ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΜονΕφΠατρών 404/2019

 

Αδικοπραξία - Παράνομη προσβολή προσωπικότητας - Απλή δυσφήμηση - ’ρση του άδικου χαρακτήρα της πράξης - Δικαιολογημένο ενδιαφέρον -.

 

Υπάλληλοι ΙΚΑ. Ψευδείς ισχυρισμοί της εναγομένης, υπαλλήλου στην ταμειακή υπηρεσία υποκαταστήματος ΙΚΑ, περί δωροδοκίας των εναγόντων, προϊσταμένου εσόδων κοινών επιχειρήσεων σε υποκατάστημα ΙΚΑ και αναπληρωτή προϊσταμένου, αντιστοίχως, αν και η ίδια πίστευε ότι τα γεγονότα που ισχυρίστηκε ήταν αληθή. ’ρση του άδικου χαρακτήρα της τελεσθείσας από την εναγομένη απλής δυσφήμησης εις βάρος των εναγόντων. Αποδείχθηκε ότι η πράξη της εναγομένης δεν σκοπούσε στην προσβολή της τιμής και της αξιοπρέπειας των εναγόντων αλλά αυτή ενήργησε αποκλειστικά από δικαιολογημένο ενδιαφέρον λόγω της υπηρεσιακής της ιδιότητας λόγω δημοσίου υπαλλήλου για την εύρυθμη και σύννομη λειτουργία της υπηρεσίας της καθώς και προς αντίκρουση των αποδιδόμενων στην ίδια κατηγοριών. Επίσης δεν προέκυψε σκοπός εξύβρισης των εναγόντων.

 

 

(Η απόφαση δημοσιεύεται επιμελεία του δικηγόρου Πατρών Βασίλη Γαλανόπουλου, εκ μέρους του Δικηγορικού Συλλόγου Πατρών).

 

 

 

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ

 

Αριθμός απόφασης 404/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΑΤΡΩΝ

 

 

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Κωνσταντίνα Παπαντωνίου Εφέτη, που όρισε η Πρόεδρος Εφετών και τη Γραμματέα Αφροδίτη Γεωργίου.

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του την 8η Νοεμβρίου 2018, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ:

 

ΤΗΣ ΕΚΚΑΛΟΥΣΑΣ: ..., κατοίκου Πατρών, οδός ..., η οποία παραστάθηκε στο ακροατήριο μετά του πληρεξούσιου δικηγόρου του Δικηγορικού Συλλόγου Πατρών, Γεώργιου Στειακάκη, και

 

ΤΩΝ ΕΦΕΣΙΒΛΗΤΩΝ: 1) ..., κατοίκου Σελιανίτικων, Δήμου Αιγίου Νομού Αχαΐας και 2) ..., κατοίκου Πατρών οδός ..., οι οποίοι παραστάθηκαν δια του πληρεξούσιου δικηγόρου του Δικηγορικού Συλλόγου Πατρών Παναγιώτη Μεταξά, βάσει δηλώσεως.

 

Οι εφεσίβλητοι άσκησαν κατά της εκκαλούσας ο μεν πρώτος την από 24.2.2011 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./24.2,2011 και ο δεύτερος τις από 23.6.2009 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ./2009 και από 24.2.2011 και με αριθμό κατάθεσης ./24.2.2011 αγωγές ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών, επί των οποίων εκδόθηκε η με αριθμό 690/2015 οριστική απόφαση του Δικαστηρίου αυτού που δίκασε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία και έκανε εν μέρει δεκτές τις αγωγές. Κατά της απόφασης αυτής η εκκαλούσα άσκησε την από 18.12.2015 έφεση, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών, την 18.12.2015 με αύξοντα αριθμό κατάθεσης ., της οποίας επικυρωμένο αντίγραφο κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου την 29.12.2015 με αύξοντα αριθμό κατάθεσης .. Δικάσιμος για τη συζήτηση της έφεσης ορίστηκε αρχικά η δικάσιμος της 21.9.2017 και μετά από αναβολή η δικάσιμος που στην αρχή της παρούσας αναφέρεται, οπότε η υπόθεση που είχε εγγραφεί στο πινάκιο με αύξοντα αριθμό ., εκφωνήθηκε κατά τη σειρά της και συζητήθηκε.

 

Ο πληρεξούσιος δικηγόρος της εκκαλούσας αφού έλαβε το λόγο από τη Δικαστή, αναφέρθηκε στις προτάσεις που κατέθεσε, ενώ ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εφεσίβλητων, ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του με τις προτάσεις που προκατέθεσε

 

 

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 

 

Η κρινόμενη από 18-12-2015 έφεση της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας, κατά της με αριθμό 690/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμη, εφόσον ασκήθηκε την 18.12.2015, ήτοι εντός τριάντα ημερών από την επίδοση της πρωτόδικης απόφασης, την 25.11.2015, όπως προκύπτει από την επισημείωση της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πατρών ... (άρθρα 495 παρ. 1, 2, 498, 511, 513 παρ. 1 β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1 ΚΠολΔ,) και προσδιορίστηκε με επιμέλεια της εναγομένης, όπως εξάλλου δεν αμφισβητείται από κανένα διάδικο. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ). δεδομένου ότι για το παραδεκτό της έφεσης έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα το παράβολο με αριθμούς …, που προβλέπεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 495 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την προσθήκη με το άρθρο 12 του Ν.4055/6.7.2012 και τροποποιήθηκε διαδοχικά με το άρθρο 93 παρ. 1 του ν. 4139/2013 και το άρθρο 1 του άρθρου τρίτου του ν. 4335/2015, όπως προκύπτει από την σχετική επισημείωση της Γραμματέως του Πρωτοδικείου Πατρών στο δικόγραφο της έφεσης.

 

Ο ενάγων και ήδη δεύτερος εφεσίβλητος άσκησε αρχικά την από 23.6.2009 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 2901/2009 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών, με την οποία εξέθετε ότι η εναγομένη, συνάδελφος του στο υποκατάστημα ΙΚΑ Αγίου Αλεξίου, τον Μάιο του 2009, ανέφερε ψευδώς σε έτερους υπαλλήλους της ίδιας Υπηρεσίας ότι ο ενάγων δωροδοκήθηκε από συγκεκριμένη επιχείρηση, τελώντας εν γνώσει του ψεύδους της, αποσκοπώντας στην βλάβη της τιμής και της υπόληψης του και με σκοπό να προκαλέσει την ποινική και πειθαρχική καταδίωξη του. Ότι εξαιτίας της παράνομης συμπεριφοράς της, που συνιστά το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης, υπέστη ηθική βλάβη, προς αποκατάσταση της οποίας ζητούσε να αναγνωριστεί ότι η εναγομένη όφειλε να του καταβάλλει το ποσό των 25.040 ευρώ, εκ του οποίου το ποσό των 40 ευρώ επιφυλάσσεται να διεκδικήσει ενώπιον του αρμόδιου ποινικού Δικαστηρίου, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και μέχρις εξοφλήσεως, με την απειλή προσωπικής κράτησης της. Ο ίδιος ενάγων εν συνεχεία άσκησε την από 24.2.2011 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 812/2011 αγωγή του με την οποία ισχυρίστηκε ότι η εναγομένη, μετά τα διαλαμβανόμενα στην πρώτη αγωγή του, συνέχισε με άλλες ενέργειες τις οποίες αναλυτικά αναφέρει στην αγωγή αυτή, να διαδίδει σε βάρος του ψευδείς ισχυρισμούς, εν γνώσει του ψεύδους αυτών με σκοπό να προκαλέσει την πειθαρχική και ποινική δίωξή του, προσβάλλοντας την προσωπικότητα του και διαπράττοντας σε βάρος του τα αδικήματα της συκοφαντικής δυσφήμησης, της ψευδορκίας και της ψευδούς καταμήνυσης, για τα οποία υπέβαλε σε βάρος της, την από 24.2.2011 έγκληση του ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πατρών. Ζητούσε δε μετά από νομότυπη τροπή του αιτήματος της αγωγής του από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό και παραίτηση του από τα παρεπόμενα αιτήματα προσωπικής κράτησης και προσωρινής εκτελεστότητας, να αναγνωριστεί ότι η εναγομένη υποχρεούται να του καταβάλει το ποσό των 35.040 ευρώ, εκ των οποίων το ποσό των 40 ευρώ επιφυλάσσεται να διεκδικήσει ενώπιον του ποινικού Δικαστηρίου παριστάμενος ως πολιτικώς ενάγων, νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, και να καταδικαστεί η εναγομένη στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης.

 

Περαιτέρω, ο πρώτος εφεσίβλητος στην από 24.2.2011 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 813/2011 αγωγή του, εκθέτοντας τα πραγματικά περιστατικά που ιστορούνταν στις δύο προηγούμενες αγωγές, κατά το μέρος που αφορούσαν το πρόσωπο του, ισχυρίστηκε ότι η εναγομένη διέδιδε σε βάρος του ψευδείς ισχυρισμούς, εν γνώσει του ψεύδους αυτών με σκοπό να προκαλέσει την πειθαρχική και ποινική δίωξη του, προσβάλλοντας την  προσωπικότητα του και διαπράττοντας σε βάρος του τα αδικήματα της συκοφαντικής δυσφήμησης, της ψευδορκίας και της ψευδούς καταμήνυσης, για τα οποία υπέβαλε σε βάρος την από 24.2.2011 έγκληση του ενώπιον του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πατρών. Ζητούσε δε, μετά από νομότυπη τροπή του αιτήματος της αγωγής του από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό και παραίτηση του από τα παρεπόμενα αιτήματα προσωπικής κράτησης και προσωρινής εκτελεστότητας, να αναγνωριστεί ότι η εναγομένη υποχρεούται να του καταβάλει το ποσό των 35.040 ευρώ, εκ των οποίων το ποσό των 40 ευρώ επιφυλάσσεται να διεκδικήσει ενώπιον του ποινικού Δικαστηρίου παριστάμενος ως πολιτικώς ενάγων, νομιμότοκα από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, και να καταδικαστεί η εναγομένη στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης. Οι ως άνω αγωγές συνεκδικάστηκαν από το Μονομελές Πρωτοδικείο Πατρών, κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων και επ' αυτών εκδόθηκε η με αριθμό 690/2015 οριστική απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, με την οποία αφού κρίθηκε ότι οι ισχυρισμοί της εναγομένης σε βάρος των εναγόντων ήταν δυσφημιστικοί για αυτούς, έγιναν εν μέρει δεκτές ως ουσία βάσιμες οι αγωγές και αναγνωρίστηκε ότι η εναγομένη όφειλε να καταβάλει το ποσό των 2.000 ευρώ στον ... για την πρώτη αγωγή, το ποσό των 3.000 ευρώ στον ίδιο για τη δεύτερη αγωγή και το ποσό των 3.000 ευρώ στον ... για την τρίτη αγωγή, ενώ συμψηφίστηκε η δικαστική δαπάνη των διαδίκων. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα με την κρινόμενη έφεση και ζητεί, για τους αναφερόμενους σ' αυτή λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου, και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων την εξαφάνιση της, ώστε, αφού κρατηθεί και δικασθεί εξαρχής η υπόθεση, να απορριφθούν οι αγωγές.

 

Κατά το άρθρο 57 του Α.Κ., όποιος προσβάλλεται παράνομα στην προσωπικότητα του έχει δικαίωμα να απαιτήσει, μεταξύ των άλλων, και αποζημίωση κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, κατά δε το άρθρο 59 του ιδίου Κωδικός και στην περίπτωση του άρθρου 57, το δικαστήριο με την απόφαση του. ύστερα από αίτηση αυτού που έχει προσβληθεί, και αφού λάβει υπόψη το είδος της προσβολής, μπορεί επί πλέον να καταδικάσει τον υπαίτιο να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη αυτού που έχει προσβληθεί. Η ικανοποίηση δε αύτη συνίσταται, μεταξύ άλλων, και σε πληρωμή χρηματικού ποσού. Προσβολή της προσωπικότητος, κατά την έννοια των ως άνω διατάξεων, υπάρχει σε κάθε περίπτωση μειωτικής επεμβάσεως από τρίτο στη σφαίρα αυτής, δηλαδή σε οποιοδήποτε από τα αγαθά που συνθέτουν αυτήν (προσωπικότητα) και προσδιορίζουν την ταυτότητα του ανθρώπου, με την οποία διαταράσσεται η κατάσταση σε μία ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής ή ψυχικής πνευματικής και κοινωνικής προσωπικότητος του βλαπτομένου. Η προσβολή είναι παράνομη, όταν η επέμβαση στην προσωπικότητα του άλλου δεν είναι επιτρεπτή από το δίκαιο ή γίνεται σε ενάσκηση δικαιώματος το οποίο όμως είτε είναι, από άποψη εννόμου τάξεως, ήσσονος σπουδαιότητος, είτε ασκείται καταχρηστικώς. Για την προστασία της προσωπικότητος δεν απαιτείται η ύπαρξη υπαιτιότητος, δόλου ή αμελείας, αυτού που προσβάλλει, ή οποία όμως (υπαιτιότης) απαιτείται για την αξίωση αποζημιώσεως και χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης, αφού το άρθρο 57 παρ. 3 Α.