Ε.Σ. ΠρΟλ 2/2005

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου - Μετατροπή εκ του νόμου συμβάσεων εργασίας σε αορίστου χρόνου - Παράταση χρόνου υποβολής αιτήσεων - Αντισυνταγματικότητα ρύθμισης -.

 

Υφιστάμενη κατά τη θέση σε ισχύ της παρ. 7 του άρθρου 118 του Συντάγματος νομοθετική ρύθμιση είναι η ρύθμιση του άρθρου 17 του ν. 2839/2000, με την οποία προεβλέπετο η συλλήβδην μετατροπή των συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου και των συμβάσεων έργου, με τη συνδρομή των σε αυτή προβλεπομένων προϋποθέσεων, προσωπικού που απασχολείτο στο Δημόσιο, στους Ο.Τ.Α. ή σε Ν.Π.Δ.Δ., είτε για κάλυψη πρόσκαιρων, είτε απρόβλεπτων και επειγουσών, είτε πάγιων και διαρκών αναγκών, σε συμβάσεις αορίστου χρόνου. Σύμφωνα με τη Συνταγματική πρόβλεψη, η ανωτέρω νομοθετική ρύθμιση εξακολούθησε να ισχύει μέχρι την ολοκλήρωση των σχετικών διαδικασιών, ήτοι της ολοκλήρωσης της μετατροπής των συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου και των συμβάσεων έργου σε αορίστου χρόνου. Μετά, όμως, την ολοκλήρωση, από την έναρξη ισχύος (18.4.2001) των αναθεωρημένων διατάξεων της παρ. 8 εδ. γ' και δ' του άρθρου 103 του Συντάγματος, των ανωτέρω διαδικασιών, αντιβαίνει στο Σύνταγμα και κυρίως στην παράγραφο 7 του άρθρου 118 αυτού η αναβίωση της συγκεκριμένης αυτής διάταξης που επιχειρήθηκε με την παρ. 4 άρθρου 14 του ν. 3051/2002, σύμφωνα με την οποία "Η προθεσμία για την υποβολή των αιτήσεων, όπως αυτή καθορίζεται στο άρθρο 17 παρ. 5 περίπτ. α' του ν. 2839/2000, παρατείνεται από τότε που έληξε και λήγει δύο (2) μήνες μετά τη δημοσίευση του παρόντος". (Αντίθετη μειοψηφία).

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

  ΠΡΑΚΤΙΚΑ

  ΤΗΣ 2ης ΓΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕΩΣ ΤΗΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑΣ ΤΟΥ

  ΕΛΕΓΚΤΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ ΤΗΣ 19ης ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2005

 

  ΜΕΛΗ: Κωνσταντίνος Ρίζος, Πρόεδρος, Μιχαήλ Δημητρόπουλος, Χρήστος Χριστοφιλόπουλος, Γεώργιος - Σταύρος Κούρτης, Γεώργιος Σχοινιωτάκης, Χρήστος Ντάκουρης, Νικόλαος Αγγελάρας, Αντιπρόεδροι, Ελένη Φώτη, Κωνσταντίνος Κώης, Ιωάννης Μπαλαφούτης, Κωνσταντίνος Κανδρής, Αθανάσιος Φρύδας, Μαρία Ζαγκλιβερινού, Αντώνιος Τομαράς, Ηλίας Αλεξανδρόπουλος, Θεοχάρης Δημακόπουλος, Φλωρεντία Καλδή, Γεώργιος Κωνσταντάς, Διονύσιος Λασκαράτος, Ευφροσύνη Κραμποβίτη, Ανδρονίκη Θεοτοκάτου, Γαρυφαλλιά Καλαμπαλίκη, Ευάγγελος Νταής, Χρυσούλα Καραμαδούκη, Μαρία Βλαχάκη, Κωνσταντίνος Κωστόπουλος, Γεωργία Μαραγκού, Βασιλική Ανδρεοπούλου και Μαρία Αθανασοπούλου, Σύμβουλοι.

  Οι Αντιπρόεδροι Ευστάθιος Ροντογιάννης και Ιωάννης Καραβοκύρης και οι Σύμβουλοι Μιχαήλ Ζυμής, Σωτηρία Ντούνη και Νικόλαος Μηλιώνης, απουσίασαν δικαιολογημένα, ενώ η Σύμβουλος Ασημίνα Σαντοριναίου αποχώρησε από τη συνεδρίαση σύμφωνα με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 2 του ν. 1968/1991.

  ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΠΙΤΡΟΠΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ : Βασίλειος Χασαπογιάννης,

  ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ : Γεώργιος Κομπολάκης, Επίτροπος, Προϊστάμενος της Γραμματείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου,

  Α' Με την έναρξη της συνεδριάσεως, η Σύμβουλος Ελένη Φώτη, που ορίστηκε εισηγήτρια από το Ι Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου και ως εκ τούτου, κατ' ορθήν εκτίμησή του, φέρεται υπ' αυτής ενώπιον της Ολομέλειας και κατ' εφαρμογή του άρθρου 21 παρ. 1 εδάφ. γ' του π.δ/τος 774/1980, το ως κατωτέρω προς συζήτηση θέμα που παραπέμφθηκε με το πρακτικό της 27ης Συνεδριάσεως του Ι Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου της 12.10.2004 (Θέμα Α'), προκειμένου να αποφανθεί περί της συνταγματικότητας ή μη των διατάξεων της παρ. 4 του άρθρου 14 του ν.3051/2002 με την οποία παρατείνεται η προθεσμία υποβολής αιτήσεων κατάταξης σε οργανικές θέσεις με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου που προέβλεπε η διάταξη του άρθρου 17 παρ. 5 του ν. 2839/2000.

  Επί του θέματος αυτού ο Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας διατύπωσε την ακόλουθη γνώμη :

  «Με τις διατάξεις των εδαφίων γ' και δ' της παρ.8 του άρθρου 103 του Συντάγματος, η οποία προστέθηκε κατά την αναθεώρηση του έτους 2001 (που τέθηκε σε ισχύ από 17-4-2001, σύμφωνα με το άρθρο 110 παρ.5 του Συντάγματος και την παρ. Δ' του Ψηφίσματος της 6-4-2001 της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής ? ΦΕΚ Α' 84/17-4-2001), απαγορεύεται η από το νόμο μονιμοποίηση του προσωπικού του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα που απασχολείται με συμβάσεις ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου και η μετατροπή των συμβάσεων αυτών σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου. 'Ετσι, ο αναθεωρητικός νομοθέτης καθιερώνει, σε συνδυασμό και με την παράγραφο 7 του ίδιου άρθρου του Σ., εγγυήσεις αξιοκρατίας και διαφάνειας κατά τις προσλήψεις στο δημόσιο τομέα. Από τον κανόνα όμως που καθιερώνεται με τις διατάξεις αυτές ο συνταγματικός νομοθέτης θέσπισε εξαίρεση με τη διάταξη του άρθρου 118 παρ. 7 του Σ., που ορίζει ότι: «Νομοθετικές ρυθμίσεις που αφορούν την τακτοποίηση της υπηρεσιακής κατάστασης προσωπικού που υπάγεται στην παράγραφο 8 του άρθρου 103 εξακολουθούν να ισχύουν μέχρι την ολοκλήρωση των σχετικών διαδικασιών». Με τη διάταξη αυτή ο αναθεωρητικός νομοθέτης απέβλεψε στην προστασία εκείνων των συμβασιούχων ορισμένου χρόνου, οι οποίοι πριν από την ψήφιση του αναθεωρηθέντος συνταγματικού κειμένου είχαν υπαχθεί σε νομοθετικές ρυθμίσεις που προέβλεπαν την υπηρεσιακή τακτοποίησή τους με τη μετατροπή των συμβάσεών τους ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου και οι οποίοι είχαν, ως εκ τούτου, την εύλογη προσδοκία ότι οι σχετικές διαδικασίες θα ολοκληρωθούν και δεν θα διακοπούν λόγω της θέσπισης του απαγορευτικού κανόνα του άρθρου 103 παρ.8 εδ.γ' του Σ. Κατά το πνεύμα του αναθεωρητικού νομοθέτη, ως νομοθετικές ρυθμίσεις που αφορούν την τακτοποίηση του ως άνω προσωπικού νοούνται αυτές που προβλέπουν τις ουσιαστικές και μόνο προϋποθέσεις της υπηρεσιακής τακτοποίησης αυτού, όχι δε και εκείνες με τις οποίες διαγράφεται η διαδικασία της τακτοποίησης αυτής. Οι τελευταίες (ρυθμίσεις διαδικασίας τακτοποίησης) μπορούν να γίνονται ή να συμπληρώνονται και μετά τη θέση σε ισχύ του νέου αναθεωρημένου Συντάγματος, χωρίς τούτο να αντίκειται στις εισάγουσες τον ανωτέρω απαγορευτικό κανόνα διατάξεις του άρθρου 103 παρ.7 και 8 του Σ. ή στην εξαιρετική διάταξη του άρθρου 118 παρ.7 του Σ., αφού με την τελευταία όχι μόνο δεν τίθεται ορισμένο χρονικό όριο, πέρα από το οποίο να αποκλείεται η υλοποίηση της αναφερόμενης σ' αυτήν (και συνταγματικώς ανεκτής) υπηρεσιακής τακτοποίησης, αλλά προβλέπεται ρητώς η εξακολούθηση της ισχύος των οικείων (ουσιαστικών εννοείται) ρυθμίσεων «μέχρι την ολοκλήρωση των σχετικών διαδικασιών». Αντίθετο ερμηνευτικό συμπέρασμα δεν δύναται να συναχθεί ούτε από τις σχετικές προπαρασκευαστικές συζητήσεις, ούτε από το γράμμα ούτε και από το πνεύμα της συνταγματικής αυτής διάταξης. Μια τέτοια άλλωστε αντίθετη εκδοχή θα μπορούσε να οδηγήσει στη ματαίωση του σκοπού του αναθεωρητικού νομοθέτη, που απέβλεψε στην προστασία των συμβασιούχων εκείνων, για τους οποίους συνέτρεχαν οι νόμιμες προϋποθέσεις τακτοποίησής τους κατά το χρόνο που τέθηκαν σε ισχύ οι ως άνω συνταγματικές διατάξεις. Κατά συνέπεια η διάταξη του άρθρου 14 παρ.4 του ν.3051/2002 (ΦΕΚ 220 Α'), που ορίζει ότι: «η προθεσμία για την υποβολή των αιτήσεων, όπως αυτή καθορίζεται στο άρθρο 17 παρ.5 περίπτωση α' του Ν.2839/2000, παρατείνεται από τότε που έληξε και λήγει δύο (2) μήνες μετά τη δημοσίευση του παρόντος» και με την οποία ρυθμίζεται ζήτημα που αφορά αποκλειστικώς και μόνο στη διαδικασία της προαναφερόμενης υπηρεσιακής τακτοποίησης συμβασιούχων, δεν είναι ασύμβατη με τις ως άνω συνταγματικές διατάξεις, προεχόντως διότι αυτή δεν μεταβάλλει, ούτε τροποποιεί τους όρους μετατροπής συμβάσεων ή σχέσεων ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, που αξιώνονται από τις ουσιαστικές ρυθμίσεις του άρθρου 17 του ν.2839/2000, οι οποίες προϋφίσταντο οπωσδήποτε της θέσεως σε ισχύ των εν λόγω συνταγματικών διατάξεων και άρα εξακολουθούν να ισχύουν και μετά ταύτα μέχρι την ολοκλήρωση της σχετικής διαδικασίας, όπως αυτή (διαδικασία) συμπληρώθηκε με τη διάταξη αυτή του άρθρου 14 παρ.4 του ν.3051/2002».

  Η εισηγητής-Σύμβουλος Ελένη Φώτη εισηγείται ως ακολούθως :

  Ι. Ο Επίτροπος του Ελεγκτικού Συνεδρίου στο Νομό Καβάλας, με την από 21.4.2004 έκθεσή του προς το Ι Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ζήτησε κατ' εφαρμογήν της διατάξεως της παραγράφου 4 του άρθρου 21 του Οργανισμού του Ελεγκτικού Συνεδρίου (π.δ/γμα 774/1980, ΦΕΚ 189 Α'), την άρση των αμφιβολιών του σχετικά με τη θεώρηση ή μη του 82, οικονομικού έτους 2004, χρηματικού εντάλματος πληρωμής του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδας ? Τμήματος Ανατολικής Μακεδονίας (ΤΕΕ), το οποίο αφορούσε στην καταβολή αποδοχών σε υπάλληλό του, ο οποίος κατατάχθηκε, κατ' εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 14 παρ. 4 του ν. 3051/2002, οι οποίες παρέτειναν την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 17 του ν. 2839/2000, σε προσωρινή οργανική θέση του ως άνω Ν.Π.Δ.Δ., με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, δεδομένου ότι η διάταξη του άρθρου 14 παρ. 4 του ν.3051/2002 εκδόθηκε μετά την ισχύ του άρθρου 103 παρ. 8 του αναθεωρημένου Συντάγματος. Το Ι Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου με το Πρακτικό της 27ης/12.10.2004 συνεδριάσεως αυτού δέχθηκε ότι η εντελλόμενη με το προαναφερθέν ΧΕ προς πληρωμή δαπάνη είναι μη νόμιμη και το εν λόγω χρηματικό ένταλμα δεν πρέπει να θεωρηθεί, πλην, όμως, αμφισβητώντας τη συνταγματικότητα της ανωτέρω διάταξης του άρθρου 14 παρ. 4 του ν.3051/2002 και τηρώντας την προβλεπόμενη από το άρθρο 21 παρ. 4 του Οργανισμού του Ελεγκτικού Συνεδρίου (π.δ. 774/1980) διαδικασία, παρέπεμψε το σχετικό ζήτημα στην Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου για να αποφανθεί σχετικώς.

  ΙΙ. Το Σύνταγμα, όπως ισχύει από 17.4.2001 μετά την αναθεώρησή του (βλ. άρθρ. 110 παρ. 5 του Σ. και την παρ. Δ' του Ψηφίσματος της 6.4.2001 της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής) ορίζει: 1) στο άρθρο 103 παράγραφο 8 εδάφια γ' και δ' ότι «Απαγορεύεται η από το νόμο μονιμοποίηση προσωπικού που υπάγεται στο πρώτο εδάφιο ή η μετατροπή των συμβάσεών του σε αορίστου χρόνου. Οι απαγορεύσεις της παραγράφου αυτής ισχύουν και ως προς τους απασχολουμένους με σύμβαση έργου» και 2) στο άρθρο 118 παρ. 7 αυτού ότι «Νομοθετικές ρυθμίσεις που αφορούν την τακτοποίηση της υπηρεσιακής κατάστασης προσωπικού που υπάγεται στην παράγραφο 8 του άρθρου 103 εξακολουθούν να ισχύουν μέχρι την ολοκλήρωση των σχετικών διαδικασιών». Ο νόμος 2839/2000 «Ρυθμίσεις θεμάτων του Υπουργείου Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 196 Α'), που δημοσιεύθηκε πριν από την ως άνω αναθεώρηση του Συντάγματος, όριζε ότι : «1. Προσωπικό το οποίο υπηρετεί κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, ή υπηρέτησε μέσα στο χρονικό διάστημα από 1.8.1999 μέχρι 31.3.2000, στο Δημόσιο, τους Ο.Τ.Α. α' και β' βαθμίδας και στα Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου πλήρους απασχόλησης ή με σύμβαση μίσθωσης έργου κατατάσσεται σε οργανικές θέσεις με σύμβαση εργασίας, ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου του φορέα τελευταίας απασχόλησης, εφόσον κατά την 31.3.2000 : α) είχε συνολική παροχή υπηρεσίας στο φορέα με συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου ή με συμβάσεις μίσθωσης έργου, τουλάχιστον είκοσι τέσσερις (24) μήνες, β. ..., γ...., δ. ..., ε. Πρόκειται εφεξής να καλύψει πάγιες και διαρκείς ανάγκες του φορέα, σε θέσεις του οποίου κατατάσσεται. 2. 1...... 5. Για την, κατά την παράγραφο 1, κατάταξη απαιτούνται : α) Υποβολή αίτησης μέσα σε αποκλειστική προθεσμία δύο (2) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου. β) ....». Μετά την ισχύ του ως άνω αναθεωρημένου Συντάγματος δημοσιεύθηκε ο ν. 3051/2002 «Συνταγματικά κατοχυρωμένες ανεξάρτητες αρχές, τροποποίηση και συμπλήρωση του συστήματος προσλήψεων στο δημόσιο τομέα και συναφείς ρυθμίσεις» (ΦΕΚ 220 Α'), ο οποίος στο άρθρο 14 παρ. 4 ορίζει ότι «Η προθεσμία για την υποβολή των αιτήσεων, όπως αυτή καθορίζεται στο άρθρο 17 παρ. 5 περίπτ. α' του ν. 2839/2000, παρατείνεται, από τότε που έληξε και λήγει δύο (2) μήνες μετά τη δημοσίευση του παρόντος».

  ΙΙΙ. Από το συνδυασμό των προπαρατιθεμένων διατάξεων συνάγονται τα ακόλουθα : Με τη νέα παράγραφο 8 εδάφια γ' και δ' του άρθρου 103 του Συντάγματος, η οποία προστέθηκε κατά την αναθεώρησή του, του έτους 2001 και τέθηκε σε ισχύ, σύμφωνα με το άρθρο 110 παράγραφος 5 του Συντάγματος και τη Δ παράγραφο του ψηφίσματος της 6ης Απριλίου 2001 της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής (ΦΕΚ 84 Α'), από την 18.4.2001, θεσπίζεται η απαγόρευση της από το νόμο μονιμοποίησης του προσωπικού που υπηρετεί στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου ή απασχολείται με σύμβαση έργου, είτε ευθέως με την κατάληψη οργανικών θέσεων μονίμων υπαλλήλων είτε εκ πλαγίου με τη μετατροπή των συμβάσεών τους σε συμβάσεις αορίστου χρόνου. Ο αναθεωρητικός νομοθέτης, όπως προκύπτει από τις συζητήσεις της Ζ' Αναθεωρητικής Βουλής (Βλ. Πρακτικά Βουλής, Συνεδρίαση ΡΜΔ, 21.3.2001, σελ. 6.175 επόμ.), επιχείρησε με τις ανωτέρω διατάξεις να θέσει τέλος στην κατάσταση που είχε διαμορφωθεί στο παρελθόν να καλύπτονται κατά παράβαση των ορισμών του άρθρου 103 του Συντάγματος, αλλά και της κοινής νομοθεσίας, πάγιες και διαρκείς ανάγκες του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα με προσωπικό, το οποίο προσλαμβάνετο είτε με συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, επί τη βάσει διατάξεων που αφορούσαν προσλήψεις για την αντιμετώπιση πρόσκαιρων ή απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών, είτε με συμβάσεις έργου και στη συνέχεια να ψηφίζονται διάφοροι νόμοι προς τακτοποίηση του προσωπικού αυτού, είτε με το διορισμό του σε οργανικές θέσεις μονίμων υπαλλήλων, χωρίς προηγούμενη επιτυχή συμμετοχή σε διαδικασία διαγωνισμού ή άλλη διαδικασία επιλογής (παρ. 7 εδαφ. 1 του άρθρου 103 του Συντάγματος), είτε με τη μετατροπή των συμβάσεών του, σε συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου. Από την ανωτέρω γενική απαγόρευση ο αναθεωρητικός νομοθέτης θέσπισε με το άρθρο 118 παρ. 7 μία εξαίρεση, ορίζοντας, ότι εξακολουθούν να ισχύουν, και μετά τη θέση σε ισχύ του αναθεωρημένου από τη Ζ' Αναθεωρητική Βουλή Συντάγματος, μέχρις ότου ολοκληρωθούν οι σχετικές διαδικασίες, οι υφιστάμενες νομοθετικές ρυθμίσεις που αφορούν στην τακτοποίηση της υπηρεσιακής κατάστασης προσωπικού του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, που υπηρετούσε με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου ή απασχολείτο με σύμβαση έργου. Με τη διάταξη αυτή ο αναθεωρητικός συντακτικός νομοθέτης απέβλεψε στην προστασία εκείνου του προσωπικού που υπηρετούσε με σύμβαση ορισμένου χρόνου ή έργου, το οποίο πριν από την ψήφιση των αναθεωρημένων συνταγματικών διατάξεων είχε υπαχθεί σε νομοθετικές ρυθμίσεις που προέβλεπαν την υπηρεσιακή τακτοποίηση του και το οποίο είχε, ως εκ τούτου, την προστατευόμενη προσδοκία ότι οι σχετικές διαδικασίες θα ολοκληρωθούν και δεν θα διακοπούν λόγω της θεσπίσεως του απαγορευτικού κανόνα του τρίτου εδαφίου της παρ. 8 του άρθρου 103. Βεβαίως, από τη διάταξη αυτή δεν προκύπτει βούληση του αναθεωρητικού νομοθέτη να μην προστατευθούν προσδοκίες υπηρεσιακής τακτοποιήσεως εργαζομένων στους προαναφερόμενους φορείς του Δημοσίου και του ευρύτερου Δημόσιου τομέα με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου ή έργου πηγάζουσες από άλλες ρυθμίσεις, προϊσχύουσες του αναθεωρημένου Συντάγματος, αλλά μη δυνάμενες για αντικειμενικούς λόγους και χωρίς υπαιτιότητα των εργαζομένων να εφαρμοσθούν πριν από την αναθεώρηση αυτού. Υφιστάμενη κατά τη θέση σε ισχύ της παραγράφου 7 του άρθρου 118 του Συντάγματος νομοθετική ρύθμιση είναι η ρύθμιση του άρθρου 17 του ν. 2839/2000, με την οποία προεβλέπετο η συλλήβδην μετατροπή των συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου και των συμβάσεων έργου, με τη συνδρομή των σ' αυτή προβλεπομένων προϋποθέσεων, προσωπικού που απασχολείτο στο Δημόσιο, στους Ο.Τ.Α. ή σε Ν.Π.Δ.Δ., είτε για κάλυψη πρόσκαιρων, είτε απρόβλεπτων και επειγουσών, είτε πάγιων και διαρκών αναγκών, σε συμβάσεις αορίστου χρόνου. Σύμφωνα με τη Συνταγματική πρόβλεψη, η ανωτέρω νομοθετική ρύθμιση εξακολούθησε να ισχύει μέχρι την ολοκλήρωση των σχετικών διαδικασιών, ήτοι της ολοκλήρωσης της μετατροπής των συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου και των συμβάσεων έργου σε αορίστου χρόνου. Μετά, όμως, την ολοκλήρωση, από την έναρξη ισχύος (18.4.2001) των αναθεωρημένων διατάξεων της παραγράφου 8 εδ. γ' και δ' του άρθρου 103 του Συντάγματος, των ανωτέρω διαδικασιών, αντιβαίνει στο Σύνταγμα και κυρίως στην παράγραφο 7 του άρθρου 118 αυτού η αναβίωση της συγκεκριμένης αυτής διάταξης που επιχειρήθηκε με την παράγραφο 4 του ν. 3051/2002, σύμφωνα με την οποία «Η προθεσμία για την υποβολή των αιτήσεων, όπως αυτή καθορίζεται στο άρθρο 17 παρ. 5 περίπτ. α' του ν. 2839/2000, παρατείνεται από τότε που έληξε και λήγει δύο (2) μήνες μετά τη δημοσίευση του παρόντος».

  ΙV. Η Ολομέλεια, μετά από μακρά διαλογική συζήτηση, κατά την οποία έλαβαν το λόγο πολλά μέλη, αποδέχθηκε κατά πλειοψηφία την ανωτέρω εισήγηση της Συμβούλου Ελένης Φώτη, μειοψηφούντων των Κωνσταντίνου Ρίζου, Προέδρου, Μιχαήλ Δημητρόπουλου, Αντιπροέδρου, Κωνσταντίνου Κανδρή, Ευάγγελου Νταή και Κωνσταντίνου Κωστόπουλου, Συμβούλων, που διατύπωσαν τη γνώμη τους ως ακολούθως : Με τις διατάξεις των εδαφίων γ' και δ' της παραγράφου 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος, η οποία προστέθηκε κατά την αναθεώρηση του έτους 2001 και ισχύει από 17.4.2001, απαγορεύεται η από το νόμο μετατροπή σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, αφενός μεν των συμβάσεων ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου του προσωπικού του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα που προσελήφθη για την κάλυψη, είτε πρόσκαιρων, είτε απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών και αφετέρου των συμβάσεων έργου των απασχολουμένων στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα.    Με τις ανωτέρω διατάξεις ο αναθεωρητικός νομοθέτης επιχείρησε να θέσει τέλος στην κατάσταση που είχε διαμορφωθεί μέχρι τότε, να καλύπτονται δηλαδή, κατά παράβαση του άρθρου 103 του Συντάγματος, πάγιες και διαρκείς ανάγκες του ευρύτερου δημόσιου τομέα με προσωπικό που προσλαμβανόταν, είτε με συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου, με αναφορά σε διατάξεις που αφορούσαν προσλήψεις για την αντιμετώπιση πρόσκαιρων ή απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών, είτε με συμβάσεις έργου, και ακολούθως να τακτοποιείται το προσωπικό αυτό με διάφορες ρυθμίσεις, είτε με το διορισμό του σε οργανικές θέσεις μόνιμων υπαλλήλων, χωρίς προηγούμενη επιτυχή συμμετοχή σε διαδικασίες διαγωνισμού ή άλλη διαδικασία επιλογής, είτε με τη μετατροπή των συμβάσεων σε συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου. Παράλληλα όμως, προκειμένου να προστατευθούν προσδοκίες που είχαν δημιουργηθεί σε εργαζομένους για δυνατότητα μετατροπής των συμβάσεων ορισμένου χρόνου που είχαν συναφθεί με φορείς του δημόσιου τομέα σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, ο αναθεωρητικός νομοθέτης, με τη διάταξη της παραγράφου 7 του άρθρου 118 του Συντάγματος, προέβλεψε ότι «Νομοθετικές ρυθμίσεις που αφορούν την τακτοποίηση της υπηρεσιακής κατάστασης προσωπικού που υπάγεται στην παράγραφο 8 του άρθρου 103 εξακολουθούν να ισχύουν μέχρι την ολοκλήρωση των σχετικών διαδικασιών». Με τη διάταξη αυτή του άρθρου 118 παρ. 7 του Συντάγματος, αφ' ενός μεν θεσπίζεται μια μεταβατική περίοδος τακτοποίησης εκείνων των συμβασιακών σχέσεων ορισμένου χρόνου που είχαν δημιουργηθεί πριν από την έναρξη ισχύος του αναθεωρημένου Συντάγματος, προκειμένου, μετά την παρέλευση ευλόγου χρόνου, να αναπτύξει πλήρη ισχύ ο απαγορευτικός κανόνας που τίθεται στην παράγραφο 8 του άρθρου 103, αφετέρου δε παρέχεται η δυνατότητα επιτρεπτής κατ' αρχήν θέσπισης με νόμο, διαδικαστικής φύσεως, ρυθμίσεων για τις εν λόγω εργασιακές σχέσεις. Ως νομοθετικές ρυθμίσεις που αφορούν την τακτοποίηση του ως άνω προσωπικού, κατά την αληθή έννοια της συνταγματικής αυτής διάταξης, νοούνται αποκλειστικά και μόνον αυτές που προβλέπουν τις ουσιαστικές προϋποθέσεις της υπηρεσιακής τακτοποίησης αυτού με τη μετατροπή των συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, υφιστάμενες πριν από την έναρξη ισχύος του αναθεωρημένου Συντάγματος (17.4.2001), ενώ οι ρυθμίσεις που αφορούν τη διαδικασία τακτοποίησης μπορούν να θεσπίζονται ή να συμπληρώνονται και μετά την ισχύ του. Η ανωτέρω ερμηνευτική εκδοχή ενισχύεται και από τη γραμματική διατύπωση της παραγράφου 7 του άρθρου 118, στην οποία γίνεται αναφορά σε «ολοκλήρωση σχετικών διαδικασιών» και όχι εκκρεμών διαδικασιών, ενώ παράλληλα δεν τίθεται ορισμένο χρονικό όριο για τη συνταγματικά ανεκτή υπηρεσιακή αυτή τακτοποίηση, η οποία σε κάθε περίπτωση αφορά περιορισμένο κατά τα ανωτέρω κύκλο προσώπων που διέθεταν τα προβλεπόμενα από το ν. 2839/2000 ουσιαστικά προσόντα και η οποία θα πρέπει να ολοκληρωθεί εντός ευλόγου χρόνου. Κατ' ακολουθία, η διάταξη της παραγράφου 4 του άρθρου 14 του ν. 3051/2002 (ΦΕΚ Α', 220), με την οποία ορίζεται ότι « Η προθεσμία για την υποβολή των αιτήσεων, όπως αυτή καθορίζεται στο άρθρο 17 παρ. 5 περίπτωση α' του Ν. 2839/2000, παρατείνεται από τότε που έληξε και λήγει δύο (2) μήνες μετά τη δημοσίευση του παρόντος», είναι σύμφωνη με το άρθρο 118 παρ. 7 του Συντάγματος, διότι δεν τροποποιεί ούτε μεταβάλλει τις (ουσιαστικές) προϋποθέσεις μετατροπής συμβάσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 17 του ν. 2839/2000. Σε κάθε δε περίπτωση, με το άρθρο 14 παρ. 4 του ν. 3051/2002 παρατείνεται η ισχύς υφιστάμενης ήδη διαδικασίας που είχε θεσπιστεί με το άρθρο 17 του ν. 2839/2000, η οποία προϋφίστατο οπωσδήποτε της θέσης σε ισχύ των διατάξεων του αναθεωρημένου Συντάγματος και εξακολουθεί να ισχύει μέχρι την ολοκλήρωσή της.

  V. Μετά από αυτά, η υπόθεση αναπέμπεται, κατ' εφαρμογή του άρθρου 21 παρ. 1 εδάφ. τέταρτο του π.δ. 774/1980, στο Ι Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου για την περαιτέρω εξέτασή της.

  Μετά το τέλος της συνεδριάσεως συντάχθηκε το παρόν πρακτικό, το οποίο, αφού θεωρήθηκε και εγκρίθηκε από τον Πρόεδρο, υπογράφεται από τον ίδιο και το Γραμματέα.