ΜονΕφΠατρ 43/2018

 

Ζημίες σε ακίνητο από υγρασία - Προσβολή απόφασης ως προς την ουσία και ως προς τα δικαστικά έξοδα - Συμπληρωματικές αποδείξεις - Ιδιάζουσες γνώσεις - Διορισμός πραγματογνώμονα -.

 

Προσβολή με ένδικο μέσο της απόφασης ως προς την ουσία της υπόθεσης και ως προς τη διάταξή της σχετικά με τα δικαστικά έξοδα. Για το ορισμένο του σχετικού λόγου πρέπει να αναφέρεται στο δικόγραφο της έφεσης το αποδιδόμενο στην πληττόμενη απόφαση νομικό σφάλμα ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή των διατάξεων περί δικαστικής δαπάνης και δη αν ο καθορισμό του σε βάρος του εκκαλούντος ποσού για δικαστικά έξοδα οφείλεται σε μη νόμιμο υπολογισμό ή σε κάποια άλλη αιτία. Το Εφετείο δικαιούται να διατάξει επανάληψη της συζήτησης και να διατάξει νέες ή συμπληρωματικές αποδείξεις χωρίς να εξαφανίσει την εκκαλουμένη. Συμπλήρωση των αποδείξεων με τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης. Αίτημα για διορισμό πραγματογνώμονα. Αν το δικαστήριο κρίνει ότι χρειάζονται ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης ή τέχνης τότε οφείλει να διορίσει πραγματογνώμονα ή πραγματογνώμονες, άλλως η απόρριψη ρητώς ή σιωπηρώς του σχετικού αιτήματος δημιουργεί λόγο αναίρεσης της απόφασης.

 

 

 

 

Αριθμός 43/2018

 

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ

 

 

Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή, Ελένη Τοπούζη, Εφέτη και από την Γραμματέα Αφροδίτη Γεωργίου.

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 2 Νοεμβρίου 2017 για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ των:

 

ΕΚΚΑΛΟΥΝΤΟΣ-ΕΝΑΓΟΜΕΝΟΥ: ..., κατοίκου Πατρών (οδός ...) με ΑΦΜ ..., ως διαχειριστή της ένωσης συνιδιοκτητών της ευρισκόμενης στην Πάτρα και επί της οδού ... πολυκατοικίας, που παραστάθηκε με δήλωση, κατ' άρθρο 242 παρ. 2 ΚΠολΔ, του πληρεξουσίου δικηγόρου του, Παναγιώτη Αναστασόπουλου (του Δ.Σ Πατρών) που κατέθεσε προτάσεις.

 

ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΟΥ-ΕΝΑΓΟΝΤΟΣ: ..., κατοίκου Πατρών (οδός ...) με ΑΦΜ …, που παραστάθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου του, Γεωργίου Χαλκιόπουλου (του Δ.Σ Πατρών), ο οποίος κατέθεσε προτάσεις.

 

Ο εφεσίβλητος άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών σε βάρος του εκκαλούντος την από 2.5.2013 και με αριθ. εκθ. καταθ. 1430/10.5.2013 αγωγή του με την οποία ζητούσε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ αυτή. Ο εκκαλών δε άσκησε ενώπιον του ίδιου ως άνω Δικαστηρίου την από 30.9.2013 και με αριθμό καταθέσεως 2875/30.9.2013 αγωγή του με την οποία ζητούσε να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται σ αυτήν. Επί των ως άνω αγωγών, που συνεκδικάσθηκαν αντιμωλία των διαδίκων, εκδόθηκε η με αριθμό 648/2015 απόφαση του παραπάνω Δικαστηρίου, που απέρριψε την ως άνω ασκηθείσα αγωγή του εκκαλούντος σε βάρος του εφεσιβλήτου-ενάγοντος και δέχτηκε εν μέρει την αγωγή του τελευταίου. Την απόφαση αυτή και μόνο κατά το ως άνω μέρος της, κατά το οποίο έγινε εν μέρει δεκτή η προαναφερόμενη αγωγή του εφεσιβλήτου-ενάγοντος, προσέβαλε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου ο ως άνω εναγόμενος και ήδη εκκαλών με την από 5.7.2016 και με αριθμό καταθέσεως 162/12.7.2016 έφεση του, της οποίας ορίσθηκε δικάσιμος με την με αριθμό 202/19.7.2016 πράξη της Γραμματέως του Δικαστηρίου αυτού η αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας, κατά την οποία η υπόθεση, αφού εκφωνήθηκε με τη σειρά της από το οικείο πινάκιο, συζητήθηκε.

