Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών Δ.Σ.Α. «ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»

 

ΜονΔΠρΑθ 19350/2018

 

Περικοπές στις κύριες κι επικουρικές συντάξεις - Αντισυνταγματικότητα ρύθμισης - Αναδρομική ισχύς -.

 

Περικοπή για πολλοστή φορά των κύριων και επικουρικών συντάξεων. Αντισυνταγματικότητα και αντίθεση προς το άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ των οικείων διατάξεων των ν. 4051/2012 και 4093/2012. Οι συνέπειες της αντισυνταγματικότητας των επίμαχων διατάξεων επέρχονται μετά τη δημοσίευση της σχετικής απόφασης του ΣτΕ (10.6.2015). Αναδρομικός χαρακτήρας της διαγνωσθείσας αντισυνταγματικότητας. Αναβολή της συζητήσεως προκειμένου να προσκομισθεί πίνακας με τον ακριβή υπολογισμό του ύψους των περικοπών που επιβλήθηκαν στις συντάξεις των εναγόντων δυνάμει των ν. 4051/2012 και 4093/2012 για το κρίσιμο χρονικό διάστημα.

 

 

 

Αριθμός απόφασης 19350/2018

 

ΓΑΚ 11730/2014

 

ΤΟ

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΑΣ

ΤΜΗΜΑ 4ο ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ

 

σ υ ν ε δ ρ ί α σ ε  δημόσια στο ακροατήριό του στις 17 Μαΐου 2018, με δικαστή τη Χρυσανθέμιδα Κιούλου, Πρωτοδίκη Δ.Δ. και γραμματέα τη Μαρία Οικονόμου, δικαστική υπάλληλο,

 

γ ι α να δικάσει την αγωγή με χρονολογία κατάθεσης 20.5.2014

 

τ ω ν : 1) ... 39) ..., οι οποίοι δεν εμφανίστηκαν στο ακροατήριο αλλά παραστάθηκαν με δήλωση, κατ΄ άρθρο 133 παρ. 2 ΚΔιοικΔικ, του πληρεξούσιου δικηγόρου Σπύρου Παυλάτου    

 

κ α τ ά του ΝΠΔΔ «Ενιαίο Ταμείο Ανεξάρτητα Απασχολούμενων» (ΕΤΑΑ) και ήδη «Ενιαίος Φορέας Κοινωνικών Ασφαλίσεων» (ΕΦΚΑ) που εκπροσωπείται από το Διοικητή του, ο οποίος δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο αλλά παραστάθηκε με δήλωση, κατ΄ άρθρο 133 παρ. 2  ΚΔιοικΔικ, της πληρεξούσιας δικηγόρου Γαρυφαλιάς Φίνου.  

 

 

Αφού μελέτησε τη δικογραφία

Σκέφτηκε κατά το νόμο

 

 

1. Επειδή, με την κρινόμενη αγωγή, όπως το αίτημά της τράπηκε από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό με το από 16.5.2018 νομίμως κατατεθέν υπόμνημα, οι ενάγοντες ζητούν να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγόμενου να καταβάλει στον 1ο το ποσό των 22.949,91 ευρώ, στο 2ο το ποσό των 16.548,80 ευρώ, στον 3ο το ποσό των 15.225,33 ευρώ, στον 4ο το ποσό των 25.533,93 ευρώ, στον 5ο το ποσό των 24.279,57 ευρώ, στον 6ο το ποσό των 25.224,35 ευρώ, στον 7ο το ποσό των 37.495,16 ευρώ, στον 8ο το ποσό των 31.274,45 ευρώ, στον 9ο το ποσό των 20.239,54 ευρώ, στο 10ο το ποσό των 27.732,94 ευρώ, στον 11ο το ποσό των 15.847,40 ευρώ, στο 12ο το ποσό των 14.618,41 ευρώ, στο 13ο το ποσό των 8.467,53 ευρώ, στο 14ο το ποσό των 19.964,38 ευρώ, στο 15ο το ποσό των 22.572,67 ευρώ, σε καθέναν από τους 16ο, 22ο, 24ο, 26ο, 34ο και 37ο των εναγόντων το ποσό των 41.134,88 ευρώ, στο 17ο το ποσό των 33.649,57 ευρώ, στο 18ο το ποσό των 35.269,53 ευρώ, στο 19ο το ποσό των 37.978,47 ευρώ, στον 20ο το ποσό των 20.705,95 ευρώ, στον 21ο το ποσό των 29.644,74 ευρώ, στον 23 το ποσό των 24.885,92 ευρώ, στον 25ο το ποσό των 22.219,62 ευρώ, στον 27ο το ποσό των 25.072,55 ευρώ, στον 28ο το ποσό των 40.527,03 ευρώ, στον 29ο το ποσό των 32.498,24 ευρώ, στον 30ο το ποσό των 38.644,44 ευρώ, στον 31ο το ποσό των 20.764,94 ευρώ, στον 32ο το ποσό των 21.232,40 ευρώ, στον 33ο το ποσό των 42.270,82 ευρώ, στον 35ο το ποσό των 38.265,47 ευρώ, στον 36ο το ποσό των 21.791,89 ευρώ, στον 38ο το ποσό των 27.721,63 ευρώ και στον 38ο το ποσό των 15.934,89 ευρώ. Τα ποσά αυτά οι ενάγοντες τα ζητούν ως αποζημίωση, κατ΄ άρθρο 105-106 ΕισΝΑΚ, νομιμοτόκως από τότε που κάθε κονδύλι κατέστη απαιτητό άλλως από την επίδοση της αγωγής,  προς αποκατάσταση της ζημίας την οποία υπέστησαν, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς τους, από τις περικοπές στην κύρια σύνταξη και την ειδική προσαύξηση της που έλαβαν κατά το χρονικό διάστημα από 1.8.2010 έως 31.12.2013 και επιβλήθηκαν (οι περικοπές) δυνάμει των διατάξεων του Ν. 3845/2010 (άρθρο 3 παρ. 10), Ν. 3863/2010 (άρθρο 38), Ν. 3986/2011 (άρθρα 29 και 44), 3996/2011 (άρθρο 61 παρ. 10 α΄ εδάφιο) όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 26 παρ. 7 του Ν. 4075/2012, Ν. 4024/2011 (άρθρο 2), Ν. 4051/2012 άρθρο 6 και Ν. 4093/2012 (ΙΑ 5.παρ. 1, παρ. 2 και ΙΑ6 παρ. 3). Επικουρικώς ζητούν να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγομένου να τους καταβάλει τα παραπάνω ποσά με τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού (904 επ. ΑΚ). Επίσης, ζητούν προς αποκατάσταση της ηθική τους βλάβης από τις παραπάνω παράνομες πράξεις και παραλείψεις του εναγομένου το ποσό των 5.000 ευρώ για καθέναν απ΄ αυτούς. Τέλος, ζητούν να κηρυχθεί η παρούσα απόφαση προσωρινώς εκτελεστή.

 

2. Επειδή, ο 4ος ενάγων, ..., απεβίωσε στις 24.11.2014 και η δίκη συνεχίζεται από τους νόμιμους κληρονόμους του ..., όπως αυτό αποδεικνύεται από το .../28.11.2014 Πιστοποιητικό Πλησιεστέρων Συγγενών του Δήμου Πατρέων Αχαΐας, το ΔΥ/5.3.2018 Απόσπασμα Ληξιαρχικής Πράξης Θανάτου και το .../4.11.2015 Πιστοποιητικό περί μη δημοσίευσης διαθήκης του Ειρηνοδικείου Πάτρας. Εξάλλου, ο 5ος ενάγων, ..., απεβίωσε στις 30.8.2016 και η δίκη συνεχίζεται από τους νόμιμους κληρονόμους του ..., όπως αυτό αποδεικνύεται από το .../2.9.2016 Πιστοποιητικό Πλησιεστέρων Συγγενών του Δήμου Πατρέων Αχαΐας, το ΔΥ/9.3.2018 Απόσπασμα Ληξιαρχικής Πράξης Θανάτου και το .../8.3.2018 Πιστοποιητικό περί μη δημοσίευσης διαθήκης του Ειρηνοδικείου Πάτρας. Περαιτέρω, ο 7ος ενάγων, ..., απεβίωσε στις 7.4.2017 και τη δίκη συνεχίζουν οι νόμιμοι κληρονόμοι του ... όπως αυτό αποδεικνύεται από το .../28.4.2017 Πιστοποιητικό Πλησιεστέρων Συγγενών του Δήμου Αιγιαλείας Αχαΐας, το 25.4.2017 Απόσπασμα Ληξιαρχικής Πράξης Θανάτου και το .../22.12.2017 Πιστοποιητικό περί μη δημοσίευσης διαθήκης του Ειρηνοδικείου Πάτρας. Εν συνεχεία, ο 10ος ενάγων, ... απεβίωσε στις 6.11.2017 και τη δίκη συνεχίζουν οι νόμιμοι κληρονόμοι του, ... όπως αυτό προκύπτει από το .../15.11.2017 Πιστοποιητικό Πλησιεστέρων Συγγενών του Δήμου Ναυπακτίας Αιτ/νιας, το από 24.11.2017 Απόσπασμα Ληξιαρχικής Πράξης Θανάτου και το .../26.2.2108 Πιστοποιητικό περί μη δημοσίευσης διαθήκης του Ειρηνοδικείου Πάτρας. Τέλος, ο 36ος ενάγων, ..., απεβίωσε στις 16.1.2015 και η δίκη συνεχίζεται από τους νόμιμους κληρονόμους του ... όπως αυτό αποδεικνύεται από το από …/3.2.2015 Πιστοποιητικό πλησιεστέρων Συγγενών του Δήμου Πατρέων Αχαΐας, το από 14.3.2018 Απόσπασμα Ληξιαρχικής Πράξης Θανάτου και το …/16.3.2018 Πιστοποιητικό περί δημοσίευσης διαθήκης του Ειρηνοδικείου Πάτρας καθώς και το …/18.5.2015 Πρακτικό Δημοσίευσης Ιδιόγραφης Διαθήκης του Ειρηνοδικείου Πατρών. Κατόπιν τούτων και με δεδομένο ότι η υπό κρίση αγωγή έχει ασκηθεί κατά τα λοιπά παραδεκτώς πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω κατ΄ ουσίαν.

 

3. Το Σύνταγμα, με το άρθρο 22 παρ. 5, κατοχυρώνει το θεσμό της κοινωνικής ασφαλίσεως των εργαζομένων και ανάγει τη μέριμνα για την προαγωγή του σε σκοπό του Κράτους. Βασικό περιεχόμενο της εν λόγω ασφαλίσεως αποτελεί η, έναντι καταβολής εισφοράς, προστασία του ασφαλισμένου από την επέλευση κινδύνων (γήρας, ασθένεια, αναπηρία κλπ.) οι οποίοι αναιρούν την ικανότητά του να εργάζεται (ασφαλιστικοί κίνδυνοι), και, συνακόλουθα, τείνουν να υποβαθμίσουν τις συνθήκες διαβιώσεώς του. [Οι ανωτέρω καταστάσεις (γήρας, ασθένεια, αναπηρία) -ασυνδέτως, όμως, προς την παροχή εργασίας και την καταβολή εισφοράς- αποτελούν, μεταξύ άλλων, και περιπτώσεις που, κατά το άρθρο 21 παρ. 1, 2, 3 και 6 του Συντάγματος, επιβάλλουν στο κράτος την παροχή διακεκριμένης μορφής κοινωνικής προστασίας, υπό μορφήν παροχών εις χρήμα ή εις είδος, προς συγκεκριμένες ομάδες του πληθυσμού, με σκοπό την εξασφάλιση στοιχειώδους επιπέδου αξιοπρεπούς, κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του Συντάγματος, διαβιώσεως («κοινωνική πρόνοια»)]. Εφ’ όσον επέλθει ο ασφαλιστικός κίνδυνος, ο ασφαλισμένος παύει να καταβάλλει εισφορές και αποκτά, κατ’ αρχήν, αξίωση έναντι του ασφαλιστικού φορέα να του χορηγήσει παροχή, η οποία, χωρίς να απαιτείται να αντιστοιχεί ευθέως σε καταβληθείσες εισφορές του ή να αντισταθμίζει πλήρως την απώλεια του εισοδήματός του, πρέπει να είναι ικανή να του εξασφαλίσει ικανοποιητικό επίπεδο διαβιώσεως, όσο το δυνατόν εγγύτερο προς εκείνο που είχε κατακτήσει κατά τη διάρκεια του εργασιακού του βίου. Πέραν του ανωτέρω δημοσίου σκοπού, μέσω του θεσμού της κοινωνικής ασφαλίσεως, εκδηλώνεται -όπως και μέσω της κοινωνικής πρόνοιας- η κοινωνική αλληλεγγύη και ασκείται κοινωνική πολιτική, ειδικότερα δε, αναδιανομή εισοδήματος με σκοπό την άμβλυνση κοινωνικών αντιθέσεων και ανισοτήτων. Στο πλαίσιο αυτό, δεν κατοχυρώνεται συνταγματικώς στην κοινωνική ασφάλιση η ευθεία αναλογία (αμιγής ανταποδοτικότητα) μεταξύ εισφορών και παροχών (ΣτΕ 3487/2008 Ολ. κ.ά.), επιτρέπονται δε η θέσπιση ανωτάτου ορίου παροχών, η απονομή συντάξεως επί εργατικού ατυχήματος ανεξαρτήτως καταβολής εισφορών ή η μη χορήγηση συντάξεως, παρά την καταβολή εισφορών, σε περίπτωση μη θεμελιώσεως του ασφαλιστικού δικαιώματος. Εν όψει των ανωτέρω και, ιδιαιτέρως, του προπεριγραφέντος δημοσίου σκοπού (διασφάλιση στους εργαζομένους ικανοποιητικού επιπέδου διαβιώσεως εγγύς εκείνου που είχαν κατά τον εργασιακό τους βίο), δικαιολογείται, κατά το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, η κατοχύρωση από το νομοθέτη της κοινωνικής ασφαλίσεως ως υποχρεωτικής (με θέσπιση υποχρεώσεως καταβολής ασφαλιστικών εισφορών) και, εντεύθεν, η παροχή αυτής αποκλειστικώς από το κράτος ή από νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (ΑΕΔ 87/1997, ΣτΕ 5024/1987 Ολ., 2690, 2692/1993 Ολ., 3096-3101/2001 Ολ.). Η ανάθεση, με την ως άνω συνταγματική διάταξη, της υποχρεωτικής κοινωνικής ασφαλίσεως, τόσο της κύριας όσο και της επικουρικής, σε δημόσιους φορείς (κράτος ή ν.π.δ.δ.) έγινε για λόγους δημοσίου συμφέροντος και, ειδικότερα, ως εγγύηση προς όσους υποχρεωτικώς ασφαλίζονται ή καταβάλλουν ασφαλιστικές εισφορές έναντι των επιχειρηματικών κινδύνων που συνδέονται με την άσκηση της ασφαλιστικής λειτουργίας από ιδιωτικούς φορείς (ΑΕΔ 87/1997, ΣτΕ 5024/1987 Ολ.). Εξ άλλου, η κρατική μέριμνα για την υποχρεωτική κοινωνική ασφάλιση (κύρια και επικουρική) δεν εξαντλείται στην ίδρυση από το κράτος των οικείων δημοσίων φορέων, στον ορισμό των διοικούντων αυτούς οργάνων, στην άσκηση εποπτείας της δραστηριότητάς τους και της διαχειρίσεως της περιουσίας τους και στη θέσπιση των σχετικών κανόνων, αλλά περιλαμβάνει και τη μέριμνα για την προστασία του ασφαλιστικού τους κεφαλαίου, δηλαδή για τη βιωσιμότητά τους χάριν και των επομένων γενεών, μέριμνα η οποία εκδηλώνεται, μεταξύ άλλων, με τη θέσπιση ρυθμίσεων για την προστασία και την αξιοποίηση της περιουσίας τους και την επωφελή διαχείριση των αποθεματικών τους, με τον καθορισμό εκάστοτε των οικείων συνταξιοδοτικών προϋποθέσεων, με την πρόβλεψη κοινωνικών πόρων, και, κυρίως, με την απ’ ευθείας συμμετοχή στην χρηματοδότηση των εν λόγω φορέων μέσω του κρατικού προϋπολογισμού. Και τούτο διότι, εφ’ όσον καθιερώνει υποχρέωση των εργαζομένων και των εργοδοτών τους να καταβάλλουν ασφαλιστικές εισφορές, το κράτος, ως εγγυητής, οφείλει να διασφαλίζει την επάρκεια των παροχών και τη βιωσιμότητα των οικείων ασφαλιστικών οργανισμών (η οποία, κατά τα ανωτέρω, δεν συναρτάται, αποκλειστικώς ή προεχόντως, με το ύψος των εισφορών), φέρει δε την κύρια ευθύνη για την κάλυψη των ελλειμμάτων τους (βλ. γνωμοδότηση Ολομέλειας Ελεγκτικού Συνεδρίου 24.6.2010). [Ήδη, τακτική συμμετοχή του κράτους στη χρηματοδότηση των οργανισμών υποχρεωτικής κύριας ασφαλίσεως προβλέπεται με το άρθρο 22 παρ. 1 του ν. 2084/1992]. Το ύψος της κρατικής συμμετοχής στη χρηματοδότηση των φορέων της υποχρεωτικής κοινωνικής ασφαλίσεως -συμμετοχής η οποία πρέπει να είναι επαρκής για την εξυπηρέτηση των προεκτεθέντων συνταγματικώς επιβεβλημένων σκοπών (επάρκεια παροχών προς διασφάλιση ικανοποιητικού κατά τα ανωτέρω επιπέδου διαβιώσεως και διασφάλιση της βιωσιμότητας του οικείου ασφαλιστικού φορέα)- προσδιορίζεται εκάστοτε από τον κρατικό προϋπολογισμό, λαμβανομένων υπ’ όψιν και των διατάξεων του Κώδικα Δημοσίου Λογιστικού (ν. 2362/1995, Α΄ 247) περί μεταφοράς πιστώσεων (άρθρο 15 παρ. 3-5, όπως αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 17 του ν. 3871/2010, Α΄ 141∙ ήδη άρθρο 71 παρ. 2-5 ν. 4270/2014, Α΄ 143) και περί συμπληρωματικών προϋπολογισμών (άρθρο 8Α του ν. 2362/1995, που προστέθηκε με το άρθρο 12 του ν. 3871/2010∙ ήδη άρθρο 60 ν. 4270/2014). Όταν, όμως, σε περιπτώσεις εξαιρετικά δυσμενών δημοσιονομικών συνθηκών, προκύπτει αιτιολογημένως ότι το κράτος αδυνατεί να παράσχει επαρκή, κατά τα άνω, χρηματοδότηση στους ασφαλιστικούς οργανισμούς και ότι δεν υφίσταται δυνατότητα διασφαλίσεως της βιωσιμότητας αυτών με άλλα μέσα (τροποποίηση συνταξιοδοτικών προϋποθέσεων, αποτελεσματικότερη διαχείριση αποθεματικών και περιουσίας, πρόβλεψη κοινωνικών πόρων, αύξηση ασφαλιστικών εισφορών), δεν αποκλείεται, κατά το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, στο πλαίσιο της υποχρεωτικής κοινωνικής ασφαλίσεως, η επέμβαση του νομοθέτη για τη μείωση και των απονεμηθεισών ακόμη συντάξεων, εφεξής. Σε τέτοιες, άλλωστε, εξαιρετικές περιπτώσεις, ο νομοθέτης μπορεί, κατ’ αρχήν, να θεσπίζει για την περιστολή των δημοσίων δαπανών (μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι δαπάνες χρηματοδοτήσεως των φορέων υποχρεωτικής κοινωνικής ασφαλίσεως), μέτρα που συνεπάγονται σοβαρή οικονομική επιβάρυνση μεγάλων κατηγοριών του πληθυσμού, όπως είναι η μείωση των συντάξεων όσων συνταξιοδοτούνται από το δημόσιο ή από χρηματοδοτούμενους από αυτό ασφαλιστικούς οργανισμούς, λόγω της άμεσης εφαρμογής και της αποτελεσματικότητας των μέτρων αυτών για τον περιορισμό του δημοσίου ελλείμματος. Και στις εξαιρετικές, όμως, αυτές περιπτώσεις, η δυνατότητα του νομοθέτη να περικόπτει τις ασφαλιστικές παροχές δεν είναι απεριόριστη, αλλά οριοθετείται κατά πρώτον από τις αρχές της κοινωνικής αλληλεγγύης (άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγματος) και της ισότητας στα δημόσια βάρη (άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος), οι οποίες επιτάσσουν να κατανέμεται εξ ίσου το βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής μεταξύ όλων των πολιτών, καθώς και από την αρχή της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος), σύμφωνα με την οποία το συγκεκριμένο μέτρο πρέπει να είναι πράγματι πρόσφορο και αναγκαίο για την αντιμετώπιση του προβλήματος (πρβλ. ΣτΕ 2192-2196/2014 Ολ.). Σε κάθε δε περίπτωση, η περικοπή των συντάξεων δεν μπορεί να παραβιάζει αυτό που αποτελεί, κατά τα ανωτέρω, τον συνταγματικό πυρήνα του κοινωνικοασφαλιστικού δικαιώματος, τη χορήγηση δηλαδή στον συνταξιούχο παροχών τέτοιων που να του επιτρέπουν να διαβιώνει με αξιοπρέπεια, εξασφαλίζοντας τους όρους όχι μόνο της φυσικής του υποστάσεως (διατροφή, ένδυση, στέγαση, βασικά οικιακά αγαθά, θέρμανση, υγιεινή και ιατρική περίθαλψη όλων των βαθμίδων), αλλά και της συμμετοχής του στην κοινωνική ζωή με τρόπο που δεν αφίσταται, πάντως, ουσιωδώς από τις αντίστοιχες συνθήκες του εργασιακού του βίου (πρβλ. απόφαση του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας της 9.2.2010, -1 BvL 1/09-, -1 BvL 3/09-, -1 BvL 4/09-, ιδίως Rn. 135). Προκειμένου, εξ άλλου, να ανταποκριθεί στις εν λόγω δεσμεύσεις του και να μην υπερβεί τα όρια που χαράσσει το Σύνταγμα, ο νομοθέτης, όταν λαμβάνει μέτρα συνιστάμενα, κατά τα ανωτέρω, σε περικοπή συνταξιοδοτικών παροχών, οφείλει, εν όψει και της γενικότερης υποχρέωσής του για «προγραμματισμό και συντονισμό της οικονομικής δραστηριότητας για την εδραίωση της κοινωνικής ειρήνης» (ανωτ. άρθρο 106 παρ. 1 του Συντάγματος), να έχει προβεί σε ειδική, εμπεριστατωμένη και επιστημονικά τεκμηριωμένη μελέτη, από την οποία να προκύπτει αφ’ ενός μεν ότι τα συγκεκριμένα μέτρα είναι πράγματι πρόσφορα αλλά και αναγκαία για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του προβλήματος βιωσιμότητας των φορέων κοινωνικής ασφαλίσεως, εν όψει και των παραγόντων που το προκάλεσαν, έτσι ώστε η λήψη των μέτρων αυτών να είναι σύμφωνη με τις πιο πάνω συνταγματικές αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη, αφ’ ετέρου δε ότι οι επιπτώσεις από τα μέτρα αυτά στο βιοτικό επίπεδο των πληττομένων προσώπων, συνδυαζόμενες με άλλα τυχόν ληφθέντα μέτρα (φορολογικά κ.ά.), αλλά και με το σύνολο των κοινωνικοοικονομικών συνθηκών της δεδομένης συγκυρίας, δεν έχουν, αθροιστικά λαμβανόμενες, αποτέλεσμα τέτοιο που να οδηγεί σε ανεπίτρεπτη, κατά τα προεκτεθέντα, παραβίαση του πυρήνα του συνταγματικού δικαιώματος σε κοινωνική ασφάλιση. Με δεδομένο, άλλωστε, τον κατ’ εξοχήν πολύπλοκο και τεχνικό χαρακτήρα των σχετικών ζητημάτων, η έλλειψη τέτοιας μελέτης, και μάλιστα διατυπωμένης με τρόπο κατανοητό και ελέγξιμο από το δικαστή κατά τις βασικές της θέσεις, θα καθιστούσε κατ’ ουσίαν ανέφικτο το δικαστικό έλεγχο των οικείων νομοθετικών μέτρων από τις ανωτέρω συνταγματικές απόψεις. Έλεγχο, ο οποίος ναι μεν δεν εκτείνεται στην ορθότητα των πολιτικών εκτιμήσεων και επιλογών, οφείλει όμως, ως προς το αντικείμενό του, την τήρηση δηλαδή των συνταγματικών υποχρεώσεων του νομοθέτη, να ασκείται με ουσιαστικό και αποτελεσματικό τρόπο. Παρεκκλίσεις ως προς την αναγκαιότητα της υπάρξεως ή ως προς το περιεχόμενο της ανωτέρω μελέτης θα μπορούσαν να δικαιολογηθούν μόνο σε ακραίες περιπτώσεις, όταν συντρέχει άμεση απειλή κατάρρευσης της οικονομίας της Χώρας και τα συγκεκριμένα μέτρα λαμβάνονται κατεπειγόντως για την αποτροπή του κινδύνου. Σε τέτοιες περιπτώσεις θα μπορούσε, από τη φύση του πράγματος, να είναι σε πρώτη φάση αρκετή η αιτιολογημένη εκτίμηση του νομοθέτη για την ύπαρξη, τη σοβαρότητα και τον άμεσο χαρακτήρα της απειλής, καθώς και για την ανάγκη, εν όψει των περιστάσεων, να ληφθούν τα συγκεκριμένα μέτρα για την άμεση αντιμετώπιση της κατάστασης. Και τούτο, όμως, υπό την προϋπόθεση ότι τα μέτρα δεν παρίστανται προδήλως απρόσφορα ή μη αναγκαία και ότι δεν υφίστανται σοβαρές ενδείξεις ότι υπερβαίνουν το όριο θυσίας των θιγομένων από αυτά∙ πάντως δε, ενόσω εξακολουθεί να συντρέχει στην ίδια ένταση ο κατεπείγων λόγος που υπαγόρευσε την επιβολή τους (ΣτΕ ΟΛ 2287/2015).

 

4. Επειδή, με την εμφάνιση της οξύτατης δημοσιονομικής κρίσης στις αρχές του 2010, ο νομοθέτης, εκτιμώντας ότι υφίστατο άμεσος κίνδυνος κατάρρευσης της οικονομίας και χρεοκοπίας της Χώρας και ότι ο μόνος τρόπος για να αντιμετωπισθεί η κατάσταση ήταν η προσφυγή στη χρηματοδοτική υποστήριξη από τα κράτη της Ευρωζώνης και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, έλαβε, έναντι της υποστηρίξεως αυτής, κυριαρχικώς, σειρά μέτρων περιστολής των δημοσίων δαπανών, μεταξύ των οποίων και η διενέργεια περικοπών και μειώσεων συνταξιοδοτικών παροχών των συνταξιοδοτουμένων από τους φορείς υποχρεωτικής κοινωνικής ασφαλίσεως. Οι περικοπές και οι μειώσεις αυτές, οι οποίες ξεκίνησαν από τα επιδόματα εορτών και αδείας των οργανισμών κύριας ασφάλισης (άρθρο τρίτο παρ. 10-14 του ν. 3845/2010), και συνεχίσθηκαν σε σύντομο χρονικό διάστημα με την εισφορά αλληλεγγύης των συνταξιούχων κύριας ασφάλισης (άρθρο 38 του ν. 3863/2010), την εν συνεχεία αναπροσαρμογή και τη συμπλήρωση της εισφοράς αυτής και την επέκτασή της στην επικουρική ασφάλιση (άρθρο 44 παρ. 10-13 του ν. 3986/2011), καθώς και τις μειώσεις στις συντάξεις των κάτω των 55 ετών συνταξιούχων και στις κύριες και επικουρικές συντάξεις που υπερβαίνουν, αντιστοίχως, τα 1200 και τα 150 ευρώ (άρθρο 2 παρ. 1-5 του ν. 4024/2011), εντάσσονται στις δέσμες μέτρων που έχουν ως βάση τις προβλέψεις του πρώτου «Μνημονίου» και του πρώτου «Μεσοπροθέσμου Πλαισίου», και συνιστούν μέτρα «άμεσης απόδοσης» για την εξεύρεση πόρων προς αντιμετώπιση της έκτακτης ανάγκης στην οποία βρέθηκε η Χώρα. Με τα δεδομένα αυτά, οι εν λόγω περικοπές, έχοντας αποφασισθεί υπό την πίεση των ως άνω όλως εξαιρετικών περιστάσεων, και επιβαλλόμενες κατά την εκτίμηση του νομοθέτη για την άμεση αντιμετώπιση της κρίσεως, δεν παραβιάζουν τις προπαρατεθείσες συνταγματικές διατάξεις. Ειδικότερα, οι πιο πάνω περικοπές, εν όψει του ύψους και των εν γένει χαρακτηριστικών τους, καθώς και των συνθηκών υπό τις οποίες θεσπίσθηκαν, ούτε στην αρχή της αναλογικότητας αντίκεινται, καθώς δεν παρίστανται, πάντως, απρόσφορες ή μη αναγκαίες να υπηρετήσουν το δημόσιο σκοπό για τον οποίο επεβλήθησαν, ούτε τον πυρήνα του δικαιώματος στην κοινωνική ασφάλιση προσβάλλουν, καθώς δεν υφίστανται σοβαρές ενδείξεις ότι θίγουν το περιγραφόμενο στην αυτή ως άνω σκέψη, εγγυημένο από το άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος, ελάχιστο επίπεδο αξιοπρεπούς διαβιώσεως των συνταξιούχων. Εν όψει, άλλωστε, των ανωτέρω συνθηκών της θεσπίσεώς τους, δεν απαιτείτο, κατά τα προεκτεθέντα, περαιτέρω εκτίμηση των επιπτώσεών τους από το νομοθέτη. Τέλος, δεν δύναται να γεννηθεί ζήτημα παραβιάσεως της αρχής της προστατευομένης εμπιστοσύνης, δεδομένου ότι τα ληφθέντα μέτρα επεβλήθησαν, όπως αναφέρθηκε, εν όψει εκτάκτων και απροβλέπτων συνθηκών και είχαν επείγοντα χαρακτήρα. Κατόπιν αυτών, οι πιο πάνω διατάξεις, καθ’ ο μέρος επιβάλλονται με αυτές οι εν λόγω περικοπές και μειώσεις, είναι, από των ανωτέρω απόψεων, συμβατές με το Σύνταγμα. Τούτο δε, ανεξαρτήτως αν οι νόμοι, στους οποίους εντάσσονται οι διατάξεις αυτές, ως προς άλλα ζητήματα -όπως είναι οι διαρθρωτικές μεταβολές του «νέου ασφαλιστικού συστήματος» ή ο χαρακτηρισμός των περικοπών ως εισφοράς εις βάρος συνταξιούχων υπέρ Ειδικών Λογαριασμών του Ασφαλιστικού Κεφαλαίου Αλληλεγγύης Γενεών- συνάδουν με τις προπαρατεθείσες συνταγματικές διατάξεις και αρχές περί κοινωνικής ασφαλίσεως. Τέλος, οι περικοπές που θεσπίστηκαν με τις ανωτέρω διατάξεις των νόμων 3845/2010, 3863/2010, 3986/2011 και 4024/2011 δεν αντίκεινται ούτε στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, εφ’ όσον, υπό τα ανωτέρω δεδομένα, δεν κλονίζεται η δίκαιη ισορροπία μεταξύ του γενικού συμφέροντος που τις υπαγόρευσε και των περιοριζομένων με αυτές περιουσιακών δικαιωμάτων (βλ. ΣτΕ  ΟΛ 2287/2015). Εξάλλου, η επιβολή της Ειδικής Εισφοράς Αλληλεγγύης του άρθρου 29 Ν. 3986/2011 συνεπάγεται μεν αυξημένη επιβάρυνση στις κατηγορίες εκείνες πολιτών που, ως εκ των συνθηκών υπό τις οποίες διατελούν εμπίπτουν στις προϋποθέσεις επιβολή της και μείωση των συνολικών διαθεσίμων τους λαμβανομένου, όμως, υπόψη του δημόσιου σκοπού, χάριν του οποίου θεσπίστηκε η επιβάρυνση αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η επιβολή της υπερβαίνει τα όρια της διακριτικής ευχέρειας του νομοθέτη να διαμορφώνει εκάστοτε το οικείο φορολογικό σύστημα και να καθορίζει τον ενδεδειγμένο τρόπο φορολόγησης διαφόρων κατηγοριών φορολογικών στοιχείων και, επομένως, δεν παραβιάζει τις αντίστοιχες συνταγματικές διατάξεις και αρχές (πρβλ.ΣτΕ ΟΛ 2566/2015).Τέλος, οι περικοπές στα χορηγούμενα εφάπαξ βοηθήματα, οι οποίες επήλθαν δυνάμει του άρθρου πρώτου υποπαρ. ΙΑ.5 περίπτ. 2 του ν. 4093/2012 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 222), εντάσσονται, μαζί με τις περικοπές στις κύριες και επικουρικές συντάξεις, σε ένα ευρύτερο πρόγραμμα για την αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας της Χώρας και τη μεταρρύθμιση του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος, χάριν της βιωσιμότητάς του, η θέσπιση δε των περικοπών αυτών εξυπηρετεί σκοπούς δημοσίου συμφέροντος και όχι απλώς το ταμειακό συμφέρον του Δημοσίου και των φορέων κοινωνικής ασφάλισης (πρβλ. ΣτΕ 734/2016 ΟΛΟΜ).

 

 

5. Επειδή, μετά τις διαδοχικές ως άνω περικοπές και μειώσεις, σε συνέχεια δε και προς εφαρμογή του εγκριθέντος κατά το έτος 2012 δεύτερου «Μνημονίου Συνεννόησης» (ν. 4046/2012), ακολούθησαν το ίδιο αυτό έτος δύο ακόμη νομοθετήματα με αντικείμενο την περαιτέρω περιστολή κυρίων και επικουρικών συντάξεων: Ο ν. 4051/2012, με το άρθρο 6 του οποίου μειώθηκαν αναδρομικά κατά 12%, όπως αναλυτικά προαναφέρθηκε, οι κύριες συντάξεις που υπερβαίνουν τα 1.300 ευρώ και οι επικουρικές συντάξεις, με κλιμάκωση του ποσοστού μειώσεως (10%, 15% και 20%) αναλόγως του ύψους αυτών και με κατοχύρωση κατώτατου ορίου 200 ευρώ, καθώς και ο ν. 4093/2012, με το άρθρο πρώτο του οποίου, αφ’ ενός μεν μειώθηκαν εκ νέου, σε ποσοστά από 5% έως και 20%, οι από οποιαδήποτε πηγή και για οποιαδήποτε αιτία συντάξεις, που υπερβαίνουν αθροιστικώς τα 1.000 ευρώ, αφ’ ετέρου δε καταργήθηκαν πλέον για όλους τους συνταξιούχους τα επιδόματα και δώρα Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας. Στις αιτιολογικές εκθέσεις των εν λόγω διατάξεων δεν μνημονεύονται καθόλου οι προηγηθείσες περικοπές, η δε λήψη των νέων μέτρων αιτιολογείται με γενική αναφορά στις «δημοσιονομικές ανάγκες της χώρας», στη «δυσμενή οικονομική κατάσταση συγκεκριμένων ασφαλιστικών φορέων» και στην ανάγκη «να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα όλων των φορέων κοινωνικής ασφάλισης…». Στο ανωτέρω, εξ άλλου, δεύτερο Μνημόνιο προβλεπόταν σχετικώς ότι για «την πορεία δημοσιονομικής προσαρμογής του προγράμματος» και εν όψει «των συνεχών προβλημάτων της Ελλάδας με τη φορολογική συμμόρφωση», θα χρειαζόταν η λήψη «επιπρόσθετων μέτρων», ότι «το μεγαλύτερο μέρος της προσαρμογής θα επιτυγχανόταν μέσω περικοπών δαπανών που θα αποσκοπούσαν στη μόνιμη μείωση του μεγέθους του κράτους», ότι «πολλές από αυτές τις περικοπές θα έπρεπε να αφορούν τις κοινωνικές μεταβιβάσεις», και ότι «η μεγάλη εναπομείνασα δημοσιονομική προσαρμογή θα έπρεπε κατ’ ανάγκη να περιλαμβάνει περαιτέρω προσαρμογές των συντάξεων … με τρόπο που να προστατεύονται οι χαμηλοσυνταξιούχοι …».

 

6. Επειδή, οι τελευταίες ως άνω διατάξεις ψηφίσθηκαν όταν είχε πλέον παρέλθει διετία από τον πρώτο αιφνιδιασμό της οικονομικής κρίσεως και αφού εν τω μεταξύ είχαν σχεδιασθεί και ληφθεί τα βασικά μέτρα για την αντιμετώπισή της. Επομένως, κατά την επιχειρηθείσα με τις διατάξεις αυτές νέα, για πολλοστή φορά, περικοπή συνταξιοδοτικών παροχών της ίδιας ομάδας θιγομένων, ο νομοθέτης δεν εδικαιολογείτο πλέον να προχωρήσει σε σχετικές ρυθμίσεις χωρίς ειδική έρευνα του αντικειμένου αυτών, αλλ’ όφειλε  να προβεί σε εμπεριστατωμένη μελέτη, προκειμένου να διαπιστώσει και να αναδείξει τεκμηριωμένα ότι η λήψη των συγκεκριμένων μέτρων ήταν συμβατή με τις σχετικές συνταγματικές δεσμεύσεις, τις απορρέουσες, μεταξύ άλλων, από το θεσμό της κοινωνικής ασφαλίσεως, τις αρχές της ισότητας και της αναλογικότητας και την προστασία της αξίας του ανθρώπου. Ειδικότερα, στο πλαίσιο της μελέτης αυτής, όφειλε, κατ’ αρχάς, ο νομοθέτης να προβεί σε συνολική εκτίμηση των παραγόντων που προκάλεσαν το πρόβλημα το οποίο επικαλείται ως προς τη βιωσιμότητα των ασφαλιστικών οργανισμών (και, μάλιστα, ενός εκάστου εξ αυτών, εν όψει της διοικητικής και οικονομικής του αυτοτέλειας), και, εν όψει των παραγόντων αυτών -όπως είναι η μείωση της αξίας, μέσω του PSI (ν. 4050/2012), των διαθεσίμων κεφαλαίων των εν λόγω οργανισμών κυρίως δε, η παρατεινόμενη ύφεση και η συνακόλουθη αύξηση της ανεργίας, στις οποίες ουσιωδώς συμβάλλει η πτώση του βιοτικού επιπέδου μεγάλων κατηγοριών του πληθυσμού συνεπεία μέτρων αντίστοιχων με τα επίδικα (μειώσεις συντάξεων και μισθών) ή φορολογικών επιβαρύνσεων- να κρίνει για την προσφορότητα των επίδικων αυτών μέτρων. Τούτο δε εν όψει και της διαπιστώσεώς του ότι τα αντίστοιχα μέτρα που είχε λάβει μέχρι τότε (μειώσεις συντάξεων και μισθών) δεν είχαν αποδώσει τα αναμενόμενα και ότι η οικονομική ύφεση είχε ενταθεί με ρυθμούς που είχαν ανατρέψει τις αρχικές προβλέψεις. Ακόμη δε και αν τα επίδικα μέτρα κρίνονταν πρόσφορα, κατά τα ανωτέρω, ο νομοθέτης έπρεπε περαιτέρω να μελετήσει και να αποφανθεί αιτιολογημένα για την αναγκαιότητά τους, εξετάζοντας την ύπαρξη τυχόν εναλλακτικών επιλογών και συγκρίνοντας τα οφέλη και τα μειονεκτήματα της καθεμιάς για τους επιδιωκόμενους δημόσιους σκοπούς (δημοσιονομική προσαρμογή, βιωσιμότητα των ασφαλιστικών οργανισμών, διασφάλιση ικανοποιητικού, κατ’ άρθρο 22 παρ. 5 Συντ., επιπέδου ζωής των ασφαλισμένων). Τέλος, εφ’ όσον, πάντως, κατόπιν των ανωτέρω, ο νομοθέτης επέλεγε, όπως εν προκειμένω, να προβεί σε συγκεκριμένες περικοπές συντάξεων (επιλογή, κατ’ αρχήν, δικαστικώς ανέλεγκτη), όφειλε προηγουμένως να εξετάσει με τρόπο επιστημονικό και δικαστικά ελέγξιμο, αν οι επιπτώσεις των περικοπών τούτων στο βιοτικό επίπεδο των θιγομένων, αθροιζόμενες με τις επιπτώσεις από τα ήδη ληφθέντα γενικά μέτρα αντιμετώπισης της κρίσης (όπως οι αλλεπάλληλες  φορολογικές επιβαρύνσεις) και συνδυαζόμενες με τις ευρύτερες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες της διανυόμενης έκτακτης περιόδου (κόστος αγαθών και υπηρεσιών, περικοπές παροχών υγείας, ανεργία και επίδρασή της στο οικογενειακό εισόδημα, έκταση και περιεχόμενο δανειοληπτικών υποχρεώσεων), οδηγούν σε ανεπίτρεπτη μείωση του επιπέδου ζωής των συνταξιούχων κάτω του ορίου εκείνου που συνιστά τον πυρήνα του κοινωνικοασφαλιστικού τους δικαιώματος. Από κανένα όμως στοιχείο δεν προκύπτει ότι ως προς τα ανωτέρω ζητήματα έλαβε χώρα εν προκειμένω τέτοια μελέτη. Πέραν δε τούτου, δεν προκύπτει ούτε ότι ελήφθησαν υπ’ όψη οι κρίσιμες ως άνω συνταγματικές παράμετροι. Διότι, όπως συνάγεται από τις οικείες προπαρασκευαστικές εργασίες, μόνο κριτήριο για τη θέσπιση των σχετικών μέτρων απετέλεσε η συμβολή τους στη μείωση των δημοσίων δαπανών και τη «δημοσιονομική προσαρμογή». Ακόμη δε και η αναφορά στην «δυσμενή οικονομική κατάσταση» των ασφαλιστικών οργανισμών, ως βασικής αιτίας του προβλήματος, γίνεται αορίστως, είτε για όλους τους οργανισμούς συλλήβδην, είτε για κάποιους μη κατονομαζόμενους, χωρίς να εκτιμάται συγκεκριμένα η κατάσταση καθενός από αυτούς (εν όψει της οικονομικής αυτοτελείας τους και των επιβαλλομένων, αναλόγως, διαφοροποιήσεων) και χωρίς να αναφέρεται αν και πώς συνέβαλε το Κράτος, κατά τη συνταγματική του υποχρέωση, στη διασφάλιση της βιωσιμότητάς τους. ’λλωστε, οι επίμαχες νομοθετικές ρυθμίσεις διέπονται από την, υπό το «νέο ασφαλιστικό σύστημα», συνταγματικώς μη ανεκτή αντίληψη ότι το Κράτος ρυθμίζει απλώς και οργανώνει την κοινωνική ασφάλιση χωρίς και να υποχρεούται να συμμετέχει στη χρηματοδότηση των οργανισμών κοινωνικής ασφαλίσεως ή ότι η υποχρέωση αυτή μπορεί να αναπληρώνεται με παροχές προνοιακού χαρακτήρα, καθώς και ότι η διασφάλιση της βιωσιμότητας των εν λόγω οργανισμών απόκειται στους ίδιους τους ασφαλισμένους, συναρτώμενη, προεχόντως ή και αποκλειστικώς, με την μαθηματική σχέση μεταξύ καταβαλλόμενων εισφορών και χορηγούμενων παροχών. Κατόπιν τούτων, οι ανωτέρω διατάξεις των νόμων 4051 και 4093/2012 αντίκεινται στις προπαρατεθείσες συνταγματικές διατάξεις και είναι, ως εκ τούτου, ανίσχυρες και μη εφαρμοστέες. Υπό τα δεδομένα, άλλωστε, αυτά, με τις εν λόγω διατάξεις των ανωτέρω νόμων κλονίζεται η δίκαιη ισορροπία μεταξύ γενικού συμφέροντος και περιουσιακών δικαιωμάτων των συνταξιούχων και, ως εκ τούτου, παραβιάζεται και το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (βλ. ΣτΕ ΟΛ 2287/2015).

 

7. Επειδή, τέλος, καθ΄ εαυτή η διαγνωσθείσα αντισυνταγματικότητα των διατάξεων του Ν. 4051/2012 και του Ν. 4093/2012 ΙΑ5 παρ.1 και ΙΑ6 παρ. 3 θα συνεπαγόταν υποχρέωση της Διοίκησης να συμμορφωθεί με αναδρομική καταβολή των συνταξιοδοτικών παροχών που περικόπησαν, βάσει των αντισυνταγματικών αυτών διατάξεων, σε ιδιαιτέρως ευρύ κύκλο προσώπων που αφορούσε η γενόμενη, ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, συναφής πρότυπη δίκη. Ενόψει των δεδομένων τούτων, το Δικαστήριο εκείνο (Συμβούλιο της Επικρατείας), μετά τη στάθμιση του δημοσίου συμφέροντος, αναφερόμενο στην οξυμένη δημοσιονομική κρίση και στην κοινώς γνωστή ταμειακή δυσχέρεια του ελληνικού Κράτους, όρισε, κατ΄ αναλογική εφαρμογή του άρθρου 22 παρ. 1 του Ν. 4274/2014 (ΦΕΚ Α΄ 147), ότι οι συνέπειες της αντισυνταγματικότητας των επίμαχων διατάξεων θα επέρχονταν μετά τη δημοσίευση της σχετικής απόφασής του (2287/2015) - για τους εντεύθεν εγείροντες αξιώσεις επέκεινα - η οποία έλαβε χώρα στις 10.6.2015. Εν συνεχεία έκρινε ότι «οίκοθεν νοείται» ότι για όλους όσοι έχουν ασκήσει ένδικα μέσα ή βοηθήματα μέχρι το χρόνο δημοσίευσης της απόφασης, η διαγνωσθείσα αντισυνταγματικότητα θα έχει αναδρομικό χαρακτήρα (ΣτΕ 2287/2015 ΟΛ. Σκ. 26).

 

8. Επειδή, από το σύνολο των στοιχείων της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής: - Ο 1ος ενάγων ασφαλίστηκε το πρώτον στο ΤΣΜΕΔΕ την 1.7.1970 με την ειδικότητα του Τοπογράφου Μηχανικού και στις 7.12.2010 υπέβαλε αίτηση συνταξιοδότησης. Συνταξιοδοτήθηκε λόγω γήρατος με την .../1.9.2011 απόφαση της Διευθύντριας Συντάξεων και Ασφάλισης του εναγόμενου. - Ο 2ος  ενάγων ασφαλίστηκε στο πρώτον στις 22.1.1971 με την ειδικότητα του Μηχανικού. Συνταξιοδοτήθηκε λόγω γήρατος με την .../30.1.2009 απόφαση της Διευθύντριας Συντάξεων του εναγομένου. - Ο 3ος ενάγων ασφαλίστηκε στο πρώτον στις 12.6.1973 με την ειδικότητα του Πολιτικού Υπομηχανικού και την 16η.8.2012 υπέβαλε αίτηση συνταξιοδότησης. Συνταξιοδοτήθηκε λόγω γήρατος με την .../21.11.2013 απόφαση της Διευθύντριας Συντάξεων και Ασφάλισης του εναγόμενου. - Ο 4ος  ενάγων ασφαλίστηκε το πρώτον στις 5.8.1964 με την ειδικότητα του Πολιτικού Υπομηχανικού και στις 25.10.2012 υπέβαλε αίτηση συνταξιοδότησης. Συνταξιοδοτήθηκε λόγω γήρατος με τις .../ 13.3.2013 και .../12.7.2012 απόφαση της Διευθύντριας Συντάξεων και Ασφάλισης του εναγόμενου. - Ο 5ος ενάγων ασφαλίστηκε το πρώτον στις 6.11.1959 με την ειδικότητα του Πολιτικού Υπομηχανικού Εργολάβου  και στις 22.10.1991 υπέβαλε αίτηση συνταξιοδότησης. Συνταξιοδοτήθηκε λόγω γήρατος με τις 7117/6.3.1992 και .../29.4.1992 αποφάσεις της Διευθύντριας Συντάξεων του εναγομένου. - Ο 6ος ενάγων ασφαλίστηκε το πρώτον στις 16.7.1971 με την ειδικότητα του Εργολάβου Δημοσίων Έργων και στις 23.2.2010 υπέβαλε αίτηση συνταξιοδότησης. Συνταξιοδοτήθηκε λόγω γήρατος με την .../18.3.2011 απόφαση του Διευθυντή Συντάξεων του εναγόμενου. - Ο 7ος ενάγων ασφαλίστηκε το πρώτον την 11.7.1979 και την ειδικότητα του Εργολάβου Δημοσίων Έργων και στις 26.4.2010 υπέβαλε αίτηση συνταξιοδότησης. Συνταξιοδοτήθηκε λόγω γήρατος με την .../22.11.2010 και .../22.11.2010 αποφάσεις του Διευθυντή Συντάξεων και Ασφάλισης του εναγομένου. -  Ο 8ος ενάγων ασφαλίστηκε το πρώτον στις 8.10.1981 με την ειδικότητα του Εργολάβου Δημοσίων Έργων - Υπομηχανικού και στις 17.2.101 υπέβαλε αίτηση συνταξιοδότησης. Συνταξιοδοτήθηκε λόγω γήρατος με τις .../19.3.2013 και .../21.6.2012 αποφάσεις της Διευθύντριας Συντάξεων και Ασφάλισης του εναγομένου. -  Ο 9ος ενάγων ασφαλίστηκε στο πρώτον στις 8.8.1979 με την ειδικότητα του Τεχνολόγου Πολιτικού Μηχανικού και στις 7.2.2000 υπέβαλε αίτηση συνταξιοδότησης. Συνταξιοδοτήθηκε λόγω γήρατος με τις .../23.2.2001 και .../2001 αποφάσεις του Διευθυντή Συντάξεων και Ασφάλισης του πρώην ΤΣΜΕΔΕ. - Ο 10ος ενάγων ασφαλίστηκε το πρώτον την 1η.7.1979 με την ειδικότητα του Πολιτικού Μηχανικού και στις 10.10.2005 υπέβαλε αίτηση συνταξιοδότησης. Συνταξιοδοτήθηκε λόγω γήρατος με την 16247/2007 απόφαση της Διευθύντριας Διοικητικού πρώην ΤΣΜΕΔΕ. - Ο 11ος ενάγων ασφαλίστηκε το πρώτον την 1.11.1978 με την ειδικότητα του Πολιτικού Μηχανικού και στις 14.9.2011 υπέβαλε αίτηση συνταξιοδότησης. Συνταξιοδοτήθηκε λόγω γήρατος με την …/2013 απόφαση της Διευθύντριας Συντάξεων και Ασφάλισης του εναγόμενου. -  Ο 12ος ενάγων ασφαλίστηκε το πρώτον στις 7.8.1979 με την ειδικότητα του Εργολάβου Δημοσίων Έργων και στις 2.9.2011 υπέβαλε αίτηση συνταξιοδότησης. Συνταξιοδοτήθηκε λόγω γήρατος με την .../2013 απόφαση της Διευθύντριας Συντάξεων και Ασφάλισης του εναγομένου. -  Ο 13ος  ενάγων ασφαλίστηκε το πρώτον την 1η.11.1970 με την ειδικότητα του Εργολάβου Δημοσίων Έργων και στις 27.12.2010 υπέβαλε αίτηση συνταξιοδότησης. Συνταξιοδοτήθηκε λόγω γήρατος με την .../18.7.2011 απόφαση της Διευθύντριας Συντάξεων του εναγομένου. - Ο 14ος ενάγων ασφαλίστηκε το πρώτον την 1η.11.1973 με την ειδικότητα του Πολιτικού Μηχανικού και στις 3.12.2010 υπέβαλε αίτηση για συνταξιοδότηση. Συνταξιοδοτήθηκε λόγω γήρατος με την .../22.7.2011 απόφαση της Διευθύντριας Συντάξεων και Ασφάλισης του εναγόμενου. - Ο 15ος ενάγων ασφαλίστηκε στο πρώτον την 1.7.1971 με την ειδικότητα του Ηλεκτρολόγου Μηχανολόγου στις 9.1.2009 υπέβαλε αίτηση για συνταξιοδότηση. Συνταξιοδοτήθηκε λόγω γήρατος με την …/25.11.2009 απόφαση της Διευθύντριας Συντάξεων και Ασφάλισης του εναγόμενου. - Ο 16ος ενάγων ασφαλίστηκε στο πρώτον στις 10.7.1954 με την ειδικότητα του Εργολάβου δημοσίων Έργων και στις 3.3.2005 υπέβαλε αίτηση συνταξιοδότησης. Συνταξιοδοτήθηκε λόγω γήρατος  με τις .../29.11.2005 και .../2006 αποφάσεις της Διευθύντριας του Διοικητικού του πρώην ΤΣΜΕΔΕ. - Ο  17ος ενάγων ασφαλίστηκε το πρώτον στις 19.1.1978 με την ειδικότητα του Εργολάβου Δημοσίων Έργων, Πολιτικού Υπομηχανικού και στις 5.11.2010 υπέβαλε αίτηση συνταξιοδότησης. Συνταξιοδοτήθηκε λόγω γήρατος με την .../22.6.2011 και .../18.12.2012 αποφάσεις της Διευθύντριας Συντάξεων και Ασφάλισης του εναγομένου.  -  Ο 18ος ενάγων ασφαλίστηκε το πρώτον την 1η.7.1962 με την ειδικότητα του Πολιτικού Μηχανικού Εργολάβου Δημοσίων Έργων και στις 18.3.2011 υπέβαλε αίτηση συνταξιοδότησης. Συνταξιοδοτήθηκε λόγω γήρατος με την .../20.12.2011 απόφαση της Διευθύντριας Συντάξεων και Ασφάλισης του εναγομένου. - Ο 19ος ενάγων ασφαλίστηκε το πρώτον την 10η.5.1965 με την ειδικότητα του Μηχανολόγου Μηχανικού και στις 4.7.2007 υπέβαλε αίτηση συνταξιοδότησης. Συνταξιοδοτήθηκε λόγω γήρατος με την .../3.3.2008 απόφαση της Διευθύντριας Συντάξεων και Ασφάλισης του εναγομένου. - Ο 20ος ενάγων ασφαλίστηκε το πρώτον στις 8.9.1979 με την ειδικότητα του Εργολάβου Δημοσίων Έργων και στις 5.7.1996 υπέβαλε αίτηση συνταξιοδότησης. Συνταξιοδοτήθηκε λόγω γήρατος με τις .../14.1.1997 αι 8060/1997 αποφάσεις του Διευθυντή Συντάξεων και Ασφάλισης του πρώην ΤΣΜΕΔΕ. - Ο 21ος ενάγων ασφαλίστηκε το πρώτον την 1η.1.1970 με την ειδικότητα του Εργολάβου Δημοσίων Έργων και στις 10.4.2008 υπέβαλε αίτηση συνταξιοδότησης. Συνταξιοδοτήθηκε λόγω γήρατος με την .../8.1.2009 (και 25527Α) απόφαση του Διευθυντή Συντάξεων και Ασφάλισης του εναγόμενου. - Ο 22ος  ενάγων ασφαλίστηκε το πρώτον στις 2.4.1969 με την ειδικότητα του Εργολάβου Δημοσίων Έργων - Πολιτικού Υπομηχανικού και στις 14.7.2009 υπέβαλε αίτηση συνταξιοδότησης. Συνταξιοδοτήθηκε λόγω γήρατος με την .../17.12.2009 απόφαση του Διευθυντή Συντάξεων και Ασφάλισης του εναγόμενου. - Ο 23ος ενάγων ασφαλίστηκε το πρώτον στις 28.3.1969 με την ειδικότητα του Πολιτικού Υπομηχανικού και στις 18.3.1993 υπέβαλε αίτηση συνταξιοδότησης. Συνταξιοδοτήθηκε λόγω γήρατος με τις 6581/1993 και 8244/1993 απόφαση του Διευθυντή Συντάξεων και Ασφάλισης του πρώην ΤΣΜΕΔΕ. -Ο 24ος ενάγων ασφαλίστηκε το πρώτον την 1η.7.1960 με την ειδικότητα του Εργολάβου Δημοσίων Έργων - Πολιτικού μηχανικού και στις 8.11.2007 υπέβαλε αίτηση συνταξιοδότησης. Συνταξιοδοτήθηκε λόγω γήρατος με την .../28.1.2009 απόφαση του Διευθυντή Συντάξεων και Ασφάλισης του εναγόμενου. - Ο 25ος ενάγων ασφαλίστηκε το πρώτον στις 29.12.1970 με την ειδικότητα του Εργολάβου Δημοσίων Έργων - Μηχανολόγου - Ηλεκτρολόγου και στις 11.12.1991 υπέβαλε αίτηση συνταξιοδότησης. Συνταξιοδοτήθηκε λόγω γήρατος με τις .../1993, .../1993 και .../1992 αποφάσεις του Διευθυντή Συντάξεων και Ασφάλισης του πρώην ΤΣΜΕΔΕ. - Ο 26ος ενάγων ασφαλίστηκε το πρώτον στις 27.7.1964 με την ειδικότητα του Εργολάβου Δημοσίων Έργων - Πολιτικού Υπομηχανικού και την 1.4.2008 υπέβαλε αίτηση συνταξιοδότησης. Συνταξιοδοτήθηκε λόγω γήρατος με την.../15.6.2009 απόφαση του Διευθυντή Συντάξεων και Ασφάλισης του εναγομένου. - Ο 27ος ενάγων ασφαλίστηκε το πρώτον την 1.4.1975 με την ειδικότητα του Ηλεκτρολόγου Μηχανολόγου και στις 27.5.2008 υπέβαλε αίτηση συνταξιοδότησης. Συνταξιοδοτήθηκε λόγω γήρατος με την .../26.6.2009 απόφαση του Διευθυντή Συντάξεων και Ασφάλισης του εναγόμενου. - Ο 28ος ενάγων ασφαλίστηκε το πρώτον την 1.7.1979 με την ειδικότητα του Ηλεκτρολόγου Μηχανολόγου - Πολιτικού Μηχανικού και στις 4.11.2008 υπέβαλε αίτηση συνταξιοδότησης. Συνταξιοδοτήθηκε λόγω γήρατος με τις .../22.6.2009 και .../22.6.2009 αποφάσεις του Διευθυντή Συντάξεων και Ασφάλισης του εναγόμενου. - Ο 29ος  ενάγων ασφαλίστηκε το πρώτον στις 3.2.21975 με την ειδικότητα του Υπομηχανικού  και στις 8.4.2002 υπέβαλε αίτηση συνταξιοδότησης. Συνταξιοδοτήθηκε λόγω γήρατος με την .../19.12.2002 απόφαση του Διευθυντή Συντάξεων και Ασφάλισης του εναγόμενου. - Ο 30ος ενάγων ασφαλίστηκε το πρώτον την 1.7.1963 με την ειδικότητα του Πολιτικού Μηχανικού και Εργολάβου Δημοσίων Έργων  και στις 17.5.2004 υπέβαλε αίτηση συνταξιοδότησης. Συνταξιοδοτήθηκε λόγω γήρατος με τις .../11.11.2004 και .../2004 αποφάσεις της Διευθύντριας Συντάξεων και Ασφάλισης του πρώην ΤΣΜΕΔΕ. - Ο 31ος  ενάγων ασφαλίστηκε το πρώτον την 1.7.1976 με την ειδικότητα του Αρχιτέκτονα Μηχανικού και στις 17.1.2011 υπέβαλε αίτηση συνταξιοδότησης. Συνταξιοδοτήθηκε λόγω γήρατος με την .../1.11.2011 απόφαση του Διευθυντή Συντάξεων και Ασφάλισης του εναγομένου. - Ο 32ος ενάγων ασφαλίστηκε το πρώτον στις 29.11.1970 με την ειδικότητα του Αρχιτέκτονα Μηχανικού καις τις 4.6.2007 υπέβαλε αίτηση συνταξιοδότησης. Συνταξιοδοτήθηκε με την .../17.12.2007 απόφαση της Διευθύντριας Συντάξεων και Ασφάλισης του πρώην ΤΣΜΕΔΕ. - Ο 33ος ενάγων ασφαλίστηκε το πρώτον την 9.10.1964 με την ειδικότητα του Πολιτικού Μηχανικού και στις 18.3.2005 υπέβαλε αίτηση συνταξιοδότησης. Συνταξιοδοτήθηκε λόγω γήρατος με την .../1.11.2005 απόφαση της Διευθύντριας Συντάξεων και Ασφάλισης του πρώην ΤΣΜΕΔΕ. - Ο 34ος ενάγων ασφαλίστηκε το πρώτον στις 5.10.1959 με την ειδικότητα του Πολιτικού Μηχανικού και στις 29.10.2008 υπέβαλε αίτηση συνταξιοδότησης. Συνταξιοδοτήθηκε λόγω γήρατος με την 26736/12.8.2009 απόφαση της Διευθύντριας Συντάξεων και Ασφάλισης. - Ο 35ος ενάγων ασφαλίστηκε το πρώτον την 1.7.1968 με την ειδικότητα του Χημικού Μηχανικού και στις 8.2.2010 υπέβαλε αίτηση συνταξιοδότησης. Συνταξιοδοτήθηκε λόγω γήρατος με την .../14.7.2010 απόφαση της Διευθύντριας Διοικητικού του εναγόμενου. - Ο 36ος ενάγων ασφαλίστηκε το πρώτον στις 29.6.1977 με την ειδικότητα του Η.Μ. Υπομηχανικού και στις 10.12.1990 υπέβαλε αίτηση συνταξιοδότησης. Συνταξιοδοτήθηκε λόγω γήρατος με την .../1991 απόφαση της Διευθύντριας Διοικητικού του πρώην ΤΣΜΕΔΕ. - Ο 37ος ενάγων ασφαλίστηκε το πρώτον στις 5.6.1964 με την ειδικότητα του Πολιτικού Μηχανικού - Εργολήπτη Δημοσίων Έργων και στις 4.2.2009 υπέβαλε αίτηση συνταξιοδότησης. Συνταξιοδοτήθηκε με την .../25.11.2009 απόφαση της Διευθύντριας Διοικητικού του εναγόμενου. - Ο 38ος ενάγων ασφαλίστηκε το πρώτον στις 8.9.1979 με την ειδικότητα του Πολιτικού Μηχανικού - Εργολήπτη Δημοσίων Έργων και στις 9.5.2005 υπέβαλε αίτηση συνταξιοδότησης. Συνταξιοδοτήθηκε λόγω γήρατος με την .../20.9.2005 απόφαση της Διευθύντριας Διοικητικού του εναγόμενου. - Ο 39ος ενάγων ασφαλίστηκε το πρώτον την 1η.7.1979 με την ειδικότητα του Ηλεκτρολόγου Υπομηχανικού και στις 5.1.2012 υπέβαλε αίτηση συνταξιοδότησης. Συνταξιοδοτήθηκε λόγω γήρατος με την .../2013 απόφαση της Διευθύντριας Διοικητικού του εναγόμενου. Ήδη με την κρινόμενη αγωγή, όπως αυτή συμπληρώνεται με το από 16.5.2018 νομίμως κατατεθέν υπόμνημα, οι ενάγοντες υποστηρίζουν ότι από 1ης.8.2010 υπέστησαν μειώσεις και περικοπές στις μηνιαίως καταβαλλόμενες συντάξεις τους, στα δώρα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, καθώς και το επίδομα αδείας και στην εφάπαξ παροχή που έλαβαν και όλα αυτά κατ΄ εφαρμογή των διατάξεων του Ν. 3845/2010 (άρθρο 3 παρ. 10), Ν. 3863/2010 (άρθρο 38), Ν. 3986/2011 (άρθρα 29 και 44), 3996/2011 (άρθρο 61 παρ. 10 α΄ εδάφιο) όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 26 παρ. 7 του Ν. 4075/2012, Ν. 4024/2011 (άρθρο 2), Ν. 4051/2012 άρθρο 6 και Ν. 4093/2012 (ΙΑ 5.παρ. 1, παρ. 2 και ΙΑ6 παρ. 3). Περαιτέρω προβάλλουν ότι παρά το νόμο εχώρησαν οι περικοπές αυτές και τούτο διότι αυτές (περικοπές) έρχονται σε αντίθεση με την αρχή της προστατευόμενης εμπιστοσύνης, της ανταποδοτικότητας και της αναλογικότητας και σε πλήθος συνταγματικών διατάξεων, προσβάλλουν δε κατάφωρα την έννοια της περιουσίας του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Κατόπιν τούτων ζητούν, δυνάμει των άρθρων 105-106 ΕισΝΑΚ, προς αποκατάσταση της βλάβης που υπέστησαν κατά το χρονικό διάστημα από 1.8.2010 έως 31.12.2013 από την εφαρμογή των παραπάνω παράνομων, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς τους, διατάξεων επί των συντάξεών τους να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει σε καθέναν από αυτούς τα ποσά που αναφέρονται στη σκέψη 1η της παρούσας (όπως αυτά αναλύονται ειδικώς σε πίνακες για κάθε ενάγοντα στο κρινόμενο δικόγραφο) νομιμοτόκως από τότε που κάθε κονδύλι κατέστη απαιτητό άλλως από την επίδοση της αγωγής (βλ. σχετ. και την 10802Ζ/21.5.2014 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ...). Όλως επικουρικώς ζητούν τα ανωτέρω ποσά σύμφωνα με τα 904επ. ΑΚ. Τέλος, ζητούν προς αποκατάσταση της ηθική τους βλάβης από τις παραπάνω παράνομες πράξεις και παραλείψεις του εναγομένου το ποσό των 5.000 ευρώ για καθέναν απ΄ αυτούς.

 

9. Επειδή, με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα αναπτύχθηκαν ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι, οι επιβληθέντες με τις διατάξεις των Ν. 3845/2010 (άρθρο 3 παρ. 10), Ν. 3863/2010 (άρθρο 38), Ν. 3986/2011 (άρθρο 44), 3996/2011 (άρθρο 61 παρ. 10 α΄ εδάφιο) όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 26 παρ. 7 του Ν. 4075/2012, Ν. 4024/2011 (άρθρο 2), περιορισμοί του ύψους των συντάξεων που χορηγήθηκαν στους ενάγοντες, εντασσόμενοι σε μία ευρύτερη δέσμη περικοπών και μειώσεων των εν γένει παροχών των φορέων υποχρεωτικής κοινωνικής ασφάλισης, ως μέτρων άμεσης απόδοσης για την εξεύρεση πόρων προς αντιμετώπιση της έκτακτης ανάγκης στην οποία βρέθηκε η Χώρα, συνεπεία της εμφάνισης της οξύτατης δημοσιονομικής κρίσης στις αρχές του έτους 2010, είναι ενόψει των χαρακτηριστικών τους και των συνθηκών υπό τις οποίες επιβλήθηκαν, συμβατοί με τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 και 5, 22 παρ. 5, 25 παρ. 1 και του Συντάγματος, μη αντικείμενοι στις αρχές της αναλογικότητας και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης ούτε στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΔΣΑ. Ως εκ τούτου, οι περιορισμοί του ύψους της σύνταξης των εναγόντων δυνάμει των παραπάνω διατάξεων είναι νόμιμοι. Εξάλλου και η επιβολή της Ειδικής Εισφοράς Αλληλεγγύης του άρθρου 29 Ν. 3986/2011 σε βάρος των εναγόντων δεν παραβιάζει συνταγματικές διατάξεις και αρχές σύμφωνα με τα ανωτέρω διαλαμβανόμενα. Περαιτέρω, οι περικοπές του χορηγούμενου εφάπαξ βοηθήματος, οι οποίες επήλθαν δυνάμει του άρθρου πρώτου υποπαρ. ΙΑ.5 περίπτ. 2 του ν. 4093/2012 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 222), εντάσσονται, μαζί με τις περικοπές στις κύριες και επικουρικές συντάξεις, σε ένα ευρύτερο πρόγραμμα  για την αποκατάσταση της δημοσιονομικής ισορροπίας της Χώρας η δε θέσπιση των περικοπών αυτών εξυπηρετεί σκοπούς δημοσίου συμφέροντος. Τέλος, λαμβάνοντας υπόψη ότι οι περικοπές που επιβλήθηκαν, δυνάμει του Ν. 4051/212 και 4093/2012 (άρθρο πρώτο παρ.ΙΑ Υποπαρ.ΙΑ 5.1 και Υποπαρ. ΙΑ6 παρ.3), στην σύνταξη  που ελάμβαναν οι ενάγοντες από το εναγόμενο αντίκεινται στις προπαρατεθείσες συνταγματικές διατάξεις και στο άρθρο 1 του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, καθώς οι μειώσεις αυτές συνολικά κρινόμενες με τις προαναφερόμενες μειώσεις που επιβλήθηκαν με τους προγενέστερους νόμους, οδηγούν σε παραβίαση του πυρήνα του κοινωνικοασφαλιστικού δικαιώματος των εναγόντων και σε μία σημαντική επιβάρυνση των περιουσιακών τους δικαιωμάτων, το Δικαστήριο κρίνει ότι οι περικοπές της κύριας σύνταξης και ειδικής προσαύξησης των εναγόντων εκ μέρους των οργάνων του εναγομένου, κατ΄ εφαρμογή των διατάξεων Ν. 4051/2012 και Ν. 4093/2012 (ΙΑ 5.1 και ΙΑ6 παρ.3), είναι παράνομες, δεδομένου δε ότι η κρινόμενη αγωγή ασκήθηκε στις 20.5.2014, ήτοι πριν το χρόνο δημοσίευσης της ΣτΕ 2287/2015 (10.6.2015), η διαγνωσθείσα αντισυνταγματικότητα έχει αναδρομικό χαρακτήρα. Κατόπιν τούτων οι ενάγοντες δικαιούνται να λάβουν αποζημίωση για τη ζημία που υπέστησαν κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.2012-31.12.2013, λόγω της περικοπής των κύριων συνταξιοδοτικών τους αποδοχών και τις ειδικής προσαύξησης με την εφαρμογή των αντίστοιχων διατάξεων του Ν. 4051/2012 και Ν. 4093/2012 (ΙΑ 5.1 και ΙΑ6 παρ.3) (έναρξη  περικοπών Ν. 4051/2012 1.5.2012 με αναδρομική, όμως, εφαρμογή  για συντάξεις από 1.1.2012 και έναρξη περικοπών Ν. 4093/2012 1.1.2013). Περαιτέρω, οι ενάγοντες προσκομίζουν βεβαιώσεις στις οποίες εμφαίνονται μεν οι περικοπές που συντελέστηκαν κατά μήνα στις συντάξεις τους δυνάμει του Ν. 4093/2012 ωστόσο στις ίδιες βεβαιώσεις (έτη 2012-2013) εμφανίζονται σωρευτικά οι περικοπές που συντελέστηκαν στις συντάξεις τους δυνάμει των Ν. 4024/2011 και 4051/2012 (πχ Μείωση Ν. 4024/2011 και 4051/2012 = 77,77 ευρώ). Έτσι, όμως, το Δικαστήριο δεν μπορεί να αχθεί σε ορθή κρίση για τα οφειλόμενα ποσά, συνεπώς, κρίνει σκόπιμο προκειμένου για την ασφαλή διάγνωση της διαφοράς να αναβάλλει τη δημοσίευση οριστικής απόφασης και να διατάξει τη συμπλήρωση των αποδείξεων, σύμφωνα με το άρθρο 151 ΚΔιοικΔικ, κατά τα ειδικότερα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό.

 

 

ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

 

 

Αναβάλλει τη δημοσίευση οριστικής απόφασης

 

Υποχρεώνει το εναγόμενο να προσκομίσει στην γραμματεία του Δικαστηρίου (4ο Μονομελές) μέσα σε προθεσμία εξήντα (60) ημερών από την επίδοση της παρούσας απόφασης πίνακα για το χρονικό διάστημα από 1.1.2012 έως 31.12.2013 με ακριβή υπολογισμό των ύψους των περικοπών που επιβλήθηκαν στις συντάξεις των εναγόντων δυνάμει των Ν. 4051/2012 και 4093/2012 (άρθρο πρώτο παρ.ΙΑ Υποπαρ.ΙΑ 5.1 και Υποπαρ. ΙΑ6 παρ.3) (διακριτά κατά ενάγοντα, κατ΄ έτος και κατά νόμο-διακριτά κύρια σύνταξη-ειδική προσαύξηση). Εν συνεχεία θα οριστεί νέα δικάσιμος στην οποία θα κλητευθούν οι διάδικοι να παραστούν.

 

Η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου στις 7/11/2018.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

ΧΡΥΣΑΝΘΕΜΙΣ  ΚΙΟΥΛΟΥ                       ΜΑΡΙΑ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