ΕφΛαρ 53/2005

 

ΠΕΡΙΛΗΨΗ

 

Τράπεζες - Αλληλόχρεος λογαριασμός - Τόκοι υπερημερίας - Τόκοι τόκων - Ανατοκισμός - Πανωτόκια - Διαταγή πληρωμής - Ρύθμιση οφειλής - Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων - Δικαίωμα ιδιοκτησίας - Αντισυνταγματικότητα διατάξεων τελ. εδ. παρ. 8 άρθρου 30 ν. 2789/2000 - Δεδικασμένο - Αδικαιολόγητος πλουτισμός - Ενστάσεις -.

 

Ανατοκισμός των τόκων υπερημερίας και μετά το κλείσιμο του αλληλόχρεου λογαριασμού όταν υπάρχει σχετική συμφωνία των μερών (μη αρκούσης της μονομερούς δήλωσης της Τράπεζας), ανεξάρτητα από το αν έχει εκδοθεί δικαστική απόφαση ή εκτελεστός τίτλος, αφού το άρθρο 8 παρ. 6 του  εξουσιοδοτικού νόμου 1083/1980 και η 289/30-10-1980 απόφαση της Νομισματικής Επιτροπής προβλέπουν, κατ εξαίρεση των 296 ΑΚ και 111 παρ. 2 ΕισΝΑΚ, τον εκτοκισμό των οφειλόμενων στις Τράπεζες τόκων, χωρίς χρονικό ή άλλο περιορισμό και χωρίς διάκριση μεταξύ ενεργού σύμβασης και σύμβασης αλληλόχρεου λογαριασμού που έληξε ή εξαίρεση του εκτοκισμού όταν έχει εκδοθεί δικαστική απόφαση ή εκτελεστός τίτλος. Η μη περίληψη διάταξης στη διαταγή πληρωμής για ανατοκισμό των τόκων υπερημερίας δεν αποκλείει οφειλή τέτοιων τόκων από τη συμφωνία. Ρύθμιση ανωτάτου ορίου απαιτήσεων Τραπεζών από ανατοκισμό εκ δανείων ή πιστώσεων. Μη αναζήτηση ποσών καταβληθέντων εκούσια ή με συμφωνία, ή λόγω εκτέλεσης. Εξαίρεση από τη ρύθμιση των τελεσιδίκως κριθέντων ή των ρυθμισθέντων με νόμο ή με συμφωνία. Με τελεσίδικη απόφαση ισοδυναμεί και η διαταγή πληρωμής με ισχύ δεδικασμένου. Η διάταξη που παρέχει το δικαίωμα στις Τράπεζες να μην επιστρέφουν στους οφειλέτες τυχόν επί πλέον καταβληθέντα ποσά στις εξαιρούμενες από το 30 του ν. 2789/00 συμβάσεις αντίκειται στο Σύνταγμα και  την ΕΣΔΑ διότι προσβάλλει το δικαίωμα  ιδιοκτησίας, στο οποίο περιλαμβάνονται όχι μόνον εμπράγματα δικαιώματα, αλλά και ενοχικές περιουσιακές απαιτήσεις (όπως από αδικαιολόγητο πλουτισμό), είτε αναγνωρισμένες δικαστικά είτε απλώς γενημμένες, εφ όσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία με βάση το ισχύον ως τη δικαστική προσφυγή δίκαιο ότι μπορούν να ικανοποιηθούν. Η επίκληση ειδικής διάταξης νόμου που προβλέπει άμεσα αιτία διατήρησης πλουτισμού συνιστά ένσταση.

 

ΚΕΙΜΕΝΟ

 

   Πρόεδρος: Ανδρ. Τσόλιας

   Μέλη: Γεωρ. Μπατζαλέξης, Γεωρ. Αποστολάκης(Εισηγητής)

   Δικηγόροι: Αθαν. Φώτος, Βασ. Μπανταβάνος

 

   1. Η υπό κρίση έφεση της ηττηθείσας εναγομένης κατά της υπ' αριθ. 124/2003 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία αντιμωλία των διαδίκων ασκήθηκε εμπρόθεσμα με νομότυπη κατάθεση του σχετικού δικογράφου στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου (άρθρα 495 επ., 511 επ. ΚΠολΔ). Είναι συνεπώς παραδεκτή και πρέπει να ακολουθήσει η ουσιαστική έρευνα των λόγων της κατά την ίδια διαδικασία.

   2. Η ενάγουσα (ήδη εφεσίβλητη) με την αγωγή της, την οποία απηύθυνε κατά της εκκαλούσας ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, ισχυρίσθηκε (κατά την επικουρική της θεμελίωση) ότι η εναγομένη της χορήγησε πίστωση με ανοιχτό λογαριασμό, για το κατάλοιπο της οποίας, μετά το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού, εκδόθηκε διαταγή πληρωμής. Ό,τι για να αποφύγει την αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της ακίνητης περιουσίας της, αναγκάσθηκε να καταβάλλει στην εναγομένη συνολικά 31.980.000 δρχ, μολονότι το πράγματι οφειλόμενο ποσό για το κεφάλαιο, τόκους υπερημερίας και έξοδα ανερχόταν σε 19.068.959 δρχ, έτσι ώστε να καταστεί πλουσιότερη σε βάρος της περιουσίας της κατά τη διαφορά των 12.911.041 δρχ χωρίς νόμιμη αιτία, αφού το επί το πλέον ποσό καταβλήθηκε αχρεώστητα, δεδομένου ότι συνιστούσε τόκους τόκων για το μετά το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού χρονικό διάστημα, χωρίς ωστόσο ούτε η σύμβαση να προβλέπει την καταβολή τέτοιων τόκων ούτε να έχουν επιδικασθεί από τη διαταγή πληρωμής. Για τους λόγους αυτούς ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγομένη να της πληρώσει ποσό 12.911.041 δρχ με το νόμιμο τόκο από τις 4.5.2000 που την όχλησε για την καταβολή του. Η υπόθεση εκδικάσθηκε αντιμωλία των διαδίκων και εκδόθηκε η υπ' αριθ. 124/2003 οριστική απόφαση του ανωτέρω δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή έγινε δεκτή. Η εκκαλούσα με την έφεσή της προσβάλλει την απόφαση αυτή και παραπονείται για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητώντας να εξαφανισθεί ώστε να απορριφθεί η εναντίον της αγωγή. Πρέπει λοιπόν να ακολουθήσει η ουσιαστική έρευνα των λόγων της έφεσης.

   3. Κατά τη διάταξη του άρθρου 8 παρ. 6 του ν. 1083/1980 «περί αγοράς και πωλήσεως συναλλάγματος και ξένων τραπεζικών γραμματίων», όπως ίσχυε πριν από την κατάργησή της με το άρθρο 12 παρ. 5β του ν. 2601/1998 που ισχύει από 15-4-1998 (άρθρο 20 αυτού), η Νομισματική Επιτροπή (Ν.Ε.) με αποφάσεις της δύναται να επιτρέπει τον εκτοκισμό των οφειλόμενων τόκων στα πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ελλάδα χωρίς οποιοδήποτε χρονικό ή άλλο περιορισμό. Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι παρασχέθηκε η εξουσιοδότηση στη Ν.Ε., υπό τον έλεγχο και τη ρυθμιστική εξουσία της οποίας είχε τεθεί το όλο πλέγμα των τραπεζικών επιτοκίων, να επιτρέπει με αποφάσεις της τον ανατοκισμό των τόκων που οφείλονται σε πιστωτικά ιδρύματα, τα οποία λειτουργούν στην Ελλάδα, χωρίς κανένα χρονικό ή άλλο περιορισμό. Με βάση τη νομοθετική αυτή εξουσιοδότηση εκδόθηκε η απόφαση 289/30-10-1980 της Ν.Ε, που δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (τεύχος Α΄ 269/17-11-1980) και είχε ισχύ νόμου, με την οποία η Ν.Ε. αποφάσισε ότι «ο εκτοκισμός των οφειλομένων εις τας Τραπέζας και τους λοιπούς οργανισμούς εν καθυστερήσει τόκων δύναται να γίνεται από της πρώτης ημέρας καθυστερήσεως άνευ οποιουδήποτε χρονικού περιορισμού».  Με την απόφαση αυτή, η οποία ίσχυσε από τις 8/12/1980 έως τις 15/4/1998, θεσπίστηκε, προκειμένου περί των τραπεζικών συναλλαγών, εξαίρεση ως προς τους περιορισμούς που τίθενται από τις διατάξεις των άρθρων 296 Α.Κ. και 111 παρ. 2 Εισ. Ν Α.Κ., για τον ανατοκισμό των οφειλόμενων τόκων. Σύμφωνα με την εξαίρεση αυτή παρασχέθηκε στις Τράπεζες και στα πιστωτικά ιδρύματα η ευχέρεια, στο πλαίσιο του επιτρεπτικού κανόνα δικαίου που θέτει η ανωτέρω διάταξη, να εκτοκίζουν, δηλαδή, κατά τον χρησιμοποιούμενο αυτό οικονομικό όρο, να υπολογίζουν λογιστικώς τόκους από την πρώτη ημέρα της καθυστερήσεως τους χωρίς τους «περιορισμούς» των πιο πάνω διατάξεων του ΑΚ και του Εισαγωγικού του Νόμου. Για τον κατά την εξαίρεση όμως αυτή ανατοκισμό απαιτείται ρητή συμφωνία από τα μέρη και δεν αρκεί μονομερής δήλωση από την Τράπεζα (ΑΠολομ 8 και 9/1998 ΝοΒ 46 (1998) σελ. 496 = ΔΕΕ 2 (1998) σελ. 177 και 180).

   Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι επί αλληλοχρέου, κατά το άρθρο 112 παρ. 1 ΕισΝΑΚ, λογαριασμού όταν υπάρχει συμφωνία περί ανατοκισμού των τόκων υπερημερίας και μετά το κλείσιμο αυτού, οι τόκοι αυτοί ανατοκίζονται κατά τους όρους της συμφωνίας, ανεξάρτητα από το αν για την οφειλή του καταλοίπου έχει εκδοθεί δικαστική απόφαση ή εκτελεστός τίτλος, όπως είναι η διαταγή πληρωμής (άρθρο 631 ΚΠολΔ), διότι το κατάλοιπο, που αποτελεί απαίτηση της τράπεζας, δεν χάνει με την έκδοση της απόφασης ή του τίτλου το χαρακτήρα της τραπεζικής απαίτησης, αφού ο προαναφερόμενος εξουσιοδοτικός νόμος και η παραπάνω απόφαση της Νομισματικής Επιτροπής προβλέπουν τον εκτοκισμό των οφειλόμενων στις Τράπεζες τόκων εφόσον τούτο είχε συμφωνηθεί, χωρίς να κάνουν καμία διάκριση μεταξύ ενεργού συμβάσεως και συμβάσεως αλληλόχρεου λογαριασμού που για οποιοδήποτε λόγο έληξε ή να εξαιρούν τον εκτοκισμό όταν έχει εκδοθεί για την οφειλή δικαστική απόφαση ή εκτελεστός τίτλος (ΑΠ 938/2002 ΕλλΔνη 44 (2003) σελ. 1368, ΑΠ 1619/2000 ΕλλΔνη 42 (2001) σελ. 744).

   Εν προκειμένω, από τις καταθέσεις των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου (βλ. πρακτικά συνεδριάσεως) και όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται αποδείχθηκαν τα ακόλουθα : Η εναγομένη και ήδη εκκαλούσα, με την υπ' αριθ. .../1971 σύμβαση πιστώσεως με ανοιχτό λογαριασμό, παρέσχε στην ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη πίστωση μέχρι 410.000 δρχ, όριο το οποίο με μεταγενέστερες αυξητικές συμβάσεις έφθασε σε 6.000.000 δρχ. Η εναγομένη στις 22.6.1987 έκλεισε μονομερώς την πίστωση, όπως είχε δικαίωμα από τη σύμβαση, και προέκυψε σε βάρος της ενάγουσας χρεωστικό κατάλοιπο 5.977.440 δρχ, το οποίο ενσωμάτωνε το οφειλόμενο κεφάλαιο, τους τόκους υπερημερίας και τους τόκους αυτών, τα έξοδα κ.λ.π. Για την απαίτηση αυτή εκδόθηκε η υπ' αριθ. 363/66/1987 διαταγή πληρωμής του δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας, με την οποία η ενάγουσα υποχρεώθηκε να πληρώσει στην εναγομένη κεφάλαιο 5.977.4440 δρχ. με το νόμιμο τόκο από τις 13.6.1987 και 112.400 δρχ για δικαστική δαπάνη. Κατά της διαταγής αυτής η ενάγουσα άσκησε ανακοπή που απορρίφθηκε με την υπ' αριθ. 166/1989 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Λάρισας. Η απόφαση αυτή κατέστη τελεσίδικη γιατί η εναντίον της έφεση απορρίφθηκε με την υπ' αριθ. 601/1990 απόφαση του Εφετείου. Συνεπώς η ανωτέρω διαταγή απέκτησε ισχύ δεδικασμένου (άρθρο 633 παρ. 2 ΚΠολΔ).

   Η εναγομένη άρχισε με βάση τον τίτλο αυτό αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος της ακίνητης περιουσίας ομόρρυθμου μέλους της ενάγουσας. Μετά από διαδοχικές καταβολές που έκανε η ενάγουσα και πολλές αναστολές των πλειστηριασμών, ορίσθηκε πλειστηριασμός για τις 25.2.1998 με το υπ' αριθ. .../1998 20ο επαναληπτικό πρόγραμμα του δικαστικού επιμελητή  Δ. Κ.., πλην όμως ο πλειστηριασμός αυτός δεν έγινε γιατί η αναγκαστική εκτέλεση ακυρώθηκε (μετά από ανακοπή του άρθρου 933 ΚΠολΔ) με την υπ' αριθ. 312/1999 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου για το λόγο ότι η οφειλή μαζί με τους τόκους υπερημερίας και τα έξοδα έχει εξοφληθεί. Το δικαστήριο εκείνο μάλιστα είχε διατάξει τη διενέργεια λογιστικής πραγματογνωμοσύνης, την οποία διενήργησε ο λογιστής Α. Τ. Σύμφωνα με το πόρισμά της, το συνολικό ποσό των 31.980.000 δρχ που μέχρι τότε είχε καταβάλλει η ενάγουσα, ομολογούμενο άλλωστε από την εναγομένη, υπερκάλυπτε το συνολικό χρέος που απέρρεε από τη διαταγή πληρωμής, το οποίο ανερχόταν συνολικά σε 19.146.364, αναλυόμενο σε κεφάλαιο 5.977.400 δρχ, τόκους υπερημερίας 12.723.911 δρχ και δικαστικά έξοδα 167.000 δρχ. Είχε δηλαδή καταβάλλει επί πλέον 12.833.636 δρχ. Κατά της ανωτέρω αποφάσεως κανένας διάδικος δεν άσκησε έφεση και ήδη κατέστη τελεσίδικη, πράγμα που ομολογεί η εναγομένη. Ειδικότερα, στις 10.12.1994 η εναγομένη είχε εισπράξει 18.901.959 δρχ και απέμεινε, αφού οι καταβολές είχαν καταλογισθεί στα έξοδα, στους τόκους και στο κεφάλαιο, ένα μικρό υπόλοιπο από το κεφάλαιο (115.439 δρχ). Στις 25.7.1995 κατέβαλε άλλα 2.000.000 δρχ. Οι τόκοι υπερημερίας του υπολοίπου αυτού από το κεφάλαιο μέχρι τότε ήταν 13.527 δρχ. Με την καταβολή αυτή εξοφλήθηκε και το κεφάλαιο.

   Παρά ταύτα η εναγομένη συνέχισε με την απειλή του πλειστηριασμού (για τη σημασία αυτού βλ. ΑΠ 29/2002 ΕλλΔνη 43 (2002) σελ. 1024 = ΝοΒ 2003 σελ. 847) να αξιώνει την καταβολή και άλλων ποσών, δικαιολογώντας την αξίωσή της με τον ισχυρισμό ότι είχε δικαίωμα να εκτοκίζει ανά τρίμηνο τους εν τω μεταξύ τόκους υπερημερίας. Για το επί πλέον καταβληθέν ποσό των 12.833.636 (που συνιστά και το αντικείμενο της υπό κρίση υποθέσεως) η εναγομένη είχε τότε υποστηρίξει ότι πρόκειται για τόκους των τόκων υπερημερίας που προέκυψαν για το μετά το κλείσιμο του λογαριασμού και την έκδοση της διαταγής πληρωμής διάστημα, τους οποίους δικαιούταν κατά τους ισχυρισμούς της να αξιώσει. Βέβαια, η διαταγή πληρωμής δεν είχε επιδικάσει πέρα από τους τόκους υπερημερίας και τόκους τέτοιων τόκων. Συνεπώς (και υπό την εκδοχή ότι δικαιούταν η εναγομένη τέτοιους τόκους) δεν αποτελούσε τίτλο εκτελεστό για την είσπραξή τους (ΑΠ 96/1996 ΕλλΔνη 37 (1996) σελ. 615, ΑΠ 118/1996 αδημοσίευτη). Ωστόσο, η μη περίληψη διάταξης στη διαταγή πληρωμής για ανατοκισμό δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να οφείλονται τέτοιοι τόκοι από τη συμφωνία των μερών. Δεν θα μπορούσε βέβαια να ικανοποιηθεί η είσπραξή τους με βάση την ανωτέρω διαταγή πληρωμής, αλλά η συμβατική πρόβλεψη της εισπράξεώς τους συνιστά νόμιμη αιτία που αποκλείει την εφαρμογή των διατάξεων περί αδικαιολογήτου πλουτισμού. Σύμφωνα άλλωστε και με τις προαναφερόμενες αιτιολογίες, οι τόκοι υπερημερίας είναι δυνατό να ανατοκίζονται κατά τους όρους της συμφωνίας, ανεξάρτητα από το αν για την οφειλή του καταλοίπου έχει εκδοθεί δικαστική απόφαση ή άλλος εκτελεστός τίτλος, διότι το κατάλοιπο που αποτελεί απαίτηση της τράπεζας δεν χάνει με την έκδοση της απόφασης ή του τίτλου το χαρακτήρα της τραπεζικής απαίτησης, αφού ο εξουσιοδοτικός νόμος 1083/1980 και η προαναφερόμενη απόφαση της Νομισματικής Επιτροπής προβλέπουν τον εκτοκισμό των οφειλόμενων στις Τράπεζες τόκων εφόσον τούτο είχε συμφωνηθεί, χωρίς να κάνουν καμία διάκριση μεταξύ ενεργού συμβάσεως και συμβάσεως αλληλόχρεου λογαριασμού που για οποιοδήποτε λόγο έληξε ή να εξαιρούν τον εκτοκισμό όταν έχει εκδοθεί για την οφειλή δικαστική απόφαση ή εκτελεστός τίτλος. Γι' αυτό ο ισχυρισμός της ενάγουσας ότι και μόνο το γεγονός ότι δεν περιλήφθηκε διάταξη για ανατοκισμό των τόκων υπερημερίας στη διαταγή πληρωμής αρκεί για να καταστήσει τις επί πλέον καταβολές αχρεώστητες (θεμελίωση άλλωστε, στην οποία αρκέστηκε και η εκκαλούμενη) δεν είναι νομικά βάσιμος. Έτσι πρέπει να ερευνηθεί ο ισχυρισμός της εναγομένης ότι υπήρχε στη σύμβαση όρος περί ανατοκισμού, ισχυρισμός ο οποίος συνιστά αιτιολογημένη άρνηση έναντι της αγωγικής βάσεως διότι γίνεται επίκληση νόμιμης αιτίας που δικαιολογεί την παροχή (ΑΠ 620/1994 ΕΕΝ 62 (1995) σελ. 412). Επαναφέρεται δε με τους πρώτο και δεύτερο λόγους της εφέσεως, ενιαία εκτιμώμενους.

   Ωστόσο, αποδείχθηκε ότι στην ένδικη σύμβαση πιστώσεως δεν είχε συμφωνηθεί ανατοκισμός των τόκων μετά το οριστικό κλείσιμό της, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η εναγομένη. Ειδικότερα : Σύμφωνα με τους επικαλούμενους από την εναγομένη όρους 3 και 11 της συμβάσεως συμφωνήθηκαν α) ότι «ο τόκος και η προμήθεια, εάν η σύμβασις συνομολογείται μετά την έναρξη ημερολογιακής τριμηνίας, υπολογίζεται όσον αφορά την πρώτη τριμηνίαν δια το βραχύτερον ταύτης χρονικόν διάστημα από της συνάψεως της συμβάσεως μέχρι τέλους του ημερολογιακού τριμήνου (τέλος Μαρτίου, Ιουνίου, Σεπτεμβρίου, Δεκεμβρίου) εν συνέχεια δε υπολογίζεται καθ' ημερολογιακόν τρίμηνον, οπότε, κλεισμένου περιοδικώς του λογαριασμού κατά το άρθρον 112 ΕισΝΑΚ, το χρεωστικόν υπόλοιπο περιλαμβανομένου του τόκου και της προμήθειας, αν δεν ήθελον καταβληθή, θα ανατοκίζεται κατά τριμηνίαν», και β) «άμα κλείση η εις τον πιστούχον χορηγηθείσα πίστωσις εκ τινος οιουδήποτε των ανωτέρω λόγων, ως και εν πάση περιπτώσει οιασδήποτε καθυστερήσεως εκ μέρους του, καθίσταται ο πιστούχος αυτοδικαίως και άνευ οχλήσεως υπερήμερος δια το οφειλόμενον ποσόν κεφαλαίου μετά παντός τόκου, ανατοκισμού, εξόδων, υποχρεούμενος εις την καταβολήν παντός ανωτέρου νομίμου ποσοστού τόκου υπερημερίας και τούτο άνευ ουδεμίας προηγούμενης ειδοποιήσεως υπό της Τραπέζης».

   Από τη σύγκριση του περιεχομένου των όρων αυτών, από τους οποίους ο πρώτος αναφέρεται στο διάστημα που η πίστωση ακόμη λειτουργεί και ο δεύτερος στο διάστημα μετά το κλείσιμο της, προκύπτει αβίαστα, χωρίς να υπάρχει ανάγκη ερμηνείας της συμβάσεως κατά τα άρθρα 173 και 200 ΑΚ, ότι υφίσταται συμφωνία μεταξύ των μερών περί ανατοκισμού των οφειλομένων τόκων μόνο κατά τη διάρκεια της λειτουργίας της συμβάσεως και όχι και μετά τη λήξη της με το οριστικό κλείσιμό της, οπότε - με βάση την αυτοτελή συμφωνία του 11ου όρου - οφείλεται, επί του χρεωστικού καταλοίπου μόνον ο τόκος υπερημερίας (ΑΠ 1428/2003 ΔΕΕ 2003 σελ. 1079 = ΕτΤραΞΧρΔ 2003 σελ. 641, ΕφΑθ 3365/2003 ΔΕΕ 2003 σελ. 1079 = ΕΤραΞΧρΔ 2003 σελ. 641). Συνεπώς, ελλείψει συμφωνίας περί ανατοκισμού, ο ανατοκισμός των οφειλομένων τόκων από τις 22.6.1987 και στο εξής, στον οποίο προέβαινε η εναγομένη, δεν ήταν νόμιμος (ΑΠολομ 8 και 9/1998 ο.π.). Γι' αυτό ο πρώτος και ο δεύτερος λόγοι της εφέσεως, ενιαία εκτιμώμενοι, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Η εκκαλούμενη απόφαση απέρριψε τον ανωτέρω ισχυρισμό της εναγομένης, αλλά με διαφορετική αιτιολογία : Τον θεώρησε ως νόμιμη ένσταση και τον απέρριψε ως ουσιαστικά αβάσιμο διότι έκρινε ότι εφόσον στη διαταγή πληρωμής δεν υπήρξε διάταξη για ανατοκισμό των τόκων υπερημερίας, η είσπραξη τέτοιων τόκων από την εναγομένη ήταν χωρίς άλλο παράνομη. Κατ' αποτέλεσμα όμως δεν έσφαλε και γι' αυτό πρέπει μόνο να αντικατασταθούν οι αιτιολογίες της (άρθρο 534 ΚΠολΔ).

   Ισχυρίζεται περαιτέρω η εναγομένη ότι ένα μέρος από τις ένδικες καταβολές καταλογίσθηκε α) στον αναλογούντα Ε.Φ.Τ.Ε., χωρίς ωστόσο να προσδιορίζει το ακριβές ποσό, αλλά ούτε και να διευκρινίζει επί ποίων τόκων (υπερημερίας ή των τόκων από ανατοκισμό) υπολόγισε τον φόρο αυτό και β) στα δικαστικά έξοδα που υποβλήθηκε συνολικού ύψους 6.509.407 δρχ, από τα οποία 1) 1.192.000 δρχ αφορούν «έξοδα εκδόσεως διαταγής πληρωμής, παραστάσεων επί ανακοπής διαταγής πληρωμής, διόρθωση προγραμμάτων πλειστηριασμού γενικά», 2) 3.453.000 δρχ «έξοδα και αμοιβή δικαστικού επιμελητή για έκδοση του αρχικού προγράμματος πλειστηριασμού και των επαναληπτικών», 3) 1.284.000 δρχ. «έξοδα δημοσιεύσεως των προγραμμάτων», 4) 107.000 δρχ. «έξοδα ασφαλίσεως του ακινήτου της ενάγουσας», 5) 327.000 δρχ «έξοδα προσημειώσεων και τροπών σε υποθήκες», 6) 57.000 δρχ «προμήθειες, τέλη χαρτοσήμου» και 7) 89.000 δρχ «διάφορα άλλα έξοδα». Και αυτός ο ισχυρισμός της, τον οποίο επαναφέρει με τους πέμπτο και έβδομο λόγους της εφέσεως, συνιστά, κατά τα προαναφερόμενα, αιτιολογημένη άρνηση έναντι της αγωγικής βάσεως διότι γίνεται επίκληση νόμιμης αιτίας που δικαιολογεί την παροχή. Ωστόσο, πρέπει και αυτός να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, διότι δεν αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα έφερε το (νόμιμο ή συμβατικό) βάρος καταβολής τέτοιου φόρου και εξόδων. Ειδικότερα, η εναγομένη δεν κατέδειξε ποιο είναι το ακριβές ύψος του Ε.Φ.Τ.Ε. που προέκυψε μετά το κλείσιμο του λογαριασμού (διότι μέχρι το χρόνο αυτό κάθε κονδύλιο, άρα και ο φόρος αυτός, εξοφλήθηκε, όπως με δύναμη δεδικασμένου δέχθηκε η προαναφερόμενη .../1999 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας).  Για το μετέπειτα διάστημα ένα τέτοιος φόρος θα μπορούσε να νοηθεί μόνο για τους τόκους υπερημερίας, όχι και για τους τόκους των τόκων αυτών, αφού, κατά τα προαναφερόμενα, δεν είχε συμφωνηθεί εκτοκισμός για το μετά το κλείσιμο του λογαριασμού χρόνο. Ωστόσο, η εναγομένη ούτε το ποσό του Ε.Φ.Τ.Ε. προσδιορίζει ούτε σε ποιο είδος τόκων αναλογεί. Η αοριστία, άλλωστε, αυτή της διατυπώσεως του ισχυρισμού της είναι ενδεικτική της ουσιαστικής αβασιμότητάς του.

   Περαιτέρω, αναφορικά με τα επικαλούμενα «δικαστικά έξοδα», δεν αποδείχθηκε ότι το βάρος αυτών, και αν έγιναν, έφερε για κάποιο νόμιμο ή συμβατικό λόγο η ενάγουσα. Μόνο τα υπό στοιχεία (2) και (3) κονδύλια φέρουν χαρακτήρα εξόδων αναγκαστικής εκτελέσεως, τα οποία προκαταβάλλει μεν ο δανειστής, βαρύνουν όμως τελικά τον οφειλέτη κατά το άρθρο 932 ΚΠολΔ. Ωστόσο, η εναγομένη ούτε ανάλυση των μερικότερων δαπανημάτων της κάνει, αλλά τα αξιώνει συλλήβδην, ούτε διευκρινίζει αν πρόκειται για έξοδα της εκτελεστικής διαδικασίας πριν από το χρόνο εξοφλήσεως της πραγματικής οφειλής της εναγομένης που ουσιαστικά έγινε στις 20.12.1994 ή μεταγενέστερα. Διότι μετά την εξόφληση όλες οι πράξεις εκτελέσεως που έγιναν ήσαν άκυρες και ως τέτοιες κηρύχθηκαν με την προαναφερόμενη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Λάρισας. Όπως ήδη σημειώθηκε, η αοριστία αυτή της διατυπώσεως του ισχυρισμού της είναι ενδεικτική της ουσιαστικής αβασιμότητάς του. Επίσης τα υπό στοιχείο (1) έξοδα που αφορούν δαπάνες της εναγομένης για την απόκτηση του τίτλου και αμοιβές των νομικών συμβούλων για τη διεξαγωγή των σχετικών (διαγνωστικών) δικών για το κύρος της διαταγής πληρωμής και της εκτελεστικής διαδικασίας, τα υπό στοιχεία (2), (4), (5), (6) και (7) που αφορούν έξοδα για την εξασφάλιση της απαιτήσεως της εναγομένης, πέραν του ότι με πολύ γενικό και αόριστο τρόπο προσδιορίζονται, δεν συνιστούν έξοδα εκτελέσεως κατά την έννοια του άρθρου 932 ΚΠολΔ, αφού αποτελούν δαπάνες που έγιναν προς το αποκλειστικό συμφέρον της ως δανειστή (ΕφΘεσ 3139/1991 ΕλλΔνη 33 (1992) σελ. 1247, Β. Βαθρακοκοίλη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, τόμος 5ος , Αθήνα 1997 στο άρθρο 932 παρ. 2). Πρέπει λοιπόν οι ισχυρισμοί αυτοί της εναγομένης, καθώς και οι αντίστοιχοι λόγοι της εφέσεως, με τους οποίους τους επαναφέρει, να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι. Η εκκαλούμενη απόφασή τους απέρριψε μεν, αλλά με διαφορετική αιτιολογία : Εκτιμώντας ότι πρόκειται για ενστάσεις, τους απέρριψε ως αόριστους. Κατ' αποτέλεσμα όμως δεν έσφαλε και γι' αυτό πρέπει μόνο να αντικατασταθούν οι αιτιολογίες της (άρθρο 534 ΚΠολΔ).

   Με το άρθρο 30 παρ. 1 του ν. 2789/2000, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 42 ν. 2912/2001 θεσπίσθηκε ανώτατο όριο (πολλαπλάσιο) των απαιτήσεων των τραπεζών από τόκους και ανατοκισμό που παρήχθησαν από κάθε είδους συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων, ενώ με την παράγραφο 2 εδ. β΄ αυτού ορίσθηκε ότι «καταβληθέντα οποτεδήποτε ποσά, ανεξαρτήτως ύψους από τους οφειλέτες ή τρίτους είτε εκουσίως είτε κατόπιν συμφωνίας ή οποιασδήποτε ρύθμισης είτε συνεπεία διαδικασιών ατομικής ή συλλογικής εκτέλεσης δεν αναζητούνται σε καμία περίπτωση». Περαιτέρω, κατά την παράγραφο 8 εδ. α΄ του ίδιου άρθρου 30 του ίδιου άρθρου, οι διατάξεις του άρθρου αυτού (αρθ. 30) δεν επηρεάζουν όσα είτε κρίθηκαν, οποτεδήποτε, τελεσίδικα, εκτός εάν εκκρεμούν κατά την ημερομηνία ψήφισής τους στον Αρειο Πάγο, είτε ρυθμίστηκαν μεταξύ των πιστωτικών ιδρυμάτων και οφειλετών για συμβάσεις δανείων ή πιστώσεων μέχρι τη δημοσίευσή του και οι σχετικές συμφωνίες εξακολουθούν να δεσμεύουν τα μέρη. Εξάλλου, με τελεσίδικη απόφαση ισοδυναμεί και η διαταγή πληρωμής, η οποία έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου, μετά την τελεσίδικη απόρριψη της ασκηθείσας ανακοπής, ή σε περίπτωση μη ασκήσεως ανακοπής, μετά την παρέλευση άπρακτης της προθεσμίας ασκήσεως της ανακοπής του άρθρου 633 παρ. 3 ΚΠολΔ (ΑΠολομ 16/1996, ΑΠ 133/2003). Συνεπώς και εκείνες οι συμβάσεις, για την οφειλή των οποίων εκδόθηκε διαταγή πληρωμής που απέκτησε ισχύ δεδικασμένου, εξαιρούνται από τις ρυθμίσεις του άρθρου 30 (ΑΠ 53/2004 αδημοσίευτη), άρα και από εκείνη της παρ. 2 περ. β.

   Ωστόσο, και για τις συμβάσεις, που κατά τα ανωτέρω εξαιρούνται, στο τελευταίο εδάφιο της παρ. 8 ορίζεται με όμοιο τρόπο (για τα καταβληθέντα, προφανώς, επί πλέον των οφειλόμενων, αφού διαφορετικά δεν θα είχε νόημα η διάταξη) ότι «καταβληθέντα οποτεδήποτε ποσά, ανεξαρτήτως ύψους, από τους οφειλέτες ή τρίτους είτε εκουσίως, είτε κατόπιν συμφωνίας, είτε οποιαδήποτε ρύθμισης, είτε συνεπεία διαδικασιών ατομικής ή συλλογικής εκτέλεσης δεν αναζητούνται  σε  καμία  περίπτωση  και  για  καμία  αιτία».  Ωστόσο, η διάταξη αυτή είναι αντίθετη προς το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ για τους εξής λόγους : Από την αρχή της διακρίσεως των εξουσιών, η οποία καθιερώνεται με τα άρθρα 1, 26, 73 επ., 81 επ. και 87 επ. Συντ. 1975/1986/2001, απορρέει η ειδικότερη αρχή ότι η νομοθετική εξουσία, η οποία έχει ως έργο τη θέσπιση αφηρημένων κανόνων δικαίου, δεν επιτρέπεται να επεμβαίνει στα έργα της δικαστικής εξουσίας και να επιβάλλει λύση σε συγκεκριμένες διαφορές, τις οποίες μόνη η τελευταία δικαιούται να επιλύει (ΑΠολομ 2/1995 Δίκη 26 (1995) σελ. 453). Έτσι λοιπόν, έχει κριθεί ότι με νομοθετική ρύθμιση δεν μπορεί να προσβάλλεται το προστατευόμενο από τη διάταξη του άρθρου 17 Συντ. δικαίωμα ιδιοκτησίας (ΑΠολομ 7/1990 Δίκη 21 (1991) σελ. 908, Απολομ 4/1989 Δίκη 21 (1991) σελ. 938, ΑΠ 345/1994 ΝοΒ 43 (1995) σελ. 247). Έχει κριθεί επίσης ότι στην έννοια της περιουσίας (ιδιοκτησίας) περιλαμβάνονται όχι μόνο τα εμπράγματα δικαιώματα, αλλά και όλα τα δικαιώματα περιουσιακής φύσεως και τα κεκτημένα οικονομικά συμφέροντα. Καλύπτονται έτσι τα ενοχικά περιουσιακά δικαιώματα και ειδικότερα οι απαιτήσεις είτε αναγνωρισμένες με δικαστική ή διαιτητική απόφαση είτε απλώς γεννημένες κατά το εθνικό δίκαιο, εφόσον υπάρχει νόμιμη προσδοκία με βάση το ισχύον, έως την προσφυγή στο δικαστήριο, δίκαιο ότι μπορούν να ικανοποιηθούν δικαστικά (ΑΠολομ 40/1998 Αρμ ΝΓ΄(1999) σελ. 412, 413), οπότε η δια νόμου απόσβεση τούτων είναι ανεπίτρεπτη, αφού προσβάλλει το συνταγματικά προστατευόμενο δικαίωμα της ιδιοκτησίας (ΑΠολομ 40/1998 ο.π., ΑΠολομ 2/1995 ο.π.). Γι' αυτό και υποχρεωτικά δεν εφαρμόζεται από τα δικαστήρια, σύμφωνα με το άρθρο 93 παρ. 4 του Συντ. (ΕφΑθ 3365/2003 ο.π.).

   Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η εναγομένη ισχυρίσθηκε ότι, και αν ακόμη έλαβε περισσότερα από όσα δικαιούνταν από το νόμο και τη σύμβαση, σε κάθε περίπτωση δεν έχει υποχρέωση να αποδώσει όσα επί πλέον έλαβε δυνάμει διατάξεως νόμου. Ειδικότερα επικαλείται τις προαναφερόμενες ρυθμίσεις του άρθρου 30 του ν. 2789/2000, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 42 ν. 2912/2001. Ο ισχυρισμός της αυτός (τον οποίο επαναφέρει με τον τρίτο λόγο της εφέσεώς της) συνιστά ένσταση, διότι γίνεται επίκληση ειδικής διάταξης (causa ex lege) που προβλέπει άμεσα αιτία διατηρήσεως του πλουτισμού (Σταθόπουλος, Γεωργιάδη - Σταθόπουλου ΑΚ, άρθρο 904 αριθ. 120 και 58). Η ένσταση όμως δεν θεμελιώνεται ούτε στην εξαίρεση της παρ. 2 τελ. εδάφιο, ούτε σε εκείνη της παρ. 8 τελ. εδάφιο του ανωτέρω άρθρου για τους εξής λόγους : Όπως και η εναγομένη αποδέχεται, για την ένδικη σύμβαση εκδόθηκε διαταγή πληρωμής που απέκτησε ισχύ δεδικασμένου. Αρα κατά τα προαναφερόμενα εξαιρείται από την εφαρμογή των ρυθμίσεων του άρθρου 30 και γι' αυτό δεν ισχύει η μερικότερη ρύθμιση της παρ. 2 τελ. εδάφιο που αφορά στις περιλαμβανόμενες στο άρθρο αυτό συμβάσεις. Όμοια βέβαια ρύθμιση που παρέχει στις Τράπεζες το δικαίωμα να μη επιστρέφουν στους οφειλέτες τυχόν επί πλέον καταβληθέντα υπάρχει και στην παρ. 8 τελ. εδάφιο που αφορά στις εξαιρούμενες από το άρθρο 30 συμβάσεις, όπως η ένδικη. Ωστόσο, όπως ήδη εξηγήθηκε, η διάταξη αυτή είναι αντίθετη στο Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ διότι η ένδικη (ενοχική από αδικαιολόγητο πλουτισμό) απαίτηση της ενάγουσας κατά της εναγομένης συνιστά «περιουσία» (ιδιοκτησία) συνταγματικά προστατευόμενη, εφόσον γεννήθηκε κατά το εθνικό δίκαιο (άρθρα 904 επ. ΑΚ). Συνεπώς η επίκληση από την εναγομένη της διάταξης του άρθρου 30 παρ. 8 εδ. τελευταίο του ν. 2789/2000, κατά την οποία τα καταβληθέντα (επί πλέον από τα νόμιμα όρια) ποσά για οφειλές από συμβάσεις εξαιρούμενες από την ισχύ της ρυθμίσεως του άρθρου 30, όπως η ένδικη, είναι αντισυνταγματική ως αντικείμενη στα άρθρα 2 παρ. 1 και 17 παρ. 2 του Συντάγματος, κατά τα οποία «ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου αποτελούν την πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας» και «κανένας δεν στερείται την ιδιοκτησία του παρά μόνο για δημόσια ωφέλεια» αφού με αυτή καταργείται η ενοχική αυτή απαίτηση. Η ίδια διάταξη αντίκειται και στο άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ (που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 και έχει σύμφωνα με το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος υπερνομοθετική ισχύ), με το οποίο ορίζεται ότι «παν φυσικόν ή νομικόν πρόσωπον δικαιούται σεβασμού της περιουσίας του. Ουδείς δύναται να στερηθεί της περιουσίας αυτού ειμή δια λόγους δημοσίας ωφελείας και υπό τους προβλεπόμενους υπό του νόμου και των γενικών αρχών του διεθνούς δικαίου όρους» (ΕφΑθ 3365/2003 ο.π.). Η ανωτέρω λοιπόν ένσταση είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη και ο σχετικός λόγος της εφέσεως, με τον οποίο επαναφέρεται, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Η εκκαλούμενη απόφαση την απέρριψε μεν, αλλά με διαφορετική αιτιολογία. Κατ' αποτέλεσμα όμως δεν έσφαλε και γι' αυτό πρέπει μόνο να αντικατασταθούν οι αιτιολογίες της (άρθρο 534 ΚΠολΔ).

   Οφείλει λοιπόν η εναγομένη να αποδώσει στην ενάγουσα όσα κατά τα προαναφερόμενα έλαβε απ' αυτήν αχρεώστητα (12.833.636 δρχ ή 37.662,9 ευρώ) με το νόμιμο τόκο από τις 4.5.2000 διότι στις 3.5.2000 οχλήθηκε εξώδικα για την καταβολή του ποσού (άρθρο 340 ΑΚ). Ειδικότερα, η ενάγουσα στις 3.5.2000 επέδωσε στην εναγομένη έγγραφη αίτηση, με την οποία, αναφέροντας περιληπτικά την αγωγική βάση, αξίωσε την επιστροφή του ανωτέρω ποσού. Η εναγομένη αρνήθηκε επικαλούμενη το (αβάσιμο κατά τα προαναφερόμενα) δικαίωμά της από το άρθρο 30 παρ. 8 εδ. τελ. ν. 2789/2000. Ο έκτος λόγος της εφέσεώς της, σύμφωνα με τον οποίο παραπονείται για κακή εφαρμογή του νόμου, με την έννοια ότι η ανωτέρω αίτηση δεν συνιστούσε όχληση γιατί είχε δικαίωμα από το άρθρο 30 παρ. 8 εδ. τελ. να αρνηθεί την επιστροφή του ζητούμενου ποσού, είναι σύμφωνα και με τα προαναφερόμενα αβάσιμος, αφού τέτοιο δικαίωμα δεν είχε.

   Τέλος, όσα επικαλείται με τον τέταρτο λόγο της εφέσεώς της, με τον οποίο παραπονείται για κακή εκτίμηση των αποδείξεων αναφορικά με το πόρισμα της λογιστικής πραγματογνωμοσύνης που έγινε στα πλαίσια της εκτελεστικής δίκης για την απόδειξη του ισχυρισμού της ενάγουσας (τότε ανακόπτουσας) περί εξοφλήσεως, αλυσιτελώς τα επικαλείται αφού για το μεν ζήτημα του ακριβούς ύψους της οφειλής από τη διαταγή πληρωμής και της εξοφλήσεώς της υπάρχει δεδικασμένο που εμποδίζει τον επανέλεγχο των ζητημάτων, για δε το ύψος των εισπραχθέντων υπάρχει ομολογία της. Πρέπει λοιπόν και αυτός ο λόγος να απορριφθεί ως αβάσιμος.

   4. Σύμφωνα με τα προαναφερόμενα, η αγωγή έπρεπε να γίνει δεκτή εν μέρει και να υποχρεωθεί η εναγομένη να πληρώσει στην ενάγουσα 37.662,90 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από τις 4.5.2000. Εφόσον τα ίδια δέχθηκε και η εκκαλούμενη, έστω και με διαφορετικές αιτιολογίες, όπως κατά περίπτωση διευκρινίσθηκε ανωτέρω, ορθά εφάρμοσε το νόμο και σωστά εκτίμησε τις αποδείξεις. Γι' αυτό η έφεση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη στο σύνολό της. Η δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας βαρύνει την εκκαλούσα επειδή ηττάται (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ).