Ειδικό Δικαστήριο άρθρου 88 παρ. 2 Σ (Μισθοδικείο) 1/2005

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Ειδικό Δικαστήριο Αποδοχών-Συντάξεων Δικαστικών Λειτουργών - Αρχή ισότητας - Δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας - Δικονομική ισότητα διαδίκων - Αποδοχές Δικαστικών Λειτουργών - Επιδόματα - Δικαστικά προνόμια δημοσίου - Αστική ευθύνη Δημοσίου - Αγωγή αναγνωριστική - Τοκογονία - Τόκοι υπερημερίας - Τόκος υπερημερίας ιδιωτών - Αντισυνταγματικότητα διατάξεων άρθρου 21 Δ/τος 26.6/10.7.1944 - (Κώδικας Δικών Δημοσίου) - Παραγραφή αξίωσης αποδοχών - Παραγραφή διετής - Έναρξη παραγραφής - Αντισυνταγματικότητα διατάξεων παρ. 3 άρθρου 90 Ν. 2362/95 - Παραγραφή πενταετής -.

 

Η συνταγματική αρχή του άρθρου 88 παρ 2 του Συντάγματος όπως και η αρχή της ισότητας, παραβιάζεται όταν παρέχονται στους άλλους δημόσιους λειτουργούς ή υπαλλήλους των άλλων δύο λειτουργιών υψηλότερες αποδοχές από εκείνες που παρέχονται στα όργανα τής δικαστικής λειτουργίας, είτε με τη μορφή βασικού μισθού, είτε με τη μορφή επιδομάτων, τα οποία μάλιστα δεν ανταποκρίνονται σε δαπάνες αυτών, ούτε συνάπτονται με την ιδιαίτερη φύση των υπηρεσιών που παρέχουν, αλλά αποτελούν απλή αύξηση των αποδοχών τους. Στην περίπτωση αυτή τα δικαστήρια δεν περιορίζονται στο να κηρύξουν απλώς αντισυνταγματική τη διάταξη, αλλά προς άρση της ανισότητας εφαρμόζουν τη διάταξη που θεσπίζει την ευμενή ρύθμιση και υπέρ των πρώτων, σε βάρος των οποίων γίνεται αδικαιολόγητη δυσμενής διάκριση. Η εν λόγω εφαρμογή δεν αποτελεί ανεπίτρεπτη επέμβαση της δικαστικής εξουσίας στο έργο της νομοθετικής και παραβίαση από την πρώτη της αρχής της διάκρισης των εξουσιών, ούτε αντίκειται στο άρθρο 80 παρ. 1 Σ. Στη δικαιοδοσία του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 99 του Συντάγματος (με διευρυμένη σύνθεση) υπάγονται οι σχετικές με κάθε είδους αποδοχές και συντάξεις των δικαστικών λειτουργών διαφορές και εφόσον η επίλυση των οικείων νομικών ζητημάτων μπορεί να επηρεάσει τη μισθολογική, συνταξιοδοτική ή φορολογική κατάσταση ευρύτερου κύκλου προσώπων, οι οποίες εισάγονται σ' αυτό με ένδικα βοηθήματα (εισαγωγικά δικόγραφα) μετά την έναρξη της ισχύος του νόμου 3038/2002 (7.8.2002). Εάν κάποιος δικαστικός λειτουργός εξαιτίας παράνομης πράξεως της Διοικήσεως, όπως είναι η αντίθετη με το Σύνταγμα νομοθέτηση, υποστεί αδικαιολόγητη δυσμενή διάκριση, προκειμένου να αποκατασταθεί με αυτόν τον τρόπο η αρχή της ισότητας, δικαιούται να αξιώσει από το Ελληνικό Δημόσιο αποζημίωση προς αποκατάσταση της ζημίας, την οποία υπέστη. Η αποζημίωση αυτή πρέπει να είναι πλήρης, έτσι ώστε να ικανοποιείται πλέον η επιταγή του άρθρου 88 του Συντάγματος, στο σύνολο των αποδοχών του. Στο σύνολο δε των αποδοχών περιλαμβάνονται και τα πάσης φύσεως και οιασδήποτε μορφής επιδόματα, τα οποία καταβάλλονται στους λοιπούς υπαλλήλους του Κράτους που βρίσκονται σε ενεργό υπηρεσία και προς τους οποίους επιφυλάσσεται νομοθετικά ευνοϊκότερη μισθολογική μεταχείριση από αυτή των δικαστικών λειτουργών, έστω και αν τα επιδόματα αυτά συναρτώνται, είτε κατά το νόμο είτε κατά τη φύση τους, προς ενεργό υπηρεσία, υπό μόνη την προϋπόθεση ότι καταβάλλονται παγίως και κατά τακτά χρονικά διαστήματα στους τελούντες σε ενεργό υπηρεσία. Με την ασκούμενη ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων αναγνωριστική αγωγή, η οποία έχει αντικείμενο την αυθεντική διάγνωση κάποιας χρηματικής αξιώσεως από σχέση δημοσίου δικαίου κατά το άρθρο 71 του Κ.Διοικ.Δ. παρέχεται από τον Κ.Διοικ.Δ. ισότιμη προστασία με εκείνη της καταψηφιστικής αγωγής και επομένως, τόκοι επιδικίας οφείλονται από της επιδόσεως του δικογράφου της αναγνωριστικής αγωγής στο Δημόσιο. Η διάταξη περί του ύψους του νόμιμου και της υπερημερίας τόκου πάσης του δημοσίου οφειλής σε 6% ετησίως, αντιβαίνει στην αρχή της αναλογικότητας και στα άρθρα 4 παρ 1 και 20 παρ 1 του Συντάγματος 6, 14 της Ε.Σ.Δ.Α και 2 παρ 3α και β ,14 παρ 1 και 26 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα (ν. 2462/97), διότι θεσπίζει προνομιακή μεταχείριση του δημοσίου σε σχέση με τους ιδιώτες αντιδίκους του, χωρίς να δικαιολογείται τούτο από λόγους δημοσίου συμφέροντος. (Αντίθετη μειοψηφία). Οι ρυθμίσεις του άρθρου 90 παραγρ.3 του Ν.2362/1995, κατά το μέρος που με αυτές διαφοροποιείται σε βάρος του ιδιώτη διαδίκου η προθεσμία συμπληρώσεως της παραγραφής μεταξύ του Δημοσίου και των ιδιωτών διαδίκων, είναι ανίσχυρες ως αντικείμενες στην αρχή της ισότητας, αλλά και της δικονομικής ισότητας των διαδίκων, για την αποκατάσταση της οποίας η συμπλήρωση της παραγραφής πρέπει να θεωρηθεί ότι είναι πενταετής. (Αντίθετη μειοψηφία).

 

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

Αριθμός 1/2005

Το κατά άρθρο 88 παρ. 2 του Συντάγματος

Ειδικό Δικαστήριο

----------------------------------

   Αποτελούμενο από τους :Ρωμύλο Κεδίκογλου, Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, Πρόεδρο, Γεώργιο Φώσκολο, Αρεοπαγίτη, τακτικό μέλος, Μαρία Αθανασοπούλου, Σύμβουλο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, τακτικό μέλος, Σωτήριο Λύτρα, Καθηγητή της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, τακτικό μέλος, Νικόλαο Σκανδάμη, Καθηγητή της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, τακτικό μέλος, Γλυκερία Σιούτη, Καθηγήτρια της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, τακτικό μέλος, Κων. - Δημ. Τριανταφυλλόπουλο, δικηγόρο, τακτικό μέλος, Παύλο Ιωαννίδη, δικηγόρο, τακτικό μέλος, και Αντώνιο Αργυρό - Εισηγητή, δικηγόρο, τακτικό μέλος. Γραμματέας η Μαριάνθη Παπασαράντη, Προϊσταμένη του Τμήματος Οργάνωσης, Πληροφορικής και Τεκμηρίωσης του Συμβουλίου της Επικρατείας σε αναπλήρωση του Μιχ. Καλαντζή, Προϊσταμένου της Διεύθυνσης της Γραμματείας του Συμβουλίου της Επικρατείας.  

   Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του Συμβουλίου της Επικρατείας την 1η Νοεμβρίου 2005, ημέρα Τρίτη και ώρα 6.00 μ.μ., για να δικάσει την από 31 Δεκεμβρίου 2002 αγωγή που κατατέθηκε ενώπιον του Τριμελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά την 31η Δεκεμβρίου 2002 με αύξοντα αριθμό πρωτοκόλλου 672.

   Τ ο υ Γ. Κ. του Ι., Πρωτοδίκη Δ.Δ., κατοίκου Πειραιά, οδός Αλεξάνδρου αριθμ. 27, ο οποίος παρέστη με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Δ. Φιλίππου, (Α.Μ. Δ. Σ. Πειραιά 1909) που τον διόρισε στο ακροατήριο.  

   Κ α τ ά του: Ελληνικού Δημοσίου, νόμιμα εκπροσωπούμενου από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών, το οποίο εκπροσωπήθηκε από τον Γεώργιο Γρυλωνάκη, Πάρεδρο Διοικήσεως.

   Το Διοικητικό Πρωτοδικείο Πειραιά κήρυξε εαυτό αναρμόδιο και παρέπεμψε την υπόθεση στο Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος, με την 3425/2003 απόφασή του.

   Η υπόθεση εισήχθηκε ενώπιον αυτού την 23η Αυγούστου 2004 και καταχωρήθηκε στο οικείο βιβλίο καταθέσεων με αύξοντα αριθμό 12.

