ΕλΣ Τμ. I (Πρκ) 27/2006

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Προσωπικό ΟΤΑ - Διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου -Μετατροπή διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου σε αορίστου χρόνου - Ειδική αποκλειστική διοικητική διαδικασία - Δικαιοδοσία διοικητικών δικαστηρίων - Παραπομπή σε Ολομέλεια -.

 

Ο παρεμπίπτων έλεγχος του ΕλΣ ως προς το υποστατό της δικαστικής αποφάσεως εξαντλείται αποκλειστικά στο αν υπάρχει ελάττωμα από τα περιοριστικώς αναφερόμενα στο άρθρο 313 ΚΠολΔ και μάλιστα αν ο δικαστής που την εξέδωσε είχε προς τούτο δικαιοδοσία, δοθέντος ότι επί υπερβάσεως της ανήκουσας στο δικαστήριο εξουσίας αυτή είναι ανίσχυρη και δεν αναδίδει καμία έννομη συνέπεια. Μετά την ισχύ των μεταβατικών διατάξεων του άρθρου 11 του π.δ. 164/2004 θεσπίζεται πλέον ειδική διοικητική διαδικασία κρίσης των προϋποθέσεων μετατροπής των συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου με την υποβολή των σχετικών αιτήσεων μόνο στο οικείο Υπηρεσιακό Συμβούλιο ή στο όργανο που εξομοιώνεται μ' αυτό και, αν δεν υπάρχει, στο Διοικητικό Συμβούλιο ή στο διοικούν όργανο του εναγόμενου νομικού προσώπου, με την τελική διοικητική κρίση να εναπόκειται στο Α.Σ.Ε.Π., στο οποίο και μόνο αναγνωρίζεται πλέον η αρμοδιότητα να κρίνει ποιες συμβάσεις ορισμένου χρόνου θα μετατραπούν σε αορίστου και όχι, κατά παράκαμψη της αποκλειστικής αυτής διοικητικής διαδικασίας, στα πολιτικά Δικαστήρια. Ανίσχυρη ως εκ τούτου η απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου, αφού αυτό στερείται της αρμοδιότητας να κρίνει επί των προϋποθέσεων μετατροπής των συμβάσεων ορισμένου χρόνου και των ανανεώσεων αυτών σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 11 του π.δ. 164/2004, και συνεπώς αυτή (η απόφαση) δεν παράγει καμία έννομη συνέπεια και επομένως ούτε και δεδικασμένο. Συνακόλουθα, εφόσον με την απόφαση αυτή δεν δημιουργήθηκε με δύναμη δεδικασμένου τεκμήριο για την ορθότητα της διαγνωσθείσας και κριθείσας έννομης σχέσης, διότι το Πολιτικό Δικαστήριο υπερέβη τη δικαιοδοσία του, το Ελεγκτικό Συνέδριο δεν δεσμεύεται από την τελεσιδικία της απόφασης αυτής και δεν είναι υποχρεωμένο να περιορίσει τον παρεμπίπτοντα έλεγχο του. Παραπομπή στην Ολομέλεια λόγω του εγειρόμενου μείζονος σπουδαιότητος ζητήματος της «μετατροπής» των συμβάσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου και ενόψει της 18/2006 αποφάσεως του Α.Π.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

   ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ

   ΤΜΗΜΑ Ι (ΣΤ' ΔΙΑΚΟΠΩΝ)

   Συνεδρίαση 27η/7.9.2006

   ΠΡΑΚΤΙΚΑ

 

   Αποτελούμενο από τον Πρόεδρο του Τμήματος, Αντιπρόεδρο, Ιωάννη Καραβοκύρη, τους Συμβούλους, Φλωρεντία Καλδή, Ανδρονίκη Θεοτοκάτου και τους Παρέδρους, Δημήτριο Πέππα και Γεωργία Τζομάκα, οι οποίοι μετέχουν με συμβουλευτική ψήφο.

Συνήλθε στην αίθουσα διασκέψεων του Καταστήματος του, που βρίσκεται στην Αθήνα, στις 7 Σεπτεμβρίου 2006, με την παρουσία της Γραμματέως Αλεξάνδρας Ηλιοπούλου.

   Κατά τη συνεδρίαση αυτή εξέτασε την εξής υπόθεση:

 

   ΘΕΜΑ Α'

 

   Την από 1.8.2006 έκθεση διαφωνίας της Επιτρόπου του Ελεγκτικού Συνεδρίου στο Νομό Ευβοίας, σχετικά με τη θεώρηση ή μη των 3465Β, 3466Β, 3533Β και 3534Β, οικονομικού έτους 2006, χρηματικών ενταλμάτων πληρωμής του Δήμου Χαλκιδέων, συνολικού ποσού 29.165,07 6υρώ.

   Στην υπόθεση αυτή ο ασκών καθήκοντα Αντεπιτρόπου της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, Σύμβουλος Διονύσιος Λασκαράτος, που αναπληρώνει το Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας, ο οποίος κωλύεται, με την από 11.8.2006 έγγραφη γνώμη του, πρότεινε τη μη θεώρηση των άνω χρηματικών ενταλμάτων.

   Η Πάρεδρος Γεωργία Τζομάκα, που ορίσθηκε εισηγήτρια της υπόθεσης εξέθεσε τα ακόλουθα:

    Ι. Ο Επίτροπος του Ελεγκτικού Συνεδρίου στο Νομό Εύβοιας αρνήθηκε, με την 31/2006 πράξη της, να θεωρήσει τα 3465Β, 3466Β, 3533Β και 3534Β, οικονομικού έτους 2006, χρηματικά εντάλματα πληρωμής του Δήμου Χαλκιδέων, συνολικού ποσού 29.165,07 ευρώ, που αφορούν στην καταβολή αποδοχών, εξόδων κίνησης και αποζημίωσης για εργασία Κυριακών, εξαιρέσιμων και νυκτερινών ωρών μηνός Ιουνίου 2006 στους δεκαεπτά (17) φερόμενους σ' αυτά ως δικαιούχους, που απασχολήθηκαν με διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου στον ως άνω Δήμο, για τις οποίες (συμβάσεις) το Μονομελές Πρωτοδικείο Χαλκίδας με την 263/2005 τελεσίδικη απόφαση του έκρινε ότι συνιστούν ενιαίες συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, με συνέπεια οι ανωτέρω να προσφέρουν από 6.6.2006 τις υπηρεσίες τους στο Δήμο αυτό. Τη θεώρηση των ανωτέρω χρηματικών ενταλμάτων πληρωμής αρνήθηκε η Επίτροπος με την αιτιολογία ότι : α) Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 11 του π.δ. 164/2004, αρμόδια όργανα για να αποφανθούν εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για τη μετατροπή των παραπάνω διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου είναι σε πρώτο στάδιο το Υπηρεσιακό Συμβούλιο για θέματα υπαλλήλων ΟΤΑ του οικείου Νομού και σε δεύτερο στάδιο το Α.Σ.Ε.Π., στο οποίο διαβιβάζονται οι σχετικές κρίσεις, τα δε πολιτικά δικαστήρια στερούνται της αρμοδιότητας όχι μόνο να κρίνουν αν συντρέχουν οι ως άνω προϋποθέσεις, αλλά και να ελέγξουν τις εκτελεστές διοικητικές πράξεις που εκδίδονται κατ' εφαρμογή των διατάξεων αιτών, με συνέπεια οι σχετικές αποφάσεις τους να είναι ανίσχυρες (αρ. 313 παρ. 4 β) και να μην παράγουν δεδικασμένο, το οποίο να δεσμεύει το Ελεγκτικό Συνέδριο και να περιορίζει τον ασκούμενο από αυτόν παρεμπίπτοντα έλεγχο νομιμότητας των δαπανών και β) Δεν τηρήθηκε η προβλεπόμενη από τα άρθρα 103 παρ. 2 του Συντάγματος και 106 παρ. 1α και 114 παρ. 1 του π.δ/τος 410/1995 διαδικασία, δηλαδή η σύσταση αντίστοιχων θέσεων στο Δήμο και η έκδοση πράξεων διορισμού σ' αυτές από τον Δήμαρχο. Ο Δήμος Χαλκιδέων, μ.£ το 28316/24.7.2006 έγγραφο του επανυπέβαλε για θεώρηση τα εν λόγω χρηματικά εντάλματα πλερωμής και υποστήριξε ότι, κατ' εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 1 του ν. 3068/2002 (Α'-274), έχει την υποχρέωση να συμμορφωθεί χωρίς καθυστέρηση προς την παραπάνω τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας. Η Επίτροπος όμως ενέμεινε στην άρνηση της, με συνέπεια να ανακύψει η παρούσα διαφωνία, για την άρση της οποίας, με την από 1.8.2006 έκθεση της, νομίμως και αρμοδίως απευθύνεται προς το Τμήμα τούτο, το οποίο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 21 παρ.1 του π.δ/τος 774/1980 σε συνδυασμό και με την Φ.Γ8/15686/8.7.2002 «περί καθορισμού των Τμημάτων του Ελεγκτικού Συνεδρίου και της αρμοδιότητας αυτών» (Β' 1242) απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, όπως τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με την Φ.Γ8/22431/6.10.2004, όμοια απόφαση (Β' 1620) και μετά την τήρηση και της προβλεπόμενης στο άρθρο 139 παρ. 1 του π.δ/τος 1225/1981 (Α' 304) διαδικασίας, παραδεκτώς επιλαμβάνεται της διαφωνίας αυτής.

