Ελ.Συν. (Πράξη κλιμ. Α') 27/2004

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Ε.Σ.Δ.Α. - Συντάξεις Δημοσίου - Κρατήσεις συντάξεων δημοσίου - Παραγραφή απαιτήσεων συνταξιούχων Δημοσίου - Διακοπή παραγραφής -.

 

Για τον περιορισμό με μεταγενέστερη νομοθετική ρύθμιση της απαίτησης συνταξιούχου του δημοσίου για την καταβολή στο ακέραιο της σύνταξής του, απαιτείται όχι μόνο η ύπαρξη δημόσιας ωφέλειας αλλά και η συνδρομή των τασσομένων από το νόμο ή τις γενικές αρχές του διεθνούς δικαίου όρων, όπως η κατά ορισμένη διαδικασία της διαπίστωσης της δημόσιας ωφέλειας ή η θέσπιση άλλων πλεονεκτημάτων υπέρ των συνταξιούχων, τα οποία αντισταθμίζουν την περιουσιακή αυτή απώλεια. Αλλως η ανωτέρω ρύθμιση δεν συμβιβάζεται με το άρθρο 1 εδ. α’ του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, διότι τείνει σε αδικαιολόγητη αποστέρηση προστατευόμενου από αυτό περιουσιακό αγαθό. Αντίκεινται στο άρθρο 1 εδ. α' του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ οι διατάξεις του άρθρου 20 του ν. 2084/1992 όπως αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 26 του ν. 2592/1998, με τις οποίες θεσπίσθηκε η επιβολή ειδικής μηνιαίας εισφοράς στις συντάξεις του Δημοσίου, χωρίς να προσδιορίζεται ούτε σ αυτές αλλά ούτε στην εισηγητική έκθεση, ο δικαιολογητικός λόγος που κατέστησε αναγκαία την επιβολή τους και ως εκ τούτου είναι ανίσχυρες και μη εφαρμοστέες. Σε τριετή παραγραφή υπόκειται η απαίτηση κατά του Δημοσίου για την επιστροφή αχρεωστήτως ή παρά το νόμο καταβληθέντων ποσών. Η παραγραφή αρχίζει από την καταβολή των εν λόγω ποσών και διακόπτεται με την υποβολή αίτησης στην αρμόδια αρχή.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

   KΛΙΜΑΚΙΟ Α'

   άρθρο 26 του ν. 2592/1998

   Αποτελούμενο από τα μέλη του: Χρήστο Ντάκουρη, Σύμβουλο, ως  Πρόεδρο, Βασιλική Ανδροπούλου και Ασημίνα Σακελλαρίου (Εισηγήτρια) Παρέδρους.

   Συνεδρίασε στο Κατάστημά του, στην Αθήνα, στις 12 Ιανουαρίου 2004 και σε επαναδιάσκεψη σήμερα, 19 Ιανουαρίου 2004 με την παρουσία και της γραμματέως του Στυλιανής Παυλοπούλου, υπαλλήλου του Ελεγκτικού Συνεδρίου, με Α' βαθμό της Κατηγορίας ΠΕ.

   Για να αποφασίσει επί της από 19.2.2003 ένστασης :

   Του Β.Γ. του Γ., πολιτικού συνταξιούχου (Α.Μ. ...), κατοίκου Αθηνών, οδός Κ. αριθμός ...

   Κατά του 35741/17.2.2003 εγγράφου του Υπουργού Οικονομικών (45ης Διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους).

   Αφού έλαβε υπόψη

   Την από 28.5.2003 έγγραφη γνώμη του Αντεπιτρόπου της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο Kωνσταντίνου Τρυφωνόπουλου, με την οποία προτείνεται η απόρριψη της  υπό κρίση ένστασης.

   Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο

   Ι. Επειδή, με την κρινόμενη, από 19.2.2003 (αριθμ. πρωτ. Γ.Λ.Κ. 37392/19.2.2003), ένσταση ζητείται η ακύρωση του 35741/17.2.2003 εγγράφου του Υπουργού Οικονομικών (45ης Διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους), απορριπτικού της από 17.2.2003 (αριθμ. πρωτ. Γ.Λ.Κ. 35741/17.2.2003) αίτησης του ήδη ενισταμένου, με την οποία ζητούσε αφενός τη διακοπή της παρακράτησης από τη σύνταξή του της προβλεπόμενης από το άρθρο 26 του ν. 2592/1998 μηνιαίας εισφοράς υπέρ του Δημοσίου, αφετέρου την επιστροφή των εισφορών που έχουν παρακρατηθεί από 1.1.2001 και εφεξής. Η ένσταση αυτή έχει ασκηθεί  νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρο 63 π.δ/τος 774/1980) και επομένως είναι τυπικά δεκτή  και πρέπει να εξεταστεί περαιτέρω στην ουσία της.

   ΙΙ. Επειδή, το άρθρο 1 εδάφιο α' του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προστασία των δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των θεμελιωδών Ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α.), που κυρώθηκε (μαζί με τη σύμβαση) με το άρθρο πρώτο του ν.δ/τος 53/1974 (ΦΕΚ 256 Α') και έχει, σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος, αυξημένη έναντι των κοινών νόμων ισχύ, ορίζει ότι: "Παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθή της ιδιοκτησίας αυτού ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπόμενους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους”. Με τη διάταξη αυτή θεσπίζεται, κατ' αρχήν, γενικός και απόλυτος κανόνας, σύμφωνα με τον οποίο κατοχυρώνεται ο σεβασμός της περιουσίας του προσώπου, το οποίο μπορεί να τη στερηθεί μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας. Στην έννοια της περιουσίας περιλαμβάνονται όχι μόνο τα εμπράγματα δικαιώματα, αλλά και τα δικαιώματα “περιουσιακής φύσης” και τα νομίμως κεκτημένα “οικονομικά συμφέροντα”, με συνέπεια να καλύπτονται από τη διάταξη αυτή και τα ενοχικής φύσης περιουσιακά δικαιώματα και ειδικότερα απαιτήσεις, είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση, είτε απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικά (Πρακτικά 10ης Γεν. Συν.. Ολομ. Ελ. Συν. της 24.2.1999). Τέτοιες είναι και οι απαιτήσεις για σύνταξη και κοινωνικοασφαλιστικές εν γένει παροχές (Ε.Δ.Δ.Α. : υπόθεση Αντωνακοπούλου κ.ά. κατά Ελλάδας της 14.12.1999, Ολ. Ελ. Συν. 2274/1997, ΣτΕ 3739/1999). Συνεπώς, η αναγνωριζόμενη από το υφιστάμενο δίκαιο απαίτηση του ήδη συνταξιούχου για καταβολή της κανονισθείσας σ' αυτόν σύνταξης στο ακέραιο, η οποία (απαίτηση) έχει ήδη γεννηθεί και επομένως αποτελεί από τη γέννησή της στοιχείο της περιουσίας του, δεν επιτρέπεται να περιοριστεί με μεταγενέστερη νομοθετική ρύθμιση, εάν δεν συντρέχουν λόγοι πραγματικής δημόσιας ωφέλειας, οι οποίοι να δικαιολογούν τον περιορισμό, γιατί διαφορετικά δεν συμβιβάζονται με το άρθρο 1 εδάφιο α' του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., αφού τείνουν σε αδικαιολόγητη αποστέρηση προστατευόμενου απ' αυτό περιουσιακού αγαθού (βλ. Ελ. Συν. ΙΙ Τμήμα 550/2000). Επομένως, ο κοινός νομοθέτης μπορεί σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη του άρθρου 1 του ανωτέρω Πρωτοκόλλου να στερήσει το δικαιούχο από γεννημένα ως άνω δικαιώματα, αλλά μόνο “δια λόγους δημόσιας ωφελείας και υπό τους προβλεπόμενους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου, όρους”, οι οποίοι πρέπει να προβάλλονται και να αιτιολογούνται ειδικά. Απαιτείται λοιπόν, όχι απλώς η ύπαρξη δημόσιας ωφέλειας (που μάλιστα πάντα υπάρχει, ως δημοσιονομικό ώφελος επί απόσβεσης ή περιορισμού περιουσιακών δικαιωμάτων, που υφίστανται έναντι του δημοσίου), αλλά και η συνδρομή περαιτέρω τασσομένων σχετικών από το νόμο ή τις γενικές αρχές του διεθνούς δικαίου όρων, όπως είναι η κατά ορισμένη διαδικασία διαπίστωση της δημόσιας ωφέλειας, ή η θέσπιση άλλων υπέρ των δικαιούχων παροχών ή πλεονεκτημάτων που αντισταθμίζουν την περιουσιακή απώλεια (Α.Π. 71/2003, Ε.Δ.Κ.Α. ΜΕ' σελ. 681). Εξάλλου, ο ν. 2084/1992 “Αναμόρφωση της Κοινωνικής Ασφάλισης και άλλες διατάξεις” (ΦΕΚ 165 Α') στο άρθρο 20 παράγραφος 3, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 26 του ν. 2592/1998 (ΦΕΚ 57 Α') ορίζει ότι : “3. Στις συντάξεις και χορηγίες, που καταβάλλονται από το Δημόσιο επιβάλλεται από 1ης Ιανουαρίου 1998 προσωρινή ειδική μηνιαία εισφορά υπέρ του Δημοσίου, η οποία παρακρατείται κατά την καταβολή τους, ως εξής : Για το τμήμα σύνταξης έως 120.000 δραχμές, ποσοστό 1%. Για το τμήμα σύνταξης από 120.001 - 200.000 δραχμές, ποσοστό 2% Για το τμήμα σύνταξης από 200.001 - 300.000 δραχμές, ποσοστό 3%. Για το τμήμα σύνταξης από 300.001 - 400.000 δραχμές, ποσοστό 4% και Για το τμήμα σύνταξης άνω των 400.000 δραχμών, ποσοστό 5%. Από την κράτηση αυτήν εξαιρούνται οι συντάξεις μέχρι του ποσού των εκατό είκοσι χιλιάδων (120.000) δραχμών, ... καθώς και τα δώρα εορτών και η πρόσθετη μισή σύνταξη. Η ημερομηνία λήξης της ανωτέρω ειδικής εισφοράς δεν μπορεί να γίνει νωρίτερα της 31ης Δεκεμβρίου 2001 και ορίζεται με προεδρικό διάταγμα, που προτείνεται από τους Υπουργούς Εθνικής Οικονομίας, Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων”. Με τις παραπάνω διατάξεις επιβάλλεται ειδική μηνιαία εισφορά στις ως άνω συντάξεις, που καταβάλλονται από το Δημόσιο, χωρίς όμως να προσδιορίζεται, είτε σ' αυτές είτε στην επ' αυτής εισηγητική έκθεση, ο δικαιολογητικός λόγος, που καθιστά αναγκαία την επιβολή της. Ειδικότερα, με τη θεσμοθέτηση των εν λόγω εισφορών, οι οποίες παρακρατούνται στο στάδιο της εκτέλεσης της κανονιστικής συνταξιοδοτικής πράξης (κατά την καταβολή), περιορίζεται για την κατηγορία των συνταξιούχων που αφορούν, το αναγνωρισμένο με τις διατάξεις του άρθρου 9 του π.δ/τος 166/2000, συνταξιοδοτικό δικαίωμα, το οποίο προστατεύεται, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, από την υπερονομοθετικής ισχύος διάταξη του άρθρου 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, χωρίς να προβάλλονται ειδικότεροι λόγοι δημόσιας ωφέλειας, ούτε εξάλλου η επιβολή των εν λόγω εισφορών να συνδέεται με κάποιο στοιχείο ανταποδοτικότητας. Κατά συνέπεια, οι επίμαχες διατάξεις αντίκεινται στο άρθρο 1 εδάφιο α' του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου και για το λόγο αυτό τυγχάνουν ανίσχυρες και μη εφαρμοστέες (βλ. και γνωμοδότηση ομοίου περιεχομένου διάταξης νομοσχεδίου, Πρακτικά Ολομ. Ελ. Συν. 1ης Ειδ. Συν./14.1.2004). Τα παραπάνω ισχύουν, πέραν του ότι για την επίμαχη διάταξη του άρθρου 26 του ν. 2592/1998 δεν τηρήθηκε η προβλεπόμενη από το άρθρο 73 παρ. 2 του Συντάγματος διαδικασία γνωμοδότησης από το Ελεγκτικό Συνέδριο, αν και αυτή τηρήθηκε για τις όμοιες του άρθρου 20 παρ. 3 του ν. 2084/1992 και του άρθρου 1 παρ. 3 σχετικού σχεδίου νόμου (βλ. πρακτικά Ολομ. Ελ. Συν. 3ης Ειδ. Συν./28.8.1992 και 1ης Ειδ. Συν./14.1.2004). Τέλος, ο ν. 2362/1995 “Περί Δημοσίου Λογιστικού, ελέγχου των δαπανών του Κράτους και άλλες διατάξεις (ΦΕΚ 247 Α') ορίζει στο άρθρο 90 παράγραφος 2 ότι : Η κατά του Δημοσίου απαίτηση προς επιστροφή αχρεωστήτως ή παρά το νόμο καταβληθέντος σ' αυτό χρηματικού ποσού παραγράφεται μετά τρία έτη από της καταβολής ...” και στο άρθρο 93 ότι : Με την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων, η παραγραφή των χρηματκών απαιτήσεων κατά του Δημοσίου διακόπτεται μόνο : α) ... β) Με την υποβολή στην αρμόδια δημόσια αρχή αιτήσεως για την πληρωμή της απαιτήσεως, οπότε η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από την χρονολογία που φέρει η έγγραφη απάντηση του Διατάκτη ή της αρμόδιας για την πληρωμή της απαιτήσεως αρχής ...”. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι η απαίτηση κατά του Δημοσίου για την επιστροφή ποσών, που καταβλήθηκαν αχρεώστητα ή παρά το νόμο, υπόκειται σε τριετή παραγραφή, που αρχίζει από την καταβολή των λόγω ποσών και διακόπτεται με την υποβολή αίτησης στην αρμόδια αρχή.

   ΙV. Eπειδή, στην  προκειμένη  περίπτωση, από τα στοιχεία  του φακέλου  αποδεικνύονται τα εξής : Ο ενιστάμενος, πολιτικός συνταξιούχος του Δημοσίου από 2.10.2000, υπέβαλε στις 17.2.2003 (αριθμ. πρωτ. Γ.Λ.Κ. 35741/17.2.2003) αίτηση προς την αρμόδια 45η Διεύθυνση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, ζητώντας τη διακοπή της παρακράτησης της μηνιαίας εισφοράς του άρθρου 20 παρ. 3 του ν. 2084/1992, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 26 του ν. 2592/1998 και την επιστροφή των κρατήσεων από 1.1.2001, για το λόγο ότι η επιβολή της επίμαχης εισφοράς αντίκειται στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α.. Η ως άνω αίτηση απορρίφθηκε με το προσβαλλόμενο 35741/17.2.2003 έγγραφο του Υπουργού Οικονομικών (45ης Διεύθυνσης του Γ.Λ.Κ.) με την αιτιολογία ότι με το άρθρο 26 του ν. 2592/1998 δεν ορίστηκε ημερομηνία λήξης της εισφοράς, αλλά δυνατότητα λήξης αυτής με έκδοση προεδρικού διατάγματος μετά την 31.12.2001 και συνεπώς μέχρι την έκδοση του ως άνω διατάγματος δεν είναι δυνατή η διακοπή της επίμαχης παρακράτησης. Σύμφωνα όμως, με όσα ήδη εκτέθηκαν στην προηγούμενη σκέψη, οι διατάξεις του άρθρου 26 του ν. 2592/1998, με τις οποίες επιβλήθηκαν εισφορές στις ανωτέρω κατηγορίες συντάξεων που καταβάλλονται από το Δημόσιο, αντίκεινται για τους λόγους που αναφέρθηκαν, στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α., και είναι για το λόγο αυτό ανίσχυρες και μη εφαρμοστέες. Επομένως, είναι μη νόμιμη η άρνηση του Υπουργού Οικονομικών αφενός να διακόψει την κράτηση των μηνιαίων εισφορών από τη σύνταξη του ενισταμένου, που γίνεται με τις κρινόμενες ως άνω ανίσχυρες διατάξεις, αφετέρου να επιστρέψει τα ποσά που έχουν ήδη παρά το νόμο παρακρατηθεί. Δεδομένου δε, ότι ο ενιστάμενος  με την από 17.2.2003 αίτησή του στο Γ.Λ.Κ. διέκοψε την παραγραφή των αξιώσεών του για επιστροφή των κρατήσεων από 1.1.2001, αυτός δικαιούται την επιστροφή τους από το ως άνω χρονικό διάστημα. Ενόψει όλων αυτών, η κρινόμενη ένσταση πρέπει να γίνει δεκτή, να ακυρωθεί η άρνηση του Υπουργού Οικονομικών (45ης Διεύθυνσης του Γ.Λ.Κ.) να διακόψει την παρακράτηση των εισφορών από τη σύνταξη του ενισταμένου, ακολούθως, να υποχρεωθεί το Δημόσιο να επιστρέψει σ' αυτόν τις παρά το νόμο καταβηθείσες εισφορές για το χρονικό διάστημα από 1.1.2001 και εφεξής.

   Για τους λόγους αυτούς

   Δέχεται την κρινόμενη ένσταση.

   Ακυρώνει το 35741/17.2.2003 έγγραφο του Υπουργού Οικονομικών (45ης Διεύθυνσης του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους), σύμφωνα με τα αναφερόμενα στο σκεπτικό.

   Ορίζει ότι πρέπει να επιστραφούν στον Β.Γ. του Γ. οι παρά το νόμο κρατηθείσες από τη σύνταξή του εισφορές του άρθρου 26 του ν. 2592/1998, από 1.1.2001 και εφεξής.