Ολ. 1493/2005

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Κανονισμός σύνταξης - Εφεση - Προθεσμία - Επανεξέταση υπόθεσης -.

 

Aφετήριο γεγονός της ετήσιας προθεσμίας προσβολής της πράξεως ή αποφάσεως κανονισμού συντάξεως με το ένδικο μέσο της εφέσεως αποτελεί η κοινοποίηση της πράξης αυτής, στην περίπτωση δε της μη κοινοποιήσεως της σχετικής πράξης ή απόφασης, ως ημερομηνία συντελέσεως της κοινοποιήσεως θεωρείται η εξηκοστή ημέρα από τη χρονολογία που φέρει, όχι η κοινοποιητέα συνταξιοδοτική πράξη ή απόφαση, αλλά το έγγραφο κοινοποιήσεως που πρέπει υποχρεωτικώς κατά νόμο να την συνοδεύει. Σε περίπτωση που δεν υπάρχει έγγραφο κοινοποίησης των ως άνω πράξεων απευθυνόμενο σε εκείνον που οι πράξεις αφορούν, η ετήσια προθεσμία για την άσκηση της έφεσης αρχίζει από τότε που ο ενδιαφερόμενος έλαβε πλήρη γνώση της προσβαλλόμενης πράξης, η οποία (γνώση) πρέπει να αποδεικνύεται από τα στοιχεία του φακέλου. Ως κοινοποίηση δηλαδή της συνταξιοδοτικής πράξης νοείται η πλήρης γνώση της ύπαρξης και του περιεχομένου αυτής. Από μόνη την υποβολή στο Γ.Λ.Κ. της αιτήσεως του αναιρεσείοντα με την οποία ζητούσε την αναπροσαρμογή της μηνιαίας συντάξεώς του κατόπιν συνυπολογισμού στο συντάξιμο μισθό του και της «πάγιας αποζημίωσης», δεν δύναται άνευ ετέρου να συναχθεί ότι αυτός είχε λάβει πλήρη γνώση της σχετικής περί της αναπροσαρμογής της σύνταξής του πράξης. (Αντίθετη μειοψηφία). Οι κριθείσες οριστικά και τελεσίδικα με πράξη ή απόφαση του αρμόδιου συνταξιοδοτικού οργάνου συνταξιοδοτικές υποθέσεις είναι δυνατό να επαναφέρονται για εξέταση σε πρώτο βαθμό, μετά από αίτηση των ενδιαφερομένων, εφόσον αυτοί επικαλούνται αντίθετη απόφαση του Δικαστηρίου αυτού που εκδόθηκε μετά την έκδοση της οριστικής πράξης ή απόφασης. Κρίναν το Τμήμα ότι ο ήδη αναιρεσείων υπέβαλε αίτημα επανεξέτασης της υπόθεσής του κατ' εφαρμογή του άρθρου 66 παρ. 8 εδ. α' του Συνταξιοδοτικού Κώδικα, εσφαλμένα εκτίμησε το δικόγραφο της κριθείσας έφεσης του, με το οποίο αυτός ζήτησε τον χαρακτηρισμό της προβλεπόμενης από το άρθρο 2 παρ. 6 του ν. 2521/1997 «πάγιας αποζημίωσης» ως συντάξιμης παροχής και, περαιτέρω, τον συνυπολογισμό αυτής στις συντάξιμες αποδοχές του αναδρομικώς. Κατά συνέπεια, παρά το νόμο το δικάσαν Τμήμα έλαβε υπόψη του πράγματα μη προταθέντα με το δικόγραφο της κριθείσας έφεσης. (Αντίθετη μειοψηφία).

 

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

   Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 2 Μαρτίου 2005, με την ακόλουθη σύνθεση :  Κωνσταντίνος Ρίζος, Πρόεδρος, Μιχαήλ Δημητρόπουλος, Χρήστος Χριστοφιλόπουλος, Γεώργιος - Σταύρος Κούρτης, Γεώργιος Σχοινιωτάκης, Ιωάννης Καραβοκύρης, Χρήστος Ντάκουρης, Αντιπρόεδροι, Ελένη Φώτη, Κωνσταντίνος Κώης, Ιωάννης Μπαλαφούτης, Κωνσταντίνος Κανδρής, Αθανάσιος Φρύδας, Μαρία Ζαγκλιβερινού, Αντώνιος Τομαράς, Ηλίας Αλεξανδρόπουλος, Θεοχάρης Δημακόπουλος, Φλωρεντία Καλδή, Διονύσιος Λασκαράτος, Μιχαήλ Ζυμής, Ευφροσύνη Κραμποβίτη, Ανδρονίκη Θεοτοκάτου, Γαρυφαλλιά Καλαμπαλίκη, Ευάγγελος Νταής, Χρυσούλα Καραμαδούκη, Σωτηρία Ντούνη, Νικόλαος Μηλιώνης, Κωνσταντίνος Κωστόπουλος, Γεωργία Μαραγκού, Βασιλική Ανδρεοπούλου (εισηγήτρια), Μαρία Αθανασοπούλου και Ασημίνα Σαντοριναίου,  Σύμβουλοι (οι Αντιπρόεδροι Ευστάθιος Ροντογιάννης και Νικόλαος Αγγελάρας και οι Σύμβουλοι Γεώργιος Κωνσταντάς και Μαρία Βλαχάκη απουσίασαν δικαιολογημένα),

   Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας : Ανδρέας Καπερώνης, Επίτροπος της Επικρατείας, νόμιμος αναπληρωτής του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας Βασιλείου Χασαπογιάννη, που απουσίασε δικαιολογημένα,

   Γραμματέας : Γεώργιος Κομπολάκης, Επίτροπος, Προϊστάμενος της Γραμματείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου,

   Για να δικάσει την από 5 Νοεμβρίου 2004 περί αναιρέσεως της1439/2004 οριστικής απόφασης του ΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου αίτηση του Β Α. Κ, κατοίκου Φιλοθέης Αττικής (οδός Β Η *), ο οποίος εμφανίστηκε στο ακροατήριο και ζήτησε να εκδικαστεί η υπόθεσή του,

   κατά του Ελληνικού Δημοσίου, το οποίο εκπροσωπεί ο Υπουργός Οικονομικών, ο οποίος παραστάθηκε δια του Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Νικολάου Καραγιώργη.

   Με την 432947/97/13.7.1998 πράξη του Διευθυντή της 42ης Διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους αναπροσαρμόστηκε από 1.8.1997 η μηνιαία σύνταξη του ήδη αναιρεσείοντα, συνταξιούχου δικαστικού λειτουργού (επίτιμου Προέδρου του Αρείου Πάγου), με βάση τα μισθολογικά δεδομένα του ν. 2521/1997, χωρίς το συνυπολογισμό στο συντάξιμο μισθό του και της «πάγιας αποζημίωσης» της παραγρ. 6 του άρθρου 2 του ως άνω νόμου. Περαιτέρω, με την 2176/4.12.2003 απόφαση της Επιτροπής Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων της ίδιας υπηρεσίας (Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους) απορρίφθηκε ένσταση του αναιρεσείοντα κατά εγγράφου της ανωτέρω 42ης Διεύθυνσης, απορριπτικού αίτησής του για αναπροσαρμογή της σύνταξής του από 1.1.1997, κατόπιν συνυπολογισμού στο συντάξιμο μισθό του και της ως άνω πάγιας αποζημίωσης.

   Με την αναιρεσιβαλλόμενη 1439/2004 απόφαση του ΙΙ Τμήματος απορρίφθηκε έφεση του ιδίου κατά των ως άνω πράξης και απόφασης, ως προς μεν την πράξη ως απαράδεκτη λόγω εκπροθέσμου άσκησής της, ως προς δε την απόφαση, καθόσον αφορούσε στο χρονικό διάστημα προ της 1.1.2003 ως νομικά αβάσιμη, όσον δ' αφορούσε στο χρονικό διάστημα μετά την 1.1.2003 ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος.

   Με την αίτηση που κρίνεται και για τους λόγους που αναφέρονται σ' αυτή ζητείται η αναίρεση της προαναφερόμενης απόφασης του ΙΙ Τμήματος.

   Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε το Δικαστήριο άκουσε :

   Τον Πάρεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, για το αναιρεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο, που ζήτησε την απόρριψη της αίτησης αναίρεσης  και

   Τον Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, που πρότεινε ομοίως την απόρριψη αυτής.

   Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη με παρόντες τους δικαστές που έλαβαν μέρος στη συζήτηση της υποθέσεως, εκτός από τον Αντιπρόεδρο Χρήστο Ντάκουρη και τους Συμβούλους Θεοχάρη Δημακόπουλο, Σωτηρία Ντούνη και Μαρία Αθανασοπούλου, που απουσίασαν λόγω κωλύματος.

   Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα  και

   Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο,

   Αποφάσισε τα εξής :

   Ι.    Η  υπό  κρίση  αίτηση   περί  αναιρέσεως   της   1439/2004   οριστικής απόφασης του ΙΙ Τμήματος του Δικαστηρίου τούτου έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα και για τη συζήτησή της έχει τηρηθεί η νόμιμη προδικασία. Συνεπώς, πρέπει, μετά την καταβολή του νομίμου παραβόλου (με τα ειδικά έντυπα γραμμάτια του Δημοσίου Σειράς Α' 1577175, 834163 και 1622597), να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το βάσιμο των λόγων της, οι οποίοι συνίστανται σε α) παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας με την ειδικότερη αιτίαση της παρά το νόμο κήρυξης απαράδεκτης της έφεσης του ήδη αναιρεσείοντος κατά της 432947/97/13.7.1998 πράξης της 42ης Διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους ως εκπροθέσμως ασκηθείσης  και β) παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας με την ειδικότερη αιτίαση της παρά το νόμο έκδοσης απόφασης επί της εφέσεως του αναιρεσείοντα κατά της 2176/4.12.2003 απόφασης της Επιτροπής Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων κατόπιν μεταβολής ή υποκαταστάσεως ή προσθήκης λόγου εφέσεως από το Δικαστήριο της ουσίας, και παρά τη δικονομική απουσία του αναιρεσείοντος, ο οποίος εμφανίστηκε μεν στο ακροατήριο και ζήτησε να εκδικαστεί η υπόθεσή του, πλην όμως χωρίς πληρεξούσιο δικηγόρο (άρθρα 16, 27, 65 και 117 π.δ. 1225/1981).

   ΙΙ.  Με την ένδικη αίτηση ο αναιρεσείων, συνταξιούχος δικαστικός λειτουργός, αιτείται την αναίρεση της πληττόμενης απόφασης, με την οποία απορρίφθηκε έφεση του ιδίου κατά των α) 432947/97/13.7.1998 πράξης του Διευθυντή της 42ης Διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, με την οποία αναπροσαρμόστηκε η σύνταξή του, σύμφωνα με τα μισθολογικά δεδομένα του ν. 2521/1997, από 1.8.1997, χωρίς το συνυπολογισμό στο συντάξιμο μισθό του και της «πάγιας αποζημίωσης» της παραγρ. 6 του άρθρου 2 του ανωτέρω νόμου, ως απαράδεκτη λόγω εκπρόθεσμης άσκησής της  και β) 2176/4.12.2003 απόφασης της Επιτροπής Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων (Ε.Ε.Π.Κ.Σ.) του Γ.Λ.Κ., με την οποία απορρίφθηκε ένστασή του κατά εγγράφου της ίδιας ως άνω Διεύθυνσης, απορριπτικού αίτησής του για αναπροσαρμογή της σύνταξής του από 1.1.1997, κατόπιν συνυπολογισμού στο συντάξιμο μισθό του και της ως άνω πάγιας αποζημίωσης, καθόσον μεν το αίτημά του αφορούσε στο χρονικό διάστημα προ της 1.1.2003 ως νομικά αβάσιμη, όσον δε αφορούσε στο μετά την 1.1.2003 χρονικό διάστημα ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος.

   ΙΙΙ.  Με τη διάταξη της παρ. 6 του άρθρου 66 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (ήδη π.δ. 166/2000), όπως ίσχυε κατά το χρόνο έκδοσης της 432947/97/13.7.1998 πράξης του Διευθυντή της 42ης Διεύθυνσης του Γ.Λ.Κ., ορίζεται ότι η πράξη κανονισμού σύνταξης και η απόφαση της Επιτροπής Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων υπόκεινται σε έφεση ενώπιον του αρμοδίου Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η οποία ασκείται είτε από τον Υπουργό των Οικονομικών εντός έτους από της εκδόσεως της πράξεως ή αποφάσεως, είτε από οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον, επίσης εντός έτους από της κοινοποιήσεώς τους σ' αυτόν. Περαιτέρω με τις διατάξεις των εδαφίων 1 και 2 της παρ. 10 του ιδίου άρθρου (όπως το δεύτερο εδάφιο αντικαταστάθηκε από 1.7.1998 με την παρ. 17 του άρθρ. 5 του ν. 2703/1999) ορίζεται ότι οι πράξεις κανονισμού συντάξεως ή αναγνωρίσεως διάρκειας της υπηρεσίας, καθώς και οι αποφάσεις της Ε.Ε.Π.Κ.Σ., οι οποίες εκδίδονται σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 4 του α.ν. 599/1968, κοινοποιούνται σε επικυρωμένο αντίγραφο στους ενδιαφερομένους και ότι η κοινοποίηση αυτή θεωρείται ότι έγινε την εξηκοστή ημέρα από την ημερομηνία που φέρει το έγγραφο της κοινοποιήσεως. Τέλος, κατά το άρθρο 50 παρ. 3 του π.δ. 1225/1981 «η εκπροθέσμως ασκηθείσα έφεσις απορρίπτεται ως απαράδεκτος». Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι αφετήριο γεγονός της ετήσιας προθεσμίας προσβολής της πράξεως ή αποφάσεως κανονισμού συντάξεως με το ένδικο μέσο της εφέσεως αποτελεί η κοινοποίηση της πράξης αυτής, στην περίπτωση δε της μη κοινοποιήσεως της σχετικής πράξης ή απόφασης, ως ημερομηνία συντελέσεως της κοινοποιήσεως θεωρείται η εξηκοστή ημέρα από τη χρονολογία που φέρει, όχι η κοινοποιητέα συνταξιοδοτική πράξη ή απόφαση, αλλά το έγγραφο κοινοποιήσεως που πρέπει υποχρεωτικώς κατά νόμο να την συνοδεύει. Σε περίπτωση δε μη υπάρξεως αποδεικτικού κοινοποιήσεως ή εγγράφου κοινοποιήσεως, η έφεση έχει ασκηθεί εμπροθέσμως.

   IV.  Στην προκειμένη περίπτωση, με την προσβαλλόμενη απόφασή του το δικάσαν (ΙΙ) Τμήμα απέρριψε ως απαράδεκτη λόγω εκπροθέσμου ασκήσεώς της την από 29.12.2003 έφεση του ήδη αναιρεσείοντα κατά της 432947/97/13.7.1998 πράξης του Διευθυντή της 42ης Δ/νσης του Γ.Λ.Κ., αφού έκανε δεκτό ότι ναι μεν δεν προέκυψε από τα στοιχεία του φακέλου ο χρόνος κοινοποίησης αυτής στον αναιρεσείοντα, πλην όμως από την μεταγενέστερα, από 17.10.2002, υποβληθείσα προς την ίδια Διεύθυνση (αριθ. πρωτ. 105217/17.12.2002) αίτησή του, με την οποία ζητούσε την αναπροσαρμογή της μηνιαίας συντάξεώς του από 1.1.1997 κατόπιν συνυπολογισμού στο συντάξιμο μισθό του και της «πάγιας αποζημίωσης» της παραγρ. 6 του άρθρου 2 του ν. 2521/1997, προέκυψε ότι αυτός είχε λάβει πλήρη γνώση του περιεχομένου της ως άνω πράξεως τουλάχιστον από της 17.10.2002, ημερομηνίας της κατά τα προηγούμενα αιτήσεώς του, οπότε από το χρόνο αυτό πλήρους γνώσεως της πράξεως (17.10.2002) μέχρι της άσκησης της εφέσεώς του (29.12.2003) είχε παρέλθει η ετήσια προθεσμία προσβολής της. Έτσι όμως που έκρινε το δικάσαν (ΙΙ) Τμήμα έσφαλε, κατά την πλειοψηφούσα γνώμη του Δικαστηρίου αυτού, αφού, ενόψει του ότι ως κοινοποίηση της συνταξιοδοτικής πράξης νοείται η πλήρης γνώση της ύπαρξης και του περιεχομένου του κοινοποιουμένου εγγράφου, από μόνη την υποβολή στο Γ.Λ.Κ. της αιτήσεως του αναιρεσείοντα με το ως άνω περιεχόμενο δεν δύναται άνευ ετέρου να συναχθεί ότι αυτός είχε λάβει πλήρη γνώση της σχετικής περί της αναπροσαρμογής της σύνταξής του πράξης και δη του μη συνυπολογισμού στις συντάξιμες αποδοχές του κρισίμου επιδόματος και, συνεπώς, ο πρώτος λόγος αναιρέσεως περί παραβάσεως ουσιώδους τύπου της διαδικασίας εκ της παρά το νόμο κήρυξης απαράδεκτης της εφέσεως κατά της ανωτέρω πράξεως ως εκπροθέσμως ασκηθείσης από το δικαστήριο της ουσίας πρέπει, κατά τη γνώμη αυτή, και σύμφωνα προς τα διαλαμβανόμενα προηγούμενα, να γίνει δεκτός ως βάσιμος. Μειοψήφησαν εννέα (9) μέλη του Δικαστηρίου αυτού, ήτοι οι Αντιπρόεδροι Μιχαήλ Δημητρόπουλος και Ιωάννης Καραβοκύρης και οι Σύμβουλοι Φλωρεντία Καλδή, Μιχαήλ Ζυμής, Ευφροσύνη Κραμποβίτη, Ανδρονίκη Θεοτοκάτου, Γαρυφαλιά Καλαμπαλίκη, Κωνσταντίνος Κωστόπουλος και Γεωργία Μαραγκού, οι οποίοι διατύπωσαν την ακόλουθη άποψη: Από το συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 66 παρ. 6 και 10 του Κώδικα Πολιτικών και Στρατιωτικών Συντάξεων (ήδη Π.Δ.166/2000), όπως ίσχυαν κατά το χρόνο έκδοσης της προσβληθείσας με έφεση 432947/97/13.7.1998 πράξης του Διευθυντή της 42ης Διεύθυνσης του Γ.Λ.Κ., συνάγεται ότι η πράξη του Προϊσταμένου της αρμόδιας Διεύθυνσης του Γ.Λ.Κ., με την οποία γίνεται δεκτό ή απορρίπτεται αίτημα για κανονισμό σύνταξης σε βάρος του Δημοσίου Ταμείου, καθώς και η επί της τυχόν ασκηθείσας ένστασης κατά της τελευταίας πράξης απόφαση της Επιτροπής Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων προσβάλλονται με έφεση ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου, η οποία ασκείται από εκείνον που έχει έννομο συμφέρον μέσα σε προθεσμία ενός έτους από την κοινοποίηση των εν λόγω διοικητικών πράξεων. Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων σε περίπτωση που δεν υπάρχει έγγραφο κοινοποίησης των ως άνω πράξεων απευθυνόμενο σε εκείνο που οι πράξεις αφορούν, η ετήσια προθεσμία για την άσκηση της έφεσης αρχίζει από τότε που ο ενδιαφερόμενος έλαβε πλήρη γνώση της προσβαλλόμενης πράξης, η οποία(γνώση) πρέπει να αποδεικνύεται από τα στοιχεία του φακέλου (πρβλ. Απόφ Ολομ. 1315/2001). Ως κοινοποίηση δηλαδή της συνταξιοδοτικής πράξης νοείται η πλήρης γνώση της ύπαρξης και του περιεχομένου αυτής (βλ Αποφ. Ολομ. 536, 811/2004). Στην προκειμένη περίπτωση το δικάσαν Τμήμα, κατά την ανέλεγκτη ως προς τα πραγματικά περιστατικά κρίση του, δέχθηκε ότι δεν προέκυπτε μεν ο χρόνος κοινοποίησης στον τότε εκκαλούντα της 432947/97/13.7.1998 πράξης του Διευθυντή της 42ης Διεύθυνσης του Γ.Λ.Κ., πλην όμως από τα στοιχεία του φακέλου προέκυπτε ότι ο νυν αναιρεσείων είχε λάβει πλήρη γνώση του περιεχομένου της τουλάχιστον από 17.10.2002, ημερομηνία κατά την οποία υπέβαλε την 105217/17.10.2002 αίτησή του στο Γ.Λ.Κ., με την οποία ζητούσε να γίνει αναπροσαρμογή της σύνταξής του από 1.1.1997 με συνυπολογισμό στο συντάξιμο μισθό του και της πάγιας αποζημίωσης της παρ. 6 του άρθρου 2 του ν. 2521/1997, επικαλούμενος την αντίθετη προς την αρχική κρίση του Γ.Λ.Κ. για την με τον τρόπο αυτό αναπροσαρμογή της σύνταξης των δικαστικών λειτουργών 1317/2001 απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου. Με βάση τις παραδοχές αυτές το ΙΙ Τμήμα έκρινε ότι από το χρόνο  της πλήρους γνώσης της πράξης (17.10.2002) μέχρι την άσκηση της έφεσης (29.12.2003) παρήλθε χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του έτους και απέρριψε την ασκηθείσα κατά της ως άνω πράξης έφεση ως απαράδεκτη,  λόγω εκπρόθεσμης ασκήσεώς της. Κρίνοντας έτσι το Τμήμα που δίκασε την υπόθεση ορθά, κατά τη μειοψηφούσα γνώμη, τις ανωτέρω διατάξεις ερμήνευσε και εφάρμοσε, αιτιολόγησε δε πλήρως την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, αφού από τα έγγραφα που επικαλείται η απόφαση αυτή προκύπτει ότι ο αναιρεσείων είχε λάβει πλήρη γνώση του περιεχομένου της προαναφερόμενης πράξης αναπροσαρμογής, λόγος για τον οποίο άλλωστε και υπέβαλε την ανωτέρω αίτηση στο Γ.Λ.Κ. μόλις πληροφορήθηκε την έκδοση της 1317/2001 απόφασης της Ολομέλειας του Δικαστηρίου αυτού, με την οποία κρίθηκε ότι για την αναπροσαρμογή της σύνταξης των δικαστικών λειτουργών ήταν συνυπολογιστέα και η ως άνω «πάγια αποζημίωση», χωρίς τον υπολογισμό της οποίας είχε γίνει η αναπροσαρμογή της σύνταξής του με την εν λόγω εκκληθείσα πράξη.

   V.  Περαιτέρω, το ΙΙ Τμήμα, δικάζοντας την ίδια έφεση του ήδη αναιρεσείοντα κατά της 2176/4.12.2003 απόφασης της Επιτροπής Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων του Γ.Λ.Κ., με την οποία απορρίφθηκε ένστασή του κατά εγγράφου του Διευθυντή της 42ης Διεύθυνσης της ίδιας υπηρεσίας (Γ.Λ.Κ.), απορριπτικού της 105217/17.12.2002 αίτησής του περί αναπροσαρμογής της σύνταξής του από 1.1.1997 κατόπιν συνυπολογισμού στο συντάξιμο μισθό του και της «πάγιας αποζημίωσης» της παραγρ. 6 του άρθρου 2 του ν. 2521/1997, έκανε δεκτό ότι το ως άνω αίτημα, για το οποίο ο αναιρεσείων επικαλέστηκε την 1317/2001 απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με την οποία κατέστη αμετάκλητη η 550/2000 απόφαση του ΙΙ Τμήματος, αντίθετη σε σχέση με την 432947/97/13.7.1998 πράξη αναπροσαρμογής της σύνταξής του και αναφορικά μόνο με το θέμα της «πάγιας αποζημίωσης», υποβλήθηκε κατ' εφαρμογή των διατάξεων του εδ. α'  της παρ. 8 του άρθρου 66 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα, σύμφωνα με τις οποίες οι κριθείσες οριστικά και τελεσίδικα με πράξη ή απόφαση του αρμόδιου συνταξιοδοτικού οργάνου συνταξιοδοτικές υποθέσεις είναι δυνατό να επαναφέρονται για εξέταση σε πρώτο βαθμό, μετά από αίτηση των ενδιαφερομένων, εφόσον αυτοί επικαλούνται αντίθετη απόφαση του Δικαστηρίου αυτού που εκδόθηκε μετά την έκδοση της οριστικής πράξης ή απόφασης και, συνεπώς, δοθέντος και ότι, κατά την κρίση του, η προαναφερθείσα πράξη αναπροσαρμογής της σύνταξης του ανωτέρω είχε καταστεί οριστική λόγω μη παραδεκτής άσκησης ενδίκου βοηθήματος κατ' αυτής, το αίτημα αυτό θα έπρεπε να γίνει εν μέρει δεκτό από τη Διοίκηση, κατά τα νομολογηθέντα από το Δικαστήριο και να αναπροσαρμοστεί η σύνταξή του με το συνυπολογισμό στο συντάξιμο μισθό του και της «πάγιας αποζημίωσης». Όμως, το Τμήμα, στη συνέχεια, λόγω του χρονικού περιορισμού του άρθρου 66 παρ. 8 εδ. β' του π.δ. 166/2000 ως προς το χρόνο έναρξης των οικονομικών αποτελεσμάτων της οικείας κανονιστικής της σύνταξης απόφασης και δεδομένου ότι από 1.1.2003 η «πάγια αποζημίωση», κατ' εφαρμογή του άρθρου 10 παρ. 1 του ν. 3075/2002, αποτελεί πλέον, κατά ρητή νομοθετική επιταγή, μαζί με το βασικό μηνιαίο μισθό και το επίδομα χρόνου υπηρεσίας, τις τακτικές βασικές μηνιαίες αποδοχές των δικαστικών λειτουργών, οι οποίες είναι, σύμφωνα και με τις λοιπές διατάξεις του άρθρου 9 του Σ.Κ., υπολογιστέες για τον κανονισμό ή την αναπροσαρμογή της σύνταξής τους, έκρινε την ανωτέρω έφεση απορριπτέα, καθόσον μεν αφορούσε στο χρονικό διάστημα προ της 1.1.2003 ως νομικά αβάσιμη, ως προς δε το μετά την 1.1.2003 χρονικό διάστημα ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος. Με τις παραδοχές όμως αυτές της προσβαλλόμενης απόφασης, κατά την πλειοψηφούσα γνώμη του Δικαστηρίου αυτού, και ειδικότερα κρίναν το Τμήμα ότι με την ως άνω αίτησή του ο ήδη αναιρεσείων υπέβαλε αίτημα επανεξέτασης της υπόθεσής του κατ' εφαρμογή του άρθρου 66 παρ. 8 εδ. α' του Συνταξιοδοτικού Κώδικα, εσφαλμένα εκτίμησε το δικόγραφο της κριθείσας έφεσης του ανωτέρω, με το οποίο αυτός, όπως από αυτό προκύπτει, ζήτησε τον χαρακτηρισμό της προβλεπόμενης από το άρθρο 2 παρ. 6 του ν. 2521/1997 «παγίας αποζημιώσεως» ως συντάξιμης παροχής και, περαιτέρω, τον συνυπολογισμό αυτής στις συντάξιμες αποδοχές του αναδρομικώς από 1.1.1997 και μέχρι της 31.12.2002. Κατά συνέπεια, παρά το νόμο το δικάσαν ΙΙ Τμήμα έλαβε υπόψη του πράγματα μη προταθέντα με το δικόγραφο της κριθείσας έφεσης και, ως εκ τούτου, κατά τη γνώμη αυτή, η προσβαλλόμενη απόφαση υπέπεσε σε παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας, κατά παραδοχή ως βασίμου του δεύτερου λόγου αναιρέσεως. Κατά τη γνώμη εννέα (9) μελών του Δικαστηρίου αυτού, ήτοι των Αντιπροέδρων Μιχαήλ Δημητρόπουλου και Ιωάννη Καραβοκύρη και των Συμβούλων Φλωρεντίας Καλδή, Μιχαήλ Ζυμή, Ευφροσύνης Κραμποβίτη, Ανδρονίκης Θεοτοκάτου, Γαρυφαλιάς Καλαμπαλίκη, Κωνσταντίνου Κωστόπουλου και Γεωργίας Μαραγκού, με την προσβαλλόμενη απόφαση το Τμήμα κρίνοντας ότι με την ως άνω αίτησή του ο ήδη αναιρεσείων υπέβαλε αίτημα επανεξέτασης της υπόθεσής του, κατ' εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 66 παρ. 8 εδ α' του Συνταξιοδοτικού Κώδικα, και ενόψει του γεγονότος ότι η περιεχόμενη στην 432947/97/13.7.1998 πράξη του Διευθυντή της 42ης Διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους κρίση είχε καταστεί οριστική, αφού κατ'  αυτής δεν είχε ασκηθεί παραδεκτώς ούτε ένσταση ενώπιον της Επιτροπής Ελέγχου Πράξεων Κανονισμού Συντάξεων ούτε έφεση ενώπιον του Ελεγκτικού Συνεδρίου (βλ. και σκέψη IV), ορθά εκτίμησε το δικόγραφο της έφεσης και ως εκ τούτου ο δεύτερος λόγος αναίρεσης περί παραβάσεως ουσιώδους τύπου της διαδικασίας με την ειδικότερη αιτίαση της λήψης πραγμάτων μη προταθέντων με το δικόγραφο της έφεσης θα έπρεπε να απορριφθεί ως αβάσιμος.

   VI.  Μετά τα ανωτέρω, πρέπει, κατά την κρατήσασα γνώμη, η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως να γίνει δεκτή, να αναιρεθεί η προσβαλλόμενη απόφαση στο σύνολό της και να διαταχθεί η απόδοση στον αναιρεσείοντα του κατατεθέντος για την άσκηση της αίτησης παραβόλου (άρθρα 61 παρ. 3 και 117 π.δ. 1225/1981). Κατά τη γνώμη όμως της μειοψηφίας η κρινόμενη αίτηση αναιρέσεως θα έπρεπε να απορριφθεί.

   VΙI.  Μετά την αναίρεση της προσβαλλόμενης απόφασης η Ολομέλεια κρίνει ότι η υπόθεση πρέπει να αναπεμφθεί στο αρμόδιο ΙΙ Τμήμα για την εκ νέου εξέτασή της υπό διάφορο σύνθεση (άρθρα 58 παρ. 4 π.δ. 774/1980 και 116 π.δ. 1225/1981).

   Για τους λόγους αυτούς

   Δέχεται την από 5 Νοεμβρίου 2004 αίτηση του Β. Α. Κ. περί αναιρέσεως της 1439/2004 οριστικής απόφασης του ΙΙ Τμήματος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.

   Αναιρεί την απόφαση αυτή.

   Διατάσσει την επιστροφή στον αναιρεσείοντα του παραβόλου αναιρέσεως  και

   Αναπέμπει στο ΙΙ Τμήμα την υπόθεση για την εκ νέου εξέτασή της, υπό διάφορο σύνθεση.

   Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις 13 Απριλίου 2005.

   Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στις