   ΙΙ. Στο άρθρο 17 παρ. 1 περίπτ. β' και παρ. 3 του Οργανισμού του Ελεγκτικού Συνεδρίου (π.δ. 774/1980) ορίζεται ότι «1. Το Ελεγκτικό Συνέδριο α) ... β) Ασκεί τον κατά το άρθρο 98 του Συντάγματος έλεγχον των δαπανών του Κράτους ως και των δι' ειδικών νόμων εις τον έλεγχον αυτού υπαγομένων Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως ή άλλων Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου επί τω τέλει της βεβαιώσεως ότι υπάρχει δια ταύτα νομίμως κεχορηγημένη πίστωσις και ότι κατά την πραγματοποίησιν τούτων ετηρήθησαν οι διατάξεις του Κωδικός «περί Δημοσίου Λογιστικού», και παντός άλλου νόμου ή διατάγματος ή κανονιστικής αποφάσεως. 2. ... 3. Κατά τον υπό του Συνεδρίου ασκούμενον έλεγχον επιτρέπεται η εξέτασις και των παρεμπιπτόντως αναφυομένων ζητημάτων,, επιφυλασσομένων των περί δεδικασμένου διατάξεων». Εξάλλου κατά το άρθρο 313 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας με τίτλο «Ανυπόστατο και αυτοδίκαιη ακυρότητα της απόφασης» το οποίο εφαρμόζεται αναλογικά (άρθρο 123 π.δ. 1225/1981) ορίζεται ότι: «1. Μπορεί να επιδιωχθεί με αγωγή ή ένσταση η αναγνώριση της ανυπαρξίας μιας δικαστικής απόφασης μόνο στις ακόλουθες περιπτώσεις: α) αν την εξέδωσαν πρόσωπα που δεν είχαν δικαστική ιδιότητα, β) αν το πολιτικό δικαστήριο αποφάσισε για αντικείμενο που δεν υπάγεται στην δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, γ) αν δεν δημοσιεύθηκε, δ) αν εκδόθηκε σε δίκη που είχε διεξαχθεί κατά ανύπαρκτου φυσικού ή νομικού προσώπου, ε) αν εκδόθηκε κατά προσώπου που έχει το προνόμιο της ετεροδικίας ...». Από τον συνδυασμό των προαναφερομένων διατάξεων συνάγονται τα ακόλουθα: Ο Κ.Πολ.Δ. ορίζει περιοριστικά τις περιπτώσεις των ανύπαρκτων δικαστικών αποφάσεων που δεν παράγουν έννομες συνέπειες. Ως ανύπαρκτες δε χαρακτηρίζονται δύο κατηγορίες αποφάσεων και δη αφ' ενός μεν, οι ανυπόστατες, (άρθρο 313 παρ. 1 εδαφ. α και γ), ήτοι εκείνες, οι οποίες, στερούμενες ουσιώδους στοιχείου του πραγματικού τους, δεν πληρούν την έννοια της δικαστικής αποφάσεως, αφ' ετέρου δε οι ανίσχυρες (άρθρο 313 παρ. 1 εδάφ. β', δ'και ε), ήτοι εκείνες οι οποίες καίτοι έχουν τη μορφή δικαστικής αποφάσεως, λόγω εμφιλοχωρούντος δικονομικού ελαττώματος, δεν έχουν ισχύ, δηλαδή δεν παράγουν έννομα αποτελέσματα. Ανίσχυρη απόφαση είναι, εκτός των άλλων περιπτώσεων και εκείνη που υπερβαίνει τη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων (άρθρο 313 παρ. 1 εδάφ. β') και ειδικότερα αυτή που εκδόθηκε για έννομη σχέση που υπάγεται αποκλειστικά στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων. Τέτοια απόφαση δεν παράγει καμία έννομη συνέπεια, και επομένως ούτε και δεδικασμένο, κατά τα άρθρα 321 επομ. Κ.Πολ.Δ., αφού το τελευταίο (δεδικασμένο), απορρέει από υποστατή μόνον απόφαση. Περαιτέρω, ο κατ' άρθρο 17 παρ. 3 του π.δ/τος 774/1980 παρεμπίπτων έλεγχος του Ελεγκτικού Συνεδρίου επί ζητημάτων που αναφύονται στο πλαίσιο της ελεγκτικής διαδικασίας των δημοσίων δαπανών εκτείνεται, κατά λογική ακολουθία και νομική αναγκαιότητα, και στον έλεγχο του υποστατού του δικαστικού τίτλου, όταν κατ' επίκληση του και βάσει αυτού εντέλλεται η οικεία δαπάνη. Ο παρεμπίπτων αυτός έλεγχος ως προς το υποστατό της δικαστικής αποφάσεως εξαντλείται αποκλειστικά στο αν υπάρχει ελάττωμα από τα περιοριστικώς αναφερόμενα στο άρθρο 313 Κ.Πολ.Δ. και μάλιστα αν ο δικαστής που την εξέδωσε είχε προς τούτο δικαιοδοσία, δοθέντος ότι επί υπερβάσεως της ανήκουσας στο δικαστήριο εξουσίας αυτή είναι ανίσχυρη και δεν αναδίδει καμία έννομη συνέπεια.