 

Οι πληρεξούσιοι δικηγόροι των διαδίκων, οι οποίοι παραστάθηκαν, όπως προαναφέρθηκε, αναφέρθηκαν στις προτάσεις τους, που κατέθεσαν εμπρόθεσμα.

 

 

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

Η από 5.7.2016 έφεση κατά της υπ. αριθμ. 648/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 648-657 ΚΠολΔ, ως οι διατάξεις αυτές ίσχυαν πριν τη σιωπηρή κατάργηση τους με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 Ν.4335/2015.ΦΕΚ Α 87 (δεδομένου ότι με αυτό ορίζεται ότι αντικαθίσταται το ΒΙΒΛΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ- άρθρα 591 έως 681 Δ-) του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας και παρατίθενται ως νέες διατάξεις τα άρθρα  591 έως και 645, τα οποία εφαρμόζονται, σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ. 2 του αυτού άρθρου και νόμου για τα κατατιθέμενα από τις 1.1.2016 ένδικα μέσα και αγωγές). Έχει δε ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμη, γεγονός το οποίο δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους, ούτε από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει το αντίθετο, αρμοδίως δε φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 19, 495, 511, 513 παρ. 1, 652 παρ.1 ΚΠολΔ σε συνδ. με 24 παρ.1 του ΕισΝΚΠολΔ). Πρέπει επομένως η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια ως άνω διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (αρθρ. 533 παρ.1 ΚΠολΔ), αφού για το παραδεκτό της συζήτησης της  έφεσης, έχει κατατεθεί από τον εκκαλούντα το προβλεπόμενο από την παράγραφο 4 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ, ως αυτή προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ.2 ν.4055/2012, νόμιμο παράβολο, ποσού διακοσίων (200) ευρώ.

 

 

Με την από 2.5.2013 και με αριθμό καταθέσεως 1430/10.5.2013 αγωγή του που άσκησε ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών εξέθετε ότι τυγχάνει κύριος του περιγραφόμενου λεπτομερώς στην αγωγή του διαμερίσματος υπογείου ορόφου πολυκατοικίας, κείμενης στην πόλη της Πάτρας, επί της οδού ..., η οποία έχει υπαχθεί στις διατάξεις του Ν.3741/1929 «περί οριζοντίου ιδιοκτησίας» και στις διατάξεις των άρθρων 1002 και 1117 ΑΚ με την με αριθμό .../1967 συμβολαιογραφική πράξη του συμ/φου Πατρών ..., που μεταγράφηκε νόμιμα, με την οποία συντάχθηκε και ο κανονισμός που διέπει τις σχέσεις των συνιδιοκτητών της ως πολυκατοικίας, διαχειριστής της οποίας είναι ο εναγόμενος και ήδη εκκαλών. Ότι από τον μήνα Ιανουάριο 2010 εμφανίστηκαν στην ως άνω οριζόντια ιδιοκτησία του ενάγοντος προβλήματα προερχόμενα από την υγρασία και δη αλλοιώσεις και αποσαρθρώσεις επιχρισμάτων και χρωματισμών στα επιχρίσματα των επιφανειών τοιχίων στο χώρο του υπνοδωματίου και εν μέρει στον χώρο του υπνοδωματίου και εν μέρει του διαδρόμου, οφειλόμενα από διαρροή και κακή στεγανότητα του κοινόχρηστου αγωγού παροχέτευσης ομβρίων υδάτων, για την αποκατάσταση των οποίων κατέβαλε το ποσό των 1.000 ευρώ, που ο εναγόμενος αρνείται να του καταβάλει, ενώ, εξαιτίας της ως άνω υγρασίας η μισθώτρια του διαμερίσματος του, ..., αποχώρησε πρόωρα απ’ αυτό με αποτέλεσμα να απωλέσει το ποσό των 5.100 ευρώ, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο δικόγραφο.

 

 

Με βάση δε το ως άνω ιστορικό ζητούσε ο ενάγων να υποχρεωθεί ο εναγόμενος και νυν εκκαλών, να του καταβάλει, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, υπό την προαναφερόμενη ιδιότητα του: α) το ως άνω συνολικό ποσό των 6.100 ευρώ (1.000 ευρώ για τις δαπάνες αποκατάστασης ζημιών +5.100 ευρώ για απολεσθέντα μισθώματα β) να αποκαταστήσει το πρόβλημα του κεντρικού κοινόχρηστου αγωγού παροχέτευσης ομβρίων, εκ του οποίου δημιουργήθηκαν υγρασίες στο χώρο του διαμερίσματος του αλλά και στους κοινόχρηστους χώρους της οικοδομής γ) να προβεί σε αποκατάσταση οιαδήποτε μελλοντικής ζημίας στο διαμέρισμα του, οφειλόμενη στην ως άνω αιτία και δ) να απειληθεί σε βάρος του χρηματική ποινή σε περίπτωση παραβιάσεως της απόφασης που θα εκδοθεί. Επί της αγωγής αυτής που συνεκδικάσθηκε αντιμωλία των διαδίκων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την από 30.9.2013 και με αριθμό καταθέσεως 2875/30.9.2013 αγωγή του εκκαλούντος με την οποία αυτός, υπό την προαναφερόμενη ιδιότητα του ως νόμιμου διαχειριστή της ένωσης των ιδιοκτητών της ως άνω πολυκατοικίας ζητούσε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος-ενάγων-εφεσίβλητος να του καταβάλει για  δαπάνες κοινοχρήστων, που αναλογούν στο διαμέρισμα του, το ποσό των 778,41 ευρώ, εκδόθηκε η με αριθμό 648/2015 απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που αφού απέρριψε την ως άνω αγωγή του εκκαλούντος, δέχτηκε εν μέρει την ασκηθείσα σε βάρος του αγωγή του ενάγοντος και νυν εφεσίβλητου και υποχρέωσε τον εκκαλούντα, υπό την ως άνω ιδιότητα του, να καταβάλει στον τότε ενάγοντα και νυν εφεσίβλητο, α) το ποσό των 1.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής β) να αποκαταστήσει το πρόβλημα του κεντρικού κοινόχρηστου αγωγού παροχέτευσης ομβρίων εκ του οποίου δημιουργούνται υγρασίες στους κοινόχρηστους χώρους της πολυκατοικίας και δη στο χώρο του διαμερίσματος του ενάγοντος. Κατά της απόφασης αυτής και δη μόνο κατά το μέρος της, κατά το οποίο έγινε εν μέρει δεκτή η σε βάρος του ως άνω αγωγή του ενάγοντος και νυν εφεσίβλητου, κατά τα ανωτέρω, παραπονείται τώρα ο εναγόμενος-εκκαλών, με τους εκτιθέμενους στη έφεση του λόγους, που συνίστανται σε κακή εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ζητεί την εξαφάνιση της, ώστε να απορριφθεί η ένδικη αγωγή.

 

 

Κατά τη διάταξη του άρθρου 193 ΚΠολΔ, εφόσον ο διάδικος προσβάλλει με ένδικο μέσο την απόφαση ως προς την ουσία της υπόθεσης, μπορεί να την προσβάλλει και ως προς τη διάταξη της σχετικά με τα δικαστικά έξοδα, παράπονου μένος για τον σε βάρος του καταλογισμό τους. Σκοπός της διάταξης είναι να περιορίσει τη δυνατότητα αυτοτελούς άσκησης ένδικων μέσων μόνο για το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων, χωρίς ταυτόχρονη προσβολή της απόφασης και ως προς το κεφάλαιο της ουσίας της υπόθεσης. Η ρύθμιση ισχύει για όλα τα ένδικα μέσα. Για το ορισμένο, όμως, του σχετικού λόγου, πρέπει να αναφέρεται στο δικόγραφο της εφέσεως το αποδιδόμενο στην πληττόμενη απόφαση νομικό σφάλμα ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των διατάξεων περί δικαστικής δαπάνης και δη αν ο καθορισμός του σε βάρος του εκκαλούντος ποσού για δικαστικά έξοδα οφείλεται σε μη νόμιμο υπολογισμό ή σε κάποια άλλη αιτία, ώστε να είναι δυνατό να ελεγχθεί η παραβίαση ή μη των σχετικών διατάξεων και να αποκλεισθεί η περίπτωση του λογιστικού σφάλματος (ΕΑ 3808/2014, ΕφΠειρ 24/2016, δημοσιευμένες στη Νόμος, Β. Βαθρακοκοίλη, Η έφεση έκδ.2015, σελ.305.)

 

 

Στην προκειμένη περίπτωση ο εκκαλών με σχετικό λόγο της εφέσεως του, ισχυρίζεται ότι η επιβληθείσα σε βάρος του δικαστική δαπάνη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο είναι μη νόμιμη και υπερβολική. Ο λόγος αυτός της εφέσεως που είναι παραδεκτός, αφού προσβάλλεται, συγχρόνως και η ουσία της υποθέσεως, κατά τα προαναφερόμενα, τυγχάνει αόριστος και ως εκ τούτου απορριπτέος, διότι δεν αναφέρεται στο δικόγραφο της εφέσεως, ως έπρεπε, κατά την προηγηθείσα νομική σκέψη, ποιος νομικός κανόνας παραβιάστηκε από το πρωτόδικο δικαστήριο, συνεπεία της οποίας (παραβιάσεως) καθίσταται η επιδικασθείσα σε βάρος του εκκαλούντος δικαστική δαπάνη μη νόμιμη και υπερβολική.

 

 

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 522,527, 532 και 535 παρ. 1 ΚΠολΔ, πρόκυπτε, ότι η ενώπιον του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου έρευνα, διέρχεται  τρία  στάδια, κατά τα οποία εξετάζονται: πρώτα το παραδεκτό της ασκηθείσας εφέσεως (άρθρο 532 παρ. 1), δεύτερο το παραδεκτό ενός εκάστου των λόγων αυτής και τρίτο το κατ' ουσίαν βάσιμο αυτών (άρθρο 533 παρ. 1). Το βάσιμο ή μη των λόγων της εφέσεως κρίνεται από το Εφετείο από την εκτίμηση του σε αυτό και στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο συγκεντρωθέντος εν γένει αποδεικτικού υλικού, συμπεριλαμβανόμενου και του προσκομισθέντος το πρώτον στην κατ' έφεση δίκη κατά τις προϋποθέσεις και τους ορισμούς του άρθρου 529 παρ. 1 και 2 ΚΠολΔ. Το Εφετείο, όμως, του νόμου μη ορίζοντος το αντίθετο, κατά την ορθή έννοια των ως άνω διατάξεων, δεν κωλύεται για την κατά την κρίση του ολοκλήρωση της έρευνας περί της βασιμότητας των λόγων της εφέσεως και την καλύτερη διάγνωση της διαφοράς, χωρίς να εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση, α) να διατάξει νέες ή συμπληρωματικές αποδείξεις δια των αποδεικτικών μέσων που αναφέρονται στο άρθρο 339 ΚΠολΔ, μεταξύ των οποίων και η πραγματογνωμοσύνη, β) να διατάξει επανάληψη της συζήτησης, όταν κατά τη μελέτη και διάσκεψη της υπόθεσης παρουσιάστηκαν κενά, που χρειάζονται συμπλήρωση (άρθρο 254 ΚΠολΔ), ώστε μετά την εκτίμηση των διεξαχθησομένων τούτων αποδείξεων καθώς και αυτών που εκτιμήθηκαν από την εκκαλούμενη απόφαση, να κρίνει εάν είναι εσφαλμένη ή μη η πληττόμενη με την έφεση απόφαση και, σε καταφατική περίπτωση, να αποφανθεί περί της βασιμότητας των λόγων της εφέσεως και, εκ τούτου, κατ' επιταγή πλέον του νόμου (άρθρο 535 παρ. 1), να εξαφανίσει τότε την απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, εφόσον κατά την έννοια της άνω διατάξεως, προϋπόθεση της εξαφανίσεως αυτής (αποφάσεως) είναι η προηγούμενη διάγνωση από το Εφετείο της βασιμότητας των λόγων εφέσεως, η οποία επιτυγχάνεται κυριαρχικά απ’ αυτό, κατά τα προεκτεθέντα. Το αντίθετο δεν συνάγεται από τη διάταξη του άρθρου 535 παρ. 1 ΚΠολΔ, αλλά τουναντίον: α) από τη διάταξη του άρθρου 254 παρ. 1 ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται, κατά το άρθρο 524 παρ. 1 του ιδίου Κώδικα, και στην κατ' έφεση δίκη, το δικαστήριο μπορεί να διατάξει την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο η οποία έχει κηρυχθεί περατωμένη, όταν κατά τη μελέτη της υπόθεσης ή τη διάσκεψη παρουσιάζονται κενά ή αμφίβολα σημεία που χρειάζονται συμπλήρωση ή επεξήγηση και β) από την έχουσα επίσης εφαρμογή στη δευτεροβάθμια δίκη (άρθρο 524 παρ. 1 ΚΠολΔ) διάταξη του άρθρου 245 παρ. 1 του ιδίου Κώδικα, η οποία ορίζει ότι το δικαστήριο μπορεί αυτεπαγγέλτως ή ύστερα από αίτηση κάποιου διαδίκου να διατάξει οτιδήποτε μπορεί να συντελέσει στη διάγνωση της διαφοράς, σαφώς προκύπτει ότι το Εφετείο δικαιούται να διατάξει επανάληψη της συζήτησης και να διατάξει νέες ή συμπληρωματικές αποδείξεις, που θα συντελούν στη διάγνωση της βασιμότητας του λόγου εφέσεως και της εν γένει διαφοράς, κατά τα δΓ αυτού οριζόμενα όρια, χωρίς να εξαφανίσει την εκκαλούμενη (ΟλΑΠ 30/1997, ΑΠ 1844/2011, ΕφΛαμ 139/2011, ΕΑ 1597/2011, ΕφΘεσ 91/2009, ΕφΔωδ 131/2005, δημοσιευμένες στη Νόμος). Αναφορικά δε με τα παραπάνω ζητήματα, το δικαστήριο αποφασίζει κατά την ανέλεγκτη κρίση του, εκτιμώντας ελεύθερα τη χρησιμότητα του επιλεγόμενου μέτρου για τη διαλεύκανση των εριστών σημείων της διαφοράς(ΕΑ 248/2012 ΕλλΔνη 2013.453). Τέλος, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 368 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η συμπλήρωση των αποδείξεων με τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης εναπόκειται στην κυριαρχική και μη ελεγχόμενη αναιρετικά κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, το οποίο ελευθέρως εκτιμά την ανάγκη της χρησιμοποιήσεως του αποδεικτικού αυτού μέσου, με εξαίρεση την περίπτωση κατά την οποία κάποιος από τους  διαδίκους ζητήσει τη διεξαγωγή πραγματογνωμοσύνης και το δικαστήριο κρίνει ότι χρειάζονται όχι απλώς "ειδικές", αλλά "ιδιάζουσες" γνώσεις επιστήμης ή τέχνης, οπότε οφείλει να διορίσει πραγματογνώμονα ή πραγματογνώμονες, άλλως η απόρριψη, ρητώς ή σιωπηρώς, του σχετικού αιτήματος δημιουργεί λόγο αναιρέσεως της αποφάσεως (ΑΠ 237/2016, ΑΠ 1009/2014, δημοσιευμένες στη Νόμος).

 

Στην προκειμένη περίπτωση, ο εκκαλών με το πρώτο λόγο της εφέσεως του παραπονείται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση, κατά κακή εκτίμηση των αποδείξεων εσφαλμένα δέχτηκε ότι η ιστορούμενη στην αγωγή του ενάγοντος-εφεσιβλήτου υγρασία εντός του διαμερίσματος του οφείλεται στην διαρροή και στην κακή στεγανότητα του κοινόχρηστου αγωγού παροχέτευσης ομβρίων υδάτων, κάνοντας εν μέρει δεκτή την αγωγή του και υποχρεώνοντας τον για το λόγο αυτό, υπό την ιδιότητα του ως διαχειριστή της οικοδομής, να προβεί στην αποκατάσταση του εν λόγω προβλήματος, ενώ αν η εκκαλουμένη εκτιμούσε ορθά το αποδεικτικό υλικό θα κατέληγε στο συμπέρασμα ότι η εν λόγω υγρασία δεν οφείλεται στον ανωτέρω λόγο, αιτείται δε τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης, αίτημα που είχε υποβάλλει και στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που σιωπηρά απέρριψε αυτό, προκειμένου να διαπιστωθεί αν πράγματι η υγρασία στο διαμέρισμα του ενάγοντος οφείλεται στον ιστορούμενο στην αγωγή του ως άνω λόγο.

 

 

Από τις ένορκες καταθέσεις του ενάγοντος-εφεσιβλήτου και του επιμελεία εξετασθέντος του εκκαλούντος-εναγόμενου μάρτυρα που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά συνεδρίασης, από την προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από τον εκκαλούντα με αριθμό 78/30.10.2017 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα ..., πολιτικού μηχανικού, ενώπιον της Συμ/φου Πατρών, ..., την προσκομιζόμενη και επικαλούμενη από τον εφεσίβλητο με αριθμό 1636/1.11.2017 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος ..., πολιτικού μηχανικού, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πατρών, ληφθείσες νομίμως μετά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης και προ της συζητήσεως της υπό κρίσης έφεσης (άρθρο 529 παρ. 1 ΚΠολΔ, ΑΠ 570/2003 ΕλλΔνη 45.1033) και μετά από προηγούμενη και νομότυπη κλήτευση εκάστου των διαδίκων να παραστούν σ αυτές (βλ. την με αριθμό 5304Β/25.10.2017 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πατρών, ..., που αφορά την κλήτευση του εφεσίβλητου και την αντίστοιχη με αριθμό 1671 Γ/27.10.2017 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας της ιδίας ως άνω περιφέρειας, ..., που αφορά την κλήτευση του εκκαλούντος, για να παρασταθούν στις ως άνω αντίστοιχες ληφθείσες επιμέλεια τους ένορκες βεβαιώσεις), από όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νομίμως, τα οποία λαμβάνονται υπόψη είτε προς άμεση απόδειξη, είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, μεταξύ των οποίων οι επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από τον εφεσίβλητο από 29-10-2010 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του ιδιώτη πραγματογνώμονα, μηχανολόγου-μηχανικού, ..., οι παραδεκτά, κατ’ άρθρο 529 παρ.1 ΚΠολΔ επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από τον τελευταίο (εφεσίβλητο) το πρώτον ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου από 19.10.2017 και 1.11.2017 τεχνικές εκθέσεις των ..., μηχανικού δομικών έργων και ..., πολιτικού μηχανικού, που εκτιμώνται ελεύθερα (άρθρο 390 ΚΠολΔ), καθώς και οι μη αμφισβητούμενης γνησιότητας φωτογραφίες (αρθ. 444 αριθ.3, 448 παρ.2, 457 ΚΠολΔ) το παρόν Δικαστήριο δεν μπορεί να οδηγηθεί σε ασφαλή κρίση για τα πραγματικά γεγονότα που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης και συντελούν στη διάγνωση της βασιμότητας του ως άνω λόγου της εφέσεως, που συναρτάται άμεσα με την παραδοχή ή απόρριψη, μετά από εξαφάνιση της εκκαλουμένης, της αγωγής, ήτοι για το αν η προκληθείσα στο διαμέρισμα του ενάγοντος υγρασία οφείλεται σε διαρροή και κακή στεγανότητα του κοινόχρηστου αγωγού παροχέτευσης ομβρίων υδάτων, ως αυτός επικαλείται ή όχι, ως υποστηρίζει ο εκκαλών. Συγκεκριμένα α) ενόψει των εκατέρωθεν αντικρουόμενων μαρτυρικών καταθέσεων περί του ως άνω κρισίμου γεγονότος των εχόντων ειδικές γνώσεις προς τούτο πολιτικών μηχανικών (βλ. σχ. κατάθεση του επιμέλεια του εφεσίβλητου μάρτυρα ..., πολιτικού μηχανικού που περιέχεται στην με αριθμό 78/30.10.2017 ένορκη βεβαίωση, που αναφορικά με την ιστορούμενη στην ένδικη αγωγή υγρασία στο διαμέρισμα του ενάγοντος και τα αίτια αυτής αναφέρει επί λέξει τα εξής «Η αυτοψία έγινε στις 25.10.2017 μετά από έντονη παρατεταμένη βροχόπτωση ο αγωγός των όμβριων υδάτων λειτουργεί, καθόσον δεν υπήρχαν καθόλου λιμνάζοντα ύδατα στον ακάλυπτο περιβάλλοντα χώρο. Και εσωτερικά όσο μπόρεσα να ελέγξω τον αγωγό δεν διαπίστωσα κάποια βλάβη. Η εκτίμηση μου, όσον αφορά τις υγρασίες τις οποίες μπορεί να έχει το διαμέρισμα επειδή α) το δεδομένο μου είναι ότι δεν διαπίστωσα εξωτερική διαρροή από κοινόχρηστο αγωγό ή χώρο β) πρόκειται για υπόγειο διαμέρισμα με ένα παράθυρο προς τον ακάλυπτο χώρο της οικοδομής, χωρίς θερμαντικά σώματα και