Ειδικό Δικαστήριο άρθρου 88 παρ. 2 Σ (Μισθοδικείο) 4/2006

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Δικαιοδοσία Μισθοδικείου - Οφειλές δημοσίου - Αρχή ισότητας - Δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας - Αντίθεση διατάξεων παρ. 7 άρθρου 10 ν. 3075/2002 στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ - Αγωγή αναγνωριστική - Επίδοση - Τόκοι - Αντισυνταγματικότητα διατάξεων άρθρου 21 Δ/τος της 26.6/10.7.1944 περί Κώδικος Δικών Δημοσίου -.

 

Το παρόν Ειδικό Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία για την εκδίκαση της κρινομένης διαφοράς, δεδομένου ότι η επίλυση του σχετικού νομικού  ζητήματος μπορεί να επηρεάσει τη συνταξιοδοτική κατάσταση ευρύτερου  κύκλου προσώπων, έστω και αν πρόκειται για χρονικό διάστημα αναγόμενο στο παρελθόν, εφ' όσον με την κρινόμενη αγωγή επιδιώκεται εμμέσως η μεταβολή παρελθούσης συνταξιοδοτικής καταστάσεως (Αντίθετη μειοψηφία). Η διάταξη της παρ. 7 του άρθρου 10 του Ν. 3075/2002 κατά το μέρος που απαγορεύει την αναζήτηση αναδρομικών ποσών από τους ενδιαφερόμενους για το προ της 1.1.2003 χρονικό διάστημα, για το οποίο έχουν γεννημένες αξιώσεις κατά του Δημοσίου, αντίκειται στην διάταξη του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, γιατί τους αποστερεί από περιουσιακό στοιχείο, χωρίς να συντρέχει λόγος δημόσιας ωφέλειας και, επομένως, δεν είναι εφαρμοστέα. Με την ασκούμενη ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων αναγνωριστική αγωγή, η οποία έχει αντικείμενο την αυθεντική διάγνωση κάποιας χρηματικής αξιώσεως από σχέση δημοσίου δικαίου, παρέχεται από τον ΚΔιοικΔικ ισότιμη προστασία με εκείνη της καταψηφιστικής αγωγής. Εξ άλλου, δεν αίρονται και οι συνέπειες της επιδόσεως ως οχλήσεως, η οποία καθιστά τον οφειλέτη υπερήμερο. Η διάταξη περί του ύψους του νόμιμου και της υπερημερίας τόκου πάσης του δημοσίου οφειλής σε 6% ετησίως, αντιβαίνει στην αρχή της αναλογικότητας και στα άρθρα 4 παρ. 1 και 20 παρ. 1 του Συντάγματος, 6 και 14 της ΕΣΔΑ και 2 παρ. 3α και β, 14 παρ. 1 και 26 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα (ν. 2462/1997), διότι θεσπίζει προνομιακή μεταχείριση του δημοσίου, σε σχέση με τους ιδιώτες αντιδίκους του, χωρίς να δικαιολογείται τούτο από λόγους δημοσίου συμφέροντος. Συνεπώς, στην υπό κρίση αναγνωριστική αγωγή οφείλονται τόκοι επιδικίας, από της επιδόσεως του δικογράφου στο Δημόσιο, το ύψος δε των τόκων αυτών ανέρχεται στον εκάστοτε ισχύοντα τόκο υπερημερίας, μη εφαρμοζομένων των διατάξεων του άρθρου 21 του Δ/τος της 26.6/10.7.1944 περί Κώδικος Δικών Δημοσίου.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

   Αριθμός 4/2006

   Το κατά άρθρο 88 παρ. 2 του Συντάγματος Ειδικό Δικαστήριο

 

   Αποτελούμενο από τους : Γ. Παναγιωτόπουλο, Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, Πρόεδρο, Ελένη Αναγνωστοπούλου, Σύμβουλο της Επικρατείας, τακτικό μέλος, Ασημίνα Σαντοριναίου, Σύμβουλο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, τακτικό μέλος, Νικόλαο Ρόκα, Καθηγητή της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, τακτικό μέλος, Σωτήριο Λύτρα, Καθηγητή της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, τακτικό μέλος, Ευάγγελο Περάκη, Καθηγητή της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, τακτικό μέλος, Ευλογέτα Τσιτσιπή-Μισαηλίδη, Δικηγόρο, τακτικό μέλος, Αναστασία Χριστοδουλοπούλου, Δικηγόρο, τακτικό μέλος και Αντώνιο Αργυρό, Δικηγόρο, τακτικό μέλος. Γραμματέας η Μαριάνθη Παπασαράντη, Προϊσταμένη του Τμήματος Οργάνωσης, Πληροφορικής και Τεκμηρίωσης του Συμβουλίου της Επικρατείας σε αναπλήρωση του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης της Γραμματείας του Συμβουλίου της Επικρατείας.

   Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του Συμβουλίου της Επικρατείας την 4η Απριλίου 2006, ημέρα Τρίτη και ώρα 6.00 μ.μ., για να δικάσει την από 21 Δεκεμβρίου 2004 αγωγή που κατατέθηκε ενώπιον της Γραμματείας του Ειδικού Δικαστηρίου την 22α Δεκεμβρίου 2004 με αύξοντα αριθμό πρωτοκόλλου 41.

   Του Χ Τ, Επιτίμου Εισαγγελέως εφετών, κατοίκου Χολαργού Αττικής, οδός Ε. Β αριθμ. *, ο οποίος παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο Γ. Αγγελομάτη (7328), που τον διόρισε με πληρεξούσιο,

   Κατά του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τον Ι. Λεμπέση, Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

   Κατόπιν το Δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του ενάγοντος, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους και ζήτησε να γίνει-δεκτή η αγωγή και τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, ο οποίος ζήτησε την απόρριψη της.

   Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη, άκουσε τον εισηγητή της υπό κρίση αγωγής Ευάγγελο Περάκη, Καθηγητή της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, και

   Αφού   μελέτησε   τα   σχετικά έγγραφα Σκέφθηκε   κατά   το   Νόμο

   1. Επειδή, με την κρινόμενη αγωγή, ο ενάγων, συνταξιούχος δικαστικός λειτουργός (επίτιμος Εισαγγελέας Εφετών), ο οποίος αποχώρησε από την υπηρεσία στις 1.7.1995, ζητεί να αναγνωρισθεί ότι το εναγόμενο Δημόσιο οφείλει, κατά το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, να του καταβάλει το ποσό των 45.556,00 ευρώ, νομιμοτόκως από την έγερση της αγωγής, προς αποκατάσταση της ζημίας, την οποία υπέστη κατά το χρονικό διάστημα από 1.9.1997 έως 31.12.2002, λόγω μη συνυπολογισμού στις συντάξιμες αποδοχές του της παγίας αποζημιώσεως του ν. 2521/1997.

   2. Επειδή, με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, υπό τον τίτλο «Ψήφιση, δημοσίευση και θέση σε ισχύ των αναθεωρημένων διατάξεων του Συντάγματος» (Φ.Ε.Κ. Α' 87/17.4.2001), αντικαταστάθηκε η παράγραφος 2 του άρθρου 88 του Συντάγματος ως εξής: «Οι αποδοχές των δικαστικών λειτουργών είναι ανάλογες με το λειτούργημα τους. Τα σχετικά με τη βαθμολογική και μισθολογική τους εξέλιξη και με την κατάσταση τους γενικά καθορίζονται με ειδικούς νόμους. Κατά παρέκκλιση από τα άρθρα 94, 95 και 98, διαφορές σχετικά με τις κάθε είδους αποδοχές και τις συντάξεις των δικαστικών λειτουργών και εφόσον η επίλυση των σχετικών νομικών ζητημάτων μπορεί να επηρεάσει τη μισθολογική, συνταξιοδοτική ή φορολογική κατάσταση ευρύτερου κύκλου προσώπων, εκδικάζονται από το ειδικό δικαστήριο του άρθρου 99. Το δικαστήριο στις περιπτώσεις αυτές συγκροτείται με τη συμμετοχή ενός επιπλέον τακτικού καθηγητή και ενός επιπλέον δικηγόρου, όπως νόμος ορίζει. Νόμος ορίζει τα σχετικά με τη συνέχιση τυχόν εκκρεμών δικών». Ακολούθησε ο ν. 3038/2002 «Για την επίλυση των διαφορών του άρθρου 88 παρ. 2 του -Συντάγματος και άλλες διατάξεις» (Φ.Ε.Κ. Α' 180/7.8.2002), στο Κεφάλαιο Α' του οποίου (άρθρα 1-13) ρυθμίζονται τα θέματα της συγκροτήσεως και της δικαιοδοσίας του ανωτέρω ειδικού δικαστηρίου, της διαδικασίας ενώπιον αυτού και της ισχύος και των συνεπειών των αποφάσεων του. Ειδικότερα, στο μεν άρθρο 4 του νόμου αυτού ορίζεται ότι «Στο Ειδικό Δικαστήριο που προβλέπεται με το άρθρο 88 παρ. 2 του Συντάγματος υπάγονται οι διαφορές που αναφέρονται σε κάθε είδους αποδοχές και συντάξεις των δικαστικών λειτουργών και του κύριου προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, εφόσον η επίλυση των σχετικών νομικών ζητημάτων μπορεί να επηρεάσει τη μισθολογική, συνταξιοδοτική ή φορολογική κατάσταση ευρύτερου κύκλου προσώπων», στο δε άρθρο 5 ότι.«1. Το. Ειδικό Δικαστήριο εάν κρίνει ότι δεν έχει δικαιοδοσία παραπέμπει την υπόθεση στο αρμόδιο τακτικό διοικητικό δικαστήριο ή το Ελεγκτικό Συνέδριο. Η παραπεμπτική απόφαση είναι δεσμευτική για το δικαστήριο στο οποίο γίνεται η παραπομπή. 2. Το τακτικό διοικητικό δικαστήριο ή το Ελεγκτικό Συνέδριο, εάν κρίνει ότι στη διαφορά που έχει εισαχθεί απευθείας σε αυτό ανακύπτουν νομικά ζητήματα η επίλυση των οποίων μπορεί να επηρεάσει τη μισθολογική, συνταξιοδοτική ή φορολογική κατάσταση ευρύτερου κύκλου προσώπων, παραπέμπει τη διαφορά αυτή στο Ειδικό Δικαστήριο. Το τακτικό διοικητικό δικαστήριο ή το Ελεγκτικό Συνέδριο κρίνει το ζήτημα της παραπομπής σε κάθε στάση της δίκης και σε κάθε βαθμό δικαιοδοσίας. Η παραπεμπτική απόφαση, όταν καταστεί αμετάκλητη, είναι δεσμευτική για το ειδικό δικαστήριο». Εξ άλλου, στο άρθρο -9 του ίδιου Ν. 3038/2002 ορίζεται ότι «Κατά τη διαδικασία ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου εφαρμόζονται αναλόγως κατά τα λοιπά οι διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας και συμπληρωματικά οι διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας». Τέλος, στο άρθρο 18 του ως άνω Ν. 3038/2002, υπό τον τίτλο «Μεταβατική διάταξη», ορίζεται ότι «Οι διατάξεις του Κεφαλαίου Α' του νόμου αυτού εφαρμόζονται στα ένδικα βοηθήματα που ασκούνται μετά την έναρξη της ισχύος του», Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι το προβλεπόμενο από το άρθρο 88 παρ. 2 του  Συντάγματος ειδικό δικαστήριο έχει δικαιοδοσία επί των διαφορών που αναφύονται από ένδικα βοηθήματα, τα οποία ασκούνται μετά την έναρξη της ισχύος του ν. 3038/2002, δηλαδή, μετά τις 7.8.2002 (άρθρο 16 του ν. 3038/2002). ν

   3. Επειδή, όπως προκύπτει από τα στοιχεία του  φακέλου, ο ενάγων στις 1.7,1995 αποχώρησε από την υπηρεσία με το βαθμό του Εισαγγελέα Εφετών με αποδοχές Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, η σύνταξη του δε κανονίστηκε αρχικά μεν με την υπ' αριθμ. 12862/1995 πράξη του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους σε δραχμές 281.600, στη συνέχεια δε με την υπ'αριθμ. 428883/13.7.98 πράξη του Γ.Λ.Κ. σε 605.440 δραχμές, καταβλητέες από 1.8.1997. Ο ενάγων ισχυρίζεται ότι η τελευταία αυτή πράξη, εκδοθείσα κατ' εφαρμογήν των αντισυνταγματικών διατάξεων των άρθρων 1 παρ. 1, 2 παρ. 1 του ν. 2521/1997 και 24 παρ. 2 του ν. 2592/1998, κατά το μέρος που δεν συνυπελογίσθη στις συντάξιμες αποδοχές του η πάγια αποζημίωση του ν. 2521/1997, είναι παράνομη και γεννά ευθύνη του Δημοσίου, κατά το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, προς αποκατάσταση ζημίας ίσης με το ποσό που ο ίδιος θα ελάμβανε ως διαφορά συντάξεως από 1.9.1997 έως 31.12.2002.

   4.  Επειδή, το παρόν Ειδικό Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία για την εκδίκαση   της   κρινομένης   διαφοράς,   δεδομένου   ότι   η   επίλυση   του σχετικού  νομικού  ζητήματος μπορεί να  επηρεάσει   τη   συνταξιοδοτική κατάσταση ευρύτερου  κύκλου προσώπων,  έστω και  αν πρόκειται για χρονικό διάστημα αναγόμενο στο παρελθόν, εφ' όσον με την κρινόμενη αγωγή επιδιώκεται εμμέσως η μεταβολή παρελθούσης συνταξιοδοτικής καταστάσεως (πρβλ. Α.Ε.Δ. 4/2001). Επομένως, τα περί του αντιθέτου προβαλλόμενα με το από 7.4.2006 υπόμνημα του εναγομένου Δημοσίου πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμα. Κατά τη γνώμη όμως των μελών του Δικαστηρίου Ελένης Αναγνωστοπούλου, Νικολάου Ρόκα, Ευαγγέλου Περάκη και  Ευλογέτας Τσιτσιπή - Μισαηλίδη,  η ένδικη  διαφορά δεν υπάγεται  στη  δικαιοδοσία  του  Ειδικού Δικαστηρίου,  διότι,   εφ'  όσον πρόκειται για αγωγή, με την οποία ζητείται η αποκατάσταση ζημίας για χρονικό διάστημα, αναγόμενο στο παρελθόν, η επίλυση του σχετικού νομικού  ζητήματος  δεν  είναι   δυνατόν  να  επηρεάσει   ούτε   καν  του ενάγοντος την ήδη διαμορφωμένη συνταξιοδοτική κατάσταση, εφ'όσον αυτή την κατάσταση, όπως είχε κατά το χρόνο ασκήσεως της αγωγής, •δεν την αμφισβητεί, πολλώ δε μάλλον δεν δύναται να επηρεάσει τη συνταξιοδοτική κατάσταση ευρύτερου κύκλου προσώπων. Επομένως, κατά τη γνώμη αυτή, η παρούσα υπόθεση θα έπρεπε να παραπεμφθεί στο αρμόδιο προς εκδίκαση αυτής Ελεγκτικό Συνέδριο, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1 του ν. 3038/2002.

   5. Επειδή, για την κρινόμενη αγωγή έχει καταβληθεί παράβολο (υπ' αριθ. 1634062, 1634061 και 1432385/2005 ειδικά γραμμάτια παραβόλου, σειράς Α'). Εφ' όσον, όμως, κατά τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, Φ.Ε.Κ. Α' 97), ο οποίος, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη δεύτερη σκέψη, είναι εφαρμοστέος εν προκειμένω, δεν απαιτείται καταβολή παραβόλου για την άσκηση αγωγής, το καταβληθέν παράβολο πρέπει να αποδοθεί, ανεξαρτήτως εκβάσεως της δίκης.

   6. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 78 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, «Με την επιφύλαξη όσων ορίζονται στην παρ. 4 του άρθρου 71 ή σε τυχόν άλλες ειδικές διατάξεις, αγωγή για αξίωση που θεμελιώνεται στο παράνομο εκτελεστής διοικητικής πράξης ή παράλειψης δεν είναι απαράδεκτη αν, κατά της πράξης ή της παράλειψης αυτής, δεν ασκήθηκε το από τις κείμενες διατάξεις προβλεπόμενο ένδικο βοήθημα. Στην περίπτωση αυτήν, κατά την εκδίκαση της αγωγής έχουν εφαρμογή τα οριζόμενα στην παρ. 2 του άρθρου 80». Σύμφωνα δε με την τελευταία αυτή διάταξη του άρθρου 80 παρ. 2 του Κ.Διοικ.Δικον., «Με την επιφύλαξη των οριζομένων στην παρ. 4 του άρθρου 71 ή σε τυχόν άλλες ειδικές διατάξεις, αν η αξίωση θεμελιώνεται στο παράνομο εκτελεστής διοικητικής πράξης ή παράλειψης, το δικαστήριο, εφόσον δεν υπάρχει δεδικασμένο, κρίνει παρεμπιπτόντως τη νομιμότητα της πράξης ή της παράλειψης αυτής». Εξ άλλου, ναι μεν στη διάταξη της παρ. 5 του άρθρου 66 του π.δ. 166/2000 «Κωδικοποίηση σε ενιαίο κείμενο, με τον τίτλο "Κώδικας Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων" των διατάξεων που ισχύουν για την απονομή των πολιτικών και στρατιωτικών συντάξεων» (Φ.Ε.Κ. Α' 153), ορίζεται ότι απαγορεύεται η εξέταση της νομιμότητας των πράξεων κανονισμού συντάξεως με άλλη διαδικασία εκτός από αυτή που αναγράφεται στο ίδιο άρθρο, πλην η διάταξη αυτή, έχουσα την έννοιαν ότι απαγορεύεται η ευθεία προσβολή των πράξεων κανονισμού συντάξεως με διαδικασία άλλην, εκτός της προβλεπομένης από τον Συνταξιοδοτικό Κώδικα, δεν αποτελεί ειδική διάταξη, κατά την έννοια του ως άνω άρθρου 78 του Κ.Διοικ.Δικον., η οποία θα καθιστούσε απαράδεκτη την αγωγή για αξίωση που θεμελιώνεται στο παράνομο πράξεως κανονισμού συντάξεως.

   7. Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου δεν προκύπτει ότι ο ενάγων έχει ακολουθήσει τη διαδικασία που προβλέπει η ως άνω διάταξη του άρθρου 66 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα για την αναγνώριση της παρανομίας της πράξεως κανονισμού της συντάξεως του με σχετική απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Σύμφωνα, όμως, με τα εκτιθέμενα στην προηγούμενη σκέψη, η μη τήρηση της διαδικασίας αυτής δεν επηρεάζει το παραδεκτό της κρινομένης αγωγής αποζημιώσεως, η οποία, κατόπιν τούτων, είναι περαιτέρω εξεταστέα.

   8. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος. Μαζί με το δημόσιο ευθύνεται εις ολόκληρον και το υπαίτιο πρόσωπο, με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων για την ευθύνη των υπουργών». Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής για τη γέννηση της αξιώσεως προς αποζημίωση απαιτείται, μεταξύ άλλων, η πράξη ή η παράλειψη των οργάνων του Δημοσίου να είναι παράνομη, δηλαδή να αντίκειται σε κανόνα δικαίου, με τον οποίο προστατεύεται ορισμένο ατομικό δικαίωμα ή συμφέρον. Υφίσταται δε ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση, κατ' εφαρμογή του άρθρου 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, από την εκ μέρους της Ελληνικής Πολιτείας νομοθέτηση δια των αρμοδίων, κατά το Σύνταγμα, οργάνων της ή εκ της παραλείψεως των οργάνων αυτών να νομοθετήσουν, όταν από τη νομοθέτηση ή μη γεννάται αντίθεση προς τους υπερκείμενους κανόνες δικαίου, όπως είναι διεθνείς συνθήκες και οι διατάξεις του Συντάγματος (ΣτΕ 3587/1997, 1141/1999, 5/2001, απόφ. 1/2005 Ειδικού Δικαστηρίου άρθρου 88 παρ. 2 του Συντ.).

   9. Επειδή, στο άρθρο 87 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζεται ότι «Η δικαιοσύνη απονέμεται από δικαστήρια συγκροτούμενα από τακτικούς δικαστές που απολαμβάνουν λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία». Από την ως άνω διάταξη σε συνδυασμό με την ανωτέρω διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 88 και τις διατάξεις του άρθρου 26 του Συντάγματος, με τις οποίες κατοχυρώνεται η αρχή της διακρίσεως των λειτουργιών, συνάγεται ότι ο συνταγματικός νομοθέτης για την εξασφάλιση της ανεξαρτησίας της δικαστικής λειτουργίας, αναγνωρίζει λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία στους δικαστές που συγκροτούν τα δικαστήρια και ταυτίζει την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, μέσω δε αυτής την ισοτιμία της με τις άλλες δύο λειτουργίες (νομοθετική και εκτελεστική), με την ανεξαρτησία των δικαστών. Εγγύηση για την εξασφάλιση της ανεξαρτησίας αυτής αποτελεί και- η ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση των δικαστών, την οποία μάλιστα καθιερώνει ευθέως, επιτάσσοντας τη χορήγηση σε αυτούς αποδοχών ανάλογων προς το λειτούργημα τους, ήτοι προς την άσκηση της δικαστικής λειτουργίας. Η συνταγματική αυτή προστασία, η οποία αναφέρεται στον εν ενεργεία δικαστή, διασφαλίζει, μεταξύ άλλων, το συνταξιοδοτικό του καθεστώς, διότι και αυτό αποτελεί εγγύηση της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας του δικαστού. Η ευχέρεια, συνεπώς, του κοινού νομοθέτη να καθορίζει τις συντάξιμες αποδοχές των δικαστικών λειτουργών, τελεί υπό τους περιορισμούς των ανωτέρω συνταγματικών διατάξεων. Ειδικότερα, ο προσδιορισμός του περιεχομένου τους και του ύψους τους δεν μπορεί να γίνεται κατά τρόπο που να αποκλίνουν αυτές ουσιωδώς από τις, κατ' εφαρμογήν του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος, καθοριζόμενες αποδοχές ενεργείας κατά το μέρος που κάτι τέτοιο θα μπορούσε να επηρεάσει την προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία του δικαστικού λειτουργού κατά τη διάρκεια της άσκησης του λειτουργήματος του. Συνεπώς, η επέμβαση του κοινού νομοθέτη στο συνταξιοδοτικό καθεστώς του δικαστικού λειτουργού είναι επιτρεπτή μόνο στο μέτρο που διατηρείται μια σταθερή αναλογία μεταξύ των συντάξιμων αποδοχών και αποδοχών ενεργείας των δικαστικών λειτουργών. Η σταθερή αυτή αναλογία αφορά παροχές που συναρτώνται με την παρεχόμενη από αυτούς εργασία και αποτελούν εγγύηση της προσωπικής και λειτουργικής τους ανεξαρτησίας, όχι δε και εκείνες που καταβάλλονται ως αντιστάθμισμα δαπανών, στις οποίες υποβάλλονται για την αποτελεσματική άσκηση του λειτουργήματος τους. Κατ' ακολουθίαν των ανωτέρω, διάταξη μισθολογικού νόμου που προβλέπει οικονομική παροχή σε όλους γενικά τους δικαστικούς λειτουργούς, χωρίς ειδικότερες προϋποθέσεις, ως αμοιβή για τις παρεχόμενες υπηρεσίες τους, διασφαλιστική της προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας τους, όχι δε ως αντιστάθμισμα δαπανών, στις οποίες υποβάλλονται, εξ αιτίας της ασκήσεως του λειτουργήματος τους, δεν συμπορεύεται προς τις διατάξεις των άρθρων 87 και 88 του Συντάγματος, όταν χαρακτηρίζει την παροχή αυτή ως επίδομα ή αποζημίωση ή οπωσδήποτε αλλιώς με πρόδηλο σκοπό να εξαιρεθεί από τις συντάξιμες αποδοχές του άρθρου 9 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα, ιδίως στις περιπτώσεις που, εν όψει του ύψους της εν λόγω παροχής, ο μη συνυπολογισμός της στις συντάξιμες αποδοχές, κατ' εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 9 παρ. 5 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα, ανατρέπει την επιβαλλόμενη ως άνω αναλογία των συντάξιμων αποδοχών και των παροχών εκείνων που συναρτώνται με την άσκηση του λειτουργήματος του δικαστή και, για το λόγο αυτό, θίγει την προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία του που έχει, κατά τα ανωτέρω, συνταγματικά διασφαλισθεί (Ολομ. ΕλΣ 1/2006, 1317/2001).

   10. Επειδή, στο άρθρο 2 του ν. 2521/1997 (Φ.Ε.Κ. Α' 174) ορίζονται τα εξής: «Πέρα από το βασικό μισθό ... παρέχονται και τα εξής επιδόματα, παροχές και αποζημιώσεις κατά μήνα: 1. ... 2. ... 3. Επίδομα για την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη διεκπεραίωση των υποθέσεων, καθώς και για την αντιστάθμιση δαπανών στις οποίες υποβάλλονται κατά την άσκηση του λειτουργήματος τους (δημιουργία και ενημέρωση βιβλιοθήκης, οργάνωση γραφείου), οριζόμενο κατά βαθμό ... 4. ... 5. ... 6. Πάγια αποζημίωση, λόγω των ειδικών συνθηκών προσφοράς υπηρεσιών (πολύωρη παραμονή στην έδρα, απασχόληση χωρίς ωράριο εργασίας, κατ' οίκον εργασία, προσφορά υπηρεσιών σε παραμεθόριες και προβληματικές περιοχές) οριζόμενη κατά βαθμό ως εξής: Για τους δικαστικούς λειτουργούς από το βαθμό του Προέδρου πρωτοδικών και αντιστοίχων μέχρι και το βαθμό του Προέδρου Ανωτάτου Δικαστηρίου 300.000 δρχ. ...». Εξ άλλου, στο άρθρο 24 του επακολουθήσαντος ν. 2592/1998 (Φ.Ε.Κ. Α' 57), ορίζονται τα εξής: «1. ... 2. Οι συντάξεις των δικαστικών λειτουργών της τακτικής και της διοικητικής δικαιοσύνης, του κύριου προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και των ιατροδικαστών που έχουν εξέλθει της υπηρεσίας μέχρι 31 Δεκεμβρίου 1996 αναπροσαρμόζονται οίκοθεν από τις αρμόδιες διευθύνσεις συντάξεων του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1, 2 παράγραφος 1, των άρθρων 9, 10 παράγραφος 1 και των άρθρων 11 και 12 παράγραφος 1 του ν. 2521/1997, σε συνδυασμό και με τις διατάξεις του Κώδικα Πολιτικών, και Στρατιωτικών Συντάξεων...».