   Το Δικαστήριο άκουσε τον Εισηγητή Αντώνιο Αργυρό, Δικηγόρο, ο οποίος διάβασε και ανέπτυξε την εισήγησή του.

   Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ενάγοντος ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους και ζήτησε να γίνει δεκτή η αγωγή και τον αντιπρόσωπο του Υπουργού, ο οποίος ζήτησε την απόρριψή της.

   Α φ ο ύ   μ ε λ έ τ η σ ε   τ α   σ χ ε τ ι κ ά   έ γ γ ρ α φ α

   Σ κ έ φ θ η κ ε   κ α τ ά   τ ο   Ν ό μ ο

   1.- Το Διοικητικό Πρωτοδικείο Πειραιά με την 3425/2003 απόφασή του κηρύχθηκε αναρμόδιο να δικάσει την ακόλουθη από 31-12-2002 (με αριθμό καταθέσεως 672/31.12.2002) αγωγή του ενάγοντος Γ.Κ., πρωτοδίκη Δ.Δ., την οποία παρέπεμψε στο παρόν Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος και ν. 3038/2002 ως αρμόδιο για την εκδίκασή της, αφού έκρινε ότι η επίλυση των νομικών ζητημάτων που εγείρονται μ' αυτή μπορεί να επηρεάσει τη μισθολογική κατάσταση ευρύτερου κύκλου δικαστικών λειτουργών.

   2.- Στην ένδικη αγωγή, ο ενάγων επικαλούμενος τη διάταξη του άρθρου 105 του Εισαγωγικού νόμου του ΑΚ, με την οποία θεσπίζεται ευθύνη προς αποζημίωση του Ελληνικού Δημοσίου, εκθέτει τα ακόλουθα:  Ότι κατά τη θέσπιση του ν. 2521/1997 για την καθιέρωση ειδικού μισθολογίου των δικαστικών λειτουργών ήταν πρωτοδίκης Δ. Δ. με υπηρεσία δέκα ετών και υπηρετούσε στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Πειραιά. Ότι με το ειδικό μισθολόγιο προβλέφθηκε για τον πρωτοδίκη βασικός μισθός 250.000 δρχ., επίδομα για την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη διεκπεραίωση των υποθέσεων 175.000 δρχ., πάγια αποζημίωση λόγω των ειδικών συνθηκών προσφοράς εργασίας 250.000 δρχ., επίδομα εορτών Χριστουγέννων ίσο με το βασικό μηνιαίο μισθό και το χρονοεπίδομα και επιδόματα εορτών Πάσχα και αδείας ίσα με το μισό του μηνιαίου βασικού μισθού και του χρονοεπιδόματος. Ότι με τον ίδιο νόμο ορίστηκε το μισθολόγιο του κύριου προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους και ότι για το δικαστικό αντιπρόσωπο Α' τάξεως (δικαστικό αντιπρόσωπο Α' με 7 έτη υπηρεσίας) προβλέφθηκε βασικός μηνιαίος μισθός 300.000 δρχ., επίδομα για την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη διεκπεραίωση των υποστηριζομένων ενώπιον των δικαστηρίων υποθέσεων του Δημοσίου και ΝΠΔΔ 210.000 δρχ. και πάγια αποζημίωση λόγω πολύωρης παραμονής στα δικαστήρια, απασχόλησης χωρίς ωράριο εργασίας και ειδικών συνθηκών προσφοράς εργασίας 300.000 δρχ. Και ότι η ανωτέρω ευμενής ρύθμιση για τους δικαστικούς αντιπροσώπους Α' τάξεως, οι οποίοι εξομοιώνονται μισθολογικά με προέδρους πρωτοδικών, είναι αδικαιολόγητα δυσμενής για τους δικαστικούς λειτουργούς με το βαθμό του  πρωτοδίκη με αντίστοιχα (7) έτη υπηρεσίας, οι οποίοι παραμένουν έως και 20 έτη στον ίδιο βαθμό χωρίς μισθολογική εξομοίωση με τους δικαστικούς λειτουργούς με το βαθμό του  προέδρου πρωτοδικών, και αντίκειται στο άρθρο 88 παρ. 2 του Συντάγματος, το οποίο επιτάσσει τον αυτοτελή νομοθετικό καθορισμό των αποδοχών των δικαστικών λειτουργών σε επίπεδο πάντοτε ανώτερο από εκείνο που ισχύει γενικά για τις αποδοχές των λοιπών δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων. Ακολούθως ο ενάγων δικαστικός λειτουργός, ο οποίος κατά την άσκηση της αγωγής  έχει συμπληρώσει 17 έτη υπηρεσίας και εξακολουθεί να αμείβεται με τον μισθό πρωτοδίκη και προς αποκατάσταση της ζημίας του κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-1997 έως 31-12-2002 από την επικαλούμενη αντισυνταγματική διάκριση σε βάρος του, ζητά  να του επιδικαστούν αναγνωριστικά (μετά  από νόμιμο περιορισμό του αρχικού αιτήματος με τις προτάσεις ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου) ως αποζημίωση του άρθρου 105 του ΕισΝ.Α.Κ. τα εξής ποσά (όπως αυτά αναφέρονται στο δικόγραφο της αγωγής): 1) 3.600.000 δρχ. (50.000 δρχ. το μήνα επί 72 μήνες) ή 10.534 ευρώ για διαφορές βασικού μισθού, 2) 2.520.000 δρχ. (35.000 δρχ. επί 72 μήνες) ή 7.373 ευρώ για διαφορές επιδόματος ταχύτερης και αποτελεσματικότερης διεκπεραίωσης των υποθέσεων, 3)  3.600.000 δρχ (50.000 δρχ. το μήνα επί 72 μήνες) ή 10.534 ευρώ για πάγια αποζημίωση λόγω ειδικών συνθηκών εργασίας,  4) 300.000 δρχ. (50.000 δρχ. επί 6 έτη) ή 877 ευρώ για επίδομα εορτών Χριστουγέννων  5)  150.000 δρχ. (25.000 δρχ. επί 6 έτη) ή 438 ευρώ για επίδομα εορτών Πάσχα  6)  150.000 δρχ. (25.000 δρχ. επί 6 έτη) ή 438 ευρώ για επίδομα αδείας και7) 2.000.000 δρχ. ή 5.852 ευρώ λόγω υπολογισμού της αύξησης των μισθολογικών αποδοχών του ενάγοντος και του χρονοεπιδόματος κατά την επίδικη εξαετία στις μειωμένες αποδοχές του πρωτοδίκη που αυτός λάμβανε και όχι σε εκείνες που έπρεπε να λαμβάνει. Επίσης ο ενάγων ζητά να του επιδικαστεί το ποσό των 1.000.000 δρχ. ή 2.934 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης εξαιτίας της απαξίωσης που έχει υποστεί από την επίμαχη αντισυνταγματική ρύθμιση. Ακόμη ζητεί να του επιδικαστούν  και οι νόμιμοι τόκοι για όλα τα παραπάνω ποσά από την επίδοση της αγωγής.

   3.- Eπειδή, από την επισκόπηση του φακέλου προκύπτει ότι τηρήθηκε η νόμιμη Προδικασία, σύμφωνα  με το άρθ. 10 του ν 693/77 και τα άρθρα 1,3 και 9 του ν. 3038/2002 και εντεύθεν εξεταστέα αποβαίνει η υπόθεση.

