Ειδικό Δικαστήριο άρθρου 88 παρ. 2 Σ (Μισθοδικείο) 17/2006

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Αστική ευθύνη δημοσίου - Αρχή ισοτιμίας συντεταγμένων εξουσιών - Δικαστικοί λειτουργοί - Αποδοχές - ΔΙ.Β.Ε.Ε.Τ. -.

 

Ορθώς το Δικαστήριο αποφαίνεται για το αν γεννιέται ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση από το γεγονός ότι ο νομοθέτης παρέλειψε να καθορίσει, κατά παράβαση του Συντάγματος, ότι οι χορηγούμενες στον Πρόεδρο της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (Ε.Ε.Τ.Τ.) αποδοχές καταβάλλονται και στους- Προέδρους των Ανωτάτων Δικαστηρίων και κατ' αναλογία και στους λοιπούς δικαστικούς λειτουργούς. (Αντίθετη μειοψηφία). Υφίσταται ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση, από την εκ μέρους της Ελληνικής Πολιτείας νομοθέτηση με τα αρμόδια όργανα της ή από την παράλειψη των οργάνων αυτών να νομοθετήσουν, όταν από τη νομοθέτηση ή την παράλειψη νομοθέτησης γεννάται αντίθεση προς κανόνες δικαίου υπέρτερης τυπικής ισχύος. Οι ειδικές συνθήκες και λόγοι που δικαιολογούν την χορήγηση αυξημένων αποδοχών στον Πρόεδρο της Ε.Ε.Τ.Τ. δε συντρέχουν για τους δικαστικούς λειτουργούς που είναι ισόβιοι .και όχι δημόσιοι λειτουργοί με θητεία. Υπό τις ιδιαίτερες αυτές συνθήκες, δεν εμποδίζεται ο νομοθέτης να προσδιορίζει κατά περίπτωση τις αμοιβές των Προέδρων Ανεξάρτητων Αρχών ανάλογα με τις συνθήκες της αγοράς εργασίας, δεδομένου ότι πρόκειται για αμοιβές, που ευθυγραμμίζονται με τις απαιτήσεις της αγοράς αυτής και δεν σχετίζονται με την αξιολόγηση δημόσιου λειτουργήματος. (Ειδικώτερες γνώμες - Αντίθετη μειοψηφία). . Η σύγκριση των αποδοχών του Προέδρου Πρωτοδικών με τις αποδοχές του γενικού διευθυντή δεν είναι εφικτή, δεδομένου ότι ο βαθμός του Προέδρου Πρωτοδικών δεν συνιστά ανώτατο βαθμό της δικαστικής ιεραρχίας. Επειδή ναι μεν δεν κυρώθηκαν ανυπόστατες κανονιστικές αποφάσεις, πλην νομιμοποιήθηκε η καταβολή στους δικαιούχους, μεταξύ άλλων, των εσόδων του ειδικού λογαριασμού με την ονομασία «Δικαιώματα βεβαίωσης και είσπραξης εσόδων υπέρ τρίτων» (ΔΙ.Β.Ε.Ε.Τ.), εσόδων τα οποία αφορούν οι αποφάσεις αυτές, εάν διαπιστωθεί ότι τα καταβαλλόμενα από τον πιο πάνω λογαριασμό ποσά στους Γενικούς Διευθυντές του Υπουργείου Οικονομικών, του Ν.Σ.Κ., του Ε.Σ. και του Μ.Τ.Π.Υ. είχαν ως συνέπεια την προσαύξηση των αποδοχών των πιό πάνω Γενικών Διευθυντών σε τέτοιο βαθμό ώστε οι αποδοχές τους να υπερβαίνουν τις αποδοχές των ανωτάτων δικαστικών λειτουργών, γεννάται ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση λόγω της, κατά παράβαση του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος, παραλείψεως των οργάνων της νομοθετικής λειτουργίας να θεσπίσουν ρύθμιση με την οποία οι αποδοχές των εν λόγω ανωτάτων δικαστικών λειτουργών θα ανέρχονταν, κατά τα ένδικα έτη, στο ίδιο τουλάχιστον ύψος. Αναβάλλει, προκειμένου να υποβληθούν τα αιτούμενα στοιχεία από το εναγόμενο Δημόσιο.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

   Το κατά άρθρο 88 παρ. 2 του Συντάγματος Ειδικό Δικαστήριο

   Αποτελούμενο από τους: Γεώργιο Ανεμογιάννη, Αντιπρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας, Πρόεδρο, κωλυομένου του Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας και των αρχαιοτέρων του Αντιπροέδρων, Ελένη Αναγνωστοπούλου, Σύμβουλο της Επικρατείας, τακτικό μέλος, Ασημίνα Σαντοριναίου, Σύμβουλο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, τακτικό μέλος, Νικόλαο Ρόκα, Καθηγητή της Νομικής Σχολής- του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, τακτικό μέλος, Σωτήριο Λύτρα, Καθηγητή της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, τακτικό μέλος, Ευάγγελο Περάκη, Καθηγητή της Νομικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, τακτικό μέλος, Ευλογέτα Τσιτσιπή-Μισαηλίδη, Δικηγόρο, τακτικό μέλος, Αγγελική Χριστοδουλοπούλου, Δικηγόρο, τακτικό μέλος και Αντώνιο Αργυρό, Δικηγόρο, τακτικό μέλος. Γραμματέας η Μαριάνθη Παπασαράντη, Προϊσταμένη του Τμήματος Οργάνωσης, Πληροφορικής και Τεκμηρίωσης του Συμβουλίου της Επικρατείας σε αναπλήρωση του Προϊσταμένου της Διεύθυνσης της Γραμματείας του Συμβουλίου της Επικρατείας.

   Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του Συμβουλίου της Επικρατείας την 6η Ιουνίου 2006, ημέρα Τρίτη και ώρα 6.00 μ.μ., για να δικάσει την από 16 Δεκεμβρίου 2005 αγωγή που κατατέθηκε ενώπιον της Γραμματείας του Ειδικού Δικαστηρίου την ίδια μέρα με αύξοντα αριθμό πρωτοκόλλου 136.

   Του Ε Σ Φ, Εισαγγελέα Εφετών Πειραιά, κατοίκου Παπάγου Αττικής (Β *), ο οποίος παρέστη με τον δικηγόρο Αρτέμιο Νικολανάκη (A.M. 1692): που τον διόρισε στο ακροατήριο.

   Κατά του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, ο οποίος παρέστη με τους: 1) Γ. Γρυλωνάκη, και 2) Ιωάννα Λεμπέση, Παρέδρους του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους.

   Κατόπιν το Δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του ενάγοντος, ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους, περιόρισε το αίτημα της αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό και ζήτησε να γίνει δεκτή η αγωγή και τους αντιπροσώπους του Υπουργού, οι οποίοι ζήτησαν την απόρριψη της.

   Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη, άκουσε την εισηγήτρια της υπό κρίση αγωγής Ελένη Αναγνωστοπούλου, Σύμβουλο της Επικρατείας, κ α ι

   Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

   Σκέφθηκε κατά το Νόμο

   1. Επειδή, με την κρινόμενη αγωγή ο ενάγων, εν ενεργεία δικαστικός λειτουργός με βαθμό εισαγγελέα εφετών, ζητεί να αναγνωρισθεί (μετά τον περιορισμό, με το από 3.3.2006 υπόμνημα του ενάγοντος, του αρχικού καταψηφιστικού αιτήματος) ότι το εναγόμενο Δημόσιο οφείλει, κατά το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, να'του καταβάλει, νομιμοτόκως, α) το ποσό των 398.936,9 ευρώ, β) άλλως το ποσό των 331.097,67 ευρώ, γ) άλλως το ποσό των 149.100,96 ευρώ, ως αποζημίωση για θετική ζημία και το ποσό των 5.000,00 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη. Ειδικότερα, ο ενάγων ισχυρίζεται ότι η θετική ζημία του συνίσταται στη διαφορά μεταξύ των ποσών που έλαβε υπό τη μορφή τακτικών αποδοχών κατά τα έτη 2000 έως και 2005 και των ποσών που 6α ελάμβανε αν οι αποδοχές των δικαστικών λειτουργών είχαν καθορισθεί, όπως επιβάλλει το Σύνταγμα, σε αντιστοιχία με τις αποδοχές του Προέδρου της Εθνικής Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων ή, έστω, των Γενικών Διευθυντών των υπηρεσιών του Υπουργείου Οικονομικών, του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, του Ελεγκτικού Συνεδρίου και του Μετοχικού Ταμείου Πολιτικών Υπαλλήλων.

   2. Επειδή, με το από 6.4.2001 Ψήφισμα της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής των Ελλήνων, υπό τον τίτλο «Ψήφιση, δημοσίευση και θέση σε ισχύ των αναθεωρημένων διατάξεων του Συντάγματος» (Φ.Ε.Κ. Α' 87/17.4.2001), αντικαταστάθηκε η παράγραφος 2 του άρθρου 88 τρυ Συντάγματος ως εξής: «Οι αποδοχές των δικαστικών λειτουργών είναι ανάλογες με το λειτούργημα τους. Τα σχετικά με τη βαθμολογική και μισθολογική τους εξέλιξη και με την κατάσταση τους γενικά καθορίζονται με ειδικούς νόμους. Κατά παρέκκλιση από τα άρθρα 94, 95 και 98, διαφορές σχετικά με τις κάθε είδους αποδοχές και τις σύνταξεις των δικαστικών λειτουργών και εφόσον η επίλυση των σχετικών νομικών ζητημάτων μπορεί να επηρεάσει τη μισθολογική, συνταξιοδοτική ή φορολογική κατάσταση ευρύτερου κύκλου προσώπων, εκδικάζονται από το ειδικό δικαστήριο του άρθρου 99. Το δικαστήριο στις περιπτώσεις αυτές συγκροτείται με τη συμμετοχή ενός επιπλέον τακτικού καθηγητή και ενός επιπλέον δικηγόρου, όπως νόμος ορίζει. Νόμος ορίζει τα σχετικά με τη συνέχιση τυχόν εκκρεμών δικών». Κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως, που ερμηνεύεται ενόψει και -των θεμελιωδών διατάξεων των άρθρων 8-;'26, 93, 94, 95, 98 και 100 του Συντάγματος, το παρόν Ειδικό Δικαστήριο επιλύει τα νομικά ζητήματα που εμπίπτουν στη δικαιοδοσία του, ακολούθως δε παραπέμπει την υπόθεση στο αρμόδιο δικαστήριο για περαιτέρω εκδίκαση.

   3. Επειδή, εξ άλλου, στο Κεφάλαιο Α' (άρθρα 1-13) του ν. 3038/2002 «Για την επίλυση των διαφορών του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος και άλλες διατάξεις» (Φ.Ε.Κ. Α' 180/7.8.2002), ρυθμίζονται τα θέματα της συγκροτήσεως και της δικαιοδοσίας του ειδικού δικαστηρίου, της διαδικασίας ενώπιον του και της ισχύος και των συνεπειών των αποφάσεων του. Ειδικότερα, στο άρθρο 4 του νόμου αυτού ορίζεται ότι «Στο Ειδικό Δικαστήριο που προβλέπεται με το άρθρο 88 παρ. 2 του Συντάγματος υπάγονται οι διαφορές που αναφέρονται σε κάθε είδους αποδοχές και συντάξεις των δικαστικών λειτουργών και του κύριου προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, εφόσον η επίλυση των σχετικών νομικών ζητημάτων μπορεί να επηρεάσει τη μισθολογική, συνταξιοδοτική ή φορολογική κατάσταση ευρύτερου κύκλου προσώπων». Περαιτέρω, στο άρθρο 5 του νόμου ορίζονται τα εξής: «1. Το Ειδικό Δικαστήριο εάν κρίνει ότι δεν έχει δικαιοδοσία παραπέμπει την υπόθεση στο αρμόδιο τακτικό διοικητικό δικαστήριο ή το Ελεγκτικό Συνέδριο. Η παραπεμπτική απόφαση είναι δεσμευτική για το δικαστήριο στο οποίο γίνεται η παραπομπή. 2. Το τακτικό διοικητικό δικαστήριο ή το Ελεγκτικό Συνέδριο: εάν κρίνει ότι στη διαφορά που έχει εισαχθεί απευθείας σε αυτό ανακύπτουν νομικά ζητήματα η επίλυση των οποίων μπορεί να επηρεάσει τη μισθολογική, συνταξιοδοτική ή φορολογική κατάσταση ευρύτερου κύκλου προσώπων, παραπέμπει τη διαφορά αυτή στο Ειδικό Δικαστήριο. Το τακτικό διοικητικό δικαστήριο ή το Ελεγκτικό Συνέδριο κρίνει το ζήτημα της παραπομπής σε κάθε στάση της δίκης και σε κάθε βαθμό δικαιοδοσίας. Η παραπεμπτική απόφαση, όταν καταστεί αμετάκλητη, είναι δεσμευτική για το ειδικό δικαστήριο». Εξ άλλου, στο άρθρο 9 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι «Κατά τη διαδικασία ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου εφαρμόζονται αναλόγως κατά τα λοιπά οι διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας και συμπληρωματικά οι διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας». Τέλος, στο άρθρο 13 του νόμου ορίζεται ότι «Οι διατάξεις του Κεφαλαίου Α' του νόμου αυτού εφαρμόζονται στα ένδικα βοηθήματα που ασκούνται μετά την έναρξη της ισχύος του». Από τις ανωτέρω διατάξεις προκύπτει ότι το προβλεπόμενο από το άρθρο 88 παρ. 2 του Συντάγματος ειδικό δικαστήριο έχει δικαιοδοσία για διαφορές που αναφύονται από ένδικα βοηθήματα τα οποία ασκούνται μετά την έναρξη της ισχύος του ν. 3038/2002, δηλαδή μετά τις 7.8.2002 (άρθρο 16 του ν. 3038/2002).

   4. Επειδή, το παρόν Ειδικό Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία για την εκδίκαση της κρινόμενης διαφοράς, δεδομένου ότι η ένδικη αγωγή ασκήθηκε στις 16.12.2005 και η επίλυση του σχετικού νομικού ζητήματος μπορεί να επηρεάσει τη μισθολογική κατάσταση ευρύτερου κύκλου προσώπων.

   5. Επειδή, για την κρινόμενη αγωγή έχει καταβληθεί παράβολο (1269588/2005 ειδικό γραμμάτιο παραβόλου, σειράς Α', αξίας 50 ευρώ). Σύμφωνα, όμως, με τον εφαρμοστέο στην προκείμενη περίπτωση Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (που έχει κυρωθεί με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999, Φ.Ε.Κ. Α' 97), δεν απαιτείται καταβολή παραβόλου για την άσκηση αγωγής. Συνεπώς, το παράβολο που έχει καταβληθεί πρέπει να αποδοθεί στον ενάγοντα.

   6. Επειδή, στο ν. 3038/2002 όχι μόνο δεν υπάρχει διάταξη όμοια με τη διάταξη που υπάρχει στον Κώδικα «περί του κατά το άρθρον 100 του Συντάγματος Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου», που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 345/1976, φ. 141Α' (βλ, άρθρο 21 παρ. 1 και άρθρα 51 παρ. 1 και 54 παρ. 1), αλλά υπάρχει διάταξη (άρθρο 8) που ρητώς ορίζει ότι «Η απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου παράγει τα αποτελέσματα της έναντι των διαδίκων της δίκης, περιλαμβανομένων και των τυχόν παρεμβάντων». Συνεπώς, ορθώς το Δικαστήριο αποφαίνεται κυριαρχικώς για το νομικό ζήτημα που γεννιέται στην παρούσα υπόθεση (σχετικά με την πρώτη βάση της επίδικης αγωγής), αν δηλαδή γεννιέται ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση, σύμφωνα με το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, από το γεγονός ότι ο νομοθέτης παρέλειψε να καθορίσει, κατά παράβαση του Συντάγματος όπως ισχυρίζεται ο ενάγων, ότι οι χορηγούμενες στον Πρόεδρο της Ε.Ε.Τ.Τ. αποδοχές καταβάλλονται και στους- Προέδρους των Ανωτάτων Δικαστηρίων και κατ' αναλογία και στους λοιπούς δικαστικούς λειτουργούς. Μειοψηφήσαν τα μέλη του Δικαστηρίου Ελένη Αναγνωστοπούλου, Ασημίνα Σαντοριναίου, Αναστασία Χριστοδουλοπούλου και Αντώνιος Αργυρός. Κατά τη γνώμη της μειοψηφίας, με την αναθεωρημένη διάταξη του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη δεύτερη σκέψη, συνεστήθη, κατά παρέκκλιση από τα άρθρα 94, 95 και 98 του Συντάγματος, Ειδικό Δικαστήριο για την επίλυση των νομικών ζητημάτων που ανακύπτουν σχετικά με τις κάθε είδους αποδοχές και τις συντάξεις των δικαστικών λειτουργών και εφόσον η επίλυση αυτή μπορεί να επηρεάσει τη μισθολογική, συνταξιοδοτική ή φορολογική κατάσταση ευρύτερου κύκλου προσώπων. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, εφόσον το Ειδικό Δικαστήριο επιλύσει νομικό ζήτημα που εμπίπτει, κατά τα ανωτέρω, στη δικαιοδοσία του, δεν επανέρχεται για νέα κρίση επ' αυτού σε άλλη υπόθεση στην οποία τίθεται το ίδιο νομικό ζήτημα. Αντίθετη εκδοχή, που θα επέτρεπε την επ' ευκαιρία οποιασδήποτε άλλης υποθέσεως επανεξέταση του αυτού ζητήματος, δεν θα ήταν σύμφωνη με το σκοπό της πιο πάνω αναθεωρημένης διατάξεως του Συντάγματος αφού θα οδηγούσε στον κίνδυνο εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων για πρόσωπα που ανήκουν στον ίδιο ευρύτερο κύκλο, πράγμα που δεν συνάδει με τη συνταγματική αποστολή του Δικαστηρίου αυτού ως Ειδικού. Εξ άλλου, η διάταξη του άρθρου 8 του ν. 3038/2002 που ορίζει ότι «Η απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου παράγει τα αποτελέσματα της έναντι των διαδίκων της δίκης, περιλαμβανομένων και των τυχόν παρεμβάντων», ρυθμίζει αποκλειστικά την έκταση των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου και δεν σχετίζεται με το θέμα της δέσμευσης του Δικαστηρίου τούτου όταν έχει ήδη αποφανθεί για το ίδιο νομικό ζήτημα. Συνεπώς, κατά τη γνώμη αυτή, θα έπρεπε το Δικαστήριο, υπό την παρούσα σύνθεση του, να δεσμευτεί από την 13/2006 απόφαση με την οποία επιλύθηκε το νομικό ζήτημα που τίθεται και στην παρούσα υπόθεση.

   7. Επειδή, σύμφωνα με το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος. Μαζί με το δημόσιο ευθύνεται εις ολόκληρον και το υπαίτιο πρόσωπο, με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεων για την ευθύνη των υπουργών». Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, για τη γέννηση της αξιώσεως προς αποζημίωση απαιτείται, μεταξύ άλλων, η πράξη ή η παράλειψη των οργάνων του Δημοσίου να είναι παράνομη, να αντίκειται δηλαδή σε κανόνα δικαίου με τον οποίο προστατεύεται ορισμένο ατομικό δικαίωμα ή συμφέρον. Υφίσταται δε ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση, κατ' εφαρμογή του άρθρου 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, από την εκ μέρους της Ελληνικής Πολιτείας νομοθέτηση με τα αρμόδια όργανα της ή από την παράλειψη των οργάνων αυτών να νομοθετήσουν, όταν από τη νομοθέτηση ή την παράλειψη νομοθέτησης γεννάται αντίθεση προς κανόνες δικαίου υπέρτερης τυπικής ισχύος (ΣτΕ 3587/1S97, 1141/1999. 5/2001, απόφ. 1/2005 Ειδικού Δικαστηρίου άρθρου 88 παρ. 2 του. Συντ.).

   8. Επειδή, στο άρθρο 26 του Συντάγματος ορίζονται τα εξής: «Η νομοθετική λειτουργία ασκείται από τη Βουλή και τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. 2. Η εκτελεστική λειτουργία ασκείται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και την Κυβέρνηση. 3. Η δικαστική λειτουργία ασκείται από τα δικαστήρια οι αποφάσεις τους εκτελούνται στο όνομα του Ελληνικού Λαού». Περαιτέρω, στην παρ, 1 του άρθρου 87 του Συντάγματος ορίζεται ότι «Η δικαιοσύνη απονέμεται από δικαστήρια συγκροτούμενα από τακτικούς δικαστές, που απολαμβάνουν λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία» και στην παρ. 2 του άρθρου 88 ορίζονται τα εξής: «Οι αποδοχές των δικαστικών λειτουργών είναι ανάλογες με το λειτούργημα τους. Τα σχετικά με τη βαθμολογική και μισθολογική τους εξέλιξη και με την κατάσταση τους γενικά καθορίζονται με ειδικούς νόμους....».

   9. Επειδή, με την παρ. 3 του άρθρου δεύτερου του ν. 2246/1994 (Α' 172) έχει συσταθεί Επιτροπή με την επωνυμία «Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών» (Ε.Ε.Τ.) και έδρα την Αθήνα, ορίστηκε δε ότι η Επιτροπή αυτή απολαμβάνει διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας, εποπτεύεται από τον Υπουργό Μεταφορών και Επικοινωνιών και είναι αρμόδια για την εποπτεία της τηλεπικοινωνιακής αγοράς. Επακολούθησε ο ν. 2668/1998 (Α' 282),-'με το άρθρο 7 του οποίου η εν λόγω Επιτροπή μετονομάσθηκε σε «Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων» και κατέστη ανεξάρτητη διοικητική αρχή αρμόδια για την εποπτεία επί της τηλεπικοινωνιακής και της ταχυδρομικής αγοράς. Στη συνέχεια δημοσιεύθηκε ο ν. 2867/2000 (Α' 273), στο άρθρο 3 του οποίου ορίζονται τα εξής: «1. Ο έλεγχος και η ρύθμιση του τομέα των τηλεπικοινωνιών και η εποπτεία της τηλεπικοινωνιακής αγοράς ασκούνται από την Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων (Ε.Ε.Τ.Τ.), η οποία αποτελεί την Εθνική Ρυθμιστική Αρχή (NRA) σε θέματα τηλεπικοινωνιών και η οποία συστάθηκε με το Ν. 2246/1994 (ΦΕΚ 172 Α'). 2. Η Ε.Ε.Τ.Τ. είναι ανεξάρτητη διοικητική αρχή με έδρα την Αθήνα, που απολαμβάνει διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας. [...]. 3. Η Ε.Ε.Τ.Τ. συγκροτείται από εννέα (9) μέλη, εκ των οποίων ένας είναι ο Πρόεδρος και δύο Αντιπρόεδροι, ο ένας εκ των οποίων είναι αρμόδιος για τον τομέα των τηλεπικοινωνιών και ο άλλος για τον τομέα παροχής ταχυδρομικών υπηρεσιών. Τα μέλη της Ε.Ε.Τ.Τ. κατά την άσκηση των καθηκόντων τους απολαύουν πλήρους προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας. Ο Πρόεδρος, οι Αντιπρόεδροι και τα υπόλοιπα μέλη της Ε.Ε.Τ.Τ. διορίζονται με απόφαση του Υπουργού Μεταφορών και Επικοινωνιών μετά από προηγούμενη επιλογή τους από τη Διάσκεψη των Προέδρων της Βουλής με την αυξημένη πλειοψηφία των τεσσάρων πέμπτων των μελών της. Ως μέλη της Ε.Ε.Τ.Τ. επιλέγονται πρόσωπα εγνωσμένου κύρους, που απολαύουν ευρείας κοινωνικής αποδοχής και διακρίνονται για την επιστημονική τους κατάρτιση και την επαγγελματική τους ικανότητα στον τεχνικό, οικονομικό ή νομικό τομέα. 4. Η θητεία του Προέδρου και των μελών της Ε.Ε.Τ.Τ. είναι πενταετής. Δεν επιτρέπεται ο διορισμός των μελών της Ε.Ε.Τ.Τ. για περισσότερο από δύο (2) θητείες. 5. [...]. 7. Ο Πρόεδρος και οι Αντιπρόεδροι της Ε.Ε.Τ.Τ. είναι δημόσιοι λειτουργοί πλήρους απασχόλησης. Κατά τη διάρκεια της θητείας τους αναστέλλεται η άσκηση οποιουδήποτε άλλου δημόσιου λειτουργήματος. Ο Πρόεδρος και οι Αντιπρόεδροι της Ε.Ε.Τ.Τ. δεν επιτρέπεται να ασκούν καμία επαγγελματική δραστηριότητα ή να αναλαμβάνουν άλλα καθήκοντα, αμειβόμενα ή μη στο δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα, με εξαίρεση διδακτικά καθήκοντα μελών Δ.Ε.Π. Α.Ε.Ι. υπό καθεστώς μερικής απασχόλησης. Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων τους, τα μέλη της Ε.Ε.Τ.Τ. δεσμεύονται από το νόμο, έχουν δε υποχρέωση τηρήσεως των αρχών της αντικειμενικότητας και αμεροληψίας. [...]. 9. Οι αποδοχές του Προέδρου και των Αντιπροέδρων και η αποζημίωση των υπόλοιπων μελών της Ε.Ε.Τ.Τ. καθορίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Μεταφορών και Επικοινωνιών, κατά παρέκκλιση των διατάξεων που ισχύουν. 10. [...]». Στη συνέχεια, οι παράγραφοι 3 και 4 του ως άνω άρθρου αντικαταστάθηκαν, αντίστοιχα, με τις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου 72 του ν. 3371/2005 (Α' 178). Σύμφωνα με τις νέες ρυθμίσεις, ο Πρόεδρος και οι Αντιπρόεδροι της Ε.Ε.Τ.Τ. επιλέγονται και διορίζονται από το Υπουργικό Συμβούλιο, ύστερα από πρόταση του Υπουργού Μεταφορών και Επικοινωνιών και γνώμη της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, η δε θητεία του Προέδρου και των μελών της Ε.Ε.Τ.Τ. περιορίστηκε στα τέσσερα έτη, με απαγόρευση διορισμού τους για περισσότερες από δύο συνεχείς θητείες. Εξ άλλου, στο ν. 2867/2000 (άρθρο 3 παρ. 14) μεταξύ των αρμοδιοτήτων της Ε.Ε.Τ.Τ. περιλαμβάνονται η κατάρτιση και τροποποίηση του Εθνικού Σχεδίου Αριθμοδότησης και η εκχώρηση αριθμών ή ομάδων αριθμών στους Τηλεπικοινωνιακούς Οργανισμούς και στους Παρόχους Τηλεπικοινωνιακών Υπηρεσιών, η ρύθμιση των θεμάτων του διαδικτύου, η ενασχόληση με τα θέματα του Τερματικού Εξοπλισμού, η ρύθμιση των θεμάτων των Γενικών Αδειών, η έκδοση Κωδίκων Δεοντολογίας για την άσκηση τηλεπικοινωνιακών δραστηριοτήτων, η μέριμνα για την τήρηση της νομοθεσίας περί τηλεπικοινωνιών, περιλαμβανομένων και θεμάτων ανταγωνισμού, η γνωμοδότηση για τη λήψη νομοθετικών μέτρων με σκοπό την απρόσκοπτη και αποδοτική ανάπτυξη του τομέα των τηλεπικοινωνιών, η διαχείριση του φάσματος των ραδιοσυχνοτήτων, η συνεργασία με διεθνείς φορείς και η εκπροσώπηση της Χώρας σε διεθνείς οργανισμούς, η διαπίστευση των φορέων που παρέχουν πιστοποίηση ηλεκτρονικής υπογραφής, η έκδοση κανονιστικών ή ατομικών πράξεων δια των οποίων ρυθμίζεται κάθε διαδικασία και λεπτομέρεια σε -σχέση με τις αρμοδιότητες της, η επιβολή προστίμων και λοιπών διοικητικών κυρώσεων .που προβλέπονται στην κείμενη νομοθεσία, συμπεριλαμβανομένων των ποινών και κυρώσεων που προβλέπονται στο ν. 703/1977 και η παραπομπή των παραβατών στις αρμόδιες δικαστικές αρχές, η σύναψη συμβάσεων παροχής υπηρεσιών, μελετών και προμηθειών για θέματα που άπτονται των σκοπών της και της λειτουργίας της κ.λπ. Ο ν. 2867/2000 αντικαταστάθηκε, στη συνέχεια, κατά το μεγαλύτερο μέρος του, από το ν. 3431/2006 «Περί Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και άλλες διατάξεις» (Α' 13/3.2.2006), ο οποίος όμως δεν ίσχυε κατά το ένδικο χρονικό διάστημα (έτη 2000 έως και 2005). Στον τελευταίο αυτό νόμο επαναλαμβάνονται κατά βάση οι αρμοδιότητες της Ε.Ε.Τ.Τ. που απαριθμούνται στο ν. 2867/2000, με αρκετές, όμως, μεταβολές ενόψει των νεότερων εξελίξεων.

   10. Επειδή, όπως ο ενάγων ισχυρίζεται στο δικόγραφο του και επαληθεύεται από τις σχετικές διατάξεις του ειδικού μισθολογίου των δικαστικών λειτουργών που ίσχυαν κατά τα ένδικα έτη, ο μηνιαίος μισθός των προέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων ανερχόταν το έτος 2000 (ν. 2521/1997, Α' 174, σε συνδυασμό με ν. 2768/1999, Α' 273) σε 1.493.200 δραχμές (4.382,10 ευρώ), το έτος 2001 (ν. 2521/1997 σε συνδυασμό με ν. 2873/2000, Α' 286) σε 1.542.480 δραχμές (4.526,70 ευρώ), το έτος 2002 (ν. 2521/1997 σε συνδυασμό με ν. 3016/2002, Α' 110) σε 4.695,76 ευρώ, το έτος 2003 (ν. 2521/1997 σε συνδυασμό με ν. 3156/2003.. Α' 157) σε 4.868,56 ευρώ, το έτος 2004 (ν. 3205/2003, Α' 297) σε 5.200,00 ευρώ και το έτος 2005 (ν. 3205/2003 σε συνδυασμό με ν. 3336/2005, Α' 96) σε 5.318,40 ευρώ. Εξ άλλου, με την 2/46730/0022/23.6.2000 (Φ.Ε.Κ. Β' 803/30.6.2000) κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Μεταφορών και Επικοινωνιών, η οποία εκδόθηκε κατ' εξουσιοδότηση των διατάξεων του στοιχείου Ε' της παραγράφου 6 του άρθρου δεύτερου του ν. 2246/1994, όπως αντικαταστάθηκε με τις διατάξεις της παραγράφου 5 του άρθρου 8 του ν. 2668/1998, η μηνιαία μικτή αποζημίωση του Προέδρου της Ε.Ε.Τ.Τ. καθορίστηκε στο ποσό των 3.500.000 δραχμών, ήτοι 10.271,46 ευρώ, και των Αντιπροέδρων στο 70% του μισθού του Προέδρου, η απόφαση δε αυτή άρχισε να ισχύει από 1.6.2000, ενώ κατά το πρώτο εξάμηνο του 2000 ίσχυε η κοινή υπουργική απόφαση 52902/28.7.1999 (Φ.Ε.Κ. Β' 1553/3.8.1999), εκδοθείσα κατ' επίκληση των ίδιων εξουσιοδοτικών διατάξεων, που όριζε ότι η μηνιαία αποζημίωση του προέδρου της Ε.Ε.Τ.Τ. ανερχόταν σε 2.200.000 δραχμές, ήτοι σε 6.456,35 ευρώ (σχετικό το υπ! αριθ: 14413/Φ.115/26.4.2006 έγγραφο της Ε.Ε.Τ.Τ. προς το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους). Σύμφωνα με το ίδιο έγγραφο της Ε.Ε.Τ.Τ., η ως άνω μηνιαία αποζημίωση καταβάλλεται σε δωδεκάμηνη βάση, ήτοι δεν καταβάλλονται δώρα Χριστουγέννων - Πάσχα και επίδομα αδείας. Δηλαδή, το έτος 2000 ο πρόεδρος της Ε.Ε.Τ.Τ. είχε λάβει συνολικά 100.366,86 ευρώ (6.456,35 επί 6 ίσον 38.738,10 και 10.271,46 επί 6 ίσον 61.628,76), έναντι 57.769,08 ευρώ (4.382,10 επί 12 συν 5.183,88) που είχαν λάβει οι πρόεδροι των ανωτάτων δικαστηρίων, κατά δε τα έτη 2001 έως και 2005 ο πρόεδρος της Ε.Ε.Τ.Τ. ελάμβανε ετησίως 123.257,52 ευρώ (10.271,46 επί 12), ενώ οι πρόεδροι των ανωτάτων δικαστηρίων το έτος 2001 είχαν λάβει συνολικά 60.225,48 ευρώ (4.526,70 επί 12 συν 5.473,08), το έτος 2002 είχαν λάβει συνολικά 62.160,32 ευρώ (4.695,76 επί 12 συν 5.811,20), το έτος 2003.είχαν" λάβει συνολικά 64.579,52 ευρώ (4.868,56 επί 12 συν 6.156,80), το έτος 2004 είχαν λάβει συνολικά 68.928,00 ευρώ (5.200,00 επί 12 συν 6.528,00) και το έτος 2005 είχαν λάβει συνολικά 70.585,60 ευρώ (5.315,40 επί 12 συν 6.764,80).

   11. Επειδή, η αρχή της ισοτιμίας των συντεταγμένων εξουσιών, που καθιερώνεται με τα άρθρα 26, 87 παρ. 1 και 88 παρ. 2 του Συντάγματος, δεν έχει την έννοια ότι οι αποδοχές όλων όσοι ασκούν, ως φορείς ή όργανα τους, δημόσια λειτουργήματα και αξιώματα, πρέπει να είναι κατ' ανάγκη του αυτού ύψους. Οι αποδοχές καθενός πρέπει να προσδιορίζοναι όχι μόνο με βάση την ιδιότητά του ως οργάνου συντεταγμένης εξουσίας αλλά και με βάση τις συνθήκες που είναι σύμφυτες με την άσκηση κάθε λειτουργήματος ή αξιώματος. Ειδικότερα, η διάταξη του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος, που ομιλεί για «αποδοχές των δικαστικών λειτουργών ανάλογες με το λειτούργημα τους», δεν έχει την έννοια ότι οι αποδοχές των δικαστικών λειτουργών πρέπει να είναι ανώτερες ή ότι, πάντως, δεν μπορεί να είναι κατώτερες από τις αποδοχές οποιουδήποτε άλλου κρατικού λειτουργού έχει την έννοια ότι δεν μπορεί να είναι κατώτερες από τις αποδοχές κρατικού λειτουργού που τελεί σε ίδιες με αυτούς συνθήκες. Οι συνθήκες· αυτές, ενόψει και της διάταξης του άρθρου 88 παρ. 1 του Συντάγματος που καθιερώνει την ισοβιότητα των δικαστικών λειτουργών, είναι οι συνθήκες υπηρεσιακής εξέλιξης, στο πλαίσιο σταδιοδρομίας στην οικεία λειτουργία. Κατά συνέπεια, οι αποδοχές των δικαστικών λειτουργών, κατά τη θέληση του συντακτικού νομοθέτη, πρέπει να είναι υπέρτερες από τις αποδοχές κάθε άλλου δημόσιου λειτουργού ή υπαλλήλου που κατέχει οργανική θέση και σταδιοδρομεί στο Δημόσιο, οποιαδήποτε θέση και αν αυτός κατέχει. Κατά μείζονα λόγο οι αποδοχές των δικαστικών λειτουργών πρέπει να είναι υπέρτερες των αποδοχών όσων εντάσσονται στην συνήθη ιεραρχία των διοικητικών οργάνων, όσο υψηλή θέση και αν κατέχουν στην ιεραρχία αυτή. Το Σύνταγμα όμως δεν εμποδίζει το νομοθέτη ούτε την κανονιστικώς δρώσα διοίκηση να καθορίζουν αποδοχές δημόσιων λειτουργών ή υπαλλήλων υψηλότερες κατά περίπτωση από τις αποδοχές των δικαστικών λειτουργών - που καθορίζονται με τους προβλεπόμενους στην παρ. 2 του άρθρου 88 του Συντάγματος ειδικούς νόμους - εφόσον οι πιο πάνω 'λειτουργοί ή υπάλληλοι τελούν σε καθεστώς διαφορετικό από το καθεστώς των δικαστικών λειτουργών, χωρίς να είναι υποχρεωτικό να καταβάλλονται στην περίπτωση αυτή οι υψηλότερες αυτές αποδοχές και στους δικαστικούς λειτουργούς. Εξάλλου, η αξίωση μισθολογικής εξομοίωσης με αμοιβές παρεχόμενες σε άλλους δημόσιους λειτουργούς ή υπαλλήλους δεν μπορεί να είναι ασφαλές μέτρο για την κατά το Σύνταγμα μισθολογική μεταχείριση του πράγματι υψηλού λειτουργήματος των δικαστών, αν δεν εξετάζεται ταυτόχρονα μήπως τέτοιες αμοιβές δίδονται intuitu personae ή μήπως το ύψος των αμοιβών αυτών έχει σχέση με τη σημασία που αποδίδεται στο συγκεκριμένο είδος των προσφερόμενων υπηρεσιών, ή, τέλος, μήπως οι αποδοχές αυτές είναι, ενδεχομένως, χαριστικές ή υπερβολικές και, κατά συνέπεια, ανεπίδεκτες επέκτασης. Ειδικότερα, δεν υπάρχει υποχρέωση από το Σύνταγμα να καταβληθούν στον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου και κατ' αναλογία στους άλλους δικαστές οι αποδοχές που, κατά τα ανωτέρω, χορηγούνται στον Πρόεδρο της Επιτροπής Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων, ο οποίος καμιά σταδιοδρομία δεν ακολουθεί στην Ανεξάρτητη Διοικητική Αρχή όπου διορίζεται και στον οποίον καταβάλλονται - κατά παρέκκλιση από τις ισχύουσες διατάξεις - οι καθοριζόμενες, με τις αναφερόμενες στην ένατη σκέψη κοινές υπουργικές 'αποφάσεις, αποδοχές· τούτο δε, γιατί οι αποδοχές του Προέδρου της πιο πάνω Επιτροπής συνάπτονται προς τις ειδικές συνθήκες ασκήσεως του λειτουργήματος του, ήτοι την ιδιότητα του ως δημόσιου λειτουργού πλήρους απασχόλησης με πενταετή, αρχικά, και τετραετή, μεταγενεστέρως, θητεία, ανανεούμενη μόνο μία φορά, σε συνδυασμό με την αναστολή άσκησης τυχόν άλλου δημόσιου λειτουργήματος , και την απαγόρευση άσκησης άλλης επαγγελματικής δραστηριότητας ή ανάληψης άλλων καθηκόντων, αμειβόμενων ή μη, στο δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα, με εξαίρεση διδακτικών καθηκόντων μελών Δ.Ε.Π. A.E.I, υπό καθεστώς μερικής απασχόλησης. Οι ανωτέρω αποδοχές φέρουν προδήλως τον χαρακτήρα κινήτρου που θεσπίζεται προκειμένου να προσελκύονται για την κατάληψη της θέσης του Προέδρου της Ε.Ε.Τ.Τ. για το ως άνω περιορισμένο χρονικό διάστημα (μίας ή το πολύ δύο θητειών, μετά το πέρας των οποίων τερματίζεται η οποιαδήποτε σχέση τους) πρόσωπα, τα οποία, εκτός από την κατοχή υψηλής ειδίκευσης γνώσεων που απαιτεί η άσκηση των αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Ε.Ε.Τ.Τ., πληρούν και τις λοιπές προϋποθέσεις για την κατάληψη της θέσης αυτής, είναι δηλαδή, όπως απαιτεί ο νόμος,, πρόσωπα εγνωσμένου κύρους, που απολαμβάνουν ευρεία κοινωνική αποδοχή και διακρίνονται για την επιστημονική τους κατάρτιση και την επαγγελματική τους ικανότητα στον τεχνικό, οικονομικό ή νομικό τομέα. Η κατάληψη τέτοιας θέσης, εξάλλου, συνεπάγεται εγκατάλειψη της απασχόλησης στην αγορά εργασίας θέσεων με υψηλή εμπορευματική αξία. Υπό τις ιδιαίτερες αυτές συνθήκες, δεν εμποδίζεται ο νομοθέτης να προσδιορίζει κατά περίπτωση τις αμοιβές των Προέδρων Ανεξάρτητων Αρχών ανάλογα με τις συνθήκες της αγοράς εργασίας, δεδομένου ότι πρόκειται για αμοιβές, που ευθυγραμμίζονται με τις απαιτήσεις της αγοράς αυτής και δεν σχετίζονται με την αξιολόγηση δημόσιου λειτουργήματος. Οι ανωτέρω ειδικές συνθήκες και λόγοι που δικαιολογούν την χορήγηση αυξημένων αποδοχών στον Πρόεδρο της Ε.Ε.Τ.Τ. δε συντρέχουν για τους δικαστικούς λειτουργούς που είναι ισόβιοι .και όχι δημόσιοι λειτουργοί με θητεία (βλ. ιδίως ΣτΕ 3458/1998 επταμελούς συνθέσεως). Περαιτέρω, κατά την ειδικότερη γνώμη των μελών του Δικαστηρίου Σωτηρίου Λύτρα, Ιωάννου Κουκιάδη και Νικολάου Ρόκα, αν υπάρχει υποχρέωση από το Σύνταγμα να καταβάλλονται και στους δικαστικούς λειτουργούς οι αποδοχές που καθορίζονται για λειτουργούς ή υπαλλήλους που τελούν σε καθεστώς διαφορετικό από το καθεστώς των δικαστικών λειτουργών, τούτο θα εμπόδιζε την εκτελεστική εξουσία να επιλέξει, αμείβοντας τα κατάλληλα, τα πρόσωπα εκείνα τα οποία εκτιμά ότι είναι σε θέση, εφαρμόζοντας την κυβερνητική πολιτική, να φέρουν σε πέρας τις σημαντικές αποστολές του Κράτους, όπως αυτές ορίζονται στο Σύνταγμα και τους νόμους. Παρόμοια δέσμευση δεν προκύπτει από το Σύνταγμα, το οποίο επιβάλλει μεν στο νομοθέτη να καθορίσει υψηλές αποδοχές στους δικαστικούς λειτουργούς, αποδοχές ανάλογες με το λειτούργημα τους, δεν επιτρέπει, όμως, σε κανένα όργανο να εμποδίζει την Κυβέρνηση να ασκήσει την κατά το Σύνταγμα λειτουργία της, εφαρμόζοντας την πολιτική της. Πολιτική που επιβάλλει για παράδειγμα την κατά περίπτωση θέσπιση υψηλών αποδοχών για την εξασφάλιση του αναγκαίου ιατρικού προσωπικού σε απομονωμένες νησιωτικές περιοχές της χώρας κατ' εφαρμογή και του άρθρου 101 του Συντάγματος. Επομένως, η υπό κρίση αγωγή κατά την πρώτη βάση της πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη. Μειοψήφησαν τα μέλη του Δικαστηρίου Ελένη Αναγνωστοπούλου, Ασημίνα Σαντοριναίου, Αναστασία Χριστοδουλοπούλου και Αντώνιος Αργυρός. Κατά τη γνώμη της μειοψηφίας, από τις προεκτεθείσες διατάξεις των άρθρων 26, 87 παρ. 1 και 88 παρ. 2 του Συντάγματος συνάγεται ότι το Σύνταγμα καθιερώνει ευθέως την αρχή της διακρίσεως των τριών λειτουργιών (νομοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικής), τις οποίες θεωρεί ισοδύναμες και ισότιμες, αφού μόνον δια της ισοδυναμίας και ισοτιμίας αυτών επιτυγχάνεται η πραγματική και αποτελεσματική διάκριση αυτών, η οποία αποτελεί το βάθρο της οργανώσεως και λειτουργίας της ενιαίας κρατικής εξουσίας και του Κράτους Δικαίου. Ειδικώς για τη δικαστική λειτουργία καθιερώνεται, δια των αυτών διατάξεων του Συντάγματος, ως ουσιώδες χαρακτηριστικό της, η ανεξαρτησία της, η οποία αποτελεί ταυτοχρόνως και το κύριο στοιχείο που την καθιστά ισότιμη και ισοδύναμη προς τις άλλες δύο λειτουργίες. Για την εξασφάλιση της ανεξαρτησίας της δικαστικής λειτουργίας, το Σύνταγμα αναγνωρίζει λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία στους δικαστές που· συγκροτούν τα δικαστήρια και ταυτίζει την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης (και δι' αυτής την ισοτιμία της με τις άλλες δύο λειτουργίες), με την ανεξαρτησία των δικαστών. Εγγύηση για την εξασφάλιση της ανεξαρτησίας αυτής θεωρεί ο συνταγματικός νομοθέτης και την ιδιαίτερη μισθολογική μεταχείριση των δικαστών, την οποία καθιερώνει ευθέως, επιτάσσοντας τη χορήγηση σε αυτούς αποδοχών ανάλογων προς το λειτούργημα τους, ήτοι προς την άσκηση της δικαστικής λειτουργίας, και, συνεπώς, Λόγω της ισοτιμίας της λειτουργίας αυτής προς τις λοιπές δύο, αποδοχών όχι κατώτερων από τις αποδοχές των αντίστοιχων οργάνων των άλλων λειτουργιών. Εξ άλλου, η διάταξη του άρθρου 89 παρ. 1 του Συντάγματος περί γενικού επαγγελματικού ασυμβιβάστου (με ορισμένες εξαιρέσεις στις παρ. 2 και 3 του ίδιου άρθρου), η οποία εντάσσεται στις προσωπικές εγγυήσεις ανεξαρτησίας των δικαστών, συνάπτεται με αυτήν του άρθρου 88 παρ. 2, διότι οι αποδοχές των δικαστών πρέπει να είναι ανάλογες του κύρους και της αποστολής τους ως οργάνων της τρίτης πολιτειακής λειτουργίας, λαμβανομένου υπ! όψη ότι εκ του Συντάγματος επιβάλλεται η αποκλειστική απασχόληση τους με την απονομή του δικαίου. Από τα πιο πάνω έπεται ότι χορήγηση σε άλλους λειτουργούς που παρέχουν τις υπηρεσίες τους στις άλλες δύο λειτουργίες, αποδοχών που είναι μεγαλύτερες από τις χορηγούμενες στα όργανα της δικαστικής λειτουργίας, παραβιάζει ευθέως τις ανωτέρω διατάξεις του Συντάγματος. Η παραβίαση των ως άνω συνταγματικών διατάξεων, με τη χορήγηση αποδοχών σε λειτουργούς που παρέχουν τις υπηρεσίες τους στις άλλες λειτουργίες του Κράτους μεγαλύτερων από τις χορηγούμενες στους δικαστές, αποδοχές, έχει ως συνέπεια την κατ’ ευθείαν εφαρμογή των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 88 του Συντάγματος, σε συνδυασμό με τις 'διατάξεις των άρθρων 26 και 87 παρ. 1 αυτού, αναβάθμιση των αποδοχών των δικαστών, με τη χορήγηση και σ' αυτούς, με τον ίδιο τρόπο, των ίδιων συνολικών αποδοχών που χορηγούνται στα όργανα των άλλων λειτουργιών (βλ. Ολ. ΣτΕ 3670/1994, πρβ. και Ειδικό Δικαστήριο 1/2005, ΣτΕ 1688/1991 Γ' Τμ. 7μελ. κ.ά.). Από τις ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις συνάγεται, επίσης, ότι ο κοινός νομοθέτης υποχρεούται όχι μόνον να θεσπίζει εφ' άπαξ το ειδικό μισθολόγιο των δικαστικών λειτουργών, αλλά και να το αναπροσαρμόζει μέσω πρόσφορης διαδικασίας περιοδικής εξετάσεως των εν λόγω αποδοχών σε συσχετισμό και με τις αποδοχές των αντίστοιχων οργάνων των άλλων δύο λειτουργιών του Κράτους. Εξ άλλου, κατά την ίδια γνώμη, από τις προεκτεθείσες διατάξεις που διέπουν τη σύσταση, οργάνωση και λειτουργία της Ε.Ε.Τ.Τ., συνάγεται ότι η Επιτροπή αυτή, η οποία είναι ανεξάρτητη διοικητική αρχή συσταθείσα από τον κοινό νομοθέτη, φέρει χαρακτηριστικά που προσιδιάζουν σε όργανα της δικαιοσύνης με σκοπό τη διασφάλιση καθεστώτος ανεξαρτησίας των μελών της, αποτελεί, όμως, όργανο της εκτελεστικής λειτουργίας, και δη διοικητικό όργανο που ανήκει στο νομικό πρόσωπο του κράτους, οι αρμοδιότητες του οποίου ανάγονται σε α) έκδοση κανονιστικών πράξεων που αφορούν τη ρύθμιση τομέων του πεδίου των τηλεπικοινωνιών, β) έκδοση ατομικών πράξεων προς εκτέλεση των κανονιστικών, γ) έκδοση ατομικών - κυρωτικών πράξεων στο πλαίσιο των κυρωτικής φύσεως αρμοδιοτήτων εποπτείας και ελέγχου της τηλεπικοινωνιακής και ταχυδρομικής αγοράς και δ) παροχή γνωμοδοτήσεων, όλες δε οι εκτελεστές πράξεις του οργάνου αυτού υπόκεινται στον έλεγχο των δικαστηρίων, όπως και οι πράξεις των λοιπών οργάνων της εκτελεστικής λειτουργίας. Από τα αναφερόμενα δε στην ένατη σκέψη συνάγεται ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις που ίσχυαν κατά τα ένδικα έτη, ο πρόεδρος της Ε.Ε.Τ.Τ., ανώτατος δημόσιος λειτουργός που προΐσταται Αρχής ενταγμένης στο πλαίσιο της εκτελεστικής λειτουργίας, ελάμβανε, υπό μορφή αποζημιώσεως, ανώτερες αποδοχές έναντι των προέδρων των τριών ανωτάτων δικαστηρίων της χώρας που είναι οι επικεφαλής της τρίτης πολιτειακής λειτουργίας, το πραγματικό δε αυτό γεγονός και μόνον έχει ως συνέπεια την ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, λόγω της, κατά παράβαση του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος, παραλείψεως των οργάνων της νομοθετικής λειτουργίας να θεσπίσουν ρύθμιση με την οποία οι αποδοχές των τριών προέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων ανέρχονταν κατά τον ένδικο χρόνο τουλάχιστον στο αυτό ύψος με τις αποδοχές του προέδρου της Ε.Ε.Τ.Τ., χωρίς να απαιτείται να αναζητηθεί οποιαδήποτε αντιστοιχία των προϋποθέσεων και των συνθηκών άσκησης του λειτουργήματος των προέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων και των λοιπών δικαστικών λειτουργών με αυτό του προέδρου της Ε.Ε.Τ.Τ.. Τέλος, κατά την ίδια γνώμη, προς εξασφάλιση της δικαστικής ανεξαρτησίας πρέπει να διατηρείται αναλογία των αποδοχών των τριών προέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων με τις κατώτερες βαθμίδες της δικαστικής ιεραρχίας (ΣτΕ 1688/1991) και, επομένως, ο ενάγων θα έπρεπε να λάβει ως αποζημίωση τη διαφορά των αποδοχών που αντιστοιχεί σ' αυτόν, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του ειδικού μισθολογίου των δικαστικών λειτουργών, η δε υπόθεση θα έπρεπε να παραπεμφθεί στο Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών για περαιτέρω εκδίκαση.

   12. Επειδή, περαιτέρω, ο ενάγων προβάλλει ως πρώτη επικουρική βάση της αγωγής του ότι, ενώ οι αποδοχές που καταβάλλονταν στους γενικούς διευθυντές, οι οποίοι αποτελούν τον καταληκτικό βαθμό της υπαλληλικής ιεραρχίας, μέχρι το 2000 υπολείπονταν των αποδοχών του προέδρου πρωτοδικών, στη συνέχεια αυξήθηκαν υπέρμετρα με αποτέλεσμα να υπερβούν τις αποδοχές του προέδρου πρωτοδικών, αναφέρει δε τα ποσά που οι Γενικοί Διευθυντές του Υπουργείου Οικονομικών, του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, του Ελεγκτικού Συνεδρίου και του Μετοχικού Ταμείου Πολιτικών Υπαλλήλων έχουν λάβει κατά την ένδικη περίοδο, τα οποία είναι ανώτερα έναντι και των λοιπών Γενικών Διευθυντών, με το συνυπολογισμό και των δικαιωμάτων βεβαίωσης και είσπραξης εσόδων υπέρ τρίτων (ΔΙ.Β.Ε.Ε.Τ.). Ειδικότερα, ο ενάγων ζητεί να λάβει ως αποζημίωση ποσά τα οποία υπολογίζει με βάση τη σχέση αποδοχών προέδρου πρωτοδικών και γενικού διευθυντή, έχοντας δε βαθμό ανώτερο του προέδρου πρωτοδικών προσδιορίζει τα ποσά που δικαιούται με βάση την αναλογία των αποδοχών του προς τις αποδοχές του προέδρου πρωτοδικών. Η σύγκριση, όμως, των αποδοχών του προέδρου πρωτοδικών με τις αποδοχές του γενικού διευθυντή δεν είναι εφικτή, δεδομένου ότι ο βαθμός του προέδρου πρωτοδικών δεν συνιστά ανώτατο βαθμό της δικαστικής ιεραρχίας. Επομένως, και ο ισχυρισμός αυτός της αγωγής, με τον οποίο γίνεται επίκληση συνταγματικής επιταγής περί ισόποσου των αποδοχών του προέδρου πρωτοδικών και του γενικού διευθυντή, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

   13. Επειδή, τέλος, προβάλλεται με την κρινόμενη αγωγή ότι οι συνολικές αποδοχές των γενικών διευθυντών κατά την ένδικη περίοδο ήσαν, πάντως, ανώτερες από τις αντίστοιχες αποδοχές των Αρεοπαγιτών, Συμβούλων Επικρατείας και Συμβούλων Ελεγκτικού Συνεδρίου και, επομένως, κατά συνταγματική επιταγή, οι αποδοχές των τελευταίων πρέπει να ανέλθουν στο ύψος των αποδοχών των γενικών διευθυντών και ο ενάγων να λάβει ως αποζημίωση, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, τη διαφορά αποδοχών που στηρίζεται στη σχέση του μισθού του προς τους μισθούς των ως άνω ανώτατων δικαστών. Συγκεκριμένα, ο ενάγων ισχυρίζεται ότι ειδικά στους Γενικούς Διευθυντές του Υπουργείου Οικονομικών, του Ν.Σ.Κ., του Ε.Σ. και του Μ.Τ.Π.Υ., καταβάλλονται, εκτός από τις αποδοχές που κατά περίπτωση λαμβάνουν οι Γενικοί Διευθυντές των λοιπών δημόσιων υπηρεσιών, τα προβλεπόμενα από τις 206540/6951/0022/1 9.10.1990, 2083594/6487/0022/26.11.1992, 2012333/1228/0022/25.2.1993 και 2065974/9752/0022/17.7.1997 αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών - που εκδόθηκαν κατ' εξουσιοδότηση της οικ. 2024387/2870/0022/5.4.1990 όμοιας απόφασης, η οποία κυρώθηκε με την παρ. 2 του άρθρου 24 του ν. 1884/1990 -δικαιώματα βεβαίωσης και είσπραξης εσόδων υπέρ τρίτων (ΔΙ.Β.Ε.Ε.Τ.), στο ποσό των οποίων, κατά τους ισχυρισμούς του, ενσωματώθηκε και το προβλεπόμενο από τους νόμους 2166/1993 (άρθρο 27), 2227/1994 (άρθρο 16), 2349/1995 (άρθρο 2), 2390/1996 (άρθρο 5), ποσό 2.381,33 ευρώ και, επιπλέον, επίδομα κινήτρου απόδοσης ύψους 208,36 ευρώ.

   14. Επειδή, ο ως άνω ισχυρισμός, ο οποίος στηρίζεται στη σύγκριση των αποδοχών δικαστικών λειτουργών που υπηρετούν στην ανώτατη βαθμίδα της δικαστικής ιεραρχίας με τις αποδοχές δημόσιων υπαλλήλων που υπηρετούν στην ανώτατη βαθμίδα της υπαλληλικής ιεραρχίας, βασίμως, κατ' αρχήν, προβάλλεται, διότι, κατά την έννοια του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος, δεν είναι ανάλογες με το λειτούργημα του ανώτατου δικαστικού λειτουργού αποδοχές κατώτερες των αποδοχών δημόσιων υπαλλήλων που υπηρετούν στη δημόσια διοίκηση, όπως, εν προκειμένω, των γενικών διευθυντών. Επομένως, εάν διαπιστωθεί ότι κατά το ένδικο χρονικό διάστημα ανώτατοι δικαστικοί λειτουργοί (Σύμβουλοι Επικρατείας, Αρεοπαγίτες και Σύμβουλοι Ελεγκτικού Συνεδρίου) ελάμβαναν αποδοχές κατώτερες των αποδοχών των Γενικών Διευθυντών του Υπουργείου Οικονομικών, του Ν.Σ.Κ., του Ε.Σ. και του Μ.Τ.Π.Υ., ανακύπτει ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση, κατ' εφαρμογή του άρθρου 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, κατά τα εκτιθέμενα στην έκτη σκέψη, λόγω της, κατά παράβαση του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος, παραλείψεως των οργάνων της νομοθετικής λειτουργίας να θεσπίσουν ρύθμιση με την οποία οι αποδοχές των εν λόγω ανωτάτων δικαστικών λειτουργών θα ανέρχονταν κατά το ένδικο χρονικό διάστημα στο ίδιο τουλάχιστον ύψος με τις αποδοχές των ανωτέρω Γενικών Διευθυντών, οι αποδοχές δε των λοιπών δικαστικών λειτουργών θα ήταν αναλόγως διαβαθμιστές, κατά τα προβλεπόμενα στο ειδικό μισθολόγιο που ίσχυε κατά τα ένδικα έτη.

   15. Επειδή, με το άρθρο 24 περ. 9 του ν. 1884/1990 (Α' 81/16.6.1990) κυρώθηκε και απέκτησε ισχύ νόμου η 2024387/2870/0022/5.4.1990 απόφαση του Υπουργού Οικονομικών (Β' 254), στην οποία ορίζονται τα εξής: «1. Το βάσει της κείμενης νομοθεσίας παρακρατούμενο, κατά περίπτωση, ποσό λόγω της βεβαίωσης και είσπραξης των υπέρ τρίτων εσόδων για την κάλυψη των συναφών δαπανών του Δημοσίου, κατατίθεται σε ειδικό λογαριασμό που τηρείται στην Τράπεζα της Ελλάδος με την ονομασία «Δικαιώματα βεβαίωσης και είσπραξης εσόδων υπέρ τρίτων". 2. Τα έσοδα του λογαριασμού αυτού διατίθενται με αποφάσεις του Υπουργού των Οικονομικών, για την ενίσχυση του Ταμείου Αρωγής και Υγείας Οικονομικών Υπαλλήλων "Τ.Α.Υ.Ο.Υ." και για την παροχή κινήτρων, κατά παρέκκλιση των κειμένων διατάξεων, στους υπαλλήλους (μονίμους και εκτάκτους) του Υπουργείου Οικονομικών (πλην αυτών που λαμβάνουν ΔΕΤΕ - ΔΕΧΕ) και των εποπτευομένων από αυτό Ν.Π.Δ.Δ., στους δικαστικούς υπαλλήλους του Ελεγκτικού Συνεδρίου, καθώς και στους υπαλλήλους άλλων Υπουργείων ή Ν.Π.Δ.Δ. που καθ' οιονδήποτε τρόπο υπηρετούν με πλήρες ωράριο στις παραπάνω υπηρεσίες. Με ίδιες αποφάσεις καθορίζεται επίσης και κάθε λεπτομέρεια σχετικά με την διαχείριση και τη διάθεση του ποσού αυτού ανάλογα με τις ανάγκες, το φόρτο εργασίας και τις ιδιορρυθμίες της κάθε υπηρεσίας. 3. [...]».

   16. Επειδή, στο από 11.5.2006 έγγραφο του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους προς το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, το οποίο προσκόμισε το Δημόσιο στο παρόν Δικαστήριο, βεβαιώνεται ότι οι 206540/6951/0022/19.10.1990, 2083594/6487/0022/26.11.1992, 2012333/1228/0022/25.2.1993 και 2065974/9752/0022/17.7.1997 αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, οι οποίες, κατά τον προεκτεθέντα ισχυρισμό του ενάγοντος, εκδόθηκαν κατ' εξουσιοδότηση της ως άνω 2024387/2870/0022/5.4.1990 αποφάσεως του Υπουργού Οικονομικών, δεν έχουν δημοσιευθεί με οποιοδήποτε τρόπο, ούτε τοιχοκολληθεί στην Υπηρεσία, έχουν δε μόνον κοινοποιηθεί στις ενδιαφερόμενες Υπηρεσίες. Για τη νόμιμη, όμως, υπόσταση των αποφάσεων αυτών, κατά την έννοια του άρθρου 3 παρ. 3 του ν. 301/1976 (Α' 91), απαιτείται, ως ουσιώδης τύπος της διαδικασίας δημοσιεύσεως αυτών, η τήρηση αμφοτέρων των οριζομένων στη διάταξη αυτή διατυπώσεων, ήτοι τόσο η ανακοίνωση τους στις αρμόδιες υπηρεσίες με εγκύκλιο, όσο και η τοιχοκόλληση τους σε εμφανές μέρος των υπηρεσιών αυτών, και δη στο κεντρικό κατάστημα της οικείας υπηρεσίας, βεβαιούμενη με τη σύνταξη σχετικού πρακτικού (Ολ. ΣτΕ 4109/1999). Επομένως, εφ' όσον βεβαιώνεται, όπως προεκτέθηκε, ότι οι εν λόγω κανονιστικές υπουργικές αποφάσεις δεν έχουν τοιχοκολληθεί στην Υπηρεσία, έχουν δε μόνον κοινοποιηθεί στις ενδιαφερόμενες Υπηρεσίες, οι αποφάσεις αυτές δεν έχουν λάβει νόμιμη υπόσταση.

   17. Επειδή, στις παραγράφους 7 και 8 του άρθρου 13 του ν. 2470/1997 (Α' 40), με τίτλο του άρθρου «Κίνητρο απόδοσης», ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «7. Τυχόν απομένοντα υπόλοιπα υπέρ των δικαιούχων σε λογαριασμούς της προηγουμένης παραγράφου ρυθμίζονται από 1.1.1997 με πράξεις του Υπουργικού Συμβουλίου, κατόπιν κοινής πρότασης των Υπουργών Οικονομικών και του κατά περίπτωση αρμόδιου ή με κοινές αποφάσεις των ίδιων Υπουργών. Μέχρι την έκδοση των πράξεων του Υπουργικού Συμβουλίου ή των κοινών υπουργικών αποφάσεων, οι προβλεπόμενες εκ των λογαριασμών αυτών αμοιβές και λοιπές παροχές ή αποζημιώσεις εξακολουθούν να Καταβάλλονται ως διαφορά σύμφωνα με τις ισχύουσες περί αυτών διατάξεις, μειωμένες κατά το ποσό του κινήτρου απόδοσης του άρθρου αυτού. [...]. 8. Στη ρύθμιση της προηγούμενης παραγράφου εμπίπτουν τα ποσά που προβλέπονται από τις διατάξεις της παρ. 9 του άρθρου 24 του ν. 1884/1990 (ΦΕΚ 81 Α - ΔΙ.Β.Ε.Ε.Τ.) [...]». Αντίστοιχα, στις παραγράφους 8 και 9 του άρθρου 12 του ν. 3205/2003 (Α' 297), με τίτλο και του άρθρου αυτού «Κίνητρο απόδοσης», ορίζονται, μεταξύ άλλων, τα εξής: «8. Τα καταβαλλόμενα ποσά ή παροχές υπέρ των δικαιούχων urru λογαριασμούς ή διατάξεις της παραγράφου 9, μετά την αφαίρεση των ποσών της παραγράφου 7 του άρθρου αυτού, ρυθμίζονται από 1.1.2004 με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού. Μέχρι την έκδοση των κοινών υπουργικών αποφάσεων, οι προβλεπόμενες εκ των λογαριασμών αυτών αμοιβές και λοιπές παροχές ή αποζημιώσεις εξακολουθούν να καταβάλλονται στο ίδιο ύψος που έχουν διαμορφωθεί μέχρι την 31.12.2003, σύμφωνα με τις ισχύουσες περί αυτών διατάξεις. [...]. 9. Στη ρύθμιση της προηγούμενης παραγράφου εμπίπτουν τα ποσά που προβλέπονται _από τις διατάξεις της παραγράφου 9 του άρθρου 24 του Ν. 1884/1990 (ΦΕΚ 81 Α' Δί.Β.Ε.Ε.Τ.) [...]».

   18. Επειδή, με τις διατάξεις που παρατίθενται στην προηγούμενη σκέψη δεν κυρώθηκαν μεν οι εν λόγω ανυπόστατες κανονιστικές αποφάσεις, πλην νομιμοποιήθηκε η καταβολή στους δικαιούχους, μεταξύ άλλων, των εσόδων του ειδικού λογαριασμού με την ονομασία «Δικαιώματα βεβαίωσης και είσπραξης εσόδων υπέρ τρίτων» (ΔΙ.Β.Ε.Ε.Τ.), εσόδων τα οποία αφορούν οι αποφάσεις αυτές. Επομένως, εάν διαπιστωθεί ότι τα καταβαλλόμενα από τον πιο πάνω λογαριασμό, σύμφωνα με τις ανωτέρω διατάξεις· των νόμων 2470/1997 και 3205/2003, κατά τα ένδικα έτη ποσά στους Γενικούς Διευθυντές του Υπουργείου Οικονομικών, του Ν.Σ.Κ., του Ε.Σ. και του Μ.Τ.Π.Υ. είχαν ως συνέπεια την προσαύξηση των αποδοχών των πιο.· πάνω Γενικών Διευθυντών σε τέτοιο βαθμό ώστε οι αποδοχές τους να υπερβαίνουν τις αποδοχές των ανωτάτων δικαστικών λειτουργών, γεννάται, κατά τα προεκτεθέντα, ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση λόγω της, κατά παράβαση του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος, παραλείψεως των οργάνων της νομοθετικής λειτουργίας να θεσπίσουν ρύθμιση με την οποία οι αποδοχές των εν λόγω ανωτάτων δικαστικών λειτουργών θα ανέρχονταν, κατά τα ένδικα έτη, στο ίδιο τουλάχιστον ύψος. Επομένως, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι οι ισχυρισμοί που προβάλλει το Δημόσιο (με το κατατεθέν στις 9.6.2006 υπόμνημα προς το Δικαστήριο)· σύμφωνα με τους ισχυρισμούς αυτούς «Με την ως άνω διάταξη [της παρ. 9 του άρθρου 12 του ν. 3205/2003] δεν έχει επέλθει κύρωση των προαναφερομένων στην ένδικη αγωγή υπουργικών αποφάσεων, με τις οποίες χορηγήθηκε ειδική υπερωριακή αποζημίωση από τον λογαριασμό ΔΙ.Β.Ε.Ε.Τ., και, ως εκ τούτου, εφόσον οι εν λόγω υπουργικές αποφάσεις δεν έχουν δημοσιευτεί, κατά τα ως άνω εκτεθέντα, η αναφορά στη διάταξη του άρθρου 12 παρ. 8 του Ν. 3205/2003 ότι "οι προβλεπόμενες εκ των λογαριασμών αυτών αμοιβές και λοιπές παροχές ή αποζημιώσεις εξακολουθούν να καταβάλλονται στο ίδιο ύψος που έχουν διαμορφωθεί μέχρι την 31.12.2003 σύμφωνα με τις ισχύουσες περί αυτών διατάξεις" δεν παρέχει δικαίωμα καταβολής τους στους δικαιούχους και για τον λόγο αυτό, η επίμαχη παροχή δηλαδή η ειδική υπερωριακή αποζημίωση από τον λογαριασμό ΔΙ.Β.Ε.Ε.Τ. δεν μπορεί να αποτελέσει και μετά τις 31.12.2003 συνυπολογιστέο κονδύλι, για τη διαμόρφωση του συνόλου των καταβαλλομένων στους γενικούς διευθυντές του Υπουργείου Οικονομικών κ.λ.π. αποδοχών, ως βάσεως για τη διεκδίκηση εκ μέρους του ενάγοντος του αντιστοιχούντος στο βαθμό του ποσού από το σύνολο των αποδοχών αυτών».

   19. Επειδή, για την επίλυση του ανακύψαντος νομικού ζητήματος που εμπίπτει στη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου, δεν αρκεί η υπάρχουσα στο φάκελο βεβαίωση του τμήματος μισθοδοσίας του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους σχετικά με τις μηνιαίες ακαθάριστες αποδοχές που έλαβε από 1.1.2000 έως 31.12.2005 η Γενική Διευθύντρια του Ν.Σ.Κ., καθώς και βεβαίωση της ίδιας Υπηρεσίας σχετικά με τις πρόσθετες αποδοχές ΔΙ.Β.Ε.Ε.Τ. της ίδιας κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, αλλά απαιτείται να υποβληθούν στο Δικαστήριο αντίστοιχες βεβαιώσεις και για τους υπόλοιπους Γενικούς Διευθυντές, οι οποίοι αναφέρονται στην κρινόμενη αγωγή, καθώς και οι ως άνω 206540/6951/0022/19.10.1990, 2083594/6487/0022/26.11.1 992, 2012333/122'8/0022/25.2.1993 και 2065974/9752/0022/17.7.1 997 αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, προκειμένου να διακριβωθεί το ύψος των καταβληθέντων στα πρόσωπα αυτά ποσών κατά τα ένδικα έτη. Υπό τα δεδομένα αυτά, το Δικαστήριο κρίνει ότι πρέπει να αναβληθεί η έκδοση οριστικής αποφάσεως, προκειμένου να υποβληθούν τα ως άνω στοιχεία από το εναγόμενο Δημόσιο, εντός προθεσμίας ενός μηνός από την κοινοποίηση, με επιμέλεια της Γραμματείας του παρόντος Δικαστηρίου, της αποφάσεως αυτής.

   Δια ταύτα

   Απορρίπτει την κρινόμενη αγωγή κατά τις δύο πρώτες βάσεις της.

   Απέχει να αποφανθεί οριστικώς ως προς την τρίτη βάση.

   Επιβάλλει στο εναγόμενο Δημόσιο να αποστείλει στο Δικαστήριο τα αναφερόμενα στο αιτιολογικό στοιχεία εντός της οριζόμενης προθεσμίας..

   Διατάσσει την απόδοση του καταβληθέντος παραβόλου.

   Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 13 Σεπτεμβρίου 2006, 2 και 29 Νοεμβρίου 2006.

   Ο Προεδρεύων Αντιπρόεδρος                                                                                                        Η Γραμματέας

   Γ. Ανεμογιάννης                                                                                                                  Μ. Παπασαράντη

   και η απόφαση δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στις 5 Δεκεμβρίου 2006.

   Ο Πρόεδρος                                                                                                                            Η Γραμματέας

Γ. Παναγιωτόπουλος                                                                                                                Ι. Παπασαράντη