ΕλΣ Ολ. (Πρκ) 22/2006

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Προσωπικό ΟΤΑ - Διαδοχικές συμβάσεις ορισμένου χρόνου - Μετατροπή διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου σε αορίστου χρόνου - Ειδική αποκλειστική διοικητική διαδικασία - Δικαιοδοσία διοικητικών δικαστηρίων -.

 

Tο Ελεγκτικό Συνέδριο, αφού δικαιούται παρεπιπτόντως να ελέγξει αν η προσαγόμενη σ' αυτό απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου έχει στην πραγματικότητα ισχύ δεδικασμένου ή είναι ανίσχυρη (ανυπόστατη), ως εκδοθείσα από πολιτικό δικαστήριο που αποφάνθηκε για αντικείμενο που δεν υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, τότε η απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας που φέρεται ως τελεσίδικη και που αναγνωρίζει ότι διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου φυσικών προσώπων με το Δήμο Χαλκίδας μετατράπηκαν και συνιστούν ενιαία σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, δεν έχει ισχύ δεδικασμένου και είναι ανίσχυρη (ανυπόστατη), αφού αποφάνθηκε για αντικείμενο που δεν υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, διότι παρακάμφθηκε, κατά παράβαση του Συντάγματος, η υποχρεωτικά τηρητέα ειδική αποκλειστική διαδικασία του άρθρου 11 του Π.Δ/τος 164/2004, καθώς επίσης και η επιβαλλόμενη στη συνέχεια κρίση του ΑΣΕΠ, αφού οι διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου δεν μετατρέπονται αυτοδικαίως σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου με μόνη την συνδρομή των προϋποθέσεων του Π.Δ. 164/2004 και η μετατροπή αυτή δεν είναι αντικείμενο αναγνωριστικής αγωγής από το πολιτικό δικαστήριο, ούτε η κρίση για τη συνδρομή των προϋποθέσεων μετατροπής ανήκει στα πολιτικά δικαστήρια, διότι αρμόδιο κατά το Σύνταγμα όργανο κρίσης της συνδρομής των προϋποθέσεων αυτών είναι το ΑΣΕΠ, οι αποφάσεις του οποίου στη συνέχεια είναι δεκτικές προσβολής από το θιγόμενο για την ουσιαστική βασιμότητα τους στα αρμόδια διοικητικά δικαστήρια, εφόσον οι ιδιωτικού δικαίου σχέσεις τους ενόψει του ότι υπηρετούν στον ευρύτερο δημόσιο τομέα χωρίς να συνδέονται με ιδιωτική διαχείριση, ρυθμίζονται με απόφαση διοικητικού οργάνου, εντάσσονται στην έννοια της οιονεί δημοσίας υπηρεσίας και τείνουν στην άσκηση δημόσιας εξουσίας. (Αντίθετη μειοψηφία).

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΤΗΣ 22ης ΓΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΕΔΡΙΑΣΕΩΣ ΤΗΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑΣ ΤΟΥ

ΕΛΕΓΚΤΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ ΤΗΣ 8ης ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2006

 

   ΜΕΛΗ: Γεώργιος-Σταύρος Κούρτης, Πρόεδρος, Ευστάθιος Ροντογιάννης, Ιωάννης Καραβοκύρης, Χρήστος Ντάκουρης, Ελένη Φώτη, Ιωάννης Μπαλαφούτης, Κωνσταντίνος Κανδρής, Αντώνιος Τομαράς, Αντιπρόεδροι, Ηλίας Αλεξανδρόπουλος, Θεοχάρης Δημακόπουλος, Φλωρεντία Καλδή, Γεώργιος Κωνσταντάς, Διονύσιος Λασκαράτος, Μιχαήλ Ζυμής, Ευφροσύνη Κραμποβίτη, Ανδρονίκη Θεοτοκάτου, Γαρυφαλλιά Καλαμπαλίκη, Ευάγγελος Νταής, Χρυσούλα Καραμαδούκη, Μαρία Βλαχάκη, Σωτηρία Ντούνη, Νικόλαος Μηλιώνης, Κωνσταντίνος Κωστόπουλος, Γεωργία Μαραγκού, Βασιλική Ανδρεοπούλου, Μαρία Αθανασοπούλου, Ασημίνα Σαντοριναίου και Ελένη Λυκεσά, Σύμβουλοι.

   Ο Αντιπρόεδρος Νικόλαος Αγγελάρας απουσίασε δικαιολογημένα.

   ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΠΤΡΟΠΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ: Ανδρέας Καπερώνης, Επίτροπος της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, κωλυομένου του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας Γεωργίου Σχοινιωτάκη, που απουσίασε δικαιολογημένα.

   ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ: Δήμητρα Παρασκευοπούλου, Επίτροπος, Προϊσταμένη της Γραμματείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

   Α. ................................................................................

   Β. ................................................................................

   Γ. Στη συνέχεια της Συνεδριάσεως η Σύμβουλος Ανδρονίκη Θεοτοκάτου που ορίστηκε εισηγήτρια με τα Πρακτικά της 27ης Συνεδρίασης της 7-9-2006 του Ι Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου (ΣΤ Διακοπών) φέρει προς συζήτηση το παραπεμφθέν με τα πρακτικά αυτά, σύμφωνα με το άρθρο 21 παρ.1 του ΠΔ/τος 774/1980, ως μείζονος σπουδαιότητας ζήτημα της μετατροπής των συμβάσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου. Ειδικότερα το Ι Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου με τα ανωτέρω Πρακτικά, αφού δέχθηκε κατ' αρχήν ότι μετά την ισχύ των μεταβατικών διατάξεων του άρθρου 11 του π.δ. 164/2004 - που έχει γνήσια αναδρομική ισχύ και καταλαμβάνει και τις συμβάσεις του ως άνω προσωπικού, ως τελούσες εν ενεργεία κατά το χρόνο ισχύος αυτού - θεσπίζεται πλέον ειδική διοικητική διαδικασία κρίσης των προϋποθέσεων μετατροπής των συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου με την υποβολή των σχετικών αιτήσεων μόνο στο οικείο Υπηρεσιακό Συμβούλιο ή στο όργανο που εξομοιώνεται μ' αυτό και, αν δεν υπάρχει, στο Διοικητικό Συμβούλιο ή στο διοικούν όργανο του οικείου νομικού προσώπου, με την τελική διοικητική κρίση να εναπόκειται στο Α.Σ.Ε.Π., στο οποίο και μόνο, κατά ρητή, άλλωστε, συνταγματική επιταγή (άρθρο 103 παρ. 7 Συντάγματος) αναγνωρίζεται πλέον η αρμοδιότητα να κρίνει ποιες συμβάσεις ορισμένου χρόνου θα μετατραπούν σε αορίστου και όχι, κατά παράκαμψη της αποκλειστικής αυτής διοικητικής διαδικασίας, στα πολιτικά Δικαστήρια. Τα τελευταία στερούνται της αρμοδιότητας όχι μόνο να κρίνουν αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του ως άνω προεδρικού διατάγματος και να επιλύσουν την τυχόν ανακύψασα αμφισβήτηση σχετικά με το αν κάτω από τις διαδοχικά ανανεούμενες συμβάσεις ορισμένου χρόνου του ως άνω προσωπικού υποκρύπτεται σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, αλλά και να ελέγξουν τις πράξεις που εκδίδονται κατ' εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 11 του π.δ. 164/2004, οι οποίες έχουν το χαρακτήρα εκτελεστών διοικητικών πράξεων και οι διαφορές που γεννώνται από την αμφισβήτηση του κύρους και της νομιμότητας αυτών είναι διοικητικές διαφορές υπαγόμενες στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων. Ως εκ τούτου, είναι ανίσχυρη η 263/2005 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας, αφού κατά τα προεκτεθέντα, αυτό στερείται της αρμοδιότητας να κρίνει επί των προϋποθέσεων μετατροπής των συμβάσεων ορισμένου χρόνου και των ανανεώσεων αυτών σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 11 του π.δ. 164/2004, και συνεπώς αυτή (η απόφαση) δεν παράγει καμία έννομη συνέπεια και επομένως ούτε και δεδικασμένο. Συνακόλουθα, εφόσον με την απόφαση αυτή δεν δημιουργήθηκε με δύναμη δεδικασμένου τεκμήριο για την ορθότητα της διαγνωσθείσας και κριθείσας έννομης σχέσης, διότι το Πολιτικό Δικαστήριο υπερέβη τη δικαιοδοσία του, το Ελεγκτικό Συνέδριο δεν δεσμεύεται από την τελεσιδικία της απόφασης αυτής και δεν είναι υποχρεωμένο να περιορίσει τον παρεμπίπτοντα έλεγχο του. Λόγω όμως του εγειρόμενου μείζονος σπουδαιότητος ζητήματος της «μετατροπής» των συμβάσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου και ενόψει της 18/2006 αποφάσεως του Α.Π. με την οποία κρίθηκε ότι: 1) Στην ελληνική έννομη τάξη, ανεξάρτητα από το χρόνο ενσωμάτωσης της Οδηγίας 99/70/ΕΚ ως προς το δημόσιο τομέα με το π.δ. 164/2004, η καταστρατήγηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων, με την προσχηματική επιλογή της σύμβασης ορισμένου, αντί αορίστου χρόνου, αντιμετωπίζεται με το άρθρο 8 παρ. 3 του ν. 2112/1920 (σε συνδυασμό με τα άρθρα 281, 671 Α.Κ., 25 παρ. 1 και 3 του Συντάγματος), που εφαρμόζεται για όλους τους εργαζόμενους με σύμβαση ιδιωτικού δικαίου, ανεξάρτητα αν εργάζονται στον ιδιωτικό ή δημόσιο τομέα και καθιερώνει «ισοδύναμο νομοθετικό μέτρο» του εθνικού μας δικαίου. 2) Για την πρόληψη  και αποφυγή καταχρήσεων η διάταξη αυτή παρέχει προστασία στους εργαζόμενους με την καθιέρωση της αρχής ότι ανεξάρτητα από τον εκ του νόμου χαρακτηρισμό της συμβατικής σχέσης ως ορισμένου χρόνου, ο ορθός χαρακτηρισμός της σύμβασης ως ορισμένου ή αορίστου χρόνου αποτελεί κατ' εξοχήν έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας των δικαστηρίων. 3) Εμπόδιο για την εφαρμογή της διάταξης αυτής για τους απασχολούμενους στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα δεν αποτελούν οι διατάξεις του άρθρου 103 παρ. 8 του Συντάγματος, αφού οι τελευταίες απαγορεύουν τη «μετατροπή» από το νόμο συμβάσεων προσωπικού που προσλήφθηκε με σύμβαση εργασίας ή έργου για την κάλυψη πράγματι πρόσκαιρων ή απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών, σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, όχι όμως και την αναγνώριση του πραγματικού χαρακτήρα ορισμένης σχέσης ως αόριστης χρονικής διάρκειας, όταν με αυτήν καλύπτονται πάγιες και διαρκείς ανάγκες, δεδομένου μάλιστα ότι κατά το Σύνταγμα (άρθρο 103 παρ. 3 και 8 εδ. β') προβλέπονται περιπτώσεις πρόσληψης προσωπικού με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, προς κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών. 4) Η παραπάνω αναγνώριση του πραγματικού χαρακτήρα ορισμένης σχέσης, δεν είναι «μετατροπή», αλλά ορθός χαρακτηρισμός της κατά τη δικαστική διαδικασία ή τη διοικητική διαδικασία υπό τον έλεγχο του Α.Σ.Ε.Π., οι διατάξεις δε νόμων που για τη σύναψη συμβάσεων ή σχέσεων ορισμένου χρόνου θέτουν ως ουσιώδη προϋπόθεση την κάλυψη περιορισμένης χρονικής διάρκειας αναγκών (π.χ. άρθρα 20-21 ν. 2190/1994, 6 ν. 2527/1997) δεν είναι αντίθετες προς το Σύνταγμα και την κοινοτική οδηγία 1999/70/Ε.Κ., παρέπεμψε την παρούσα υπόθεση στην Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου για κρίση του ανωτέρω ζητήματος. Ο παριστάμενος Επίτροπος Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο Ανδρέας Καπερώνης δήλωσε ότι θα εκφέρει προφορικά τη γνώμη του στο παραπεμπόμενο ζήτημα κατά τη συνεδρίαση της Ολομέλειας .

   Η Εισηγήτρια Σύμβουλος Ανδρονίκη Θεοτοκάτου αφού έλαβε υπόψη όλα τα απευθυνθέντα στην Ολομέλεια υπομνήματα, τα οποία ανακοίνωσε, εισηγείται ως ακολούθως:

   Α) Ιστορικό της υποθέσεως.

   Η Επίτροπος του Ελεγκτικού Συνεδρίου στο Νομό Εύβοιας αρνήθηκε, με την 31/2006 πράξη της, να θεωρήσει τα 3465 Β, 3466 Β, 3533 Β και 3534 Β, οικονομικού έτους 2006, χρηματικά εντάλματα πληρωμής του Δήμου Χαλκιδέων, συνολικού ποσού 29.165,07 ευρώ, που αφορούν καταβολή αποδοχών, εξόδων κινήσεως και αποζημιώσεως για εργασία Κυριακών, εξαιρέσιμων και νυκτερινών ωρών μηνός Ιουνίου 2006 στους δεκαεπτά (17) φερόμενους σ' αυτά ως δικαιούχους, υπαλλήλους του ως άνω Δήμου που απασχολήθηκαν με διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου, οι οποίες με τη 263/2005 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας χαρακτηρίστηκαν ως αορίστου χρόνου, με συνέπεια οι ανωτέρω να προσφέρουν, από 6.6.2006, τις υπηρεσίες τους στο Δήμο αυτό. Ως αιτιολογία της αρνήσεως προβλήθηκε ότι: α) Σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 11 του π.δ. 164/2004 αρμόδια όργανα για ν' αποφανθούν αν συντρέχουν οι  προϋποθέσεις για τη μετατροπή των ως άνω διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου είναι σε πρώτο στάδιο το Υπηρεσιακό Συμβούλιο για θέματα υπαλλήλων Ο.Τ.Α. του οικείου Νομού και σε δεύτερο στάδιο το Α.Σ.Ε.Π., στο οποίο διαβιβάζονται οι σχετικές κρίσεις, τα δε πολιτικά δικαστήρια στερούνται της αρμοδιότητας όχι μόνο να κρίνουν αν συντρέχουν οι οικείες προϋποθέσεις, αλλά και να ελέγξουν τις εκτελεστές διοικητικές πράξεις που εκδίδονται κατ' εφαρμογή των διατάξεων αυτών, με συνέπεια οι σχετικές αποφάσεις να είναι ανίσχυρες (αρθρ. 313 παρ. 1β' του Κ.Πολ.Δ.) και να μην παράγουν δεδικασμένο δεσμευτικό για το Ελεγκτικό Συνέδριο κατά τον ασκούμενο από αυτό παρεμπίπτοντα έλεγχο νομιμότητας των δαπανών και β) Δεν τηρήθηκε η προβλεπόμενη από τα άρθρα 103 παρ. 2 του Συντάγματος και 106 παρ. Ια και 114 παρ. 1 του π.δ. 410/1995 διαδικασία, δηλαδή η σύσταση αντίστοιχων θέσεων στο Δήμο και η έκδοση πράξεων διορισμού σ' αυτές από το Δήμαρχο. Ο Δήμος Χαλκιδέων, με το 28316/24.7.2006 έγγραφο του, επανυπέβαλε για θεώρηση τα ανωτέρω χρηματικά εντάλματα, υποστηρίζοντας ότι κατ' εφαρμογή της διατάξεως του άρθρου 1 του ν.3068/2002 (ΦΕΚ Α', 274) έχει υποχρέωση να συμμορφωθεί προς την προεκτεθείσα απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας. Η Επίτροπος όμως εμμένοντας στις απόψεις της, με την από 1.8.2006 έκθεση της, απευθύνθηκε στο Ι Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου για άρση της διαφωνίας. Το Τμήμα αυτό, με το πρακτικό της 27ης της 7.9.2006 Συνεδριάσεως του, δέχθηκε ότι ενόψει της διαγραφόμενης στο άρθρο 11 του π.δ. 164/2004 ειδικής διοικητικής διαδικασίας κρίσης των προϋποθέσεων μετατροπής των συμβάσεων ορισμένου σε αορίστου χρόνου, η οποία, σε συνδυασμό και με το άρθρο 103 παρ.7 του Συντάγματος, είναι αποκλειστική, τα πολιτικά δικαστήρια στερούνται αρμοδιότητας όχι μόνο να κρίνουν περί της συνδρομής ή μη των προϋποθέσεων του ως άνω π. διατάγματος και να επιλύσουν τυχόν αμφισβήτηση σχετικά με το αν κάτω από τις διαδοχικά ανανεούμενες συμβάσεις ορισμένου χρόνου υποκρύπτεται σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, αλλά και να ελέγξουν τις πράξεις που εκδίδονται κατ' εφαρμογή των ως άνω διατάξεων, οι οποίες έχουν το χαρακτήρα εκτελεστών διοικητικών πράξεων και οι διαφορές που γεννώνται από την αμφισβήτηση του κύρους και της νομιμότητας αυτών είναι διοικητικές διαφορές υπαγόμενες στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων. Με τα δεδομένα αυτά έκρινε ακολούθως ότι η 263/2005 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας είναι ανίσχυρη, αφού αυτό υπερέβη τη δικαιοδοσία του, και δεν παράγει δεδικασμένο δεσμευτικό για το Ελεγκτικό Συνέδριο, ως εκ τούτου δε οι ως άνω συμβασιούχοι υπάλληλοι του Δήμου Χαλκιδέων μη νόμιμα προσέφεραν τις υπηρεσίες τους από 6-6-2006, δοθέντος μάλιστα ότι με τη 1049/11-10-2005 απόφαση του Α.Σ.Ε.Π. κρίθηκε ότι αυτοί δεν πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 11 του π.δ. 164/2004 για τη μετατροπή των συμβάσεων τους σε αορίστου χρόνου, ούτε έχουν συσταθεί οι αντίστοιχες οργανικές θέσεις για την πρόσληψη τους σύμφωνα με το άρθρο 103 του Συντάγματος και συνακόλουθα οι εντελλόμενες με τα ελεγχόμενα χρηματικά εντάλματα δαπάνες δεν είναι νόμιμες και αυτά δεν πρέπει να θεωρηθούν. Περαιτέρω το Ι Τμήμα κρίνοντας ότι το ζήτημα που ανακύπτει είναι μείζονος σπουδαιότητας και γενικότερου ενδιαφέροντος παρέπεμψε την υπόθεση στην Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 21 παρ. 1 εδ. γ' του π.δ. 774/1980 και όρισε εισηγήτρια εμένα.

   Β) Η επί του ζητήματος αυτού εισήγηση μου είναι η εξής: Ι. Στο άρθρο 17 του π.δ. 774/1980, περί Οργανισμού του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με το οποίο θεσπίζονται γενικές διατάξεις επί του ελέγχου, ορίζεται ότι: «1. Το Ελεγκτικόν Συνέδριον α) ... β) Ασκεί τον κατά το άρθρον 98 του Συντάγματος έλεγχον των δαπανών του Κράτους ως και των δι' ειδικών νόμων εις τον έλεγχον αυτού υπαγομένων Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως ή άλλων Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, επί τω τέλει της βεβαιώσεως ότι υπάρχει δια ταύτας νομίμως κεχορηγημένη πίστωσις και ότι, κατά την πραγματοποίησιν τούτων, ετηρήθησαν αι διατάξεις του κωδικός «περί δημοσίου λογιστικού» και παντός άλλου νόμου ή διατάγματος ή κανονιστικής αποφάσεως. 2. ... 3. Κατά τον υπό του Συνεδρίου ασκούμενον έλεγχον επιτρέπεται η εξέτασις και των παρεμπιπτόντως αναφυομένων ζητημάτων, επιφυλασσομένων των περί δεδικασμένου διατάξεων. 4. ...». Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, κατά τον έλεγχο της νομιμότητας των δαπανών, το Ελεγκτικό Συνέδριο εξετάζει, όταν απαιτείται, και την, για την πραγματοποίηση της δαπάνης, ύπαρξη δικαιώματος του δανειστή (πιστωτή) του Δημοσίου, των Ο.Τ.Α. και των λοιπών Ν.Π.Δ.Δ.. Εφόσον όμως για το ως  άνω δικαίωμα υπάρχει δεδικασμένο από απόφαση αρμόδιου δικαστηρίου το Ελεγκτικό Συνέδριο δεσμεύεται από αυτό. Η ισχύς του δεδικασμένου στο πλαίσιο της δικαιοδοσίας του Ελεγκτικού Συνεδρίου είναι αποτέλεσμα της αυθεντικής διαγνώσεως της απαιτήσεως κατά το νόμιμο και ουσία βάσιμο αυτής που προηγείται με τη δικαστική απόφαση. Το δεδικασμένο αναφέρεται στη διαγνωσθείσα έννομη συνέπεια, στην ύπαρξη δηλαδή ή ανυπαρξία ορισμένου δικαιώματος ή έννομης σχέσης και επί προδικαστικότητας λειτουργεί τόσο αρνητικά, καθιστώντας απαράδεκτη κάθε αμφισβήτηση περί του κριθέντος δικαιώματος, όσο και θετικά, καθόσον ασχέτως αμφισβητήσεως (το δεδικασμένο) πρέπει να τίθεται ως βάση κάθε περαιτέρω διαγνώσεως. Ως εκ τούτου όταν το, κατά τον έλεγχο της δαπάνης, παρεμπιπτόντως αναφυόμενο ζήτημα έχει αποτελέσει περιεχόμενο τελεσίδικης δικαστικής αποφάσεως, το Ελεγκτικό Συνέδριο πρέπει να συμμορφωθεί με αυτή και δεν δικαιούται να προβεί σε έλεγχο της νομιμότητας ή μη της διαγνωθείσας με την απόφαση έννομης συνέπειας, αφού ο έλεγχος της ορθότητας ή μη της αποφάσεως δεν συνιστά παρεμπίπτον ζήτημα κατά την έννοια του άρθρου 17 παρ. 3 του π.δ. 774/1980. Στην περίπτωση αυτή η τελεσίδικη απόφαση, στην οποία στηρίζεται το δικαίωμα του φερόμενου ως δικαιούχου της δαπάνης για την πραγματοποίηση της, αποτελεί νόμιμο και πλήρες δικαιολογητικό της απαιτήσεως του σε βάρος του υπόχρεου (Δημοσίου, Ο.Τ.Α. ή Ν.Π.Δ.Δ.). ’λλωστε η δεσμευτική ενέργεια που προσδίδεται από το νόμο στο περιεχόμενο της τελεσίδικης δικαστικής αποφάσεως (δεδικασμένο) παράγεται και από τη μη ορθή, άδικη ή παράνομη απόφαση. Συναφώς, το δεδικασμένο καλύπτει τόσο τις διαδικαστικές προϋποθέσεις, δηλαδή τις τυπικής φύσεως προϋποθέσεις που ανάγονται στην τηρητέα διαδικασία προς διαπίστωση της υπάρξεως του δικαιώματος, όσο και τις αναγόμενες στο βάσιμο της αγωγής ουσιαστικής φύσεως προϋποθέσεις που αναφέρονται στην ύπαρξη και το περιεχόμενο του ουσιαστικού δικαιώματος. Η εκδοθείσα επί της ουσίας τελεσίδκη απόφαση δημιουργεί δεδικασμένο και περί του ουσιαστικού και περί του δικονομικού ζητήματος ως κύριων ζητημάτων. Ως δικονομικό δε ζήτημα νοείται το σύνολο των διαδικαστικών προϋποθέσεων, τη συνδρομή των οποίων αναγκαίως δέχθηκε το δικαστήριο εφόσον εξέδωσε απόφαση επί της ουσίας. Από το δεδικασμένο καλύπτονται, εκτός των άλλων (αρθρ. 330 του Κ.Πολ.Δ.), και όλες οι ενστάσεις από το δικονομικό δίκαιο, καθώς επίσης και οι κατά του προδικαστικού ζητήματος ενστάσεις κατά την ίδια έκταση, είτε το προδικαστικό αφορά τις διαδικαστικές προϋποθέσεις, είτε το επίδικο δικαίωμα.

   II. Περαιτέρω, από τα άρθρα 94 και 95 του Συντάγματος προκύπτει ευθέως ότι η δικαστική αρμοδιότητα κρίνεται από τη φύση της διαφοράς, την οποία δεν μπορεί να μεταβάλει ο νομοθέτης και, σε συνάρτηση με τη θεμελιώδη αυτή αρχή, ότι η, κατά νομοθετική πρόβλεψη, παρεμβολή ενδεχομένως της διοικήσεως δεν μεταβάλλει τη φύση της διαφοράς, η για την οποία   δικαιοδοτική   αρμοδιότητα   παραμένει αδιατάρακτη, προσδιοριζόμενη αποκλειστικά από το χαρακτήρα της υποκείμενης σχέσεως (Α.Ε.Δ. 5, 8, 10/1989, 85/1991, 3/2004). Τις καθοριστικές αυτές αρχές, βάσει των οποίων η φύση της διαφοράς συνιστά κριτήριο προσδιορισμού της δικαιοδοτικής αρμοδιότητας, έχει εκφράσει σταθερά το σύνολο της εθνικής δικαιοδοσίας (Σ.τ.Ε. 1986/1995, Α.Ε.Δ. 39/1989, Ολ. Σ.τ.Ε. 1303/1997, Α.Ε.Δ. 20/1990 κ.ά.). Οι διαφορές που ανακύπτουν από υποκείμενη σύμβαση ιδιωτικού δικαίου υπάγονται στα πολιτικά δικαστήρια και οσάκις παρεμβάλλεται πράξη της διοικήσεως (Α.Ε.Δ. 10/1989, Σ.τ.Ε. 1894/2005, 2691/2005 κ.ά.), αφού χωρίς υποκείμενη σχέση δημόσιου δικαίου δεν είναι δυνατόν να ανακύψει αρμοδιότητα της διοικητικής δικαιοδοσίας. Εξάλλου ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός έννομων σχέσεων και καταστάσεων αποτελεί έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας και δεν χωρεί σ' αυτό επέμβαση του νομοθέτη. Αυτό ισχύει ακόμη και στις περιπτώσεις που προσδίδεται ορισμένος νομικός χαρακτηρισμός βάσει νόμου, αφού χωρίς τον ελεύθερο νομικό χαρακτηρισμό συμβατικών σχέσεων, καταστάσεων, παροχών κ.λ., τα δικαστήρια δεν μπορούν να επιτελέσουν την ανατεθειμένη σ' αυτά από το Σύνταγμα λειτουργία (αρθρ. 87 παρ. 2 Σ.) κατοχυρώνοντας παράλληλα και τη λειτουργική ανεξαρτησία των δικαστών (Α.Ε.Δ. 3/2001, Α.Π. 6/2001, 141/2000, Ολ.Α.ΓΊ. 18/2006).

   III. Το π.δ. 164/2004 «Ρυθμίσεις για τους εργαζόμενους με συμβάσεις ορισμένου χρόνου στο δημόσιο τομέα» (ΦΕΚ Α' 134), με το οποίο προσαρμόστηκε η ελληνική νομοθεσία, καθόσον αφορά τους εργαζόμενους στο δημόσιο τομέα, προς την Οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου της 28.6.1999, σχετικά με τη συμφωνία - πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου, ορίζει, στο άρθρο 11, τα ακόλουθα: «Διαδοχικές συμβάσεις κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος, οι οποίες έχουν συναφθεί πριν την έναρξη ισχύος του παρόντος και είναι ενεργείς έως την έναρξη ισχύος αυτού, συνιστούν εφεξής σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, εφόσον συντρέχουν αθροιστικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις α) Συνολική χρονική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων τουλάχιστον είκοσι τεσσάρων (24) μηνών έως την έναρξη ισχύος του διατάγματος, ανεξαρτήτως του αριθμού ανανεώσεων των συμβάσεων ή τρεις τουλάχιστον ανανεώσεις πέραν της αρχικής σύμβασης κατά την παρ. 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος με συνολικό ελάχιστο χρόνο απασχόλησης δέκα οκτώ (18) μηνών, μέσα σε συνολικό χρονικό διάστημα είκοσι τεσσάρων (24) μηνών από την αρχική σύμβαση, β) Ο συνολικός χρόνος υπηρεσίας του εδαφίου (α) να έχει πράγματι διανυθεί στον ίδιο φορέα, με την ίδια ή παρεμφερή ειδικότητα και με τους ίδιους ή παρεμφερείς όρους εργασίας, όπως αναγράφεται στην αρχική σύμβαση ... γ) Το αντικείμενο της σύμβασης να αφορά σε δραστηριότητες, οι οποίες σχετίζονται ευθέως και αμέσως με πάγιες και διαρκείς ανάγκες του αντίστοιχου φορέα ... δ) Ο, κατά τις προηγούμενες περιπτώσεις, συνολικός χρόνος υπηρεσίας πρέπει να έχει παρασχεθεί, κατά πλήρες ή μειωμένο ωράριο εργασίας και σε καθήκοντα ίδια ή παρεμφερή με αυτά που αναγράφονται στην αρχική σύμβαση ... 2. Για τη διαπίστωση της συνδρομής των κατά την προηγούμενη παράγραφο προϋποθέσεων ο εργαζόμενος υποβάλλει εντός αποκλειστικής προθεσμίας δύο (2) μηνών από την έναρξη ισχύος του παρόντος, αίτηση προς τον οικείο φορέα, στην οποία αναφέρει τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει η συνδρομή των προϋποθέσεων αυτών. Αρμόδιο όργανο να κρίνει αιτιολογημένα εάν συντρέχουν, κατά περίπτωση, οι προϋποθέσεις της προηγούμενης παραγράφου, είναι το οικείο Υπηρεσιακό Συμβούλιο ή το όργανο που εξομοιώνεται με αυτό και όπου δεν υπάρχει, το Διοικητικό Συμβούλιο ή το διοικούν όργανο του οικείου νομικού προσώπου ή το όργανο που εξομοιώνεται με αυτό κατά την κείμενη νομοθεσία. Στις δημοτικές ή κοινοτικές επιχειρήσεις αρμόδιο όργανο είναι, σε κάθε περίπτωση, το Δημοτικό ή Κοινοτικό Συμβούλιο του οικείου Ο.Τ.Α., ύστερα από εισήγηση του Διοικητικού Συμβουλίου, ή του διοικούντος οργάνου της επιχείρησης... Οι κατά την παρ. 2 κρίσεις των αρμοδίων οργάνων, θετικές ή αρνητικές διαβιβάζονται αμέσως στο Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού (Α.Σ.Ε.Π.), το οποίο αποφαίνεται εντός τριών (3) μηνών από τη διαβίβαση σε αυτό των σχετικών κρίσεων ...» Η κατά τ' ανωτέρω προβλεπόμενη διαδικασία ενώπιον των οικείων υπηρεσιακών συμβουλίων και του Α.Σ.Ε.Π. για τη «μετατροπή» των συμβάσεων ορισμένου σε αορίστου χρόνου δεν αποκλείει ούτε είναι δυνατόν ν' αποκλείσει το δικαίωμα των εργαζομένων να προσφύγουν, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 20 σε συνδυασμό με εκείνες των άρθρων 26, 94 και 95 του Συντάγματος, στα πολιτικά δικαστήρια, επιδιώκοντας την αναγνώριση του πραγματικού χαρακτήρα της συμβατικής εργασιακής σχέσης τους, ο ορθός χαρακτηρισμός της οποίας, όπως ήδη προεκτέθηκε, αποτελεί έργο της δικαιοδοτικής λειτουργίας. Εμπόδιο για την εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων για τους απασχολούμενους στο Δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα δεν αποτελούν οι διατάξεις του άρθρου 103 παρ. 8 του Συντάγματος (που προστέθηκε με την αναθεώρηση του 2001), αφού αυτές απαγορεύουν τη μετατροπή συμβάσεων προσωπικού που προσλήφθηκε με σύμβαση εργασίας ή έργου για την κάλυψη πρόσκαιρων ή απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών, σε συμβάσεις αορίστου χρόνου, όχι όμως και την αναγνώριση του πραγματικού χαρακτήρα ορισμένης σχέσης, ως αόριστης χρονικής διάρκειας, όταν με αυτήν καλύπτονται πάγιες και διαρκείς ανάγκες, δεδομένου μάλιστα ότι κατά το Σύνταγμα (άρθρο 103 παρ.3 και 8 εδ. β') προβλέπονται περιπτώσεις προσλήψεως προσωπικού με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, προς κάλυψη πάγιων και διαρκών αναγκών. Οι επανειλημμένως ανανεούμενες συμβάσεις ορισμένου χρόνου ή έργου των προσώπων αυτών εξυπηρετούν, κατά κανόνα, πάγιες ανάγκες και αποτελούν στην ουσία συμβάσεις αορίστου χρόνου. Ως εκ τούτου η αναγνώριση της πραγματικής αυτής καταστάσεως δεν συνιστά μετατροπή των συμβάσεων αλλά απλή αναγνώριση από το δικαστή της πραγματικής νομικής τους φύσης που συνίσταται στη σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου (Ολ. Α.Π. 18/2006) Περαιτέρω, η βούληση του συντακτικού νομοθέτη κατά τη θέσπιση της ανωτέρω διατάξεως του άρθρου 103 παρ.8 Σ δεν συνίστατο στην απαγόρευση μονιμοποιήσεως ή μετατροπής σε αορίστου χρόνου κάθε συμβάσεως ή σχέσης εργασίας ορισμένου χρόνου, αλλά μόνον εκείνης που ανταποκρίνεται στην «κλασική σύμβαση ορισμένου χρόνου», που δεν αποτελεί δηλαδή εικονική σύμβαση αορίστου χρόνου κατά καταστρατήγηση των αντίστοιχων νομοθετικών ρυθμίσεων (βλ. πρακτικά της Αναθεωρητικής Βουλής, Συνεδρίαση ΡΜΔ' 21-3-2001, σ.6224, όπου υπογραμμίζεται ότι η δήλωση αυτή θα ισχύσει ως δήλωση για την ερμηνεία του Συντάγματος). ’λλωστε και αν ακόμη ήθελε γίνει δεκτό ότι με τις διατάξεις του άρθρου 11 του π.δ. 164/2004 αποκλείσθηκε από τα πολιτικά δικαστήρια η δυνατότητα να κρίνουν τη φύση των ως άνω συμβάσεων, η ανάθεση σε διοικητικές αρχές (υπηρεσιακά συμβούλια και Α.Σ.Ε.Π.) της αποκλειστικής κρίσης ζητήματος, το οποίο κατ' ουσίαν αποτελεί ιδιωτική διαφορά, συνιστά ενέργεια αντικείμενη στο Σύνταγμα (άρθρα 26,94, 96), καθόσον ο νομοθέτης δεν μπορεί ν' αναθέσει την κρίση ιδιωτικών διαφορών σε διοικητικές αρχές (Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία Κ.Πολ.Δ. αρθρ. 1 σελ. 3),και συνεπάγεται την αποστέρηση του εργαζομένου από την άσκηση του συνταγματικά κατοχυρωμένου (άρθρο 20 του Σ) θεμελιώδους ατομικού δικαιώματος να ζητήσει την παροχή πλήρους και αποτελεσματικής έννομης προστασίας από τα αρμόδια δικαστήρια. Ως εκ τούτου ούτε με το άρθρο 11 του π.δ. 164/2004 αλλά ούτε και με το άρθρο 103 παρ.7 του Σ διαρρηγνύεται εξαιρετικά υπέρ των προαναφερόμενων διοικητικών οργάνων η θεμελιωμένη στο άρθρο 94 του Συντάγματος δικαιοδοτική αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων ενώ περαιτέρω δεν προκύπτει ότι καθιερώνεται από τις διατάξεις αυτές αποκλειστική διοικητική διαδικασία τηρητέα υποχρεωτικά πριν από την άσκηση του ατομικού δικαιώματος του άρθρου 20 του Σ, ούτε ότι μεταπλάσσεται η από τη φύση της ιδιωτική διαφορά, που προκύπτει από την υποκείμενη συμβατική εργασιακή σχέση ιδιωτικού δικαίου και ρυθμίζεται από το ιδιωτικό δίκαιο.

   IV. Στην προκειμένη υπόθεση, από τα δικαιολογητικά που συνοδεύουν τα ελεγχόμενα χρηματικά εντάλματα πληρωμής προκύπτουν τα ακόλουθα: Οι δεκαεπτά (17) φερόμενοι ως δικαιούχοι των επίμαχων χρηματικών ενταλμάτων, υπάλληλοι του Δήμου Χαλκιδέων, απασχολήθηκαν σε διάφορες θέσεις και ειδικότητες με διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου μέχρι τις 14.2.2005. Μετά την έκδοση του π.δ. 164/2004 υπέβαλαν, σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ. 2 αυτού, αιτήσεις στο Υπηρεσιακό Συμβούλιο Ο.Τ.Α. Ν. Εύβοιας επιδιώκοντας τη μετατροπή των συμβάσεων τους σε αορίστου χρόνου. Οι αιτήσεις αυτές απορρίφθηκαν με την αιτιολογία ότι δεν συνέτρεχαν οι προβλεπόμενες από τις οικείες διατάξεις προϋποθέσεις. Ακολούθως άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας την από 24.2.2005 αγωγή κατά του Δήμου Χαλκιδέων, με αίτημα να αναγνωριστεί ότι συνδέονται με τον εναγόμενο Δήμο με σχέση εργασίας αορίστου χρόνου, καθώς και αίτηση λήψης ασφαλιστικών μέτρων, η οποία έγινε δεκτή με τη 1918/30.6.2005 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας που υποχρέωσε τον καθού η αίτηση Δήμο να αποδέχεται τις υπηρεσίες τους μέχρι την έκδοση τελεσίδικης αποφάσεως επί της ασκηθείσας κύριας αγωγής. Η αγωγή αυτή έγινε δεκτή με τη 263/25.10.2005 απόφαση του ως άνω δικαστηρίου, με την οποία αναγνωρίστηκε ότι οι ανωτέρω δεκαεπτά (17) ενάγοντες συνδέονται με τον εναγόμενο Δήμο Χαλκιδέων με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου από 11.7.2001 στη θέση της τελευταίας ειδικότητας τους και υποχρεώθηκε ο Δήμος να αποδέχεται τις υπηρεσίες τους. Το Α.Σ.Ε.Π. με τη 1049/11.10.2005 απόφαση του επικύρωσε την απορριπτική κρίση του Υπηρεσιακού Συμβουλίου Ο.Τ.Α. Ν. Εύβοιας περί μη υπαγωγής των ανωτέρω στις ρυθμίσεις του άρθρου 11 του π.δ. 164/2004. Περαιτέρω, ο Δήμος Χαλκιδέων άσκησε κατά της 263/2005 αποφάσεως του Μ.Π. Χαλκίδας την από 14.11.2005 έφεση του ενώπιον του Εφετείου Αθηνών, από το δικόγραφο όμως της οποίας παραιτήθηκε και η σχετική δίκη καταργήθηκε (βλ. τα 19/6.6.2006 Πρακτικά Συνεδριάσεως του Εφετείου Αθηνών στη μεταβατική του έδρα στη Χαλκίδα). Σε εκτέλεση δε της τελεσίδικης πλέον αποφάσεως του Μ.Π. Χαλκίδας (263/2005) οι φερόμενοι ως δικαιούχοι στα επίμαχα χρηματικά εντάλματα προσέφεραν τις υπηρεσίες τους στο Δήμο Χαλκιδέων από 6.6.2005, ο καθένας στη θέση της ειδικότητας του, Ακολούθως ο Δήμος Χαλκιδέων εξέδωσε τα εντάλματα αυτά, στις 4.7.2006 τα δύο πρώτα και στις 6.7.2006 τα λοιπά, για τις αποδοχές, τα έξοδα κινήσεως και την καταβολή αποζημιώσεως για εργασία Κυριακών και νυκτερινών ωρών του μηνός Ιουνίου 2006. Με τα δεδομένα αυτά, εφόσον η διαφορά υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, καθόσον προέκυψε μεταξύ Ο.Τ.Α. και του προσωπικού του με το οποίο συνδέεται με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, το Ελεγκτικό Συνέδριο κατά τον έλεγχο της νομιμότητας των εντελλόμενων για πληρωμή δαπανών με τα επίμαχα χρηματικά εντάλματα δεσμεύεται από το δεδικασμένο της 263/2005 τελεσίδικης αποφάσεως του Μ.Π. Χαλκίδας που εκδόθηκε σε υπόθεση της δικαιοδοσίας του και δεν δικαιούται να προβεί σε παρεμπίπτοντα έλεγχο της ορθότητας ή μη της αποφάσεως αυτής, δηλαδή σε έλεγχο νομιμότητας ή μη των ενσωματωμένων στα οικεία εντάλματα απαιτήσεων των εν λόγω μισθωτών. Και υπό την εκδοχή ακόμη ότι το δικαστήριο που εξέδωσε την ως άνω απόφαση εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις σχετικές διατάξεις και προέβη σε κακή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, το Ελεγκτικό Συνέδριο δεσμεύεται από το περιεχόμενο της αποφάσεως αυτής, η οποία αποτελεί νόμιμο δικαιολογητικό που αποδεικνύει τις απαιτήσεις των φερόμενων ως δικαιούχων στα επίμαχα χρηματικά εντάλματα. Το δεδικασμένο δε που παράγεται από την προαναφερόμενη απόφαση, σε εκτέλεση της οποίας οι ανωτέρω δεκαεπτά (17) μισθωτοί νόμιμα απασχολούνται στο Δήμο Χαλκιδέων από 6.6.2005, καλύπτει και την τυχόν καθυστέρηση κατατάξεως αυτών σε συνιστώμενες από τον οικείο Δήμαρχο (σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 1 του ν. 3068/2002 και 114 παρ. 1δ του π.δ. 410/1995), με βάση την απόφαση αυτή, προσωρινές προσωποπαγείς θέσεις του Ο.Ε.Υ. του Δήμου Χαλκιδέων.

   Η Ολομέλεια, μετά από διαλογική συζήτηση των μελών της στις διασκέψεις της στις 25-10-2006, την 1-11-2006 και στις 8-11-2006 δεν συμφώνησε με την ανωτέρω εισήγηση και δέχθηκε τα ακόλουθα κατά την τελευταία αυτή διάσκεψη της κατά πλειοψηφία που αποτελέσθηκε από δεκαεπτά (17) μέλη της, ήτοι τους Γεώργιο-Σταύρο Κούρτη, Πρόεδρο του Ελεγκτικού Συνεδρίου, Χρήστο Ντάκουρη, Ελένη Φώτη, Ιωάννη Μπαλαφούτη και Αντώνιο Τομαρά, Αντιπροέδρους, Ηλία Αλεξανδρόπουλο, Θεοχάρη Δημακόπουλο, Φλωρεντία Καλδή, Γεώργιο Κωνσταντά, Διονύσιο Λασκαράτο, Ευφροσύνη Κραμποβίτη, Γαρυφαλλιά Καλαμπαλίκη, Ευάγγελο Νταή, Σωτηρία Ντούνη, Νικόλαο Μηλιώνη, Κωνσταντίνο Κωστόπουλο και Ελένη Λυκεσά, Συμβούλους:

   Κατά το άρθρο 98 παράγραφος 1 εδαφ. α' του Συντάγματος « Στην αρμοδιότητα του Ελεγκτικού Συνεδρίου ανήκουν ιδίως: α) Ο έλεγχος των δαπανών του Κράτους καθώς και των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης ή άλλων νομικών προσώπων που υπάγονται με ειδική διάταξη στο καθεστώς αυτό». Με την ανωτέρω συνταγματική διάταξη καθιερώνεται ο προληπτικός δικαστικός έλεγχος από το Ανώτατο Δικαστήριο του Ελεγκτικού Συνεδρίου όλων των δαπανών του Κράτους, ο οποίος είναι ευθέως από το Σύνταγμα υποχρεωτικός, καθώς και ο δυνητικός προληπτικός έλεγχος των δαπανών των ΟΤΑ (α'και β' βαθμού) ή άλλων νομικών προσώπων δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, αν τα πρόσωπα αυτά υπαχθούν σε προληπτικό έλεγχο των δαπανών τους με ειδική διάταξη νόμου ή Π.Δ/τος σε εκτέλεση νόμου.

   Τέτοια υπαγωγή των δαπανών των ΟΤΑ α' βαθμού στον προληπτικό έλεγχο του Ελεγκτικού Συνεδρίου έχει γίνει από 1/7/2005 με τα άρθρα 18 Ν.Δ/τος 1265/1972, 23 Ν. 3202/2003, 11 Ν. 3250/2004 και 18 παράγραφος 9 Ν. 3220/2005. Ο προληπτικός αυτός έλεγχος οργανώνεται και ασκείται σύμφωνα με τα άρθρα 17 και 21 του Π.Δ/τος 774/1980 «Οργανισμός του Ελεγκτικού Συνεδρίου». Ειδικότερα με το άρθρο 17 του Π.Δ/τος 774/1980 ορίζονται και τα ακόλουθα : 1) Στην παράγραφο 1 εδαφ. β' ότι το Ελεγκτικό Συνεδρίου «Ασκεί τον κατά το άρθρον 98 του Συντάγματος ελέγχο των δαπανών του Κράτους ως και των δι' ειδικών νόμων εις τον έλεγχον αυτόν υπαγομένων ΟΤΑ ή άλλων ΝΠΔΔ επί τω τέλει της βεβαιώσεως ότι υπάρχει δια ταύτας νομίμως κεχορηγημένη πίστωσις και ότι κατά την πραγματοποίησιν τούτων ετηρήθησαν αι διατάξεις του κωδικός περί δημοσίου λογιστικού και παντός άλλου νόμου ή διατάγματος ή κανονιστικής αποφάσεως» 2) Στην παράγραφο 3 ότι « Κατά τον υπό του Συνεδρίου ασκούμενον έλεγχον επιτρέπεται η εξέτασις και των παρεπιμπτόντως αναφυομένων ζητημάτων, επιφυλασσομένων των περί δεδικασμένου διατάξεων», δηλαδή με την παράγραφο 3 ορίζεται ότι επιτρέπεται κατά τον προληπτικό έλεγχο δαπάνης από το Ελεγκτικό Συνέδριο η παρεπίμπτουσα εξέταση απ' αυτό της νομιμότητας όλων των πράξεων ή αποφάσεων που στηρίζουν την δαπάνη, εκτός αν πρόκειται για αποφάσεις που έχουν ισχύ δεδικασμένου, οι οποίες και αποτελούν νόμιμο τίτλο για πληρωμή δαπάνης που απορρέει απ' αυτές. Τέτοιες αποφάσεις που έχουν ισχύ δεδικασμένου κατά το άρθρο 321 του Κ. Πολ. Δικονομίας (Βλ. και άρθρο 123 Π. Δ/τος 1225/1981) και είναι τελεσίδικες είναι οι οριστικές αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων που δεν υπόκεινται σε ανακοπή ερημοδικίας και έφεση.

   Ανάλογη διάταξη υπάρχει και στον Κώδικα Διοικ. Δικονομίας (ν. 2717/1999) και δη στο άρθρο 197 αυτού (βλ. και άρθρο 12 παράγραφος 2 ν.3472/2006) που ορίζει ότι «δεδικασμένο δημιουργείται από τις τελεσίδικες και ανέκκλητες αποφάσεις (δηλαδή των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων) εφόσον οι τελευταίες δεν υπόκεινται σε ανακοπή ερημοδικίας, ως προς το ουσιαστικό ή δικονομικό, διοικητικής φύσης ζήτημα που με αυτές κρίθηκε, εφόσον τούτο τελεί σε άμεση και αναγκαία συνάρτηση προς το συμπέρασμα που με τις ίδιες έγινε δεκτό...»Το άρθρο 313 του Κ. Πολ. Δικονομίας περαιτέρω ορίζει ότι « μπορεί να επιδιωχθεί με αγωγή ή ένσταση η αναγνώριση της ανυπαρξίας  μιας δικαστικής απόφασης πολιτικού δικαστηρίου μόνο στις ακόλουθες περιπτώσεις : α) εάν την εξέδωσαν πρόσωπα που δεν είχαν δικαστική ιδιότητα β) εάν πολιτικό δικαστήριο αποφάσισε για αντικείμενο που δεν υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων ...». Ανάλογη διάταξη υπάρχει και στο άρθρο 192 του Κώδικα Διοικ. Δικονομίας και η παράγραφος 1 αυτού ορίζει ότι « Η δικαστική απόφαση (δηλαδή του τακτικού διοικητικού δικαστηρίου) είναι ανυπόστατη :α) ....β) αν το δικαστήριο που την εξέδωσε δεν είχε την προς τούτο δικαιοδοσία ...» Από τις ανωτέρω προεκτεθείσες διατάξεις συνάγεται ότι ναι μεν οι τελεσίδικες αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων που έχουν ισχύ δεδικασμένου αποτελούν κατά τη διάρκεια του προληπτικού ελέγχου δαπάνης από το Συνέδριο, νόμιμο και επαρκή τίτλο για πληρωμή της δαπάνης που απορρέει από αυτές και ότι τούτο (Συνέδριο) υποχρεούται σε πληρωμή της, πλην όμως το Ελεγκτικό Συνέδριο κατά τον παρεμπίπτοντα έλεγχο που δικαιούται να ασκήσει κατά την παράγραφο 3 του άρθρου 17 του Π.Δ/τος 774/1980, δικαιούται να ερευνήσει εάν η προσαγόμενη ως τελεσίδικη δικαστική απόφαση πολιτικού δικαστηρίου, που αποτελεί δικαιολογητικό της δαπάνης είναι και στην πραγματικότητα τελεσίδικη και αποτελεί πράγματι δεδικασμένο, δηλαδή δικαιούται να ελέγξει εάν αυτή υπόκειται σε ανακοπή ερημοδικίας ή έφεση καθώς και αν εκδόθηκε από πρόσωπο που έχει δικαστική ιδιότητα ή αν το πολιτικό δικαστήριο αποφάσισε για αντικείμενο που υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 94 παράγραφοι 2, 3 και 4 του Συντάγματος και το άρθρο 1 του Κ.Πολ.Δ., με τις απαγορεύσεις του άρθρου 2 του Κ.Πολ.Δ. Τα άρθρα 19 και 21 του Π.Δ/τος 774/1980 στη συνέχεια ορίζουν τη διαδικασία του προληπτικού ελέγχου, κατά την οποία εάν ο αρμόδιος Επίτροπος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, στον οποίο υποβάλλεται το χρηματικό ένταλμα για θεώρηση, αρνηθεί, με αιτιολογημένη πράξη, τη θεώρηση του, το επιστρέφει στην αποστέλλουσα αυτό αρχή, με αντίγραφο της πράξης του και εάν υποβληθεί εκ νέου το ένταλμα για θεώρηση ο αρμόδιος Επίτροπος ή το θεωρεί, εφόσον ήρθησαν οι λόγοι μη θεωρήσεως, ή υποβάλλει τούτο με έκθεση του στο αρμόδιο Τμήμα του Συνεδρίου συγκροτούμενο από τους δικαστικούς λειτουργούς, το οποίο αποφαίνεται με πράξη του ή για τη θεώρηση του στην οποία στην περίπτωση αυτή υποχρεούται να προβεί ο Επίτροπος, ή για τη μη θεώρηση του εντάλματος . Το αρμόδιο Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου επιλαμβανόμενο της υπόθεσης μπορεί λόγω μείζονος σπουδαιότητας του προκύψαντος θέματος ή αν αυτό έχει γενικότερη σημασία να παραπέμψει την υπόθεση στην Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου με πρακτικό που επέχει θέση εισήγησης, την οποία αναπτύσσει ενώπιον της ο οριζόμενος με το Πρακτικό Εισηγητής. Η Ολομέλεια, αφού εκφέρει γνώμη στην παραπεμθείσα υπόθεση, αναπέμπει αυτήν στο αρμόδιο Τμήμα για την περαιτέρω εξέταση της, η δε γνώμη της Ολομέλειας είναι υποχρεωτική για το Τμήμα (αρθρ. 21 παράγραφος 1). Η ίδια διαδικασία τηρείται σύμφωνα με την παράγραφο 4 του άρθρου 21 του Π.Δ/τος 774/1980 και σε περίπτωση αμφιβολιών που αναφέρονται στη θεώρηση ή μη  εντάλματος. Περαιτέρω με το άρθρο 103 του Συντάγματος ορίζονται και τα ακόλουθα: 1) Στην παράγραφο 1 για τους δημοσίους υπαλλήλους ότι « τα προσόντα και ο τρόπος διορισμού τους ορίζονται από το νόμο   2) Στην παράγραφο 2 ότι « κανένας δεν μπορεί να διοριστεί υπάλληλος σε οργανική θέση που δεν είναι νομοθετημένη. Εξαιρέσεις μπορεί να προβλέπονται από ειδικό νόμο για να καλυφθούν απρόβλεπτες και επείγουσες ανάγκες με προσωπικό που προσλαμβάνεται για ορισμένη χρονική περίοδο με σχέση ιδιωτικού δικαίου 3) Στην παράγραφο 6 ότι «οι διατάξεις των προηγουμένων παραγράφων έχουν εφαρμογή .....και στους υπαλλήλους των Οργανισμών Tοπικής Αυτοδιοίκησης και των λοιπών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου 4) Στην παράγραφο 7 ότι « Η πρόσληψη υπαλλήλων στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά... γίνεται είτε με διαγωνισμό είτε με επιλογή σύμφωνα με προκαθορισμένα και αντικειμενικά κριτήρια και υπάγεται στον έλεγχο ανεξάρτητης αρχής, όπως νόμος ορίζει...». Τέτοια ανεξάρτητη αρχή είναι ήδη το Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού (ΑΣΕΠ) που ιδρύθηκε με το ν. 2190/1994 (άρθρ.2 ) όπως ισχύει, οι διατάξεις του οποίου εφαρμόζονται (αρθρ. 14) στις δημόσιες υπηρεσίες , ΝΠΔΔ, ΟΤΑ κ.λ.π. και 5) Στην παράγραφο 8 ότι « νόμος ορίζει τους όρους και τη χρονική διάρκεια των σχέσεων εργασίας ιδιωτικού δικαίου στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, όπως αυτός καθορίζεται κάθε φορά, για την κάλυψη είτε οργανικών θέσεων και πέραν των προβλεπομένων στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3, είτε πρόσκαιρων είτε απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών κατά το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 2 ... Απαγορεύεται η από τον νόμο μονιμοποίηση προσωπικού που υπάγεται στο πρώτο εδάφιο ή η μετατροπή των συμβάσεων του σε αορίστου χρόνου. Οι απαγορεύσεις της παραγράφου αυτής ισχύουν και ως προς τους απασχολούμενους με σύμβαση έργου. Επίσης στο άρθρο 118 παράγραφος 7 του Συντάγματος ορίζεται ότι νομοθετικές ρυθμίσεις που αφορούν την τακτοποίηση της υπηρεσιακής κατάστασης προσωπικού που υπάγεται στην παράγραφο 8 του άρθρου 103 εξακολουθούν να ισχύουν μέχρι την ολοκλήρωση των σχετικών διαδικασιών». Τέλος με το άρθρο 11 του Π.Δ/τος 164/2004 «Ρυθμίσεις για τους εργαζόμενους με συμβάσεις ορισμένου χρόνου στο δημόσιο τομέα» (ΦΕΚ 134/19-7-2004 τ. Α') ορίζονται και τα ακόλουθα : « Διαδοχικές συμβάσεις κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 5 του παρόντος διατάγματος οι οποίες έχουν συναφθεί πριν από την έναρξη ισχύος του παρόντος και είναι ενεργείς έως την έναρξη ισχύος αυτού, συνιστούν εφεξής σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου εφόσον συντρέχουν αθροιστικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις :α) ....β)...γ).... δ)... Για τη διαπίστωση της συνδρομής των κατά την προηγούμενη παράγραφο προϋποθέσεων ο εργαζόμενος υποβάλλει .....αίτηση προς τον οικείο φορέα στην οποία αναφέρει .... Αρμόδιο όργανο να κρίνει αιτιολογημένα αν συντρέχουν κατά περίπτωση οι προϋποθέσεις της προηγούμενης παραγράφου είναι το οικείο Υπηρεσιακό Συμβούλιο ή όργανο που εξομοιώνεται με αυτό και όπου δεν υπάρχει το Διοικητικό Συμβούλιο ή .... Στις δημοτικές ή κοινοτικές επιχειρήσεις αρμόδιο όργανο είναι .... Το κατά τα ανωτέρω αρμόδιο όργανο κρίνει περαιτέρω εάν στις συμβάσεις έργου ή άλλες συμβάσεις ή σχέσεις υποκρύπτεται σχέση εξαρτημένης εργασίας. Η κατά τις ως άνω διατάξεις κρίση του αρμοδίου οργάνου ολοκληρώνεται το αργότερο ... Οι κατά την παράγραφο 2 κρίσεις των αρμοδίων οργάνων θετικές ή αρνητικές διαβιβάζονται αμέσως στο Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού (ΑΣΕΠ), το οποίο αποφαίνεται εντός τριών μηνών από τη διαβίβαση σ' αυτό των σχετικών κρίσεων. ...». Περαιτέρω από τις ως άνω διατάξεις και από τον συνδυασμό των άρθρων 648, 649, 672 ΑΚ και 1 επ του ν. 2112/1920, συνάγονται και τα ακόλουθα «Σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου υπάρχει όταν η διάρκεια της είναι σαφώς, καθορισμένη, είτε γιατί συμφωνήθηκε ρητά ή σιωπηρά, είτε γιατί προκύπτει από το είδος και το σκοπό της, έχοντας ως βασικό χαρακτηριστικό ότι τα συμβαλλόμενα μέρη γνωρίζουν επακριβώς το χρονικό σημείο της λήξης της, είτε γιατί επιβάλλεται από διάταξη νόμου ή από εσωτερικό κανονισμό με ισχύ νόμου. Όταν συνεπώς η σύμβαση εργασίας είναι από το νόμο ορισμένης διάρκειας, δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 8 παράγραφος 3 του ν.2112/1920, διότι αυτό προϋποθέτει συμβατικό και όχι από το νόμο καθορισμό της ορισμένης διάρκειας της σύμβασης, αφού δεν μπορεί να γίνει λόγος για αδικαιολόγητο καθορισμό της σύμβασης ως ορισμένης διάρκειας και συνεπώς στις συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου που συνάπτουν το Δημόσιο, τα ΝΠΔΔ και εν γένει τα νομικά πρόσωπα του δημοσίου τομέα, αφού δεν εφαρμόζεται σ' αυτές το άρθρο 8 παράγραφος 3 του ν. 2112/1920, αυτές δεν μετατρέπονται σε αορίστου χρόνου, διότι τα υφιστάμενα νομοθετήματα (Π.Δ. 410/1988 νόμοι 1735/1987,2190/1994 κ.λ.π.) που ρυθμίζουν τη σύναψη συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου από το Δημόσιο, Ο.Τ.Α. και τα λοιπά ΝΠΔΔ, ρυθμίζουν εξαντλητικά τα θέματα της κατάστασης του προσωπικού με σχέση ιδιωτικού δικαίου του Δημοσίου και των ΝΠΔΔ, το χαρακτήρα των συμβάσεων ως ορισμένου χρόνου και δεν υπάρχει στα μέρη αντίθετη ευχέρεια από το νόμο. Όμως η ανάγκη τακτοποίησης συμβασιούχων ορισμένου χρόνου και μετατροπής των συμβάσεων τους σε συμβάσεις αορίστου χρόνου κατέστησε αναγκαία την ψήφιση κατά την αναθεώρηση του Συντάγματος της μεταβατικής διάταξης του άρθρου 118 παραγρ. 7 καθώς και τη θέσπιση κανόνων μεταβατικής φύσης που εναρμονίζουν μεν την Ελληνική νομοθεσία με την Κοινοτική Οδηγία 1999/70 ΕΚ, αλλά και συμβιβάζονται με τις εγγυήσεις του άρθρου 103 παράγραφοι 7 και 8 του Συντάγματος, που αποβλέπουν στη διασφάλιση της αξιοκρατίας και της ισονομίας κατά τις προσλήψεις . Το σκοπό αυτό υπηρετούν οι μεταβατικές ρυθμίσεις του σύμφωνου με το Σύνταγμα ανωτέρω άρθρου 11 του Π.Δ/τος 164/2004, που εκδόθηκε για την προσαρμογή της Ελληνικής Νομοθεσίας όσον αφορά στο προσωπικό του δημοσίου και του ευρύτερου δημοσίου τομέα προς τις διατάξεις της Οδηγίας 1999/70 ΕΚ του Συμβουλίου της 28/6/1999, που προβλέπουν αντικειμενικές προϋποθέσεις για τη μετατροπή των διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου και αναθέτουν την τελική κρίση για τη διαπίστωση της συνδρομής των προϋποθέσεων αυτών στο ΑΣΕΠ, ανεξάρτητη Αρχή, όπως προβλέπει το άρθρο 103 παράγραφος 7 του Συντάγματος. Οι αποφάσεις ή πράξεις του ΑΣΕΠ που εκδίδονται κατά ειδική διοικητική διαδικασία επιλογής και πρόσληψης προσωπικού, έχουν χαρακτήρα εκτελεστών διοικητικών πράξεων, οι διαφορές που απορρέουν από αυτές είναι διοικητικές διαφορές ουσίας, υποκείμενες σε παρεμπίπτουσα έρευνα ως προς το κύρος και τη νομιμότητα τους, από τα πολιτικά δικαστήρια σύμφωνα με το άρθρο 2 Κ.Πολ. Δ. Συνεπώς από την 19/7/2004, ημερομηνία ισχύος του Π.Δ/τος 164/2004, καθιερώνεται ειδική και συγκεκριμένη αποκλειστική διαδικασία για τη διαπίστωση της συνδρομής των προϋποθέσεων για τη μετατροπή των διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου και τέτοια μετατροπή χωρεί μόνο σε περίπτωση θετικής κρίσης του ΑΣΕΠ, και μάλιστα όχι αναδρομικά από την έναρξη ισχύος του Π.Δ. 164/2004, διότι αυτό θα προσέκρουε στην απαγόρευση του άρθρου 103 παράγραφος 2 του Συντάγματος εάν κατά το χρόνο αυτό δεν είχαν συσταθεί ακόμα σχετικές οργανικές θέσεις (βλ. όμως ήδη το άρθρο 1 του ν.3320/2005 για σύσταση θέσεων). Επομένως διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου που συνάπτουν το Δημόσιο ή ΝΠΔΔ δεν μετατρέπονται αυτοδικαίως σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου με μόνη τη συνδρομή των προϋποθέσεων του Π.Δ/τος 164/2004 χωρίς και κρίση του ΑΣΕΠ, και η μετατροπή αυτή δεν μπορεί να είναι αντικείμενο αναγνωριστικής αγωγής σύμφωνα με τα άρθρα 68 και 70 Κ.Πολ.Δ. από τα πολιτικά δικαστήρια, ούτε ανήκει σ' αυτά η κρίση για τη συνδρομή των προϋποθέσεων μετατροπής με την ψευδεπίγραφη μορφή του ορθού νομικού χαρακτηρισμού, διότι όπως προεκτέθηκε αποκλειστικό κατά το Σύνταγμα όργανο κρίσης είναι σε πρώτο βαθμό το ΑΣΕΠ, μετά την κρίση του οποίου ο θιγόμενος δικαιούται να προσφύγει στο αρμόδιο δικαστήριο. Αντίθετη εκδοχή αναγνωρίζουσα δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων για κρίση της συνδρομής ή μη των προϋποθέσεων μετατροπής συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, χωρίς να προηγηθεί η ειδική αποκλειστική διοικητική διαδικασία του Π.Δ/τος 164/2004 και η τήρηση των προϋποθέσεων του Π.Δ/τος αυτού (που προσάρμοσε όπως προεκτέθηκε την Κοινοτική Οδηγία 1999/7Ο/ΕΚ στην Ελληνική έννομη τάξη, είναι σύμφωνο με την Οδηγία αυτή και θεσπίζει μέτρα για αποφυγή της καταχρηστικής χρησιμοποίησης διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου στο δημόσιο τομέα και όχι απόλυτη απαγόρευση μετατροπής διαδοχικών συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου), δηλαδή με μόνη την εφαρμογή των έως τότε ισχυουσών διατάξεων  του εσωτερικού δικαίου (ν. 2112/1920 κ.λ.π), προσκρούει στην απόλυτη απαγόρευση από την παράγραφο 8 του άρθρου 103 του Συντάγματος της μετατροπής συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, δηλαδή προσκρούει στη διάταξη αυτή του Συντάγματος, που απαγορεύει τη μετατροπή όχι μόνο εκείνων των συμβάσεων που ψευδεπίγραφα καταρτίζονται και χαρακτηρίζονται ως ορισμένου χρόνου κατά κατάχρηση, ενώ καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, αλλά και τη μετατροπή και των συμβάσεων εκείνων (γνησίων) που νόμιμα καταρτίζονται ως ορισμένου χρόνου για κάλυψη πρόσκαιρων ή απρόβλεπτων ή επειγουσών ή εποχιακών αναγκών, καθώς και τη μετατροπή συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου δια μέσου του ορθού νομικού χαρακτηρισμού τής σχέσης, τρόπος που οδηγεί στο ίδιο αποτέλεσμα, αφού ο αναθεωρητικός του Συντάγματος νομοθέτης θέλησε να αποτρέψει απολύτως στο μέλλον τέτοια μετατροπή σε αντίθεση με την προ της αναθεωρήσεως του Συντάγματος  ακολουθούμενη πρακτική (βλ. και Πρακτικά Συνεδρ. Βουλής ΡΜΔ/21-3-2001 σελ. 731, 744, 754, 755 και ΡΜΕ/21-3-2001 σελ. 768, 771, 772, 782). Επίσης προσκρούει και στην παράγραφο 7 του άρθρου 103 του Συντάγματος, διότι αποτελεί εν τοις πράγμασι πρόσληψη υπαλλήλων στο Δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα χωρίς διαγωνισμό ή επιλογή, δηλαδή χωρίς την τήρηση επιβαλλόμενης διαδικασίας για σύναψη συμβάσεων αορίστου χρόνου και χωρίς την υποχρεωτική υπαγωγή της πρόσληψης για έλεγχο στην ανεξάρτητη αρχή του ΑΣΕΠ. Με βάση τις ανωτέρω προεκτεθείσες νομικές σκέψεις εν όψει του τεθέντος ζητήματος με τα Πρακτικά της 27ης Συνεδρίασης της 7/9/2006 του Ι Τμήματος (Στ' Διακοπών) Α) πρέπει να γίνει δεκτό κατά την κρατήσασα άποψη ότι το Ελεγκτικό Συνέδριο, αφού δικαιούται σύμφωνα με το άρθρο 17 παρ. 3 του Π.Δ. 774/1980 κατά τη διαδικασία του προληπτικού ελέγχου σε παρεμπίπτοντα έλεγχο απόφασης πολιτικού δικαστηρίου, που φέρεται σ' αυτό ότι έχει ισχύ δεδικασμένου και αποτελεί νόμιμο τίτλο πληρωμής δαπάνης που απορρέει από τις διατάξεις της, δηλαδή αφού δικαιούται παρεπιπτόντως να ελέγξει αν η προσαγόμενη σ' αυτό απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου έχει στην πραγματικότητα ισχύ δεδικασμένου όπως ορίζει ο Κ.Πολ. Δ. ή είναι ανίσχυρη (ανυπόστατη) σύμφωνα με το άρθρο 313 Κ. Πολ. Δ. ως εκδοθείσα από πολιτικό δικαστήριο που αποφάνθηκε για αντικείμενο που δεν υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, τότε σύμφωνα με τα προεκτεθέντα η απόφαση αυτή του πολιτικού δικαστηρίου, δηλαδή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκίδας εν προκειμένω που φέρεται ως τελεσίδικη και που αναγνωρίζει ότι διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου των αναφερομένων φυσικών προσώπων με το Δήμο Χαλκίδας μετατράπηκαν και συνιστούν ενιαία σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, δεν έχει ισχύ δεδικασμένου και είναι ανίσχυρη (ανυπόστατη) κατ' άρθρο 313 Κ.Πολ. Δ. αφού αποφάνθηκε για αντικείμενο που δεν υπάγεται στη δικαιοδοσία των πολιτικών δικαστηρίων, διότι παρακάμφθηκε, κατά παράβαση του Συντάγματος, η ανωτέρω υποχρεωτικά τηρητέα ειδική αποκλειστική διαδικασία του άρθρου 11 του Π.Δ/τος 164/2004 (βλ. και επέκταση του με το άρθρο 8 Α του Π.Δ/τος 81/2003 που προστέθηκε με το άρθρο 4 του Π.Δ/τος 180/2004, βλ. και άρθρο 2 ν. 3302/2004) καθώς επίσης και η επιβαλλόμενη στη συνέχεια κρίση του ΑΣΕΠ αφού οι διαδοχικές συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου δεν μετατρέπονται αυτοδικαίως σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου με μόνη την συνδρομή των προϋποθέσεων του Π.Δ. 164/2004 και η μετατροπή αυτή δεν είναι αντικείμενο, όπως προεκτέθηκε, αναγνωριστικής αγωγής από το πολιτικό δικαστήριο κατά τα άρθρα 68 και 70 Κ.Πολ. Δ. ούτε η κρίση για τη συνδρομή των προϋποθέσεων μετατροπής ανήκει στα πολιτικά δικαστήρια, διότι αρμόδιο κατά το Σύνταγμα όργανο κρίσης της συνδρομής των προϋποθέσεων αυτών (άρθρο 11 Π.Δ. 164/2004) είναι το ΑΣΕΠ, οι αποφάσεις του οποίου στη συνέχεια είναι δεκτικές προσβολής από το θιγόμενο για την ουσιαστική βασιμότητα τους στα αρμόδια διοικητικά δικαστήρια, εφόσον οι ιδιωτικού δικαίου σχέσεις τους ενόψει του ότι υπηρετούν στον ευρύτερο δημόσιο τομέα χωρίς να συνδέονται με ιδιωτική διαχείριση, ρυθμίζονται με απόφαση διοικητικού οργάνου, εντάσσονται στην έννοια της οιονεί δημοσίας υπηρεσίας και τείνουν στην άσκηση δημόσιας εξουσίας (Πρβλ. ΑΕΔ 21/2005 ΦΕΚ τ. ΑΕΔ 1/8-2-2006). Πρέπει να σημειωθεί ότι με το προϊσχύον της αναθεωρήσεως του Συντάγματος (2001) καθεστώς είχε γίνει δεκτό ότι οι διαδοχικές συμβάσεις εργασίας στο δημόσιο τομέα δεν μετατρέπονται σε αορίστου χρόνου κατ' εφαρμογή του αρθρ. 8 του ν. 2112/1920 επειδή η ειδική νομοθεσία ρυθμίζει εξαντλητικά τα της κατάστασης του προσωπικού του δημόσιου τομέα (ΑΠ 80/2000 ΔΕΝ 2000 σελ. 855) ενώ ήδη μετά την αναθεώρηση του Συντάγματος δεν επιτρέπεται η μετατροπή συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε αορίστου αλλά μόνο με τήρηση και μέσω της διαδικασίας του Π.Δ/τος 164/2004, με το οποίο γίνονται σεβαστές οι εγγυήσεις του άρθρου 103 παράγραφοι 7 και 8 του Συντάγματος που στοχεύουν στη διασφάλιση αξιοκρατίας και ισονομίας κατά τις προσλήψεις στο δημόσιο τομέα και ταυτόχρονα όπως επιτάσσει η Οδηγία 199/70/ΕΚ προστατεύονται οι συμβασιούχοι ορισμένου χρόνου, με τη μετατροπή των συμβάσεων τους σε αορίστου, με αντικειμενικές προϋποθέσεις που ορίζει ο νομοθέτης και στη συνέχεια με κρίση του ΑΣΕΠ για τη συνδρομή ή μη των προϋποθέσεων αυτών και με τελικό δικαστικό έλεγχο των αποφάσεων του ΑΣΕΠ από το αρμόδιο δικαστήριο και Β) Με βάση τις υπό στοιχείο Α ανωτέρω σκέψεις η απόφαση του πολιτικού δικαστηρίου, δηλαδή του Μον. Πρωτοδικείου Χαλκίδας, ως μη έχουσα ισχύ δεδικασμένου στην περίπτωση αυτή δεν αποτελεί νόμιμο και πλήρες δικαιολογητικό για πληρωμή των συμβασιούχων που αφορά, ως συμβασιούχων με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου, τούτων δικαιουμένων τη συμφωνηθείσα αμοιβή της ισχύουσας σύμβασης εργασίας τους ορισμένου χρόνου.