   4.- Επειδή, στο άρθρο 26 παρ. 3 του Συντάγματος προβλέπεται ότι: «Η δικαστική λειτουργία ασκείται από τα δικαστήρια. Οι αποφάσεις τους εκτελούνται στο όνομα του Ελληνικού Λαού». Περαιτέρω, στο μεν άρθρο 87 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζεται ότι : «Η δικαιοσύνη απονέμεται από δικαστήρια συγκροτούμενα από τακτικούς δικαστές, που απολαμβάνουν λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία», στο δε άρθρο 88 παρ. 2 ότι : «Οι αποδοχές των δικαστικών λειτουργών είναι ανάλογες με το λειτούργημά τους. Τα σχετικά με τη βαθμολογική και μισθολογική τους εξέλιξη και με την κατάστασή τους γενικά καθορίζονται με ειδικούς νόμους». Mε το άρθρο 100 Α' του Συντάγματος που εντάσσεται στο Β'Κεφάλαιο για την « Οργάνωση και Δικαιοδοσία των Δικαστηρίων» ορίζεται ότι :«  Νόμος ορίζει τα σχετικά με τη συγκρότηση και τη λειτουργία του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, καθώς και τα σχετικά με την υπηρεσιακή κατάσταση των λειτουργών και υπαλλήλων που υπηρετούν σε αυτό. Στην αρμοδιότητα του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους ανήκουν ιδίως η δικαστική υποστήριξη και εκπροσώπηση του Δημοσίου και η αναγνώριση απαιτήσεων κατά του Δημοσίου ή ο συμβιβασμός σε διαφορές με αυτό. Στο κύριο προσωπικό του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους έχουν ανάλογη εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 88 παράγραφοι 2 και 5 και 90 παράγραφος 5". Τέλος, το Σύνταγμα στο άρθρο 93 παρ. 1 προβλέπει ότι «Τα δικαστήρια διακρίνονται σε διοικητικά, πολιτικά και ποινικά και οργανώνονται με ειδικούς νόμους». Περαιτέρω με τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος, η οποία ορίζει ότι οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου, καθιερώνεται όχι μόνο η ισότητα των Ελλήνων έναντι του νόμου, αλλά και η ισότητα του νόμου έναντι αυτών, που δεσμεύει τον κοινό νομοθέτη επιβάλλοντάς του, όταν ρυθμίζει ουσιωδώς όμοιες σχέσεις, καταστάσεις ή κατηγορίες προσώπων, να μη νομοθετεί κατά διαφορετικό τρόπο εισάγοντας εξαιρέσεις ή κάνοντας διακρίσεις, εκτός αν αυτό επιβάλλεται από λόγους κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, η συνδρομή των οποίων ελέγχεται από τα δικαστήρια.  Συνεπώς, αν γίνει με νόμο δικαιολογημένη ρύθμιση υπέρ ορισμένης κατηγορίας προσώπων και εξαιρεθεί από την ειδική αυτή ρύθμιση, κατ' αδικαιολόγητη δυσμενή διάκριση, άλλη κατηγορία προσώπων, ως προς την οποία συντρέχει ο ίδιος δικαιολογητικός λόγος ευμενούς μεταχείρισης, η διάταξη που εισάγει τη δυσμενή διάκριση είναι ανίσχυρη ως αντισυνταγματική. Τα παραπάνω κατά μείζονα λόγο έχουν εφαρμογή στην περίπτωση αδικαιολόγητης δυσμενούς διάκρισης σε βάρος δικαστικών  λειτουργών ως προς τις αποδοχές τους, οι οποίες κατά το άρθρο 88 παρ. 2 του Συντάγματος επιβάλλεται πάντοτε και χωρίς καμιά απολύτως παρέκκλιση να είναι ανάλογες με το λειτούργημά τους, με την έννοια ότι οι αποδοχές αυτών, ως φορέων της τρίτης ανεξάρτητης πολιτειακής εξουσίας, πρέπει να είναι σαφώς κατά το άρθρο 88 παρ 2 του Συντάγματος διακεκριμένες και αυξημένες χωρίς καμιά παρέκκλιση ή εξαίρεση έναντι όλων των άλλων λειτουργών ή υπαλλήλων που παρέχουν τις υπηρεσίες τους  στις άλλες δύο λειτουργίες του Πολιτεύματος. Όπως έχει παγίως  κριθεί το Σύνταγμα καθιερώνει ευθέως την αρχή διακρίσεως των εξουσιών, τις οποίες θεωρεί ισοδύναμες (ΣτΕ 3670/1994). Ειδικώς για τη δικαστική εξουσία, το Σύνταγμα αναγνωρίζει  λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία  στους δικαστές  και αυτή η ιδιαίτερη  μισθολογική μεταχείρισή τους αποτελεί εγγύηση  της ανεξαρτησίας τους. Έτσι η ανωτέρω συνταγματική αρχή του άρθρου 88παρ 2 του Συντάγματος όπως και η αρχή  της ισότητας, παραβιάζεται όταν παρέχονται στους άλλους δημόσιους λειτουργούς ή υπαλλήλους των άλλων δύο λειτουργιών υψηλότερες αποδοχές από εκείνες που παρέχονται στα όργανα τής δικαστικής λειτουργίας, είτε με τη μορφή βασικού μισθού είτε με τη μορφή επιδομάτων, τα οποία μάλιστα δεν ανταποκρίνονται σε δαπάνες αυτών, ούτε συνάπτονται με την ιδιαίτερη φύση των υπηρεσιών που παρέχουν, αλλά αποτελούν απλή αύξηση των αποδοχών τους. (Βλ. αναλυτικά: Κων/νος Κουσούλης : Οι αποδοχές των δικαστών  ως εγγύηση της δικαστικής ανεξαρτησίας  και της ποιότητας του δικαιοδοτικού έργου ΔιΔΙΚ 15(2003) 1369 επ). Στην περίπτωση αυτή τα δικαστήρια δεν περιορίζονται στο να κηρύξουν απλώς αντισυνταγματική τη διάταξη, αλλά προς άρση της ανισότητας  εφαρμόζουν τη διάταξη που θεσπίζει την ευμενή ρύθμιση και υπέρ των πρώτων, σε βάρος των οποίων γίνεται αδικαιολόγητη δυσμενής διάκριση. Η εν λόγω εφαρμογή και μάλιστα μετά την υπαγωγή των σχετικών υποθέσεων στο δικαστήριο αυτό, μετά την τελευταία συνταγματική αναθεώρηση, δεν αποτελεί ανεπίτρεπτη επέμβαση της δικαστικής εξουσίας στο έργο της νομοθετικής και παραβίαση από την πρώτη της αρχής της διάκρισης των εξουσιών, που θεσπίζεται από τα άρθρα 1, 26, 73 επ. και 87 επ. του Συντάγματος, καθόσον απορρέει τόσο από τη διάταξη του άρθρου 4 παρ. 1 του Συντάγματος, όσο και από τις διατάξεις των άρθρων  93 παρ. 4 και 120 παρ. 2 αυτού, στις οποίες περιέχονται επιταγές προς τα δικαστήρια να μην εφαρμόζουν αντισυνταγματικούς νόμους και να σέβονται τις διατάξεις του Συντάγματος, αντίστοιχα (βλ. Ολ.ΑΠ 246/86, 1102/86, 1106/86, 1108/86, 1120/86, και Ολ.ΑΠ 1808/1986). Ενώ, εάν δεν εφαρμοζόταν η ειδική ευμενής και συνταγματικώς ενδεδειγμένη για την τήρηση της αρχής της ισότητας διάταξη, θα παρέμενε η αντισυνταγματική ανισότητα και η ζητούμενη δικαστική προστασία δεν θα είχε ουσιαστικό περιεχόμενο. Εξάλλου, η παραπάνω δικαιοδοτική ρύθμιση δεν αντίκειται στο άρθρο 80 παρ. 1 του Συντάγματος, στο οποίο ορίζεται ότι μισθός, χορηγία ή αμοιβή ούτε εγγράφεται στον προϋπολογισμό του Κράτους ούτε παρέχεται χωρίς οργανικό ή άλλο ειδικό νόμο, αφού τέτοιος νόμος είναι εκείνος που προβλέπει την ευμενή ρύθμιση και έχει εφαρμογή κατ' επιταγή που απορρέει από τις διατάξεις που προαναφέρθηκαν (βλ. Ολ.ΑΠ 1808/1986  στο ΝοΒ 35 σελ. 1611, Ολ. ΑΠ 28/92 Δνη 33-1603, 13/91 Δνη 32-1484, Ολ. ΑΠ 15/91 Δνη 32-1488, Εφ. Αθηνών 5428/1992, Δνη 34-1993).

   5.- Επειδή, το άρθρο 88 παρ. 2 του Συντάγματος, όπως ισχύει από 17.4.2001, μετά την αναθεώρησή του με το Ψήφισμα της από  6.4.2001 της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων (Α' 84), ορίζει περαιτέρω ότι «Κατά παρέκκλιση από τα άρθρα 94, 95 και 98, διαφορές σχετικά με τις κάθε είδους αποδοχές και τις συντάξεις των δικαστικών λειτουργών και εφόσον η επίλυση των σχετικών νομικών ζητημάτων μπορεί να επηρεάσει τη μισθολογική, συνταξιοδοτική ή φορολογική κατάσταση ευρύτερου κύκλου προσώπων, εκδικάζονται από το ειδικό δικαστήριο του άρθρου 99. Το δικαστήριο στις περιπτώσεις αυτές συγκροτείται με τη συμμετοχή ενός επιπλέον τακτικού καθηγητή και ενός επιπλέον δικηγόρου, όπως νόμος ορίζει. Νόμος ορίζει τα σχετικά με τη συνέχιση τυχόν εκκρεμών δικών». Σε εκτέλεση της τελευταίας αυτής διατάξεως εκδόθηκε ακολούθως ο Ν. 3038/2002 "Για την επίλυση των διαφορών του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος και άλλες διατάξεις" (ΦΕΚ Α' 1801 7.8.2002), στο Κεφάλαιο Α' του οποίου (άρθρα 1-13) ρυθμίζονται τα θέματα της συγκροτήσεως και της δικαιοδοσίας του ανωτέρω ειδικού δικαστηρίου, της διαδικασίας ενώπιον αυτού και της ισχύος και των συνεπειών των αποφάσεών του. Ειδικότερα, στο μεν άρθρο 4 του Ν. 3038/2002 ορίζεται ότι: "Στο Ειδικό Δικαστήριο που προβλέπεται με το άρθρο 88 παρ. 2 του Συντάγματος υπάγονται οι διαφορές που αναφέρονται σε κάθε είδους αποδοχές και συντάξεις των δικαστικών λειτουργών και του κύριου προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, εφόσον η επίλυση των σχετικών νομικών ζητημάτων μπορεί να επηρεάσει τη μισθολογική, συνταξιοδοτική ή φορολογική κατάσταση ευρύτερου κύκλου προσώπων". Στην παρ 1 του άρθρου 5 του Ν. 3038/2002 ορίζεται ότι: «1. Το Ειδικό Δικαστήριο εάν κρίνει ότι δεν έχει δικαιοδοσία παραπέμπει την υπόθεση στο αρμόδιο τακτικό διοικητικό δικαστήριο ή το Ελεγκτικό Συνέδριο. Η παραπεμπτική απόφαση είναι δεσμευτική για το δικαστήριο στο οποίο γίνεται η παραπομπή.»  στην δε παρ. 2 ίδιου άρθρου ορίζεται ότι : "2. Το τακτικό διοικητικό δικαστήριο ή το Ελεγκτικό Συνέδριο, εάν κρίνει ότι στη διαφορά που έχει εισαχθεί απευθείας σε αυτό ανακύπτουν νομικά ζητήματα η επίλυση των οποίων μπορεί να επηρεάσει τη μισθολογική, συνταξιοδοτική ή φορολογική κατάσταση ευρύτερου κύκλου προσώπων, παραπέμπει τη διαφορά αυτή στο Ειδικό Δικαστήριο. Το τακτικό διοικητικό δικαστήριο ή το Ελεγκτικό Συνέδριο κρίνει το ζήτημα της παραπομπής σε κάθε στάση της δίκης και σε κάθε βαθμό δικαιοδοσίας. Η παραπεμπτική απόφαση, όταν καταστεί αμετάκλητη, είναι δεσμευτική για το ειδικό δικαστήριο". Στο άρθρο 9 του Ν. 3038/2002 ορίζεται ότι : «Κατά τη διαδικασία ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου εφαρμόζονται αναλόγως κατά τα λοιπά οι διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας και συμπληρωματικά οι διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας». Εξ άλλου, με το άρθρο 13 του Ν. 3038/2002 ορίστηκε ότι: "Οι διατάξεις του Κεφαλαίου Α' του νόμου αυτού εφαρμόζονται στα ένδικα βοηθήματα που ασκούνται μετά την έναρξη της ισχύος του". Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, στη δικαιοδοσία του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 99 του Συντάγματος (με διευρυμένη σύνθεση) υπάγονται οι σχετικές με κάθε είδους αποδοχές και συντάξεις των δικαστικών λειτουργών διαφορές (και εφόσον η επίλυση των οικείων νομικών ζητημάτων μπορεί να επηρεάσει τη μισθολογική, συνταξιοδοτική ή φορολογική κατάσταση ευρύτερου κύκλου προσώπων), οι οποίες εισάγονται σ' αυτό με ένδικα βοηθήματα (εισαγωγικά δικόγραφα) μετά την έναρξη της ισχύος του ανωτέρω νόμου (7.8.2002),(βλ. ΣτΕ 687/2003).

   Στην προκείμενη περίπτωση, η υπό κρίση αγωγή ασκήθηκε μετά τις 7.8.2002 (αρθ. 16 του Ν. 3038/2002) και αφορά αποδοχές δικαστικών λειτουργών, κρίνεται δε ότι η επίλυση των τιθεμένων με αυτή ζητημάτων θα επηρεάσει οπωσδήποτε τη μισθολογική κατάσταση ευρύτερου κύκλου προσώπων και εντεύθεν αρμόδιο δικαστήριο είναι το δικαστήριο αυτό (άρθρο 88 παρ.2 του Συντάγματος).

   6.- Επειδή, με το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα θεσπίζεται η ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση από παράνομες πράξεις και παραλείψεις ή υλικές ενέργειες των οργάνων του κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας, η οποία έχει ανατεθεί σε αυτά. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι για τη γέννηση της αξιώσεως προς αποζημίωση απαιτείται, μεταξύ άλλων, η πράξη ή η παράλειψη ή η υλική ενέργεια των οργάνων του Δημοσίου να είναι παράνομη, δηλαδή να αντίκειται σε κανόνα δικαίου, με τον οποίο προστατεύεται ορισμένο ατομικό δικαίωμα ή συμφέρον (ΣτΕ 3214/2004). Κρίνεται ότι υφίσταται ευθύνη του Ελληνικού Δημοσίου προς αποζημίωση, κατ' εφαρμογή του  άρθρου 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικος, από την εκ μέρους της Ελληνικής Πολιτείας νομοθέτηση δια των αρμοδίων, κατά το Σύνταγμα,  οργάνων της ή εκ της παραλείψεως των οργάνων αυτών να νομοθετήσουν, όταν από την νομοθέτηση ή μη γεννάται αντίθεση προς  τους υπερκείμενους  και επικρατούντες κανόνες δικαίου, όπως είναι διεθνείς Συνθήκες και οι διατάξεις του Συντάγματος (ΣτΕ 3587/97,1141/99,5/2001). Η παραβίαση αυτή  δημιουργεί  αντικειμενική ευθύνη προς αποζημίωση  του Δημοσίου από  τις  διατάξεις  του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ ( Ολ.ΑΠ 13/1991, ΣτΕ 3587/1997, 1141/1999.  Από δε  το συνδυασμό  των  διατάξεων  των  άρθρων 105 ΕισΝΑΚ, 914, 298 και 937 ΑΚ  προκύπτει ότι επί  αδικοπραξίας από  την  εκδήλωση  του ζημιογόνου γεγονότος γεννιέται υπέρ εκείνου που ζημιώθηκε αξίωση αποζημίωσης για όλη, και τη μέλλουσα, προβλεπτή, κατά την συνήθη πορεία των  πραγμάτων ζημία  (ΑΠ 1921/1988 ΝοΒ 1989, 1035, ΑΠ 317/1958, ΝοΒ 1958, 980, Πρβλ. ΑΠ  316/1986  ΝοΒ  1987,26). Προκειμένου  περί αδικοπραξίας που  δημιουργεί παράνομη   κατάσταση, η διάρκεια της παράνομης  αυτή  κατάστασης δεν ανάγεται στους όρους  υπό  τους οποίους γεννιέται  το  δικαίωμα  αποζημίωσης,  αλλά έχει σημασία μόνο για τον προσδιορισμό του ποσού της αποζημίωσης. Συνεπώς υφίσταται μία και όχι περισσότερες κατ'  εξακολούθηση (παράνομες) πράξεις (ΑΠ 317/1958). Εξάλλου κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ η ευθύνη του Δημοσίου  καλύπτει κάθε θετική ή αποθετική ζημία του ζημιωθέντος από την παράνομη δραστηριότητα των οργάνων του Δημοσίου  καθώς και χρηματική ικανοποίηση  λόγω ηθικής βλάβης (ΣτΕ 2643/1998 ΕΔΚΑ 1998,347). Το Δικαστήριο δύναται  αφού εκτιμήσει τα υπόψη του τιθέμενα πραγματικά περιστατικά, το βαθμό του πταίσματος, το είδος της προσβολής, την περιουσιακή και κοινωνική κατάσταση των μερών κλπ και με βάση τους κανόνες  της κοινής πείρας και λογικής  θα επιδικάσει  τη χρηματική ικανοποίηση, καθορίζοντας συγχρόνως  και το ποσό που θεωρεί εύλογο (ΑΠ 1577/1988).

   Επομένως, εάν κάποιος δικαστικός λειτουργός εξαιτίας παράνομης πράξεως της  Διοικήσεως, όπως είναι η αντίθετη με το Σύνταγμα νομοθέτηση, υποστεί αδικαιολόγητη δυσμενή διάκριση, προκειμένου να αποκατασταθεί με αυτόν τον τρόπο η αρχή της ισότητας, δικαιούται να αξιώσει από το Ελληνικό Δημόσιο αποζημίωση προς αποκατάσταση της ζημίας, την οποία υπέστη.  Η αποζημίωση αυτή πρέπει να είναι πλήρης, έτσι ώστε να ικανοποιείται πλέον η επιταγή του άρθρου 88 του Συντάγματος, στο σύνολο των αποδοχών  του. Στο σύνολο δε των αποδοχών περιλαμβάνονται και τα πάσης φύσεως και οιασδήποτε μορφής επιδόματα, τα οποία καταβάλλονται στους λοιπούς υπαλλήλους του Κράτους που βρίσκονται σε ενεργό υπηρεσία και προς τους οποίους επιφυλάσσεται νομοθετικά ευνοϊκότερη μισθολογική μεταχείριση από αυτή των δικαστικών λειτουργών,  έστω και αν τα επιδόματα αυτά συναρτώνται, είτε κατά το νόμο είτε κατά τη φύση τους, προς ενεργό υπηρεσία, υπό μόνη την προϋπόθεση ότι καταβάλλονται παγίως και κατά τακτά χρονικά διαστήματα στους τελούντες σε ενεργό υπηρεσία (ΣτΕ 3214/04, 2431/04, 3303/2001, 2171/2000, πρβλ. και 3570/2003, 915/2001).

   7.- Επειδή, από τα στοιχεία του φακέλου προέκυψαν τα ακόλουθα:O ενάγων, Γ. Κ. διορίστηκε πάρεδρος στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Πειραιά με το από 31-3-1987 προεδρικό διάταγμα, που δημοσιεύτηκε στις 6-4-1987 , ανέλαβε υπηρεσία στις 14-4-1987, προήχθη σε πρωτοδίκη με το από 16-8-1988 προεδρικό διάταγμα  και τοποθετήθηκε στο ίδιο δικαστήριο, όπου υπηρετεί μέχρι σήμερα με τον ίδιο βαθμό.  Με το ν. 2521/1997, που καθιέρωσε το ειδικό μισθολόγιο των δικαστικών λειτουργών και μισθολόγια του κύριου προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (στο εξής Ν.Σ.Κ.) και των ιατροδικαστών και (ως προς τις μισθολογικές διατάξεις του) ίσχυσε από 1-1-1997, ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα: Ο μηνιαίος βασικός μισθός του πρωτοδίκη ορίστηκε σε 250.000 δρχ. (άρθρο 1 παρ. 2). Το μηνιαίο επίδομα για την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη διεκπεραίωση των υποθέσεων και για την αντιστάθμιση δαπανών άσκησης του λειτουργήματός του (χωρίς προσαύξηση του βασικού μισθού) ορίστηκε σε 175.000 δρχ. με μια προσαύξηση του βασικού μισθού σε 185.000 δρχ και με περισσότερες προσαυξήσεις του βασικού μισθού σε 200.000 δρχ (άρθρο 2 παρ. 3 περ. β). Η μηνιαία πάγια αποζημίωση λόγω των ειδικών συνθηκών προσφοράς υπηρεσιών (πολύωρη παραμονή στην έδρα, απασχόληση χωρίς ωράριο εργασίας, κατ' οίκον εργασία, προσφορά υπηρεσιών σε παραμεθόριες και προβληματικές περιοχές) ορίστηκε σε 250.000 δρχ. (άρθρο 2 παρ. 6). Και τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας ορίστηκαν ίσα με το μηνιαίο βασικό μισθό μαζί με το χρονοεπίδομα το πρώτο και με το μισό του μηνιαίου βασικού μισθού μαζί με το χρονοεπίδομα το δεύτερο και το τρίτο (άρθρο 2 παρ. 4 περ. α, β και γ). Περαιτέρω,  με τα άρθρα 9 και 10  του  ίδιου νόμου οι μηνιαίες μισθολογικές αποδοχές του δικαστικού αντιπροσώπου Α' τάξεως του Ν.Σ.Κ. ορίστηκαν ως εξής:  Ο βασικός  μισθός ορίστηκε σε 300.000 δρχ. (άρθρο 9 παρ. 1 περ. 3 και 2). Το επίδομα για την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη διεκπεραίωση των υποστηριζομένων ενώπιον των δικαστηρίων υποθέσεων του Δημοσίου και ΝΠΔΔ, καθώς και για την αντιστάθμιση δαπανών άσκησης των καθηκόντων του (χωρίς προσαύξηση του βασικού μισθού) ορίστηκε σε 210.000 δρχ. (άρθρο 10 παρ. 3 περ. γ). Η πάγια αποζημίωση λόγω πολύωρης παραμονής στα δικαστήρια, απασχόλησης χωρίς ωράριο εργασίας και (λόγω) των ειδικών συνθηκών προσφοράς υπηρεσιών σε παραμεθόριες περιοχές ορίστηκε σε 300.000 δρχ. (άρθρο 10 παρ. 6). Εξάλλου, με το άρθρο 105 παρ. 1 του π. δ. 282/1996 περί Οργανισμού του Ν.Σ.Κ. ορίστηκε ότι από την έναρξη της ισχύος αυτού (με τη δημοσίευσή του στην ΕτΚ) οι βαθμοί του δικαστικού αντιπροσώπου Α' τάξεως και του δικαστικού αντιπροσώπου Β' τάξεως ενοποιούμενοι μετατρέπονται (χωρίς όμως καμμιά κρίση από τα αρμόδια συμβούλια) σε βαθμό δικαστικού αντιπροσώπου, στον οποίο καταβάλλονται οι αποδοχές που προβλέπονται από τις κείμενες διατάξεις για το βαθμό του αντιπρόσωπου Β' τάξεως. Οι κατά τον ίδιο χρόνο υπηρετούντες δικαστικοί αντιπρόσωποι Α'τάξεως εξακολουθούν να διατηρούν τη βαθμολογική και μισθολογική κατάσταση που προβλέπουν γι' αυτούς οι κείμενες διατάξεις μέχρι να προαχθούν στον βαθμό του παρέδρου. Στη συνέχεια με το ν. 3086/2002 περί Οργανισμού του Ν.Σ.Κ. επαναφέρθηκε (άρθρο 27) ο βαθμός του δικαστικού αντιπροσώπου Α' τάξεως (που, όπως ήδη σημειώθηκε, προβλεπόταν στο ισχύον μισθολόγιο παρά την κατάργησή του από το π.δ. 282/96) και, μεταξύ άλλων, ορίζεται ότι σε δικαστικό αντιπρόσωπο Α' τάξεως προάγεται δικαστικός αντιπρόσωπος με επτά έτη συνολική υπηρεσία, στην οποία συνυπολογίζεται και η (καταρχήν διετής) υπηρεσία του δοκίμου δικαστικού αντιπροσώπου (άρθρο 44 παρ. 1 περ. α και β και παρ. 2 περ.στ). Επίσης στο άρθρο 59 ορίζεται ότι οι δικαστικοί αντιπρόσωποι που έχουν κατά τη δημοσίευση του σχετικού νόμου υπηρεσία πλέον των επτά ετών, στην οποία συμπεριλαμβάνεται και η υπηρεσία τους ως δοκίμων δικαστικών αντιπροσώπων, προάγονται στο βαθμό του δικαστικού αντιπροσώπου Α' τάξεως ύστερα από σύμφωνη γνωμοδότηση του Υπηρεσιακού Συμβουλίου κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 44 παρ. 2.

   Η προαναφερόμενη ειδική ρύθμιση των διατάξεων του άρθρου  9 παρ. 1 περ. ε  και παρ. 2 και του άρθρου 10 παρ. 3 περ. γ και παρ. 6 του ν. 2521/97 υπέρ των δικαστικών αντιπροσώπων Α'τάξεως του ΝΣΚ, των οποίων διατηρήθηκε η βαθμολογική και μισθολογική κατάσταση με το άρθρο 105 παρ. 1 του π. δ. 282/96 και οι οποίοι προάγονταν σ' αυτόν το βαθμό μετά ευδόκιμη επταετή υπηρεσία με συνυπολογισμό και της διετούς δοκιμαστικής υπηρεσίας του (όπως άλλωστε συμβαίνει και μετά την επαναφορά του εν λόγω βαθμού με το ν. 3086/2002), συνιστά επιδοματική αύξηση των μισθολογικών τους αποδοχών  δικαιολογούμενη από τις μνημονευόμενες στις οικείες διατάξεις αιτίες, τις εργασιακές συνθήκες και περιστάσεις, οι οποίες δεν συνάπτονται με την ιδιαίτερη φύση των υπηρεσιών που παρέχουν, αλλά συνδέονται με τον τρόπο άσκησης της δικαστικής λειτουργίας στη Χώρα και είναι σε μεγάλο βαθμό παρακολουθηματικές, ταυτόσημες ή ανάλογες προς τον τρόπο και τις συνθήκες διεξαγωγής του δικαστικού έργου και της παροχής των δικαιοδοτικών υπηρεσιών των δικαστικών λειτουργών, οι οποίοι, λόγω της σπουδαιότητας του λειτουργήματός τους, δικαιούνται βάσει του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος ευμενέστερη μισθολογική μεταχείριση από τη μισθολογική μεταχείριση όλων των άλλων λειτουργών και υπαλλήλων του δημόσιου τομέα, χωρίς καμιά εξαίρεση. Σύμφωνα με τις νομικές σκέψεις που προαναφέρθηκαν, οι επίμαχες διατάξεις  (του άρθρου 9 παρ. 1 περ. ε και παρ. 2 και του άρθρου 10 παρ. 3 περ. γ και παρ. 6 ν. 2521/97), κατά το μέρος που μ' αυτές εξαιρούνται από τη σχετική ευμενή μισθολογική μεταχείριση οι δικαστικοί λειτουργοί με το βαθμό του  πρωτοδίκου με υπηρεσία επτά ετών κατά τη θέσπιση του ν. 2521/97, όπως είναι ο ενάγων, παραβιάζουν την επιταγή του άρθρου 88 παρ.2 του Συντάγματος, όπου οι αποδοχές των δικαστικών λειτουργών είναι ανάλογες με το λειτούργημά τους και οπωσδήποτε παραβιάζουν και τη συνταγματική αρχή της ισότητας του νόμου, καθόσον εισάγουν δυσμενή διάκριση μη επιβαλλόμενη από λόγους κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος σε βάρος των δικαστικών λειτουργών με βαθμό πρωτοδίκου με επταετή υπηρεσία, των οποίων τα καθήκοντα δεν υπολείπονται σε σοβαρότητα και σπουδαιότητα από τα καθήκοντα των δικαστικών αντιπροσώπων Α'τάξεως του Ν.Σ.Κ. και ασκούνται υπό εργασιακές συνθήκες ταυτόσημες ή ανάλογες προς εκείνες υπό τις οποίες παρέχουν τα υπερασπιστικά καθήκοντα και τις δικαστηριακές υπηρεσίες τους οι δικαστικοί αντιπρόσωποι Α' τάξεως, εν όψει μάλιστα της επιταγής  του άρθρου 100 Α' του Συντάγματος με ευθεία αναφορά στη μισθολογική κατάσταση των μελών του ΝΣΚ, έτσι ώστε να είναι ανάλογη των  αποδοχών των δικαστικών λειτουργών σύμφωνα με το άρθρο 88 παρ 2 του Συντάγματος, αλλά και του ασκούμενου έργου των μελών του ΝΣΚ, όπως αυτό προσδιορίζεται στο άρθρο 12 του ν. 2298/95, όπως ισχύει. Επίσης, σύμφωνα με τις ίδιες σκέψεις, πρέπει να γίνει εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων που προβλέπουν την ευνοϊκή μεταχείριση για τους δικαστικούς αντιπροσώπους Α' τάξεως του Ν.Σ.Κ. και ως προς τους δικαστικούς λειτουργούς με βαθμό  πρωτοδίκη με επταετή υπηρεσία, σε βάρος των οποίων γίνεται αδικαιολόγητη δυσμενής διάκριση, προκειμένου να αποκατασταθεί με αυτόν τον τρόπο η αρχή της ισότητας αλλά και η Συνταγματική επιταγή του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος.

   8.- Σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν  η κρινόμενη αγωγή, η οποία υπάγεται στην αρμοδιότητα του παρόντος δικαστηρίου (άρθρα 88 παρ. 2 και 99 του Συντάγματος και του ν. 3038/2002), είναι νόμιμη και στηρίζεται στις διατάξεις του άρθρου 9 παρ. 1 περ. ε και παρ. 2 και του άρθρου 10 παρ. 3 περ. γ και παρ. 6 του ν. 2521/97 σε συνδυασμό προς τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1, 88 παρ. 2, 93 παρ. 4,100Α και 120 παρ. 2 του Συντάγματος και τις διατάξεις των άρθρων 1-13 του ν 3038/2002, το άρθρο  105 ΕισΝΑΚ, τα άρθρα 57,59,914,932,937 ΑΚ, τα άρθρα 33, 35,36,39,45,60,71,73,75παρ.1,80,144,145,146,147,148,275 Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ΚΔΔ).

   9.- Επειδή, το δικαστήριο περαιτέρω κρίνει ότι το κονδύλιο των 2.000.000 δρχ. ή 5.852 ευρώ, το οποίο ζητείται ως διαφορά αύξησης των αποδοχών του ενάγοντος κατά την επίδικη εξαετία οφειλόμενη (η διαφορά) στο ότι η αύξηση αυτή υπολογίστηκε επί του μειωμένου βασικού μισθού και χρονοεπιδόματος που αυτός λάμβανε σε σχέση με τον αυξημένο βασικό μισθό και χρονοεπίδομα που λάμβαναν οι δικαστικοί αντιπρόσωποι Α'τάξεως, είναι αόριστο και πρέπει να απορριφθεί, αφού δεν προσδιορίζονται στην αγωγή τα ειδικότερα ποσά των μειωμένων αυξήσεων που λάμβανε πράγματι ο ενάγων και εκείνων που θα έπρεπε αυτός να λαμβάνει κατά την επίδικη χρονική περίοδο, ούτε ο τρόπος υπολογισμού αυτών και του τελικού ποσού, που ζητείται να επιδικαστεί ως διαφορά (βλ. ΑΠ 941/97 ΔΕΝ 53-199, ΑΠ 180/88 Δνη 29-1659).

   10.- Επειδή, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 340, 341, 345, 346 του Α.Κ., 75 παρ. 3 του Κ.Διοικ.Δ. (ν. 2717/1999, Α' 90) και 21 του Δ/τος της 26.6/10.7.1944 (Κώδιξ Δικών Δημοσίου), που ορίζει ότι "ο νόμιμος και ο της υπερημερίας τόκος πάσης του Δημοσίου οφειλής ορίζεται εις 6% ετησίως, πλην αν άλλως ωρίσθη δια συμβάσεως ή ειδικού νόμου. Ο ειρημένος τόκος άρχεται από της επιδόσεως της αγωγής", προκύπτει ότι η υποχρέωση προς καταβολή τόκων επί των οφειλών του Ελληνικού Δημοσίου αρχίζει πάντοτε και μόνον από την επίδοση της σχετικής αγωγής. Από τη διάταξη του άρθρου 21 του ισχύοντος Κώδικα Δικών Δημοσίου, η οποία δεν διακρίνει μεταξύ αναγνωριστικής και καταψηφιστικής αγωγής και τις διατάξεις των άρθρων 73 παρ. 3 και 197 του Κ.Διοικ.Δ. που ορίζουν ότι το αίτημα της αγωγής μπορεί να είναι καταψηφιστικό ή αναγνωριστικό και ότι οι τελεσίδικες αποφάσεις αποτελούν δεδικασμένο, συνάγεται,κατά την πλειοψηφήσασα γνώμη στο Δικαστήριο αυτό, ότι με την ασκούμενη ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων αναγνωριστική αγωγή, η οποία έχει αντικείμενο την αυθεντική διάγνωση κάποιας χρηματικής αξιώσεως από σχέση δημοσίου δικαίου κατά το άρθρο 71 του Κ.Διοικ.Δ. παρέχεται από τον Κ.Διοικ.Δ. ισότιμη προστασία με εκείνη της καταψηφιστικής αγωγής. Και τούτο, διότι η αναγνωριστική αγωγή δεν έχει επικουρικό χαρακτήρα έναντι της καταψηφιστικής (Κεραμέως, Σχέσεις αναγνωριστικής και καταψηφιστικής αγωγής, Τιμητικός Τόμος Μιχαηλίδη-Νουάρου, 1987, τομ. Α', σελ. 502 ),  η κατάθεσή της διακόπτει την παραγραφή της αξιώσεως (άρθρο 75 παρ. 2 του Κ.Διοικ.Δ.) και τέμνεται η διαφορά με δύναμη δεδικασμένου και έτσι, η ασφάλεια του δικαίου, στην οποία εκτός των άλλων αποβλέπει η δίκη, πραγματώνεται πλήρως και με την απλή αναγνώριση της χρηματικής αξιώσεως. Το γεγονός ότι επί αναγνωριστικής αγωγής δεν αποκτάται τίτλος εκτελεστός δεν αναιρείται, αφού η απόφαση αποτελεί δεδικασμένο για το δικαστήριο που θα επιληφθεί της καταψηφιστικής αγωγής. Εξ άλλου δεν αίρονται όμως και οι συνέπειες της επιδόσεως ως οχλήσεως, η οποία καθιστά τον οφειλέτη υπερήμερο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 340 και 345 ΑΚ., δεδομένου ότι η επίδοση στον εναγόμενο αγωγής για την επιδίκαση χρηματικής απαιτήσεως δεν είναι μόνο σύνθετη διαδικαστική πράξη, αλλά έχει και το χαρακτήρα οιονεί δικαιοπραξίας οχλήσεως του οφειλέτη για την εκπλήρωση της παροχής (Ολ. ΑΠ,13/1994).

   Περαιτέρω κρίνεται κατά την πλειοψηφήσασα γνώμη στο Δικαστήριο αυτό , ότι  η ανωτέρω διάταξη περί του ύψους  του νόμιμου και της υπερημερίας τόκου πάσης του δημοσίου οφειλής σε 6% ετησίως, αντιβαίνει στην αρχή της αναλογικότητας και  στα άρθρα 4 παρ 1  και 20 παρ 1 του Συντάγματος 6 και 14 της Ε.Σ.Δ.Α και 2 παρ 3α και β ,14 παρ 1  και 26 του διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα (ν2462/97),διότι θεσπίζει προνομιακή μεταχείριση του δημοσίου σε σχέση με τους ιδιώτες αντιδίκους του, χωρίς να δικαιολογείται τούτο  από λόγους δημοσίου συμφέροντος (ΑΠ 252/2005, ΣτΕ3651/2002).

   Συνεπώς, το δικαστήριο κρίνει ότι και στην υπό κρίση αναγνωριστική αγωγή οφείλονται τόκοι επιδικίας, από της επιδόσεως του δικογράφου στο Δημόσιο (μειοψηφία σε ΟλΑΠ 7/2000, πλειοψηφία στην Δ.Ε.Α. 2795/200, ΔιΔικ. 2002 σελ. 1350, πρβλ. ΣτΕ 34/2003 ΕΔΚΑ 2003 σελ. 42, ΣτΕ 2897/1995 ΕΔΚΑ 1996, σελ. 20, 2537/1997, ΟλΑΠ 13/1994, ΕΔΚΑ 1995 σελ. 106, έτσι και Κεραμέως ανωτ. σελ. 516-517)το ύψος δε των τόκων αυτών ανέρχεται στον εκάστοτε ισχύοντα τόκο υπερημερίας, μη εφαρμοζομένων των διατάξεων του άρθρου 21 του Δ/τος της 26.6/10.7.1944 (Κώδιξ Δικών Δημοσίου).

   Κατά τη γνώμη όμως δύο μελών του Δικαστηρίου αυτού, του Προέδρου αυτού Ρωμύλου Κεδίκογλου και του Αρεοπαγίτη  Γεωργίου Φώσκολου: Ως αγωγή από την επίδοση της οποίας  οφείλονται τόκοι, τόσο κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 345-346 του ΑΚ όσο και κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου21 του Δ/τος της 26.6/10.7.1944 (Κώδιξ Δικών Δημοσίου), με την οποία ο νομοθέτης απέβλεψε απλώς στη θέσπιση ευνοϊκότερης για το Δημόσιο  ρύθμισης ως προς το ύψος του επιτοκίου και την έναρξη της οφειλής τόκων, νοείται μόνον η καταψηφιστική  όχι δε  η απλώς αναγνωριστική, η οποία δεν ενέχει άλλωστε όχληση προς εκπλήρωση της παροχής. Κατά τις διατάξεις των άρθρων 215 παρ. 1, 223 παρ. 1, 295 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ., περιορισμός του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό συνιστά μερική παραίτηση από το δικόγραφο της αγωγής, η οποία έτσι θεωρείται ότι δεν ασκήθηκε ως προς το καταψηφιστικό αίτημα. Επομένως εκλείπουν όλες οι δικονομικές και ουσιαστικές συνέπειες του καταψηφιστικού αυτού αιτήματος. Το Δημόσιο και τα Ν.Π.Δ.Δ. οφείλουν τόκους μόνο από την επίδοση καταψηφιστικής αγωγής, η οποία επιφέρει τοκογονία μόνο ως διαδικαστική πράξη, και όχι ως όχληση (άρθρα 340, 341, 345, 346 ΑΚ, 70, 221 παρ. 1 περ. γ ΚΠολΔ και 7 παρ. 2 ν. δ. 496/74 - βλ. Ολ. ΑΠ 7/2000 Δνη 41-339). Εξάλλου, η διάταξη, καθόσον αφορά το ύψος  τόκων υπερημερίας του Δημοσίου  είναι ειδική και τελεί σε αρμονία προς τη διάταξη των άρθρων 4 και 20 του Συντάγματος και τις υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις του άρθρου 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ της 4-11-1950 (ΑΠ 804/2002 ΟλΑΠ 11/2003).

   11.- Επειδή, με το άρθρο 90 παραγρ.3 του Ν.2362/1995 «περί Δημοσίου Λογιστικού» ορίζεται  ότι: «Η απαίτηση οποιουδήποτε των επί σχέσει  δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου υπαλλήλων του Δημοσίου, πολιτικών ή στρατιωτικών, κατ' αυτού, που αφορά σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απολαβές αυτών ή αποζημιώσεις, έστω και αν βασίζεται σε παρανομία των οργάνων του Δημοσίου ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, παραγράφεται μετά διετία από της γενέσεώς της». Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή όλες οι αξιώσεις που αφορούν σε αποδοχές των, επί σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, υπαλλήλων του Δημοσίου υπόκεινται πλέον συλλήβδην στην  ως άνω ειδική βραχυπρόθεσμη διετή παραγραφή, η οποία, κατά τη σαφή διάταξη του άρθρου 91 εδ. α' του ίδιου Νόμου, αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτής (ΑΠ 1726/2002). 

   Το δικαστήριο κατά την πλειοψηφήσασα γνώμη, κρίνει  ότι η διάταξη  του άρθρου 90 παραγρ.3 του Ν.2362/1995 είναι αντίθετη με το άρθρο 1 περ. 1 του Πρώτου Πρόσθετου  Πρωτοκόλλου της  Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών  ελευθεριών, που κυρώθηκε μαζί με τη σύμβαση με το Ν.Δ. 537/1974 και έχει, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του  Συντάγματος,  αυξημένη τυπική ισχύ έναντι των κοινών νόμων. Σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις  «παν φυσικό ή νομικό πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της  περιουσίας του. Ουδείς δύναται να  στερηθεί της ιδιοκτησίας  του ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους  προβλεπόμενους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του  διεθνούς δικαίου όρους». Οι προαναφερόμενες διατάξεις δεν θίγουν το δικαίωμα παντός κράτους, όπως θέση εν ισχύϊ  νόμους, τους οποίους θα ήθελε να κρίνει αναγκαίους προς ρύθμιση της  χρήσεως αγαθών, συμφωνα με το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλιση της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή  προστίμων.

   Στην κατά τα ανωτέρω προστατευόμενη  περιουσία περιλαμβάνονται όχι μόνο τα από το άρθρο 17 του  Συντάγματος προστατευόμενα εμπράγματα δικαιώματα, αλλά και όλα τα περιουσιακής φύσεως δικαιώματα και τα νομίμως κεκτημένα οικονομικά συμφέροντα, άρα και τα περιουσιακά ενοχικά δικαιώματα και δη οι περιουσιακού χαρακτήρα  απαιτήσεις, είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση είτε απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφ' όσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία με βάση το    ισχύον πριν από  την προσφυγή στο δικαστήριο νομοθετικό καθεστώς ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικά (Ολ. ΑΠ 40/1998).

   Κρίνεται εξάλλου, κατά την πλειοψηφήσασα γνώμη, ότι οι διατάξεις του  άρθρου 90 παρ 3, ν. 2362/95 είναι αντίθετες προς το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος αφού θεσπίζουν  αδικαιολόγητα σε βάρος των Ελλήνων Πολιτών ρυθμίσεις. Με τις διατάξεις του ν. 2362/95  διαμορφώθηκε ευνοϊκή μεταχείριση υπέρ του Δημοσίου, όπως ορίζεται στο άρθρο 89 παρ 2 του ίδιου νόμου «Η χρηματική απαίτηση του Δημοσίου μετά των συμβεβαιουμένων προστίμων παραγράφεται μετά πενταετία από τη λήψη του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο βεβαιώθηκε εν στενή εννοία και κατέστη αυτή ληξιπρόθεσμη», ενώ αντίθετα σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 90 παρ. 3 ν. 2362/1995  η απαίτηση υπαλλήλων του Δημοσίου, κατ' αυτού, που αφορά σε αποδοχές ή άλλες κάθε φύσεως απολαβές αυτών ή αποζημιώσεις, έστω και αν βασίζεται σε παρανομία των οργάνων του Δημοσίου ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, παραγράφεται, μετά διετία από της γενέσεώς της. Με τη ρύθμιση αυτή  δημιουργείται προφανέστατη άνιση μεταχείριση των ιδιωτών διαδίκων έναντι του Δημοσίου.

   Επειδή, ενόψει όσων προεκτέθηκαν, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι απαιτήσεις για καταβολή αποζημίωσης από αδικοπραξία οργάνων του Δημοσίου αποτελούν περιουσιακής φύσεως δικαιώματα, τα οποία, επομένως, προστατεύονται από τις διατάξεις του άρθρου 17 του Συντάγματος και του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., θεμελιώνονται δε επιπλέον στις προαναφερόμενες συνταγματικές διατάξεις από τις οποίες απορρέουν οι αρχές της αλληλέγγυας αναλογικής ισότητας στην ανάληψη των δημοσίων βαρών και της νομιμότητας.

   Συνεπώς, κάθε διάταξη νόμου, η οποία, χωρίς να συντρέχει ιδιαίτερος λόγος δημοσίου συμφέροντος, που να δικαιολογεί τη σχετική ρύθμιση με βάση πάντοτε την αρχή της αναλογικότητας, αίρει ή περιορίζει (άμεσα ή έμμεσα) την ευθύνη του Δημοσίου, με αποτέλεσμα η καταβαλλόμενη αποζημίωση να μην είναι πλήρης, αντίκειται στις παραπάνω υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις και αρχές (βλ. Μπέης σε Δίκη 26, σελ. 348). Έτσι οι ανωτέρω ρυθμίσεις του άρθρου 90 παραγρ.3 του Ν.2362/1995, κατά το μέρος που με αυτές διαφοροποιείται σε βάρος του ιδιώτη διαδίκου η προθεσμία  συμπληρώσεως της παραγραφής μεταξύ του Δημοσίου και των ιδιωτών διαδίκων, είναι ανίσχυρες ως αντικείμενες στην αρχή της ισότητας αλλά και της δικονομικής ισότητας των διαδίκων, όπως αυτή συνάγεται από το άρθρο 4 παρ. 1, 2 παρ.1,25 παρ.1του Συντάγματος, από τα άρθρα 6,13 και 14 της ΕΣΔΑ (ν.δ.53/1974) και  τα άρθρα 2 παρ.3 α,β, 14 και 26 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα (ν2462/97), για την αποκατάσταση της οποίας η συμπλήρωση της παραγραφής  δέον να θεωρηθεί ότι είναι πενταετής κατ' άρθρα 250,937 ΑΚ.

   Επειδή επομένως, κατά την πλειοψηφήσασα γνώμη, το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να απορριφθεί η σχετική ένσταση του Δημοσίου περί παραγραφής και ότι όλες οι  αγωγικές  αξιώσεις των ετών (1997-2000) δεν έχουν υποκύψει σε παραγραφή, όπως αβάσιμα ισχυρίστηκε και το εναγόμενο με το υπόμνημά του, με το δεδομένο ότι οι διατάξεις αυτές (άρθρο 90 παρ. 3 του Ν. 2362/95) είναι αντίθετες με τους ανωτέρω κανόνες δικαίου και δεν μπορούν να τύχουν εφαρμογής.

   Κατά τη γνώμη όμως δύο μελών του Δικαστηρίου αυτού, του Προέδρου αυτού Ρωμύλου Κεδίκογλου και του δικηγόρου Κωνσταντίνου Τριανταφυλλόπουλου: Η διάταξη  του άρθρου 90 παρ. 3 ν. 2362/1995 είναι γενική, αποτελεί ουσιαστικά αναδιατύπωση της προϊσχύουσας διάταξης του άρθρου 91 παρ. 3 του ν.δ. 321/1969, σύμφωνα με την οποία  όλες οι αξιώσεις που αφορούν σε αποδοχές των, επί σχέσει δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, υπαλλήλων του Δημοσίου υπόκεινται συλλήβδην στην ειδική βραχυπρόθεσμη διετή παραγραφή, η οποία, αρχίζει από το τέλος του οικονομικού έτους μέσα στο οποίο γεννήθηκε η αξίωση και ήταν δυνατή η δικαστική επιδίωξη αυτής (Α.Π. 460/2005, Α.Π. 1726/2002).  Η διάταξη αυτή δεν είναι αντίθετη στην αρχή της ισότητας αλλά και της δικονομικής ισότητας των διαδίκων, όπως αυτή συνάγεται από το άρθρο 4 παρ. 1, 2 παρ. 1, 25 παρ. 1 του Συντάγματος, τα άρθρα 6,13 και 14 της ΕΣΔΑ (ν.δ. 53/1974) και των άρθρων 2παρ.3 α,β, 14 και 26 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα (ν2462/97),δεδομένου ότι οι υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις αυτές δεν θίγουν το δικαίωμα κάθε κράτος όπως θέτει νόμιμους περιορισμούς στην ικανοποίηση αξιώσεων των πολιτών, όπως είναι η άσκηση των αξιώσεών τους εντός ορισμένου χρόνου, προς διασφάλιση κυρίως του δημόσιου συμφέροντος. Συνεπώς παραμένουν ενεργές και επιδικαστέες μόνο οι αξιώσεις των δύο τελευταίων ετών, δηλαδή των ετών 2001 και 2002, ενώ οι αξιώσεις των προηγούμενων τεσσάρων ετών (1997-2000) έχουν υποκύψει σε παραγραφή, αφού από τις 31-12-2000, οπότε όλες αυτές οι αξιώσεις είχαν γεννηθεί και ήταν δικαστικά επιδιώξιμες, μέχρι την κατάθεση της ένδικης αγωγής στις 31-12-2002 είχε συμπληρωθεί διετία (άρθρα 90 παρ. 3, 91 ν. 2362/95 και 251 ΑΚ), όπως βάσιμα ισχυρίστηκε και το εναγόμενο με το υπόμνημά του (Ολ. ΑΠ 16/95 Δνη 37-33).

   12.- Από τα έγγραφα που προσκομίζονται, νόμιμα αποδεικνύονται όλα τα κρίσιμα και ουσιαστικώς ερευνητέα περιστατικά της αγωγής. Ειδικότερα αποδεικνύεται ότι κατά τη θέσπιση του ν. 2521/97 ο ενάγων υπηρετούσε ως πρωτοδίκης στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Πειραιά έχοντας συμπληρώσει,κατά τη δημοσίευση του νόμου αυτού, συνολική υπηρεσία, παρέδρου και πρωτοδίκη μεγαλύτερη των δέκα ετών (από τις 14-4-1987), καθώς και ότι, βάσει των προαναφερομένων διατάξεων του ν. 2521/1997, οι δικαστικοί αντιπρόσωποι Α' τάξεως του Ν.Σ.Κ. με τη ίδια υπηρεσία, επτά ετών  λάμβαναν μηνιαίο βασικό μισθό 300.000 δρχ., μηνιαίο επίδομα για την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη διεκπεραίωση των υποθέσεων 210.000 δρχ. και μηνιαία αποζημίωση λόγω των ειδικών συνθηκών εργασίας 300.000 δρχ. Αντίθετα ο ενάγων πρωτοδίκης με συμπληρωμένα δέκα έτη υπηρεσίας ελάμβανε για τις ίδιες αιτίες τα ποσά των 250.000 δρχ. πλέον προσαυξήσεων των 185.000 ή 200.000 δρχ. και των 250.000 δρχ., αντίστοιχα. Το γεγονός τούτο της κατά τα ως άνω  άνισης μισθολογικής μεταχείρισης αποδέχεται και το εναγόμενο στις ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου Προτάσεις του (βλ. σελ 5 και 6 των από 23/9/2003 Προτάσεων του Ελληνικού Δημοσίου στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών) επικαλούμενο ως δικαιολογητική βάση ότι « η διαφοροποίηση ...συναρτάται  προς τη δομή και τη συγκρότηση του ΝΣΚ σε σχέση με τα δικαστήρια». Όπως όμως κρίνεται, η μισθολογική διαφοροποίηση αυτή στην προκείμενη περίπτωση αποδεικνύει ότι έγινε κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 88 παρ. 2, 100Α', και 4 του ισχύοντος Συντάγματος και δεν αποτελεί νόμιμο  δικαιολογητικό λόγο αυτής η φύση της δομής του ΝΣΚ, κατά τα προαναφερόμενα.  Επομένως, ο ενάγων  ελάμβανε, κατά την έναρξη ισχύος του ν. 2521/1997, για τις εν λόγω αιτίες, μηνιαίες αποδοχές μειωμένες σε σχέση με τους δικαστικούς αντιπροσώπους Α'τάξεως η μισθολογική δε κατάσταση αυτή συνεχιζόταν μέχρι την κατάθεση της αγωγής (στις 31-12-2002). Συνακολούθως, έχουν γεννηθεί υπέρ του ενάγοντος αξιώσεις επιδίκασης των σχετικών διαφορών ως αδικοπρακτικής αποζημίωσης κατά τις διατάξεις του άρθρου 105 Εισαγ. Ν. του Α.Κ. (βλ. Ολ. ΑΠ 13/92 Δνη 33-1432).

   Οι διαφορές που προκύπτουν είναι οι εξής :  Α) Από το βασικό μισθό: Κατά το χρονικό διάστημα 1/1/1997 έως 14/4/1997 ελάμβανε ο ενάγων ΒΜ 250.000 δρχ., πλέον προσαύξησης 40% επί της διαφοράς των 50.000 δρχ και δικαιούται διαφοράς 105.000 δρχ (3,5 μήνες Χ 30.000 δρχ ίσον 105.000 δρχ). Κατά το χρονικό διάστημα 15/4/1997 έως 14/4/2002 ελάμβανε ΒΜ 250.000 δρχ, πλέον προσαύξησης 80% επί της διαφοράς  των 50.000 δρχ και δικαιούται διαφοράς 600.000 δρχ (60 μήνες Χ 10.000 δρχ ίσον 600.000 δρχ). Κατά το χρονικό διάστημα 15/4/2002 έως 31/12/2002 ελάμβανε ΒΜ 250.000 δρχ, πλέον προσαύξησης 90% επί της διαφοράς των 50.000 δρχ και δικαιούται διαφοράς 42.500 δρχ (8,5 μήνες Χ 5.000 δρχ ίσον 42.500 δρχ).  Β) Από το επίδομα ταχύτερης και αποτελεσματικότερης διεκπεραίωσης των υποθέσεων : Κατά το χρονικό διάστημα 1/1/1997 έως 14/4/1997 ελάμβανε ο ενάγων 185.000 δρχ., έχων το βαθμό του πρωτοδίκη, με μια προσαύξηση του ΒΜ και δικαιούται διαφοράς 87.500 δρχ (3,5 μήνες Χ 25.000 ίσον 87.500 δρχ). Κατά το χρονικό διάστημα 15/4/1997 έως 31/12/2002 ελάμβανε 200.000 δρχ μηνιαίως, έχων το βαθμό του πρωτοδίκη, με περισσότερες προσαυξήσεις του ΒΜ και δικαιούται διαφοράς 10.000 δρχ μηνιαίως, ήτοι 685.000 δρχ (68,5 μήνες Χ 10.000 δρχ μηνιαίως, ήτοι 685.000 δρχ). Γ) Από την αποζημίωση λόγω ειδικών συνθηκών εργασίας: Κατά το χρονικό διάστημα 1/1/1997 έως 31/12/2002 ελάμβανε μόνο 250.000 δρχ, αντί 300.000 δρχ, που ελάμβανε ο δικαστικός αντιπρόσωπος Α' και δικαιούται διαφοράς 3.600.000 δρχ (72 μήνες Χ 50.000 δρχ ίσον 3.600.000 δρχ). Δ) Για επίδομα εορτών Χριστουγέννων υπάρχει διαφορά 55.000 δρχ (5 έτη Χ 10.000 δρχ και 1 έτος Χ 5.000 δρχ ίσον 55.000 δρχ). Ε) Για επιδόματα Πάσχα και αδείας υπάρχει διαφορά 57.500 δρχ (6 έτη Χ 5.000 δρχ ίσον 30.000 δρχ  και 5 έτη Χ 5.000 δρχ και 1 έτος Χ 2.500 δρχ ίσον 57.500 δρχ.). Κατ' ακολουθίαν όλων αυτών δικαιούται ο ενάγων 5.232.500 δρχ ή 15.356 ευρώ (105.000 + 600.000 + 42.500 + 87.500 + 685.000 + 3.600.000 + 55.000 +57.500 ίσον 5.232.500 δρχ ή 15.356 ευρώ). Επίσης ο ενάγων δικαιούται και το ποσό των 150 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, εξαιτίας της απαξίωσης που έχει υποστεί από την επίμαχη αντισυνταγματική ρύθμιση, σύμφωνα με τα άρθρα 57, 914 και 932 Α.Κ. 'Ετσι συνολικά δικαιούται να λάβει ο ενάγων το ποσό των 15.506 ευρώ (15.356 + 150 ίσον 15.506 ευρώ). Επομένως πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η κρινόμενη αγωγή ως βάσιμη, και στην ουσία να αναγνωρισθεί ότι το εναγόμενο ελληνικό δημόσιο οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 15.506 ευρώ, με τους νόμιμους τόκους, όπως ανωτέρω, από της επιδόσεως της αγωγής και να απαλλαγεί το εναγόμενο ελληνικό δημόσιο από την καταβολή των δικαστικών εξόδων, κατ' άρθρο 275 παρ. 1 εδαφ. ε' του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν.2717/1999).

   ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

   Δέχεται εν μέρει την κρινόμενη αγωγή.

   Αναγνωρίζει ότι το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα, για την στο σκεπτικό αιτία, το ποσό των δέκα πέντε χιλιάδων πεντακοσίων έξι (15.506) ευρώ, με τους νόμιμους τόκους από της επιδόσεως της αγωγής.

   Απαλλάσσει το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο από την καταβολή των δικαστικών εξόδων.

   Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 15 Νοεμβρίου 2005 και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στις 6 Δεκεμβρίου 2005.

                 Ο Πρόεδρος                                                                                                        Η Γραμματέας

                     Ρωμύλος Κεδίκογλου                                                                                               Μ. Παπασαράντη