   11. Επειδή, η πάγια αποζημίωση της διατάξεως της παρ. 6 του άρθρου 2 του ν. 2521/1997, που παρατίθεται στην προηγούμενη σκέψη, όπως και στην αιτιολογική έκθεση του νόμου αναφέρεται, χορηγείται έναντι των παρεχομένων από τους δικαστικούς λειτουργούς υπηρεσιών και συνδέεται με τις ειδικές συνθήκες προσφοράς των υπηρεσιών αυτών. Επομένως, συναρτάται άμεσα με την άσκηση του λειτουργήματος τους και αποτελεί σημαντικό μέρος των αποδοχών που καταβάλλονται, στα πλαίσια της επιφυλασσόμενης από το Σύνταγμα ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης τους, ως εγγύηση της λειτουργικής και προσωπικής τους ανεξαρτησίας. Συνεπώς, ο μη συνυπολογισμός της στις συντάξιμες αποδοχές, τις υποβαθμίζει, αίρει την επιβαλλόμενη αναλογία μεταξύ των αποδοχών ενεργείας και των συνταξιοδοτικών παροχών και, ως εκ τούτου, προσκρούει στις ανωτέρω διασφαλιστικές της προσωπικής και λειτουργικής τους ανεξαρτησίας συνταγματικές διατάξεις (Ολομ. Ελ.Σ. 1/2006). Επομένως, εάν συνταξιούχος δικαστικός λειτουργός, εξ αιτίας παράνομης πράξεως των οργάνων του Δημοσίου, ήτοι, της, κατά τα ανωτέρω, αντίθετης με το Σύνταγμα νομοθετήσεως, αλλά και, περαιτέρω, της εφαρμογής των εν λόγω αντισυνταγματικών διατάξεων, υποστεί αδικαιολόγητη μείωση των συντάξιμων αποδοχών του με τον μη συνυπολογισμό σ' αυτές παροχής που χορηγείται στους εν ενεργεία δικαστές, όχι ως αντιστάθμισμα δαπανών στις οποίες υποβάλλονται για την αποτελεσματική άσκηση του λειτουργήματος τους, αλλ' ως αμοιβή για τις παρεχόμενες υπηρεσίες τους, προς διασφάλιση της προσωπικής και λειτουργικής τους ανεξαρτησίας, δικαιούται να αξιώσει από το Δημόσιο αποζημίωση προς αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη (πρβλ. απόφ. 1/2005 Ειδικού Δικαστηρίου άρθρου 88 παρ. 2 του Συντ.).

   12. Επειδή, στο άρθρο 60 παρ. 1 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα (π.δ. 166/2000), όπως το άρθρο αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 18 παρ. 10 του ν. 1489/1984, ορίζεται ότι «Δεν επιτρέπεται σε καμιά ανεξαίρετα περίπτωση ν' αναγνωρισθούν αναδρομικά σε βάρος του Δημόσιου Ταμείου οικονομικά δικαιώματα από συντάξεις για χρονικό διάστημα πέρα των τριών ετών από την πρώτη του μήνα κατά τον οποίο εκδίδεται η σχετική πράξη ή απόφαση». Η διάταξη αυτή, δεν είναι, πάντως, εφαρμοστέα στην περίπτωση αγωγής με την οποία επιδιώκεται, κατά το άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ, η αποκατάσταση ζημίας, η οποία προκλήθηκε εκ του μη συνυπολογισμού ορισμένου ποσού στις συντάξιμες αποδοχές.

   13. Επειδή, εξ άλλου, με το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 και έχει, σύμφωνο: με το άρθρο 28 του Συντάγματος, αυξημένη έναντι των κοινών νόμων, τυπική ισχύ, κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, το οποίο μπορεί να τη στερηθεί μόνον για λόγους δημόσιας ωφέλειας. Στην έννοια της περιουσίας περιλαμβάνονται όχι μόνον τα εμπράγματα δικαιώματα, αλλά και όλα τα δικαιώματα «περιουσιακής φύσεως» και τα κεκτημένα «οικονομικά συμφέροντα». Καλύπτονται έτσι και τα ενοχικά περιουσιακά δικαιώματα και, ειδικότερα, απαιτήσεις, είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση, είτε απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία, με βάση το ισχύον, έως την προσφυγή στο δικαστήριο, δίκαιο, ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικά (βλ. Α.Π. 40/1998).

   14.  Επειδή, στο άρθρο 10 παρ. 1 του ν. 3075/2002 (Φ.Ε.Κ. Α' 297/5.12.2002, Διόρθ.  Σφαλμ. στο Φ.Ε.Κ. Α' 269/2003) ορίζονται τα εξής: «Οι διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 9 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (Π.Δ. 166/2000 Φ.Ε.Κ. 153 Α') αντικαθίστανται από 1ης Ιανουαρίου 2003, ως εξής: "2. Πα την εφαρμογή της προηγούμενης παραγράφου ως μισθός νοείται ο βασικός μισθός ενεργείας του μισθολογικού κλιμακίου ή του βαθμού που έφερε κατά την έξοδο του από την υπηρεσία μαζί με την προσαύξηση του επιδόματος χρόνου υπηρεσίας, καθώς και: α) για τους δικαστικούς λειτουργούς η πάγια αποζημίωση της παραγράφου 6 του άρθρου 2 του ν. 2521/1997 (Φ.Ε.Κ. 174 Α'), β) ... γ) ..."». Σύμφωνα δε με την παράγραφο 7 του ίδιου ως άνω άρθρου 10 του Ν. 3075/2002, «Τα επιδόματα ή οι αποζημιώσεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου αυτού από 1ης Ιανουαρίου 2003 και μετά, υπόκεινται σε κράτηση για κύρια σύνταξη υπέρ Δημοσίου. Τα ποσά του προηγούμενου εδαφίου για κανέναν λόγο δεν λαμβάνονται υπόψη για την καταβολή αναδρομικών ποσών που προκύπτουν από τον κανονισμό ή την αναπροσαρμογή της σύνταξης, για χρονικό διάστημα πριν την 1η Ιανουαρίου 2003, κατά το οποίο οι παροχές αυτές δεν είχαν υποβληθεί σε κράτηση για κύρια σύνταξη υπέρ Δημοσίου, με εξαίρεση μόνο τις περιπτώσεις που έχουν εκδοθεί, μέχρι τη δημοσίευση του νόμου αυτού, αμετάκλητες, για το θέμα αυτό, δικαστικές αποφάσεις, που αφορούν τα πρόσωπα της περίπτωσης α' της παραγράφου 1 του άρθρου αυτού». Η ως άνω διάταξη, κατά το μέρος που απαγορεύει την αναζήτηση αναδρομικών ποσών από τους ενδιαφερόμενους για το προ της 1.1.2003 χρονικό διάστημα, για το οποίο έχουν γεννημένες αξιώσεις κατά του Δημοσίου, αντίκειται στην προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, γιατί τους αποστερεί από περιουσιακό στοιχείο, χωρίς να συντρέχει λόγος δημόσιας ωφέλειας και, επομένως, δεν είναι εφαρμοστέα (πρβλ. Ολομ. Ελ.Σ. 1/2006).

   15. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τα έγγραφα που προσκομίζονται, αποδεικνύονται νομίμως όλα τα κρίσιμα περιστατικά της αγωγής. Ειδικότερα αποδεικνύεται ότι ο ενάγων αποχώρησε από την υπηρεσία στις 1.7.1995, στη συνέχεια δε, με την υπ' αριθ. 428883/13.7.98 πράξη του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, υπολογίστηκε μεν η σύνταξη του σε 880 χιλιοστά επί του νέου βασικού μισθού και του νέου χρονοεπιδόματος, αλλά δεν ελήφθη υπ1 όψη η πάγια αποζημίωση που προβλέπεται, σύμφωνα με τα εκτεθέντα, στο ν. 2521/1997. Μετά το ν. 3075/2002 με τον οποίο, κατά τα προεκτεθέντα, προβλέφθηκε ότι η πάγια αποζημίωση υπολογίζεται για τον καθορισμό της μηνιαίας σύνταξης των δικαστικών λειτουργών, και επί τη βάσει των διατάξεων του εν λόγω νόμου, αναπροσαρμόσθηκε εκ νέου η σύνταξη του ενάγοντος, με την υπ’ αριθ. 428883/20.2.2004 πράξη του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, από 1.1.2003. Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι κατά το χρονικό διάστημα από 1.9.1997 έως 31.12.2002 δεν συνυπολογίσθηκε στις συντάξιμες αποδοχές του ενάγοντος η πάγια αποζημίωση. Όμως σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, ο μη συνυπολογισμός της πάγιας αποζημίωσης στις συντάξιμες αποδοχές αίρει την επιβαλλόμενη αναλογία μεταξύ των αποδοχών ενεργείας και συνταξιοδοτικών παροχών κατά παράβαση των άρθρων 87 και 88 του Συντάγματος. Επομένως, η κρινόμενη αγωγή είναι βάσιμη, διότι η υπ’ αριθμ. 428883/13.7.98 πράξη του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, εκδοθείσα κατ’ εφαρμογήν των αντισυνταγματικών διατάξεων των άρθρων 1 παρ. 1,2 παρ. 1 του ν. 2521/1997 και 24 παρ. 2 του ν. 2592/1998, κατά το μέρος που δεν συνυπελογίσθη στις συντάξιμες αποδοχές του ενάγοντος η ως άνω πάγια αποζημίωση, είναι παράνομη και γεννά ευθύνη του Δημοσίου, κατά το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, προς αποκατάσταση ζημίας ίσης με το ποσό που ο ίδιος θα ελάμβανε ως διαφορά συντάξεως από 1.9.1997 έως 31.12.2002, η αποκατάσταση της οποίας δεν κωλύεται από τις διατάξεις του άρθρου 60 παρ. 1 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα. Περαιτέρω δε, σύμφωνα επίσης με τα προεκτεθέντα, οι διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 7 του ν. 3075/2002, κατά το μέρος που απαγορεύουν την αναζήτηση αναδρομικών από τους ενδιαφερομένους για το προ της 1.1.2003 χρονικό διάστημα, δεν εφαρμόζονται, ως αντίθετες στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου. Με τα δεδομένα αυτά, ο ενάγων ελάμβανε μειωμένη σύνταξη, σε σχέση με την επιβαλλόμενη αναλογία που πρέπει να τηρείται με τον μισθό των εν ενεργεία συναδέλφων του, από 1.9.1997 έως 31.12.2002 και έχουν, επομένως, γεννηθεί αξιώσεις επιδίκασης των σχετικών διαφορών, κατά τις διατάξεις του άρθρου 105 Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα. Εν όψει τούτων, παρέλκει, ως αλυσιτελής η εξέταση των ισχυρισμών του ενάγοντος περί ευθύνης προς αποζημίωση, θεμελιουμένης στο άρθρο 919 του Αστικού Κώδικα. Θα πρέπει πάντως η σχετική αξίωση, για το διάστημα από 1.9.1997 έως 31.12.1998, να θεωρηθεί παραγεγραμμένη, σύμφωνα με το άρθρο 90 παρ.   1   του  ν.  2362/95  (Κώδικας Δημοσίου Λογιστικού),  ως εκ του χρόνου καταθέσεως της κρινομένης αγωγής (22.12.2004).

   16. Επειδή, περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 340, 341, 345, 346 του Α.Κ., 75 παρ. 3 του Κ.Διοικ.Δικον. (ν. 2717/1999, Α' 90) και 21 του Δ/τος της 26.6/10.7.1944 (Κώδιξ Δικών Δημοσίου), που ορίζει ότι «ο νόμιμος και ο της υπερημερίας τόκος πάσης του Δημοσίου οφειλής ορίζεται εις 6% ετησίως, πλην αν άλλως ωρίσθη δια συμβάσεως ή ειδικού νόμου. Ο ειρημένος τόκος άρχεται από της επιδόσεως της αγωγής», προκύπτει ότι η υποχρέωση προς καταβολή .τόκων επί των οφειλών του Ελληνικού Δημοσίου αρχίζει πάντοτε και μόνον από την επίδοση της σχετικής αγωγής. Από τη διάταξη του άρθρου 21 του ισχύοντος Κώδικα Δικών Δημοσίου, η οποία δεν διακρίνει μεταξύ αναγνωριστικής και καταψηφιστικής αγωγής και τις διατάξεις των άρθρων 73 παρ. 3 και 197 του Κ.Διοικ.Δικον. που ορίζουν ότι το αίτημα της αγωγής μπορεί να είναι καταψηφιστικό ή αναγνωριστικό και ότι οι τελεσίδικες αποφάσεις αποτελούν δεδικασμένο, συνάγεται ότι με την ασκούμενη ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων αναγνωριστική αγωγή, η οποία έχει αντικείμενο την αυθεντική διάγνωση κάποιας χρηματικής αξιώσεως από σχέση δημοσίου δικαίου, κατά το άρθρο 71 του Κ.Διοικ.Δικον., παρέχεται από τον Κ.Διοικ.Δικον. ισότιμη προστασία με εκείνη της καταψηφιστικής αγωγής. Τούτο δε διότι η αναγνωριστική αγωγή δεν έχει επικουρικό χαρακτήρα έναντι της καταψηφιστικής, η κατάθεση της διακόπτει την παραγραφή της αξιώσεως (άρθρο 75 παρ. 2 του Κ.Διοικ.Δικον.) και τέμνεται η διαφορά με δύναμη δεδικασμένου και έτσι, η ασφάλεια του δικαίου, στην οποία, εκτός των άλλων; αποβλέπει η δίκη, πραγματώνεται πλήρως και με την απλή αναγνώριση της χρηματικής αξιώσεως. Ουδεμίαν δε επάγεται συνέπειαν το γεγονός ότι επί αναγνωριστικής αγωγής δεν αποκτάται τίτλος εκτελεστός, δεν αναιρείται, αφού η απόφαση αποτελεί δεδικασμένο για το δικαστήριο που θα επιληφθεί της καταψηφιστικής αγωγής. Εξ άλλου, δεν αίρονται και οι συνέπειες της επιδόσεως ως οχλήσεως, η οποία καθιστά τον οφειλέτη υπερήμερο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 340 και 345 Α.Κ., δεδομένου ότι η επίδοση στον εναγόμενο αγωγής για την επιδίκαση χρηματικής απαιτήσεως δεν είναι μόνο σύνθετη διαδικαστική πράξη, αλλά έχει και το χαρακτήρα οιονεί δικαιοπραξίας οχλήσεως του οφειλέτη για την εκπλήρωση της παροχής (Ειδικό Δικαστήριο 1/2005). Περαιτέρω, η ανωτέρω διάταξη περί του ύψους του νόμιμου και της υπερημερίας τόκου πάσης του δημοσίου οφειλής σε 6% ετησίως, αντιβαίνει στην αρχή της αναλογικότητας και στα άρθρα 4 παρ. 1 και 20 παρ. 1 του Συντάγματος, 6 και 14 της ΕΣΔΑ και 2 παρ. 3α και β, 14 παρ. 1 και 26 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα (ν. 2462/1997), διότι θεσπίζει προνομιακή μεταχείριση του δημοσίου, σε σχέση με τους ιδιώτες αντιδίκους του, χωρίς να δικαιολογείται τούτο από λόγους δημοσίου συμφέροντος. Συνεπώς, στην υπό κρίση αναγνωριστική αγωγή οφείλονται τόκοι επιδικίας, από της επιδόσεως του δικογράφου στο Δημόσιο, το ύψος δε των τόκων αυτών ανέρχεται στον εκάστοτε ισχύοντα τόκο υπερημερίας, μη εφαρμοζομένων των διατάξεων του άρθρου 21 του Δ/τος της 26.6/10.7.1944 περί Κώδικος Δικών Δημοσίου (Ειδικό Δικαστήριο 1/2005).

   17. Επειδή, εν όψει των ανωτέρω, το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο οφείλει να αποκαταστήσει τη ζημία του ενάγοντος, η οποία συνίσταται στη διαφορά συντάξεως που στερήθηκε λόγω μη συνυπολογισμού της παγίας αποζημιώσεως στις συντάξιμες αποδοχές του κατά το χρονικό διάστημα από 1.1.1999 έως 31.12.2002, με τους νόμιμους τόκους από της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι πλήρους εξοφλήσεως.

   18. Επειδή, σύμφωνα με την αναθεωρημένη διάταξη του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος, που παρατίθεται στη δεύτερη σκέψη, το παρόν Ειδικό Δικαστήριο επιλαμβάνεται της επιλύσεως των νομικών ζητημάτων που ανακύπτουν στις υποθέσεις της δικαιοδοσίας του. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει ότι το Ειδικό Δικαστήριο δεν προβαίνει το ίδιο στην εκκαθάριση των οφειλομένων ποσών, αλλά παραπέμπει στη Διοίκηση, προκειμένου να προβεί η ίδια, δια των αρμοδίων οργάνων της, στις σχετικές εκκαθαρίσεις. Επομένως, υπό τα δεδομένα της ενδίκου υποθέσεως και ειδικότερα, εν όψει του ότι η βάση υπολογισμού της ζημίας του ενάγοντος την οποία οφείλει, κατά τα προεκτεθέντα να αποκαταστήσει το εναγόμενο Δημόσιο, είναι τα ποσά της παγίας  αποζημιώσεως που δεν συνυπολογίσθηκαν στις συντάξιμες αποδοχές - του κατά το προαναφερόμενο χρονικό διάστημα, το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να παραπεμφθεί η υπόθεση στην Διοίκηση για τον υπολογισμό των ως άνω ποσών.

   Δια ταύτα

   Επιλύει το νομικό ζήτημα, κατά το σκεπτικό. Παραπέμπει κατά τα λοιπά στη Διοίκηση για τη συμμόρφωση της. Διατάσσει την απόδοση του καταβληθέντος παραβόλου, κατά το σκεπτικό.

   Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Σεπτεμβρίου 2006 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στις 10 Οκτωβρίου του ίδιου έτους.