Κ.. παραπέμπει  στις  διατάξεις περί αδικαιοπραξιών (914 επ. Α.Κ.). Προσβολή  της προσωπικότητος με αδικοπραξία πραγματώνεται και με ποινικώς κολάσιμη πράξη, όπως εξύβριση, απλή ή συκοφαντική δυσφήμηση, που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 361,362 και 363 του Π.Κ.. Εξάλλου, το άρθρο 367 του Π.Κ. ορίζει στην παρ. 1 αυτού ότι "δεν αποτελούν άδικη πράξη α) οι δυσμενείς κρίσεις... καθώς και γ) οι εκδηλώσεις που γίνονται για την εκτέλεση νομίμων καθηκόντων, την άσκηση νόμιμης εξουσίας ή για τη διαφύλαξη (προστασία) δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον ..." και στη δευτέρα παράγραφο ότι "η προηγούμενη διάταξη δεν εφαρμόζεται α) όταν οι παραπάνω κρίσεις και εκδηλώσεις περιέχουν τα συστατικά στοιχεία της πράξης του άρθρου 363 (δηλαδή της συκοφαντικής δυσφήμησης) καθώς και β) όταν από τον τρόπο εκδήλωσης ή από τις περιστάσεις, υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη, προκύπτει σκοπός εξύβρισης". Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι ο άδικος χαρακτήρας των πράξεων της εξυβρίσεως και της απλής δυσφημήσεως αίρεται και στην περίπτωση που οι σχετικές εκδηλώσεις γίνονται για διαφύλαξη δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον. Ειδικός σκοπός εξυβρίσεως, που, ως νομική έννοια, ελέγχεται από τον ’ρειο Πάγο, υπάρχει στον τρόπο εκδηλώσεως της προσβλητικής συμπεριφοράς, όταν αυτός δεν ήταν αντικειμενικώς αναγκαίος για τη δέουσα απόδοση του περιεχομένου της σκέψεως εκείνου που φέρεται ότι ενεργεί από δικαιολογημένο ενδιαφέρον και ο οποίος μολονότι γνώριζε τούτο, χρησιμοποίησε τον τρόπο αυτό για να προσβάλλει την τιμή άλλου ΑΠ 1231/2004, 1897/2006, 967/2011, 179/2011, 19/2012). Η τελευταία αυτή διάταξη (367 Π.Κ.) για την ενότητα της εννόμου τάξεως εφαρμόζεται αναλογικώς και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου, όπως αυτός οριοθετείται από τις διατάξεις των άρθρων 57- 59 και 914 επ. Α.Κ.. Επομένως, όταν αίρεται ο άδικος χαρακτήρας των ως άνω αξιόποινων πράξεων (με την επιφύλαξη της ΠΚ 367 παρ. 2), αποκλείεται και το στοιχείο του παρανόμου της επιζήμιου συμπεριφοράς ως όρου της αντιστοίχου αδικοπραξίας του αστικού δικαίου. Έτσι, η προβολή περιπτώσεως του άρθρου 367 παρ. 1 του Π.Κ. αποτελεί αυτοτελή ισχυρισμό καταλυτικό της αγωγής του προσβληθέντος προσώπου (ένσταση), λόγω άρσεως του παρανόμου της προσβολής, ενώ η προβολή, από τον προσβληθέντα ισχυρισμού από την διάταξη του άρθρου 367 παρ.2 του Π.Κ. αποτελεί αντένσταση κατά της, από την διάταξη της πρώτης παραγράφου του αυτού άρθρου από το άρθρο 367 παρ. 1 Π.Κ., ενστάσεως (Α.Π. 354/2012, 121/2012). Λαμβανομένου δε υπόψη ότι η ύπαρξη ειδικού σκοπού εξυβρίσεως αποτελεί νομική έννοια, υποκείμενη στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, το δικαστήριο της ουσίας, που δέχεται ότι από τον τρόπο εκδηλώσεως ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη προκύπτει η ύπαρξη ειδικού σκοπού εξυβρίσεως, πρέπει να αναφέρει τα πραγματικά περιστατικά από τα οποία συνεπέρανε, ότι ο τρόπος αυτός δεν ήταν αναγκαίος για να εκφρασθεί ο δράστης, δηλαδή ποιες, αντί εκείνων που χρησιμοποίησε, εκφράσεις μπορούσε να χρησιμοποιήσει για να εκδηλώσει το δικαιολογημένο ενδιαφέρον του και ότι αυτός, καίτοι γνώριζε τον άλλον αυτόν τρόπο, χρησιμοποίησε εν γνώσει του τον συγκεκριμένο μη αναγκαίο, έχοντας ειδικό σκοπό εξυβρίσεως ή απλής δυσφημήσεως του προσβληθέντος παθόντος (Α.Π. 285/2012, 1395/2005, 825/2002, 780/2004).

 

Από τις ένορκες ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου καταθέσεις των μαρτύρων, που εξετάστηκαν με επιμέλεια των διαδίκων και περιλαμβάνονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά συνεδρίασης, και από όλα τα έγγραφα που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι, τα οποία είναι πρόσφορα είτε για πλήρη απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, σε ορισμένα εκ των οποίων γίνεται αναφορά χωρίς να παραλείπεται η εκτίμηση και των υπολοίπων, αποδείχθηκαν τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: Την 28.5.2009 οι διάδικοι που είναι δημόσιοι υπάλληλοι, υπηρετούσαν ο μεν ... (ενάγων) ως προϊστάμενος εσόδων κοινών επιχειρήσεων στο υποκατάστημα ΙΚΑ Αγίου Αλεξίου Πατρών, ο ... (ενάγων) ως αναπληρωτής προϊστάμενος εσόδων κοινών επιχειρήσεων στο ίδιο υποκατάστημα η δε ... (εναγομένη) ως υπάλληλος στην ταμειακή υπηρεσία του ίδιου ως άνω υποκαταστήματος. Στο πλαίσιο των καθηκόντων της η εναγομένη χειριζόταν υπόθεση λήψης αναγκαστικών μέτρων υπέρ του ΙΚΑ σε βάρος του επιχειρηματία ..., που διατηρούσε το κέντρο «Α.», στην περιοχή των Πατρών, εξαιτίας οφειλών του προς το ΙΚΑ. Προϋπόθεση της έναρξης της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του οφειλέτη του ΙΚΑ, ήταν η επίδοση σε αυτόν των με αριθμούς ./2008 και ./2008 καταλογιστικών πράξεων του ΙΚΑ για ποσό ύψους 33.592 ευρώ, οι οποίες είχαν συνταχθεί τον Σεπτέμβριο και Οκτώβριο του έτους 2008 από τον .... Από τον Ιανουάριο του έτους 2009 η εναγομένη οχλούσε τον ως άνω συνάδελφο της με σκοπό να πληροφορηθεί την πορεία των καταλογιστικών πράξεων και κυρίως εάν αυτές είχαν επιδοθεί, χωρίς να λάβει κάποια συγκεκριμένη απάντηση μέχρι τον Απρίλιο του 2009, οπότε ο ενάγων την πληροφόρησε ότι τις είχε στείλει προς επίδοση χωρίς όμως να έχει λάβει αποδεικτικό επίδοσης. Η εναγομένη ορμώμενη από την καθυστέρηση της ενημέρωσης της από τον ενάγοντα, την αδυναμία έναρξης εργασιών αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του οφειλέτη, του κινδύνου μεταβίβασης της ακίνητης περιουσίας του και του συνεπαγόμενου κινδύνου της αδυναμίας εξασφάλισης των απαιτήσεων του ΙΚΑ αλλά και λόγω πληροφοριών που είχαν φτάσει σε εκείνη σύμφωνα με τις οποίες ο ... και ο ... είχαν χρηματιστεί με το ποσό των 10.000 ευρώ για να έχει ευνοϊκή μεταχείριση ο οφειλέτης ... έκρινε ότι έπρεπε να πληροφορήσει την προϊσταμένη της Υπηρεσίας της για τα ανωτέρω. Κατ αυτόν τον τρόπο την 29.5.2009 μετέβη στο γραφείο της Διευθύντριας του υποκαταστήματος ... και την ενημέρωσε για την αδυναμία έναρξης αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του εν λόγω οφειλέτη, την αιτία αυτής, αλλά και τις φήμες περί χρηματισμού των εναγόντων. Η διευθύντρια μετά την σχετική ενημέρωση σε συνδυασμό με το γεγονός ότι και η ίδια είχε δεχθεί ανώνυμη τηλεφωνική καταγγελία να προσέχει τους ενάγοντες σε σχέση με τον εν λόγω οφειλέτη κάλεσε τον ... αρχικά, ενώ εν συνεχεία μετέβη στο γραφείο της και ο ..., για να τους ενημερώσει για τα τεκταινόμενα αλλά και να πληροφορηθεί την αιτία καθυστέρησης της ενημέρωσης για την πορεία των καταλογιστικών πράξεων, όπου παρουσία των ανωτέρω η εναγομένη επανέλαβε τις φήμες που είχε ακούσει για τον χρηματισμό τους, χωρίς να κατονομάσει τα πρόσωπα που της μετέφεραν τις σχετικές πληροφορίες, παρά τις επίμονες προτροπές του ... προς τούτο. Αμέσως μετά την εν λόγω συνάντηση ο ..., παραιτήθηκε από τη θέση του ζητώντας αλλαγή τμήματος για λόγους ευθιξίας, η οποία έγινε δεκτή με αποτέλεσμα την τοποθέτηση του στο τμήμα μητρώου ασφαλισμένων. Εντωμεταξύ την 1.6.2009 εντοπίστηκε από τον ίδιο το αποδεικτικό επίδοσης των καταλογιστικών πράξεων το οποίο είχε επιστραφεί ως αζήτητο και είχε παραδοθεί σε αναρμόδιο τμήμα ήτοι το τμήμα οικοδομών, την επόμενη δε ημέρα η διευθύντρια του υποκαταστήματος κάλεσε τον οφειλέτη ... στο υποκατάστημα και του επέδωσε τις σχετικές πράξεις. Την 19.6.2009 ο ... υπέβαλε ενώπιον του Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Πατρών μήνυση σε βάρος της εναγομένης ζητώντας τη δίωξη της για το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμησης αλλά και την πρώτη από 23.6.2009 αγωγή του. Εν συνεχεία η εναγομένη με το με αριθμό πρωτοκόλλου ./23.7.2009 έγγραφο της, που απευθυνόταν στην Διευθύντρια του Υποκαταστήματος ..., ανέφερε εγγράφως το ιστορικό που ανωτέρω εκτέθηκε για την καθυστέρηση ανεύρεσης των αποδεικτικών επίδοσης, τις πληροφορίες περί δωροδοκίας των εναγόντων και το γεγονός της άσκησης αγωγής σε βάρος της, Επίσης με το με αριθμό πρωτοκόλλου ./23.7.2009 έγγραφο το οποίο απεύθυνε ομοίως προς την διευθύντρια του υποκαταστήματος με κοινοποίηση στην διοίκηση του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, υπέβαλε έγγραφη αναφορά με την οποία ανέφερε εγγράφως το προαναφερθέν ιστορικό ζητώντας επιπλέον την επίσπευση της ΕΔΕ προκειμένου να έχει εκδοθεί το πόρισμα αυτής την 4.5.2010, οπότε είχε προσδιοριστεί να εκδικαστεί η αγωγή του ενάγοντος ... σε βάρος της. Επιπλέον στις από 14.1.2010 και 10.3.2010 ένορκες εξετάσεις της ως μάρτυρα στα πλαίσια της Ε.Δ.Ε. που διενεργήθηκε, απαντώντας σε σχετικές ερωτήσεις του διενεργήσαντος αυτήν ..., επανέλαβε ότι συνάδελφοι και ιδιώτες της μετέφεραν ότι για την συγκεκριμένη επιχείρηση οι ενάγοντες πιθανόν δωροδοκήθηκαν και ότι οποιεσδήποτε ενέργειες της έγιναν επειδή βρισκόταν σε άμυνα εξαιτίας των δικαστηρίων, των μηνύσεων δηλαδή που της έκανε ο συνάδελφος ..., με μάρτυρες υπεράσπισης του τον ...  και τον ..., οι οποίοι εξευτελίζουν το ΙΚΑ με τον τρόπο αυτό, ενώ στην από 18.11.2010 ένορκη εξέταση της ενώπιον του Πταισματοδίκη του Α τμήματος Πατρών κατέθεσε ενόρκως ότι ακουγόταν πως για την επίδικη περίπτωση, οι ενάγοντες είχαν δωροδοκηθεί. Ακόμα κατά τη διάρκεια της διενέργειας της Ε.Δ.Ε. η εναγομένη με το με αριθμό πρωτοκόλλου ./2009 έγγραφο της διαβίβασε φωτοαντίγραφο του αποδεικτικού των ΕΛΤΑ με το οποίο οι καταλογιστικές πράξεις επεστράφησαν ως αζήτητες και επέρριψε ευθύνες στην ... προϊσταμένη του τμήματος Οικοδομών του ίδιου υποκαταστήματος για τον τρόπο που χειρίστηκε το παραπάνω έγγραφο, το οποίο εσφαλμένα παραλήφθηκε από το τμήμα της. Με το με αριθμό πρωτοκόλλου ./2010 έγγραφο της επισήμανε εσφαλμένο, κατά την άποψη της, χειρισμό του ..., ως προς τις οφειλές του ίδιου επιχειρηματία, με αποτέλεσμα να ρυθμιστεί η οφειλή της επιχείρησης του. με ποσό οφειλής 36.881,39 ευρώ ενώ η πραγματική του οφειλή ανερχόταν στον ποσό των 169.307.36 ευρώ. ζητώντας λόγω και των εκκρεμών εναντίον της αγωγών και μηνύσεων τη βαθύτερη διερεύνηση του θέματος και την απόδοση ευθυνών στους υπαίτιους.

 

Περαιτέρω διευκρινήσεις απέστειλε με το με αριθμό πρωτοκόλλου 3610/2010 έγγραφο της επισημαίνοντας ότι αν οι ενάγοντες είχαν κάνει σωστά τη δουλειά τους δεν θα είχαν ειπωθεί τα όσα ακούγονταν περί δωροδοκίας και αν αυτοί τιμωρηθούν ελάχιστα για τα πεπραγμένα τους η ίδια κινδυνεύει να τιμωρηθεί από το Δικαστήριο και να τους πληρώσει τα χρήματα που ζητούν για τί το Δικαστήριο θα λάβει πολύ σοβαρά υπόψη του, τη θέση της Διοίκησης. Περί τα τέλη Δεκεμβρίου 2010 οι ενάγοντες κλήθηκαν σε απολογία στο πλαίσιο της ΕΔΕ από το πρώτο Υπηρεσιακό Συμβούλιο Υπαλλήλων ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, οπότε και έλαβαν γνώση του φακέλου της ΕΔΕ και των ανωτέρω εγγράφων της εναγομένης, οπότε και προέβησαν στην υποβολή της από 24.2.2011 μήνυσης τους σε βάρος της εναγομένης για τις αξιόποινες πράξεις της συκοφαντικής δυσφήμησης, της ψευδορκίας και της ψευδούς καταμήνυσης, αλλά και στην άσκηση της δεύτερης και τρίτης αγωγής. Στις 9.6.2011 περατώθηκε η ΕΔΕ με την έκδοση των με αριθμούς ./Συν../9.6.2011 και ./Συν../9.6.2011 αποφάσεων του Α Υπηρεσιακού Συμβουλίου Υπαλλήλων ΙΚΑ-ΕΤΑΜ, με την οποία επιβλήθηκε στους ενάγοντες ποινή προσωρινής παύσης 6 μηνών και ο φάκελος διαβιβάστηκε αυτεπαγγέλτως από την Υπηρεσία τους στον Εισαγγελέα Πατρών, ο οποίος άσκησε κατά των εναγόντων ποινική δίωξη για τις πράξεις της παράβασης καθήκοντος από κοινού και κατ εξακολούθηση και της υπεξαγωγής εγγράφων στην Υπηρεσία για τις οποίες οι κατηγορούμενοι -ενάγοντες κρίθηκαν αθώοι με την με αριθμό 1017/2013, καταστάσα αμετάκλητη, απόφαση του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών.