ακατοίκητο, εκτιμώ ότι η υγρασία του διαμερίσματος προκαλείται από το περιβάλλον με μετάδοση μέσω των τοίχων και του αέρα που εισέρχεται μέσω των χαραμάδων των πορτών και του παραθύρου. Επιβαρυντικοί δε παράγοντες για τη συσσώρευση και την αύξηση της υγρασίας είναι η έλλειψη αερισμού, οι υποθερματισμένοι εξωτερικοί τοίχοι και το σκοτάδι, το οποίο βοηθά στην ανάπτυξη της μούχλας και στη διατήρηση της υγρασίας», κατάθεση που έρχεται σε αντίθεση με αυτήν της επιμέλεια του εφεσίβλητου εξετασθείσας μάρτυρος, ..., ομοίως πολιτικού μηχανικού, που περιέχεται στην με αριθμό 1636/2017 ένορκη βεβαίωση, στην οποία μεταξύ άλλων, αναφέρει ότι στην αυτοψία που διενήργησε στην ένδικη οικοδομή και διαμέρισμα στις 1.11.2017 «Διαπίστωσα διαρροή και κακή στεγανότητα στο κάτω τμήμα της σύνδεσης υπάρχοντος κοινόχρηστου αγωγού απορροής-παροχέτευσης ομβρίων υπερκείμενων διαμερισμάτων της οικοδομής πριν την κατάληξη τους σε σιφώνιο αποχέτευσης στο δάπεδο του κοινόχρηστου εξωτερικού χώρου με αποτέλεσμα να συσσωρεύονται απόνερα μετά από βροχοπτώσεις στο δάπεδο του κοινόχρηστου χώρου», ενώ επισυνάπτεται στην ως άνω ένορκη βεβαίωση της η από 1.11.2017 τεχνική της έκθεση στην οποία αναφέρεται σε διαπιστωθείσες από αυτήν υγρασίες στο εσωτερικό του διαμερίσματος του ενάγοντος οφειλόμενες στην ιστορούμενη απ’ αυτόν στην αγωγή του ως άνω αιτία β) του γεγονότος ότι ο ίδιος ο ενάγων εξεταζόμενος ενόρκως στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, καταθέτει για υγρασίες στο διαμέρισμα του οφειλόμενες στις «σάπιες κεντρικές σωληνώσεις θέρμανσης», ενώ στην από 2.5.2013 εξώδικη δήλωση του που απεύθυνε, μεταξύ άλλων, και στον εναγόμενο-εκκαλούντα ως διαχειριστή της οικοδομής, σε αντίθεση με τα ιστορούμενα στην συνταχθείσα την ίδια ως άνω ημερομηνία ένδικη αγωγή του, ουδόλως κάνει μνεία για ύπαρξη υγρασιών στο διαμέρισμα του οφειλόμενες στην διαρροή και κακή στεγανότητα του κοινόχρηστου αγωγού παροχέτευσης ομβρίων υδάτων αλλά αναφέρεται, ως και στην ως άνω κατάθεση του «σε βλάβη στους κοινόχρηστους σωλήνες του συστήματος κεντρικής θέρμανσης», ζητώντας να μην επιβαρύνεται με κοινόχρηστες δαπάνες κατανάλωσης πετρελαίου γ) στο γεγονός  ότι οι προσκομιζόμενες και επικαλούμενες από τον εφεσίβλητο-ενάγοντα τεχνικές εκθέσεις των ως άνω επιστημόνων, στις οποίες, μεταξύ άλλων, γίνεται αναφορά για υγρασία στο εσωτερικό του διαμερίσματος του ενάγοντος, οφειλόμενες στην ιστορούμενη στην ένδικη αγωγή του αιτία, συντάχθηκαν επιμέλεια του ενάγοντος, μη παρέχουσες, ως εκ τούτα τα απαραίτητα εκείνα εχέγγυα αξιοπιστίας ώστε το Δικαστήριο να μπορεί να σχηματίσει την αναγκαία εκείνη πλήρη δικανική πεποίθηση που απαιτείται για τη βασιμότητα ή μη του επικαλούμενου απ αυτόν και αρνούμενου από τον εκκαλούντα αιτίου της πρόκλησης υγρασίας στην ιδιοκτησία του, το Δικαστήριο δεν μπορεί να σχηματίσει ασφαλή δικανική πεποίθηση ως προς το ως άνω ζήτημα. Κατά συνέπεια, αφού για το ζήτημα αυτό απαιτούνται ιδιάζουσες γνώσεις επιστήμης, το Δικαστήριο κρίνει αναγκαίο, ενόψει και του αιτήματος του εκκαλούντος περί διενέργειας πραγματογνωμοσύνης για το θέμα αυτό, να διατάξει, αναβάλλοντας την οριστική απόφαση του, νέες, συμπληρωματικές, αποδείξεις και ειδικότερα τη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης από πραγματογνώμονα με την ειδικότητα του πολιτικού μηχανικού, που περιλαμβάνεται στον κατάλογο πραγματογνωμόνων του Πρωτοδικείου Πατρών, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό, χωρίς προηγουμένως να προβεί στην εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως, εξουσία την οποία έχει, κατά τα προαναφερόμενα στην μείζονα σκέψη, για την έρευνα της ουσιαστικής βασιμότητας του ως άνω λόγου της εφέσεως, ούτως ώστε να δυνηθεί το Δικαστήριο να σχηματίσει ασφαλή κρίση.

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση.

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε στο σκεπτικό απορριπτέο.

 

ΑΝΑΒΑΛΛΕΙ την έκδοση της οριστικής του απόφασης ως προς την ουσιαστική βασιμότητα της έφεσης, κατά της υπ’ αριθμ. 648/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών.

 

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επανάληψη της συζητήσεως, προκειμένου να διενεργηθεί πραγματογνωμοσύνη, που θα διεξαχθεί με επιμέλεια του επιμελέστερου των διαδίκων.

 

ΔΙΟΡΙΖΕΙ τον, περιλαμβανόμενο στον τηρούμενο στο Πρωτοδικείο Πατρών κατάλογο, πραγματογνώμονα ..., πολιτικό μηχανικό, κάτοικο Πατρών (...), ο οποίος, αφού δώσει το νόμιμο όρκο, μέσα σε προθεσμία είκοσι (20) ημερών από τη νόμιμη επίδοση σε αυτόν της παρούσας αποφάσεως, στο κατάστημα του Δικαστηρίου τούτου, ενώπιον του Δικαστή του Δικαστηρίου αυτού, Ελένης Τοπούζη, Εφέτη ή του νομίμου αναπληρωτή της, σε ημέρα και ώρα που αρμοδίως θα ορισθεί, πρέπει, αφού προηγουμένως λάβει γνώση όλων των στοιχείων της δικογραφίας και συγκεντρώσει από τους διαδίκους όσες πληροφορίες κρίνει απαραίτητες, ενεργήσει κάθε άλλη αναγκαία πράξη και πραγματοποιήσει επιτόπια θεώρηση και εξέταση του αναφερόμενου στην αγωγή διαμερίσματος του ενάγοντος και της οικοδομής όπου αυτό ευρίσκεται, γνωμοδοτήσει εγγράφως και αιτιολογημένα για το εάν η υφιστάμενη στο εσωτερικό του διαμερίσματος του ενάγοντος ιστορούμενη στην αγωγή του υγρασία (στον χώρο του υπνοδωματίου και εν μέρει στο χώρο του υπνοδωματίου και εν μέρει στο χώρο του διαδρόμου) οφείλεται σε διαρροή και κακή στεγανότητα του κεντρικού κοινόχρηστου αγωγού παροχέτευσης ομβρίων υδάτων της οικοδομής και αν ναι να γνωμοδοτήσει επιπροσθέτως για τον τρόπο αποκατάστασης του ως άνω προβλήματος ή αν οφείλεται σε άλλη αιτία. Η έγγραφη γνωμοδότηση του πρέπει να κατατεθεί από τον πραγματογνώμονα εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από την όρκιση του, στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου, όπου θα συνταχθεί η σχετική έκθεση.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στην Πάτρα, στις 31-1-2018, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

 

 Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