ΜΔΠρΑθ 12165/2004

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Φορολογία εισοδήματος - Χρέη ΑΕ προς το Δημόσιο από  παρακρατούμενους φόρους - Ευθύνη διευθύνοντος συμβούλου - Θάνατος διευθύνοντος συμβούλου πριν τη λύση της ΑΕ -.

 

Οι διευθύνοντες σύμβουλοι ανώνυμης εταιρείας ευθύνονται προσωπικώς για την καταβολή στο Δημόσιο αφενός των φόρων εισοδήματος και των παρακρατούμενων φόρων, εφόσον έχουν την ιδιότητα αυτή κατά το χρόνο διάλυσης της εταιρείας, αφετέρου των παρακρατούμενων φόρων, εάν η παραπάνω ιδιότητα υφίσταται μεταξύ άλλων από την 1.12.1998. Αναγκαστική κατάσχεση ακινήτου σε βάρος κληρονόμου διευθύνοντος συμβούλου ΑΕΒΕ, για την είσπραξη οφειλής προς το Δημόσιο από φόρους της εταιρείας. Λαμβάνοντας υπόψη ότι ο πατέρας της ανακόπτουσας και Διευθύνων Σύμβουλος ΑΕΒΕ, είχε ήδη αποβιώσει στις 29-11-1998  και κατά συνέπεια δεν είχε την ιδιότητα τούτη ούτε κατά την έναρξη ισχύος των διατάξεων του άρθρου 22 (παρ. 6 και 7) του ν. 2648/1998, πολύ δε περισσότερο κατά το χρόνο (2002) λύσεως της εταιρείας με τη διοικητική ανάκληση της άδειας συστάσεως της, κρίνεται ότι ο ίδιος δεν ευθυνόταν προσωπικώς για την καταβολή των οφειλόμενων από την εταιρεία αυτή φόρων εισοδήματος και φπα καθώς και του προστίμου φπα και επομένως μη νόμιμα με την προσβαλλόμενη έκθεση έλαβε χώρα αναγκαστική κατάσχεση σε βάρος της ανακόπτουσας, ως κληρονόμου του προαναφερόμενου διευθύνοντος συμβούλου. Εξάλλου, εφόσον σε περίπτωση λήξεως της ιδιότητας υπό την οποία ευθύνεται ορισμένο πρόσωπο, λόγω θανάτου του, πριν από τη λύση της εταιρείας δεν νοείται συνέχιση της ευθύνης αυτού μέχρι τη λύση αυτής, ακόμα και αν μέχρι τότε δεν έχει αναλάβει καθήκοντα η νέα διοίκηση.

 

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

   Αριθμός απόφασης 12165/2004

   ΤΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΑΣ

   ΤΜΗΜΑ 18ο ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ

   Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριο του στις 26 Μαΐου 2004, με δικαστή την Ελένη Ποδόλη, Πρωτοδίκη ΔΔ και γραμματέα την Αικατερίνη Μπίμπα, δικαστική υπάλληλο,

   για να δικάσει την ανακοπή με χρονολογία 15/1/2004

   της Α.Κ., κατοίκου Αθήνας (οδός Κ., αριθμός ...), η οποία παραστάθηκε με την πληρεξούσια της δικηγόρο Ελένη Βαγενά (Χρυσουπόλεως 41 -Αθήνα),

   κατά του Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπήθηκε από τους Προϊσταμένους: 1) Δ.Ο.Υ. Φ.Α.Ε. Θεσσαλονίκης και 2) Δ.ΟΎ. Αμαρουσίου Αττικής, οι οποίοι δεν εμφανίστηκαν στο ακροατήριο, αλλά λογίζονται ότι παραστάθηκαν, μετά την υποβολή της από 25/5/2004 δήλωσης (αρθρ. 133 παρ.2 του ΚΔΔ, όπως τροποποιήθηκε από το άρθρο 29 παρ.1 του Ν. 2915/2001) της Δικαστικής Αντιπροσώπου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Αγλαΐας Καραγεώργου.

   Κατά τη συζήτηση, ο διάδικος που παραστάθηκε ανέπτυξε τους ισχυρισμούς του και ζήτησε όσα αναφέρονται στα πρακτικά.

   Η κρίση του Δικαστηρίου είναι η   εξής:

   Η ανακόπτουσα, με την κρινόμενη ανακοπή της, για την οποία καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο (σχ. τα 577334 και 1265334, σειρά Α' έντυπα παραβόλου), ζητά παραδεκτώς να ακυρωθεί η 3918/15-12-2003 έκθεση της Δικαστικής Επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Πειραιά Α. Κ., με την οποία επιβλήθηκε σε βάρος της, ως κληρονόμου του Ν. Κ., αναγκαστική κατάσχεση ακινήτου της για την είσπραξη οφειλής προς το Δημόσιο από φόρους, συνολικού ποσού, μαζί με τις προσαυξήσεις, 36.639,70 ευρώ της εταιρείας με την επωνυμία «Κ. Ν. ΑΕΒΕ», της οποίας ο κληρονομούμενος ήταν Διευθύνων Σύμβουλος.

   Με τον Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (ν.2717/1999 ΦΕΚ Α'97) ορίζεται : στο άρθρο 217 (παρ. 1) ότι: «Ανακοπή χωρεί κατά κάθε πράξης που εκδίδεται στα πλαίσια της διαδικασίας της διοικητικής εκτέλεσης και, ιδίως, κατά: α) ... β) της κατασχετήριας έκθεσης ...» στο άρθρο 224 (παρ. 1) ότι: «Το δικαστήριο ελέγχει την προσβαλλόμενη πράξη κατά το νόμο και την ουσία, στα όρια της ανακοπής, τα οποία προσδιορίζονται από τους λόγους και το αίτημα της» και στο άρθρο 225 ότι: «Το δικαστήριο, αν διαπιστώσει παράβαση νόμου ή ουσιαστικές πλημμέλειες της προσβαλλόμενης πράξης, προβαίνει στην ολική ή μερική ακύρωση ή στην τροποποίηση της...........». Εξάλλου,  με το άρθρο 115 του ν. 2238/1994 "Κύρωση του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος» (ΦΕΚ Α' 151) ορίζεται ότι: «1. Για τα πρόσωπα που είναι διευθυντές, διαχειριστές ή διευθύνοντες σύμβουλοι και εκκαθαριστές των ημεδαπών ανώνυμων εταιριών ή συνεταιρισμών κατά το χρόνο διάλυσης ή συγχώνευσης τους, ευθύνονται προσωπικώς και αλληλεγγύως για την πληρωμή του φόρου που οφείλεται από αυτά τα νομικά πρόσωπα σύμφωνα με τον παρόντα, καθώς και του φόρου που παρακρατείται, ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαίωσης τους.....2. Τα πρόσωπα που είναι διευθυντές, διαχειριστές και γενικά εντεταλμένοι στη διοίκηση του νομικού προσώπου, κατά το χρόνο της διάλυσης των λοιπών νομικών προσώπων του άρθρου 101, ευθύνονται προσωπικώς και αλληλεγγύως για την πληρωμή του φόρου που οφείλεται από αυτά τα νομικά πρόσωπα σύμφωνα με τον παρόντα, καθώς και των φόρων που παρακρατούνται, ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαίωσης τους.». Ακολούθως, με το άρθρο 22  (παρ. 6) του ν. 2648/1998 (ΦΕΚ Α' 238) προστέθηκε στο προαναφερόμενο άρθρο παράγραφος 3 η ισχύς της οποίας, κατ' άρθρο 48 (παρ. 2) ίδιου νόμου, άρχισε από 1.12.1998, με το ακόλουθο περιεχόμενο: «Τα πρόσωπα που αναφέρονται στις παραγράφους 1 και 2 ευθύνονται προσωπικώς και αλληλεγγύως για τους  παρακρατούμενους φόρους και κατά τη διάρκεια λειτουργίας του νομικού προσώπου που εκπροσωπούν ως εξής: α) Αν έχει γίνει η παρακράτηση φόρου, όλα τα πρόσωπα που είχαν μία από τις ως άνω ιδιότητες από τη λήξη της προθεσμίας απόδοσης του φόρου και μετά, β) Αν δεν έχει γίνει παρακράτηση φόρου, όλα τα πρόσωπα, που είχαν μια από τις πιο πάνω ιδιότητες κατά το χρόνο που υπήρχε η υποχρέωση παρακράτησης του φόρου». Τέλος, με το άρθρο 45 του ν. 1642/1986 (ΦΕΚ Α 125) - το οποίο κατ' άρθρο 49 (παρ.2) του ίδιου νόμου έχει εφαρμογή και στην περίπτωση των προστίμων - όπως ισχύει μετά την τροποποίηση του από τις διατάξεις των άρθρων 15 (παρ.36) του ν.2166/1993 (ΦΕΚ Α 137) και 11 (παρ. 19) του ν. 2386/1996 (ΦΕΚ Α 43) προβλέφθηκε ότι : «Για την καταβολή του οφειλόμενου φόρου ευθύνονται αλληλεγγύως και εις ολόκληρο με τον υπόχρεο και οι εξής: α)...β) οι νόμιμοι εκπρόσωποι των νομικών προσώπων, κατά το χρόνο διάλυσης, συγχώνευσης ή μετατροπής τους, ανεξάρτητα από το χρόνο βεβαίωσης του φόρου γ)...» , ενώ με το άρθρο 22 (παρ. 7) του ν. 2648/1998, ορίστηκε ότι οι διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 115 του ν. 2238/1994 εφαρμόζονται και για την περίπτωση β' του άρθρου 45 του ν. 1642/1986, καθώς και για οφειλές φόρου κύκλου εργασιών.

   Από το συνδυασμό των διατάξεων που παρατέθηκαν συνάγεται ότι για την καταβολή οφειλών ανώνυμης εταιρείας προς το Δημόσιο από φόρο εισοδήματος και παρακρατούμενους φόρους (μισθωτών υπηρεσιών, φ.π.α κλπ), ευθύνονται, εκτός από το νομικό πρόσωπο της εταιρείας, και τα πρόσωπα εκείνα που είχαν, κατά το χρόνο της διάλυσης, μετατροπής ή συγχώνευση της, την ιδιότητα του διαχειριστή, διευθύνοντος συμβούλου κλπ αυτής. Ακολούθως, η ευθύνη των προσώπων που είχαν κάποια από τις προαναφερόμενες (ιδιότητες, επεκτάθηκε, με το άρθρο 22 (παρ.6 και 7) του ν. 2648/1998 και στην καταβολή χρεών της ανώνυμης εταιρείας προς το Δημόσιο από  παρακρατούμενους φόρους κατά το χρόνο λειτουργίας του νομικού προσώπου. Η ευθύνη, όμως, αυτή αφορά τα πρόσωπα που είχαν μια από τις παραπάνω ιδιότητες μετά την έναρξη ισχύος (1.12.1998) της ρύθμισης και επιπλέον είτε μετά τη λήξη της προθεσμίας απόδοσης του φόρου, εάν το χρέος είχε προέλθει από μη απόδοση παρακρατηθέντος φόρου, είτε κατά το χρόνο που υπήρχε η υποχρέωση παρακράτησης του φόρου, εάν επρόκειτο για χρέος προερχόμενο από μη παρακράτηση φόρου.

   Στην προκείμενη περίπτωση από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Με τις 105/26-2-1999 δύο πράξεις της Δ. Ο.Υ. Φορολογίας Ανωνύμων Εταιρειών Θεσσαλονίκης, βεβαιώθηκε ταμειακά σε βάρος της εταιρείας με την επωνυμία «Ν. Κ. ΑΕΒΕ» φόρος εισοδήματος των οικονομικών ετών 1988 και 1989, ύψους 40.458.391 δραχμών και 1.268.472 δραχμών, ενώ με την 2568/9-7-1999 και τις 2569/9-7-1999 δύο πράξεις της ίδιας Δ. Ο.Υ. βεβαιώθηκαν ταμειακά σε βάρος της παραπάνω εταιρείας οφειλές από πρόστιμο φπα, οικονομικού έτους 1988 και φπα, οικονομικών ετών 1987 και 1988, ύψους 68.940 δραχμών, 4.459.896 δραχμών και 77.880 δραχμών, με την ίδια αντιστοιχία. Ακολούθως, ενόψει του ότι ο πατέρας της ανακόπτουσας, Ν. Κ., είχε οριστεί, σύμφωνα με την από 13-12-1996 ανακοίνωση καταχώρησης του Νομάρχη Θεσσαλονίκης, που δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (τεύχος ΑΕ και ΕΠΕ, 8229/1996), Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της παραπάνω εταιρείας από 24-10-1996 έως 23-10-2001, για την είσπραξη των οφειλών του νομικού προσώπου αυτού που είχαν, μεταξύ άλλων, βεβαιωθεί με τις 2568/1999, 2569/1999 και 2569/1999 πράξεις ταμειακής βεβαίωσης, συντάχθηκε η 1516/22-11-1999 έκθεση του Δικαστικού Επιμελητή του Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, Δ. Μ., με την οποία επιβλήθηκε σε βάρος του, με τη μνημονευόμενη ιδιότητα του, αναγκαστική κατάσχεση ακινήτου του. Εξάλλου, με την 17/15298/13-11-2002 απόφαση του Νομάρχη Θεσσαλονίκης, που καταχωρήθηκε στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών της Νομαρχίας αυτής και δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (τ. ΑΕ και ΕΠΕ, 11668) στις 20-11-2002, ανακλήθηκε, βάσει του άρθρου 48α του ΚΝ. 2190/1920, η ΕΜ/4115/1981 απόφαση του ιδίου περί χορηγήσεως άδειας σύστασης και έγκρισης του καταστατικού της παραπάνω εταιρείας. Περαιτέρω, δεδομένου ότι ο προαναφερόμενος είχε ήδη αποβιώσει στις 29-11-1998, καταλείποντας ως εξ' αδιαθέτου κληρονόμο, μεταξύ άλλων, την ανακόπτουσα κατά ποσοστό 15%, με την 3918/15-12-2003 έκθεση της Δικαστικής Επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Πειραιά, Α. Κ. (προσβαλλόμενη), επιβλήθηκε αναγκαστική κατάσχεση σε ποσοστό 15% εξ' αδιαιρέτου του 1-1 διαμερίσματος του ισογείου πολυκατοικίας, που βρίσκεται στο Δήμο Χαλανδρίου, στη διασταύρωση των οδών Ζ. αρ. * και Κ, και περιήλθε στην ανακόπτουσα κατά το αναφερόμενο ποσοστό λόγω κληρονομίας. Η κατάσχεση τούτη επιβλήθηκε σε βάρος της ανακόπτουσας, με την ιδιότητα του κληρονόμου του πατέρα της Ν. Κ., ευθυνόμενου, κατά την άποψη του Ελληνικού Δημοσίου, για τα προαναφερόμενα χρέη της εταιρείας «Ν. Κ. ΑΕΒΕ», ως Διευθύνοντος Συμβούλου για την αναγκαστική είσπραξη οφειλών της τελευταίας συνολικού ύψους 36.639,70 ευρώ, οι οποίες, σύμφωνα και με την επισυναπτόμενη πράξη καθορισμού χρεών, αποτελούν το 1/5 του κεφαλαίου μαζί με τις οικείες προσαυξήσεις, που είχαν βεβαιωθεί ταμειακά, ως δημόσια έσοδα, με τις 105/26-2-1999 δύο πράξεις της Δ.Ο.Υ. ΦΑΕ Θεσσαλονίκης και τις 2568/9-7-1999, 2569/9-7-1999 και 2569/9-7-1999 πράξεις της ίδιας Δ.Ο.Υ.

   Ήδη η ανακόπτουσα, με την κρινόμενη ανακοπή και το υπόμνημα που κατέθεσε, υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη έκθεση κατάσχεσης είναι μη νόμιμη, επειδή ο κληρονομούμενος και κατ' επέκταση και η ίδια ως κληρονόμος αυτού, δεν είχε οποιαδήποτε ευθύνη για τα προαναφερόμενα χρέη της εταιρείας «Ν. Κ. ΑΕΒΕ», δεδομένου ότι είχε αποβιώσει σε χρόνο πριν από την έναρξη ισχύος των διατάξεων του άρθρου 22 του ν. 2648/1998, η δε εταιρεία αυτή εξακολουθούσε να λειτoυργεί και μετά το θάνατο του μέχρι 13-12-2002 οπότε καταχωρήθηκε στο οικείο μητρώο ανωνύμων εταιρειών της Νομαρχίας Θεσσαλονίκης η απόφαση του Νομάρχη περί ανακλήσεως της άδειας συστάσεως της.

   Με τα δεδομένα αυτά και ενόψει του ότι, σύμφωνα με όσα παρατέθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, οι διευθύνοντες σύμβουλοι ανώνυμης εταιρείας ευθύνονται προσωπικώς για την καταβολή στο Δημόσιο αφενός των φόρων εισοδήματος και των παρακρατούμενων φόρων, εφόσον έχουν την ιδιότητα αυτή κατά το χρόνο διάλυσης της εταιρείας, αφετέρου των παρακρατούμενων φόρων, εάν η παραπάνω ιδιότητα υφίσταται μεταξύ άλλων από την 1.12.1998 και μετά, το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη ότι ο πατέρας της ανακόπτουσας και Διευθύνων Σύμβουλος της ανώνυμης εταιρείας «Ν. Κ. ΑΕΒΕ» είχε ήδη αποβιώσει στις 29-11-1998  και κατά συνέπεια δεν είχε την ιδιότητα τούτη ούτε κατά την έναρξη ισχύος των διατάξεων του άρθρου 22 (παρ. 6 και 7) του ν. 2648/1998, πολύ δε περισσότερο κατά το χρόνο (2002) λύσεως της προαναφερόμενης εταιρείας με τη διοικητική ανάκληση της άδειας συστάσεως της, κρίνει ότι στην εξεταζόμενη περίπτωση ο ίδιος δεν ευθυνόταν προσωπικώς για την καταβολή των οφειλόμενων από την εταιρεία αυτή φόρων εισοδήματος και φπα καθώς και του προστίμου φπα και επομένως μη νόμιμα με την προσβαλλόμενη έκθεση έλαβε χώρα αναγκαστική κατάσχεση σε βάρος της ανακόπτουσας, ως κληρονόμου του προαναφερόμενου διευθύνοντος συμβούλου. Εξάλλου, εφόσον σε περίπτωση λήξεως της ιδιότητας υπό την οποία ευθύνεται ορισμένο πρόσωπο, λόγω θανάτου του, πριν από τη λύση της εταιρείας δεν νοείται συνέχιση της ευθύνης αυτού μέχρι τη λύση αυτής, ακόμα και αν μέχρι τότε δεν έχει αναλάβει καθήκοντα η νέα διοίκηση, ο ισχυρισμός του Ελληνικού Δημοσίου, σύμφωνα με τον οποίο ο παραπάνω κληρονομούμενος ευθυνόταν σε κάθε περίπτωση νια τα χρέη της προαναφερόμενης εταιρείας με βάση τις διατάξεις του άρθρου 115 (παρ.1) του ν. 2238/1994 και 45 (περ. β) του ν. 1642/1986, επειδή, κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, σε περίπτωση που κάποιο πρόσωπο έχει χάσει την ιδιότητα του διευθύνοντος συμβούλου, διαχειριστή κλπ της εταιρείας πριν από τη λύση αυτής πλην, όμως, μέχρι τη λύση της δεν έχει αναλάβει η νέα διοίκηση εξακολουθεί η ευθύνη του προηγούμενου διαχειριστή κλπ, είναι απορριπτέος ως ερειδόμενος σε εσφαλμένη νομική εκδοχή.

   Κατ' ακολουθία, η υπό κρίση ανακοπή πρέπει να γίνει δεκτή, χωρίς να εξεταστούν ως αλυσιτελείς οι λοιποί λόγοι αυτής, και περαιτέρω, να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης, ενώ το παράβολο, ύψους 4,50 ευρώ, που καταβλήθηκε από την ανακόπτουσα να επιστραφεί σ' αυτή κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 277 (παρ. 9) του Κ,Διοικ.Δικ. Τέλος, το αίτημα του Ελληνικού Δημοσίου για επιδίκαση των δικαστικών εξόδων του σε βάρος της ανακόπτουσας είναι απορριπτέο ως νόμω αβάσιμο, καθόσον δε συντρέχουν προς τούτο οι προϋποθέσεις του άρθρου 275 (παρ.1, εδάφιο πρώτο) του ίδιου Κώδικα, περαιτέρω, όμως, το Δικαστήριο, κατ' εκτίμηση των περιστάσεων κρίνει ότι αυτό πρέπει να απαλλαγεί από τα δικαστικά έξοδα της ανακόπτουσας, κατ' άρθρο 275 (παρ. 1 εδάφιο πέμπτο) του παραπάνω Κώδικα.

   Για τους λόγους αυτούς

   Δέχεται την ανακοπή.

   Ακυρώνει την  3918/15-12-2003 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης της Δικαστικής Επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Πειραιώς, Α. Κ..

   Διατάζει την επιστροφή στην ανακόπτουσα του παραβόλου που κατέθεσε, ύψους τεσσάρων (4) ευρώ και πενήντα (50) λεπτών. Και

   Απαλλάσσει το Ελληνικό Δημόσιο  από  τα δικαστικά έξοδα της ανακόπτουσας.

   Η απόφαση δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, κατά τη δημόσια συνεδρίαση της 27/10/2004.