ΜΔΠρΠειρ 211/2010

 

Αποδοχές - Επίδομα ειδικής απασχόλησης προσωπικού Πυροσβεστικού Σώματος -.

 

Η διάταξη της περ. β της παρ. 4 του άρθρου 2 του Ν. 2448/1996, η οποία προβλέπει τη χορήγηση στο προσωπικό του Πυροσβεστικού Σώματος ποσού επιδόματος ειδικής απασχόλησης μειωμένου κατά 20.000 δραχμές σε σχέση με εκείνο, που λαμβάνουν τα μόνιμα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων σύμφωνα με τη διάταξη της περ. α της ίδιας ανωτέρω παραγράφου, δεν παραβιάζει την αρχή της ισότητας, λαμβανομένου υπόψη ότι η χορήγηση του επιδόματος ειδικής απασχόλησης αποτελεί συνάρτηση του χώρου, των συνθηκών και του τρόπου απασχόλησης των στρατιωτικών εν γένει, ενώ, εξάλλου, το προσωπικό του Πυροσβεστικού Σώματος λαμβάνει και επιπλέον μηνιαία αποζημίωση για κάθε ημέρα απασχόλησης του πέραν του πενθημέρου ανά εβδομάδα, αποζημίωση την οποία δε λαμβάνουν τα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων.

 

 

Αριθμός απόφασης α 211/2010

 

ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Τμήμα

8ο ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ

                   

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 25 Φεβρουαρίου 2009, με δικαστή τον Νικόλαο Κωτάκη, Πρωτοδίκη Διοικητικών Δικαστηρίων και γραμματέα τον Γεώργιο Λαμπρόπουλο, δικαστικό υπάλληλο.

 

Για να δικάσει την αγωγή με χρονολογία 26.9.2003.

 

Των: 1. ...  και 67. ..., κατοίκων ως εκ της υπηρεσίας τους, οι οποίοι δεν παραστάθηκαν.

 

Κατά του Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών και παραστάθηκε με δήλωση, κατ΄ άρθρο 29 παρ. 1 ν. 2915/01 της Δικαστικής Αντιπροσώπου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Μαρίας Βλάσση.

 

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση

 

το Δικαστήριο μελέτησε τα σχετικά έγγραφα.

Και

Σκέφτηκε κατά το νόμο.

 

 Με την κρινόμενη αγωγή επιδιώκεται παραδεκτώς να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει σε καθέναν από τους ενάγοντες ποσό 2.465,15 ευρώ, ως επίδομα ειδικής απασχόλησης, για το χρονικό διάστημα από 1.1.2000 έως 30.6.2003. Η αγωγή νομίμως φέρεται σε νέα συζήτηση μετά την έκδοση της 15839/2007 προδικαστικής απόφασης του Μονομελούς Διοικητικού Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία η υπόθεση παραπέμφθηκε στο παρόν Δικαστήριο, ως κατά τόπον αρμόδιο.

 

 

Στο άρθρο 13 παρ. 1 του Ν. 2018/1992 (ΦΕΚ 33 Α) ορίζεται ότι: «1. Οι αποδοχές του πυροσβεστικού προσωπικού του Πυροσβεστικού Σώματος καθορίζονται από το νόμο, που ισχύει κάθε φορά για το μισθολόγιο των στρατιωτικών». Εξάλλου, στο άρθρο 2 του Ν. 2448/1996 (ΦΕΚ 279 Α) «Μισθολογικές ρυθμίσεις μόνιμων στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και αντιστοίχων της Ελληνικής Αστυνομίας, του Πυροσβεστικού και του Λιμενικού Σώματος», όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 18 παρ. 2 του Ν. 2592/1998 (ΦΕΚ 57 Α), ορίζεται ότι: «Πέρα από το μηνιαίο βασικό μισθό του προηγούμενου άρθρου παρέχονται και τα εξής επιδόματα κατά μήνα: 1... 4. Ειδικής απασχόλησης για την Εθνική ʼμυνα, Δημόσια Τάξη και Ασφάλεια, που ορίζεται, κατά περίπτωση, ως εξής: α. Εθνικής ʼμυνας για τα μόνιμα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων: αα. Για ανώτατους αξιωματικούς σε εβδομήντα πέντε χιλιάδες (75.000) δραχμές από 1.1.1997 και σε εκατόν πενήντα χιλιάδες (150.000) δραχμές από 1.1.1998 και για λοιπούς αξιωματικούς και ανθυπασπιστές σε εβδομήντα πέντε χιλιάδες (75.000) δραχμές από 1.1.1997 και σε ογδόντα πέντε χιλιάδες (85.000) δραχμές από 1.1.1998. ββ. Για υπαξιωματικούς και μόνιμους στρατιώτες σε πενήντα πέντε χιλιάδες (55.000) δρχ. από 1.1.1997, και σε εξήντα πέντε χιλιάδες (65.000) δρχ. από 1.1.1998. β. Δημόσιας Τάξης και Ασφαλείας για το αστυνομικό προσωπικό της Ελληνικής Αστυνομίας καθώς και για το προσωπικό του Πυροσβεστικού και Λιμενικού Σώματος: αα. Για ανώτατους αξιωματικούς σε πενήντα πέντε χιλιάδες (55.000) δραχμές από 1.1.1997 και σε εκατόν είκοσι πέντε χιλιάδες (125.000) δραχμές από 1.1.1998 και για λοιπούς αξιωματικούς και ανθυπαστυνόμους ή αντίστοιχους σε πενήντα πέντε χιλιάδες (55.000) δραχμές από 1.1.1997 και σε εξήντα πέντε χιλιαδες (65.000) δραχμές από 1.1.1998. ββ. Για υπαξιωματικούς και αστυφύλακες ή αντίστοιχους σε τριάντα πέντε χιλιάδες (35.000) δρχ. από 1.1.1997, και σε σαράντα πέντε χιλιάδες (45.000) δρχ. από 1.1.1998. Από τη χορήγηση του ανωτέρω επιδόματος εξαιρούνται οι τελούντες σε κατάσταση πολεμικής ή μόνιμης διαθεσιμότητας και οι έφεδροι και δόκιμοι έφεδροι αξιωματικοί και οπλίτες θητείας και βραχείας ανακατάταξης (μέχρι τριών ετών). 5...». Τέλος, στο άρθρο μόνο της 14868.Φ.012.5/58/27.11.1981 κοινής απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Δημοσίας Τάξεως, η οποία κυρώθηκε με το άρθρο 55 του Ν. 1249/1982 (ΦΕΚ 43 Α) και δεν καταργήθηκε από το Ν. 2448/1996, όπως το άρθρο αυτό τροποποιήθηκε από την 5384/3213/25.2.1982 όμοια, ορίζεται ότι: «1. Χορηγείται ειδική αποζημίωση χιλίων (1.000) δραχμών για κάθε ημέρα απασχόλησης πλέον του 5νθημέρου την εβδομάδα, σε όσο προσωπικό των Σωμάτων Χωροφυλακής, Αστυνομίας Πόλεων και Πυροσβεστικού, καθώς και σε όσους Αγροφύλακες και Αρχιφύλακες Αγροφυλακής θα εργάζονται πέραν των πέντε (5) ημερών την εβδομάδα, λόγω της ιδιοτυπίας των συνθηκών λειτουργίας των Υπηρεσιών στις οποίες ανήκουν. 2. Οι λεπτομέρειες εφαρμογής της απόφασης αυτής ρυθμίζονται με διαταγή του Υπουργού Δημοσίας Τάξεως. 3... 4. Η χορηγουμένη ειδική αποζημίωση των χιλίων (1.000) δραχμών δίνεται για την κάλυψη ειδικών δαπανών στις οποίες υποβάλλονται τα όργανα των Σωμάτων Ασφαλείας, του Πυροσβεστικού Σώματος και οι Αγροφύλακες και Αρχιφύλακες της Αγροφυλακής, κατά την εκτέλεση της υπηρεσίας που τους ανατίθεται. 5...», ενώ από 1.1.2000 η ειδική αυτή αποζημίωση ανερχόταν στο ποσό των 9.000 δραχμών.

 

 

Όπως έχει κριθεί, η αρχή της ισότητας που καθιερώνεται στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, δεσμεύει τον κοινό νομοθέτη, ο οποίος μπορεί να ρυθμίσει με ενιαίο ή διαφορετικό τρόπο τις διάφορες πραγματικές ή προσωπικές καταστάσεις και σχέσεις ενόψει υφισταμένων κοινωνικών, οικονομικών, επαγγελματικών ή άλλων συνθηκών και στηριζόμενος σε γενικά και αντικειμενικά κριτηρία, τελούντα σε συνάφεια προς τα αντικείμενα της ρύθμισης περί της οποίας εκάστοτε πρόκειται. Πρέπει όμως κατά την επιλογή των διαφόρων τρόπων ρύθμισης να κινείται εντός των ορίων που διαγράφονται από την αρχή της ισότητας και αποκλείουν τόσο την έκδηλα άνιση μεταχείριση, όσο και την αυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων ή την ενιαία μεταχείριση καταστάσεων που τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες ή αντιθέτως τη διαφορετική μεταχείριση των αυτών ή παρόμοιων καταστάσεων (βλ. Σ.τ.Ε. 1743/2000, 3587/1997). Όμως, η αρχή αυτή δεν αποκλείει την ευρεία ευχέρεια του νομοθέτη όπως ανάλογα με τη φύση του υπό ρύθμιση θέματος και ενόψει των εκάστοτε ειδικών συνθηκών να προβεί στη θέσπιση διακρίσεων που δικαιολογούνται από τη συνδρομή των ειδικών αυτών συνθηκών ή από λόγους που εξυπηρετούν το γενικό συμφέρον ή ειδική σκοπιμότητα (βλ. Σ.τ.Ε. 2281/1995, 1504/1989). Εξάλλου, όπως προκύπτει από την εισηγητική έκθεση του Ν. 2448/1996, το επίδομα ειδικής απασχόλησης αποτελεί συνάρτηση του χώρου, των συνθηκών και του τρόπου απασχόλησης των στρατιωτικών εν γένει, ενώ η κατά 20.000 δρχ. μείωση του ως άνω ποσού του ίδιου επιδόματος που λαμβάνουν τα στελέχη της Ελληνικής Αστυνομίας, του Πυροσβεστικού Σώματος και του Λιμενικού Σώματος κρίνεται αναγκαία, καθόσον τα στελέχη αυτά λαμβάνουν μηνιαία αποζημίωση περίπου 20.000 δρχ. για κάθε ημέρα απασχόλησής τους πέραν του πενθημέρου, αποζημίωση την οποία δεν λαμβάνουν τα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων.

 

Στην πρoκειμένη περίπτωση από τα στoιχεία της δικoγραφίας πρoκύπτoυν τα ακόλoυθα: Οι ενάγοντες ανήκουν στο πυροσβεστικό προσωπικό του Πυροσβεστικού Σώματος και κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα από 1.1.2000 έως 30.6.2003 έλαβαν το επίδομα ειδικής απασχόλησης που προβλέπεται από το άρθρο 2 παρ. 4 του Ν. 2448/1996, ήτοι κατά ποσό μειωμένο από το αντίστοιχο ποσό που έλαβαν τα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων.

 

 

Ήδη, με την κρινόμενη αγωγή, οι ενάγοντες ζητούν να αναγνωριστεί η υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει νομιμοτόκως σε καθέναν από αυτούς ποσό 2.465,15 ευρώ, ως διαφορά μεταξύ του ποσού του χορηγούμενου σε αυτούς και στους ομοιόβαθμούς τους στις Ένοπλες Δυνάμεις επιδόματος ειδικής απασχόλησης, για το ανωτέρω κρίσιμο χρονικό διάστημα, ισχυριζόμενοι ότι η διαφοροποίηση στο ύψος του ένδικου επιδόματος αντιτίθεται στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, καθόσον το πυροσβεστικό προσωπικό του Πυροσβεστικού Σώματος τελεί σε ουσιωδώς όμοιες συνθήκες παροχής εργασίας και υπηρεσιών με το στρατιωτικό προσωπικό των Ενόπλων Δυνάμεων.

 

Με τα δεδομένα αυτά και ενόψει των διατάξεων που προπαρατέθηκαν και ερμηνεύθηκαν, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι η διαφοροποίηση του ποσού του προβλεπόμενου από το άρθρο 2 παρ. 4 του Ν. 2448/1996 επιδόματος ειδικής απασχόλησης ανάμεσα στα μόνιμα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων και σε αυτά της Ελληνικής Αστυνομίας, του Πυροσβεστικού Σώματος και του Λιμενικού Σώματος οφείλεται, σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση του ανωτέρω νόμου, στο ότι το αστυνομικό, πυροσβεστικό και λιμενικό προσωπικό διατηρεί την προβλεπόμενη από την 14868.Φ.012.5/58/27.11.1981 κοινή υπουργική απόφαση αποζημίωση για κάθε ημέρα απασχόλησής του πέραν του πενθημέρου, ύψους 20.000 δρχ. το μήνα περίπου, αποζημίωση την οποία δεν λαμβάνουν τα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων, κρίνει ότι η διαφοροποίηση αυτή δεν αντίκειται στη συνταγματική αρχή της ισότητας, καθόσον κατά τον τρόπο αυτό θεσπίζεται μία ποσοτική διάκριση που δικαιολογείται από λόγους που εξυπηρετούν ειδική σκοπιμότητα, η οποία αιτιολογείται πλήρως στην ανωτέρω εισηγητική έκθεση, και αποσκοπεί στην επίτευξη της ισότητας στις αποδοχές μεταξύ του μονίμου προσωπικού των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, απορριπτομένων των αντιθέτων ισχυρισμών των εναγόντων ως αβασίμων. Επομένως, οι ενάγοντες δεν δικαιούνται να λάβουν την ένδικη διαφορά του ως άνω επιδόματος.

 

Κατ’ ακολουθίαν, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να απορριφθεί, εκτιμωμένων όμως των περιστάσεων, πρέπει να απαλλαγούν οι ενάγοντες από τα δικαστικά έξoδα του εναγομένου, κατ’ εφαρμoγήν του άρθρου 275 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας.

 

 

ΔIΑ ΤΑΥΤΑ

 

 

Απορρίπτει την αγωγή.

 

Απαλλάσσει τους ενάγοντες από τα δικαστικά έξoδα.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ

 

ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΩΤΑΚΗΣ

 

Η απόφαση δημοσιεύθηκε στον Πειραιά στις 21-1-2010 σε έκτακτη δημόσια

συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου από την Πρόεδρο του Τμήματος, λόγω μετάθεσης του Δικαστή της υπόθεσης.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                     Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

ΚΥΡΙΑΚΟΥΛΑ ΤΑΣΟΥΛΑ          ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΛΑΜΠΡΟΠΟΥΛΟΣ