ΕΣ 1562/2005

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Συντάξεις δημοσίου - Κρατήσεις - Ειδική μηνιαία εισφορά υπέρ του Δημοσίου - Αντίθεση διατάξεων άρθρου 26 ν. 2592/1998 σε ΕΣΔΑ -.

 

διατάξεις του άρθρου 26 του ν. 2592/1998 περί επιβολής στις συντάξεις και χορηγίες που καταβάλλονται από το Δημόσιο, προσωρινής ειδικής μηνιαίας εισφοράς υπέρ του Δημοσίου, αντίκεινται στις διατάξεις του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και επομένως είναι ανίσχυρες και μη εφαρμοστέες. Επιπλέον για τις διατάξεις αυτές δεν τηρήθηκε η αναφερόμενη στο άρθρο 73 παραγρ. 2 του Συντάγματος διαδικασία προηγούμενης γνωμοδότησης από το Ελεγκτικό Συνέδριο, ανεξαρτήτως αν αυτή τηρήθηκε για τις διατάξεις του άρθρου 20 του ν. 2084/1992, εφόσον πρόκειται για νέες διατάξεις που παρατείνουν για μελλοντικό χρονικό διάστημα περιορισμό στην απονομή των συντάξεων. Κατά συνέπεια, η επιβληθείσα στη σύνταξη στρατιωτικού συνταξιούχου, κατ' εφαρμογή των διατάξεων αυτών, ειδική μηνιαία εισφορά υπέρ του Δημοσίου είναι μη νόμιμη.

 

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

   Αποτελούμενο από τον Πρόεδρο του Τμήματος, Αντιπρόεδρο Γεώργιο-Σταύρο Κούρτη, τους Συμβούλους Κωνσταντίνο Κώη και Μαρία Ζαγκλιβερινού, τις Παρέδρους Ευαγγελία-Ελισσάβετ Κουλουμπίνη και Κωνσταντίνα Ζώη (εισηγήτρια), οι οποίες μετέχουν με συμβουλευτική ψήφο και τη Γραμματέα Αλεξάνδρα Ηλιοπούλου.

   Συνεδρίασε δημόσια, στο ακροατήριο του Καταστήματός του, στις 5 Απριλίου 2005, με την παρουσία του Αντεπιτρόπου της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο Ιωάννη Σμπυρούνια, που αναπληρώνει νόμιμα το Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας, ο οποίος κωλύεται.

   Για να δικάσει την, από 3-12-2004 (αριθμ. κατάθ. 105/15-12-2004), έφεση του Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών, ο οποίος παραστάθηκε δια του Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, Παναγιώτη Λαμπρόπουλον.

   Το εκκαλούν με την έφεσή του αυτή στρέφεται α) κατά της 49/2004 πράξης του Α' Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου και β) κατά του Ν. Χ. Π., κατοίκου Βόλου (οδός Κ. αριθμ. *), ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου του δικηγόρου Αλεξάνδρου Στριμπέρη.

   Με την κρινόμενη έφεση και για τους λόγους που αναφέρονται σ' αυτή το εκκαλούν ζητεί την ακύρωση της ανωτέρω πράξης κατά της οποίας στρέφεται.

   Αφού άκουσε

   Τον εκπρόσωπο του Ελληνικού Δημοσίου που ζήτησε την παραδοχή της υπό κρίση έφεσης, τον πληρεξούσιο δικηγόρο του εφεσίβλητου που ζήτησε την απόρριψή της και τον Αντεπίτροπο της Επικρατείας που πρότεινε επίσης την απόρριψή της.

   Μετά την δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη

   Αφού μελέτησε τη δικογραφία και

   Σκέφθηκε κατά το νόμο με την συμμετοχή όλων των Δικαστών, οι οποίοι μετέσχον της σύνθεσης του Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της υπόθεσης παρουσία και της Γραμματέα.

   Αποφάσισε τα ακόλουθα:

   1. Με την κρινόμενη έφεση ζητείται η ακύρωση της 49/2004 πράξης του Α' Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με την οποία έγινε δεκτή η ένσταση του ήδη εφεσίβλητου, στρατιωτικού συνταξιούχου, κατά του 39250/17-4-2002/14-5-2002 εγγράφου του Υπουργού Οικονομικών (46ης Διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους), με το οποίο ο ανωτέρω Υπουργός αρνήθηκε να διακόψει την παρακράτηση από τη σύνταξή του της ειδικής μηνιαίας εισφοράς που προβλέπεται στο άρθρο 26 του ν.2592/1998. Το Κλιμάκιο ακύρωσε το ανωτέρω έγγραφο και όρισε με την προβαλλόμενη πράξη του ότι πρέπει να διακοπεί η παρακράτηση της εισφοράς αυτής και να επιστραφούν στον εφεσίβλητο τα παρακρατηθέντα από τη σύνταξή του ποσά, για το χρονικό διάστημα από 1-1-2002 και εφεξής. Η έφεση αυτή έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα και συνεπώς πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της κατ' αντιμωλία των διαδίκων.

   2. Στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (ΕΣΔΑ), που κυρώθηκε όπως και η σύμβαση με το άρθρο πρώτο του ν.δ/τος 53/1974 (ΦΕΚ 256 Α') και έχει σύμφωνα με το άρθρο 28 παραγρ. 1 του Συντάγματος, αυξημένη έναντι των κοινών νόμων ισχύ ορίζεται ότι: «1. Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθεί της ιδιοκτησίας αυτού ειμή δια λόγους δημοσίας ωφέλειας και υπό τους προβλεπόμενους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους. 2. Αι προαναφερόμεναι διατάξεις δεν θίγουσι το δικαίωμα παντός Κράτους όπως θέση εν ισχύι νόμους, ους ήθελε κρίνει αναγκαίους προς ρύθμισιν της χρήσεως αγαθών, συμφώνως προς το δημόσιον συμφέρον ή προς εξασφάλισιν της καταβολής φόρων ή άλλων εισφορών ή προστίμων». Με τις ανωτέρω διατάξεις θεσπίζεται γενικός και απόλυτος κανόνας σύμφωνα με τον οποίο κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του ατόμου, το οποίο μπορεί να τη στερηθεί μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας. Στην έννοια της περιουσίας περιλαμβάνονται όχι μόνο τα εμπράγματα δικαιώματα αλλά και όλα τα δικαιώματα «περιουσιακής φύσεως» καθώς και οι απαιτήσεις που απορρέουν από έννομες σχέσεις δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση, είτε απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικά (βλ. αποφ. ΣΤΡΑΝ και Στρατής Ανδρεάδης κατά Ελλάδος της 9-12-1992 από την πάγια νομολογία του ΕΔΔΑ, Πρακτικά 10ης Γεν. Συν. Ολ. Ελ. Συν. της 24-2-1999 και Ολ. ΑΠ 40/1998). Τέτοιες είναι και οι απαιτήσεις για σύνταξη και κοινωνικοασφαλιστικές εν γένει παροχές (ΕΔΔΑ: υπόθεση Αντωνακόπουλου κ.α. κατά Ελλάδος της 14-12-1999, Γεωργιάδης κατά Ελλάδος της 28-3-2000, Ολ. Ελ. Συν. 2274/1997, ΣΤΕ 3739/1999). Η ως άνω διάταξη του άρθρου 1 παραγρ. 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ αναγνωρίζει στους συνταξιούχους την απαίτηση για την καταβολή της κανονισθείσας σύνταξής τους στο ακέραιο, δεν αποκλείει όμως τη δυνατότητα του νομοθέτη να θεσπίζει προσωρινούς περιορισμούς στο ανωτέρω δικαίωμά τους, εφόσον αυτοί επιβάλλονται για λόγους δημόσιας ωφέλειας (βλ. σχετ. αποφ. Ι Τμημ. Ελ. Συν. 1182/2004) και έχουν ως αποτέλεσμα την παροχή σ'αυτούς συνταξιοδοτικών παροχών ή πλεονεκτημάτων, ενέχουν δηλαδή το στοιχείο της προς αυτούς ανταποδοτικότητας σε σχέση με τους επιβαλλόμενους περιορισμούς του συνταξιοδοτικού τους δικαιώματος (Σχετ. βλ. και ΑΠ71/2003). Εξάλλου, σύμφωνα με την παραγρ. 2 του ανωτέρω άρθρου, είναι δυνατόν με διάταξη νόμου και υπό τους όρους που με αυτή θεσπίζονται, να τεθούν περιορισμοί σε ήδη γεννηθείσες απαιτήσεις συνταξιούχων για καταβολή της κανονισθείσης σ'αυτούς σύνταξης στο ακέραιο, για την εξασφάλιση, εκτός των άλλων, καταβολής εισφορών. Όμως, για την επιβολή των περιορισμών αυτών πρέπει να γίνει δεκτό ότι είναι αναγκαίο να αναφέρεται ρητά στο κείμενο του νόμου ή την αιτιολογική έκθεση αυτού ο δικαιολογητικός λόγος θέσπισης των εισφορών αυτών, ο οποίος πρέπει να συνάπτεται με ορισμένη δημόσια ωφέλεια και τούτο προκειμένου να εναρμονίζεται το δικαίωμα κάθε κράτους να θεσπίζει διατάξεις που προβλέπουν την επιβολή εισφορών, με το σεβασμό της περιουσίας του ατόμου, ο περιορισμός της οποίας, όπως προεκτέθηκε, μπορεί να γίνει μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας.

   3. Στο άρθρο 26 του ν. 2592/1998 «Αναπροσαρμογή συντάξεων πολιτικών συνταξιούχων του Δημοσίου, ρύθμιση συνταξιοδοτικών θεμάτων και άλλες διατάξεις» (ΦΕΚ 57 Α') ορίζεται ότι: «Η διάταξη της παραγράφου 3 του άρθρου 20 του ν. 2084/1992 αντικαθίσταται ως εξής: 3. Στις συντάξεις και χορηγίες που καταβάλλονται από το Δημόσιο επιβάλλεται από 1ης Ιανουαρίου 1998 προσωρινή ειδική μηνιαία εισφορά υπέρ του Δημοσίου, η οποία παρακρατείται κατά την καταβολή τους ως εξής: -Για το τμήμα σύνταξης έως 120.000 δραχμές, ποσοστό 1%. Για το τμήμα σύνταξης από 120.001-200.000 δραχμές, ποσοστό 2%. Για το τμήμα σύνταξης από 200.001-300.000 δραχμές, ποσοστό 3%. Για το τμήμα σύνταξης από 300.001-400.000 δραχμές, ποσοστό 4% και Για το τμήμα σύνταξης άνω των 400.000 δραχμών, ποσοστό 5%... Η ημερομηνία λήξης της ανωτέρω ειδικής εισφοράς δεν μπορεί να γίνει νωρίτερα της 31ης Δεκεμβρίου 2001 και ορίζεται με προεδρικό διάταγμα που προτείνεται από τους Υπουργούς Εθνικής Οικονομίας, Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων». Με τις διατάξεις αυτές θεσπίζεται ειδική μηνιαία εισφορά υπέρ του Δημοσίου, κλιμακούμενου ποσοστού ανά ύψος σύνταξης, παρακρατούμενη κατά την καταβολή των συντάξεων των συνταξιούχων του Δημοσίου, που χορηγούνται από το Δημόσιο Ταμείο. Η εισφορά θεσπίζεται ως προσωρινή ενώ η ημερομηνία λήξης της ορίζεται με προεδρικό διάταγμα. Εξάλλου, ο νομοθέτης κατά την αιτιολόγηση των προϊσχυουσών διατάξεων του άρθρου 20 παραγρ. 4 του ν. 2084/1992, οι οποίες, πλην των αναφερομένων σ'αυτές ποσών και του δυνητικού χρονικού σημείου λήξης της εισφοράς, είναι ομοίου περιεχομένου με τις προπαρατεθείσες διατάξεις του άρθρου 26 του ν. 2592/1998, αναφέρει στην εισηγητική έκθεση του σχετικού σχεδίου νόμου (2084/1992) ότι επιβάλλεται από 1-1-1993 κράτηση σ'όλες τις συντάξεις και χορηγίες που καταβάλλει το Δημόσιο, κλιμακούμενη ανάλογα με το ποσό της σύνταξης, η οποία είναι προσωρινή και η κατάργησή της θα γίνει με προεδρικό διάταγμα. Στην ανωτέρω έκθεση αναφέρεται ότι η κράτηση αυτή είναι ανάλογη με σχετική κράτηση, που επιβάλλεται με τις διατάξεις της παραγράφου 3 του ιδίου άρθρου του νόμου αυτού στις αποδοχές των υπαλλήλων που υπάγονται στην ασφάλιση του Δημοσίου για σύνταξη και έχουν διορισθεί μέχρι 30 Σεπτεμβρίου 1990, σκοπός της οποίας είναι η σταδιακή υπαγωγή όλων των υπαλλήλων στην ίδια μεταχείριση και η διατήρηση του τρόπου υπολογισμού της σύνταξης με τριακοστά πέμπτα. Εξάλλου, στο προοίμιο της ανωτέρω εισηγητικής έκθεσης αναφέρεται μεταξύ άλλων ότι σκοπός του νομοσχεδίου είναι η μεταρρύθμιση του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος και η εναρμόνισή του με τις κοινωνικοοικονομικές και δημογραφικές εξελίξεις καθώς και η διατήρηση της βιωσιμότητάς του. Περαιτέρω, στην αντίστοιχη εισηγητική έκθεση του νόμου 2592/1998 δεν αναφέρεται, όσον αφορά τις νέες αντίστοιχες ρυθμίσεις, ο δικαιολογητικός λόγος της θέσπισής τους. Οι ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 26 του ν.2592/1998 αντίκεινται στις διατάξεις του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, γιατί θεσπίζουν περιορισμό της καταβολής στους συνταξιούχους του ποσού της σύνταξης που τους έχει κανονισθεί, χωρίς να προκύπτει από το κείμενο των διατάξεων αυτών ή την οικεία εισηγητική έκθεση ποιο δημόσιο συμφέρον ή δημόσια ωφέλεια υπηρετούν, που δικαιολογεί την εξαίρεση από τον κανόνα της προστασίας της περιουσίας, πέραν του καθαρά δημοσιονομικού οφέλους που πάντα υφίσταται για το κράτος σε περίπτωση περιορισμού περιουσιακού δικαιώματος και δεν μπορεί να αποτελέσει το μοναδικό δικαιολογητικό λόγο περιορισμού  του ενώ δεν προκύπτει επίσης από τις διατάξεις αυτές κάποιο στοιχείο ανταποδοτικότητας, υπό την έννοια ότι οι συνταξιούχοι προσπορίζουν συγκεκριμένα οφέλη από τον περιορισμό του περιουσιακού τους δικαιώματος. Εξάλλου και υπό την εκδοχή ότι τα αναφερόμενα στην εισηγητική έκθεση του νόμου 2084/1992 ισχύουν και για τις ομοίου περιεχομένου ρυθμίσεις του άρθρου 26 του ν. 2592/1998, δεν αιτιολογούνται επαρκώς οι λόγοι δημοσίας ωφέλειας που επέβαλαν την συνέχιση της επιβολής της συγκεκριμένης εισφοράς καθώς και οι συγκεκριμένες ανταποδοτικές παροχές που προκύπτουν υπέρ των συνταξιούχων, δεδομένου ότι η διατήρηση του τρόπου υπολογισμού των συντάξεων με τριακοστά πέμπτα και η βιωσιμότητα των ασφαλιστικών οργανισμών, λόγος, που εκτός των άλλων, καθιστά την επιβληθείσα εισφορά, κατ' ουσίαν, πόρο υπέρ τρίτων, δεν επάγονται άμεσα συνταξιοδοτικά οφέλη για τον συγκεκριμένο συνταξιούχο που υφίσταται τον περιορισμό. Περαιτέρω, με τις διατάξεις του άρθρου 20 του ν.2084/1992 προσδόθηκε προσωρινός χαρακτήρας στη συγκεκριμένη ειδική εισφορά, γεγονός που αναφέρεται τόσο στην εισηγητική έκθεση του ανωτέρω νόμου, όσο και σε εκείνη του άρθρου 26 του ν.2592/1998. Όμως, στην εισηγητική έκθεση του ν.2592/1998 δεν αιτιολογείται γιατί παρατείνεται η επιβολή της, εφόσον αρχικά είχε θεσπισθεί ως προσωρινή και ποιος είναι ο ειδικός λόγος και η δημόσια ωφέλεια που επιβάλλει την παράτασή της κατά την συγκεκριμένη στιγμή της ψήφισης των διατάξεων του νόμου αυτού. 

   Στην προκειμένη περίπτωση από όλα τα στοιχεία της δικογραφίας αποδεικνύονται τα εξής πραγματικά περιστατικά: Ο ήδη εφεσίβλητος είναι στρατιωτικός συνταξιούχος από το έτος 1984. Στη σύνταξή του επιβλήθηκε αρχικά, κατ' εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 20 παραγρ. 3 του ν. 2084/1992 και μεταγενέστερα κατ' εφαρμογή  του άρθρου 26 του ν. 2592/1998, η προβλεπόμενη από τις ανωτέρω διατάξεις ειδική  προσωρινή μηνιαία εισφορά. Στη συνέχεια ο εφεσίβλητος με την, από 17-4-2002, αίτησή του  προς την 46η Διεύθυνση του Γενικού  Λογιστηρίου του Κράτους  ζήτησε  τη διακοπή  της  ανωτέρω κράτησης  από  1-1-2002 και εφεξής. Με το 39250/17-4-2002/14-5-2002 έγγραφο του Προϊσταμένου του Β' τμήματος της ανωτέρω Διεύθυνσης απορρίφθηκε η αίτηση αυτή με την αιτιολογία ότι «δεν προβλέπεται από ρητή διάταξη η κατάργηση της ειδικής μηνιαίας εισφοράς στις συντάξεις υπέρ του Δημοσίου, η οποία θεσπίσθηκε με τις διατάξεις της παραγρ.3 του άρθρου 20 του ν.2084/1992 και τις όμοιες του άρθρου 26 του ν. 2592/1998». Κατά του εγγράφου αυτού ο εφεσίβλητος άσκησε την από 10-4-2003 (αριθ. πρωτ. 66100/11-4-2003) ένσταση ενώπιον του Α' Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, το οποίο με την προσβαλλόμενη πράξη του δέχθηκε την ένστασή του με την αιτιολογία ότι οι διατάξεις του άρθρου 20 του ν.2084/1992 και 26 του ν.2592/1998 αντίκεινται στο άρθρο 1 εδάφιο α' του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών, εφόσον δεν προβάλλονται στο κείμενο των ανωτέρω νόμων, για την επιβολή της ως άνω εισφοράς, λόγοι δημόσιας ωφέλειας ούτε η επιβολή της συνδέεται με κάποιο στοιχείο ανταποδοτικότητας. Εξάλλου, για τις διατάξεις του άρθρου 26 του ν.2592/1998 δεν τηρήθηκε η προβλεπόμενη από το άρθρο 73 παραγρ.2 του Συντάγματος διαδικασία γνωμοδότησης από το Ελεγκτικό Συνέδριο, όπως συνέβη με τις ομοίου περιεχομένου διατάξεις του άρθρου 20 παραγρ. 3 του ν. 2084/1992. Ορίσθηκε ακόμη ότι πρέπει να ακυρωθεί το προσβαλλόμενο έγγραφο, να διακοπεί η παρακράτηση της εισφοράς και να επιστραφούν στον εφεσίβλητο οι παρανόμως παρακρατηθείσες από τη σύνταξή του εισφορές από 1-1-2002 και εφεξής. Κατά της πράξης αυτής το Ελληνικό Δημόσιο άσκησε την κρινόμενη έφεση με αίτημα την ακύρωσή της. Με δεδομένα τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά και σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις το Δικαστήριο  κρίνει ότι οι διατάξεις του άρθρου 26 του ν. 2592/1998 αντίκεινται στις διατάξεις του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ και επομένως είναι ανίσχυρες μη δυνάμενες να εφαρμοσθούν στην υπό κρίση περίπτωση. Επιπλέον για τις διατάξεις αυτές δεν τηρήθηκε η αναφερόμενη στο άρθρο 73 παραγρ.2 του Συντάγματος διαδικασία προηγούμενης γνωμοδότησης από το Ελεγκτικό Συνέδριο, ανεξαρτήτως αν αυτή τηρήθηκε για τις διατάξεις του άρθρου 20 του ν.2084/1992, εφόσον πρόκειται για νέες διατάξεις που παρατείνουν για μελλοντικό χρονικό διάστημα περιορισμό στην απονομή των συντάξεων. Κατά συνέπεια, η επιβληθείσα στη σύνταξη του εφεσίβλητου κατ' εφαρμογή των διατάξεων αυτών, ειδική μηνιαία εισφορά υπέρ του Δημοσίου είναι μη νόμιμη. Κατόπιν αυτών, δεν έσφαλε το Α' Κλιμάκιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου που με την προσβαλλόμενη πράξη του κατέληξε στην αυτή κρίση και ως εκ τούτου η κρινόμενη έφεση με την οποία υποστηρίζονται τα αντίθετα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ' ουσίαν.

   Για τους λόγους αυτούς:

   Δικάζει κατ' αντιμωλία των διαδίκων.

   Απορρίπτει την από 3/12/2004 έφεση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών, κατά της α) 49/2004 πράξης του Α' Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου και β) κατά του Ν. Χ. Π., κατοίκου Βόλου (οδός Κ. αριθμ.*).

   Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στην Αθήνα στις 14 Ιουνίου 2005.

   Δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του, σε δημόσια συνεδρίαση, στις 30 Ιουνίου 2005.