 

Μετά από έφεση που άσκησαν οι ενάγοντες κατά της απόφασης του πειθαρχικού συμβουλίου, εκδόθηκε η με αριθμό ./27.4.2012 απόφαση του Δευτεροβάθμιου Υπηρεσιακού Συμβουλίου με την οποία κρίθηκαν αμφότεροι ένοχοι για το πειθαρχικό παράπτωμα της αμέλειας ή της μη έγκαιρης εκπλήρωσης καθήκοντος σχετικά με την αντιμετώπιση των μη επιδοθεισών ΠΕΕ και ΠΕΑΠ σε χρονικό σημείο μη αποκλίνον χρονικά από τη διαπίστωση της μη επιδόσεως των πράξεων αυτών, επιβάλλοντας σε έκαστο των εναγόντων την ποινή του προστίμου αποδοχών 1 1/2 μηνός καταβληθέντος σε πέντε ισόποσες μηνιαίες δόσεις. Η παραπάνω απόφαση προσβλήθηκε από τους ενάγοντες ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, το οποίο έκανε δεκτή την προσφυγή τους και εξαφάνισε την προσβαλλόμενη απόφαση. Ομοίως η εναγομένη κηρύχθηκε αθώα των πράξεων για τις οποίες καταμηνύθηκε από τους ενάγοντες δυνάμει των με αριθμούς ./24.11.2014 και ./2015 αποφάσεων του Τριμελούς και του Μονομελούς Πλημμελειοδικείου Πατρών αντίστοιχα, ενώ με τη με αριθμό ./2015 διάταξη του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Πατρών τέθηκε στο αρχείο η από 24.2.2011 έγκληση του ... σε βάρος της. Από τα προαναφερθέντα πραγματικά περιστατικά καθίσταται σαφές ότι δεν αποδείχθηκε η κατηγορία περί δωροδοκίας των εναγόντων, επομένως οι σχετικοί ισχυρισμοί της εναγομένης ήταν αντικειμενικά ψευδείς, πλην όμως η ίδια πίστευε ότι τα γεγονότα που ισχυρίστηκε για τους ενάγοντες ήταν αληθή, ότι δηλαδή οι ενάγοντες χρηματίστηκαν προκειμένου να τύχει ευνοϊκής μεταχείρισης οφειλέτης του ΙΚΑ, με ζημία του τελευταίου και συνεπώς δεν στοιχειοθετούνται σε βάρος της τα αδικήματα της συκοφαντικής δυσφήμησης, της ψευδούς καταμήνυσης και της ψευδορκίας μάρτυρα, όπως ορθώς διέλαβε η εκκαλουμένη απόφαση. Περαιτέρω, τα αναφερόμενα από την εναγομένη, αντικειμενικά είναι δυσφημιστικά για τους ενάγοντες, αφού τους παρουσιάζουν ως επίορκους δημόσιους υπαλλήλους, που εκμεταλλευόμενοι την θέση τους επιδιώκουν παράνομο οικονομικό όφελος σε βάρος της υπηρεσίας τους και του ελληνικού Δημοσίου. Εμπεριέχουν δε αμφισβήτηση της ηθικής υπόστασης των τελευταίων και αφορούν στην ηθική ακεραιότητα τους, είναι αντικειμενικά πρόσφοροι να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη των ενάγοντων και την εν γένει προσωπικότητα τους και τούτο το γνώριζε η εναγομένη.

 

Περαιτέρω, η εκκαλουμένη απέρριψε ως ουσία αβάσιμη την κατ' άρθρο 367 § 1 περ. γ' ΠΚ ένσταση της εναγομένης περί άρσης του άδικου χαρακτήρα της πράξης τους διότι ενήργησε από δικαιολογημένο ενδιαφέρον. Πλην όμως από τα προαναφερθέντα πραγματικά περιστατικά αποδείχθηκε αφενός ότι η εναγομένη ενήργησε από δικαιολογημένο ενδιαφέρον, επιπλέον δεν προέκυψε σκοπός εξύβρισης των εναγομένων, τον οποίο, σε κάθε περίπτωση, δεν καταδεικνύει η παράλειψη της να εξακριβώσει τις πληροφορίες περί χρηματισμού τους που ήρθαν σε γνώση της, για την οποία δεν είχε ούτε τα μέσα ούτε την αρμοδιότητα να διερευνήσει. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι η εναγομένη αρχικά κρίνοντας ότι οι σχετικές πληροφορίες-φήμες που έφτασαν σε εκείνην έπρεπε να διερευνηθούν, για λόγους που αφορούσαν τόσο την εύρυθμη λειτουργία της υπηρεσίας της, όσο και την πρόοδο της υπόθεσης που της είχε ανατεθεί, απευθύνθηκε και τις επικοινώνησε μόνο στην αρμόδια για τη διερεύνηση τους διευθύντρια του υποκαταστήματος όπου υπηρετούσε, προκειμένου εκείνη να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες. Ουδόλως αποδείχθηκε ότι η εναγομένη διέδωσε οτιδήποτε σε σχέση με τους ενάγοντες σε τρίτα πρόσωπα πλην της διευθύντριας του υποκαταστήματος και του διενεργούντος την ΕΔΕ, όταν μάλιστα οι ενάγοντες είχαν ήδη ασκήσει σε βάρος της μήνυση και αγωγή αποζημίωσης, για την αντίκρουση των οποίων είχε δικαιολογημένο ενδιαφέρον για την ταχύτερη δυνατή διερεύνηση της υπόθεσης. Η ίδια δε ανέφερε τις φήμες περί χρηματισμού των εναγόντων, φήμες που ήταν γνωστές και σε άλλους υπαλλήλους, όπως την διευθύντρια του υποκαταστήματος και τον ..., χωρίς να λάβει θέση περί της αλήθειας ή μη αυτών. Έτσι, κατά την κρίση του παρόντος δικαστηρίου, από τον τρόπο της εκδήλωσης και τις περιστάσεις που τελέσθηκε η ανωτέρω πράξη της εναγομένης, δεν προκύπτει ότι ο σκοπός της κατευθυνόταν ειδικά στην προσβολή της τιμής και της αξιοπρέπειας των εναγόντων, αλλά αυτή ενήργησε αποκλειστικά από το δικαιολογημένο, αφενός λόγω της υπηρεσιακής της ιδιότητας ως δημοσίου υπαλλήλου, ενδιαφέρον της για την εύρυθμη και σύννομη λειτουργία της υπηρεσίας της και αφετέρου ως αντίκρουση των αποδιδόμενων στην ίδια κατηγοριών, με χρήση των αναγκαίων για την διατύπωση των σκέψεων της μέσων. Συντρέχουν επομένως στην προκειμένη περίπτωση οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 367 § 1 περ. γ' ΠΚ και αίρεται ο άδικος χαρακτήρας της τελεσθείσας από την εναγομένη απλής δυσφήμησης εις βάρος των εναγόντων, με αποτέλεσμα, σύμφωνα με τη μείζονα σκέψη, να μην ευρίσκει πεδίο εφαρμογής το άρθρο 914 ΑΚ, που προϋποθέτει παράνομη συμπεριφορά. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφαση του, απέρριψε ως ουσία αβάσιμη την κατ' άρθρο 367 § 1 περ. γ' ΠΚ ένσταση της εναγομένης και ακολούθως δέχθηκε εν μέρει τις αγωγές ως ουσία βάσιμες, έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή των ανωτέρω διατάξεων του άρθρου 367 ΠΚ, ενώ απορριπτέα τυγχάνει η αντένσταση των εναγόντων, στηριζόμενη στο άρθρο 367 παρ. 2 ΠΚ ως κατ' ουσίαν αβάσιμη σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω και πρέπει συνεπώς να γίνει δεκτή ως ουσία βάσιμη η έφεση της εναγομένης, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση και αφού κρατηθούν οι αγωγές και δικαστούν από το Δικαστήριο αυτό, να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμες. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφισθούν μεταξύ των διαδίκων στο σύνολο τους, διότι η ερμηνεία των εφαρμοσθέντων ουσιαστικών κανόνων εμφάνιζε ιδιαίτερη δυσχέρεια (άρθρα 179, 183, 189 παρ. 1 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ - ΟλΑΠ 15/2012, ΟλΑΠ 9/2002 Δ 2002, 642, ΕπισκΕμπΔικ 2002,715, ΝοΒ 2003, 651, ΑρχΝ 2003, 52, ΟλΑΠ 4/2012 ΕλλΔνη 2012, 652, ΑΠ 812/2013 Αρμ 2014, 634), κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό, ενώ πρέπει να επιστραφεί στην εκκαλούσα το παράβολο που κατέθεσε κατά την άσκηση της έφεσης κατ άρθρο 495 παρ. 3 ΚΠολΔ.

 

 

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

 

 

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

 

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και ουσιαστικά την έφεση

 

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την με αριθμό 690/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πατρών που δίκασε κατά την τακτική διαδικασία.

 

ΚΡΑΤΕΙ και συνεκδικάζει τις με αριθμούς έκθεσης κατάθεσης ./24.2.2011, ./2009 και ./24.2.2011 αγωγές.

 

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτές ως ουσιαστικά αβάσιμες.

 

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του αναφερόμενου στο σκεπτικό της παρούσας παραβόλου κατάθεσης της έφεσης στην εκκαλούσα.

 

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τη δικαστική δαπάνη των διαδίκων και των δυο βαθμών δικαιοδοσίας.

 

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, την 30 Αυγούστου 2019 απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