   Μειοψήφησαν ένδεκα (11) μέλη της Ολομέλειας, στα οποία περιλαμβάνεται και η Εισηγήτρια Ανδρονίκη Θεοτοκάτου ήτοι οι Αντιπρόεδροι Ευστάθιος Ροντογιάννης, Ιωάννης Καραβοκύρης και Κωνσταντίνος Κανδρής και οι Σύμβουλοι Μιχαήλ Ζυμής, Χρυσούλα Καραμαδούκη, Μαρία Βλαχάκη, Γεωργία Μαραγκού, Βασιλική Ανδρεοπούλου, Μαρία Αθανασοπούλου και Ασημίνα Σαντοριναίου, οι οποίοι τάχθηκαν με την ανωτέρω εισήγηση της Εισηγήτριας Συμβούλου Ανδρονίκης Θεοτοκάτου, με την οποία συμφώνησε επίσης και ο παριστάμενος Επίτροπος της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο Ανδρέας Καπερώνης.

   Μετά την ως άνω γνώμη που κράτησε στην πιο πάνω υπόθεση η Ολομέλεια αποφασίζει ότι αυτή πρέπει να αναπεμφθεί στο αρμόδιο Ι τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου για περαιτέρω εξέταση της.

   Μετά το τέλος της συζητήσεως, συντάχθηκε το παρόν Πρακτικό, το οποίο, αφού θεωρήθηκε και εγκρίθηκε από τον Πρόεδρο, υπογράφεται από τον ίδιο και τη Γραμματέα.

            Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                                                                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

   ΓΕΩΡΓΙΟΣ-ΣΤΑΥΡΟΣ ΚΟΥΡΤΗΣ                                                                                               ΔΗΜΗΤΡΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΥ