ΜΔΠρΠειρ 2089/2010

 

Διοικητικά δικαστήρια - Διοικητική Δικονομία - Τέλος δικαστικού ενσήμου - Προϋπόθεση του παραδεκτού καταψηφιστικής αγωγής - Διαχρονικό δίκαιο - Καταβολή οικογενειακής παροχής - Αντισυνταγματικότητα ρύθμισης -.

 

 

Η καθιέρωση διακρίσεων μεταξύ υπαλλήλων που βρίσκονται στην ίδια οικογενειακή κατάσταση, βάσει ειδικών προϋποθέσεων που δεν συνδέονται με την παρεχόμενη από αυτούς εργασία, αλλά είτε με την παροχή ή όχι εργασίας του συζύγου του υπαλλήλου είτε με το καθεστώς εργασίας του τελευταίου αυτού στο δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα, όπως είναι η στέρηση της απόληψης στο ακέραιο του οικογενειακού επιδόματος από υπάλληλο του Δημοσίου των Ν.Π.Δ.Δ. και των Ο.Τ.Α. ή του ιδιωτικού τομέα, ενώ, αντίθετα, συνάδελφοί τους που οι σύζυγοί τους δεν εργάζονται ή είναι ελεύθεροι επαγγελματίες το δικαιούνται στο ακέραιο, είναι αντίθετη με τη συνταγματική αρχή της ισότητας. Κατά συνέπεια, οι διατάξεις των παραγράφων 4 και 5 του άρθρου 12 του ν. 2470/1997, εφόσον απαγορεύουν τη διπλή καταβολή της οικογενειακής παροχής στους συζύγους, βάσει των παραπάνω διακρίσεων, αντίκεινται στα άρθρα 4 παρ. 1 και 21 παρ. 1 Σ, και είναι, ως εκ τούτου, ανίσχυρες και μη εφαρμοστέες. Στις περιπτώσεις αυτές εφαρμόζεται ο γενικός κανόνας της διάταξης της παραγράφου 1 του άρθρου 12 του ν. 2470/1997, κατά τον οποίο οι έγγαμοι υπάλληλοι λαμβάνουν αδιακρίτως οικογενειακή παροχή, προσαυξανόμενη ανάλογα με τον αριθμό των τέκνων τους, χωρίς τις διακρίσεις στις οποίες προβαίνουν οι κρινόμενες ως αντισυνταγματικές παράγραφοι. Η οικογενειακή παροχή δεν συνυπολογίζεται κατά την καταβολή των επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα καθώς και του επιδόματος αδείας.

 

 

Αριθμός Απόφασης: Α 2089/2010

 

ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Τμήμα

11ο ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ

 

 

Σ υ ν ε δ ρ ί α σ ε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 28 Σεπτεμβρίου 2009, με Δικαστή τη Μαρίνα-Αγγελική Σούπου, Πρωτοδίκη Διοικητικών Δικαστηρίων, και γραμματέα τον Δημήτριο Καπετάνιο, δικαστικό υπάλληλο,

 

γ ι α να δικάσει την αγωγή με ημερομηνία κατάθεσης 23-12-2002,

 

τ ω ν : 1) ... - 24) ..., οι οποίοι παραστάθηκαν δια της φερόμενης ως πληρεξούσιας δικηγόρου Μαργαρίτας Λιανού,

 

κ α τ ά  του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου με την επωνυμία «ΓΕΝΙΚΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΑΣΚΛΗΠΙΕΙΟ ΒΟΥΛΑΣ», που εκπροσωπείται από τον Διοικητή του και παραστάθηκε δια του πληρεξούσιου δικηγόρου Φωτίου Σαρρή.

 

Κ α τ ά τη συζήτηση, οι διάδικοι ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν όσα αναφέρονται στα πρακτικά.

 

Η κρίση του Δικαστηρίου είναι η εξής:

 

1. Επειδή, με την κρινόμενη αγωγή, οι ενάγοντες, υπάλληλοι του εναγομένου ν.π.δ.δ. με σχέση δημοσίου δικαίου, ζητούν να υποχρεωθεί το τελευταίο να καταβάλει σε καθέναν από αυτούς, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής και μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως, το ποσό των 2.394,71 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί, σύμφωνα με τους υπολογισμούς τους, στην προβλεπόμενη από τις διατάξεις του άρθρου 12 του Ν.2470/1997 και μη καταβληθείσα σ΄αυτούς οικογενειακή παροχή, για το χρονικό διάστημα από 1-1-2000 έως 30-6-2002. Με αυτό το περιεχόμενο η αγωγή, αρμοδίως φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου και πρέπει να εξετασθεί, κατ' αρχάς, ως προς το τυπικά παραδεκτό της άσκησής της.

