ΜΔΠρΑθ 12852/2018

 

Επαγγελματικά δικαιώματα αποφοίτων Τ.Ε.Ι. - Απόφοιτοι Τ.Ε.Ι. Ανακαίνισης και Αποκατάστασης Κτιρίων -.

 

Παράλειψη από την Διοίκηση έκδοσης κανονιστικής διοικητικής πράξης (Προεδρικού Διατάγματος) για την αναγνώριση επαγγελματικών δικαιωμάτων των αποφοίτων. Χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αγωγή αποζημίωσης σύμφωνα με το άρθρο 105 του ΕισΝΑΚ. Δέχεται εν μέρει.

 

 

 

Αριθμός απόφασης 12852/2018

 

ΓΑΚ:…, /2012

 

ΤΟ

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΑΣ

Τμήμα 28ο Μονομελές

 

σ υ ν ε δ ρ ί α σ ε  δημόσια στο ακροατήριό του, στις 13.12.2017, με δικαστή τον Βασίλειο Ζαχαρόπουλο, Πρωτοδίκη Δ.Δ., και γραμματέα την Ανατολή Κυριαζίδου, δικαστική υπάλληλο,

 

γ ι α  να εκδικάσει την αγωγή με χρονολογία κατάθεσης 08.10.2012,

 

            τ ω ν  1) ..., κατοίκου Τρικάλων (οδ.... αρ....) και 2)..., κατοίκου Αττικής (οδ.... αρ....), οι οποίοι παραστάθηκαν μαζί με τον πληρεξούσιο δικηγόρο Νικόλαο Σαββάτη,

 

            κ α τ ά  του Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο, αλλά παραστάθηκε με δήλωση, κατ άρθρο 133 παρ. 2 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας, της Δικαστικής Πληρεξουσίας Α΄ του Ν.Σ.Κ..

 

Κατά τη συζήτηση, οι διάδικοι που παραστάθηκαν ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και ζήτησαν όσα αναφέρονται στα πρακτικά.

 

 

Αφού μελέτησε τη δικογραφία

Σκέφθηκε κατά το νόμο

 

 

1. Επειδή, με την κρινόμενη αγωγή, για την άσκηση της οποίας, μετά από τήρηση της διαδικασίας του άρθρου 139Α του Κ.Δ.Δ., κατεβλήθησαν τα αναλογούντα τέλη δικαστικού ενσήμου (βλ. τα με κωδικούς … ηλεκτρονικά παράβολα του διαδικτυακού ιστοτόπου της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων, μετά των αποδεικτικών ηλεκτρονικής εισπράξεως της Εθνικής Τράπεζας), οι ενάγοντες, απόφοιτοι Τ.Ε.Ι., ζητούν να υποχρεωθεί το εναγόμενο να καταβάλει στον καθένα τους, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 105 ΕισΝΑΚ, 57, 59 και 932 Α.Κ., χρηματική ικανοποίηση ύψους 30.000 ευρώ, νομιμοτόκως, από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, για την ηθική βλάβη που υπέστησαν από την παράνομη, όπως υποστηρίζουν, παράλειψη των οργάνων του εναγόμενου να εκδώσουν εντός συγκεκριμένου χρόνου τα προεδρικά διατάγματα που είναι αναγκαία για την κατοχύρωση των επαγγελματικών δικαιωμάτων των αποφοίτων των Τ.Ε.Ι.

 

2. Επειδή, οι ενάγοντες ομοδικούν παραδεκτώς, σύμφωνα με το άρθρο 115 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν. 2717/1999, Α΄ 97), όπως η παράγραφος αυτή ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 22 παρ. 1 του ν. 3226/2004 (Α΄ 24), που επιτρέπει την άσκηση κοινής αγωγής από περισσότερα πρόσωπα, εφόσον, μεταξύ άλλων, τα δικαιώματά τους στηρίζονται σε όμοια, κατά τα ουσιώδη, νομική και πραγματική βάση. Συνεπώς, η κρινόμενη αγωγή είναι εξεταστέα ως προς όλους τους ενάγοντες.

 

3. Επειδή, στο άρθρο 105 Εισ.Ν.Α.Κ. (π.δ. 456/1984, Α΄ 164) ορίζεται ότι: «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του Δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το Δημόσιο ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος» και στο άρθρο 106 Εισ.Ν.Α.Κ. ότι: «Οι διατάξεις των δύο προηγούμενων άρθρων εφαρμόζονται και για την ευθύνη των δήμων ή των άλλων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου από πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων που βρίσκονται στην υπηρεσία τους».

 

4. Επειδή, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, για να στοιχειοθετηθεί ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση λόγω πράξης ή παράλειψης των οργάνων του κατά την άσκηση της ανατεθειμένης σ αυτά δημόσιας εξουσίας, απαιτείται, μεταξύ άλλων, η πράξη ή παράλειψη να είναι παράνομη. Εκ του ότι δε ο νομοθέτης είτε με νόμο είτε με διοικητική κανονιστική πράξη που εκδόθηκε κατ εξουσιοδότηση νόμου, καθορίζει γενικότερα τους όρους του αδίκου, παρέπεται ότι δεν μπορεί να προκύψει, έστω και αν προκαλείται ζημία σε τρίτο, ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση, κατ εφαρμογή του άρθρου 105 του Εισ.Ν.Α.Κ., από την εκ μέρους της πολιτείας νομοθέτηση με τα αρμόδια αυτής όργανα ή από την παράλειψη των οργάνων αυτών να νομοθετήσουν, εκτός αν από τη νομοθέτηση ή την παράλειψή της γεννάται αντίθεση προς κανόνες δικαίου υπέρτερης τυπικής ισχύος (ΣτΕ 479-482/2018 Ολ., 4741/2014 Ολ., πρβλ. ΣτΕ 3901/2013, 2544/2013 επταμ.). Εξ άλλου, παράλειψη νομοθετήσεως συντρέχει και στην περίπτωση κατά την οποία η θέσπιση κατ ουσίαν κανόνων δικαίου έχει ανατεθεί, κατ εξουσιοδότηση νόμου, σε διοικητικό όργανο που καθίσταται αρμόδιο για την έκδοση κανονιστικής πράξεως, η οποία περιλαμβάνει κανόνες του εξ αντικειμένου δικαίου. Η παράλειψη, στην περίπτωση αυτή, είναι παράνομη όταν, είτε η νομοθετική εξουσιοδότηση επιβάλλει στην Διοίκηση την υποχρέωση για την έκδοση της κανονιστικής πράξεως, εφόσον συντρέχουν ορισμένες αντικειμενικές προϋποθέσεις (όπως στην περίπτωση που ο ίδιος ο νόμος καθιερώνει αμέσως και ευθέως ένα δικαίωμα, καταλείπει δε απλώς στον εξουσιοδοτούμενο από αυτόν κανονιστικό νομοθέτη να θεσπίσει συμπληρωματικούς κανόνες, αναγκαίους για τη ρύθμιση τεχνικών λεπτομερειών ή των όρων ασκήσεως του δικαιώματος) ή εντός ορισμένης προθεσμίας, είτε όταν η υποχρέωση της Διοικήσεως να προβεί σε κανονιστική ρύθμιση προκύπτει ευθέως εκ του Συντάγματος (πρβλ. ΣτΕ 2544/2013 επτ., 4917/2012, 211/2006, 1978/2002, 672/2002 επτ., 537/2002 επτ., 31/2002, 246 5/2001, 1394/2001 επτ., 326/2001 επτ., 5/2001 επτ., 2546/1999 επτ., 2818/1997 επτ., 4396/1996, 3255/1996, 300/1989 επτ., 4334/1976 Ολομ. κ.ά.). Εξάλλου, για τη θεμελίωση της ευθύνης προς αποζημίωση απαιτείται, μεταξύ άλλων, να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης πράξης ή παράλειψης ή υλικής ενέργειας και της επελθούσας ζημίας. Ο σύνδεσμος αυτός υφίσταται όταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, η φερόμενη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη ή υλική ενέργεια, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων και ενόψει των ειδικών συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης ήταν εξ αντικειμένου ικανή και πρόσφορη να επιφέρει το ζημιογόνο γεγονός (ΣτΕ 479-482/2018 Ολ., 4741/2014 Ολ., πρβλ. ΣτΕ 4100/2012, 3124/2011).

 

5. Επειδή, στο άρθρο 16 παρ. 7 του Συντάγματος ορίζεται ότι: «Η επαγγελματική και κάθε άλλη ειδική εκπαίδευση παρέχεται από το Κράτος και με σχολές ανώτερης βαθμίδας για χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο από τρία χρόνια, όπως προβλέπεται ειδικότερα από το νόμο, που ορίζει και τα επαγγελματικά δικαιώματα όσων αποφοιτούν από τις σχολές αυτές». Εξάλλου, το άρθρο 5 παρ. 1 του Συντάγματος αναγνωρίζει δικαίωμα ελεύθερης συμμετοχής στην οικονομική και κοινωνική ζωή της Χώρας.

 

6. Επειδή, ο κοινός νομοθέτης, εξειδικεύοντας τους ορισμούς του άρθρου 16 παρ. 7 του Συντάγματος, ίδρυσε με το ν. 576/1977 (Α΄ 102) τα «Κέντρα Ανωτέρας Τεχνικής και Επαγγελματικής Εκπαιδεύσεως» (Κ.Α.Τ.Ε.Ε.), τα οποία συγκροτούσαν περισσότερες Ανώτερες Τεχνικές και Επαγγελματικές Σχολές (άρθρο 27). Τα Κέντρα αυτά καταργήθηκαν με το άρθρο 35 παρ. 1 του ν. 1404/1983 (Α΄ 173), ιδρύθηκαν δε τα Τ.Ε.Ι. ως σχολές της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (άρθρο 1 παρ. 1). Ο νομοθέτης, κινούμενος στο πλαίσιο των ανωτέρω συνταγματικών διατάξεων, όρισε ειδικότερα ότι η αποστολή των Τ.Ε.Ι. συνίσταται στην παροχή θεωρητικών και πρακτικών γνώσεων για την εφαρμογή τους σε ορισμένο επάγγελμα και στη δημιουργία «στελεχών εφαρμογής» για την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της χώρας και ότι, ως εκ της αποστολής τους αυτής, «τα Τ.Ε.Ι. διακρίνονται σαφώς ως προς το ρόλο και την κατεύθυνση των ίδιων και των αποφοίτων τους και ως προς το περιεχόμενο και τους τίτλους σπουδών από τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα» (άρθρο 1 παρ. 2). Στο άρθρο 24 παρ. 1 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι «Το διδακτικό έργο κατανέμεται σε εξαμηνιαία μαθήματα και περιλαμβάνει: α. θεωρητική διδασκαλία μαθημάτων, β. πρακτικές, φροντιστηριακές ή εργαστηριακές ασκήσεις γ. σεμινάρια δ. πτυχιακές εργασίες και ε. άσκηση στο επάγγελμα. », ενώ με το άρθρο 25 παρ. 1 παρέχεται εξουσιοδότηση για έκδοση προεδρικών διαταγμάτων, με πρόταση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, με τα οποία καθορίζεται το περιεχόμενο σπουδών κάθε τμήματος, καθώς και η διάρκεια φοίτησης, άσκησης στο επάγγελμα και εκπόνησης πτυχιακής εργασίας. Σύμφωνα με την παρ. 2 περίπτ. α΄ του ιδίου άρθρου: «Οι σπουδές σε κάθε τμήμα καταλήγουν στην απόκτηση πτυχίου, που δίνει τη δυνατότητα άσκησης ενός επαγγέλματος», ενώ σύμφωνα με την περίπτ. γ΄: «Στους πτυχιούχους των Τ.Ε.Ι. αναγνωρίζονται επαγγελματικά δικαιώματα, που καθορίζονται με προεδρικά διατάγματα, τα οποία εκδίδονται με πρόταση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού το αργότερο έξι μήνες πριν από την αποφοίτηση των πρώτων σπουδαστών ΤΕΙ για τις υπάρχουσες ειδικότητες και προκειμένου για νέες ειδικότητες ταυτόχρονα με τη δημιουργία τους ή με την ίδρυση αντίστοιχων τμημάτων. Με ίδια προεδρικά διατάγματα καθορίζονται οι προϋποθέσεις και κάθε άλλη λεπτομέρεια για τη χορήγηση άδειας άσκησης επαγγέλματος, όπου αυτή απαιτείται».

 

7. Επειδή, ακολούθως με τον ν. 2916/2001 (Α΄ 114) ορίσθηκαν στο άρθρο 1 παρ. 1 τα εξής: «α) Η ανώτατη εκπαίδευση αποτελείται από δύο παράλληλους τομείς: αα) τον πανεπιστημιακό τομέα, ο οποίος περιλαμβάνει τα Πανεπιστήμια, τα Πολυτεχνεία και την Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών και ββ) τον τεχνολογικό τομέα, ο οποίος περιλαμβάνει τα Τεχνολογικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα. β) Τα Ιδρύματα των δύο τομέων της ανώτατης εκπαίδευσης λειτουργούν συμπληρωματικά, με διακριτές φυσιογνωμίες και με ρόλους, σκοπό και αποστολή που διαφοροποιούνται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για τον πανεπιστημιακό τομέα και τον τεχνολογικό τομέα. γ) ...». Ο νόμος αυτός διέλαβε στις μεταβατικές διατάξεις του άρθρου 6 ρυθμίσεις και για τα επαγγελματικά δικαιώματα των αποφοίτων των Τ.Ε.Ι. Όρισε ειδικότερα στην παράγραφο 6 περ. β΄ ότι «Τα επαγγελματικά δικαιώματα όσων αποφοιτούν από τα Τ.Ε.Ι. μετά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού είναι τα ίδια με αυτά που καθορίζονται με τα προεδρικά διατάγματα, που έχουν εκδοθεί κατά ειδικότητα, σύμφωνα με τις διατάξεις του στοιχείου γ΄ της παρ. 2 του άρθρου 25 του Ν. 1404/1983. Τα προεδρικά διατάγματα, που θα εκδοθούν με τις αυτές διατάξεις μετά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου και θα αφορούν σε ειδικότητες για τις οποίες δεν έχουν εκδοθεί σχετικά προεδρικά διατάγματα, θα ισχύουν για όλους τους αποφοίτους Τ.Ε.Ι. του οικείου Τμήματος, ανεξάρτητα από το χρόνο αποφοίτησής τους». Το ανωτέρω εδάφιο α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 1 του ν. 2916/2001 καταργήθηκε με το εδάφιο β΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 2 του ν. 3549/2007 (Α΄ 69), με το εδάφιο α΄ της οποίας ορίσθηκαν τα ακόλουθα: «Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (Α.Ε.Ι.), κατά την έννοια του άρθρου 16 παράγραφος 5 του Συντάγματος, είναι τα ιδρύματα της ανώτατης εκπαίδευσης, η οποία αποτελείται από δύο παράλληλους τομείς: αα) τον πανεπιστημιακό τομέα, ο οποίος περιλαμβάνει τα Πανεπιστήμια, τα Πολυτεχνεία και την Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών και ββ) τον τεχνολογικό τομέα, ο οποίος περιλαμβάνει τα Τεχνολογικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (Τ.Ε.Ι.) και την Ανώτατη Σχολή Παιδαγωγικής και Τεχνολογικής Εκπαίδευσης». Εν συνεχεία, το άρθρο 18 («Επαγγελματική κατοχύρωση αποφοίτων Τ.Ε.Ι.») του ν. 3794/2009 (Α΄ 156) διέλαβε, μεταξύ άλλων, τα εξής: «1. Από την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, τα σχετικά με την επαγγελματική κατοχύρωση των πτυχιούχων νεοϊδρυόμενων Τμημάτων ΤΕΙ καθορίζονται με τα διατάγματα ίδρυσής τους. Στο πλαίσιο των διαταγμάτων του προηγούμενου εδαφίου, οι κατ ιδίαν όροι και προϋποθέσεις ασκήσεως των επαγγελματικών δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται με τα δικαιώματα αυτά εξειδικεύονται εκάστοτε με αποφάσεις των καθ ύλη αρμόδιων Υπουργών, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 του ν. 3549/2007. 2. Με διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, ύστερα από γνώμη του ΣΑΤΕ και του ΣΑΠΕ, μπορεί να καθορίζονται επίσης και τα σχετικά με την επαγγελματική κατοχύρωση των πτυχιούχων ήδη υφιστάμενων Τμημάτων ΤΕΙ, στους οποίους δεν έχουν αναγνωριστεί ακόμη μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού επαγγελματικά δικαιώματα με διατάγματα, που προβλέπονται στην περίπτωση γ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 25 του ν. 1404/1983, καθώς και οι όροι και προϋποθέσεις ασκήσεως των δικαιωμάτων αυτών με αποφάσεις των καθ ύλην αρμόδιων Υπουργών, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 του ν. 3549/2007. Για τα εκκρεμή σχέδια προεδρικών διαταγμάτων της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 25 του ν. 1404/1983 τα οποία έχουν υποβληθεί προς συνυπογραφή στα συναρμόδια Υπουργεία, ισχύουν οι διατάξεις της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 25 του ν. 1404/1983». Τέλος, με τον ν. 4009/2011 (Α΄ 195) επιχειρήθηκε η αναδιάρθρωση της ανώτατης εκπαίδευσης. Ορίσθηκαν ειδικότερα στο άρθρο 1 του νόμου αυτού τα ακόλουθα: «1. Η ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται από τα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (Α.Ε.Ι.). Τα Α.Ε.Ι. είναι νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου πλήρως αυτοδιοικούμενα. Η εποπτεία του κράτους ασκείται από τον Υπουργό Παιδείας, Διά Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 16 του Συντάγματος και τον παρόντα νόμο. 2. Η ανώτατη εκπαίδευση αποτελείται από δύο παράλληλους τομείς: α) τον πανεπιστημιακό τομέα, που περιλαμβάνει τα Πανεπιστήμια, τα Πολυτεχνεία και την Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών, τα οποία στο εξής αναφέρονται ως Πανεπιστήμια και β) τον τεχνολογικό τομέα, που περιλαμβάνει τα Τεχνολογικά Εκπαιδευτικά Ιδρύματα (Τ.Ε.Ι.) και την Ανώτατη Σχολή Παιδαγωγικής και Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (Α.Σ.ΠΑΙ.Τ.Ε.), τα οποία στο εξής αναφέρονται ως Τ.Ε.Ι.. 3. Τα ιδρύματα των δύο τομέων της ανώτατης εκπαίδευσης λειτουργούν παράλληλα, με διακριτή φυσιογνωμία, σκοπό και αποστολή, που διαφοροποιούνται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για τα Πανεπιστήμια και τα Τ.Ε.Ι., αντίστοιχα». Προβλέπονται δε στο άρθρο 4 παρ. 2 του νόμου αυτού τα εξής: «Στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής αποστολής των ιδρυμάτων κάθε τομέα της ανώτατης εκπαίδευσης: α) Τα Πανεπιστήμια δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στην υψηλή και ολοκληρωμένη εκπαίδευση, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της επιστήμης, της τεχνολογίας και των τεχνών, καθώς και της διεθνούς επιστημονικής πρακτικής σε συνδυασμό με τα αντίστοιχα επαγγελματικά πεδία. β) Τα Τ.Ε.Ι. δίνουν ιδιαίτερη έμφαση στην εκπαίδευση υψηλής ποιότητας, στις εφαρμογές των επιστημών, της τεχνολογίας και των τεχνών, στα αντίστοιχα επαγγελματικά πεδία. Στο πλαίσιο αυτό συνδυάζουν την ανάπτυξη του κατάλληλου θεωρητικού υποβάθρου σπουδών με υψηλού επιπέδου εργαστηριακή και πρακτική άσκηση». Εξάλλου, με τις διατάξεις του άρθρου 81 περ. 4, 20, 25 και 27 του ν. 4009/2011 (Α΄ 195), με τον οποίο επιχειρήθηκε η αναδιάρθρωση της ανώτατης εκπαίδευσης, από τις ως άνω διατάξεις των προηγούμενων νομοθετημάτων καταργήθηκαν μεν το άρθρο 1 παρ. 1 περ. β΄ του ν. 2916/2001 και το άρθρο 2 παρ. 1 περ. α΄ του ν. 3549/2007, δεν εθίγησαν όμως τα άρθρα 25 παρ. 2 περ. α΄ του ν. 1404/1983 και 18 του ν. 3794/2009. Τέλος, στον ν. 4485/2017 (ΦΕΚ Α΄ 114) που φέρει τον τίτλο «Οργάνωση και λειτουργία της ανώτατης εκπαίδευσης, ρυθμίσεις για την έρευνα και άλλες διατάξεις» ορίστηκε στο άρθρο 46 αυτού ότι: «1. 2. 3. Με προεδρικό διάταγμα, που εκδίδεται με πρόταση του Υπουργού Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, ύστερα από εισήγηση πενταμελούς επιστημονικής επιτροπής, η οποία ορίζεται από τον Υπουργό Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων, καθορίζονται τα σχετικά με το πλαίσιο πρόσβασης σε επαγγελματικές δραστηριότητες, βάσει προσόντων που προσδίδουν οι τίτλοι σπουδών που αποκτούν οι πτυχιούχοι Τμημάτων Τ.Ε.Ι., στους οποίους δεν έχουν αναγνωριστεί ακόμη έως την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου επαγγελματικά δικαιώματα. Για τη σύνθεση των επιστημονικών επιτροπών του προηγούμενου εδαφίου λαμβάνεται υπόψη το γνωστικό αντικείμενο που θεραπεύει κάθε Τμήμα. 4. Για πτυχιούχους Τμημάτων Μηχανικών Τ.Ε. των Τ.Ε.Ι., οι ως ανωτέρω επιστημονικές επιτροπές είναι επταμελείς. 5. Τα προεδρικά διατάγματα που εκδίδονται σύμφωνα με τις παραγράφους 3 και 4, ισχύουν και για τους αποφοίτους Τ.Ε.Ι. του οικείου Τμήματος, που αποφοίτησαν πριν τη δημοσίευσή τους, ».

 

8. Επειδή, εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι τα ιδρυθέντα με το άρθρο 1 του ν. 1404/1983, ως σχολές ανώτερης επαγγελματικής εκπαίδευσης του άρθρου 16 παρ. 7 του Συντάγματος, Τ.Ε.Ι. εντάχθηκαν, επανιδρυόμενα ως ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα με τον ν. 2916/2001, στην βαθμίδα της ανώτατης εκπαίδευσης («τεχνολογικός τομέας» της ανώτατης εκπαίδευσης). Όπως δε έγινε δεκτό (ΣτΕ 1290/2003), με την, δυνάμει της διατάξεως του άρθρου 1 του ανωτέρω ν. 2916/2001, μετατροπή, δηλαδή την κατάργηση ανωτέρων επαγγελματικών σχολών και την ταυτόχρονη ίδρυση ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, ο νομοθέτης κινήθηκε εντός του πλαισίου των διατάξεων του άρθρου 16 του Συντάγματος για την ανώτατη εκπαίδευση, ενώ εξ άλλου οι σχετικές ρυθμίσεις δεν αντίκεινται στην κατά το Σύνταγμα διάκριση της ανωτάτης από την ανώτερη επαγγελματική εκπαίδευση. Και μετά την ένταξή τους, όμως, στην βαθμίδα της ανώτατης εκπαίδευσης τα Τ.Ε.Ι. εξακολούθησαν να διαφοροποιούνται από τα αντίστοιχα ιδρύματα του «πανεπιστημιακού τομέα» της ανώτατης εκπαίδευσης ως προς το ρόλο και την αποστολή τους, εξ αιτίας δε της διαφοροποιήσεως αυτής ο ίδιος νόμος 2916/2001 (βλ. την «μεταβατική» διάταξη του άρθρου 6 παρ 6 περ. β΄ που παρατίθεται στην προηγούμενη σκέψη), σε συμφωνία με την αρχή της ισότητας, δεν εξομοίωσε τα επαγγελματικά δικαιώματα των πτυχιούχων Τ.Ε.Ι. με αυτά των πτυχιούχων Α.Ε.Ι. (ΣτΕ 4880/2012). Περαιτέρω, ούτε ο ν. 2916/2001 ούτε ο μεταγενέστερος, περί μεταρρυθμίσεως του θεσμικού πλαισίου για την δομή και λειτουργία των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, ν. 3549/2007 έθιξαν την διάταξη του άρθρου 25 παρ. 2 περ. α΄ του ν. 1404/1983, κατά την οποία, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, οι σπουδές σε κάθε τμήμα Τ.Ε.Ι. καταλήγουν στην απόκτηση πτυχίου που δίνει την δυνατότητα ασκήσεως ενός επαγγέλματος. Συναφείς ρυθμίσεις, εν σχέσει με την επαγγελματική κατοχύρωση των πτυχιούχων των Τ.Ε.Ι., περιέλαβε το άρθρο 18 του ν. 3794/2009, με το οποίο, όπως προκύπτει και από τις συζητήσεις στην Βουλή κατά την ψήφιση του σχετικού σχεδίου νόμου (βλ. ιδίως εισηγητή της πλειοψηφίας σε Πρακτικά Βουλής, Τμήμα Διακοπής Εργασιών Βουλής, συνεδρίαση ΚΘ΄, 25.8.2009, σελ. 2120), σκοπήθηκε η αντιμετώπιση του οξύτατου και χρονίζοντος προβλήματος της επαγγελματικής κατοχύρωσης των πτυχιούχων των Τ.Ε.Ι., το μεν προς διασφάλιση της μη επανάληψης και διαιώνισης του προβλήματος, με την απαγόρευση της ίδρυσης νέων τμημάτων Τ.Ε.Ι. χωρίς ταυτόχρονη κατοχύρωση των επαγγελματικών δικαιωμάτων των πτυχιούχων τους (παρ.1), το δε με την επιτάχυνση της έκδοσης των απαιτουμένων προεδρικών διαταγμάτων για τις ειδικότητες, για τις οποίες δεν είχαν καθορισθεί ακόμη τα επαγγελματικά δικαιώματα (παρ. 2, βλ. και ΣτΕ 795/2015). Η ως άνω παράγραφος 2 του άρθρου 18 του ν. 3794/2009 ορίζει μεν, κατά τα προαναφερθέντα, ότι με διάταγμα «μπορεί» να καθορίζονται τα σχετικά με την επαγγελματική κατοχύρωση των πτυχιούχων ήδη υφισταμένων τμημάτων Τ.Ε.Ι., στους οποίους δεν είχαν αναγνωρισθεί μέχρι την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού επαγγελματικά δικαιώματα με τα διατάγματα του άρθρου 25 παρ. 2 περ. γ΄ του ν. 1404/1983, ερμηνευομένη, όμως, η διάταξη αυτή του άρθρου 18 παρ. 2 ν. 3794/2009 σε συνδυασμό με την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 25 παρ. 2 περ. α΄ του ν. 1404/1983 (με την οποία οι σπουδές στα Τ.Ε.Ι. συνδέονται με την άσκηση ορισμένου επαγγέλματος) και εν όψει του σκοπού της και του άρθρου 5 παρ. 1 του Συντάγματος, έχει την έννοια ότι είναι υποχρεωτική για την κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση η έκδοση προεδρικού διατάγματος περί καθορισμού των επαγγελματικών δικαιωμάτων των αποφοίτων τμήματος Τ.Ε.Ι. ιδρυθέντος πριν από την έναρξη ισχύος του ν. 3794/2009. Η υποχρέωση αυτή της Διοίκησης προς έκδοση διατάγματος υφίσταται, εξ άλλου, και υπό την ισχύ του νεότερου ν. 4009/2011, με τον οποίο, σύμφωνα με τα εκτεθέντα στην προηγούμενη σκέψη, διατηρήθηκαν σε ισχύ οι ως άνω νομοθετικές διατάξεις (άρθρα 25 παρ. 2 περ. α΄ ν. 1404/1983 και 18 ν. 3794/2009, βλ. ΣτΕ 2040/2017, 795/2015, πρβλ. ΣτΕ 678/2005 Ολομ., 2544/2013 επτ., 2040/2017, 4917/2012).

 

9. Επειδή, στην κρινόμενη περίπτωση, όπως εκτίθεται στην κρινόμενη αγωγή και το νομίμως κατατεθέν υπόμνημα, με το προεδρικό διάταγμα 200/1999 (Α΄ 179), άρθρο 1 παρ. 2 περ. 17, ιδρύθηκε Τμήμα Ανακαίνισης και Αποκατάστασης Κτιρίων στην Σχολή Τεχνολογικών Εφαρμογών του Τ.Ε.Ι. Πάτρας με έναρξη λειτουργίας από το ακαδημαϊκό έτος 2000 2001 ενώ, ακολούθως, με το π.δ. 211/2004 (Α΄ 189), άρθρο 1 παρ. 2 περ. γ΄, ιδρύθηκε Τμήμα Ανακαίνισης και Αποκατάστασης Κτιρίων και στο Παράρτημα Τρικάλων του Τ.Ε.Ι. Λάρισας, με έναρξη λειτουργίας από το ακαδημαϊκό έτος 2005 - 2006. Για την ρύθμιση του «δικαιώματος πρόσβασης σε επαγγελματικές δραστηριότητες βάσει προσόντων» των πτυχιούχων των ανωτέρω τμημάτων καταρτίσθηκε, κατ επίκληση του άρθρου 18 παρ. 2 του ν. 3794/2009, σχέδιο προεδρικού διατάγματος, το οποίο απεστάλη για επεξεργασία στο Συμβούλιο της Επικρατείας με το υπ αριθ. 3958/22.12.2010 έγγραφο της Γενικής Γραμματείας της Κυβέρνησης, όμως κρίθηκε ως μη νόμιμο με το Πρακτικό Επεξεργασίας 270/2011 του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την ειδικότερη αιτιολογία ότι «κατά την έννοια της [ως άνω] εξουσιοδοτικής διατάξεως, μεταξύ των προϋποθέσεων που μπορεί να καθορίζονται στο οικείο διάταγμα περιλαμβάνεται και η κατοχή σχετικής αδείας, εφ όσον απαιτείται. Συνεπώς, νομίμως προβλέπεται στο σχέδιο διατάγματος ότι προϋπόθεση για την άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας από τους πτυχιούχους μηχανικούς των Τ.Ε.Ι. είναι η απόκτηση και η κατοχή αδείας ασκήσεως επαγγέλματος, εφ όσον ο περιορισμός αυτός της επαγγελματικής ελευθερίας δικαιολογείται για λόγους δημοσίου συμφέροντος, που συνίστανται στην ασφαλή μελέτη και εκτέλεση των συναφών έργων. Μη νομίμως, όμως, ανατίθεται η χορήγηση της αδείας αυτής στο διευρυμένο Τεχνικό Επιμελητήριο, ήτοι σε φορέα ο οποίος ... δεν προβλέπεται από το ισχύον δίκαιο. Περαιτέρω, σύμφωνα με την ίδια εξουσιοδοτική διάταξη, το διάταγμα πρέπει να καθορίζει, κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, τις προϋποθέσεις χορηγήσεως της σχετικής αδείας, των οποίων μόνον περαιτέρω εξειδίκευση γίνεται με κοινή υπουργική απόφαση. Επομένως, οι ... διατάξεις του σχεδίου, οι οποίες δεν καθορίζουν με σαφήνεια και κατά τρόπο συγκεκριμένο τις προϋποθέσεις αυτές, αλλά αναφέρουν απλώς ότι η οριοθέτηση του πεδίου ασκήσεως της επαγγελματικής δραστηριότητας των πτυχιούχων μηχανικών και η εξέλιξή τους γίνεται με βάση τρία επίπεδα επιστημονικής, τεχνικής και επαγγελματικής ευθύνης που αντιστοιχούν σε συνήθη έργα, προωθημένα έργα και εξειδικευμένα έργα και αναθέτουν τον προσδιορισμό των επιπέδων αυτών στο διευρυμένο Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος, ήτοι σε άλλο φορέα, και μάλιστα μέλλοντα να συσταθεί, δεν προτείνονται νομίμως». Οι ενάγοντες απόφοιτοι του Τμήματος Ανακαίνισης και Αποκατάστασης Κτιρίων του Παραρτήματος Τρικάλων του Τ.Ε.Ι. Λάρισας, ο πρώτος, και του Τμήματος Ανακαίνισης και Αποκατάστασης Κτιρίων του Τ.Ε.Ι. Πάτρας, ο δεύτερος, αποφοίτησαν από τα ανωτέρω Τμήματα στις 13.07.2010 και 31.10.2011 αντιστοίχως, λαμβάνοντας έκαστοι το πτυχίο του Τεχνολόγου Μηχανικού Ανακαίνισης και Αποκατάστασης Κτιρίων Τεχνολογικής Εκπαιδεύσεως (Τ.Ε.). Οι ενάγοντες, ενόψει του ότι η αναγνώριση των επαγγελματικών δικαιωμάτων τους δεν είχε ακόμη επέλθει, κατά τον χρόνο άσκησης της ένδικης αγωγής, άσκησαν την κρινόμενη από 08.10.2012 αγωγή, που συμπληρώνεται νομίμως από το από 13.12.2017 υπόμνημα, προβάλλοντας ότι με βάση το άρθρο 25 παρ. 2 περ. γ΄ του ν. 14040/1983, θα έπρεπε να έχουν εκδοθεί τα σχετικά με την αναγνώριση των επαγγελματικών τους δικαιωμάτων προεδρικά διατάγματα ταυτόχρονα με την ίδρυση των ως άνω Τμημάτων, ήτοι ως προς το Τμήμα του Παραρτήματος Τρικάλων του Τ.Ε.Ι. Λάρισας από το έτος 2004 και, ως προς το Τμήμα του Τ.Ε.Ι. Πάτρας, ήδη από το έτος 1999 (εντός έξι μηνών από την ίδρυση των εν λόγω Τμημάτων). Ειδικότερα, όπως εκτίθεται στην αγωγή, παρά την παρέλευση τόσων ετών τα αρμόδια όργανα του εναγομένου συνεχίζουν να παραλείπουν την έκδοση των αναγκαίων διαταγμάτων, κατά παράβαση τόσο της διάταξης του άρθρου 25 παρ. 2 περ. γ΄ του ν. 1404/1983, η οποία λόγω της παράλειψης αυτής, έχει καταστεί ανεφάρμοστη, όσο και των άρθρων 5 παρ. 1, 16 παρ. 7 και 22 παρ. 1 του Συντάγματος, καθώς και της 89/48/21.12.1998 Οδηγίας της Ε.Ο.Κ. Εξαιτίας της ανωτέρω παράνομης παράλειψης των οργάνων του εναγομένου οι ενάγοντες εκθέτουν ότι έχει επέλθει εις βάρος τους ηθική βλάβη, διότι έχουν αντικειμενικά μειωθεί οι επαγγελματικές δυνατότητες τους σε συγκεκριμένους, αναλυτικά αναφερόμενους στο δικόγραφο, τομείς και εργασίες λόγω της μη δυνατότητάς τους να αναλάβουν εργασίες τις οποίες αναλαμβάνουν μόνο μέλη του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος (Τ.Ε.Ε.) και ζητούν να υποχρεωθεί το εναγόμενο, για τους ως άνω λόγους, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, να τους καταβάλει ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, κατά τα άρθρα 105 ΕισΝΑΚ και 57, 59 και 932 Α.Κ., το ποσό των 30.000 στον καθένα τους, νομιμοτόκως, από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Εξάλλου, το εναγόμενο, με το από 10.07.2017 έγγραφο απόψεών του, αμφισβητεί τη βασιμότητα των ανωτέρω και προβάλλει, μεταξύ άλλων, ότι από την περίπτωση γ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 25 του ν. 1404/1983 δεν προκύπτει δέσμια αρμοδιότητα της Διοίκησης να κάνει χρήση αυτής για την επαγγελματική κατοχύρωση των πτυχιούχων των Τ.Ε.Ι. αλλά διακριτική ευχέρεια αυτής. Περαιτέρω, συνεχίζει το εναγόμενο, η ανωτέρω παράλειψη της Διοίκησης ουδόλως παραβιάζει τις διατάξεις των άρθρων 5, 7 και 22 του Συντάγματος ούτε και δύναται να θεωρηθεί ότι από τις ανωτέρω διατάξεις απορρέει δέσμια αρμοδιότητα της Διοίκησης για έκδοση σχετικού π.δ/τος. Τέλος, με το 156004/Ζ1/28.09.2017 επικαιροποιημένο έγγραφο απόψεων, το εναγόμενο εκθέτει ότι κατ εφαρμογή του ν. 4485/2017 (Α΄ 114/04.08.2017), τέθηκαν σε εφαρμογή νέες ρυθμίσεις που προβλέπουν εκ νέου την έκδοση π.δ/των, με τα οποία θα καθορίζονται τα σχετικά με το πλαίσιο πρόσβασης σε επαγγελματικές δραστηριότητες, βάσει προσόντων που προσδίδουν οι τίτλοι σπουδών που αποκτούν οι πτυχιούχοι Τμημάτων Τ.Ε.Ι., στους οποίους δεν έχουν αναγνωριστεί ακόμη έως την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου επαγγελματικά δικαιώματα. Μάλιστα στις νέες αυτές διατάξεις ορίζεται ότι τα ίδια προεδρικά διατάγματα θα ισχύουν και για τους αποφοίτους Τ.Ε.Ι. του οικείου Τμήματος, που αποφοίτησαν πριν τη δημοσίευσή τους (βλ σχετικά άρθρο 48 παρ. 3-5 ν. 4485/2017).

 

10. Επειδή, σύμφωνα με τις διατάξεις που προαναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη και την ερμηνεία τους και λαμβάνοντας υπόψη ότι η περίπτωση γ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 25 του ν. 1404/1983 ορίζει ρητώς ότι στους πτυχιούχους των Τ.Ε.Ι. αναγνωρίζονται επαγγελματικά δικαιώματα, που καθορίζονται με προεδρικά διατάγματα, τα οποία εκδίδονται με πρόταση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων και του κατά περίπτωση αρμόδιου Υπουργού, προκειμένου για νέες ειδικότητες, ταυτόχρονα με την ίδρυση αντίστοιχων τμημάτων το Δικαστήριο κρίνει ότι η Διοίκηση υπείχε πράγματι, δυνάμει των εκάστοτε ισχυσασών διατάξεων περί των επαγγελματικών δικαιωμάτων των αποφοίτων των Τ.Ε.Ι. (άρθρα 25 παρ. 2 περ. γ΄ ν. 1404/1983, 6 παρ. 6 περ. β΄ ν. 2916/2001, 18 παρ. 2 ν. 3794/2009), την υποχρέωση εκδόσεως εντός ευλόγου χρόνου από την ίδρυση των ανωτέρω τμημάτων (σχ. άρθρο 25 παρ. 2 περ. γ΄ του ν. 14040/1983), διατάγματος σχετικού με την επαγγελματική κατοχύρωση των πτυχιούχων των ως άνω τμημάτων Τ.Ε.Ι. (ΣτΕ 2040/2017), όπως είναι οι ενάγοντες, είναι δε άμοιρες επιρροής από την άποψη αυτή οι επελθούσες, κατ εφαρμογήν του ν. 4485/2017 (Α΄ 114), ρυθμίσεις, τις οποίες επικαλείται το εναγόμενο με το 156004/Ζ1/28.09.2017 επικαιροποιημένο έγγραφο απόψεων προς το Δικαστήριο. Περαιτέρω, λαμβάνοντας υπόψη ότι α) με το π.δ. 200/1999 ιδρύθηκε Τμήμα Ανακαίνισης και Αποκατάστασης Κτιρίων στην Σχολή Τεχνολογικών Εφαρμογών του Τ.Ε.Ι. Πάτρας ενώ, ακολούθως, με το π.δ. 211/2004 ιδρύθηκε Τμήμα Ανακαίνισης και Αποκατάστασης Κτιρίων και στο Παράρτημα Τρικάλων του Τ.Ε.Ι. Λάρισας και β) για την ρύθμιση του δικαιώματος πρόσβασης σε επαγγελματικές δραστηριότητες βάσει προσόντων των πτυχιούχων των ανωτέρω τμημάτων καταρτίσθηκε σχέδιο προεδρικού διατάγματος, το οποίο απεστάλη για επεξεργασία στο Συμβούλιο της Επικρατείας με το υπ αριθ. 3958/22.12.2010 έγγραφο της Γενικής Γραμματείας της Κυβέρνησης, όμως κρίθηκε ως μη νόμιμο με το Πρακτικό Επεξεργασίας 270/2011 του Συμβουλίου της Επικρατείας με την αιτιολογία που εκτέθηκε ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι η κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση παρέβη την νόμιμη υποχρέωση που υπείχε να εκδώσει, εντός ευλόγου χρόνου από την ίδρυση των ανωτέρω τμημάτων (σχ. άρθρο 25 παρ. 2 περ. γ΄ του ν. 14040/1983), το προβλεπόμενο από την ως άνω διάταξη προεδρικό διάταγμα σχετικά με την επαγγελματική κατοχύρωση των πτυχιούχων των ως άνω τμημάτων Τ.Ε.Ι. Και τούτο διότι η αποστολή του εν λόγω π.δ/τος στο Συμβούλιο της Επικρατείας για επεξεργασία έλαβε χώρα μόλις στις 22.12.2010 ήτοι μετά την παρέλευση ένδεκα (11) και έξι (6) ετών αντιστοίχως από την ίδρυση των ανωτέρω τμημάτων. Επομένως, κατά τα ανωτέρω στοιχειοθετείται παράνομη παράλειψη της Διοικήσεως, ενώ απορρίπτονται ως αβάσιμοι όλοι οι περί του αντιθέτου λόγοι που προβάλλει το εναγόμενο με την από 10.07.2017 έκθεση απόψεών του. Εξάλλου, η υποχρέωση αυτή της Διοικήσεως θα μπορούσε, κατ αρχήν, να ενεργοποιηθεί εκ νέου (πρβλ. ΣτΕ Ολ. 1849/2006, 2040/2017 επτ., 4917/2012, 211/2006) από την πάροδο ευλόγου χρόνου από την μη έγκριση του σχετικού σχεδίου διατάγματος, με την έκδοση (στις 06.10.2011) και διαβίβαση στη Διοίκηση (στις 27.10.2011) του 270/2011 Πρακτικού Επεξεργασίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, με το οποίο, ως εκτέθηκε ανωτέρω, επιστράφηκε ως μη νόμιμο το ανωτέρω σχέδιο διατάγματος, με συνέπεια να στοιχειοθετείται νέα παράλειψη της νομίμου υποχρεώσεως της Διοικήσεως να προβεί στην έκδοση του προβλεπομένου από την διάταξη του άρθρου 25 παρ. 2 περ. γ΄ του ν. 1404/1983 νέου προεδρικού διατάγματος (πρβλ. ΣτΕ 4917/2012), με συνέπειες για την περαιτέρω ηθική βλάβη των εναγόντων. Όμως ενόψει του κρίσιμου χρόνου της άσκησης της κρινόμενης αγωγής (08.10.2012), το Δικαστήριο κρίνει ότι, ως προς την στοιχειοθέτηση της δεύτερης αυτής παράλειψης των οργάνων του εναγομένου, δεν συντρέχει το κρίσιμο στοιχείο της παρέλευσης του ευλόγου χρόνου από την διαβίβαση στη Διοίκηση (στις 27.10.2011) του 270/2011 Πρακτικού Επεξεργασίας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Συνεπώς, ως προς την μη έκδοση νέου π.δ/τος, μετά την κρίση περί μη νομιμότητας του πρώτου με το Πρακτικό Επεξεργασίας 270/2011 του Συμβουλίου της Επικρατείας, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν συντρέχει παράνομη παράλειψη εκ μέρους των οργάνων του εναγομένου. Τέλος, ενόψει των ανωτέρω διαπιστώσεων, παρέλκει ως αλυσιτελής η έρευνα τυχόν παραβιάσεως και των λοιπών διατάξεων που αναφέρονται στην ένδικη αγωγή.

 

11. Επειδή, περαιτέρω, ως προς το αίτημα των εναγόντων για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη του ότι από την παράνομη παράλειψη των αρμοδίων οργάνων του εναγομένου να εκδώσουν, εντός ευλόγου χρόνου από την ίδρυση των ανωτέρω τμημάτων, το προβλεπόμενο προεδρικό διάταγμα σχετικά με την επαγγελματική κατοχύρωση των πτυχιούχων των ως άνω τμημάτων Τ.Ε.Ι., οι ενάγοντες, καθ όλη τη διάρκεια της φοίτησής τους στα ανωτέρω τμήματα αλλά και μετά την αποφοίτησή τους, υπέστησαν πολυετή ψυχική ταλαιπωρία και αβεβαιότητα ως προς τις επαγγελματικές τους προοπτικές, κρίνει ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις επιδικάσεως χρηματικής ικανοποίησης για ηθική βλάβη, για τον παραπάνω λόγο, το ύψος της οποίας ανέρχεται, στο εύλογο ποσό των 1.000 ευρώ για έκαστο εξ αυτών, κατά μερική παραδοχή του σχετικού ισχυρισμού τους. Αντιθέτως, ο ισχυρισμός των εναγόντων ότι υπέστησαν ηθική βλάβη και λόγω του παράνομου περιορισμού της επαγγελματικής τους δραστηριότητας, δεδομένου ότι, όπως αναφέρουν στην αγωγή τους και συνομολογεί, άλλωστε, και το εναγόμενο στις απόψεις του, το εύρος, είδος κ.λπ. των εργασιών που οι απόφοιτοι των ανωτέρω τμημάτων Τ.Ε.Ι. δύνανται να αναλαμβάνουν σύμφωνα με τις σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις δεν ταυτίζεται με αυτό των διπλωματούχων μηχανικών πολυτεχνικών σχολών εγγεγραμμένων στο Τ.Ε.Ε., πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Και τούτο διότι, εφόσον δεν έχουν θεσμοθετηθεί ακόμη, ούτε και μετά τις ρυθμίσεις του άρθρου 46 του ν. 4485/2017 που επικαλείται το εναγόμενο, τα ειδικότερα επαγγελματικά δικαιώματα της ειδικότητάς των εναγόντων, δεν νοείται απώλεια αντίστοιχων εργασιών, αφού τέτοιες εργασίες δεν έχουν κατοχυρωθεί νόμιμα για τους αποφοίτους των τμημάτων αυτών ενώ, περαιτέρω, η προβαλλόμενη ανάληψη εργασιών από μηχανικούς μέλη του T.E.E. δεν αφορά σε συναδέλφους τους της ιδίας ειδικότητας, οι οποίοι, υπάγονται στην αυτή με τους ίδιους κατηγορία, αλλά σε μέλη του T.E.E. διαφορετικής βαθμίδας (πτυχιούχοι Α.Ε.Ι.), με την οποία υφίσταται ποιοτική διαφοροποίηση στην παρεχόμενη εκπαίδευση και τις παρεχόμενες επαγγελματικές δυνατότητες, και με τους οποίους η κατηγορία των εναγόντων τελεί υπό ανόμοιες συνθήκες (ΔΕφΑθ 1934/2016).

 

12. Επειδή, κατ ακολουθίαν των ανωτέρω, η κρινόμενη αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή, να υποχρεωθεί το εναγόμενο να καταβάλει στους ενάγοντες νομιμοτόκως, με επιτόκιο 6% (βλ. ΣτΕ 2114/2014 Ολ., πρβλ. Α.Ε.Δ. 25/2012) από την επίδοση της αγωγής (12.10.2012, βλ. σχετικά την υπ αριθ. 1196/12.20.2012 έκθεση επίδοσης) και μέχρι την εξόφληση, το ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, να συμψηφισθούν τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων, λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας τους (άρθρο 275 παρ. 1 εδ. γ΄ Κ.Δ.Δ.), ενώ πρέπει να απορριφθεί το αίτημα των εναγόντων να κηρυχθεί η παρούσα απόφαση προσωρινά εκτελεστή, καθόσον αυτοί δεν επικαλούνται, ούτε αποδεικνύουν, ότι συντρέχουν εξαιρετικοί προς τούτο λόγοι (άρθρο 80 παρ. 3 εδ. α΄ Κ.Δ.Δ.).

 

 

Δ Ι Α   Τ Α Υ Τ Α

 

 

Δέχεται εν μέρει την αγωγή

 

Υποχρεώνει το εναγόμενο να καταβάλει σε καθέναν από τους ενάγοντες, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής (12.10.2012) και μέχρι την εξόφληση, το ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ.

 

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.

 

Η απόφαση δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, στην Αθήνα, κατά την δημόσια συνεδρίαση της 26-7-2018.

 

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 


Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών ΔΣΑ 
«ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ»