ΕλΣ Τμ. ΙΙΙ 4894/2013

 

Αστική ευθύνη δημοσίου - Παράλειψη διοίκησης εφαρμογής ευεργετικών διατάξεων συνταξιοδοτικών νόμων αναδρομικά -.

 

Η άρνηση εφαρμογής ευεργετικών διατάξεων συνταξιοδοτικών νόμων αναδρομικά και από την έναρξη της ισχύος των από την Διοίκηση, συνιστά παρανομία των οργάνων της και  θεμελιώνει αγωγή αποζημιώσεως, κατά την έννοια του  άρθρου 105 Εισ.Ν.Α.Κ., γιατί προκαλεί αποθετική ζημία στον ενάγοντα. Αγωγή αποζημίωσης στρατιωτικού συνταξιούχου κατά του Ελληνικού Δημοσίου, με την οποία κρίθηκε ότι η αρμόδια Διεύθυνση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (Γ.Λ.Κ.) παρανόμως δεν προέβη σε εφαρμογή των διατάξεων νόμων ευεργετικού περιεχομένου, αναδρομικά από την έναρξη της ισχύος των, για την αναπροσαρμογή της συντάξεώς του και κατ’ εφαρμογή των, ότι η παραπάνω παράλειψη της Διοίκησης να εφαρμόσει εγκαίρως τις επίμαχες διατάξεις των ν. 2838/2000 και 3016/2002 από την έναρξη ισχύος τους, είναι παράνομη κατά την έννοια του άρθρου 105 Εισ.Ν.Α.Κ. και προκάλεσε αποθετική ζημία στον ενάγοντα, καθόσον στερήθηκε τις αυξημένες συνταξιοδοτικές παροχές, τις οποίες θα ελάμβανε από 1-7-2000, αν δεν είχε μεσολαβήσει η συγκεκριμένη παρανομία των συνταξιοδοτικών οργάνων του Δημοσίου. Συντρέχει εν προκειμένω και η απαιτούμενη από τη διάταξη του άρθρου 105 Εισ.Ν.Α.Κ. για την επιδίκαση της αποζημίωσης προϋπόθεση της ύπαρξης αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ των παράνομων πράξεων των οργάνων του Δημοσίου και της επελθούσας στον ενάγοντα ζημίας, η οποία αποτελεί αυτόθροη συνέπεια της εν γένει άρνησης των συνταξιοδοτικών οργάνων να εφαρμόσουν και στην περίπτωσή του τις επίμαχες διατάξεις, αναδρομικά από την έναρξη της ισχύος τους. Η αξίωσή του για τη χορήγηση της αιτούμενης αποζημίωσης δεν έχει υποπέσει στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 90 παρ. 1 του ν. 2362/1995 «Κώδικας Δημοσίου Λογιστικού», ενόψει, της υποβολής αιτήσεών του ενώπιον του Γ.Λ.Κ., με τις οποίες ζητούσε την κατ' αναπροσαρμογή αύξηση της σύνταξής του και οι οποίες απορρίφθηκαν σιωπηρά και ρητά. Δεκτή εν μέρει η αγωγή ως και κατ’ ουσίαν βάσιμη. Υποχρεώνει το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο να του καταβάλει, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, το ποσό των δεκαέξι χιλιάδων εξακοσίων είκοσι πέντε ευρώ και πενήντα έξι λεπτών (16.625,56), οι ανωτέρω δε τόκοι είναι υπολογιστέοι με βάση το εκ ποσοστού 6% επιτόκιο υπερημερίας που ορίζεται για τις οφειλές του Δημοσίου.

 

 

 

 

Απόφαση 4894/2013

 

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

 

ΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ

ΤΜΗΜΑ ΙΙΙ

 

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 7 Ιουνίου 2013, με την ακόλουθη σύνθεση: Μιχαήλ Ζυμής, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Τμήματος, Μαρία Βλαχάκη και Αγγελική Μαυρουδή, Σύμβουλοι, Ειρήνη Κατσικέρη και ʼννα Παπαπαναγιώτου (εισηγήτρια), Πάρεδροι με συμβουλευτική ψήφο,  Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας: Παρέστη ο Αντεπίτροπος Επικρατείας του Ελεγκτικού Συνεδρίου Κωνσταντίνος Τόλης, ως νόμιμος αναπληρωτής του Γενικού Επιτρόπου της Επικρατείας, ο οποίος είχε κώλυμα,  Γραμματέας: Αμαλία Μπότσα, υπάλληλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου (κατηγορίας ΤΕ με βαθμό Γ').

 

Για να δικάσει την από 28-3-2011 (αριθμ. βιβλ. δικογρ.: 289/30-3-2011) αγωγή του ..., κατοίκου Αθηνών (οδός ...), ο οποίος παραστάθηκε μετά του πληρεξουσίου δικηγόρου του Βασιλείου Γεωργίου (Α.Μ. Δ.Σ.Α.: 12180),

 

κ α τ ά του Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπεί νόμιμα ο Υπουργός Οικονομικών, ο οποίος παραστάθηκε διά του Νομικού Συμβούλου του Κράτους Κωνσταντίνου Κατσούλα.

 

Με την αγωγή αυτή ζητείται να υποχρεωθεί το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο να καταβάλει στον ενάγοντα, ως αποζημίωση κατ' άρθρο 105 Εισ.Ν.Α.Κ., το ποσό των είκοσι τεσσάρων χιλιάδων οκτακοσίων ενενήντα οκτώ ευρώ και δύο λεπτών (24.898,02), εντόκως με το επιτόκιο υπερημερίας του κοινού δικαίου από την επομένη της υποβολής στο Γ.Λ.Κ. της από 11-1-2001 αίτησής του για επανακανονισμό της σύνταξής του βάσει των ν. 2838/2000 και 3016/2002, άλλως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, άλλως από τότε που κάθε μηνιαία παροχή κατέστη απαιτητή.

 

Επ' αυτής εκδόθηκε η 3327/2012 μη οριστική απόφαση του Τμήματος που διέταξε τη συμπλήρωση των αποδείξεων.

 

Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε, το Δικαστήριο

ʼκουσε:

 

Τον πληρεξούσιο δικηγόρο του ενάγοντος, ο οποίος ζήτησε την παραδοχή της αγωγής και τη χορήγηση προθεσμίας για υποβολή υπομνήματος.

Τον εκπρόσωπο του Ελληνικού Δημοσίου, ο οποίος ζήτησε την απόρριψη της αγωγής και,

 

Τον Αντεπίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ο οποίος πρότεινε τη μερική παραδοχή της αγωγής.

 

Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη.

 

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα και

 

Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο

 

Αποφάσισε τα εξής:

 

Με την κρινόμενη αγωγή ο ενάγων, απόστρατος Αντισυνταγματάρχης και στρατιωτικό συνταξιούχος, ζητεί να υποχρεωθεί το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο να του καταβάλει ως αποζημίωση κατ' εφαρμογή του άρθρου 105 Εισ.Ν.Α.Κ. το ποσό των είκοσι τεσσάρων χιλιάδων οκτακοσίων ενενήντα οκτώ ευρώ και δύο λεπτών (24.898,02), εντόκως με το εκάστοτε ισχύον για τις μεταξύ των ιδιωτών διαφορές επιτόκιο υπερημερίας, από την επομένη της υποβολής στο Γ.Λ.Κ. τής από 11-1-2001 αίτησής του για επανακανονισμό της σύνταξής του σύμφωνα με τους ν. 2838/2000 και 3016/2002, άλλως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, άλλως από τότε που κάθε μηνιαία παροχή κατέστη απαιτητή και μέχρι την ολοσχερή του εξόφληση, το οποίο (ποσό) αντιστοιχεί, κατά τους ισχυρισμούς του, σε διαφορές συντάξεων τις οποίες αυτός στερήθηκε κατά το χρονικό διάστημα από 1-7-2000 έως 30-10-2005, εξαιτίας της άρνησης της Διοίκησης να αναπροσαρμόσει αυξητικώς τη σύνταξή του σύμφωνα με τις διατάξεις των προαναφερθέντων νόμων, καθώς και να καταδικαστεί το εναγόμενο στη δικαστική του δαπάνη. Επί της αγωγής αυτής εκδόθηκε η 3327/2012 μη οριστική απόφαση του Τμήματος τούτου, με την οποία διατάχθηκε η συμπλήρωση των αποδείξεων. Ήδη, μετά την εκτέλεση αυτής νόμιμα επαναφέρεται σε νέα συζήτηση η ένδικη αγωγή και πρέπει να εξετασθεί περαιτέρω στην ουσία.

 

 

ΙΙ. Με την ανωτέρω 3327/2012 απόφαση του Τμήματος, στις ορθές σκέψεις της οποίας η παρούσα αναφέρεται, κρίθηκε ότι: α) η με το προεκτεθέν περιεχόμενο και αίτημα από 28-3-2011 ένδικη αγωγή είναι νόμω βάσιμη για το από 1-7-2000 έως 30-9-2005 χρονικό διάστημα, αφού με αυτήν δεν επιδιώκεται η καταβολή συντάξεων ή ο κανονισμός ή ανακαθορισμός ή η αναπροσαρμογή συντάξεων, αλλά η από μέρους του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου καταβολή αποζημίωσης λόγω παράνομων πράξεων των οργάνων του,  β) η παράλειψη του Γ.Λ.Κ. να εφαρμόσει εγκαίρως τις διατάξεις των ν. 2838/2000 και 3016/2002 είναι παράνομη κατά την έννοια του άρθρου 105 Εισ.Ν.Α.Κ., γ) συντρέχει στην ένδικη υπόθεση και η κατά τις διατάξεις του άρθρου 105 Εισ.Ν.Α.Κ. απαιτούμενη για την επιδίκαση αποζημίωσης προϋπόθεση της ύπαρξης αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ των παράνομων πράξεων των οργάνων του Δημοσίου και της επελθούσας στον ενάγοντα ζημίας. Ακολούθως και κατόπιν σχετικής ουσιαστικής παραδοχής της ότι η καταχθείσα σε δίκη αξίωση αποζημίωσης κατ' άρθρο 105 του Εισ.Ν.Α.Κ. δεν είχε υποπέσει στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 90 παρ. 1 του ν. 2362/1995, αναβλήθηκε η έκδοση οριστικής απόφασης, κατ' εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 25, 70 παρ. 2 και 4 και 100 παρ.1 και 2 του π.δ/τος 1225/1981, προκειμένου να προσκομιστεί αναλυτική βεβαίωση της αρμόδιας Διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους από την οποία να προκύπτουν επακριβώς τα επιμέρους ποσά αφενός των εισπραχθεισών        από τον ενάγοντα μηνιαίων συντάξεων (βάσει βασικού μισθού και χρονοεπιδόματος) κατά το από 1-7-2000 έως 30-9-2005 χρονικό διάστημα και αφετέρου εκείνων που θα έπρεπε αυτός να είχε λάβει κατά τα ίδιο αυτό διάστημα εάν η σύνταξή του είχε υπολογιστεί σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 6 παρ. 3 περ. δ' του ν. 2838/2000 και 37 παρ. 3 περ. ιβ του ν. 3016/2012.

 

 

ΙΙΙ. Σε εκτέλεση της προεκτεθείσας απόφασης υποβλήθηκε στο Δικαστήριο το 20859/2013/2-2013 έγγραφο της Διεύθυνσης Κανονισμού και Εντολής Πληρωμής Στρατιωτικών και Πολεμικών Συντάξεων του Γ.Λ.Κ., στο οποίο αναφέρεται ότι: α) κατά το χρονικό διάστημα από 1-7 έως 31-12-2000, ο ενάγων εισέπραξε μηνιαίως, ως βασική σύνταξη, μη συμπεριλαμβανομένων των οικογενειακών επιδομάτων, ποσό 975,79 ευρώ, θα ελάμβανε δε ποσό 1.098,00 ευρώ, εάν η σύνταξή του είχε υπολογισθεί με βάση το βασικό μισθό του βαθμού του Συνταγματάρχη, β) κατά το χρονικό διάστημα από 1-1 έως 31-12-2001, ο ενάγων εισέπραξε, κατά τα προεκτεθέντα, μηνιαίως ως σύνταξη ποσό 1.014,23 ευρώ, θα ελάμβανε δε ποσό 1.140,83 ευρώ, εάν η σύνταξή του είχε υπολογισθεί ως ανωτέρω σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 2838/2000,  γ) κατά το χρονικό διάστημα από 1-1 έως 31-12-2002, ο ενάγων εισέπραξε μηνιαίως ως σύνταξη ποσό 1.064,96 ευρώ, θα ελάμβανε δε για το χρονικό διάστημα από 1-1 έως 30-6-2002 ποσό 1.198,08 ευρώ, εάν η σύνταξή του είχε υπολογισθεί, κατά τα προ εκτεθέντα, με βάση το βασικό μισθό του βαθμού του Συνταγματάρχη και για το χρονικό διάστημα από 1-7 έως 31-12-2002 ποσό 1.331,20 εάν η σύνταξή του είχε υπολογισθεί με βάση το βασικό μισθό του βαθμού του Συνταγματάρχη πλέον 2/3 της διαφοράς μεταξύ αυτού και του βαθμού του Ταξιάρχου, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 301612002,  δ) κατά το χρονικό διάστημα από 1-1 έως 31-12-2003, ο ενάγων εισέπραξε μηνιαίως ως σύνταξη ποσό 1.144,36 ευρώ, θα ελάμβανε δε, κατά τα ανωτέρω, ποσό 1.423,40 ευρώ, ε) κατά το χρονικό διάστημα από 1-1 έως 31-12-2004, ο ενάγων εισέπραξε μηνιαίως ως σύνταξη ποσό 1.236,48 ευρώ, θα ελάμβανε δε ποσό 1.530,88 ευρώ, εάν η σύνταξή του είχε υπολογισθεί όπως προεκτέθηκε, στ) κατά το χρονικό διάστημα από 1-1 έως 31-8-2005, ο ενάγων εισέπραξε μηνιαία σύνταξη ποσού 1.306,88 ευρώ, θα ελάμβανε δε ποσό 1.611,52 ευρώ, εάν η σύνταξή του είχε υπολογισθεί με βάση το βασικό μισθό του βαθμού του Συνταγματάρχη πλέον 2/3 της διαφοράς του βασικού μισθού του Ταξίαρχου και ζ) κατά το χρονικό διάστημα από 1-9 έως 30-9-2005, ο ενάγων εισέπραξε μηνιαία σύνταξη ποσού 1.318,40 ευρώ, θα ελάμβανε δε ποσό 1.623,04 ευρώ εάν η σύνταξή του είχε υπολογισθεί όπως προεκτέθηκε. Με βάση τα ανωτέρω και λαμβάνοντας υπόψη ότι: α) ο ενάγων είναι στρατιωτικός συνταξιούχος, ο οποίος αποστρατεύθηκε αυτεπαγγέλτως το έτος 1985 με το βαθμό του Αντισυνταγματάρχη και β) η πραγματική συντάξιμη υπηρεσία του ανήλθε συνολικά σε 40 έτη, 2 μήνες και 24 ημέρες (εκ των οποίων έτη 35, μήνες 2 και ημέρες 24 πραγματική υπηρεσία) η σύνταξη αυτού έπρεπε να είχε αναπροσαρμοσθεί από 1-7-2000 έως 30-6-2002 με βάση το βασικό μισθό του βαθμού του Συνταγματάρχη, κατ' εφαρμογή του άρθρου 6 παρ. 3 περ. δ' του ν. 2838/2000, και από 1-7-2002 και εφεξής, κατ' εφαρμογή του άρθρου 37 παρ. 3 περ. ιβ του ν. 3016/2002. με βάση το βασικό μισθό του βαθμού του Συνταγματάρχη πλέον 2/3 της διαφοράς μεταξύ αυτού και του βασικού μισθού του Ταξίαρχου.

 

 

IV. Κατόπιν των ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο ενάγων υπέστη οικονομική ζημία ισόποση με τις διαφορές συντάξεων που απώλεσε από 1-7-2000 έως 30-9-2005, λόγω της μη αναπροσαρμογής της σύνταξής του, η οποία αναλύεται ως ακολούθως: α) από 1-7 έως 31-12-2000 στο ποσό των 916,57 ευρώ [1.098,00 ευρώ, που αντιστοιχούν στη σύνταξη που θα έπρεπε να του είχε καταβληθεί - 975,79 ευρώ, που αντιστοιχούν στη σύνταξη που του καταβλήθηκε = 122,21 ευρώ Χ 7,5 μήνες (6 μήνες που αντιστοιχούν στο ανωτέρω διάστημα + 1/2 μήνας για επίδομα αδείας + 1 μήνας για δώρο Χριστουγέννων)],  β) από 1-1  έως 31-12-2001 στο ποσό των 1.772,40 ευρώ [1.140,83 ευρώ, που θα έπρεπε να του είχαν καταβληθεί - 1.014,23 ευρώ, που αντιστοιχούν στη σύνταξη που του καταβλήθηκε = 126,60 ευρώ Χ 14 μήνες (12 μήνες που αντιστοιχούν στο ανωτέρω διάστημα + 1/2 μήνας για δώρο Πάσχα + 1/2 μήνας για επίδομα αδείας + 1 μήνας για δώρο Χριστουγέννων)],  γ) από 1-1  έως 30-6-2002 στο ποσό των 865,67 ευρώ [1.198,08 ευρώ, που αντιστοιχούν στη σύνταξη που θα έπρεπε να του είχε καταβληθεί - 1.064,96 ευρώ που αντιστοιχούν στη σύνταξη που του καταβλήθηκε = 133,18 ευρώ Χ 6,5 μήνες (6 μήνες που αντιστοιχούν στο ανωτέρω διάστημα + 1/2 μήνας για δώρο Πάσχα)],   δ) από 1-7  έως 31-12-2002 στο ποσό των 1.996,80 ευρώ [1.331,20 ευρώ, που αντιστοιχούν στη σύνταξη που θα έπρεπε να του είχε καταβληθεί - 1.064,96 ευρώ, που αντιστοιχούν στη σύνταξη που του καταβλήθηκε = 266,24 ευρώ Χ 7,5 μήνες (6 μήνες που αντιστοιχούν στο ανωτέρω διάστημα + 1/2 μήνας για επίδομα αδείας + 1 μήνας για δώρο Χριστουγέννων)],  ε) από 1-1 έως 31-12-2003 στο ποσό των 3.906,56 ευρώ [1.423,40 ευρώ, που θα έπρεπε να του είχαν καταβληθεί, κατά τα προεκτεθέντα - 1.144,36 ευρώ, που αντιστοιχούν στη σύνταξη που του καταβλήθηκε = 279,04 ευρώ Χ 14 μήνες (12 μήνες που αντιστοιχούν στο ανωτέρω διάστημα + 1/2 μήνας για δώρο Πάσχα + 1/2 μήνας για επίδομα αδείας + 1 μήνας για δώρο Χριστουγέννων)],   στ) από 1-1  έως 31-12-2004 στο ποσό των 4.121,16 ευρώ [1.530,88 ευρώ που θα έπρεπε να του είχαν καταβληθεί - 1.236,48 ευρώ που αντιστοιχούν στη σύνταξη που του καταβλήθηκε = 294,40 Χ 14 μήνες (12 μήνες που αντιστοιχούν στο ανωτέρω διάστημα + 1/2 μήνας για δώρο Πάσχα + 1/2 μήνας για επίδομα αδείας + 1 μήνας για δώρο Χριστουγέννων)],  ζ) από 1-1 έως 31-8-2005 στο ποσό των 2.741,76 ευρώ [1.611,52 ευρώ που θα έπρεπε να του είχαν καταβληθεί - 1.306,88 ευρώ που αντιστοιχούν στη σύνταξη που του καταβλήθηκε = 304,64 Χ 9 μήνες (8 μήνες που αντιστοιχούν στο ανωτέρω διάστημα + 1/2 μήνας για δώρο Πάσχα + 1/2 μήνας για επίδομα αδείας)] και η) από 1-9 έως 30-9-2005 στο ποσό των 304,64 ευρώ [1.623,04 ευρώ που θα έπρεπε να του είχαν καταβληθεί - 1.318,40 ευρώ που αντιστοιχούν στη σύνταξη που του καταβλήθηκε = 304,64). Εκ των ανωτέρω παρέπεται ότι ο ενάγων κατά τη χρονική περίοδο από 1-7-2000 έως 30-9-2005 ζημιώθηκε οικονομικά κατά το συνολικό ποσό των 16.625,56 ευρώ (916,57 + 1.772,40 + 865,67 + 1.996,80 + 3.906,56 + 4.121,16 + 2.741,76 + 304,64), το οποίο αντιστοιχεί στις διαφορές συντάξεων που απώλεσε κατά τα ίδια χρονικά διαστήματα, λόγω της παράλειψης των οργάνων του Γ.Λ.Κ. να αναπροσαρμόσουν τη σύνταξή του σύμφωνα με τα προεκτεθέντα. Περαιτέρω, το παρεπόμενο αγωγικό αίτημα περί επιδίκασης τόκων είναι καταρχήν νόμιμο (βλ. Ολ. Ε.Σ. 27/2008, 513/2009), ωστόσο, σύμφωνα με το άρθρο 21 του δ/τος 26-6/10-7-1944 «Περί Κώδικος των Νόμων περί Δικών του Δημοσίου» (ΦΕΚ 139), ο ενάγων δικαιούται να λάβει τόκους μόνον από την επίδοση της αγωγής, καθότι μόνον η επίδοση της αγωγής στο εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο επιφέρει την τοκοφορία της σχετικής αξίωσης κατ' αυτού (βλ. Ολ. Ε.Σ. 513/2009, ΙΙΙ Τμ. 946/2008, 474/2009, 1083/2010 κ.ά.), οι ανωτέρω δε τόκοι είναι υπολογιστέοι με βάση το εκ ποσοστού 6% επιτόκιο υπερημερίας που ορίζεται από την ανωτέρω διάταξη για τις οφειλές του Δημοσίου (βλ. ΑΕΔ 2512012, ΙΙΙ Τμ. 2258, 3018/2013).

 

 

V. Με τα δεδομένα αυτά, που θεμελιώνουν την ύπαρξη και το ύψος της αξίωσης του ενάγοντος, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή η ένδικη αγωγή του και να υποχρεωθεί το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο να του καταβάλει, νομιμοτόκως με επιτόκιο 6% από την επίδοσή της, το ποσό των δεκαέξι χιλιάδων εξακοσίων είκοσι πέντε ευρώ και πενήντα έξι λεπτών (16.625,56) και να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα της δίκης λόγω της εν μέρει νίκης και ήττας αυτών (άρθρο 123 του π.δ. 1225/1981, όπως αντικαταστάθηκε από 4-7-2006 με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 3472/2006 (ΦΕΚ Α' 135), σε συνδυασμό με το άρθρο 275 παρ. 1 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας).

 

 

Για τους λόγους αυτούς

 

 

Δέχεται εν μέρει την αγωγή.

 

Υποχρεώνει το Ελληνικό Δημόσιο να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των δεκαέξι χιλιάδων εξακοσίων είκοσι πέντε ευρώ και πενήντα έξι λεπτών (16.625,56), νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής. Και,

 

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.

 

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα την 1η Ιουλίου 2013.

 

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                               Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ ΠΑΡΕΔΡΟΣ

 

ΜΙΧΑΗΛ ΖΥΜΗΣ                                         ΑΝΝΑ ΠΑΠΑΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ

Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

ΑΜΑΛΙΑ ΜΠΟΤΣΑ

 

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου

στις 6 Δεκεμβρίου 2013.

 

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

ΕΥΑΓΓΕΛΟΣ ΝΤΑΗΣ                                                            ΑΜΑΛΙΑ ΜΠΟΤΣΑ