών του, εφαρμογή έχουν οι κοινές περί παραγραφής διατάξεις του ΑΚ. Οι αξιώσεις από δάνειο υπόκεινται στην γενική εικοσαετή παραγραφή. Ο χρόνος παραγραφής των τόκων και των χρεωλύτρων είναι πενταετής και αρχίζει από τη λήξη του έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξη. Παραγραφή απαιτήσεων υπέρ των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης. Σύμβαση δανείου με το πρώην Ταμείο Νομικών. Δεδομένου ότι η εν λόγω σύμβαση δεν καταγγέλθηκε ποτέ οι αξιώσεις του Ταμείου Νομικών για καταβολή των τοκοχρεολυτικών δόσεων από αυτήν υπέκειντο στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 250 περ. 15 ΑΚ. Συνέχιση από τον ΕΦΚΑ των εκκρεμών δικών που αφορούν διαφορές ή υποθέσεις των εντασσομένων σε αυτόν φορέων κύριας ασφάλισης.

 

(Η απόφαση δημοσιεύεται επιμελεία του δικηγόρου Πατρών Βασίλη Γαλανόπουλου, εκ μέρους του Δικηγορικού Συλλόγου Πατρών).

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ 65/2021

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ

(Τακτική Διαδικασία)

 

Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή Ευανθία - Ευαγγελία Δαρκούδη, Εφέτη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Εφετείου Πατρών, Γεώργιο Οικονόμου και τη Γραμματέα, Αφροδίτη Γεωργίου.

 

ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕ δημόσια στο ακροατήριο του στις 17 Σεπτεμβρίου 2020, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

ΤΟΥ ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ: Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης» (ΕΦΚΑ) ως οιονεί καθολικού διαδόχου, του Νομικού Προσώπου Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία «Ενιαίο Ταμείο Ανεξάρτητα Απασχολούμενων ΕΤΑΑ - Τομέας Ασφάλισης Νομικών ΤΑΝ», που εδρεύει στην Αθήνα κι εκπροσωπείται νόμιμα, παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια του πληρεξούσιου δικηγόρου του, Διονυσίου Μάγκλαρη.

 

ΤΟΥ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ: ..., κατοίκου Αιγίου (...), ΑΦΜ ..., που παραστάθηκε στο Δικαστήριο διά δηλώσεως, κατ' άρθρ. 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, του πληρεξούσιου δικηγόρου του, Πολύδωρου Θεοδωρακόπουλου.

 

Ο εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αιγίου τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./20-6-2013 ανακοπή, επί της οποίας, δικάζοντος κατά την τακτική διαδικασία και κατ1 αντιμωλία των διαδίκων, εκδόθηκε η υπ αριθμ. 31/2017 οριστική απόφαση. Την απόφαση αυτή προσέβαλε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου το δεύτερο καθ' ου η ανακοπή με την από 22-5-2019 (αριθμ. εκθ. καταθ. ./2019) έφεση του, δικάσιμος για τη συζήτηση της οποίας ορίστηκε η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας, 17η-9-2020.

 

ΚΑΤΑ τη συζήτηση της υπόθεσης οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά και τις έγγραφες προτάσεις τους.

 

 

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ' αριθμ. 31/2017 οριστικής απόφασης (άρθρο 513 παρ. 1 β ΚΠολΔ) του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αιγίου, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, ασκήθηκε εμπροθέσμως (άρθρα 499, 518 παρ.2 ΚΠολΔ) και παραδεκτώς κατά τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρ.19 περ.α, 495 παρ. 1, 511, 513 παρ.1β, 516 παρ.1, 517 και 520 παρ. 1 ΚΠολΔ), για το παραδεκτό δε της άσκησης αυτής, λόγω της απαλλαγής από τη σχετική υποχρέωση του εκκαλούντος νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου (αρ.28 παρ. 4 ν.2579/1998), δεν απαιτείται η προσκόμιση παραβόλου υπέρ του Δημοσίου κατ' άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ. Πρέπει, συνεπώς, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ).

 

Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 3-6-2013 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./20-6-2013 ανακοπή, ο ανακόπτων εξέθετε ότι την 31η-1-1996 κατάρτισε δανειακή σύμβαση με το νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «Ταμείο Νομικών», του οποίου καθολικός διάδοχος ήδη κατέστη το δεύτερο των καθ' ων η ανακοπή, με την οποία του χορηγήθηκε έντοκο δάνειο ποσού 2.500.000 δραχμών, κατά τους ειδικότερα αναφερόμενους όρους. Διατεινόμενος δε ότι ουδέποτε κατέβαλε οποιαδήποτε από τις προβλεπόμενες δόσεις και ότι, δυνάμει των με αριθμούς α) ./30-11-2012 απόφαση καταλογισμού οφειλής προς είσπραξη που εξέδωσε ο Διευθυντής Οικονομικού του δεύτερου των καθ' ων, β) ./12-4-2013 ταμειακή βεβαίωση του Προϊσταμένου της ΔΟΥ Αιγίου και γ) ./15-4-2013 ατομική ειδοποίηση χρεών ομοίως Προϊσταμένου της ΔΟΥ Αιγίου, βεβαιώθηκε σε βάρος του το ποσό των 22.206,00 ευρώ ως οφειλή του από το ως άνω δάνειο, την οποία κλήθηκε να εξοφλήσει εφάπαξ μέχρι την 31-5-2013, ζητούσε να ακυρωθούν οι υπό στοιχεία β' και γ' πράξεις και να αναγνωρισθεί η ανυπαρξία της υπό στοιχείο α' απόφασης καταλογισμού, για τους αναφερόμενους λόγους, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνονταν και οι υπό στοιχεία 1 και 2 λόγοι, που αφορούσαν στην παραγραφή της αξίωσης των καθ' ων. Η ανακοπή δικάστηκε αντιμωλία των διαδίκων κι επ' αυτής εκδόθηκε με αριθμό 31/2007 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αιγίου, το οποίο, αφού απέρριψε ό, τι έκρινε απορριπτέο και κήρυξε την ανακοπή απαράδεκτη ως προς το πρώτο των καθ' ων, Ελληνικό Δημόσιο, έκανε δεκτό ως νομικά και ουσιαστικά βάσιμο τον υπό στοιχείο 1 και 2 λόγο του ανακόπτοντος, περί παραγραφής των αξιώσεων του δεύτερου των καθ' ων, και παρέλκουσας της εξέτασης των υπόλοιπων λόγων της ανακοπής, ακύρωσε τη με αριθμό ./30-11 -2012 απόφαση καταλογισμού οφειλής του Διευθυντή Οικονομικού του δεύτερου των καθ' ων και τη με αριθμό ΑΤΒ . Γραμμή Χ.Κ. ./12-4-2013 ταμειακή βεβαίωση του Προϊσταμένου της ΔΟΥ Αιγίου. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται το εκκαλόν ως οιονεί καθολικός του δεύτερο των καθ' ων η ανακοπή, για τους λόγους που αναφέρει στην έφεση του, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και μη ορθή κι ερμηνεία του νόμου και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη.

 

Με το άρθρο 17 ΕισΝΑΚ καταργήθηκε κάθε γενική ή ειδική διάταξη για παραγραφή, διατηρήθηκαν δε μόνο οι διατάξεις που αφορούσαν το Δημόσιο, καθώς κι εκείνες με τις οποίες είχε επεκταθεί σε ΝΠΔΔ η εφαρμογή των περί παραγραφής διατάξεων του Δημοσίου. Έτσι, μετά την εισαγωγή του ΑΚ καθόσον αφορά τα ΝΠΔΔ, εφαρμόζονται για την παραγραφή κατά κανόνα μεν οι κοινές διατάξεις του ΑΚ, εξαιρετικώς δε οι διατάξεις που αφορούν το Δημόσιο, εφόσον πρόκειται για Νομικό Πρόσωπο, για το οποίο είχε επεκταθεί η εφαρμογή των σχετικών διατάξεων που αφορούν το Δημόσιο ή τυχόν μεταγενέστερες του ΑΚ ειδικές διατάξεις (ΑΠ 663/2011). Επακολούθησε το ΝΔ. 321/1969 "περί Κωδικός Δημοσίου Λογιστικού", με το άρθρο 101 του οποίου οριζόταν ότι: «Δια Β.Δ/των προκαλουμένων υπό του Υπουργού των Οικονομικών και του αρμοδίου κατά περίπτωσιν Υπουργού δύναται αι διατάξεις του παρόντος Ν.Δ/τος να επεκτείνονται, εν όλω ή εν μέρει, και επί Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, επιτρεπομένης της τροποποιήσεως των, επί τω τελεί της προσαρμογής αυτών προς τας ιδιομορφίας εκάστης κατηγορίας ή εκάστου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου". Με βάση την εξουσιοδότηση αυτή εκδόθηκε το ΒΔ. 776/1972, με το οποίο επεκτάθηκαν στα ΝΠΔΔ οι διατάξεις των άρθρων 5, 6, 8, 9, 13, 14, 15, 16, 17, 21, 45, 46, 48 και 50 του άνω Ν.Δ/τος, όπως συγχρόνως τροποποιήθηκαν ή συμπληρώθηκαν ειδικώς για τα ΝΠΔΔ, από τις οποίες όμως καμία δεν αφορά παραγραφή αξιώσεων. Σημειωτέον, ότι κατά το άρθρο 101 ΝΔ. 321/1969, καθόσον αφορά την παραγραφή αξιώσεων κατά ή υπέρ ΝΠΔΔ, εξακολούθησε να ισχύει το προηγούμενο νομικό καθεστώς. Εκδόθηκε όμως το ΝΔ 496/1974, το οποίο, με τα άρθρα 44 επ. ρυθμίζει τα της παραγραφής αξιώσεων κατά και υπέρ ΝΠΔΔ και του οποίου η ισχύς άρχισε από 1 Ιανουαρίου 1977, με εξαίρεση ορισμένες διατάξεις, η ισχύς των οποίων άρχισε από τη δημοσίευση του, οι οποίες όμως δεν αφορούν την παραγραφή. Ειδικότερα, η διάταξη του άρθρου 44 του ν.δ. 496/1974, περί Λογιστικού των ν.π.δ.δ., ορίζει ότι: "Παν χρέος προς το ν.π, παραγράφεται, εφόσον δεν ορίζεται άλλως υπό των διατάξεων του παρόντος, μετά πέντε έτη από της λήξεως του οικονομικού έτους εντός του οποίου εβεβαιώθη" (παρ.1 εδ.α') ..."Χρέη προς το ν.π. α)..., β)..., γ) εκ συμβάσεων και διατάξεων τελευταίας βουλήσεως, περιλαμβανομένων και των περιοδικών παροχών, υπόκεινται εις εικοσαετή παραγραφήν, αρχομένην από της λήξεως του οικονομικού έτους, εντός του οποίου εβεβαιώθησαν" (παρ.2). Η διάταξη δε του άρθρου 56, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 2 του ν.578/1977, ορίζει ότι: Δια Προεδρικών Διαταγμάτων εκδιδομένων μέχρις 30ης Νοεμβρίου 1977, δύνανται να εξαιρώνται εκ των διατάξεων του παρόντος, εν όλω ή εν μέρει και έτερα Ν.Π.Δ.Δ." (πλην των αναφερομένων στην παρ.1).... "Τα ως άνω Διατάγματα επιτρέπεται όπως καταργούνται κατά την αυτήν διαδικασίαν, αν εκλείψουν οι λόγο, δι’ ούς ταύτα εξεδόθησαν". Από την τελευταία διάταξη προκύπτει, ότι στην περίπτωση εξαίρεσης ΝΠΔΔ από την εφαρμογή όλων των διατάξεων του ν.δ.496/1974, δεν υπάρχει δυνατότητα εφαρμογής αυτού και συνεπώς, καθόσον αφορά ειδικότερα την παραγραφή των κατ’ αυτού ή υπέρ αυτού αξιώσεων, εξακολουθεί να ισχύει το προηγούμενο νομικό καθεστώς. Περαιτέρω, με τις διαχρονικού δικαίου μεταβατικές διατάξεις των άρθρων 54 και 55 τού Διατάγματος αυτού ορίζονται τα ακόλουθα: "Αρθρο 54. «Αι διατάξεις του παρόντος περί του χρόνου παραγραφής εφαρμόζονται επί των από της θέσεως του εν ισχύι γεννημένων αξιώσεων. ʼρθρο 55. Ειδικαί διατάξεις των νομικών προσώπων, που ρυθμίζουν τα του χρόνου της παραγραφής εν γένει χρεών προς το νομικό πρόσωπο ή χρεών τούτου, εξακολουθούν ισχύουσαι". Στη συνέχεια, κατ' εφαρμογή της παρεχόμενης από την παρ. 2 του άρθρου 56 του ν.δ. 496/1974 εξουσιοδότησης, εκδόθηκε το Π.Δ. 437/1977, το άρθρο μόνο του οποίου ορίζει ότι "εξαιρούνται της εφαρμογής του ΝΔ 496/1974 οι Ασφαλιστικοί Οργανισμοί οι υπαγόμενοι εις την εποπτείαν του Υπουργείου Κοινωνικών Υπηρεσιών". Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι η εξαίρεση είναι καθολική κι επομένως καταλαμβάνει και τις περί παραγραφής ως άνω διατάξεις του ν.δ. 496/1974, οι οποίες δεν επανήλθαν σε ισχύ με το άρθρο μόνο του Π.Δ. 305/1985 (ΑΠ 350/2018, ΑΠ 741/2017, ΑΠ 1601/2014). Τέλος, στο άρθρο 1 του ν.δ. 4114/1960 "Κώδικας περί Ταμείου Νομικών", ορίζεται ότι: «Το επί τη βάσει του νομού 4448 του έτους 1929 και των τροποποιησάντων και συμπληρωσάντων αυτόν μεταγενέστερων νόμων και νομοθετικών διαταγμάτων συσταθέν και λειτουργούν εν Αθήναις Ταμείο Νομικών, διέπεται εφεξής υπό των διατάξεων του παρόντος κωδικός» και σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 2 του ιδίου ν. δ/τος, αποτελεί νομικό πρόσωπο δημοσίου δίκαιου υπό τον τίτλο "Ταμείον Νομικών", υπαγόμενο στην εποπτεία του επί της Δικαιοσύνης Υπουργού, ενώ στη συνέχεια, κατ' άρθρο 36 παρ. 7 του ν.δ 1/1968, τούτο υπήχθη στην εποπτεία του Υπουργείου Κοινωνικής Πρόνοιας, το οποίο μετονομάστηκε σε Υπουργείο Κοινωνικών Υπηρεσιών και ήδη με το άρθρο 25 παρ. 3 περ. Α, υπό περ.γ' του ν.3655/2008, εντάχθηκε στο ν.π.δ.δ "Ενιαίο Ταμείο Ανεξάρτητα Απασχολουμένων (Ε.Τ.Α.Α)», το οποίο, σύμφωνα με το άρθρο 38 του ίδιου νόμου, αποτελεί καθολικό διάδοχο αυτού, υπαγόμενο στην εποπτεία του Υπουργείου Απασχόλησης και Κοινωνικών Υπηρεσιών. Συνεπώς, κατ' εφαρμογή του άρθρου μόνου του π.δ. 437/1977, που προαναφέρθηκε, το πρώην Ταμείο Νομικών εξαιρέθηκε ολοσχερώς της εφαρμογής των διατάξεων του ν.δ. 496/1974 και επομένως και εκείνης του άρθρου 44, που ορίζει τα της παραγραφής των αξιώσεων των ν.π.δ.δ, δεδομένου δε ότι στο καταστατικό του δεν περιλαμβάνονται ειδικές διατάξεις για την παραγραφή των αξιώσεων του, εφαρμογή έχουν οι κοινές περί παραγραφής διατάξεις του Αστικού Κώδικα (ΣτΕ 958/2009). Κατά τη διάταξη του άρθρου 249 του κώδικα αυτού (ΑΚ), εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά οι αξιώσεις παραγράφονται σε είκοσι χρόνια. Στη γενική δε αυτή εικοσαετή παραγραφή υπόκεινται και οι αξιώσεις από δάνειο (806 ΑΚ). Ωστόσο, κατά τις διατάξεις των άρθρων 250 αρ. 15 και 253 ΑΚ, ο χρόνος παραγραφής των τόκων και των χρεωλύτρων είναι πενταετής και αρχίζει από τη λήξη του έτους, μέσα στο οποίο γεννήθηκε η αξίωση και είναι δυνατή η δικαστική της επιδίωξη. Χρεώλυτρο, κατά την έννοια του πρώτου των άρθρων τούτων, είναι το αποδιδόμενο μέρος του οφειλόμενου κεφαλαίου, το οποίο καταβάλλεται, είτε κεχωρισμένως, είτε κατόπιν αθροίσεως και των τόκων, οπότε σχηματίζεται το τοκοχρεώλυτρο. Όταν ο δανειστής έχει το δικαίωμα, σύμφωνα με τους όρους της δανειακής συμβάσεως, να την καταγγείλει προώρως αν δεν πληρωθούν οι δόσεις, τότε όλες οι οφειλόμενες περιοδικές εκ του δανείου δόσεις, αφορώσες χρεώλυτρο ή τοκοχρεώλυτρο ή τόκο, γίνονται απαιτητές. Με την καταγγελία η σύμβαση του δανείου λύεται και επομένως ενεργοποιείται ο συμβατικός όρος, που παρέχει στο δανειστή το δικαίωμα να αξιώσει την άμεση πληρωμή από τον οφειλέτη ολοκλήρου του οφειλομένου κεφαλαίου, καθώς και τους τόκους υπερημερίας από την καταγγελία. Το δάνειο συνεπώς είναι τοκοχρεωλυτικό, με την έννοια ότι έχει συνομολογηθεί η εξόφληση του δια καταβολής είτε χρεωλύτρων και τόκων κεχωρισμένως, είτε ενιαίων τοκοχρεωλύτρων, υπό την αίρεση της εμπρόθεσμης και προσήκουσας καταβολής των δόσεων. Μόνον, όμως, όταν η αίρεση πληρωθεί και καταγγελθεί το δάνειο, δεν οφείλονται πλέον δόσεις, αλλά ολόκληρο το μέχρι τότε ανεξόφλητο κεφάλαιο και η αξίωση του δανειστή προς απόδοση του δανείου υπόκειται στη συνήθη εικοσαετή παραγραφή, ενώ αν δεν γίνει καταγγελία, η αξίωση των περιοδικών δόσεων, αφού αυτές διατηρούν την αυθυπαρξία τους, υπόκεινται στην πενταετή παραγραφή (ΑΠ 751/2012, ΑΠ 747/2012, ΑΠ 1455/2007, ΑΠ 637/1997). Οι διατάξεις του άρθρου 86 παρ. 3 ν.2362/1995, κατά το οποίο χρηματική απαίτηση του Δημοσίου, που: α) απορρέει από σύμβαση που αυτό έχει καταρτίσει, παραγράφεται μετά εικοσαετία από τη λήξη του οικονομικού έτους, μέσα στο οποίο έγινε η εν στενή έννοια βεβαίωση αυτής, δεν έχει εφαρμογή στην περίπτωση του πρώην Ταμείου Νομικών, ως προς το οποίο εφαρμόζονται οι προαναφερόμενες διατάξεις, που κατισχύουν ως ειδικές των διατάξεων του τελευταίου αυτού νόμου (ΑΠ 1831/2006). Αντίθετη εκδοχή δεν συνάγεται από το άρθρο 1Β του ως άνω ν. 2362/1995 (το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 2 του ν. 3871/2010), κατά το οποίο για τους σκοπούς του νόμου αυτού οι κατωτέρω όροι έχουν την ακόλουθη έννοια: 1....2. Γενική Κυβέρνηση: περιλαμβάνει την Κεντρική Κυβέρνηση, τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ) και τους Οργανισμούς Κοινωνικής Ασφάλισης (ΟΚΑ) σύμφωνα με τα κριτήρια του Ευρωπαϊκού Συστήματος Λογαριασμών (ΕΣΟΛ), δεδομένου ότι κατά την παράγραφο 4 του ίδιου άρθρου "Κεντρική Διοίκηση ή Δημόσιο ή Κράτος: περιλαμβάνει την Προεδρία της Δημοκρατίας, τα Υπουργεία και τις αποκεντρωμένες Διοικήσεις, καθώς και τις ανεξάρτητες Αρχές". Επίσης, η διάταξη του άρθρου 28 παρ. 4 εδ. β' του ν.2579/1998, κατά την οποία οι διατάξεις των άρθρων 11 του Κανονιστικού διατάγματος της 26 Ιουνίου - 10 Ιουλίου 1944 "περί Κωδικός των νόμων περί δικών του Δημοσίου" και 22 παρ. 4 του ν. 1868/1989 (ΦΕΚ Α’ 230), έχουν εφαρμογή και επί των νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (ν.π.δ.δ) και ότι τα πρόσωπα αυτά απαλλάσσονται, όπως και το Δημόσιο, από την υποχρέωση καταβολής οποιουδήποτε παράβολου, τέλους, ενσήμου ή εισφοράς για την άσκηση ή την εκδίκαση αγωγών, ενδίκου μέσου ή βοηθήματος ή για τη διενέργεια οποιοσδήποτε δικαστικής ή διαδικαστικής πράξης ενώπιον όλων των δικαστηρίων ή δικαστικών ή άλλων αρχών, ως γενική, δεν εισάγει διαφορετική ρύθμιση για το ζήτημα της παραγραφής των απαιτήσεων του πρώην Ταμείου Νομικών. Ήδη με το άρθρο 137 παρ. 1 του ν. 3655/2008 (ΦΕΚ Α' 58/3-4-2008), ορίστηκε ότι: "Κάθε απαίτηση των ΦΚΑ παραγράφεται εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, μετά πέντε (5) έτη από τη λήξη του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο βεβαιώθηκε και κατέστη ληξιπρόθεσμη. Εάν η βεβαίωση του χρέους έγινε πριν αυτό καταστεί ληξιπρόθεσμο ολικά ή μερικά, η παραγραφή αρχίζει από τη λήξη του οικονομικού έτους, κατά το οποίο αυτό κατέστη ληξιπρόθεσμο. Για τα παρακάτω χρέη προς τους ΦΚΑ ισχύει η εικοσαετής παραγραφή, που αρχίζει από τη λήξη του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο βεβαιώθηκαν, εκτός αν ορίζεται διαφορετικά από ειδικές διατάξεις που αφορούν τους ΦΚΑ και τους εντασσόμενους σε αυτούς φορείς κλάδους ή λογαριασμούς : α)... .β)... .γ)... δ) απαιτήσεις από χρηματικές αξιώσεις του φορέα που προέρχονται από συναφθείσα σύμβαση, ε) Απαιτήσεις που δημιουργούνται από συμβάσεις και διατάξεις τελευταίας βούλησης...». Με τις διατάξεις του ως άνω άρθρου 137 του ν. 3655/2008, η ισχύς του οποίου αρχίζει στις 3-4-2008 (άρθρο 154), ρυθμίστηκε, μεταξύ άλλων, η παραγραφή απαιτήσεων υπέρ των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης (ΦΚΑ), υπάγονται δε σε αυτή και οι μη βεβαιωθείσες, κατά την έναρξη της ισχύος του, ληξιπρόθεσμες απαιτήσεις του ΦΚΑ, εφόσον όμως αυτές δεν είχαν παραγραφεί υπό το προγενέστερο νομικό καθεστώς, που προαναφέρθηκε (ΑΠ 1073/2019, ΑΠ 144/2017 Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΝΟΜΟΣ).

 

Από την εκτίμηση της κατάθεσης του μάρτυρα του ανακόπτοντος που εξετάστηκε ένορκα στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιλαμβάνεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση, πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αιγίου, (το δεύτερο των καθ' ων η ανακοπή δεν εξέτασε μάρτυρα), κι όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων που οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν, χωρίς η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σ' αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα και όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται προς σχηματισμό της δικανικής κρίσης (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004.723), σε συνδυασμό και με τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Την 28η-2-1996, μεταξύ του ανακόπτοντος, δικηγόρου Αιγίου και του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία "ΤΑΜΕΙΟ ΝΟΜΙΚΩΝ", καταρτίστηκε σύμβαση έντοκου δανείου στο πλαίσιο της αποκατάστασης σεισμοπαθών άμισθων ασφαλισμένων, κατοίκων της πόλης και της περιφέρειας του Πρωτοδικείου Αιγίου, ποσού 2.500.000 δραχμών, προκειμένου να καλυφθούν οι επείγουσες ανάγκες του, έπειτα από τον ισχυρό σεισμό που έπληξε την πόλη του Αιγίου στις 15-6-1995, σύμφωνα με τη με αριθμό ./14-2-1996 απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου, που εγκρίθηκε με τη με αριθμό Β41/4353/16-11-1995 απόφαση του Γενικού Διευθυντή της Γενικής Γραμματείας Κοινωνικών Ασφαλίσεων και μέσα στα πλαίσια της με αριθμό 2329/19-9-1994 πράξης του Διοικητή και της με αριθμό 561/22-9-1995 απόφασης της Επιτροπής Νομισματικών και Πιστωτικών θεμάτων της Τράπεζας της Ελλάδος. Η διάρκεια αποπληρωμής του δανείου ορίσθηκε σε εξήντα ισόποσες μηνιαίες τοκοχρεολυτικές δόσεις, με περίοδο χάριτος 18 μηνών, κατά την οποία δεν θα οφείλονταν τόκοι, ποσού 53.735 δραχμών η καθεμία, της πρώτης καταβλητέας την 28η-9-1997 και της τελευταίας την 28η-8-2002. Σύμφωνα δε με τον με αριθμό 4 ρητό όρο της σύμβασης, σε περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής οποιασδήποτε τοκοχρεωλυτικής δόσης ή μέρους αυτής, ο δανειολήπτης - οφειλέτης θα χρεώνεται χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση, όχληση ή επιταγή προς πληρωμή για τα καθυστερούμενα ποσά, από την ημέρα της καθυστέρησης μέχρι την εξόφληση, με τον εκάστοτε νόμιμο τόκο υπερημερίας, ενώ σε περίπτωση καθυστέρησης δύο ή περισσότερων δόσεων, το «Ταμείο Νομικών δικαιούται να κηρύξει ληξιπρόθεσμο και απαιτητό ολόκληρο το οφειλόμενο υπόλοιπο ποσό του δανείου με τους τόκους υπερημερίας και να επιδιώξει την είσπραξη του (βλ. προσκομιζόμενη από 28-2-1996 σύμβαση). Ωστόσο, παρότι ο ανακόπτων έλαβε το ποσό του δανείου, δεν κατέβαλε καμία από τις οφειλόμενες τοκοχρεολυτικές δόσεις. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι με το με αριθμό πρωτ../30-1-2002 έγγραφο του το «Ταμείο Νομικών» γνωστοποίησε στον εφεσίβλητο ότι αποφασίστηκε αναπροσαρμογή του επιτοκίου σε 4,5%, με αναδρομική ισχύ από 19-5-2000, ενώ με το με αριθμό πρωτ../14-5-2002 έγγραφο, ομοίως απευθυνόμενο στον εφεσίβλητο, του γνωστοποιούσαν ότι μετά από αναπροσαρμογή η μηναία δόση του δανείου διαμορφώθηκε σε 147,03 ευρώ έκαστη, ότι το σύνολο της οφειλής του για 52 δόσεις, ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 10.877,84 ευρώ, ότι το ποσό αυτό πρέπει να εξοφληθεί εφάπαξ εντός των τριών επομένων μηνών από την παραλαβή της εν λόγω ειδοποίησης, διαφορετικά θα χρεωνόταν με τόκους υπερημερίας για το οφειλόμενο κεφάλαιο μέχρι την ημερομηνία εξόφλησης του, καθώς και ότι οφείλει 8 ακόμα δόσεις, ποσού 147,03 ευρώ, έκαστη από τον μήνα Ιανουάριο του 2002 έως και τον μήνα Αύγουστο του 2002 (βλ. προσκομιζόμενα με αριθμό πρωτ../30-1-2002 και με αριθμό πρωτ../14-5-2002 έγγραφα). Στο μεταξύ, δυνάμει του άρθρου 25 του ν. 3655/2008, το Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου με την επωνυμία Ενιαίο Ταμείο Ασφάλισης Αυτοαπασχολούμενων (Ε.ΤΑ.Α) - Τομέας Ασφάλισης Νομικών (ΤΑ.Ν) κατέστη καθολικός διάδοχος του ως άνω Ταμείου Νομικών, οπότε δυνάμει του με αριθμό πρωτ../30-1 -2009 εγγράφου του, απαντώντας σε σχετική αίτηση του εφεσίβλητου, του γνωστοποίησε ότι το συνολικό υπόλοιπο της οφειλής του για το σύνολο των 60 δόσεων του δανείου μετά των τόκων υπερημερίας, ανερχόταν την 27η-1-2009 (ημερομηνία υποβολής της αίτησης) σε 18.809,40 ευρώ, το οποίο θα έπρεπε να καταβληθεί εντός τριμήνου από την ημερομηνία παραλαβής της ειδοποίησης και ότι σε διαφορετική περίπτωση θα χρεωνόταν με τόκους υπερημερίας μέχρι την ημερομηνία εξόφλησης της οφειλής (βλ. προσκομιζόμενο με αριθμό πρωτ../30-1-2009 έγγραφο). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι με τη με αριθμό ./30-11-2012 απόφαση καταλογισμού ο Διευθυντής του Ταμείου του Τ.Α.Ν. καταλόγισε στον ανακόπτοντα οφειλή συνολικού ποσού 22.206,00 και ειδικότερα 9.163,24 για κεφάλαιο και 13.042,76 , για τόκους υπερημερίας, ενώ η ως άνω καταλογιστική πράξη εστάλη στη Δ.Ο.Υ. Αιγίου, οπότε εκδόθηκε η με αριθμό ./12-04-2013 ταμειακή βεβαίωση του Προϊσταμένου αυτής και εστάλη στον ανακόπτοντα η με αριθμό ./15-04-2013 ατομική ειδοποίηση χρεών. Από τη συνεκτίμηση των προεκτεθέντων σαφώς συνάγεται ότι η εν λόγω δανειακή σύμβαση ουδέποτε καταγγέλθηκε, τόσο από το αρχικώς συμβληθέν με την ιδιότητα του δανειστή «ΤΑΜΕΙΟ ΝΟΜΙΚΩΝ», όσο και από το καθιστάμενο μεταγενέστερα καθολικό διάδοχο αυτού, δεύτερο των καθ'ων η ανακοπή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου με την επωνυμία, «Ενιαίο Ταμείο Ανεξάρτητα Απασχολούμενων ΕΤΑΑ - Τομέας Ασφάλισης Νομικών ΤΑΝ», το οποίο ήδη, σύμφωνα με το άρθρο 53§1 του ν.4387/2016 εντάχθηκε αυτοδικαίως στον Ενιαίο Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ), που συστήθηκε, δυνάμει του άρθρου 51 §1 του ν. 4387/2016 (Α 85) ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου (ν.π.δ.δ.) με χρόνο έναρξης λειτουργίας την 1η Ιανουαρίου 2017 και το οποίο σύμφωνα με το άρθρο 70§9 του ν.4387/2016, συνεχίζει τις εκκρεμείς δίκες που αφορούν διαφορές ή υποθέσεις των εντασσομένων σ' αυτόν φορέων κύριας ασφάλισης, όπως συντρέχει κι εν προκειμένω. Συνακόλουθα, και δεδομένου ότι η εν λόγω σύμβαση, κατά τα προεκτεθέντα, ουδέποτε καταγγέλθηκε, οι αξιώσεις του "Ταμείου Νομικών" για καταβολή των τοκοχρεολυτικών δόσεων από τη σύμβαση δανείου που είχε συνάψει με τον ανακόπτοντα, υπόκειντο στην πενταετή παραγραφή, κατ' άρθρο 250 περ. 15 ΑΚ. Τούτο, διότι, με το άρθρο μόνο του π.δ. 437/1977, εξαιρέθηκαν όλων των διατάξεων του ν. δ. 496/1974 οι ασφαλιστικοί οργανισμοί που υπάγονταν στην εποπτεία του Υπουργείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων, μεταξύ δε αυτών και το "Ταμείο Νομικών", που υπήχθη στην εποπτεία του Υπουργείου Κοινωνικών Ασφαλίσεων με το άρθρο 36 παρ. 7 του ν.δ. 1/1968. Επομένως, δεν τυγχάνει εφαρμογής η διάταξη του άρθρου 44 του ν.δ. 496/1974, που ρυθμίζει την παραγραφή των αξιώσεων κατά και υπέρ των ΝΠΔΔ. Ούτε το ν.δ. 4114/1960 "περί Κώδικα Ταμείου Νομικών" περιείχε διάταξη που να ρυθμίζει διαφορετικά το θέμα της παραγραφής των απαιτήσεων του Ταμείου, με αποτέλεσμα να εφαρμόζονται οι γενικές διατάξεις του Αστικού Κώδικα και ειδικότερα, κατά τα ως άνω εκτιθέμενα, η διάταξη του άρθρου 250 περ. 15 ΑΚ. Εξάλλου σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας δεν τυγχάνει εφαρμογής στην περίπτωση του πρώην ταμείου Νομικών ούτε η διάταξη του άρθρου 86 παρ. 3 ν.2362/1995, ενώ αντίθετη εκδοχή δεν συνάγεται από το άρθρο 1Β του ως άνω ν. 2362/1995 (το οποίο προστέθηκε με το άρθρο 2 του ν. 3871/2010). Συνεπώς, μετά την ισχύ του ν. 3655/2008 (ΦΕΚ Α 58/3.4.2008), οι σχετικές αξιώσεις του δεύτερου των καθ' ων η ανακοπή, που υπεισήλθε στη θέση του " Ταμείου Νομικών", για την καταβολή των τοκοχρεολυτικών δόσεων, που δεν είχαν ήδη παραγραφεί, ενόψει του ότι εκάστη αξίωση είναι αυτοτελής, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα, παραγράφονται πλέον μετά εικοσαετία από τη λήξη του οικονομικού έτους εντός του οποίου έγινε η εν στενή έννοια βεβαίωση αυτών. Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, όλες οι τοκοχρεολυτικές δόσεις του επίδικου δανείου, η τελευταία των οποίων έπρεπε να καταβληθεί την 28η-8-2002, έχουν υποπέσει στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 250 περ. 15 ΑΚ, που συμπληρώθηκε την 1-1-2008, ήτοι πριν τη θέση σε ισχύ του ν. 3655/2008 (3-4-2008), καθώς μέχρι την έναρξη ισχύος του ν.3655/2008, στις 3-4-2008, το τέως Ταμείο Νομικών δεν ενεργοποίησε, με καταγγελία, τον προαναφερθέντα σχετικό όρο της σύμβασης του επιδίκου τοκοχρεωλυτικού δανείου, που παρείχε σε αυτό το δικαίωμα, σε περίπτωση καθυστέρησης δύο ή περισσοτέρων δόσεων, να κηρύξει ληξιπρόθεσμο και απαιτητό ολόκληρο το οφειλόμενο υπόλοιπο ποσό του δανείου με τους τόκους υπερημερίας, με συνέπεια οι αξιώσεις των περιοδικών τοκοχρεωλυτικών δόσεων τούτου να διατηρήσουν την αυτοτέλεια τους, εξακολουθώντας να υπόκεινται στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 250 αρ. 15 ΑΚ, η οποία είχε ήδη συμπληρωθεί κατά τον ως άνω χρόνο (3-4-2008), δεδομένου ότι στον ανωτέρω παρατεθέντα όρο 4 της σύμβασης δεν περιέχεται όρος αυτοδίκαιης λύσης της επίδικης δανειακής σύμβασης για την περίπτωση καθυστέρησης των τοκοχρεωλυτικών δόσεων, αλλά δικαίωμα καταγγελίας σε περίπτωση καθυστέρησης δυο δόσεων και ο περί του αντιθέτου λόγος έφεσης πρέπει να απορριφθεί. Πρέπει δε να σημειωθεί επιπροσθέτως ότι ούτε το με αριθμό πρωτ../30-1 -2009 ως άνω έγγραφο του TAN, αλλά ούτε και το με αριθμό ./3-4-2012 έγγραφο του Διευθυντή Οικονομικού του TAN που εστάλη στον ανακόπτοντα με το οποίο του δηλώθηκε ότι η οφειλή του έχει καταστεί ληξιπρόθεσμη την 28η-8-2002 και κλήθηκε να εξοφλήσει όλο το ποσό του δανείου έχουν ισχύ καταγγελίας, καθώς αμφότερα συντάχθηκαν μετά την συμπλήρωση της παραγραφής των αξιώσεων του καθ' ου, που κατά τα προεκτεθέντα έλαβε χώρα την 1-1-2008. Μετά ταύτα, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την προσβαλλόμενη απόφαση του, δέχθηκε την ανακοπή κατά τον βάσιμο πρώτο και συνεχόμενο αυτού δεύτερο λόγο της και ακύρωσε τη με αριθμό ./30-11-2012 απόφαση καταλογισμού οφειλής του Διευθυντή Οικονομικού του δεύτερου των καθ' ων και τη με αριθμό ΑΤΒ . Γραμμή Χ.Κ. ./12-4-2013 ταμειακή βεβαίωση του Προϊσταμένου της ΔΟΥ Αιγίου, δεν έσφαλε κατά την εκτίμηση των αποδείξεων και ορθά ερμήνευσε το νόμο. Οι δε περί του αντιθέτου λόγοι έφεσης πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι και να απορριφθεί η κρινόμενη έφεση στο σύνολο της, ενώ τα δικαστικά έξοδα για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας πρέπει να συμψηφιστούν στο σύνολο τους μεταξύ των διαδίκων λόγω της δυσχέρειας στην ερμηνεία των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν κατ' άρθρα 179 και 183 ΚΠολΔ (ΟλΑΠ 18/1993 ΕλλΔνη  994.1245).

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση.

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την έφεση κατ’ ουσίαν.

 

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στην Πάτρα σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριο του συνεδρίαση, στις 5 Φεβρουαρίου 2021, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