ΕΣ Ολ. 1506/2005

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

 

Δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας - Αρχή ισότητας -Αστική ευθύνη δημοσίου - Αναδρομική καταβολή συντάξεων - Τριετία - Παράνομη στέρηση συνταξιοδοτικών παροχών κατά το προγενέστερο της τριετίας χρονικό διάστημα - Αποζημιωτική αγωγή -.

 

Η αγωγή για καταβολή αποζημίωσης σε συνταξιούχο του Δημοσίου, λόγω παράνομου κανονισμού της σύνταξής του από τα όργανα του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους που διαπιστώθηκε με απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως συνταξιοδοτικού περιεχομένου και δεν κωλύεται από το άρθρο 60 παρ. 1 του Σ.Κ., το οποίο περιορίζει μόνο το χρόνο της αναδρομικής καταβολής συντάξεων χωρίς να αποκλείει τη διεκδίκηση από το δικαιούχο της ζημίας επί της οποίας θεμελιώνεται η ειδική αδικοπραξία του άρθρου 105 ΕισΝΑΚ. Ο αποκλεισμός, υπό την ισχύ του άρθρου 60 παρ. 1 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα, του ένδικου βοηθήματος της αποζημιωτικής αγωγής θα οδηγούσε σε παραβίαση του άρθρου 20 του Συντάγματος, αφού ο ενδιαφερόμενος θα στερείτο δικαστικής προστασίας κατά το χρονικό διάστημα από τη γέννηση της συνταξιοδοτικής του αξίωσης μέχρι το χρόνο της αναδρομικής έκτασης αυτής, δηλαδή κατά το πέραν της τριετίας από την έκδοση της περατώνουσας τη συνταξιοδοτική του υπόθεση πράξης ή απόφασης χρονικό διάστημα, στο οποίο δεν μπορούν να αναδράμουν τα οικονομικά αποτελέσματα του συνταξιοδοτικού δικαιώματος. (Αντίθετη μειοψηφία).

 

 

KEIMENO

 

   Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις  2 Ιουνίου 2004, με την ακόλουθη σύνθεση :  Κωνσταντίνος Ρίζος, Πρόεδρος, Μιχαήλ Δημητρόπουλος, Χρήστος Χριστοφιλόπουλος, Γεώργιος - Σταύρος Κούρτης, Γεώργιος Σχοινιωτάκης, Ιωάννης Καραβοκύρης, Αντιπρόεδροι, Χρήστος Ντάκουρης, Ιωάννης Κωτσόπουλος, Ελένη Φώτη, Κωνσταντίνος Κώης, Ιωάννης Μπαλαφούτης, Αθανάσιος Φρύδας, Μαρία Ζαγκλιβερινού, Αντώνιος Τομαράς, Ηλίας Αλεξανδρόπουλος, Θεοχάρης Δημακόπουλος, Φλωρεντία Καλδή, Γεώργιος Κωνσταντάς, Διονύσιος Λασκαράτος (εισηγητής), Μιχαήλ Ζυμής, Ανδρονίκη Θεοτοκάτου, Γαρυφαλλιά Καλαμπαλίκη, Χρυσούλα Καραμαδούκη, Μαρία Βλαχάκη και Σωτηρία Ντούνη, Σύμβουλοι (ο Αντιπρόεδρος Ευστάθιος Ροντογιάννης και οι Σύμβουλοι Παναγιώτης Παρασκευόπουλος, Νικόλαος Αγγελάρας, Κωνσταντίνος Κανδρής, Αντώνιος Παπαργυρίου και Ευφροσύνη Κραμποβίτη απουσίασαν δικαιολογημένα),

   Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας :  Ανδρέας Καπερώνης, Επίτροπος της Επικρατείας, νόμιμος αναπληρωτής του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας Βασιλείου Χασαπογιάννη, που απουσίασε δικαιολογημένα,

   Γραμματέας : Γεώργιος Κομπολάκης, Επίτροπος, Προϊστάμενος της Γραμματείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου,

   Για να δικάσει την από 24 Νοεμβρίου 2003 περί αναιρέσεως της 1087/2003 οριστικής αποφάσεως του ΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου αίτηση του Ι Α Γ, κατοίκου Αμαρουσίου Αττικής (οδός Χ *), ο οποίος εμφανίσθηκε στο ακροατήριο χωρίς δικηγόρο και ζήτησε να εκδικασθεί η υπόθεσή του,

   κατά του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο εκπροσωπεί ο Υπουργός Οικονομικών, που παραστάθηκε δια του Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Νικολάου Καραγιώργη.

   Με την 1087/2003 απόφαση του ΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου απερρίφθη αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος πολιτικού συνταξιούχου, πρώην Προέδρου του Αρείου Πάγου, με την οποία ζητούσε να υποχρεωθεί το ήδη αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο να του καταβάλει, ως αποζημίωση κατά το άρθρο 105 Εισ. ΝΑΚ το ποσό των 2.251.044 δραχμών ή (6.606,14 Ευρώ) για αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη από παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων της διοικήσεως, αφού λόγω της περιορισμένης αναδρομής των οικονομικών αποτελεσμάτων στερήθηκε την αυξημένη σύνταξή του για το χρονικό διάστημα από 1.11.1990 μέχρι 30.4.1991. 

   Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε το Δικαστήριο άκουσε :

   Τον Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, για το αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο, που ζήτησε την απόρριψη της αίτησης  και

   Τον Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ο οποίος πρότεινε την απόρριψη της αίτησης.

   Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη με παρόντες τους δικαστές που έλαβαν μέρος στη συζήτηση της υποθέσεως, εκτός από τον Αντιπρόεδρο Χρήστο Χριστοφιλόπουλο και τους Συμβούλους Χρήστο Ντάκουρη και Σωτηρία Ντούνη, που απουσίασαν λόγω κωλύματος καθώς και το  Σύμβουλο Ιωάννη Κωτσόπουλο που αποχώρησε από την Υπηρεσία.

   Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα  και

   Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο,

   Αποφάσισε τα εξής :

   Ι. Η υπό κρίση αίτηση περί αναιρέσεως της 1807/2003 οριστικής αποφάσεως του ΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου έχει ασκηθεί   νομοτύπως και εμπροθέσμως  και για τη συζήτησή της  έχει τηρηθεί η νόμιμη προδικασία. Συνεπώς πρέπει, μετά την καταβολή του νόμιμου παραβόλου      (βλ. τα 1151242 και 1241852 Σειράς Α' ειδικά έντυπα γραμμάτια του Δημοσίου), να ερευνηθεί περαιτέρω κατά το βάσιμο των λόγων αυτής, χωρίς να εμποδίζεται η πρόοδος της δίκης από τη  δικονομική απουσία του αναιρεσείοντος, ο οποίος κατά τη συζήτηση εμφανίσθηκε χωρίς δικηγόρο και ζήτησε να εκδικασθεί η υπόθεσή του (άρθρ.27, 65 και 117 του   π.δ. 1225/1981).

   ΙΙ.  Με την κρινόμενη αίτηση ο αναιρεσείων επιδιώκει την αναίρεση της πληττόμενης απόφασης για εσφαλμένη ερμηνεία και μάλιστα κατά παράβαση της συνταγματικής αρχής της ισότητας άρθρ. 4 παρ. 1 Σ. καθώς και του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης «για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών» (Ε.Σ.Δ.Α.) των κανόνων δικαίου που διέπουν την επίδικη σχέση και ειδικότερα των άρθρων 105 Εισ. Ν.Α.Κ. και 60 παρ. 1 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα (π.δ. 1041/1979 και ήδη π.δ. 166/1000).

   ΙΙΙ.  Κατά το άρθρο 60 παρ. 1 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (π.δ. 1041/1979 και ήδη π.δ. 166/2000), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 18 παρ. 10 του ν. 1489/1984, δεν επιτρέπεται σε καμιά ανεξαιρέτως περίπτωση ν' αναγνωρισθούν αναδρομικά εις βάρος του Δημοσίου Ταμείου οικονομικά δικαιώματα από συντάξεις για χρονικό διάστημα πέραν των τριών ετών από την πρώτη του μήνα κατά τον οποίο εκδίδεται  η σχετική πράξη ή απόφαση. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, η οποία έχει ταμιακό χαρακτήρα και αποβλέπει αποκλειστικά στην αποφυγή της υπέρμετρης και απρόβλεπτης επιβάρυνσης  του Δημοσίου Προϋπολογισμού, η καταβολή της σύνταξης δεν μπορεί να εκταθεί αναδρομικά πέραν της τριετίας από την πρώτη του μήνα κατά τον οποίο εκδίδεται η σχετική πράξη ή απόφαση. Τούτο δ'  ανεξάρτητα από το χρόνο υποβολής της σχετικής αίτησης από τον ενδιαφερόμενο ή αν πρόκειται για δικαίωμα σύνταξης που αναγνωρίζεται για πρώτη φορά ή για αύξηση της σύνταξης και άσχετα από το λόγο στον οποίο οφείλεται η βραδύτητα της έκδοσης της οικείας πράξης ή απόφασης, αν δηλαδή αυτή οφείλεται σε παράλειψη ενεργείας του ενδιαφερομένου ή σε πράξη ή παράλειψη της Διοίκησης, αφού στη διάταξη δεν γίνεται οποιαδήποτε διάκριση, αλλά αποκλείεται κατηγορηματικά η πληρωμή συντάξεων πέραν από το καθοριζόμενο σ' αυτή χρονικό όριο. Η προεκτεθείσα ρύθμιση, ενόψει της γενικής και χωρίς καμία διάκριση εφαρμογής της, δεν  έρχεται  σε αντίθεση προς τις διατάξεις του άρθρου 4 του Συντάγματος, ούτε προς τις διατάξεις του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α.  καθόσον αυτές καλύπτουν περιουσιακά δικαιώματα και ειδικότερα απαιτήσεις που υφίστανται κατά το Εθνικό δίκαιο, ενώ η αξίωση για καταβολή σύνταξης πέραν της τριετίας είναι ανύπαρκτη (Ολ. Ελ. Συν. 963/2003, ΕΔΚΑ ΜΕ ' , 536, 136/2002, ΕΔΚΑ ΜΔ', 439).

   ΙV.  Περαιτέρω με το άρθρο 105 του Εισ. Ν.Α.Κ. θεσπίζεται η ευθύνη του Ελληνικού Δημοσίου προς αποζημίωση από τις παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας, η οποία έχει ανατεθεί σ' αυτά. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι για να στοιχειοθετηθεί υποχρέωση αποζημίωσης εκ μέρους του Δημοσίου απαιτείται η πράξη ή παράλειψη ή υλική ενέργεια των οργάνων του να είναι παράνομη, δηλαδή με αυτή να παραβιάζεται κανόνας δικαίου με τον οποίο προστατεύεται ορισμένο ατομικό δικαίωμα ή συμφέρον. Περιλαμβάνει δε η αποζημίωση αυτή, κατά το άρθρο 298 του Α.Κ., την αποκατάσταση της θετικής και αποθετικής ζημίας του ζημιωθέντος. Ως εκ τούτου στην αποζημίωση αυτή περιλαμβάνεται τόσο η αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη η υπάρχουσα πριν από την παράνομη πράξη ή παράλειψη περιουσία του ζημιωθέντος όσο και η αποκατάσταση της ζημίας που αυτός υπέστη γιατί στερήθηκε, λόγω της παράνομης πράξης ή παράλειψης, παροχές, τις οποίες με πιθανότητα, κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων ή τις ειδικές περιστάσεις, θα αποκόμιζε αν δεν είχε μεσολαβήσει η παράνομη συμπεριφορά των οργάνων του Δημοσίου. Από τα ανωτέρω, ειδικότερα, παρέπεται ότι αν το Δημόσιο αρνηθεί παρανόμως να κανονίσει ή να αναπροσαρμόσει αναλόγως στο προσήκον ύψος τη σύνταξη  πολιτικού συνταξιούχου, η άρνηση αυτή ακυρωθεί στη συνέχεια με απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, ακολούθως δε η Διοίκηση σε συμμόρφωση προς τις παραδοχές της απόφασης αυτής καταβάλει στο συνταξιούχο την αυξημένη σύνταξή του υπό το χρονικό περιορισμό του άρθρου 60 παρ. 1 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα (Σ.Κ.), δηλαδή αναδρομικά επί τριετία από την έκδοσή της, ο τελευταίος δικαιούται να ζητήσει αποζημίωση για να αποκατασταθεί η ζημία που υπέστη από τη στέρηση της αυξημένης σύνταξής του κατά το πέραν της τριετίας χρονικό διάστημα. Με την έγερση της αξίωσης αυτής, η οποία ερείδεται στο άρθρο 105 Εισ. Ν.Α.Κ., δεν επιδιώκεται η καταβολή συντάξεων, αλλά ζητείται η αποκατάσταση ζημίας που προκλήθηκε στο δικαιούχο από την παράνομη στέρηση συνταξιοδοτικών παροχών κατά το προγενέστερο της τριετίας χρονικό διάστημα, μόνο δε για τον προσδιορισμό του ύψους της οφειλόμενης αποζημίωσης λαμβάνεται απλώς υπόψη η σύνταξη. Συνεπώς, η αγωγή για καταβολή αποζημίωσης σε συνταξιούχο του Δημοσίου, λόγω παράνομου κανονισμού της σύνταξής του από τα όργανα του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους που διαπιστώθηκε με απόφαση του Ελεγκτικού Συνεδρίου, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως συνταξιοδοτικού περιεχομένου και δεν κωλύεται από το άρθρο 60 παρ. 1 του Σ.Κ., το οποίο περιορίζει μόνο το χρόνο της αναδρομικής καταβολής συντάξεων χωρίς να αποκλείει τη διεκδίκηση από το δικαιούχο της ζημίας επί της οποίας θεμελιώνεται η ειδική αδικοπραξία του άρθρου 105 Εισ. Ν.Α.Κ.. Η θέση αυτή επικουρείται και από την εισηγητική έκθεση του ν. 1489/1984, από την οποία προκύπτει ότι ο νομοθέτης θεωρεί δεδομένη τη δυνατότητα άσκησης αποζημιωτικής αγωγής και για να αποφευχθεί αυτό παρέτεινε την αναδρομική καταβολή συντάξεων από ένα σε τρία έτη, κρίνοντας, υπό τις επικρατούσες τότε συνθήκες, το εν λόγω χρονικό διάστημα εύλογο για την περαίωση των συνταξιοδοτικών υποθέσεων. Συναφώς, ο αποκλεισμός, υπό την ισχύ του άρθρου 60 παρ. 1 του Σ.Κ., του ένδικου βοηθήματος της αποζημιωτικής αγωγής θα οδηγούσε σε παραβίαση του άρθρου 20 του Συντάγματος, αφού ο ενδιαφερόμενος θα στερείτο δικαστικής προστασίας κατά το χρονικό διάστημα από τη γέννηση της συνταξιοδοτικής του αξίωσης μέχρι το χρόνο της αναδρομικής έκτασης αυτής, δηλαδή κατά το πέραν της τριετίας από την έκδοση της περατώνουσας τη συνταξιοδοτική του υπόθεση πράξης ή απόφασης χρονικό διάστημα, στο οποίο δεν μπορούν να αναδράμουν τα οικονομικά αποτελέσματα του συνταξιοδοτικού δικαιώματος.

   V.  Στην υπό κρίση υπόθεση από την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση προκύπτουν τα εξής : Ο αναιρεσείων, πολιτικός συνταξιούχος ως επίτιμος Πρόεδρος του Αρείου Πάγου, με την από 30.6.1992 αίτησή του προς το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους (Γ.Λ.Κ.) ζήτησε ν' αναπροσαρμοστεί η σύνταξή του για το χρονικό διάστημα από 1.11.1990 έως 30.11.1991 με βάση το σύνολο των αποδοχών των διευθυντών γιατρών του Ε.Σ.Υ., τις οποίες δικαιώθηκαν οι ομοιόβαθμοί του εν ενεργεία δικαστικοί λειτουργοί κατ' εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 4 και 88 του Συντάγματος, 29 και 30 του ν. 1397/1983 και 14 παρ. 11 του ν. 1968/1991. Η αίτησή του αυτή απορρίφθηκε με την Γ.1286/1992 πράξη του Διευθυντή της 42ης Δ/νσης του Γ.Λ.Κ., κατά της οποίας ο αναιρεσείων άσκησε έφεση που επίσης απορρίφθηκε με τη 269/1994 απόφαση του ΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Κατ' αυτής ο αναιρεσείων άσκησε ενώπιον της Ολομέλειας του Δικαστηρίου αίτηση αναίρεσης, η οποία με την 1065/1994 απόφαση έγινε εν μέρει δεκτή και ανακαθορίστηκε κατά τα αιτούμενα η σύνταξή του, πλην όμως για το χρονικό διάστημα από 1.5.1991  έως 30.11.1991, λόγω της κατά το άρθρο 60 παρ. 1 του Σ.Κ. απαγόρευσης της περαιτέρω αναδρομής. Ακολούθως ο αναιρεσείων με την από 4.7.1994 αγωγή του ζήτησε την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη από τη στέρηση της αυξημένης σύνταξής του για απώτερο της τριετίας χρονικό διάστημα (1.11.1990 έως 30.4.1991), επικαλούμενος ότι η ζημία του αυτή υπήρξε απότοκη της παράλειψης των συνταξιοδοτικών οργάνων της Διοίκησης, που εκδηλώθηκε με την κριθείσα ως παράνομη και ακυρωθείσα Γ.1286/1992 πράξη, να προβούν εγκαίρως στην αναπροσαρμογή της σύνταξής του για το ζητούμενο χρονικό διάστημα. Η αγωγή αυτή εισαχθείσα προς συζήτηση στο ΙΙ Τμήμα απορρίφθηκε με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Ειδικότερα το Τμήμα έκρινε ότι ενόψει της απόλυτης διατύπωσης του άρθρου 60 του Σ.Κ. δεν υπάρχουν περιθώρια εφαρμογής του άρθρου 105 Εισ. Ν.Α.Κ., καθόσον το άρθρο 60 Σ.Κ. καλύπτει κατά τρόπο αντικειμενικό, αδιαφόρως παρανομίας των οργάνων του Δημοσίου ή της τυχόν υπαιτιότητας του ενδιαφερομένου, κάθε καθυστέρηση καταβολής μέχρι τρία έτη αναδρομικά από την έκδοση της οικείας συνταξιοδοτικής πράξης ή απόφασης αποκλειόμενης κάθε άλλης περαιτέρω υποχρέωσης για καταβολή άλλης αποζημίωσης εκ μέρους του Δημοσίου. Συναφώς έκρινε ότι τυχόν εφαρμογή του άρθρου 105  Εισ. Ν.Α.Κ., εκτός του ότι θα ερχόταν σε αντίθεση προς το άρθρο 60 Σ.Κ., θα οδηγούσε εμμέσως σε περιγραφή αυτού, αφού η εφαρμογή του θα συνεπαγόταν καταβολές προς αποκατάσταση ζημίας για μη καταβληθείσες συντάξεις και πέραν της τριετίας. Με τις παραδοχές δ'  αυτές απεφάνθη ότι η ασκηθείσα αποζημιωτική αγωγή του ήδη αναιρεσείοντος προς αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη από τη στέρηση της αυξημένης σύνταξής του κατά το χρονικό διάστημα πέραν της τριετούς αναδρομικής έκτασης της ανωτέρω απόφασης είναι αβάσιμη και εντεύθεν απορριπτέα. Πλην όμως με τα δεδομένα αυτά η κρίση του Τμήματος ελέγχεται ως μη νόμιμη, αφού ερμήνευσε και εφάρμοσε εσφαλμένα τις προπαρατεθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις. Επομένως ο σχετικός λόγος αναίρεσης είναι βάσιμος και πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αίτηση. Δέκα (10) όμως μέλη του Δικαστηρίου, ήτοι ο Πρόεδρος Κωνσταντίνος Ρίζος και οι Σύμβουλοι Ελένη Φώτη, Κωνσταντίνος Κώης, Αθανάσιος Φρύδας, Ηλίας Αλεξανδρόπουλος, Φλωρεντία Καλδή, Γεώργιος Κωνσταντάς, Διονύσιος Λασκαράτος, Μιχαήλ Ζυμής και Μαρία Βλαχάκη, είχαν την ακόλουθη διαφορετική γνώμη. Το Τμήμα ορθά ερμήνευσε και εφάρμοσε τις προπαρατεθείσες ουσιαστικού δικαίου διατάξεις και ο προβαλλόμενος λόγος αναιρέσεως είναι αβάσιμος και επομένως η ένδικη αίτηση αναιρέσεως έπρεπε να απορριφθεί καθόσον κατά το άρθρο 60 παρ. 1 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (π.δ. 1041/1979 και ήδη π.δ. 166/2000), όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 18 παρ. 10 του  ν. 1489/1984, δεν επιτρέπεται σε καμιά ανεξαιρέτως περίπτωση να αναγνωριστούν αναδρομικά εις βάρος του Δημοσίου Ταμείου οικονομικά δικαιώματα από συντάξεις για χρονικό διάστημα πέραν των τριών ετών από την πρώτη του μήνα κατά τον οποίο εκδίδεται η σχετική πράξη ή απόφαση. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη  και με τις λοιπές διατάξεις του Συνταξιοδοτικού Κώδικα (Σ.Κ.), προκύπτει ότι με την πράξη ή την απόφαση για κανονισμό σύνταξης αναγνωρίζεται ή διαπλάσσεται, ανάλογα με την περίπτωση, ένα αντίστοιχο συνολικό δικαίωμα, του οποίου τα οικονομικά αποτελέσματα, δηλαδή η καταβολή της σύνταξης, σε καμιά περίπτωση  - εκτός βεβαίως αν τούτο προκύπτει από διάταξη νόμου -  δεν μπορούν να εκταθούν αναδρομικά πέραν της τριετίας από την πρώτη του μήνα κατά τον οποίο εκδίδεται η σχετική πράξη ή απόφαση, με την οποία αναγνωρίζεται ή διαπλάσσεται το σχετικό συνταξιοδοτικό δικαίωμα. Τούτο έχει την έννοια ότι πέραν της ως άνω τριετούς αναδρομής από την έκδοση της σχετικής κανονιστικής της σύνταξης πράξης ή απόφασης δεν υπάρχει συνταξιοδοτική αξίωση και συνεπώς ούτε οποιαδήποτε αναγνώριση οικονομικών αποτελεσμάτων είναι δυνατή ή απορρέουσα εξ αυτής από οποιαδήποτε αιτία, συνεπώς και εκ της εκ του άρθρου 105 Εισ. ΝΑΚ τοιαύτης, και αν αυτά ζητούνται. Η εν λόγω νομοθετική ρύθμιση δεν θεσμοθετεί παραγραφή δεδουλευμένων συντάξεων αναδρομικά ή του καθόλου συνταξιοδοτικού δικαιώματος, περιπτώσεις που προβλέπονται ειδικά από τις διατάξεις του άρθρου 61 του Σ.Κ. (βλ. και άρθρ. 90 παρ. 5 του ν. 2362/1995 περί Δημοσίου Λογιστικού). Δημιουργεί μία χρονική διάρκεια μέχρι τρία έτη αναδρομικά, με αφετηρία πάντοτε την έκδοση της σχετικής πράξης ή απόφασης για κανονισμό της οικείας σύνταξης, η οποία ως εκ τούτου σε όλες τις περιπτώσεις και για κάθε αιτία είναι πάντοτε σταθερή. Τούτο επιβάλλεται κατά νόμο για λόγους καθαρά δημοσιονομικού συμφέροντος, δηλαδή προς αποφυγή της υπέρμετρης και απρόβλεπτης επιβάρυνσης του Δημοσίου Προϋπολογισμού.  Η ρύθμιση αυτή, σημειωτέον, λόγω της σταθερότητας της αναδρομικής χρονικής της έκτασης, δεν έρχεται σε αντίθεση προς τις διατάξεις  του άρθρου 4 του Συντάγματος, εφόσον το Δημόσιο σε καμιά περίπτωση δεν αναγνωρίζει, ούτε παρέχει αξίωση σύνταξης πέραν της τριετίας ανεξάρτητα από το χρόνο έκδοσης της οικείας συνταξιοδοτικής πράξης ή απόφασης, που αποτελεί και την αφετηρία της εν λόγω χρονικής έκτασης. Λόγω δε της φύσεως του συνταξιοδοτικού δικαιώματος και της αξίωσης από αυτό, όπως διαμορφώνεται κυρίως με το άρθρο 60 του Σ.Κ., όπου προσδιορίζεται χρονικά η έκτασή του για κάθε αιτία που απορρέει από αυτό, δεν περιορίζεται το δικαίωμα του πολίτη να προσφύγει στο Ελεγκτικό Συνέδριο, μόνο αρμόδιο δικαστήριο προς επίλυση κάθε συνταξιοδοτικής διαφοράς και συνεπώς δεν συντρέχει περίπτωση παραβίασης των άρθρων 20 παρ. 1 του Συντάγματος ή 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α.. ’λλωστε, συνεπεία της ανυπαρξίας της συνταξιοδοτικής αξίωσης, ο τιθέμενος με το άρθρο αυτό χρονικός περιορισμός δεν ελέγχεται ασύμβατος προς τις διατάξεις του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως «για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών» (Ε.Σ.Δ.Α.) από τις οποίες καλύπτονται περιουσιακά δικαιώματα και ειδικότερα απαιτήσεις που υφίστανται κατά το εθνικό δίκαιο, όπως προαναφέρθηκε και όχι αναδρομικώς πέραν της τριετίας ανύπαρκτες. Δεδομένης μάλιστα της απόλυτης διατύπωσης της προαναφερόμενης διάταξης του άρθρου 60 του Σ.Κ. δεν υπάρχουν περιθώρια για εφαρμογή  του άρθρου 105 Εισ. Ν.Α.Κ., καθόσον το άρθρο 60 του Σ.Κ. καλύπτει κατά τρόπο αντικειμενικό, ανεξάρτητα από τυχόν παρανομία των οργάνων του Δημοσίου (βλ. αναλ. άρθρο 65 Σ.Κ.) ή την (τυχόν) υπαιτιότητα του ενδιαφερομένου, κάθε καθυστέρηση καταβολής της σύνταξης μέχρι τρία έτη αναδρομικά από την έκδοση της κανονιστικής πράξης ή απόφασης, είτε πρόκειται για δικαίωμα σύνταξης που αναγνωρίζεται για πρώτη φορά, είτε για αύξηση αυτής  αφού ουδεμία διάκριση γίνεται, αποκλειόμενης κάθε άλλης  περαιτέρω υποχρέωσης για καταβολή άλλης αποζημίωσης εκ μέρους του Δημοσίου. Η τυχόν δε εφαρμογή και του άρθρου 105 Εισ. Ν.Α.Κ., πέραν του ότι θα ερχόταν σε αντίθεση προς το προμνημονευόμενο άρθρο 60 του Σ.Κ., θα οδηγούσε αμέσως  σε περιγραφή αυτού, αφού η εφαρμογή του θα συνεπαγόταν καταβολές προς αποκατάσταση ζημίας για μη καταβληθείσες συντάξεις και πέραν της τριετίας. Ενόψει αυτών η αγωγή, που θεμελιώνεται στο άρθρο 105 Εισ. Ν.Α.Κ. και με την οποία ο ήδη αναιρεσείων επιδιώκει την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη από την παράνομη δραστηριότητα των οργάνων της Διοίκησης και η οποία συνίσταται στις διαφορές συντάξεων που στερήθηκε κατά το χρονικό διάστημα στο οποίο δεν ανατρέχει, λόγω του προβλεπόμενου από το άρθρο 60 παρ. 1 του Σ.Κ. περιορισμένου αναδρομικού χρονικού ορίζοντος, η καταβολή της αυξητικά καθορισθείσας σύνταξής του, είναι μη νόμιμη. Η γνώμη όμως αυτή δεν εκράτησε. Συνεπώς πρέπει να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να διαταχθεί η απόδοση του κατατεθέντος παραβόλου στον αναιρεσείοντα (άρθρα 61 παρ. 5 και 117 του π.δ. 1225/1981).

   VI.  Μετά την αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης η Ολομέλεια κρίνει ότι η υπόθεση πρέπει να αναπεμφθεί στο αρμόδιο ΙΙ Τμήμα, καθόσον αυτή χρειάζεται διευκρίνιση κατά το πραγματικό μέρος της (άρθρα 58 παρ. 4 του π.δ. 774/1980 και 116 του π.δ. 1225/1981).

   Για τους λόγους αυτούς

   Δέχεται την από 24.11.2003 αίτηση του Ι Α Γ, περί αναιρέσεως της 1087/2003 αποφάσεως του ΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

   Αναιρεί την απόφαση αυτή.

   Αναπέμπει την υπόθεση για νέα κρίση στο ΙΙ Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου υπό διαφορετική σύνθεση  και

   Διατάσσει την απόδοση του κατατεθέντος παραβόλου στον αναιρεσείοντα.

   Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις 26 Ιανουαρίου 2005.

   Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στις