   III. To π.δ. 164/2004 «Ρυθμίσεις για τους εργαζόμενους με συμβάσεις ορισμένου χρόνου στο δημόσιο τομέα» (ΦΕΚ Α’134), με το οποίο συντελέστηκε η προσαρμογή της ελληνικής νομοθεσία όσον αφορά στο προσωπικό του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα προς τις διατάξεις της Οδηγίας 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28^ Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου ορίζει στο άρθρο 11 τα εξής: «Διαδοχικές συμβάσεις κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, οι οποίες έχουν συναφθεί πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος και είναι ενεργείς έως την έναρξη ισχύος αυτού, συνιστούν εφεξής σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, εφόσον συντρέχουν αθροιστικά οι ακόλουθες περιπτώσεις: α) Συνολική χρονική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων τουλάχιστον είκοσι τεσσάρων (24) μηνών έως την έναρξη ισχύος του διατάγματος, ανεξαρτήτως του αριθμού ανανεώσεων των συμβάσεων ή τρεις τουλάχιστον ανανεώσεις πέραν της αρχικής σύμβασης κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος με συνολικό ελάχιστο χρόνο απασχόλησης δέκα οκτώ (18) μηνών, μέσα σε συνολικό χρονικό διάστημα είκοσι τεσσάρων (24) μηνών από την αρχική σύμβαση, β) Ο συνολικός χρόνος υπηρεσίας του εδαφίου (α) να έχει πράγματι διανυθεί στον ίδιο φορέα, με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, όπως αναγράφεται στην αρχική σύμβαση ... γ) Το αντικείμενο της σύμβασης να αφορά σε δραστηριότητες, οι οποίες σχετίζονται ευθέως και αμέσως με πάγιες και διαρκείς ανάγκες του αντίστοιχου φορέα ... δ) Ο, κατά τις προηγούμενες περιπτώσεις, συνολικός χρόνος υπηρεσίας πρέπει να έχει παρασχεθεί, κατά πλήρες ή μειωμένο ωράριο εργασίας και σε καθήκοντα ίδια ή παρεμφερή με αυτά που αναγράφονται στην αρχική σύμβαση ... 2. Για τη διαπίστωση της συνδρομής των κατά την προηγούμενη παράγραφο προϋποθέσεων ο εργαζόμενος υποβάλλει εντός αποκλειστικής προθεσμίας δύο (2) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος, αίτηση προς τον οικείο φορέα, στην οποία αναφέρει τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει η συνδρομή των προϋποθέσεων αυτών. Αρμόδιο όργανο να κρίνει αιτιολογημένα εάν συντρέχουν, κατά περίπτωση, οι προϋποθέσεις της προηγούμενης παραγράφου, είναι το οικείο Υπηρεσιακό Συμβούλιο ή το όργανο που εξομοιώνεται με αυτό και όπου δεν υπάρχει, το Διοικητικό Συμβούλιο ή το διοικούν όργανο του οικείου νομικού προσώπου ή το όργανο που εξομοιώνεται με αυτό κατά την κείμενη νομοθεσία. Στις δημοτικές ή κοινοτικές επιχειρήσεις αρμόδιο όργανο είναι, σε κάθε περίπτωση, το Δημοτικό ή Κοινοτικό Συμβούλιο του οικείου Ο.Τ.Α., ύστερα από εισήγηση του Διοικητικού Συμβουλίου, ή του διοικούντος οργάνου της επιχείρησης... Οι κατά την παρ. 2 κρίσεις των αρμοδίων οργάνων, θετικές ή αρνητικές διαβιβάζονται αμέσως στο Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού (Α.Σ.Ε.Π.), το οποίο αποφαίνεται εντός τριών (3) μηνών από τη διαβίβαση σε αυτό των σχετικών κρίσεων ... Τέλος, με το άρθρο 1 του Ν.3320/2005 «Ρυθμίσεις θεμάτων για το προσωπικό του Δημοσίου και των νομικών προσώπων του ευρύτερου δημόσιου τομέα και για τους Ο.Τ.Α.» (ΦΕΚ Α'48) ορίζεται ότι: «1. Το προσωπικό με σύμβαση ή σχέση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου ή σύμβαση έργου ή άλλη σχέση του Δημοσίου, των Ν.Π.Δ.Δ. και των Ο.Τ.Α. πρώτου και δεύτερου βαθμού, του οποίου οι συμβάσεις συνιστούν συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 11 του π. δ. 164/2004 κατατάσσεται σε υφιστάμενες κενές οργανικές θέσεις με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, ειδικότητας αντίστοιχης ή παρεμφερούς προς την ειδικότητα της σύμβασης του. 2. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών Δημόσιας Διοίκησης .και Αποκέντρωσης, Οικονομίας και Οικονομικών και του οικείου κατά περίπτωση Υπουργού, που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, συνιστώνται οργανικές θέσεις προσωπικού με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, προκειμένου να καλυφθούν, όπου απαιτείται, οι διαπιστωθείσες πάγιες και διαρκείς ανάγκες, κατ' εφαρμογή του Π.Δ. 164/2004. 3. Η κατάταξη του προσωπικού γίνεται με απόφαση του αρμόδιου για την πρόσληψη οργάνου, η οποία δεν δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως...»

   IV. Από τις προαναφερθείσες διατάξεις προκύπτουν μεταξύ άλλων τα εξής: τις μεταβατικές ρυθμίσεις του άρθρου 11 του π.δ. 164/2004, δοθέντος ότι η ελληνική έννομη τάξη προσαρμόστηκε στην Οδηγία 1999/70/Ε.Κ. (του εκδόθηκε από το Συμβούλιο της Ε.Ε. στις 28.6.1999) μετά τη λήξη του προβλεπόμενου χρόνου προσαρμογής, δηλαδή, μετά ης 10.7.2002, ενσωματώθηκε πλήρως η Οδηγία αυτή, με την καθιέρωση κανόνων προστασίας από την ανεξέλεγκτη χρήση διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου για το χρονικό διάστημα από 10.7.2002 μέχρι την έκδοση του π.δ. 164/2004. Ειδικότερα, με βάση τις διατάξεις αυτές του π.δ/τος 164/2004 καθιερώνεται πλέον από την ισχύ του (19.7.2004) ότι αποκλειστικά αρμόδια όργανα για να διαπιστώσουν αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την μετατροπή των διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου, οι οποίες ήταν ενεργείς κατά την έναρξη ισχύος του, σε σύμβαση αορίστου χρόνου, είναι τα περιοριστικά αναφερόμενα στην παρ. 2 του ως άνω άρθρου όργανα και μάλιστα εφόσον οι ενδιαφερόμενοι εργαζόμενοι έχουν υποβάλλει αίτηση στον οικείο φορέα εντός αποκλειστικής προθεσμίας δύο μηνών από την έναρξη της ισχύος του. Οι σχετικές κρίσεις των ανωτέρω αρμοδίων οργάνων διαβιβάζονται στο Α.Σ.Ε.Π., το οποίο αποφαίνεται εντός τριών μηνών από τη διαβίβαση των σχετικών κρίσεων. Μόνο δε σε περίπτωση θετικής κρίσεως του Α.Σ.Ε.Π. οι ενεργείς διαδοχικές συμβάσεις «συνιστούν εφεξής σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου» και όχι αναδρομικά από την έναρξη ισχύος του προεδρικού διατάγματος, καθόσον αυτό θα προσέκρουε στη θεσπιζόμενη από το άρθρο 103 παρ. 2 του Συντάγματος απαγόρευση, σε περίπτωση που κατά το χρόνο αυτό δεν είχαν συσταθεί ακόμη οργανικές θέσεις. Συνεπώς, από την ισχύ του π.δ. 164/2004 οι διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου δεν μετατρέπονται αυτοδικαίως σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 11 αυτού, ώστε η μετατροπή τους αυτή να είναι δεκτική αναγνώρισης από τα Πολιτικά Δικαστήρια, στα πλαίσια της παροχής έννομης προστασίας των εναγομένων με βάση τις διατάξεις των άρθρων 70 και 663 επ. του Κ.Πολ.Δ., ούτε πλέον η κρίση για το αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της μετατροπής εναπόκειται σε πρώτο στάδιο στα δικαστήρια, αφού αρμόδιο όργανο της σχετικής διοικητικής διαδικασίας για να το κρίνει αυτό είναι η ανεξάρτητη αρχή που προβλέπεται στο άρθρο 103 παρ. 7 του Συντάγματος, δηλαδή το Α.Σ.Ε.Π., το οποίο παρέχει τα εχέγγυα ώστε οι προσλήψεις στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα να γίνονται με κριτήρια ισονομίας και αξιοκρατικά και μετά το πέρας της διαδικασίας αυτής ενώπιον του Α.Σ.Ε.Π. ανακύπτει η αρμοδιότητα του οικείου (αρμοδίου) Δικαστηρίου (βλ. Ι Τμ. Ελ. Συν. Πρακτικά. 8ης Συνεδρίασης /14.3.2006, 18ης Συν./20.6.2006, Ι Τμ. 178/2006).

   V. Στην προκειμένη περίπτωση, από τα δικαιολογητικά που συνοδεύουν τα ελεγχόμενα χρηματικά εντάλματα πληρωμής προκύπτουν τα ακόλουθα: Οι δεκαεπτά (17) φερόμενοι ως δικαιούχοι των επίμαχων χρηματικών ενταλμάτων απασχολήθηκαν στο Δήμο Χαλκιδέων με διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου μέχρι ης 14.2.2005. Κατ' εφαρμογή των διατάξεων της παρ. 2 του άρθρου 11 του π.δ/τος 164/2004 αυτοί υπέβαλαν αιτήσεις στο Υπηρεσιακό Συμβούλιο Ο.Τ.Α. Ν. Ευβοίας προκειμένου να κριθεί αν οι διαδοχικές αυτές συμβάσεις συνιστούν συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, οι οποίες όμως (αιτήσεις) απορρίφθηκαν με την αιτιολογία ότι δεν συνέτρεχαν οι τασσόμενες από τις διατάξεις αυτές προϋποθέσεις. Ακολούθως, άσκησαν στο Μονομελές Πρωτοδικείο Χαλκίδας την από 24.2.2005 αγωγή τους κατά του Δήμου Χαλκιδέων, η οποία συζητήθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επ. Κ.Πολ.Δ.), έγινε δε δεκτή αίτηση ασφαλιστικών μέτρων με την 1918/30.6.2005 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας, με την οποία ο καθ' ου η αίτηση Δήμος υποχρεώθηκε να αποδέχεται τις υπηρεσίες τους μέχρι να περατωθεί τελεσίδικα η δίκη επί της ασκηθείσας αγωγής. Η τελευταία έγινε δεκτή με την 263/2005 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου, το οποίο αναγνώρισε ότι κάθε ένας από τους συμβασιούχους αυτής συνδέεται με το Δήμο Χαλκιδέων με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου και υποχρέωσε αυτόν (το Δήμο) να αποδέχεται στο μέλλον την εργασία τους με την ειδικότητα με την οποία κάθε ένας από αυτούς έχει προσληφθεί. Στη συνέχεια, ενώ το Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού (ΑΣΕΠ) με την 1049/11.10.2005 απόφαση του είχε κριθεί ορθή την απορριπτική κρίση του προαναφερθέντος Υπηρεσιακού Συμβουλίου Ο.Τ.Α. Ν. Ευβοίας, ο Δήμος Χαλκιδέων στις 6.6.2006, ημερομηνία συζήτησης της από 14.11.2005 έφεσης του κατά της 263/2005 (επί της αγωγής) απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας ενώπιον του Εφετείου Αθηνών, παραιτήθηκε δια του πληρεξουσίου δικηγόρου τον από το 331/2005 δικόγραφο της έφεσης (βλ. τα 19/6.6.2006 πρακτικά συνεδριάσεως του Εφετείου Αθηνών) και οι φερόμενοι ως δικαιούχοι των εν λόγω χρηματικών ενταλμάτων, σε εκτέλεση της τελεσίδικης αυτής (263/2005) απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας προσέφεραν στο Δήμο Χαλκιδέων τις υπηρεσίες του από 6.6.2005 με την ειδικότητα που ο καθένας είχε προσληφθεί. Ακολούθως, ο Δήμος Χαλκιδέων εξέδωσε: α) Τα 3465Β και 3466Β, οικονομικού έτους 2006, χρηματικά εντάλματα πληρωμής ποσού 13.030,07 και 4.590 ευρώ, αντίστοιχα, που αφορούν στην καταβολή αποδοχών (το πρώτο), και εξόδων κίνησης (το δεύτερο), μηνός Ιουνίου 2006 «σε 17 συμβασιούχους της υπηρεσίας καθαριότητας και ηλεκτροφωτισμού» και συγκεκριμένα στους: 1) Γ. Α., 2) Α. Γ., 3) Β. Θ., 4) Α. Κ., 5) Β. Κ., 6) Δ. Λ., 7) Β. Μ., 8) Ι. Μ., 9) Ε. Ν., 10) Ε. Ν., 11) Γ. Ξ., 12) Θ. Π., 13) Χ. Π., 14) Α. Σ., 15) Ι. Σ., 16) Π. Σ. και 17) Κ. Σ. και β) Τα 3533Β και 3534Β, οικονομικού έτους 2006, χρηματικά εντάλματα πληρωμής ποσού 976,07 και 18,05 ευρώ, αντίστοιχα, που αφορούν στην καταβολή αποζημίωσης για εργασία Κυριακών και νυκτερινών ωρών μηνός Ιουνίου «σε 5 συμβασιούχους της υπηρεσίας καθαριότητας και ηλεκτροφωτισμού» το πρώτο, και συγκεκριμένα στους: 1) Α. Γ., 2) Α. Κ., 3) Θ. Π., 4) Χ. Π. και 5) Π. Σ., και «στον συμβασιούχο της υπηρεσίας καθαριότητας και ηλεκτροφωτισμού Κ. Σ.», το δεύτερο.

   VI. Με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στις νομικές σκέψεις που προηγήθηκαν, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, μετά την ισχύ των μεταβατικών διατάξεων του άρθρου 11 του π.δ. 164/2004 - που έχει γνήσια αναδρομική ισχύ και καταλαμβάνει και τις συμβάσεις του ως άνω προσωπικού, ως τελούσες εν ενεργεία κατά το χρόνο ισχύος αυτού - θεσπίζεται πλέον ειδική διοικητική διαδικασία κρίσης των προϋποθέσεων μετατροπής των συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου με την υποβολή των σχετικών αιτήσεων μόνο στο οικείο Υπηρεσιακό Συμβούλιο ή στο όργανο που εξομοιώνεται μ' αυτό και, αν δεν υπάρχει, στο Διοικητικό Συμβούλιο ή στο διοικούν όργανο του εναγόμενου νομικού προσώπου, με την τελική διοικητική κρίση να εναπόκειται στο Α.Σ.Ε.Π., στο οποίο και μόνο, κατά ρητή, άλλωστε, συνταγματική επιταγή (άρθρο 103 παρ. 7 Συντάγματος) αναγνωρίζεται πλέον η αρμοδιότητα να κρίνει ποιες συμβάσεις ορισμένου χρόνου θα μετατραπούν σε αορίστου και όχι, κατά παράκαμψη της αποκλειστικής αυτής διοικητικής διαδικασίας, στα πολιτικά Δικαστήρια. Τα τελευταία στερούνται της αρμοδιότητας όχι μόνο να κρίνουν αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του ως άνω προεδρικού διατάγματος και να επιλύσουν την τυχόν ανακύψασα αμφισβήτηση σχετικά με το αν κάτω από τις διαδοχικά ανανεούμενες συμβάσεις ορισμένου χρόνου του ως άνω προσωπικού υποκρύπτεται σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, αλλά και να ελέγξουν τις πράξεις που εκδίδονται κατ' εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 11 του π.δ. 164/2004, οι οποίες έχουν το χαρακτήρα εκτελεστών διοικητικών πράξεων και οι διαφορές που γεννώνται από την αμφισβήτηση του κύρους και της νομιμότητας αυτών είναι διοικητικές διαφορές υπαγόμενες στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων. Ως εκ τούτου, είναι ανίσχυρη η 263/2005 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας, αφού κατά τα προεκτεθέντα, αυτό στερείται της αρμοδιότητας να κρίνει επί των προϋποθέσεων μετατροπής των συμβάσεων ορισμένου χρόνου και των ανανεώσεων αυτών σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 11 του π.δ. 164/2004, και συνεπώς αυτή (η απόφαση) δεν παράγει καμία έννομη συνέπεια και επομένως ούτε και δεδικασμένο. Συνακόλουθα, εφόσον με την απόφαση αυτή δεν δημιουργήθηκε με δύναμη δεδικασμένου τεκμήριο για την ορθότητα της διαγνωσθείσας και κριθείσας έννομης σχέσης, διότι το Πολιτικό Δικαστήριο υπερέβη τη δικαιοδοσία του, το Ελεγκτικό Συνέδριο δεν δεσμεύεται από την τελεσιδικία της απόφασης αυτής και δεν είναι υποχρεωμένο να περιορίσει τον παρεμπίπτοντα έλεγχο του. Κατόπιν αυτών, μη νόμιμα προσέφεραν τις υπηρεσίες τους από 6.6.2006 οι ανωτέρω φερόμενοι ως δικαιούχοι στο Δήμο Χαλκιδέων με την ειδικότητα με την οποία κάθε ένας από αυτούς είχε αρχικά προσληφθεί, δοθέντος μάλιστα ότι, αφενός τηρήθηκε η αποκλειστική ειδική διοικητική διαδικασία, που προβλέπεται στο άρθρο 11 του π.δ. 164/2004, σύμφωνα με την οποία το ΑΣΕΠ, με την 1049/11.10.2005 απόφαση του (κατά το διοικητικό στάδιο) έκρινε οριστικά ότι δεν συντρέχουν οι προβλεπόμενες στο άρθρο αυτό προϋποθέσεις για την αναγνώριση των συμβάσεων εργασίας αυτών ως αορίστου χρόνου, και αφετέρου δεν προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου ότι συνεστήθησαν οι αντίστοιχες για την πρόσληψη τους θέσεις κατά την επιταγή του άρθρου 103 του Συντάγματος. Κατά συνέπεια και οι εντελλόμενες με τα ελεγχόμενα χρηματικά εντάλματα πληρωμής δαπάνες δεν είναι νόμιμες και τα χρηματικά αυτά εντάλματα δεν πρέπει να θεωρηθούν.

   VII. Το Τμήμα, ύστερα από συζήτηση μεταξύ των μελών του, δέχθηκε ομόφωνα την ανωτέρω εισήγηση της Παρέδρου Γεωργίας Τζομάκα. Λόγω όμως του εγειρόμενου μείζονος σπουδαιότητος ζητήματος της «μετατροπής» των συμβάσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου και ενόψει της 18/2006 αποφάσεως του Α.Π. με την οποία κρίθηκε ότι: 1) Στην ελληνική έννομη τάξη, ανεξάρτητα από το -χρόνο ενσωμάτωσης της Οδηγίας 99/70/ΕΚ ως προς τον δημόσιο τομέα με το π.δ. 164/2004, η καταστρατήγηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων, με την προσχηματική επιλογή της σύμβασης ορισμένου, αντί αορίστου χρόνου, αντιμετωπίζεται με το άρθρο 8 παρ. 3 του ν. 2112/1920 (σε συνδυασμό με τα άρθρα 281, 671 Α.Κ., 25 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος), που εφαρμόζεται για όλους τους εργαζόμενους με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου, ανεξάρτητα αν εργάζονται στον ιδιωτικό ή δημόσιο τομέα και καθιερώνει «ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο» του εθνικού μας δικαίου 2) Για την πρόληψη και αποφυγή καταχρήσεων η διάταξη αυτή παρέχει προστασία στους εργαζόμενους με την καθιέρωση της αρχής ότι ανεξάρτητα από τον εκ του νόμου χαρακτηρισμό της συμβατικής σχέσης ως ορισμένου χρόνου, ο ορθός χαρακτηρισμός της σύμβασης ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου αποτελεί κατ' εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας των δικαστηρίων 3) Εμπόδιο για την εφαρμογή της διάταξης αυτής για τους απασχολούμενους στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα δεν αποτελούν οι διατάξεις του άρθρου 103 παρ. 8 του Συντάγματος, αφού οι τελευταίες απαγορεύουν τη «μετατροπή» από το νόμο συμβάσεων προσωπικού που προσλήφθηκε με σύμβαση εργασίας ή έργου για την κάλυψη πράγματι πρόσκαιρων ή απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών, σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, όχι όμως και την αναγνώριση του πραγματικού χαρακτήρα ορισμένης σχέσης ως αόριστης χρονικής διάρκειας, όταν με αυτήν καλύπτονται πάγιες και διαρκείς ανάγκες, δεδομένου μάλιστα ότι κατά το Σύνταγμα (άρθρο 103 παρ. 3 και 8 εδ. β') προβλέπονται περιπτώσεις πρόσληψης προσωπικού με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, προς κάλυψη παγίων και διαρκών αναγκών 4) Η παραπάνω αναγνώριση του πραγματικού χαρακτήρα ορισμένης σχέσης, δεν είναι «μετατροπή», αλλά ορθός χαρακτηρισμός της κατά τη δικαστική διαδικασία ή τη διοικητική διαδικασία υπό τον έλεγχο του Α.Σ.Ε.Π., οι διατάξεις δε νόμων που για τη σύναψη συμβάσεων ή σχέσεων ορισμένου χρόνου θέτουν ως ουσιώδη προϋπόθεση την κάλυψη περιορισμένης χρονικής διάρκειας αναγκών (π.χ. άρθρα 20-21 ν. 2190/1994, 6 ν. 2527/1997) δεν είναι αντίθετες προς το Σύνταγμα και στην κοινοτική οδηγία 1999/70/Ε.Κ., παραπέμπει την παρούσα υπόθεση στην Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου για κρίση του ανωτέρω ζητήματος κατ' άρθρο 21 παρ. 1 εδ. γ' του π.δ/τος 774/1980 «Οργανισμός Ελεγκτικού Συνεδρίου» και ορίζει εισηγήτρια της υπόθεσης τη Σύμβουλο Ανδρονίκη Θεοτοκάτου.