 

 

2. Επειδή, το δικόγραφο της κρινόμενης αγωγής υπογράφεται από τη δικηγόρο Αθηνών, Ευμορφία Ρήγα, με την ιδιότητα της πληρεξούσιας των εναγόντων. Ενόψει της ιδιότητάς της αυτής, η κλήση για να παρασταθούν οι ενάγοντες κατά τη συζήτηση της υπόθεσής τους στην ορισθείσα γι’ αυτήν πρώτη δικάσιμο της 27-4-2009, ημέρα Δευτέρα και ώρα 12μ.μ. επιδόθηκε νομότυπα στην ανωτέρω δικηγόρο δια θυροκολλήσεως, που διενεργήθηκε στη νέα διεύθυνση του  γραφείου της (οδός Κηφισιάς 38), παρουσία του μάρτυρα ..., δεδομένου ότι δεν βρισκόταν εκεί η ίδια ή κάποιος υπάλληλος ή συνεργάτης της για να την παραλάβει,  κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 50 παρ.1 και 52, 55 παρ.1 του Κ.Δ.Δ. (βλ. σχετικά το από 5-2-2009 αποδεικτικό επιδόσεως του επιμελητή Διοικητικών Δικαστηρίων ...). Κατά τη δικάσιμο αυτή οι ενάγοντες δεν παραστάθηκαν στο ακροατήριο δια της υπογράφουσας δικηγόρου, το δε Δικαστήριο ανέβαλε αυτεπαγγέλτως τη συζήτηση της υπόθεσης για τη δικάσιμο της 28-9-2010, λόγω μη προσκόμισης του διοικητικού φακέλου από το εναγόμενο ν.π.δ.δ., χωρίς να διατάξει νέα κλήτευση των διαδίκων (βλ. τα πρακτικά της δημόσιας συνεδρίασης της 27-4-2004). Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στην παρούσα εξ αναβολής δικάσιμο, οι ενάγοντες  παραστάθηκαν με την φερόμενη ως πληρεξούσια δικηγόρο Μαργαρίτα Λιανού, η οποία ζήτησε και έλαβε από το Δικαστήριο προθεσμία τριάντα ημερών για να προσκομίσει έγγραφα παροχής πληρεξουσιότητας. Όπως, όμως, προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου και ειδικότερα από τη σχετική σημείωση του γραμματέα του Δικαστηρίου, που φέρει ημερομηνία 21-10-2009 τελικώς κατατέθηκαν έγγραφα παροχής πληρεξουσιότητας προς την ως άνω υπογράφουσα το δικόγραφο δικηγόρο, Ευμορφία Ρήγα, μόνο από την 2η, την 11η και την 12η των εναγόντων. Με τα δεδομένα αυτά και ενόψει των διατάξεων των άρθρων 28 παρ. 5, σε συνδυασμό με τα άρθρα 27 παρ. 1, 28 παρ. 2, 30 παρ.1 και 2 και 35 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Ν.2717/1999, Α-97), η κρινόμενη αγωγή πρέπει να απορριφθεί, ως απαράδεκτη κατά το μέρος, που ασκήθηκε από τους 1η, 3η, 4η, 5η, 6ο, 7η, 8η, 9η, 10η, 13η, 14η, 15η, 16η, 17η , 18η, 19η, 20ο, 21η, 22η,23η και 24η  κατά τη σειρά αρίθμησης στον δικόγραφο των εναγόντων, λόγω μη νομιμοποίησης της υπογράφουσας το δικόγραφο της αγωγής δικηγόρου.

 

 

3. Επειδή, περαιτέρω, στο άρθρο 274 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας προβλεπόταν ότι «1. Για το παραδεκτό της καταψηφιστικής αγωγής, είτε αυτή ασκείται αυτοτελώς είτε σωρευτικώς με προσφυγή, καθώς και για το παραδεκτό της αντίστοιχης κύριας παρέμβασης, καταβάλλεται το τέλος δικαστικού ενσήμου που προβλέπεται από τον ν. ΓΟΗ/1912, όπως εκάστοτε ισχύει 2. Στις διαφορές ανάμεσα στους οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης και του αμέσως ή εμμέσως ασφαλισμένους σε αυτούς, δεν καταβάλλεται τέλος δικαστικού ενσήμου αν το αντικείμενο της διαφοράς δεν υπερβαίνει τις διακόσιες χιλιάδες (200.000) δραχμές. 3. Το τέλος δικαστικού ενσήμου καταβάλλεται ως την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης. Αν ως τότε δεν καταβληθεί και αφού προηγηθεί η διαδικασία που  προβλέπεται στο άρθρο 139Α, το δικαστήριο, με απόφασή του, αναστέλλει την πρόοδο της δίκης, ώστε να καταβληθεί το ελλείπον τέλος δικαστικού ενσήμου, ορίζοντας συγχρόνως ημερομηνία για τη νέα συζήτηση της υπόθεσης. Αν και ως τη νέα αυτή συζήτηση τούτο δεν καταβληθεί, η αγωγή ... απορρίπτεται ως απαράδεκτη [όπως η παρ.3 ίσχυε μετά την αντικατάσταση της με την παρ.6 του άρθρου 22 Ν.3226/2004 (Α 24)]. Εξάλλου, με το άρθρο 34 του Ν.3659/2008 (Α 77/7-5-2008), που άρχισε να ισχύει από 8-6-2008 του νόμου αυτού η παρ.2 του ως άνω άρθρου αντικαταστάθηκε ως εξής : «2. Προκειμένου για απαιτήσεις αμέσως ή εμμέσως ασφαλισμένων κατά των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης, καθώς και για απαιτήσεις για κάθε είδους αποδοχές του προσωπικού γενικώς του Δημοσίου, .... και των λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, οι οποίες ρυθμίζονται από διατάξεις κανονιστικού

περιεχομένου, έστω και αν βασίζονται σε παράνομες πράξεις ή στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, δεν καταβάλλεται τέλος δικαστικού ενσήμου για το αίτημα της αγωγής ή της κύριας παρέμβασης μέχρι του ποσού των έξι χιλιάδων (6.000) ευρώ». Με τα δεδομένα αυτά και ενόψει του ότι κρίσιμος χρόνος, σύμφωνα με την παρ.3 του άρθρου 274 του Κ.Δ.Δ. για την υποχρέωση καταβολής του τέλους δικαστικού ενσήμου είναι ο χρόνος της συζήτησης της αγωγής, ανεξάρτητα από το χρόνο άσκησής της (πρβλ. ΔΕΦΑθ 38/2009), το Δικαστήριο κρίνει ότι νομίμως δεν καταβλήθηκε τέλος δικαστικού ενσήμου από την 2η , την 11η και την 12η των εναγόντων, αφού κατά το χρόνο της συζήτησης της κρινόμενης αγωγής (28-9-2009)ίσχυε η διάταξη του άρθρου 34 του Ν.3659/2008 και ως εκ τούτου, δεν υφίστατο σχετική υποχρέωση ενόψει του ύψους του αιτούμενου από την καθεμία ποσού 2.394,71 ευρώ.

 

 

4. Επειδή, εξάλλου, το εναγόμενο Νοσοκομείο, το οποίο κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής αποτελούσε αποκεντρωμένη και ανεξάρτητη μονάδα του αντίστοιχου Πε.Σ.Υ. με διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια κατ΄ άρθρο 1 παρ. 4 του Ν. 2889/2001 (Α΄ 37/2.3.2001) έχοντας την ικανότητα να είναι διάδικος, μετά δε την ισχύ του άρθρου 7 παρ. 1 του Ν. 3329/2005 (Α΄ 81) είναι πλέον αυτοδιοικούμενο ν.π.δ.δ., νομιμοποιείται παθητικά στην παρούσα δίκη και κατά συνέπεια η κρινόμενη αγωγή παραδεκτώς στρέφεται κατ΄ αυτού (ΣτΕ 2539/2008, 3099/2003, 517/2003). Κατόπιν αυτών και δεδομένου ότι κατά τα λοιπά η αγωγή έχει ασκηθεί παραδεκτώς πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί στην ουσία.

 

 

5. Επειδή, περαιτέρω, στο άρθρο 4 παρ.1 του ισχύοντος Συντάγματος ορίζεται ότι: «Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου», και στο άρθρο 21 παρ.1 αυτού ότι: «Η οικογένεια, ως θεμέλιο της συντήρησης και της προαγωγής του Έθνους, καθώς και ο γάμος, η μητρότητα και η παιδική ηλικία τελούν υπό την προστασία του Κράτους». Εξάλλου, ο Ν.2470/1997 «Αναμόρφωση μισθολογίου προσωπικού της Δημόσιας Διοίκησης και άλλες συναφείς διατάξεις» (Α΄-40), που αντικατέστησε τον νόμο Ν.1505/1984 «Αναδιάρθρωση μισθολογίου προσωπικού της Δημόσιας Διοίκησης και άλλες συναφείς διατάξεις» (Α- 194), ορίζει στο άρθρο 12 - όπως η παράγραφος 4 αυτού αντικαταστάθηκε με το άρθρο 21 παρ.1 του Ν.2515/1997 (Α΄-154) - ότι: «1. Για την ενίσχυση της οικογένειας των υπαλλήλων, που εμπίπτουν στις ρυθμίσεις του παρόντος νόμου, χορηγείται μηνιαία οικογενειακή παροχή ανάλογα με την οικογενειακή κατάσταση των υπαλλήλων ως εξής: α) Για οικογένεια εγγάμων υπαλλήλων, χωρίς ή με ενήλικα τέκνα, δώδεκα χιλιάδες (12.000) δραχμές. β) Για οικογένεια με τέκνα ανήλικα ή ανίκανα σωματικά ή πνευματικά για άσκηση βιοποριστικού επαγγέλματος με ποσοστό αναπηρίας 50% τουλάχιστον, η ανωτέρω παροχή προσαυξάνεται κατά έξι χιλιάδες (6.000) δραχμές για καθένα από τα δύο πρώτα τέκνα, κατά δώδεκα χιλιάδες (12.000) δραχμές για το τρίτο, κατά δεκαέξι χιλιάδες (16.000) δραχμές για το τέταρτο και κατά είκοσι πέντε χιλιάδες (25.000) δραχμές για καθένα από το πέμπτο τέκνο και άνω.  Η κατά τα ανωτέρω προσαύξηση χορηγείται για τέκνα προερχόμενα από γάμο, φυσικά, θετά ή αναγνωρισθέντα, εφόσον είναι άγαμα και δεν υπερβαίνουν το 18ο έτος της ηλικίας τους ή το 19ο έτος, εφόσον φοιτούν στη Μέση Εκπαίδευση 2. Ειδικά, για τέκνα που φοιτούν σε ανώτερες και ανώτατες σχολές, καθώς και σε Ινστιτούτα Επαγγελματικής Κατάρτισης (ΙΕΚ), η προσαύξηση της προηγούμενης παραγράφου παρέχεται μόνο κατά το χρόνο φοίτησής τους, όπως αυτός προβλέπεται από τον Οργανισμό κάθε Σχολής, σε καμία όμως περίπτωση πέρα από τη συμπλήρωση του 24ου έτους της ηλικίας τους. 3. Για τη διακοπή της προσαύξησης της παροχής αυτής, λόγω συμπλήρωσης των ανωτέρω, κατά περίπτωση, ορίων, ως ημέρα γέννησης των παιδιών θεωρείται η 31η Δεκεμβρίου του έτους γέννησής τους και, προκειμένου περί φοιτητών ή σπουδαστών, η λήξη του ακαδημαϊκού ή σπουδαστικού έτους. 4. Στην περίπτωση που ο ένας από τους δύο συζύγους λαμβάνει οικογενειακό επίδομα από οποιαδήποτε πηγή του δημόσιου ή ιδιωτικού τομέα, τότε στον έτερο σύζυγο υπάλληλο του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ. ή Ο.Τ.Α. καταβάλλεται συμπληρωματικό ποσό ως εξής: α. Το ποσό των προσαυξήσεων λόγω τέκνων όταν το καταβαλλόμενο στον έτερο αναφέρεται μόνο σε επίδομα γάμου. β. Το βασικό ποσό της οικογενειακής παροχής, χωρίς προσαυξήσεις, όταν το καταβαλλόμενο ποσό στον έτερο αναφέρεται μόνο σε επίδομα τέκνων. 5. Στην περίπτωση που και οι δύο σύζυγοι είναι υπάλληλοι του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ. και των Ο.Τ.Α. η ανωτέρω παροχή καταβάλλεται στον έναν από αυτούς, κατ' επιλογή τους, με κοινή υπεύθυνη δήλωση του ν.1599/1986 (ΦΕΚ 75 Α΄), που υποβάλλεται στους εκκαθαριστές αποδοχών και των δύο συζύγων.6.». Επίσης, στο άρθρο 9 του ανωτέρω νόμου προβλέπεται ότι «1. Το Επίδομα Εορτών Χριστουγέννων ορίζεται ίσο με το μηνιαίο βασικό μισθό του μισθολογικού κλιμακίου που έχει κάθε φορά ο υπάλληλος μετά του επιδόματος χρόνου υπηρεσίας και του επιδόματος εξομόλυνσης. ....2. Το Επίδομα Εορτών Πάσχα ορίζεται ίσο προς το ήμισυ των μηνιαίων ποσών του βασικού μισθού του μισθολογικού κλιμακίου που έχει κάθε φορά ο υπάλληλος και των επιδομάτων χρόνου υπηρεσίας και εξομάλυνσης ....3. Το Επίδομα Αδείας ορίζεται ίσο προς το ήμισυ των μηνιαίων ποσών του βασικού μισθού του μισθολογικού κλιμακίου που έχει κάθε φορά ο υπάλληλος και των επιδομάτων χρόνου υπηρεσίας ....».

 

 

6. Επειδή, όπως συνάγεται από τις παραπάνω διατάξεις του άρθρου 12 του Ν. 2470/1997, η προβλεπόμενη απ΄αυτές οικογενειακή παροχή χορηγείται στους έγγαμους υπαλλήλους, που εμπίπτουν στις ρυθμίσεις του νόμου αυτού, λόγω της εργασίας τους ως μέρος της αντιπαροχής για την εργασία, που προσφέρουν, και αποτελεί προσαύξηση του μισθού, που λαμβάνουν, για την αντιμετώπιση των πρόσθετων οικογενειακών βαρών που συνεπάγεται η δημιουργία οικογένειας. Η ευμενέστερη αυτή μισθολογική μεταχείριση των έγγαμων υπαλλήλων είναι επιτρεπτή συνταγματικά λόγω της προβλεπόμενης από το άρθρο 21 του Συντάγματος προστασίας του γάμου, της οικογένειας, της μητρότητας και της παιδικής ηλικίας, στο πλαίσιο της οποίας ο κοινός νομοθέτης εξουσιοδοτείται, μεταξύ άλλων, να θεσπίσει πρόσθετη αμοιβή για τους εργαζόμενους που συνάπτουν γάμο και δημιουργούν οικογένεια. Η καθιέρωση, όμως, διακρίσεων μεταξύ υπαλλήλων που βρίσκονται στην ίδια οικογενειακή κατάσταση, βάσει ειδικών προϋποθέσεων που δεν συνδέονται με την παρεχόμενη από αυτούς εργασία, αλλά είτε με την παροχή ή όχι εργασίας του συζύγου του υπαλλήλου είτε με το καθεστώς εργασίας του τελευταίου αυτού στο δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα, όπως είναι η στέρηση της απόληψης στο ακέραιο του οικογενειακού επιδόματος από υπάλληλο του Δημοσίου των Ν.Π.Δ.Δ. και των Ο.Τ.Α. ή του ιδιωτικού τομέα, ενώ, αντίθετα, συνάδελφοί τους που οι σύζυγοί τους δεν εργάζονται ή είναι ελεύθεροι επαγγελματίες το δικαιούνται στο ακέραιο, είναι αντίθετη με τη συνταγματική αρχή της ισότητας. Περαιτέρω οι διακρίσεις αυτές αντιστρατεύονται και τους στόχους του άρθρου 21 παρ.1 του Συντάγματος, το οποίο αντιλαμβάνεται ως ισότιμη τη συμμετοχή των εργαζόμενων συζύγων στη δημιουργία οικογένειας. Κατά συνέπεια, οι διατάξεις των παραγράφων 4 και 5 του άρθρου 12 του Ν.2470/1997, εφόσον απαγορεύουν τη διπλή καταβολή της οικογενειακής παροχής στους συζύγους, βάσει των παραπάνω διακρίσεων, αντίκεινται, ενόψει όσων προαναφέρθηκαν, στα άρθρα 4 παρ.1 και 21 παρ.1 του Συντάγματος, και είναι, ως εκ τούτου, ανίσχυρες και μη εφαρμοστέες. Κατόπιν αυτών, ισχύει εν προκειμένω και είναι άμεσα εφαρμοστέος ο γενικός κανόνας της διάταξης της παραγράφου 1 του άρθρου 12 του Ν.2470/1997, κατά τον οποίο οι έγγαμοι υπάλληλοι λαμβάνουν αδιακρίτως οικογενειακή παροχή, προσαυξανόμενη ανάλογα με τον αριθμό των τέκνων τους, χωρίς τις διακρίσεις στις οποίες προβαίνουν οι κρινόμενες ως αντισυνταγματικές, κατά τα εκτεθέντα, παράγραφοι [πρβλ. ΑΕΔ 3/2001, με την οποία κρίθηκε ανίσχυρη ως αντισυνταγματική η παρ.6 του άρθρου 11 του Ν.1505/1985 (Α΄ -194), που περιείχε ρύθμιση ταυτόσημη προς τις θεσπισθείσες με τις πιο πάνω διατάξεις των παρ.4 και 5 του άρθρου 12 του Ν.2470/1997, επίσης, βλ. ΣτE 642/2007, 898/2007, 3100/2007, 443/2006, 890/2006, 2765/2005, 1579/2004, 2027/2004 κ.α.). Εξάλλου, όπως συνάγεται από τη διάταξη του άρθρου 9 του ίδιου νόμου η οικογενειακή παροχή δεν συνυπολογίζεται κατά την καταβολή των επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα καθώς και του επιδόματος αδείας.

 

 

7. Επειδή, εξάλλου, με το άρθρο 26 του N. 3205/2003 (Α΄297), που δημοσιεύθηκε μετά την άσκηση της κρινόμενης αγωγής, ορίσθηκαν τα εξής: «Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών καθορίζονται ο τρόπος και ο ακριβής χρόνος εξόφλησης των απαιτήσεων, καθώς και κάθε άλλη λεπτομέρεια, των εν ενεργεία υπαλλήλων και λειτουργών του Δημοσίου, των Ο.Τ.Α. και των λοιπών Ν.Π.Δ.Δ., καθώς και των μόνιμων στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και αντιστοίχων των Σωμάτων Ασφαλείας, οι οποίες απορρέουν από τη μη σύγχρονη καταβολή και στους δύο συζύγους της οικογενειακής παροχής λόγω γάμου και τέκνων του άρθρου 12 του ν. 2470/1997, κατά το χρονικό διάστημα από 1.3.2001 μέχρι 30.6.2002, είτε έχουν ασκήσει αγωγές είτε όχι. Στην ανωτέρω ρύθμιση υπάγονται και οι περιπτώσεις για τις οποίες έχουν εκδοθεί τελεσίδικες ή αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις και οι απαιτήσεις που απορρέουν από αυτές για το ανωτέρω χρονικό διάστημα δεν έχουν εξοφληθεί μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος νόμου. Για το ίδιο χρονικό διάστημα οι εκκρεμείς δίκες καταργούνται...». Κατ΄ εξουσιοδότηση του πιο πάνω άρθρου εκδόθηκε η οικ.2/3013/0022/20.1.2004 (Β΄ 70) απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, σύμφωνα με την οποία οι αναδρομικές απαιτήσεις για την καταβολή της οικογενειακής παροχής λόγω γάμου και τέκνων του άρθρου 12 του Ν. 2470/1997, χρονικού διαστήματος από 1-3-2001 μέχρι 30-6-2002, εξοφλούνται τμηματικά σε τρεις ετήσιες δόσεις, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στην απόφαση αυτή.

 

 

8. Επειδή, στην προκείμενη περίπτωση από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα εξής πραγματικά περιστατικά: Οι 2η , 11η και 12η των εναγόντων ήταν κατά το ένδικο χρονικό διάστημα (1-1-2000 έως 30-6-2002) μόνιμες υπάλληλοι του εναγόμενου ν.π.δ.δ. Ειδικότερα, η  2η ενάγουσα, ..., ήταν κατά το ως άνω διάστημα έγγαμη με τον ... και μητέρα δυο ανήλικων τέκνων, που γεννήθηκαν στις 4-2-1986 (βλ. το 5457/19-11-2008 πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης του Δημάρχου του Δήμου Κλεινόβου Τρικάλων), η 11η ενάγουσα, ..., ήταν έγγαμη με τον ... και μητέρα δυο τέκνων, εκ των οποίων το πρώτο γεννήθηκε στις 20-11-1979 και επομένως συμπλήρωσε το 18ο έτος της ηλικίας του το έτος 1995 και το δεύτερο γεννήθηκε στις 28-8-1982 και επομένως συμπλήρωσε το 18ο έτος της ηλικίας του το έτος 2000 (βλ. το 11397/25-9-2009 πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης του Δημάρχου του Δήμου Βάρης Αττικής) και η 12η ενάγουσα, ..., ήταν έγγαμη με τον ... και μητέρα δυο τέκνων, εκ των οποίων το πρώτο γεννήθηκε στις 7-7-1982 και επομένως συμπλήρωσε το 18ο έτος της ηλικίας του το έτος 2000 και το δεύτερο γεννήθηκε στις 14-7-1983 και επομένως συμπλήρωσε το 18ο έτος της ηλικίας του το έτος 2001 (βλ. το 18935/25-9-2009 πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης του Δημάρχου του Δήμου Βούλας Αττικής). Εξάλλου, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη 5056/13-4-2009 βεβαίωση του Διευθυντή του εναγομένου ν.π.δ.δ. οι προαναφερθείσες ενάγουσες έλαβαν την οικογενειακή παροχή (γάμου-τέκνων) για το χρονικό διάστημα από 1-3-2001 έως 30-6-2002. Ήδη, με την κρινόμενη αγωγή, οι ανωτέρω ισχυρίζονται, ότι οι σχετικές διατάξεις των παρ.4 και 5 του άρθρου 12 του Ν. 2470/1997, που απαγορεύουν τη διπλή καταβολή της οικογενειακής παροχής σε περίπτωση κατά την οποία και οι δύο σύζυγοι είναι υπάλληλοι του Δημοσίου ή Ν.Π.Δ.Δ. ή Ο.Τ.Α. ή όταν ο ένας από τους δύο είναι υπάλληλος των εν λόγω υπηρεσιών και ο άλλος υπάλληλος του ευρύτερου δημόσιου τομέα είναι ανίσχυρες και μη εφαρμοστέες, διότι αντίκεινται στα άρθρα 4 παρ. 2, 21 παρ.1 και 22 παρ.1 του Συντάγματος καθώς και στο άρθρο 119 (ήδη άρθρο 141) της Συνθήκης της Ε.Ο.Κ., ζητούν δε να υποχρεωθεί το εναγόμενο Ν.Π.Δ.Δ. να καταβάλει σε καθεμία από αυτές, νομιμοτόκως από της επιδόσεως της αγωγής τους, το ποσό των 2.394,71 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί, σύμφωνα με τους υπολογισμούς τους, στην μη καταβληθείσα σ αυτές κατά το ως άνω χρονικό διάστημα παροχή.

 

 

9. Επειδή, με τα δεδομένα αυτά και λαμβάνοντας, κατ’ αρχήν, υπόψη την προαναφερθείσα βεβαίωση του εναγομένου Νοσοκομείου, σύμφωνα με την οποία οι αξιώσεις της 2ης, 11ης και 12ης των εναγόντων, που ανάγονται στο χρονικό διάστημα από 1-3-2001 έως 30-6-2002 έχουν ήδη ικανοποιηθεί, το Δικαστήριο κρίνει, ότι η δίκη πρέπει κατά το μέρος αυτό να καταργηθεί, σύμφωνα με το άρθρο 142 παρ. 1 περ. α΄ του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, δεδομένου ότι εξέλιπε το αντικείμενο της δίκης. Περαιτέρω, ενόψει όσων έγιναν ερμηνευτικώς δεκτά στην 6η σκέψη της απόφασης αυτής, σύμφωνα με τα οποία οι διατάξεις των παρ. 4 και 5 του άρθρου 12 του Ν. 2470/1997 είναι ανίσχυρες ως αντικείμενες στα άρθρα 4 παρ.1 και 21 παρ.1 του Συντάγματος και λαμβάνοντας υπόψη, ότι από την ίδια ως άνω  βεβαίωση συνάγεται ότι οι ως άνω ενάγουσες δεν έλαβαν την ένδικη παροχή για το διάστημα από 1-1-2000 έως 28-2-2001, το Δικαστήριο κρίνει, ότι οι 2η, 11η και 12η των εναγόντων δικαιούνται, κατ΄ αρχήν, να λάβουν την οικογενειακή παροχή, κατ΄ άμεση εφαρμογή των διατάξεων της παρ.1 του άρθρου 12 του Ν. 2470/1997, που προβλέπουν τη χορήγηση της οικογενειακής παροχής και στους υπαλλήλους των ν.π.δ.δ., χωρίς τους περιορισμούς που τίθενται από τη διάταξη της παρ. 5 του ίδιου άρθρου. Επομένως, με τα δεδομένα αυτά και  λαμβάνοντας υπόψη ότι, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 12 παρ.1 του Ν.2470/1997, η μηνιαία οικογενειακή παροχή καθορίζεται, από 1-1-1997 σε 12.000 δραχμές (ήδη 35,22 ευρώ) για το επίδομα γάμου και σε 6.000 δραχμές (ήδη 15,61 ευρώ) για καθένα από τα δύο πρώτα τέκνα και περαιτέρω, ότι η εν λόγω παροχή δεν συνυπολογίζεται κατά την καταβολή των επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και του επιδόματος αδείας, οι ενάγουσες δικαιούνται, ενόψει της οικογενειακής τους κατάστασης, όπως αυτή προκύπτει από τα προσκομιζόμενα στοιχεία, να λάβουν για το χρονικό διάστημα από 1-1-2000 έως 28-2-2001, ως οικογενειακή παροχή, τα εξής ποσά: 1) η 2η ενάγουσα, ..., το συνολικό ποσό των 336.000 δραχμών (ήδη 986,06 ευρώ), που αναλύεται σε : α) 168.000 δραχμές (ήδη 493,03 ευρώ) ως επίδομα γάμου (12.000 δραχμές Χ 14 μήνες), β) 84.000 δραχμές (ήδη 246,51 ευρώ) ως επίδομα για το πρώτο τέκνο της (6.000 δραχμές Χ 14 μήνες) και 84.000 δραχμές (ήδη 246,51 ευρώ) ως επίδομα για το δεύτερο τέκνο της (6.000 δραχμές Χ 14 μήνες), δεδομένου ότι αυτά, σύμφωνα με τον προσκομισθέν πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης, ήταν ανήλικα κατά το ένδικο χρονικό διάστημα, 2) η 11η ενάγουσα, ..., το συνολικό ποσό των 168.000 δραχμών (ήδη 493,03 ευρώ) ως επίδομα γάμου (12.000 δραχμές Χ 14 μήνες), ενώ δεν δικαιούται επίδομα τέκνων για τα δυο τέκνα της, αφού αυτά, σύμφωνα με το προσκομισθέν πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης, είχαν ενηλικιωθεί ήδη από τα έτη 1988 και 1996, αντίστοιχα, 3) η 12η ενάγουσα, ..., το συνολικό ποσό των 324.000 δραχμών (ήδη 950,84 ευρώ), που αναλύεται σε α) 168.000 δραχμές (ήδη 493,03 ευρώ) ως επίδομα γάμου (12.000 δραχμές Χ 14 μήνες), β) 72.000 δραχμές (ήδη 211,30 ευρώ) ως επίδομα για το πρώτο τέκνο της (6.000 δραχμές Χ 12 μήνες) δεδομένου ότι αυτό, σύμφωνα με το προσκομισθέν πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης σε συνδυασμό με τη διάταξη της παρ.3 του άρθρου 12 του Ν.2470/1997,  συμπλήρωσε το 18ο έτος της ηλικίας του στις 31-12-2000  και 84.000 δραχμές (ήδη 246,51 ευρώ) ως επίδομα για το δεύτερο τέκνο της (6.000 δραχμές Χ 14 μήνες), το οποίο, σύμφωνα με το ίδιο πιστοποιητικό σε συνδυασμό με τη διάταξη της παρ.3 του άρθρου 12 του Ν.2470/1997,  συμπλήρωσε το 18ο έτος της ηλικίας του στις 31-12-2001. Τα ποσά αυτά πρέπει να καταβληθούν στις ενάγουσες με το νόμιμο τόκο από τις 3-2-2009, οπότε αντίγραφο του δικογράφου της αγωγής και σχετική κλήση για παράσταση στο ακροατήριο επιδόθηκε, ύστερα από έγγραφη παραγγελία του Γραμματέα του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πειραιά στο εναγόμενο ν.π.δ.δ., δια παραδόσεως αυτών στην υπάλληλο αυτού ...(βλ. το από 3-2-2009 αποδεικτικό επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας ...) και έως την εξόφληση, καθόσον από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση αυτού πριν από την προαναφερόμενη ημερομηνία.

 

 

10. Επειδή, κατόπιν των ανωτέρω, η κρινόμενη αγωγή πρέπει ν’ απορριφθεί ως απαράδεκτη ως προς τους 1η, 3η, 4η, 5η, 6ο, 7η, 8η, 9η, 10η, 13η, 14η, 15η, 16η, 17η , 18η, 19η, 20ο, 21η, 22η,23η και 24η  των εναγόντων, ν’ απαλλαγούν δε αυτοί, κατ’ εκτίμηση των περιστάσεων, από την καταβολή των δικαστικών εξόδων του εναγομένου ν.π.δ.δ., σύμφωνα με το άρθρο 275 παρ.1 εδ. τελευταίο του Κ.Δ.Δ. Περαιτέρω, ως προς τις 2η, 11η και 12η των εναγόντων η δίκη πρέπει να καταργηθεί για το χρονικό διάστημα από 1-3-2001 έως 30-6-2002, ενώ, κατά τα λοιπά η αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και να υποχρεωθεί το εναγόμενο ν.π.δ.δ. να καταβάλει νομιμοτόκως, από της επιδόσεως της αγωγής και μέχρι ολοσχερούς εξοφλήσεως, στην 2η εξ αυτών το ποσό των 986,06 ευρώ, στην 11η εξ αυτών το ποσό των 493,03 ευρώ και στη 12η εξ αυτών το ποσό των 950,84 ευρώ, ενώ, τα δικαστικά έξοδα πρέπει να συμψηφισθούν μεταξύ αυτών και του εναγομένου ν.π.δ.δ., λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας αυτών, σύμφωνα με το άρθρο 275 παρ. 1 εδ.γ’ του Κ.Δ.Δ.

 

                         ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ

 

- Απορρίπτει την αγωγή ως απαράδεκτη ως προς τους 1η (...),3η (...), 4η (...), 5η (...), 6η (...), 7η (..), 8η (...), 9η (...), 10η (...), 13η (...), 14η (...), 15η (...), 16η (...), 17η (...), 18η (...), 19η (...), 20ο (..), 21η  (...), 22η (...), 23η  (...), 24η  (..) των εναγόντων.

 

- Απαλλάσσει αυτούς από την καταβολή των δικαστικών εξόδων του εναγομένου ν.π.δ.δ.

 

- Καταργεί τη δίκη για το χρονικό διάστημα από 1-3-2001 έως 30-6-2002 ως προς τις 2η (...), 11η (...), 12η (...).

 

-Δέχεται εν μέρει την αγωγή ως προς τις ως άνω ενάγουσες.

 

- Υποχρεώνει το εναγόμενο ν.π.δ.δ. να καταβάλει νομιμοτόκως από  την επίδοση της αγωγής  (3-2-2009) και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση στην 2η ενάγουσα (...) το ποσό των εννιακοσίων ογδόντα έξι ευρώ και έξι λεπτών (986,06), στην 11η ενάγουσα (..) το ποσό των τετρακοσίων ενενήντα τριών ευρώ και τριών λεπτών (493,03) και στην 12η ενάγουσα (...) το ποσό των εννιακοσίων πενήντα ευρώ και ογδόντα τεσσάρων λεπτών (950,84) ως οικογενειακή παροχή για το χρονικό διάστημα από 1-1-2000 έως 28-2-2001.

 

- Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των 2ης, 11ης  και 12ης των εναγόντων και του εναγόμενου ν.π.δ.δ.

 

Η απόφαση δημοσιεύτηκε στον Πειραιά, κατά την έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, στις 30 Απριλίου 2010.

 

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                        Ο  ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΜΑΡΙΝΑ-ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΣΟΥΠΟΥ          ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΑΠΕΤΑΝΙΟΣ